Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

Για τη "Ντάμα Κούπα" της Δήμητρας Γαλάνη





Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: εκτιμούμε αφάνταστα την προσφορά της Δήμητρας Γαλάνη στο ελληνικό τραγούδι. Οι συνεργασίες της με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Δήμο Μούτση, τον Μίκη Θεοδωράκη και πολλούς άλλους δημιουργούς, η αξέχαστη live ερμηνεία της από το Χάραμα, αποτελούν σημεία αναφοράς. Όμως το μεγαλείο του παρελθόντος δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για δαφορετικές επιλογές στο παρόν. Αναφερόμαστε στον τελευταίο της δίσκο «Ντάμα Κούπα».

Τον ακούσαμε προσεκτικά και ιδού το συμπέρασμα: η «Ντάμα Κούπα» συμπυκνώνει στα δώδεκα τραγούδια της όλη την παθολογία του σημερινού τραγουδιού. Συμπτώματα αυτής της παθολογίας είναι και τα εξής: 1)αόριστοι στίχοι σε μοτίβα τετριμμένης εσωστρέφειας και μελαγχολίας, 2) τραγούδια που δεν έχουν μεταξύ τους καμία συνοχή, που δεν τα συνδέει απολύτως τίποτα, που δεν διαθέτουν μία κοινή αισθητική βάση, 3) μουσικά δάνεια από το εξωτερικό που δεν υπηρετούν καμία καλλιτεχνική σκοπιμότητα πέρα από την επιθυμία ένταξης σε μία ευρύτερη «έθνικ» αγορά.

Η «Ντάμα Κούπα» περιέχει 12 τραγούδια, εκ των οποίων τα οχτώ είναι απλοί «μεταγλωτισμοί» ή προσαρμογές ξένων τραγουδιών. Η Γαλάνη παραμένει η γνωστή πολύ καλή τραγουδίστρια με τη γνωστή πολύ καλή φωνή. Το πρόβλημα είναι στα τραγούδια και όχι στην ερμηνεία της. Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αποκαλυπτική ως προς τη διαδικασία επιλογής των τραγουδιών και τα κριτήρια που εφάρμοσε. Αντιγράφουμε από το σημείωμά της στο δίσκο:



Το πρώτο τραγούδι που άκουσα απ’ τις μελωδίες που είχε διαλέξει (σημ.: η Γαλάνη) για την τωρινή παραγωγή ήταν σε μουσική του Erik Satie γραμμένη ανάμεσα στα 1889 με 1891. Σαν μουσική την ήξερα και την αγαπούσα αυτό που δεν ήξερα ήταν πως είχε γίνει τραγούδι. Το έλεγε ένας άντρας μαγικά. Έπειτα άκουσα ένα tango το «Querer». Θέλησα να κρατηθεί έτσι ο τίτλος του και στο cd. Έπειτα δυο μελωδίες του Μάκη Μουράτογλου που με ξάφνιασαν ευχάριστα. Ύστερα το «Addio, addio amore».


Μου άρεσαν πολύ όλα. Έτσι όπως ήταν διαφορετικά κι ανακατεμένα. Φανταζόμουν τη φωνή της Δήμητρας και πόσο της πάνε αυτοί οι ήχοι. Εκείνο τον καιρό, κάναμε πρόβες για το αφιέρωμα της Σοφίας Βέμπο στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί με πλησίασε μια νεαρή κοπέλα η Ελίνα Σκαρπαθιώτη και μου μίλησε για κάποιον Ιταλό συνθέτη που είχε ενδιαφέρον κι αν ήθελα να τον ακούσω. Έτσι ήρθαν στα χέρια μου τα τραγούδια του Vinicio Capossela. Είχε καιρό να ‘ρθει η καρδιά μου στον τόπο της. Έβαλα στη Δήμητρα ν’ ακούσει. Διάλεξε δύο. Εγώ τα ήθελα όλα, ει δυνατόν. Άκουσα μετά και τη «Δραχμούλα», έτσι το λέω το τραγούδι της Μυρτώς Κοντοβά και του Κώστα Μπαλταζάνη, και είπα να μπει και αυτό στο δίσκο. Τραγούδια ωραία να έχει. Να γυρίσει τη Μεσόγειο η Δήμητρα να τα λέει ελληνικά με τη διεθνή φωνή της.



Μέχρι τώρα ξέραμε ότι ο ρόλος του στιχουργού ήταν να γράφει καλά τραγούδια, όχι να τα βρίσκει έτοιμα στην αγορά. Που είναι η καλλιτεχνική συνοχή του έργου; Ακόμα χειρότερα: ποιός είναι ο λόγος ύπαρξής του; «Να γυρίσει τη Μεσόγειο η Δήμητρα;»

Στιχουργικά, η Νικολακοπούλου κινείται στα μοτίβα που μας έχει συνηθίσει χρόνια τώρα, και που δεν είναι πάντα αντιληπτά. Για παράδειγμα, μήπως ξέρετε τι σημαίνει «κουτς-κουτς-κουτς» όπως γράφει η Νικολακοπούλου στο ομώνυμο τραγούδι; Ελπίζω να κρύβεται κάποιο βαθύτερο νόημα, και εγώ να μην το έχω καταλάβει.Η μήπως υπάρχει μια δυσπρόσιτη ποιοτική εκδοχή την οποία αδυνατούμε να προσδιορίζουμε; Στο ίδιο τραγούδι υπάρχει αναφορά σε «περιστέρια και γάτες με μακό και γραβάτες». Ασφαλώς είναι άδικο να παραθέτουμε μεμονωμένες φράσεις, όμως ίσως είναι τελικά δύσκολο να μην τις απομονώνουμε, αφού ούτε στο ίδιο το τραγούδι δε χωράνε, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς.

Ο ποιητής γενικά μελαγχολεί, χωρίς όμως να μας εξηγεί τη βαθύτερη αιτία του πόνου του. Στο «Κόκκινο τραίνο» υποφέρει. Στα «Στερεότυπα» δεν μπορεί να ζει. Στο «Querer» προτρέπει τους ακροατές να κλαίνε. Στη «Μάσκα» φοράει φεγγάρια λυπημένα. Στο «Πλάι στο νερό» χάνει το θάρρος της και κλαίει σαν χωρίζει. Στο «Πάει πάει» είναι φορτωμένη με πίκρα και φοβάται το φως που θα ‘ρθει. Γενικά, υπάρχει μία ατμόσφαιρα λύπης, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς όμως να μαθαίνουμε τους παράγοντες εκείνους που επιβάλλουν αυτό το συναίσθημα στον ποιητή. Ο πόνος της Νικολακοπούλου είναι αν-ιστορικός και α-κοινωνικός. Κάποιος ίσως να ισχυριστεί ότι αυτός ο πόνος είναι της ύπαρξης. Αλλά δεν νοείται ανθρώπινη ύπαρξη πέρα και έξω από την κοινωνία και την ιστορία. Μήπως σήμερα οι άνθρωποι, έχοντας αποκόψει κάθε επαφή με το περιβάλλον κι έχοντας απωλέσει κάθε ελπίδα συλλογικής βελτίωσης της καθημερινής τους ζωής, εξαντλούνται σε ατέρμονες αναζητήσεις της μέσα τους ζωής;

Ένα ακόμη γενικότερο σχόλιο για το τέλος:
Θεωρούμε άδικο το γεγονός ότι το τραγούδι «Um Princelada» αναφέρεται στο δίσκο ως ντουέτο της Δήμητρας Γαλάνη με τη Cesaria Evora. Μήπως θα μπορούσαμε να μάθουμε πότε ακριβώς ήρθε η Evora στην Ελλάδα, ή πότε πήγε η Γαλάνη στο Πράσινο Ακρωτήριο, για να τραγουδήσουν μαζί, δηλαδή στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο; Γιατί στο δικό μας αυτί το τραγούδι αυτό ακούγεται μάλλον ως απλή προσθήκη της φωνής της Γαλάνη σε ήδη υπάρχον μουσικό σώμα; Χρειάζεται η Evora την υποστήριξη ελληνίδας τραγουδίστριας για να είναι αισθητικά άρτιο το τραγούδι; Μήπως τελικά όλα γίνονται για το κυνήγι της επιτυχίας, μην υπολογίζοντας τη συνεπαγόμενη αισθητική απαξίωση του τελικού προϊόντος και των συντελεστών του;


Ηρακλής Οικονόμου

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Συνέντευξη με τον Χρήστο Λεοντή


Χρήστος Λεοντής:

"Δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια"


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Με την ευκαιρία έκδοσης νέου δίσκου από τον Χρήστο Λεοντή, του «Έρωτας Αρχάγγελος» σε στίχους του Δημήτρη Λέντζου και με τη συμμετοχή πολλών και καλών τραγουδιστών (Ν. Δημητράτος, Δ. Δημοσθένους, Π. Θαλασσινός, Δ. Μητροπάνος, Μ. Σουλτάτου, Ι. Φόρτη), συναντήσαμε τον μεγάλο συνθέτη για μία σύντομη συνομιλία μαζί του. Του το χρωστούσαμε, καθώς η μελοποιημένη από αυτόν ποίηση του Ρίτσου στο "Καπνισμένο Τσουκάλι" κοσμεί το σκεπτικό του ιστολογίου: "Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο". Ο «Έρωτας Αρχάγγελος» κυκλοφορεί σε όλα τα δισκοπωλεία από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Να λοιπόν τι μας είπε ο δημιουργός ένα καλοκαιρινό, αθηναϊκό μεσημέρι, στο πατάρι του καταστήματος που διατηρεί ο ποιητής Δημήτρης Λέντζος, στο κέντρο της Αθήνας.


- Εκδίδετε κύκλο τραγουδιών μετά από 13 χρόνια. Τι είναι ο «Έρωτας Αρχάγγελος» και ποια η ιστορία του;

Ο «Έρωτας Αρχάγγελος» είναι απόρροια μίας συνεργασίας πολλών ετών με τον Δημήτρη Λέντζο. Θα έλεγα ότι υπήρχε μεταξύ μας μία ιδεολογική συγγένεια γύρω από τα ζητήματα της αισθητικής, της μουσικής, του τραγουδιού, του ρόλου του τραγουδιού μέσα στον κοινωνικό χώρο. Αυτά τα στοιχεία δώσανε το όπλο στον καθένα να βγάλει αυτό που αισθανόταν και να εργαστώ και εγώ πάνω σε αυτό που βγήκε από τον Δημήτρη. Ξέρεις, με το διάλογο αυτό και με τη διαρκή αναζήτηση θα βγει ένα αποτέλεσμα, εφ’ όσον φυσικά προϋπάρχει ένα ταλέντο και η ικανότητα του να φτιάχνεις πράγματα. Αυτό είναι, αν θες, το πρακτικό μέρος της πολυετούς συνεργασίας μας. Στην πράξη, τα τρία-τέσσερα τελευταία χρόνια μου έδωσε διάφορα τραγούδια και μέσα από αυτά διάλεξα αυτά που με ερέθιζαν περισσότερο, και έτσι έγραψα τα τραγούδια στον «Έρωτα Αρχάγγελο». Αυτό που τα χαρακτηρίζει είναι ο λυρισμός και η ευαισθησία, μέσα όμως από μία συγκεκριμένη οπτική του περιβάλλοντος κοινωνικο-πολιτικού χώρου που ζούμε. Δηλαδή, δεν κλείνεις τα μάτια στον μετανάστη, για παράδειγμα. Και αυτός ερωτεύεται, και αυτός πονάει το ίδιο όπως εσύ και εγώ. Βεβαίως ξέραμε εκ των προτέρων ότι δημιουργούμε έναν κύκλο ερωτικών τραγουδιών. Αυτά τα συναισθήματα περνούνε μέσα από το φίλτρο της καρδιάς ενός ανθρώπου, από οπουδήποτε και αν είναι αυτός.

- Ο δίσκος είναι παραγωγή δική σας σε συνεργασία με τον «Μετρονόμο». Γιατί επιλέξατε να αποφύγετε τις μεγάλες εταιρίες;


Εμείς τον βάλαμε τον «Μετρονόμο» στο λούκι! Κοίταξε, δεν είναι εύκολο να συνεννοηθείς πλέον. Κατά τη γνώμη μου, οι εταιρείες κλείσανε. Δηλαδή, τουλάχιστον εγώ τους έχω γυρίσει τις πλάτες. Το ίδιο συστήνω στον οποιονδήποτε, ιδιαίτερα στους νέους που έχουν βρει αδιέξοδο μπροστά τους, παρακαλώντας ή χτυπώντας τις πόρτες του οποιουδήποτε τυχάρπαστου. Μόνος τους μπορεί ο καθένας, με τα σημερινά δεδομένα, να παράγει το υλικό του. Όπως εμείς τώρα βάλαμε στο λούκι τον «Μετρονόμο», ας το κάνουν και άλλοι. Γιατί να μην εκδίδει και κάθε καινούριος καλλιτέχνης με τον «Μετρονόμο»; Ας δημιουργηθεί ένας συνεταιρισμός διακίνησης.

- Υποθέτω πως θέλετε να ακουστεί αυτό το έργο και από το νέο άνθρωπο. Ποιο είναι το μήνυμά σας προς το νέο ακροατή;


Κοίταξε, τα συναισθήματα δεν έχουν όρια, ούτε ηλικίες, ούτε φύλο. Εγώ απευθύνομαι σε όλους. Μακάρι να μπορέσω να επικοινωνήσω με όλο τον κόσμο. Το ζήτημα είναι το πώς θα μπορέσει να έρθει σε επαφή και ο νέος άνθρωπος, που δυστυχώς τον εγκλωβίζουνε σε στερεότυπα πράγματα. Φαντάζομαι όμως ότι έχει αρκετή νοημοσύνη ώστε να ψάξει και να το βρει. Ήδη τα πρώτα μηνύματα είναι άκρως ενθαρρυντικά και από νέους ανθρώπους. Αυτό μου δίνει κουράγιο και είναι και ένα όπλο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε στο δρόμο που ανοίξαμε.

- Υπάρχουν σήμερα νέοι δημιουργοί που να έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον σας;

Βεβαίως υπάρχουν νέοι δημιουργοί και σε αυτούς απευθύνομαι, στο μέτρο που μπορώ, ενθαρρύνοντάς τους να ακολουθήσουν έναν τέτοιο δρόμο, κάνοντας οι ίδιοι τα έργα τους και φέρνοντάς τα σε επαφή με το σύγχρονο κόσμο. Ας πούμε, ένας από τους μουσικούς του δίσκου, ο Νεοκλής ο Νεοφυτίδης που παίζει πιάνο, είναι εκπληκτικός συνθέτης. Τον αναφέρω έτσι ενδεικτικά. Ο Μάριος ο Στρόφαλης επίσης. Υπάρχου πάρα πολλοί νέοι μουσικοί, ο Νίκος ο Πλατύραχος, ο Θοδωρής ο Οικονόμου, ο Τάκης ο Φαραζής. Υπάρχουν αξιόλογοι και μορφωμένοι μουσικοί, οι οποίοι έχουν υλικό και δεν μπορούν να το διοχετεύσουν. Δεν τους αφήνουνε να κάνουν βήμα.

- Θα ήθελα εν συντομία να μιλήσουμε και για τα δικά σας χρόνια ως νέος δημιουργός. Ποια ήταν τα παιδικά σας ακούσματα;


Τα παιδικά μου ακούσματα ήταν η Βυζαντινή μουσική και το Κρητικό τραγούδι. Ήμουν ψάλτης από εφτά χρονών στην εκκλησία, και ζούσα στην Κρήτη. Και εκεί δεν είχαμε ούτε ραδιόφωνα, ούτε τίποτα. Η Βυζαντινή μουσική λοιπόν και το Κρητικό τραγούδι ακόμα με κυνηγάνε, και αυτό νομίζω ότι είναι κάτι πολύ ωραίο.

- Παράλληλα με τους κύκλους τραγουδιών, έχετε και ένα ευρύτατο και καταξιωμένο έργο ως συνθέτης θεατρικής μουσικής. Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ των απαιτήσεων της μουσικής για το θέατρο και του κύκλου τραγουδιών;


Κοίταξε, στο θέατρο υπηρετείς ένα κείμενο στο οποίο, όταν βγει στο σανίδι, ενυπάρχουνε διάφορες καταστάσεις, ψυχολογικές, συναισθηματικές, ρεαλιστικές, όπου εκεί διαδέχεται το ένα στοιχείο το άλλο. Μέσα από εκεί σου δημιουργούνται εικόνες. Αυτό είναι τελείως διαφορετική λειτουργία λοιπόν, το να θες να δεις από μία οπτική δική σου την εικόνα αυτή. Άλλος θέλει να την περιγράψει, άλλος θέλει να δώσει μία άλλη διάσταση. Εγώ ποτέ μου δεν φωτογραφίζω εικόνες, προσπαθώ να δώσω τη δική μου διάσταση, ένα άλλο επίπεδο της εικόνας που βλέπω. Δηλαδή, μπορεί να βλέπουμε μαζί την ίδια εικόνα, αλλά εγώ να θέλω να τη δω και από μία άλλη μεριά, ενώ εσύ να τη βλέπεις από αλλού. Εγώ θέλω να δώσω και στοιχεία από αυτά που μου δημιουργεί η εικόνα αυτή καθ’ εαυτή, από τα συναισθήματα που μου δημιουργεί, θέλοντας να συμπληρώσω την εικόνα αυτή και από μία άλλη οπτική γωνία. Κώδικες φυσικά δεν υπάρχουν. Κάθε φορά με το ίδιο τρακ και από το ίδιο μηδέν ξεκινάω.

Αντίθετα, στο τραγούδι τα πράγματα είναι πιο καθαρά, είναι άμεσα. Εδώ ό,τι έχεις να πεις το λες απευθείας και χωρίς παρεκτροπές. Εδώ δεν έχει άλλη οπτική, εδώ έχει μόνο αυτό που δίνεις, την αμεσότητα του, την εικόνα του, τα συναισθήματά του.

- Ταυτόχρονα, ενσωματώσατε στο έργο σας τον ποιητικό λόγο μεγάλων Ελλήνων ποιητών, ως ένα σημαντικό μέλος του κινήματος του έντεχνου νεοελληνικού τραγουδιού. Τι σήμαινε αυτή η ένωση ποίησης και μουσικής από τη δεκαετία του ’60 και μετά; Πως και γιατί γεννήθηκε;


Γεννήθηκε από την ανάγκη μας να επικοινωνήσουμε έναν καθαρό ποιητικό λόγο που έχει κάτι να πει, που έχει να αγκαλιάσει κόσμο που αισθάνεται και σκέφτεται παράλληλα. Ο Καζαντζάκης λέει στην «Ασκητική» του: «Ο νους βολεύεται μα η καρδιά αγριεύει». Καμιά φορά τακτοποιεί ο νους αλλά η καρδιά θέλει άλλα πράγματα. Εμείς εδώ πέρα λοιπόν δεν δουλεύουμε από ένστικτο, θέλουμε και τα δύο να συνυπάρχουν σε μία ωραία αρμονία, ο νους και η καρδιά. Αυτό είναι η ποίηση στο τραγούδι. Προσπαθούμε και εμείς να ποιήσουμε, γιατί όπως λέει και ο Αριστοφάνης: «Ποιώ σημαίνει δημιουργώ». Να κάνουμε λοιπόν ποίηση το τραγούδι στην ευρύτερή του έννοια, γιατί αυτός είναι ο ρόλος μας. Υπάρχουνε βέβαια και άλλα τραγούδια τα οποία είναι τραγούδια διασκέδασης, υπάρχουν ένα σωρό πράγματα. Αλλά εμείς θελήσαμε να φέρουμε, να δώσουμε και μία άλλη διάσταση στο τραγούδι. Θεωρούμε ότι το τραγούδι είναι ένα σημαντικό στοιχείο για τον σύγχρονο άνθρωπο, ένα λιμάνι, ένα καταφύγιο στα συναισθήματα και στην καθημερινότητά του.

- Πιστεύεται ότι αυτό το κίνημα έχει συνέχεια στη σημερινή εποχή; Μπορεί να έχει συνέχεια;

Βεβαίως μπορεί. Ας πούμε, πριν από μερικούς μήνες, ο Γιάννης ο Γλέζος έκανε έναν ωραιότατο κύκλο τραγουδιών σε στίχους αρχαίων ποιητών, τα «Ρόδα της Πιερίας». Αλλά και στους νέους μουσικούς το στιχουργικό στοιχείο παίζει έναν πολύ μεγάλο ρόλο, απλούστατα δεν τους αφήνουνε, όπως είπαμε. Αλλά οσονούπω θα έρθει και η ώρα τους.

- Σε πρόσφατη συνέντευξή σας στο περιοδικό «Μετρονόμος» είπατε ότι «δεν γίνεται τίποτα χωρίς ιδεολογία», και συμβουλέψατε τους νέους δημιουργούς να είναι φορείς ιδεολογίας. Τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο;


Δεν γίνεται να αδιαφορείς για τα τεκταινόμενα γύρω σου. Αυτό είναι η ιδεολογία. Από τη συμπεριφορά προς το γείτονά σου, το αν προσπερνάς έναν τραυματισμένο άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο σου, το αν ενδιαφέρεσαι για το Ιράκ, το αν ενδιαφέρεσαι για το πώς ερωτεύονται οι νέοι, όλα αυτά είναι ιδεολογία. Αυτό σου δημιουργεί μία ανθρώπινη κατάσταση, αφορά ανθρώπους που σκέφτονται, που δεν είναι αδιάφοροι σε τίποτα και δρουν και αντιδρούν σαν άνθρωποι, όχι σαν ζώα. Αφορά ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται μόνο σώνει και καλά για το πόσο θα οικονομήσουμε, τι θα φάμε και τι θα πιούμε. Ο άνθρωπος έχει πάρα πολλές εκφάνσεις. Οι όμορφες εκφάνσεις των ανθρώπων, αυτό είναι η ιδεολογία.

- Και ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Θα χρειαστεί να περιμένουμε άλλα 13 χρόνια μέχρι τον επόμενο κύκλο τραγουδιών σας;


Όχι, [γέλια] γιατί είμαι 67 χρονών πλέον!


- Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο! Τι ετοιμάζετε;


Θα συνεχίσω να γράφω με αυτόν τον τρόπο. Θα κάνω δικές μου παραγωγές και έχω να κάνω πολλά πράγματα, και από τη μεριά του τραγουδιού, και από τη μεριά της μουσικής για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχω και ένα ανέκδοτο έργο από πολύ παλιά. Δεν θα καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια.
- Θα μας αποκαλύψετε τον τίτλο του ανέκδοτου έργου σας;

Είναι πολύ παλιό, το «Φυλάτε Θερμοπύλαι», ένα ποίημα του Γιάννη Νεγρεπόντη. Του το είχα αρχίσει από το 1970.