Κυριακή 20 Μαΐου 2007

Για τη "Ρυθμολογία" του Μάνου Χατζιδάκι





Ένα από τα ωραιότερα και πλέον παραγκωνισμένα έργα του Μάνου Χατζιδάκι είναι η “Ρυθμολογία”. Το έργο αυτό αποτελείται από 6 κομμάτια για πιάνο που υφολογικά δανείζονται στοιχεία από το Ρεμπέτικο τραγούδι. Ο Χατζιδάκις αντλεί τους τίτλους των κομματιών από τον ζωδιακό κύκλο και το φεγγάρι: "Χασάπικος στον Κριό", "Χασάπικος του Ταύρου", "Χασάπικος των Διδύμων", "Χασάπικος στον Υδροχόο", "Χασάπικος της Σελήνης, "Χασάπικος στην Παρθένο". Στο "Χασάπικο των Διδύμων" υπάρχει η προσθήκη: "Στο ύφος του Eric Satie". Το έργο ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο του 1971 και εκδόθηκε την ίδια χρονιά, μαζί με το "Ο Κύκλος του C.N.S.", ενώ το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Γιάννης Μώραλης.

Να τι λέει ο ίδιος ο Χατζιδάκις για το συγκεκριμένο έργο (αντιγράφουμε από τον δίσκο):


Άρχισα να γράφω την “Ρυθμολογία” στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1969. Θέλησα απ’ την αρχή να παίξω σοβαρά, με μονούς ρυθμούς και με χασάπικα ανάμεσά τους που να εξαρτώνται από αστερισμούς. Και προ παντός, να ξαναθυμηθώ πολύ παλιούς τρόπους – τους ορθόδοξους – του μπουζουκιού και των ρεμπέτικων τραγουδιών. Νομίζω πως ήμουν πια σε θέση να τ’ ακούω χωρίς συναισθηματικές υπερβολές, από μακριά, πιο τεχνικά και μ’ όλο το βαθύ ερωτικοθρησκευτικό τους περιεχόμενο.

Στο μεταξύ, ίσαμε σήμερα που τελείωσα την “Ρυθμολογία”, πολλά συνέβησαν μέσα μου ώστε να ασχοληθώ τα τελευταία χρόνια, ολοένα και πιο αποκλειστικά, μ’ αυτή την αυστηρώς ελληνική εποχή, που είχε την τύχη η δικιά μου γενιά να ζήσει στα νιάτα της. Απ’ το ‘41 ως το ’50. Γύρω από κείνο τον καιρό έγραψα, δραματική την “Εποχή της Μελισσάνθης”, με θρησκευτικότητα “Τα Λειτουργικά” και με σάτυρα “Τα 9 Βήματα του Διός”. Και στα τρία αυτά τελευταία έργα μου, θέλω να φανερώσω το πόσο σημαντικά για τους νέους Έλληνες στάθηκαν τα χρόνια εκείνα.

Η “Ρυθμολογία” είναι ένα παιχνίδι τρόπων και ρυθμών. Και η αναφορά μου στους αστερισμούς και αυτό παιχνίδι, χωρίς συμβολισμό ή επιρροή απ’ την αστρολογική τους σημασία. Κι όσο προχωρούσα στο σχεδίασμα του έργου, σκεφτόμουν τον ποιητή Σεφέρη. Γιατί αυτός πρώτος μας έκαμε να νιώσουμε τη σημασία ενός σοβαρού παιχνιδιού, με το “Τετράδιο Γυμνασμάτων” του π.χ., που το πρωτοδιάβασα νέος πολύ, ακριβώς σ’ αυτή την εποχή “της Μελισσάνθης”. Και υπήρξε αυθόρμητη η ανάγκη να του αφιερώσω την “Ρυθμολογία”. Μόνο που δεν φανταζόμουν πως αυτή τη στιγμή δε θα υπήρχε ανάμεσά μας.

Μα η “Ρυθμολογία” δε γράφτηκε για να τον θρηνήσει. Γράφτηκε για έναν ζωντανό Σεφέρη που εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας. Για τον ποιητή Σεφέρη που είχε τη δύναμη να μιλά, όταν μιλούσε, απλά, βαθιά και ελληνικά.


Μάνος Χατζιδάκις
Νέα Υόρκη, Δεκέμβριος 1971








Τα προλεγόμενα του Χατζιδάκι βοηθούν στην κατανόηση όχι μόνο της “Ρυθμολογίας” αλλά και κάποιων βαθύτερων δυναμικών στο έργο του. Καταρχήν, μέσα από την αναφορά στον Σεφέρη εμφανίζεται η ενότητα λόγου και μουσικής, που αποτέλεσε τη βάση του μεγαλειώδους μουσικού κινήματος του ’60 και ’70 στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι το έργο είναι ορχηστρικό δεν ακυρώνει για τον Χατζιδάκι τη σύνδεσή του με κάποια χαρακτηριστικά της ποιητικής του Σεφέρη, σε βαθμό τέτοιο ώστε να αφιερώσει το έργο σε αυτόν.



Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι η αναφορά στο Ρεμπέτικο τραγούδι. Η “Ρυθμολογία”, όπως και κάποια άλλα έργα του Χατζιδάκι (π.χ. “6 Λαϊκές Ζωγραφιές”, “Ο Σκληρός Απρίλης του ‘45”), καταδεικνύουν την στενότατη μουσική σχέση μεταξύ του Ρεμπέτικου και του ελληνικού τραγουδιού όπως αυτό συν-διαμορφώθηκε από τον Χατζιδάκι. Και, ενώ ο Σκληρός Απρίλης και οι Λαϊκές Ζωγραφιές αποτελούν διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών, η “Ρυθμολογία” παραπέμπει σε αυτά όντας όμως πρωτότυπο έργο. Είναι γνωστός ο θετικός ρόλος του Χατζιδάκι στην αναγνώριση του Ρεμπέτικου από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και από την πολιτική εξουσία, σαν ένα μουσικό ρεύμα εγγεγραμμένο στη ρίζα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Αυτή η πραγματικότητα φυσικά έχει διαγραφεί από την σημερινή κυρίαρχη αντίληψη περί ελληνικού τραγουδιού, η οποία βασίζεται στην απόκρυψη της ιστορικής συνέχειας του και στην προβολή ενός ‘έντεχνου’ τραγουδιού το οποίο εμφανίζεται περίπου ως αποτέλεσμα παρθενογένεσης.


Τέλος, το κείμενο του Χατζιδάκι αποκαλύπτει και μία συγκεκριμένη αντίληψη περί ελληνικότητας. Για τον Χατζιδάκι, ο Σεφέρης μιλούσε ‘βαθιά και ελληνικά’, ενώ και η δεκαετία του ’40 χαρακτηρίζεται ως μία ‘αυστηρώς ελληνική εποχή’. Αποτελεί άραγε η επιλογή αυτών των όρων μία αθώα και ‘φυσιολογική’ επιλογή; Αποκαλύπτουν αυτή η ορολογία και οι προεκτάσεις της έναν ελληνοκεντρισμό που απαιτεί περαιτέρω ανάλυση, και ίσως και κριτική; Το ζήτημα φυσικά δεν περιορίζεται στο έργο του Χατζιδάκι, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους βασικούς πυλώνες του ελληνικού τραγουδιού, από τον Μαρκόπουλο μέχρι τον Θεοδωράκη. Αλλά για όλα αυτά θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.

Ηρακλής Οικονόμου

Δεν υπάρχουν σχόλια: