Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Συνέντευξη με τον Φοίβο Δεληβοριά, μέρος ΙΙ




Φοίβος Δεληβοριάς:

«Πρέπει να είμαστε ενστικτώδεις και λαϊκοί»




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Όταν ο Φοίβος Δεληβοριάς άρχιζε τις παραστάσεις του στον Ζυγό τον περασμένο Νοέμβριο, τον επισκεφθήκαμε σε μια πρόβα και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του. Το πρώτο μέρος αυτής της συζήτησης μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ. Τώρα, με τη μουσική παράσταση «κατάλληλο από δεκατριών» να ολοκληρώνει την επιτυχημένη πορεία της στο ιστορικό «Κύτταρο» από την Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου και για τα επόμενα τέσσερα Παρασκευο-Σάββατα, δημοσιεύουμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος της συνέντευξης.
-----

Φοίβο, τι υπονοεί ο τίτλος του νέου σας δίσκου «Έξω»; Μήπως μας προστάζετε να αφήσουμε τους καναπέδες και να βγούμε και λίγο έξω;

Όχι, δεν προστάζω τίποτα! Βίωσα μια κατάσταση δικτυωμένη τα τελευταία χρόνια, με τον υπολογιστή να με καθρεφτίζει σε κάθε μου κίνηση, με μια ενοχικότητα, μια ενδοσκόπηση η οποία έτεινε να γίνει ομφαλοσκόπηση, και αυτό άρχισε να με τρομάζει. Παλαιότερα, μαζευόμασταν συνεχώς, βγαίναμε έξω, και ταυτόχρονα με την εσωτερική μας αλλαγή υπήρχε και ένα εξωτερικό γήπεδο όπου κρίναμε ο ένας τον άλλον, κοροϊδευόμασταν, τα φτιάχναμε, τα χαλάγαμε. Παρατήρησα κι εγώ όπως και πάρα πολλοί φίλοι ότι όλο αυτό φάνηκε να εκλείπει μέσα στην τελευταία πενταετία-εξαετία. Έβλεπες τους πάντες λίγο βαρείς, έπαιρνες τηλέφωνο να κάνεις κάτι και σου έλεγαν «μωρέ δουλεύω πάρα πολύ, που να βγαίνουμε τώρα, τι να κάνουμε…». Και η παλαιότερη κατάσταση μου έλειψε πάρα πολύ. Θεωρώ ότι ίσως υπάρχουν αιτίες που έγινε αυτή η ενδοσκόπηση, αλλά δεν μπορεί να καταργηθεί και το έξω, πρέπει να υπάρχει. Τώρα, δεν ξέρω αν λειτουργεί αυτό ως παραίνεση· εμένα γενικά η παραινετική τέχνη με ενοχλεί λιγάκι, μου αρέσει η βιωματική τέχνη. Αν αυτό το πράγμα είναι πειστικό ως βίωμα στα τελευταία τραγούδια, ενδέχεται να είναι πειστικό και για κάποιους άλλους ανθρώπους, και να συναντηθούμε. Μακάρι να είναι έτσι, είναι κάτι που το εύχομαι, γι’ αυτό και έχω πάρα πολλή όρεξη αυτά τα live να λειτουργήσουν απογειωτικά και για το κοινό, και για μας.


Στον δίσκο διασκευάζετε και ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Ποια είναι η επιρροή του Τσιτσάνη πάνω στη μουσική σας παιδεία;

Είμαι από τους ανθρώπους που άκουγαν περισσότερο ελληνικό τραγούδι στα χρόνια πριν την ηλικία των είκοσι. Άκουγα και ξένο, κάποιους μεγάλους δημιουργούς όπως οι Λέοναρντ Κοέν, Μπομπ Ντίλαν, Μπητλς, Ντάιρ Στρέιτς, Πήτερ Γκάμπριελ, Μπρους Σπρίγκστην. Αλλά κιθάρα άρχισα να θέλω να μάθω όταν άκουσα τον Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ και τον Βαγγέλη Γερμανό. Αργότερα, όταν πήρα τα Ζεστά Ποτά άρχισα να συνειδητοποιώ τι σημαίνει να κάνεις τελείως βιωματικό τραγούδι. Πιο μετά, άρχισα να ανακαλύπτω τους παλιότερους, τον Σαββόπουλο, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη. Μετά, άρχισαν να με απασχολούν οι Έλληνες στιχουργοί από τον Ελευθερίου ως τον Ρασούλη και την Κριεζή, καθώς και το έργο της Λένας Πλάτωνος. Υπήρχε δηλαδή ένα μωσαϊκό ελληνικής δημιουργίας το οποίο με ενδιέφερε πάρα πολύ.

Μέσα σε αυτό το μωσαϊκό δεν μπορούσα να μη συναντήσω το τι σημαίνει λαϊκό τραγούδι. Η αλήθεια είναι ότι η δεκαετία του ’90 εξάντλησε δημιουργικά την αναφορά στην πηγή. Δηλαδή έβλεπες πάρα πολλούς ανθρώπους να κάνουν νέο-ρεμπέτικα, ή τραγούδια με ούτια, ή τραγούδια για τη Σμύρνη. Αυτό το πράγμα ήταν λίγο αρνητικό γιατί έκανε κάπως φορμαλιστικό το λαϊκό τραγούδι, ενώ το λαϊκό τραγούδι ήταν τραγούδι ζωντανό, τραγούδι συνοικίας, τραγούδι γειτονιάς, τραγούδι καθημερινών ανθρώπων. Μέσα σε αυτό το τραγούδι υπήρξαν και ιδιοφυείς άνθρωποι, όπως ο Τσιτσάνης. Αισθάνεσαι ότι έπαιρνε τη μόδα της εποχής, από λάτιν και μάμπο μέχρι αραβικά και ινδικά τραγούδια, και τα έκανε ένα δικό του, απολύτως ελληνικό ιδίωμα. Ο Τσιτσάνης εξακολουθεί να μένει ένα ζωντανό παράδειγμα για το τι είναι ελληνικό και παγκόσμιο ταυτόχρονα. Πάνω σε αυτόν έκαναν τη δουλειά τους και ο Χατζιδάκις, και ο Θεοδωράκης, και ο Σαββόπουλος, και όλοι. Όταν μπαινόβγαινα στις ανθολογίες του, πάντα έβρισκα κάτι για το οποίο έλεγα «ωχ, πάνω εδώ έχω πατήσει κι εγώ χωρίς να το ξέρω».

Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν και το «Την αντάμωσα ένα βράδυ», ένα από τα 10-12 τελευταία τραγούδια που έγραψε. Εκεί, με συγκίνησε το εξής γεγονός: ενώ ο Τσιτσάνης πάντα γράφει για τις γυναίκες επιθετικά τραγούδια, τραγούδια όπως η «Αχάριστη» και στίχους όπως «μας τα κάνετε όλα ρόιδο», «είστε διαβόλοι», δηλαδή παρουσιάζει τέτοιες γυναίκες ο ίδιος, στο τραγούδι αυτό είναι ένοχος ο ίδιος. Λέει: «είμαι ένοχος, παραδέχομαι, εγώ φταίω». Είναι, αν θες, το πρώτο φεμινιστικό τραγούδι του Τσιτσάνη, και με συγκίνησε αυτό. Πάει πιο κοντά στα βιώματα της εποχής της δικιάς μας, όπου οι άντρες είναι πιο κομπλεξικοί και πιο επιθετικοί από τις γυναίκες στη σχέση. Δηλαδή, οι γυναίκες είναι πιο ανοιχτές στο να σχετιστούν ενώ οι άντρες είναι πιο φοβισμένοι και ενοχικοί. Και φυσικά, το τραγούδι το παίξαμε όπως θα παίζαμε ένα δικό μου τραγούδι, εκεί είναι όλη η ιστορία.

Η, ας την πούμε, μπλουζ εκδοχή του τραγουδιού σχετίζεται και με μία ευρύτερη άποψη που ίσως έχετε για τη σχέση μπλουζ και ρεμπέτικου;

Ναι, σχετίζεται, αν και δεν είναι μια πρωτότυπη άποψη αυτή. Δηλαδή, τις σχέσεις μπλουζ και ρεμπέτικου τις έχουν μελετήσει πάρα πολλοί άνθρωποι, έχουν γίνει και πάρα πολλοί ωραίοι δίσκοι πάνω σ’ αυτό. Για εμάς που μεγαλώσαμε με την ηλεκτρική μουσική και τον ηλεκτρικό ήχο, μας βγαίνει αυτομάτως αυτό το παίξιμο. Νομίζω ότι είναι ωραίο αυτό, δίνει μια ζωντάνια στον ακροατή καθώς αισθάνεται ότι αυτό που βιώνει καθημερινά μέσα από την ποπ κουλτούρα που έχει ζήσει τη δεκαετία του ’90 και του 2000 ενώνεται πολύ φυσιολογικά με αυτό που έρχεται στο γονίδιό του τη δεκαετία του ’50 ή του ’40. Ξέρεις, και ο Τσιτσάνης αυτό έκανε, έπαιζε μπουζούκι και ήθελε να παίξει λάτιν, και έβγαζε το «Ακρογιαλιές Δειλινά» και τις «Αραπίνες». Δεν πρέπει να κολλάμε σε ένα φορμαλισμό μουσικό, γιατί ούτε κι αυτοί οι παλαιότεροι κολλούσαν. Πρέπει να είμαστε ενστικτώδεις και λαϊκοί. Πρέπει να αφορούμε το κοινό.

Αναφέρθηκατε πριν στον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι γνωστό ότι του πήγατε ως έφηβος τα τραγούδια της «Παρέλασης». Θέλετε να μας μιλήσετε για αυτή τη συνάντηση;

Η αλήθεια είναι ότι έχω μιλήσει πολύ γι’ αυτό, σε σημείο που να το κάνω κι εγώ ένα ανέκδοτο για μένα, ενώ δεν είναι κάτι το ανεκδοτολογικό. Όλοι οι μύθοι και τα αινίγματα που φέρνει η μουσική του Χατζιδάκι, για μένα είναι τα αντίστοιχα αινίγματα που φέρνει ο Καβάφης στον ελληνικό λόγο και στην ποίηση. Ο Χατζιδάκις είναι κάτι το Σολωμο-Καβαφικό, φερμένο μουσικά στα τέλη του 20ου αιώνα, στη μεταπολεμική περίοδο, το οποίο αν το χωνέψεις, είναι ένα πολύ καλό όχημα για να κάνεις σύγχρονη τέχνη σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι άνθρωποι όπως ο Τσαγκαρουσιάνος ή ο Παπαϊωάννου, οι οποίοι δηλαδή ενδιαφέρονται να κάνουν κάτι μοντέρνο και σύγχρονο το οποίο να πατάει και κάπου, πατάνε πάνω στον προβληματισμό του Χατζιδάκι συγκεκριμένα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεοδωράκης ας πούμε δεν ήταν πολύ μεγάλος και πολύ ριζοσπαστικός δημιουργός· εγώ πάντα ακούω και θεωρώ ζωογόνους τους δίσκους του. Απλά, ο προβληματισμός του Χατζιδάκι, ένας προβληματισμός παρακμής μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, προβληματισμός ευρωπαϊκών κοινωνιών οι οποίες ανασυντάσσονται προσπαθώντας να διατηρήσουν τον εαυτό τους μέσα σε μια χρηματοκεντρική πια ζωή είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι διατηρεί την ελληνικότητά του. Σου μεταφέρει τον Μάλερ, τον Ζενέ, τον Ρεμπώ, όλο αυτό το ευρωπαϊκό χωνευτήρι, κάνοντας πέντε όγδοα και εννέα όγδοα και μελίσματα αρχαιοελληνικά και ρεμπέτικα. Αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Είτε τον γνώριζα τον Χατζιδάκι, είτε δεν τον γνώριζα, αν γνώριζα το έργο του θα το είχα πάρει αυτό το πράγμα. Το ότι τον γνώρισα και τον έζησα και έβλεπα αυτό το στοιχείο να είναι μια συνεχής και καθημερινή αγωνία πάνω του, η οποία όμως εκδηλωνόταν χιουμοριστικά, ε, αυτή η σύνδεση δεν γινόταν παρά να επηρεάσει κι εμένα όπως επηρέασε τόσους και τόσους.

Σας θυμάμαι το 1996 να δίνετε μια συναυλία στο σχολείο μου, στο πλάι του Διονύση Σαββόπουλου. Τι υπήρξε για σας ο Σαββόπουλος;

Ο Σαββόπουλος σε πάρα πολλά πράγματα είναι αυτός που απαντάει ορισμένα ζητήματα εκεί που δεν μπορεί να τα απαντήσει ο Χατζιδάκις λόγω ιδιοσυγκρασίας. Δηλαδή, θέτει ζητήματα λειτουργικότητας, σχετικά με το πώς τελικά αυτό το ελληνικό βίωμα στην μετά-ροκ, απολύτως μοντέρνα αντίληψη του κόσμου από το ’60 και μετά γίνεται λειτουργικό, πώς γίνεται πανηγύρι, πώς γίνεται γιορτή. Απαντάει στο ερώτημα πώς γίνεται πνευματικό αίτημα κάτι το οποίο μπορεί να είναι και τελείως λαϊκό, δηλαδή να το καταλαβαίνει και ο πιο απλός άνθρωπος που θέλει να διονυσιαστεί και να πάει στα μπουζούκια, αλλά να το καταλαβαίνει και αυτός που καίγεται πνευματικά. Εγώ είχα επιλέξει από μικρός να δω έτσι τον Σαββόπουλο, δηλαδή σαν μια καλλιτεχνική προσωπικότητα larger than life, η οποία έχει ένα πάρα πολύ μαγικό τρόπο να δίνει απαντήσεις σε καθημερινά καλλιτεχνικά ζητήματα. Δεν με ενδιέφερε τόσο η πολιτική πλευρά του, αν και στεναχωριέμαι πάρα πολλές φορές να τον βλέπω να υπερασπίζεται κάποιο κόμμα ή κάποια συγκεκριμένη γραμμή. Νιώθω την αγωνία του ενδεχομένως, ή και την ανάγκη του να παραμένει μέσα σε ένα παιχνίδι μεταπολιτευτικό, αλλά αυτά μου φαίνονται γραφικά, μου φαίνονται νεκρές πλευρές του έργου του, δεν είναι πράγματα που με γονιμοποιούν και δεν νομίζω ότι γονιμοποιούν και κανέναν. Αντιθέτως, η μουσική και στιχουργική δουλειά του είναι πάντα κάτι πολύ ζωντανό που ξεπερνάει και τον ίδιο, ξεπερνάει και εμάς, και θα ήμασταν πολύ κομπλεξικοί να μην τον αντιμετωπίζουμε έτσι. Δηλαδή, ξέρεις, είναι πάρα πολύ κοντά στην πηγή ο Σαββόπουλος. Όταν πελαγώνω και χάνομαι και θέλω να ξαναθυμηθώ ποια είναι η πηγή της δημιουργικότητας εδώ πέρα, δεν έχω παρά να ακούσω το «Βρώμικο Ψωμί» ή τα «Τραπεζάκια Έξω» ή τον «Μπάλλο». Είναι τόσο σπερμογόνα έργα αυτά, τόσο ζεστά, σου δίνουν μια τέτοια ζωντάνια και μια τέτοια θαλπωρή που δεν τη βρίσκεις εύκολα αλλού.

Τώρα, αν θέλω να είμαι αυστηρός πάλι, θέλω να πω και το εξής: την τελευταία δεκαετία, και ο Σαββόπουλος αλλά και όλοι οι συνομήλικοί του ή λίγο μεγαλύτεροί του δημιουργοί, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μικρούτσικος, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, επιμένουν με έναν λίγο στείρο και νοσταλγικό τρόπο στις κατακτήσεις του ’60. Αυτός ο τρόπος μου φαίνεται πια λίγο βαμπιρισμός. Σε μια εποχή που το χρήμα κοντεύει να τα καταπιεί όλα, που βλέπεις μια Ελλάδα που πεθαίνει, που ψυχομαχεί, που προσπαθεί να διατηρήσει την ταυτότητά της, τους βλέπεις να θέλουν να παίξουν ένα ρόλο είτε νοσταλγικό, είτε πολιτικό, είτε παραπονεμένο, και αυτό δηλητηριάζει νομίζω τους νεότερους ανθρώπους και τους κάνει να στραφούν επιθετικά προς την ξένη μουσική. Εκεί βλέπουν ζωντάνια.

Στον προηγούμενο δίσκο σου τον «Καθρέφτη», τραγουδάτε και ένα τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν (Τρένο στην κορυφογραμμή). Ποια υπήρξε η επιρροή του στο έργο σας;

Κοίταξε, ο Ντίλαν υπήρξε ένα μυαλό που μπήκε στο δικό μου θέλοντας και μη, όπως μπήκε και σε όλους τους ανθρώπους που ασχολούνται με το τραγούδι από το ’60 και μετά, γιατί έφτιαξε την καινούργια γλώσσα του τραγουδιού, έβαλε το τραγούδι στην καινούργια εποχή. Ό,τι έκανε ο Έλιοτ στην ποίηση, που την πήρε και άρχισε να μιλάει την σπασμένη γλώσσα του σήμερα, το ίδιο έκανε και ο Ντίλαν με το τραγούδι. Τολμώντας αυτός ο άνθρωπος να παίξει την κιθάρα έτσι όπως έπαιζε, τραγουδώντας με αυτή τη φωνή που τραγουδούσε, και γράφοντας τους στίχους που έγραφε, εξερευνώντας συνεχώς νέες περιοχές, δεν μπορούσε παρά να με επηρεάσει και να μου δείχνει συνεχώς δρόμους για το πώς να κινηθώ. Είναι δε τρομερή η βιωσιμότητά του ως καλλιτέχνη. Το ότι μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία έχει βγάλει δύο κορυφαίους δίσκους, ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ μαζί με τον Μάρτιν Σκορτσέζε, το ότι τώρα γίνεται ταινία γι’ αυτόν, και όλα αυτά από έναν άνθρωπο 66 ετών, ε, αυτό είναι μοναδικό, δεν το συναντάς πολύ συχνά.



Ποιος πιστεύετε ότι πρέπει να είναι ο σύγχρονος ρόλος του μουσικού καλλιτέχνη;

Αυτός που ήταν πάντα. Δηλαδή, να μιλάει μέσα από την ιδιοσυστασία του τοπικού στοιχείου του αλλά και να ψάχνει να βρει το καθολικό στοιχείο. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή έχουμε ένα πρόβλημα στο ελληνικό τραγούδι. Βλέπεις ότι έχουμε πάρα πολύ ενδιαφέρουσες ηχητικές προτάσεις από ανθρώπους οι οποίοι κάνουν σύγχρονο ήχο αλλά τον κάνουν με αγγλόφωνο τραγούδι, είναι απλώς μιμητές αυτού που έγινε στη σκηνή του Μάντσεστερ ή του Μπρίστολ ή του Βερολίνου τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Ή έχουμε τους «βαμπιρισμένους» που λέω κι εγώ, στείρους αναπαραγωγούς του εντέχνου τραγουδιού των τελευταίων δύο δεκαετιών. Οι δύο αυτοί κόσμοι πρέπει να συνδυαστούν. Να, εμένα ας πούμε μου αρέσει πολύ αυτό που κάνει ο Παπακωνσταντίνου ο Θανάσης τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή, μετά τον «Βραχνό Προφήτη» φαίνεται ότι έχει ανακαλύψει μια πηγή τέτοια που του επιτρέπει να είναι και απολύτως σύγχρονος, και να ακούς την παράδοση την ελληνική, να ακούς τον Σαββόπουλο, να ακούς τον Χατζιδάκι. Δεν βλέπω ακόμα τους άλλους να κάνουν το ίδιο στο βαθμό αυτό. Αλλά ο δρόμος είναι ανοιχτός, είναι ανοιχτός από το ’50, από το ’40.

Το τραγούδι σας από την «Παρέλαση» μέχρι το «Έξω» παρουσιάζει σαφή πολιτικά και ερωτικά στοιχεία. Συμφωνείτε με τη διάκριση ερωτικού-πολιτικού τραγουδιού;

Όχι, όχι, νομίζω ότι πάντα η τέχνη που μας ενδιέφερε, είτε η κινηματογραφική, είτε η μουσική, είτε η ποιητική, τα εμπεριείχε και τα δύο. Πάρε έναν-έναν τους μεγάλους Έλληνες ποιητές· έχουν και τις δύο πλευρές στη διαπασών. Είναι λάθος αυτό που λένε, ότι ο Χατζιδάκις δεν είναι πολιτικός και ο Θεοδωράκης δεν είναι ερωτικός. Αυτό το λένε άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει το έργο του ενός και του άλλου. Για μένα αυτή η διάκριση δεν υπήρχε ποτέ. Δηλαδή, τι ταινία είναι το «Ντόλτσε Βίτα»; Τι ταινίες είναι οι ταινίες του Γούντι Άλεν; Όλοι, με όπλο το όνειρο και τη φαντασία αντιμετωπίζουν τα μεγάλα ζητήματα, που είναι και ο έρωτας, και η πολιτική, δηλαδή η αντίδραση του ανθρώπου στην πολιτική χειραγώγησή του, και ο θάνατος που είναι η κοινή μοίρα όλων. Αυτά αντιμετώπιζε πάντα η τέχνη, με όπλο την ονειρική διάσταση, τη διάσταση του ποιητή, του ανθρώπου που είναι σαν να έχει ήδη πεθάνει και τα βλέπει τα πράγμα λυμένα, βλέπει την ουτοπία ενός κόσμου που δεν χρειάζεται πια τον πόλεμο ας πούμε, ή ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ή ότι ο έρωτας είναι μια αφορμή για κάτι υπέρλογο. Αυτό ήταν πάντα τα καλά τραγούδια, οι καλές ταινίες, τα καλά βιβλία, και δεν θα πάψουν ποτέ να είναι.

Εδώ χρειαζόμαστε πια μια συνολική ματιά η οποία υπήρχε κάποτε σε ένα μεγαλύτερο επίπεδο. Δηλαδή, τη δεκαετία του’60 έβλεπες αυτό που περιγράφω να το κάνει και ο Σακελάριος που έκανε εμπορικές ταινίες, και ο Ζαμπέτας που έκανε εμπορικά τραγούδια, και ο Χατζιδάκις, και ο Θεοδωράκης που τραβούσαν τον δικό τους δρόμο, και ο Κουν, και ο Τσαρούχης, και τόσοι άλλοι. Αυτή την στιγμή επιστρέψαμε λίγο στην ελαφρά περίοδο που είχε προηγηθεί. Δηλαδή, ξαναέχουμε μια επιθεωρησιακή αντίληψη, ή ελαφρού τραγουδιού αντίληψη. Αυτό το πράγμα κάνει ο Χατζηγιάννης και τα ελληνικά σήριαλ τα τωρινά, που έχουν αυτή τη ματιά. Η ματιά αυτή όμως επειδή είναι τόσο ισχυρή, δεν μπορεί και να εκλείψει. Αν τώρα σ’ αυτή τη δεκαετία έχουμε τέσσερις ή πέντε φωνές στο ελληνικό θέατρο, στο ελληνικό τραγούδι, στο ελληνικό σινεμά που το συνεχίζουν όπως-όπως, ίσως στην επόμενη θα έχουμε δέκα ή δεκαπέντε και να έχουμε πάλι μια ακμή το 2020. Αυτά φυσικά φοβάμαι ότι έχουν να κάνουν και με τις κρίσεις που περνάει όλος ο κόσμος, και με το κατά πόσο συνειδητοποιεί ότι περνάει κρίση.

Στο αρχείο μου έχω μια φωτογραφία σας στην εφημερίδα το 1998, όπου τραγουδάτε κάτω από τα πανό στο αίθριο της υπό κατάληψη τότε Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα. Αντλείτε από τις συλλογικές ανησυχίες, από τα «κινήματα» όπως είναι πλέον της μόδας να λέμε; Νιώθετε ότι υπάρχει και μια συλλογική διάσταση στον καλλιτέχνη;

Φυσικά, φυσικά. Οπωσδήποτε υπάρχει, απλώς η αλήθεια είναι ότι τα συλλογικά κινήματα που έχουμε ζήσει εμείς μοιάζουν και λίγο ως παρωδίες πια. Εγώ διψάω για ένα συλλογικό αίτημα το οποίο θα έχει να κάνει με την παιδεία, με το περιβάλλον, με μία πολιτική την οποία θα βλέπουμε συνολικά. Ε, τώρα, τι να πω, ζήσαμε γελοία πράγματα, το Μακεδονικό ας πούμε πριν από δέκα χρόνια, μετά τις ταυτότητες. Ακόμα και κάποια αιτήματα εκπαιδευτικά ίσως είχαν να κάνουν με καπελώματα τελικά…


Βέβαια, δεν έχω ζήσει από κοντά τα σοβαρότερα κινήματα, αλλά κάθε φορά, πηγαίνοντας και όντας ανοιχτός με τα παιδιά που συζητάνε εκείνη τη στιγμή, άκουσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και είδα ανθρώπους ευαίσθητους που κινούνται σοβαρά. Δεν πα’ να ’ναι παρωδίες αυτή τη στιγμή οι συλλήψεις που γίνονται από τα πάνω; Θα υπάρξουν και δέκα άνθρωποι οι οποίοι θα είναι σημαντικοί. Αυτούς τους δέκα δεν μπορείς να τους γνωρίσεις άμα είσαι η Μαρία Αντουανέτα, άμα έχεις δηλαδή την αντίληψη του «α, δεν με ενδιαφέρει το συλλογικό και ο ποιητικός μου χώρος είναι κάτι ιδιωτικό και μόνο». Δεν ισχύει αυτό το πράγμα. Έχει και το συλλογικό πάρα πολύ μεγάλη αξία, άσχετο αν καπελώνεται αυτή τη στιγμή από μια παλαιοαριστερή, ξύλινη γλώσσα. Αν οι άνθρωποι με κοινωνικές ευαισθησίες και αριστερή ιδεολογία συγχρονιστούν με το καινούργιο, όπως εκσυγχρονίζεται η τέχνη και ο καθημερινός μουσικός ακροατής, τότε θα έχουμε να κάνουμε και με συλλογικά κινήματα που θα έχουν πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Και θα πρέπει να είμαστε κοντά στα κινήματα αυτά.

Στη συναυλία σας στο Αττικό Άλσος είδα και μερικά μέλη από το πολυπληθές fan-club σας (
http://www.foidel.gr/
). Πώς νιώθετε που για κάποια παιδιά αποτελείτε ένα καλλιτεχνικό πρότυπο αλλά ίσως και ένα πρότυπο ζωής;

Εντάξει, νιώθω αμήχανα και περίεργα. Να σου πω. Στο ποσοστό που λειτουργούν τα τραγούδια μου και για κάτι άλλο, είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό είναι ένα τραγούδι ή ένα βιβλίο. Δεν είναι μόνο οι ώρες που το διαβάζεις ή το ακούς. Είναι και το ότι είναι αφορμή για μια ζωή ανώτερη από αυτή που ζεις, έτσι πρέπει να λειτουργεί. Στο ποσοστό λοιπόν που κάτι τέτοιο ισχύει και το βλέπω να υλοποιείται μέσα από, ας πούμε, ωραίες συζητήσεις που διαβάζω στο ίντερνετ, είμαι τρομερά χαρούμενος, δεν θα μπορούσα να ευχηθώ κάτι καλύτερο από αυτό.


Τώρα, στο βαθμό που γίνομαι εγώ πρότυπο ή είδωλο ή κάτι τέτοιο, δηλαδή στο βαθμό που δημιουργούνται οπαδιλίκια ή fan-club όπως το είπες, δεν είναι κάτι που μου αρέσει. Αυτό είναι κάτι που προσπαθώ με τον τρόπο μου να το αποφεύγω και να μην εμπνέω άλλους ανθρώπους για τέτοια πράγματα. Όχι γιατί δεν με ευχαριστεί· φυσικά, ματαιόδοξος είμαι και χίλια τα εκατό με ευχαριστεί να βλέπω έναν τύπο που φοράει ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου. Αλλά ξέρω ότι γι’ αυτόν είναι κάτι το αδιέξοδο. Ενώ το να ακούσει ένα τραγούδι δικό μου, και να το συνδέσει με το τραγούδι ενός άλλου, και να το συνδέσει και με ένα βιβλίο ενός άλλου, μπορεί και να του δώσει μία τρομερή διέξοδο, να επιλέξει ένα επάγγελμα που δεν θα το επέλεγε αλλιώς, ή μια ερωτική σχέση που δεν θα την επέλεγε αλλιώς. Μέχρι εκεί, είμαι μέσα χίλια τα εκατό. Και χαίρομαι που μέχρι τώρα το φόρουμ που έχουν δημιουργήσει τα παιδιά εκεί στο ίντερνετ, πιο πολύ προς τα εκεί πάει, παρά προς το fan-club.

Να πάμε λίγο και στο τραγουδάκι για τη Βίνα Ασίκη; Τι κρατάτε από τη δεκαετία του ’80;

Κοίταξε, η δεκαετία του ’80 είναι καταρχάς το ΠΑΣΟΚ. Είναι το ότι για πρώτη φορά ακούστηκε και βγήκε σε πρώτο επίπεδο η φωνή ενός λαϊκού κόσμου που μέχρι τότε καταπιεζόταν, και που όπως είναι φυσικό αυτή η φωνή είχε και πάρα πολλά trash στοιχεία. Δηλαδή, η βωμολοχία του Ψάλτη που δεν θα μπορούσε να ακουστεί πιο παλιά, ακούστηκε για πρώτη φορά εκεί. Ή, ένας λόγος περί σεξουαλικότητας – νηπιακός ίσως – ακούστηκε εκεί πέρα. Ή, ας πούμε, αντιμετωπίσαμε τον Στράτο Διονυσίου σοβαρά εκείνη τη στιγμή, γιατί κοινωνικά αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά σοβαρά. Αυτά ήταν τα καλά της δεκαετίας του ’80, και τα καλά ίσως που έκανε το ΠΑΣΟΚ.


Από ’κει και πέρα, το κακό όλης αυτής της κατάστασης είναι ότι το σκουπίδι αποκτάει κυρίαρχη θέση, γίνεται mainstream. Κυρίαρχο ρεύμα πρέπει να είναι πάντα το ανώτερο. Δηλαδή, σε ένα τρένο, σε μια αμαξοστοιχία, ο μηχανοδηγός είναι αυτός που την καθοδηγεί, δεν μπορεί να είναι οι επιβάτες του τελευταίου βαγονιού ή αυτοί που βάζουν τα κάρβουνα. Δεν ξέρω αν ακούγεται αυτό το πράγμα ελιτίστικο, αλλά έτσι είναι. Δεν πρέπει βέβαια να καταπιέζονται αυτοί που είναι στα πίσω βαγόνια, όπως γινότανε στα σαράντα χρόνια Δεξιάς που είχαν προηγηθεί, αλλά δεν πρέπει και οι χαμηλές πλευρές να γίνονται οδηγοί. Αυτό ήταν που πληρώσαμε μετά, στο ’90, με τραγουδιστές γκραν-γκινιόλ, Πανταζή, Άντζελα, Σφακιανάκη κλπ. Δηλαδή, θυμάμαι όταν είχε πάει ο Σφακιανάκης στο Ρεξ, που ήθελε να σβήσει όλες τις ζωγραφιές του Τσαρούχη γιατί τις θεωρούσε κιτς. Αυτό ήταν το έκτρωμα που είδαμε. Από ’κει και πέρα, οι αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν μία ζεστασιά. Δηλαδή, όταν βλέπω για πρώτη φορά τον Στάθη Ψάλτη να βρίζει, ή τα μπούτια και το στήθος της Βίνας Ασίκη να χύνονται μπροστά στα μάτια μου, έχει κάτι που το αγαπάω γιατί ξέρω ότι βγήκε μέσα από μια διαδικασία λαϊκή. Μέχρι εκεί όμως. Από ’κει και πέρα, δεν με ενδιαφέρει ούτε ως κιτς, ούτε ως νοσταλγία.

Υπάρχει και ένα καταπληκτικό τραγούδι στο «Έξω» για το υπό κατεδάφιση κτίριο της Κολούμπια. Που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η αρρώστια, να πετάμε την ιστορία μας στα μπάζα και να διώχνουμε την ιστορική μνήμη;

Οφείλεται καθαρά στον εγωισμό και την οικονομο-κεντρική λογική. Οι Έλληνες είναι ένας οικονομο-κεντρικός λαός, αλλά ταυτόχρονα και εγωιστής και χωρίς διάθεση ομαδικότητας. Ο κάθε γιος, ας πούμε, είχε την καπατσοσύνη του πατέρα του, αλλά δεν ήθελε να διατηρήσει και την πατρική παράδοση ως στοιχείο που θα τον πάει πιο μπροστά. Ήθελε να πάρει το μαγαζάκι το ελληνικό που είχε πιο πριν και να το κάνει κατευθείαν, τι να σου πω…ρέιβ-πάρτι. Ε, δε γίνεται αυτό. Δεν το βλέπεις πουθενά αλλού αυτό το πράγμα. Στην Αμερική ας πούμε υπάρχουν δύο τρία μοτίβα, αν πάρουμε μόνο τη μουσική της. Υπάρχει η μπλουζ διάθεση, υπάρχει η κάντρυ διάθεση, και υπάρχει και η τζαζ διάθεση που είναι πιο λόγια. Οποιοσδήποτε νέος δημιουργός αυτή τη στιγμή εκεί πατάει. Οποιοδήποτε νέο κτίσμα, οποιαδήποτε ταινία, πατάει σε κάποιες μυθολογίες και τις εξελίσσει.

Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα η άποψη του «έλα μωρέ, τι άφησε ο πατέρας μου ως αρχιτεκτονική, θα το διαλύσω και θα κάνω κάτι δικό μου». Τα δικά μου μέσα όμως από μόνα τους μπορεί να είναι πολύ φτωχά ή πολύ κιτς. Δεν πηγαίνεις γκρεμίζοντας, πηγαίνεις διατηρώντας και δημιουργώντας πάνω σ’ αυτό στο οποίο υπάρχεις. Εκεί το αποδίδω λοιπόν· σε μια καπατσοσύνη χωρίς ομαδικότητα. Υπάρχει εκείνο το κλασικό ανέκδοτο: όταν ένας Εβραίος ανεβαίνει, υπάρχουν άλλοι δέκα Εβραίοι που τον σπρώχνουν προς τα πάνω· όταν ένας Έλληνας ανεβαίνει, υπάρχουν δέκα Έλληνες που τον τραβάνε προς τα κάτω. Αυτό είναι το πρόβλημα εδώ πέρα. Οπότε, αν αυτό γίνεται σε ατομικό επίπεδο, γιατί να μη γίνει και με τα κτίριά ή με τα τραγούδια μας; Ε, αυτό έγινε στη Κολούμπια και στο ελληνικό τραγούδι. Βλέπεις ανθρώπους που σου λένε: «Πώς επιβιώνει σήμερα η δισκογραφία; Τι έχουμε; Να βγάλουμε ό,τι έχουμε. Να βγάλουμε Τριαντάφυλλο, να βγάλουμε reality».

Να βγάλουμε και καμιά είδηση … Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Το μελλοντικά μου σχέδιο είναι να παίξω μία-δυο χρονιές να ευχαριστηθώ, να υπάρξει φέτος η παρουσίαση των τραγουδιών με τον καλύτερο τρόπο, και του χρόνου μια πιο πειραματική ενδεχομένως παράσταση όπου θα ψάξω πάλι έναν ήχο ο οποίος θα με οδηγήσει στο να γράψω καινούργια τραγούδια. Όταν θα ’ρθει η ώρα, προς τα μέσα της επόμενης χρονιάς, ελπίζω να αρχίσω να δουλεύω και το καινούργιο υλικό. Αυτό έχει να κάνει φυσικά και με τα ερεθίσματα που θα έχω σε συλλογικό και προσωπικό επίπεδο.




(φώτο: Φοίβος Δεληβοριάς - Αργύρης Μπακιρτζής, αρχείο Σωτήρη Κακίση)



ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Το www.foidel.gr προφανώς και δεν είναι fan-club αλλά η ανεπίσημη (και πολύ ενδιαφέρουσα) ιστοσελίδα του Φοίβου Δεληβοριά. Ζητώ συγνώμη για την παρανόηση. ηρ.οικ.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Κυριακή μεσημέρι στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων




Για όσους θέλουν να βάλουν λίγη μουσική σε μια κυριακάτικη βόλτα στην Πλάκα, το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων προτείνει μια γνωριμία με τα μουσικά όργανα της παράδοσής μας, με ξεναγούς ορισμένους από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες τους.

17 Φεβρουαρίου έως 2 Μαρτίου 2008
Κυριακή μεσημέρι, ώρα 12.00 - 14.00, στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φ. Ανωγειανάκη (Διογένους 1-3, Πλάκα).


Κυριακή 17/2Νίκος Καρατάσος: σαντούρι-τσίμπαλο.
Αφιέρωμα στο “λαϊκό πιάνο”

Κυριακή 24/2
Μανώλης Καρπάθιος: κανονάκι.
Η έντεχνη και η λαϊκή παράδοση του οργάνου



Κυριακή 2/3
Κώστας Δαρδανός, Σπύρος Καούρης και άλλοι τσαμπουνιέρηδες της Αθήνας: Τσαμπούνα.
Ο διονυσιακός ήχος για ένα αποκριάτικο γλέντι!


Τη γενική επιμέλεια του κύκλου έχει ο εθνομουσικολόγος Χάρης Σαρρής.


Είσοδος ελεύθερη.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Ο Χρήστος Λεοντής για τον Μάνο Λοΐζο






Ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα

του Χρήστου Λεοντή

Όσο ξεμακραίνουν τα χρόνια, όσο μεγαλώνει η απόσταση από τότε που ο Μάνος έγραψε τα τραγούδια του, τόσο η αξία τους γίνεται ολοένα και περισσότερο ανεκτίμητη. Σαν το παλιό ανόθευτο κρασί με τη γήινη προέλευσή του, χωρίς φάρμακα, συντηρητικά και πάσης φύσεως υποστυλώματα.


Εγώ, ως μουσικός, αν τώρα ξεκινούσα την καριέρα μου, θα μπορούσα να είχα σαν βάση, σαν αφετηρία, σαν μοντέλο τα τραγούδια του Μάνου, γεμάτα υγεία, ανθρωπιά και συμπαράσταση σ’ όλα τα ανθρώπινα αισθήματα όποιας στιγμής και χρόνου.


Ο Μάνος είχε το σπάνιο χάρισμα να αφομοιώνει με επιδεξιότητα και δεξιοτεχνία κάθε είδος τραγουδιού και των μελωδικών του δρόμων. Με ην ίδια επιδεξιότητα μετουσίωνε και κατακτούσε τα στοιχεία αυτά, εύρισκε κατόπιν τα δικά του μονοπάτια που οδηγούσαν την έμπνευσή του σε ξέφωτα. Τα τραγούδια του ήταν αυτό που λέει ο Ρίτσος στο Καπνισμένο Τσουκάλι, «ένα παράθυρο ανοιχτό στην λιακάδα...» Στην πορεία του αυτή μπορούσε να συμπαρασύρει και τον ακροατή του, με την απλότητα και την καθαρότητα της μουσικής του σκέψης. Έτσι όπως και στη ζωή του.

Σκεφτείτε τον δίσκο του με τα τσιφτετέλια που με τον θείο τρόπο ερμηνεύει η κυρία Αλεξίου. Εδώ, ο ρυθμός, η μελωδική γραμμή, μα και η ερμηνεία εκφράζουν, σε όλο τους το μέγεθος, το πάθος, τη νωχέλεια και τον ερωτισμό της Ανατολής. Τι σχέση μπορούν να έχουν αυτά τα τσιφτετέλια με αυτά των σκυλάδικων;

Θυμηθείτε πάλι τα Νέγρικα για να διαπιστώσετε αυτό που σας έγραψα λίγο πριν. Την πηγή και την προέλευση απ’ όπου αντλεί την έμπνευσή του, πώς αυτή μετουσιώνεται για να περάσει τα μονοπάτια και να φτάσει στο ξέφωτο όπου τον περιμένει... ο γέρο νέγρο Τζιμ...
Τέλος τα τραγούδια που τραγούδησε ο Παπακωνσταντίνου. Πρωτοπόρα, ευαίσθητα, με τους ρυθμούς και τους χυμούς της σύγχρονης νεολαίας, καθιερώνοντας έτσι και τον τραγουδιστή ως εκφραστή μιας σύγχρονης και ρωμαλέας νεολαιίστικης ελληνικής μουσικής, μέσα απ’ αυτά τα τραγούδια.

Τρεις διαφορετικοί χώροι στο τραγούδι. Τρεις ολόκληροι κόσμοι που εκφράζουν όλο σχεδόν το φάσμα στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, μαζί με τα λαϊκά και τις μπαλάντες του Ναζίμ Χικμέτ, τις οποίες άφησε ανολοκλήρωτες.

Καβάλα. Καλοκαίρι 1981. Τελευταίος σταθμός του κύκλου των έξι συναυλιών που κάναμε τότε, ο Μάνος, εγώ και ο Μικρούτσικος. Στο κατάμεστο από κόσμο γήπεδο της Καβάλας διευθύνει την ορχήστρα ο Μάνος, με τον απελπιστικά αδέξιο και άτσαλο τρόπο του, ενώ η Χαρούλα με πολύ κέφι και ενθουσιασμό τραγουδά ένα ποτ πουρί που είχε μοντάρει ο Μάνος με τα τσιφτετέλια. Μια παράξενα όμορφη ευφορία ήταν διάχυτη σε όλους μας. Κοινό και καλλιτέχνες. Ο Μάνος, ξεχασμένος και συνεπαρμένος, μόλις τελείωσε το τέταρτο τραγούδι του - όριο στον αριθμό των τραγουδιών που όφειλε ο καθένας από τους τρεις μας να εκτελεί, κατά πως είχαμε συμφωνήσει - συνέχισε και πέμπτο και έκτο τραγούδι. Έρχεται λοιπόν σε μένα ο Μικρούτσικος, για να διαμαρτυρηθεί κατά κάποιον τρόπο, επειδή ο Μάνος είχε παραβεί τα συμφωνηθέντα. Του λέω: «Τόση ώρα κάναμε... μαύρη την ψυχή του κόσμου με τα τραγούδια μας, Ασ’ τον κόσμο να χαρεί, ασ’ τον κόσμο να χαμογελάσει».
Γιατί ο κόσμος αισθανόταν λυμένος με τα τραγούδια του Μάνου, αλλά και με τη σιγουριά της νηφαλιότητας, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Μιαν άλλη φορά πάλι, όταν ο αγώνας μας για την πάταξη της κασετοπειρατείας βρισκόταν στο ζενίθ και στο πιο κρίσιμο σημείο του,τις παραμονές ψήφισης από τη Βουλή του σχετικού νόμου, ο Μάνος ήταν πρόεδρος της ΕΜΣΕ - του σωματείου μας - ο Λευτέρης γραμματέας και εγώ αντιπρόεδρος. Μια διαφωνία, ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει το σωματείο στα γεγονότα, έφερε αντιμέτωπους, από τη μια τον Μάνο και τον Λευτέρη και από την άλλη, εμένα και τους υπόλοιπους οκτώ συναδέλφους του ενδεκαμελούς συμβουλίου.

Αποτέλεσμα; Τους παύσαμε. Ο Λευτέρης όπως τα παιδιά, τρυφερός και βίαιος μαζί, για να μη δείξει τη στενοχώρια του...μας έβρισε. Ο Μάνος αμίλητος. Για να βρούμε μια κοινή στάση, μαζευτήκαμε στο σπίτι του Μάνου. Παρόντες: Λοΐζος, Λεοντής, Χάλαρης, Μάτσας, (ως εκπρόσωπος της ομοσπονδίας φωνογραφικών εταιρειών). Κάποια στιγμή εγώ λογομάχησα με τον Μάκη τον Μάτσα. O Mάνος θύμωσε πάρα πολύ. (Πρώτη μου φορά τον έβλεπα τόσο θυμωμένο). Με έδιωξε από το σπίτι του. Μου είπε: «Φύγε αμέσως από ‘δω και δεν θέλω να ξανάρθεις στο σπίτι μου». Κοκκάλωσα. Έφυγα φαρμακωμένος μαζί με το Χάλαρη.

Την επόμενη μέρα, στο συμβούλιο, αποφεύγαμε ο ένας τον άλλο. Δεν μιλήσαμε. Όμως, κατά τη διάρκεια του συμβουλίου, προσπαθούσα από την άκρη των ματιών μου να καταλάβω αν με κοίταζε καθόλου... μα κι εκείνος έκανε την ίδια προσπάθεια... Το συμβούλιο τελείωσε, ένας ένας έφευγαν, εγώ... έμεινα για να πιω νερό. Ο Μάνος...έμεινε για να πάει τουαλέτα. Μείναμε οι δυο μας, κοιταχτήκαμε και... βάλαμε κάτι γέλια! Μα κάτι γέλια! Μας άκουσε όλη η γειτονιά. Φύγαμε και πήγαμε στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι, και ήπιαμε ούζα. Σχεδόν μεθύσαμε εκείνο το βράδυ...

Μα γιατί τα γράφω όλα τούτα; Ένας τέτοιος πλούτος αισθημάτων δεν δικαιολογεί όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τα τραγούδια του;

Άκου, Μάνο. Να μου χαιρετάς τον Ξυλούρη και το Νεγραπόντη. Εκεί που είστε είμαι σίγουρος ότι ετοιμάζεται τα... « Τραγούδια των Αγγέλων». Να τους πεις ότι τιμήσατε τους ανθρώπους και τις αξίες τους. Τιμήσατε και την τέχνη σας. Καιρός να σας το ανταποδώσουνε! Πώς; Βρίσκονται τρόποι. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΟ ΘΕΛΟΥΝΕ... Οι αχάριστοι!

Χρήστος Λεοντής
Περιοδικό "Μετρονόμος", τεύχος 7 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2002)

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Να μείνει στην Ελλάδα το αρχείο του Μάνου Χατζιδάκι




Με ιδιαίτερο προβληματισμό διαβάσαμε ΕΔΩ τις σκέψεις που εξέφρασε ο θετός υιός του Μάνου Χατζιδάκι, κύριος Γιώργος Χατζιδάκις, γύρω από την τύχη του αρχείου του συνθέτη. Συγκεκριμένα, μία από τις επιλογές που εξετάζει ο σημερινός κάτοχος του αρχείου είναι η παράδοσή του σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, καθώς ο ίδιος έχει γίνει αποδέκτης της αδιαφορίας της πολιτείας σε σχέση με τη διαχείριση του πολύτιμου αυτού υλικού. Κατανοούμε την αγωνία του κ. Χατζιδάκι γύρω από το μέλλον του αρχείου και τις μεγάλες πρακτικές δυσκολίες διαχείρισής του. Αυτό που δεν κατανοούμε είναι την παθητικότητα με την οποία όλοι εμείς (κράτος, κοινωνία, συλλογικότητες, άτομα) αντιμετωπίζουμε την πιθανότητα εκποίησης και μετανάστευσης αυτού του αρχείου.

Δυστυχώς, ούτε λεφτά έχουμε για να αγοράσουμε το αρχείο, ούτε χώρο για να το στεγάσουμε. Δηλώνουμε όμως διαθέσιμοι να δακτυλογραφήσουμε και να παρουσιάσουμε σε βάθος χρόνου στα Μουσικά Προάστια - πάντα αφιλοκερδώς - ένα μέρος του γραπτού υλικού του αρχείου (επιστολές, σημειώσεις, ανέκδοτα κείμενα, ομιλίες) που ο ίδιος ο ο κ. Χατζιδάκις θα μπορούσε να επιλέξει προς δημοσίευση, χωρίς φυσικά να γίνουμε κάτοχοι αυτού του υλικού. Με τον τρόπο αυτό, ένα κομμάτι του αρχείου - και της σκέψης - του Μάνου Χατζιδάκι θα μπορούσε να παραμείνει για πάντα στο διαδίκτυο και να γίνει κτήμα όλων των φίλων του ελληνικού τραγουδιού.

Όμως, αυτή η ταπεινή πρόταση φυσικά δεν δίνει λύση στο ζήτημα της στέγασης και διαχείρισης του αρχείου. Γι' αυτό και προτείνουμε άμεσα την ανάληψη πρωτοβουλίας από το ελληνικό κράτος για να παραμείνει το αρχείο στην Ελλάδα και να διατεθεί προς χρήση σε όλους τους πολίτες. Πώς είναι δυνατόν από τη μία να γίνεται καμπάνια για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, και από την άλλη να κινδυνεύει να δοθεί στο εξωτερικό το προσωπικό αρχείο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες δημιουργούς; Πώς γίνεται να απαγορεύεται η αρχαιοκαπηλεία αλλά να επιτρέπεται η εξαγωγή εξίσου σημαντικών (κατά την ταπεινή μας άποψη) τεκμηρίων πολιτισμού; Μήπως σε μερικά χρόνια κάποιοι θα σκίζουν τα ρούχα τους και θα παρακαλούν κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού να δανείσει μέρος του αρχείου για τις ανάγκες κάποιου νέου μουσείου, όταν θα είναι πια πολύ αργά; Μήπως θα διοργανώνουμε σχολικές εκδρομές στις Η.Π.Α. για να επισκέπτονται τα παιδάκια το "Manos Hatzidakis Museum";

Εφόσον ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήθελε να μπει το έργο του σε μουσείο, προτείνουμε: Τη δημιουργία ενός Κέντρου Ελληνικής Μουσικής "Μάνος Χατζίδάκις" (ενδεικτική η ονομασία), το οποίο θα αναλάβει να φιλοξενήσει το αρχείο και να προβάλλει το έργο και τη σκέψη του μεγάλου συνθέτη μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα, σχολικές επισκέψεις, εκδόσεις, σεμινάρια κλπ. σε χώρο που θα διαθέσει το Υπουργείο Πολιτισμού και θα διαμορφωθεί ειδικά για τη συγκεκριμένη χρήση. Το κόστος μιας τέτοιας δημόσιας πρωτοβουλίας θα μπορούσε να αναληφθεί από το κράτος (λεφτά υπάρχουν), λαμβάνοντας υπόψη και τα έσοδα που θα μπορούσαν να προέλθουν από π.χ. ένα συμβολικό αντίτιμο εισόδου, δωρεές τρίτων, πωλήσεις ενημερωτικού υλικού κλπ.

Όπως και να 'χει, ένα είναι το βέβαιο: ότι πρέπει να μείνει στην Ελλάδα και να αξιοποιηθεί άμεσα και προς το δημόσιο συμφέρον το αρχείο Μάνου Χατζιδάκι. 

Ακούει κανείς;
ηρ.οικ.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Ξεμπερδέψαμε με τους συνθέτες, ας κρύψουμε και τους μουσικούς

Είναι γνωστό ότι εδώ και καιρό οι πραγματικοί δημιουργοί του ελληνικού τραγουδιού έχουν υποχωρήσει μπροστά στη δύναμη της εικόνας του εκτελεστή - τραγουδιστή. Σταδιακά, και από τα μέσα της δεκαετίας του '80, οι κύκλοι τραγουδιών αντικαταστάθηκαν από πολυσυλλεκτικούς δίσκους με κέντρο αναφοράς τον τραγουδιστή-φίρμα. Τα εξώφυλλα των δίσκων εξόρισαν τους δημιουργούς για να υποδεχθούν τους νέους ήρωες, τους τραγουδιστές. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου είναι πολύπλοκες και δεν θα ερευνηθούν εδώ. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η ουσία του φαινομένου: η απόκρυψη και ο υποβιβασμός του ρόλου του συνθέτη και του στιχουργού από δημιουργό και πυρήνα του τραγουδιού σε απλό υπηρέτη του τραγουδιστή και της προβολής του. Τα πράγματα όμως φαίνεται να έχουν εξελιχθεί, και πλέον η μπάλα φαίνεται ότι έχει πάρει και τους μουσικούς - οργανοπαίκτες. Εντάξει, ποτέ δεν ήταν πάνω τους τα φώτα της σκηνής, αλλά τουλάχιστον οι ίδιοι οι μουσικοί είχαν το δικαίωμα να παραμένουν...επί σκηνής. Οι καιροί όμως φαίνεται πως άλλαξαν ριζικά. Τόσο, ώστε να έχει γίνει μόδα η εξαφάνιση της ορχήστρας από τη σκηνή σε ζωντανές παραστάσεις γνωστών ονομάτων του ελληνικού τραγουδιού.

Το αξιόλογο μουσικό blog "Κάτω απ' τη μαρκίζα" δημοσίευσε μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον μουσικό Μανώλη Καραντίνη, γνωστό από τη συμμετοχή του στην ορχήστρα της Τάνιας Τσανακλίδου. Διαβάστε με προσοχή το ακόλουθο, χαρακτηριστικό απόσπασμα:

- Επιλέγετε πού θα εργαστείτε κάθε φορά;

Ναι, έχω την πολυτέλεια και διαλέγω μέσα από τις προτάσεις. Ξέρεις τι γίνεται, εγώ δεν κοιτάω μόνο το οικονομικό κομμάτι, κοιτάω και το μαγαζί και το πρόγραμμα. Δηλαδή, δεν μπορώ αυτό το πράγμα που γίνεται σήμερα που παίζει ο μουσικός και ξαφνικά πέφτουνε μπροστά του κουρτίνες ή αρχίζει το πατάρι και μετακινείται, πάει μπρος- πίσω κλπ. Έχω πάει και σε μαγαζιά που είναι ένας μπροστά και τραγουδάει χοροπηδώντας και πίσω δεν φαίνεται η ορχήστρα. Είναι σαν να μην υπάρχει, παίζει και δεν φαίνεται καθόλου. Λες και είναι καραόκε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πέρσι που παίζαμε στο Αρένα, που ξαφνικά έφυγε το πατάρι, χάθηκε η ορχήστρα και άρχισαν να κρέμονται κάτι σαν χαρτιά από ψηλά. Μετά πάλι εμφανιστήκαμε για λίγο και πάλι πίσω κρυμμένοι.

- Ε καλά, δε νομίζω πως αυτό γίνεται επίτηδες για να κρύψουν τους μουσικούς…

Αυτά είναι άλλα κόλπα, που γίνονται για να δικαιολογήσουν και οι σκηνοθέτες τα λεφτά που παίρνουν. Κάνουν διάφορα για να εντυπωσιάσουν τον κόσμο. Αλλά δεν το θεωρώ αναγκαίο όλο αυτό. Ας πούμε τώρα στη Θεσσαλονίκη παίζω με τον Βοσκόπουλο, όλη η ορχήστρα είναι στη θέση της και το πρόγραμμα έχει μεγάλη επιτυχία. Είναι κακό δηλαδή να παίζει ο μουσικός δίπλα από τον τραγουδιστή; Έτσι είναι τα κανονικά λαϊκά μαγαζιά, μια καλοντυμένη ορχήστρα, σωστά τοποθετημένη και ο τραγουδιστής κοντά της. Δεν είναι τηλεόραση ή Μέγαρο Μουσικής, όπου γίνονται κάποιες παραστάσεις με διαφορετικές ανάγκες. Αν δεν χρειάζονται την ορχήστρα ας την βγάλουν από τη σκηνή και να τραγουδάνε καραόκε. Σεβασμός στον μουσικό τέλος πάντων.
(...)

- Την φετινή παράσταση του Νταλάρα την έχετε δει;

Όχι, δεν έχω προλάβει να πάω να το δω αλλά έχω ακούσει καλά λόγια. Γενικώς ο Νταλάρας ό,τι κάνει το κάνει καλά. Είναι πολύ ψείρας στις παραστάσεις του κι αυτό είναι καλό. Έχω ακούσει όμως πως στην παράσταση πάλι δεν φαίνεται η ορχήστρα, παρά μόνο για λίγο. Είναι λέει μόνος του στο πατάρι με μια κουρτίνα από πίσω. Αχ αυτές οι κουρτίνες… (γέλια) Ναι, με ενοχλεί αυτή η κουρτίνα, πρέπει να φαίνονται οι μουσικοί. Καλή η αποκλειστικότητα του τραγουδιστή πάνω στη σκηνή αλλά όχι κι έτσι. Τόσα χρόνια ο Νταλάρας είχε τις καλύτερες ορχήστρες με καταπληκτικούς μουσικούς. Τώρα μάλιστα άκουσα πως έχει κάπου 17 άτομα ορχήστρα (!). Κάποια στιγμή αυτή η ορχήστρα δεν πρέπει να φανεί; Είναι πολύ άξιοι οι μουσικοί της, τους ξέρω κάποιους.

-----

Ο Καραντίνης τα λέει όλα σε τρεις παραγράφους, αλλά ποιος τον ακούει; Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι η καινούργια, πολυδιαφημισμένη παράσταση του Γιώργου Νταλάρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αφιερωμένη πάλι στο ρεμπέτικο (καθότι προφανώς ο Ξηντάρης, ο Λεμπέσης, ο Γκολές, ο Αγάθωνας, ο Κοντογιάννης και η Μαριώ δεν έχουν τα φόντα του εθνικού μας ρεμπέτη για να χωρέσουν στον συγκεκριμένο χώρο) δεν θα θυσιάσει την παρουσία των μουσικών για χάρη του υπερθεάματος και της υψηλής σκηνοθετικής τέχνης.
ηρ.οικ.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

"Νεαρέ, δεν είστε Έλληνας πολίτης"




Γιώργος - Σαμψών Χατσατριάν γεννήθηκε στο Λενινακάν της Αρμενίας το 1985. Το 1995 σε ηλικία 10 ετών άρχισε τα πρώτα μαθήματα κιθάρας με τον καθηγητή Αρσένη Κωνσταντίνου.Το 2002 συνέχισε τα μαθήματα κιθάρας στην τάξη του καθηγητή Χρήστου Προδοφίκα. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια με τους καθηγητές: Ευάγγελο Ασημακόπουλο, Roland Dyens & Hubert Kappel. Το 1999 εισάγεται στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και συμμετέχει στο "Μεικτό Σύνολο Σύγχρονου Ελληνικού Τραγουδιού" του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης. Στους Πανελλήνιους μαθητικούς διαγωνισμούς διακρίθηκε τρεις φορές με Α' βραβείο. Στό πλαίσιο εκδηλώσεων του Μ.Σ.Θ. εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (2003) στο Συνεδριακό Κέντρο Ι. Βελλίδης (2004),στην Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ. (2004) καθώς και στην ΕΤ3 (2004). Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης το 2005".

Αυτό είναι το βιογραφικό και οι διακρίσεις που η μουσική, η δουλειά και το ταλέντο χάρισαν σε έναν συμπολίτη μας. Αλλά φαίνεται ότι η γραφειοκρατική παθογένεια και οι απάνθρωποι νόμοι ενός κράτους (του ελληνικού...) δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Και έτσι, ο 23χρονος Γιώργος-Σαμψών Χατσατριάν που ζει στην Ελλάδα από την ηλικία των 8 ετών, δεν έχει το δικαίωμα να θεωρείται έλληνας πολίτης και καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα.

Εννοείται ότι το παιδί δεν το ξέρουμε προσωπικά. Εννοείται ότι στη θέση του θα μπορούσαν να βρίσκονται (και ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ) χιλιάδες άλλοι. Και εννοείται ότι για να σταματήσει αυτός ο ρατσισμός από την κούνια απαιτούνται πολιτικές αποφάσεις και ριζικοί μετασχηματισμοί που υπερβαίνουν την αποσπασματικότητα των blogs και της ατομικής ευαισθητοποίησης. Τέλος πάντων, την ιστορία του 23χρονου μουσικού τη διαβάσαμε εδώ (απ' όπου πήραμε και τη φωτογραφία):


Η υποστήριξη όλων προς τον αγώνα του είναι επιβεβλημένη. Αρκετά ακούσαμε τα κακόηχα τύμπανα του θεσμοποιημένου ρατσισμού. Ας μας αφήσουν λίγο να ακούσουμε και την κλασική κιθάρα του Γιώργου-Σαμψών.
ηρ. οικ.

ΥΓ: Σχετικές αναφορές έχουν ήδη γίνει στο Μικρό Ανάλογο, τον Allu Fun Marx, τις Διαδρομές και Επιστροφές, τις Ροΐδη Εμμονές, την Παρτιζάνα και άλλα blogs.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Η ιστορική συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στον Σωτήρη Κακίση (1981)


(Ιδιόχειρη αφιέρωση του Μάνου Χατζιδάκι στον Σωτήρη Κακίση - Αρχείο Σ.Κ.)




Μάνος Χατζιδάκις:
«Οι καιροί των φράκων και των πολυελαίων περάσανε ανεπιστρεπτί»


Συνέντευξη στον
Σωτήρη Κακίση


Η συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι που ακολουθεί δόθηκε στον Σωτήρη Κακίση και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εγνατία, στο φύλλο της 31ης Αυγούστου 1981. Ο τίτλος τότε είχε μείνει ο ίδιος, με την προσθήκη του εξής υπότιτλου από την εφημερίδα: «Αναγκάστηκα να φύγω στην Κέρκυρα, εγώ που τόσο αγάπησα τη Θεσσαλονίκη της Ροτόντας, του Πεντζίκη, της Καρέλλη, του Χριστιανόπουλου και του Σαββόπουλου». Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Σ. Κακίση, Αππία Οδός, β’ έκδοση , Εξάντας, Αθήνα, 1982, σελ. 9-22.


Σ.Κ.: Κατ’ αρχήν, πώς να σ’ αποκαλώ, Μάνο ή κύριο Χατζιδάκι; Με συγχωρείς, αλλά είμαι καινούριος στο δημοσιογραφικό χώρο, και θέλω να ξέρω.

Μ.Χ.: Καλά κάνεις και ρωτάς. Άσχετα αν εσύ μπορείς να μ’ αποκαλείς Μάνο, μια και σε γνωρίζω καλά κι εκτιμώ τη φιλία σου. Διότι δυστυχώς ο ενικός στην ελληνική δημοσιογραφία είναι κεκτημένο δικαίωμα, αποκλειστικό του εκάστοτε δημοσιογράφου, ερήμην της θελήσεως του συγκεκριμένου προσώπου με το οποίον, ατυχώς ή ευτυχώς, έρχεται σ’ επαφή δημοσιογραφική ο δημοσιογράφος. Κι όμως, το μικρό μας όνομα ανήκει στην οικογένειά μας και στους στενούς μας φίλους, κι όχι, π.χ., στους οδηγούς ταξί οι οποίοι τυχαίνουν να μας αναγνωρίζουν μεταφέροντάς μας, μεταφέροντας και τον τρόπο και το ύφος των δημοσιογράφων –κάνοντάς με να αισθάνομαι τότε σα να ζω στην Ουγκάντα ή στο Μπαγκλαντές.

Σ.Κ.: Κύριε Χατζιδάκι, κι ο Μιλτιάδης Καρύδης θλίβεται για κάτι άλλο που δεν πάει καλά στον τόπο μας: για το κατάντημα της συμφωνικής μουσικής, λέει. Μήπως όμως αυτός εννοεί εσάς σαν υπεύθυνο;

Μ.Χ.: Και βέβαια εμένα εννοεί. Χωρίς όμως να θέλει να μάθει τι εννοούμε κι εμείς λέγοντας συμφωνική μουσική και κατά πόσο είμαστε το ίδιο αρνητικά τοποθετημένοι απέναντί της μ’ εκείνον. Γιατί ο κ. Καρύδης κάνει τη λαμπρή καριέρα που συνηθίζουν πολλοί Έλληνες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Διαμένων εις το εξωτερικόν, είναι, σύμφωνα με την αφελή επαρχιακή δημοσιογραφία, και Έλλην διαπρέπων εις το εξωτερικόν. Δηλαδή, το πώς και πού είναι θέμα ερμηνείας του περί την τέχνην ειδικού δημοσιογράφου κάποιας εφημερίδας. Ευτυχώς που ο Μητρόπουλος, η Μπαχάουερ και η Κάλλας σταδιοδρομήσανε εις άλλας εποχάς κι όχι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εγχωρίων περί την τέχνην δημοσιογραφούντων. Γιατί ο κ. Καρύδης διαπρέπων εις το εξωτερικόν συνεχώς έρχεται στη χώρα μας για να μας θυμίσει ότι διαπρέπει κι ότι θλίβεται για τα χάλια μας, μια και δεν έγινε αυτός Γενικός Διευθυντής της Κρατικής αν και διαπρέπει εις το εξωτερικόν. Φυσικά, αδιαφορεί κατά βάθος και κατά πλάτος για τα τεράστια προβλήματα που έχει ο τόπος στα μουσικά θέματα, αφού έτσι κι αλλιώς ο ίδιος ενδιαφέρεται μόνο για την προσωπική του διάκριση και προκοπή εις το εξωτερικόν, μέσω ακόμη και μιας Κρατικής Ορχήστρας προς χρήσιν γενικών δοκιμών των προγραμμάτων που θα διευθύνει εκείνος εις το εξωτερικόν. Τον καταλαβαίνω απολύτως, συμμερίζομαι την θλίψιν του, αλλά όχι τόσο ώστε να νοιώθω ενοχή για το ότι ο κ. Καρύδης, κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα, θλίβεται. Στο κάτω-κάτω, δεν διαθέτω την ευαισθησία μερικών δημοσιογράφων αθηναϊκών εφημερίδων ώστε να θεωρώ τον κ. Καρύδη διαπρέποντα εις το εξωτερικόν, κι επιπλέον την θλίψιν του εθνικόν πένθος.

Σ.Κ.: Και οι σχέσεις σας με τους μουσικούς; Αυτοί εξακολουθούν να σας αρνούνται και μουσική μόρφωση και ήθος και καταλληλότητα.

Μ.Χ.: Ναι, πράγματι, μου τ’ αρνιούνται όλα αυτά. Θα’ ταν δυστύχημα εάν οι άνθρωποι αυτοί, οι υβριστές, ήσαν αφ’ ενός το σύνολο των μουσικών, κι αφ’ ετέρου διέθεταν έστω και το ελάχιστο ανάστημα ώστε να μπορούν να επιβάλλουν στην κοινή γνώμη τις αυθαίρετες και υπόπτων προθέσεων κρίσεις τους. Όμως κανένας δεν αισθάνεται μειωμένος όταν υβρίζεται από ανεύθυνους, αν θέλετε, οδοκαθαριστές. (Ας με συγχωρήσουν οι οδοκαθαριστές: ουδέποτε τους άκουσα να λένε πράγματα άσχημα και ουδέποτε τους συνέλαβα να πράττουν άδικα ή να λασπολογούν, παρόλο που πολλές φορές τους είδα χειμώνα καιρό να χώνονται στις λάσπες για να καθαρίσουν τους δρόμους μας. Πράγμα που δε συμβαίνει με τους εν λόγω, περιορισμένους μεν, αλλά ελάχιστα εργαζομένους και πλουσιοπάροχα αμειβομένους εξαθλιωμένους «μουσικούς» και αρνητές μου).

Σ.Κ.: Αυτό δε σας εμποδίζει να’ χετε μια πλούσια δραστηριότητα στο εσωτερικό.

Μ.Χ.: Η δραστηριότητά μου βλέπετε δεν καθορίζεται και δεν εξαρτιέται από τις απόψεις του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου περί ήθους, περί μουσικής μορφώσεως και περί καταλληλότητας –απόψεις που μας προσέφεραν μέχρι τώρα από μέρους τους λαμπρές ευκαιρίες για κινητοποιήσεις, απεργίες, «αγώνες», χωρίς ίχνος συνδικαλιστικών αιτημάτων ή διεκδικήσεων, αλλά μόνον την επιβολήν «πολιτιστικών» απόψεων, με πρώτο και κύριο, ή και μοναδικό, αίτημα, την απομάκρυνσή μου από τη Γενική Διεύθυνση της Κρατικής, κι αν ήταν δυνατό κι απ’ την Ελλάδα. Μια και, μη έχοντας προσωπικές φιλοδοξίες ώστε να γίνω όργανο ή να συμβιβαστώ με κλίκες και συλλόγους, ήμουν πλέον εμπόδιο στη διατήρηση απ’ την πλευρά τους των κακώς κεκτημένων συμφερόντων, των συμφερόντων τετρακοσίων πενήντα ωδείων και μιας πλειοψηφίας των κακών και μετρίων μουσικών. Γιατί εγώ επεδίωξα την αξιοκρατία, τον έλεγχο στη μουσική εκπαίδευση από υπεύθυνα πρόσωπα και το τέλος της ασύστολης κερδοσκοπίας από μέρος ανικάνων φυγοπόνων και ουδεμία σχέση εχόντων με τη μουσική «μουσικών».


Η μουσική στη χώρα μας υπήρξε ξέφραγο αμπέλι όπως ίσως γνωρίζετε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αφού δεν υπήρξε ποτέ μια υπεύθυνη κρατική μουσική πολιτική και συγχρόνως λείψανε οι μεγάλες φυσιογνωμίες και στο δημιουργικό και στο μουσικο-εκπαιδευτικό χώρο. Στο μεταξύ βρήκαν την ευκαιρία έξυπνοι μαγαζάτορες ν’ ανοίξουν μικρομάγαζα και να κάνουν ανεξέλεγκτα χρυσές δουλειές, όπως λένε. Όταν με φέρανε οι μουσικοί στη Γενική Διεύθυνση, με φέρανε σχεδόν στο σύνολό τους. Δε με επέβαλε κανείς και λένε ψέματα όταν λένε το αντίθετο. Γνώριζαν όλοι τους σχεδόν καλά το ποιος είμαι, το ήθος μου, την παιδεία μου και τον χαρακτήρα μου. Δεν γνώριζαν μόνο ότι είχα προθέσεις αλλαγών, ουσιαστικών αλλαγών, κι ότι θα ’ρχόμουν εν ανάγκη σ’ αντίθεση και με θεούς και με δαιμόνους, αν το απαιτούσαν οι αλλαγές που επιθυμούσα να προκαλέσω. Εκεί ακριβώς πέσανε έξω. Και άρχισε ο «αγώνας» τους, που βασίστηκε στην ελλιπή πληροφόρηση του μεγάλου κοινού και στο ειδικόν του θέματος. Ένας «αγώνας» που επιφέρει τη φθορά των μουσικών μας πραγμάτων, για την οποία φθορά τόση θλίψη αισθάνεται οσάκις μας επισκέπτεται ο κ. Καρύδης.


Σ.Κ.: Και πώς βλέπετε να καταλήγει η όλη υπόθεση;


Μ.Χ.: Προς το παρόν μία ομάς απιθάνων που φέρουν ετσιθελικά και με όχι καθαρές διαδικασίες τον τίτλο του μουσικού, του συνδικαλιστή, του προέδρου σωματείου, αποφασίσαν χωριστά ο καθένας να μου κάνουν δίκες, μια και η ποινική δικονομία μας δεν τιμωρεί όποιον θέλει να ενοχλήσει. Εγώ πάλι αποφάσισα, αμυνόμενος ψυχικά αλλά και σωματικά, να μην παρίσταμαι παρά μόνο στις εφέσεις, στις οποίες φυσικά αθωώνομαι γιατί δεν έχω διαπράξει κανένα αδίκημα. Παραδείγματος χάρη, ο Π.Μ.Σ. μου έκανε μήνυση διότι «έκλεισα την Κρατική αυθαίρετα» πρόπερσι και «εζημίωσα το κράτος και τη μουσική». Έτσι ισχυρίστηκε ο Πανελλήνιος Σύλλογος. Η αλήθεια: ο Σύλλογος δημιουργούσε συνεχώς στάσεις εργασίας και η εκτέλεση των προγραμμάτων ήταν πρακτικά αδύνατος. Εγώ, ως Γενικός Διευθυντής, είμαι δημόσιος υπάλληλος, και ανήκω στο Υπουργείο Πολιτισμού. Εισηγήθηκα στο Υπουργείο και σταμάτησαν οι εργασίες της Κρατικής. Παραπέμπομαι σε δίκη, παρότι αν είχα κάνει κάτι αυθαίρετα θα είχα αυτομάτως υποστεί τιμωρίαν από το Υπουργείο Πολιτισμού, ως υπάλληλός του. Γίνεται η δίκη ερήμην μου –τότε ήμουν στο εξωτερικό-, καταδικάζομαι στην εφέσιμη ποινή των τεσσάρων μηνών, και διαβάζω μεγαλόπρεπα σ’ όλο τον Τύπο ότι καταδικάστηκα. Όταν θα αθωωθώ θα περάσει δυστυχώς απαρατήρητο. Κανένας όμως δε σκέφτεται να ρωτήσει: μα γιατί καταδικάστηκα για κάτι, όταν το ίδιο το Υπουργείο δεν το θεώρησε αδίκημα, αφού συνείργησε μαζί μου στο να κλείσει η Κρατική, μια και δεν λειτουργούσε ομαλώς; Αλλά βλέπετε, και σ’ αυτή τη δίκη, όπως και στις άλλες, κατά την πρώτη φάση θριαμβολογούν με την οποία εφέσιμη καταδίκη μου οι προκαλούντες αυτή την θλιβερή ανωμαλία, και το αναγνωστικό κοινό μένει με την εντύπωση ότι καταδικάστηκα και συνεπώς οι «μουσικοί» έχουν πάντα δίκιο. Όλα λοιπόν θα τα υποστώ. Και φαντάζομαι ότι κάποτε θα βαρεθούν, ή …ότι θ’ αλλάξει το καθεστώς των μηνύσεων κι ο μηνυτής θα υποχρεώνεται σε περιπτώσεις αθωώσεων να πληρώνει αναγκαστικώς αποζημίωση. Ή, τέλος, αισιοδοξώ ότι σε κάποια εθνική επέτειο θα χαριστούν όλες οι ποινικές διώξεις για να μείνω άσπιλος περιμένοντας τις καινούριες.

Σ.Κ.: Απ’ την πλευρά σας, δεν θλίβεστε όταν σας γράφουν όσα σας γράφουν, ιδιαίτερα για τις δραστηριότητές σας στο εξωτερικό;

Μ.Χ.: Δεν ανήκω στην κατηγορία των Ελλήνων που διαφημίζουν τις δραστηριότητές τους. Οι δραστηριότητές μου γίνονται με πολύ σοβαρές προϋποθέσεις, και όχι με την επιδοκιμασία των καλλιτεχνικών στηλών ή των πανελληνίων συλλόγων. Αρκεί που οι διαπρέποντες εις το εξωτερικόν αισθάνονται θλίψιν για τα συμβαίνοντα στον τόπο, ενώ εγώ δεν αισθάνομαι καμιά θλίψη για όσα «διαπράττω» στο εξωτερικό. Επί πλέον δεν έχω διάθεση να αντικρούω αθλιότητες που με τόση απλοχεριά φιλοξενούνται από ορισμένη μερίδα του Τύπου.






(Στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι οι Νίκος Χουλιαράς, Έλλη Κελεμένδρη, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Σωτήρης Κακίσης, Μάνος Χατζιδάκις και Τζίμης Πανούσης. Φώτο: Γιώργος Σταθόπουλος)



Σ.Κ.: Ένα σχόλιο απογευματινής κυβερνητικής εφημερίδας αναφέρεται στην πολυ-διατυμπανιζόμενη από σας δεξιά σας τοποθέτηση. Πώς το αντιμετωπίζετε το σχόλιο αυτό;

Μ.Χ.: Για να μην επεκταθώ, θ’ αποσαφηνίσω μόνο πως δεν ανήκω στην καιροσκοπική δεξιά των υπευθύνων του δημοσιεύματος. Κι αν η δεξιά παράταξη περιείχε μόνο τους κυρίους αυτούς ή μόνο σαν αυτούς, θα έφτανα ως τον κλασσικό αναρχισμό προκειμένου να μην συνυπάρχω μαζί τους. Αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως σε κάθε παράταξη, και στη δικιά μου περιέχονται θετικά κι αρνητικά στοιχεία. Συνεπώς δεν είναι μόνο θέμα διαφορετικής γλώσσας, αλλά κι επιπέδου και περιεχομένου. Γι’ αυτό μου προκαλεί αηδία η αντιμετώπιση «συνιδεολόγων» που συντάσσουν σχόλια σαν αυτό στο οποίο αναφέρεστε. Αλλά να ήταν μόνο αυτά;

Σ.Κ.: Αν δεν απατώμαι, με τον κ. Λάμψα είχατε έρθει σε αντίθεση τον καιρό που ήταν Γενικός Διευθυντής της Ε.Ρ.Τ.

Μ.Χ.: Όχι σε αντίθεση απλώς, αλλά σε πλήρη διάσταση. Με τον κ. Χόνδρο ήρθα σε αντίθεση και ευτυχώς πριν αρρωστήσει μπορέσαμε και ξαναποκαταστήσαμε τη σχέση που είχαμε στην αρχή. Τον φιλοξένησα στο Ηράκλειο, φάγαμε μαζί και ξαναμιλήσαμε όπως παλιότερα. Με τον Ιωάννη Λάμψα δε μπορούσε να είναι το ίδιο. Ποτέ μου δεν είχα εκτιμήσει την παρουσία του στην Ε.Ρ.Τ. σαν θετική, και δε θα ξεχάσω ποτέ, όταν έφυγε σχεδόν δια της βίας πιεζόμενος απ’ την κυβέρνηση, που ’κανε εκείνη την κατάπτυστη κυριολεκτικά δήλωση «ανεξαρτησίας», ότι δήθεν διαλέγει την ελευθερίαν σαν άλλος Σολτζενίτσιν και «αποχωρεί διότι δεν ήταν ελεύθερος να ενεργεί κατά βούλησιν». Και το πιο σημαντικό: αυτός υπήρξε ο κύριος υπεύθυνος για το νέο οργανισμό της Ε.Ρ.Τ., που συνετέθη με το πιο οπισθοδρομικό, αντιδραστικό και δημοσιοϋπαλληλικό πνεύμα. Τόσο που σήμερα να μη μπορεί να λειτουργήσει πλέον κατ’ ουδένα τρόπο με όσες καλές προθέσεις ή προϋποθέσεις κι αν υπάρξουν. Όχι, με τον κ. Λάμψα δεν έχουμε τίποτα κοινό, εκ γενετής, και φυσικά ούτε και κοινή ιδεολογία.


Σ.Κ.: Πώς συμβαίνει εσείς ο αναθεωρητής στην τέχνη και στη ζωή σας να είσαστε εντεταγμένος στην παραδοσιακή δεξιά;


Μ.Χ.: Διότι, πρώτον, έχω αστική συνείδηση. Είμαι όντως αναθεωρητής και η αστική παράταξη είναι η μόνη που το ανέχεται αυτό. Διότι δε βρήκα μια άλλη πολιτική παράταξη που να εκπροσωπεί αληθινά τη φιλελεύθερη ιδεολογία μου, συνεπώς δε χρειάζομαι πολιτική μετακίνηση. Και τέλος, δε θέλω να καρπωθώ πολιτικά οφέλη απ’ οποιαδήποτε πλευρά. Η λεγόμενη δεξιά δεν αμείβει αυτούς που δεν την υπηρετούν στενά, αλλά είναι και η μόνη που ανέχεται ακόμη τον διάλογο και την αντίθεση, ενώ όλες οι άλλες παρατάξεις, με κορύφωμα την άκρως άκρα αριστερά, περιέχουν μια Χομεϊνική διάθεση σωτηρίας ψυχών και ανθρώπων που με τρομάζει βαθιά και μ’ ενοχλεί συγχρόνως. Το γεγονός της εντάξεώς μου στην παραδοσιακή δεξιά δε σημαίνει βέβαια πως μπορεί να με κάνει ν’ ανέχομαι και όλα τα θλιβερά της παράσιτα και τρωκτικά. Το έχω αποδείξει άλλωστε.

Σ.Κ.: Η τοποθέτησή σας αυτή δε σας φέρνει σ’ αντίθεση με τους νέους;

Μ.Χ.: Ποιους νέους; Τους βιολογικά μόνο νέους δε φιλοδοξώ να τους έχω συνομιλητές. Πολλοί από αυτούς –οι περισσότεροι- θα είναι οι μελλοντικοί μας δυνάστες, είτε υπό τη μορφή του επιλοχία στη στρατιωτική εκπαίδευση, είτε του φοροεισπράκτορα, είτε του αστυνόμου, είτε του ταξιτζή, είτε του βασανιστή, είτε του κερδοσκόπου ταβερνιάρη, είτε του υπαλλήλου τραπέζης, είτε του κλητήρα υπουργείου, είτε του θυρωρού τέλος πάντων στην πολυκατοικία που θα διαμένουμε. Χώρια που στον καιρό μας οι νεολαίες έχουν διαβρωθεί απ’ την κομματική ομαδοποίηση των πολιτικών παρατάξεων που τους αφαιρούν τη φυσική ευαισθησία της ηλικίας και τους καθιστούν έτοιμους προς βρώσιν και εκμετάλλευσιν. Μ’ αυτούς τι τάχα έχω να πω; Και τι μπορεί να πει ο οποιοσδήποτε; Οι άλλοι νέοι, οι επιλέγοντες, οι νέοι κάθε ηλικίας, οι νέοι που προορίζονται να κουβαλήσουν την ευαισθησία μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς τους, με καταλαβαίνουν και συνομιλούν μαζί μου θαυμάσια. Ακόμη και όταν διαφωνούν. Γι’ αυτούς τους νέους ενδιαφέρομαι. Γι’ αυτούς που μ’ επιλέγουν κι επιλέγω. Και που δεν έχουν ηλικία.

Σ.Κ.: Μια και μιλάμε για νέους, πώς αντιμετωπίζετε τους αθλητές;

Μ.Χ.: Σαν αθλητές. Θαυμάζω όταν οι επιδόσεις καταλήγουν στα υπερβολικά ύψη. Με πλήττουν οι διαδικασίες για την κατάκτηση της νίκης. Δεν κατανοώ την τάση για μια αθλητική νίκη κάτω από τη σημαία του έθνους. Με προβληματίζει η τάση των κρατών για την τερατοποίηση των νέων για ρεκόρ. Κάθε τι που απομακρύνει το νέο από τη σκέψη με φοβίζει και δε με βρίσκει ενθουσιώδη υποστηρικτή. Γενικά, ο αθλητισμός κι εγώ είμαστε μακρινοί συγγενείς. Τόσο μακρινοί που δε γνωρίζει ο ένας τον άλλον.

Σ.Κ.: Για τη μουσική, με την οποία μάλλον είστε πολύ στενοί συγγενείς, τι θα ’χατε να πείτε;

Μ.Χ.: Ποια μουσική; Αυτήν που οι άλλοι εννοούνε μουσική, ή τη μουσική που μας περιέχει;

Σ.Κ.: Ασφαλώς θα προτιμούσατε να μας μιλήσετε για κείνη που μας περιέχει και που -κατά τα φαινόμενα- δε γνωρίζουμε.

Μ.Χ.: Κάνετε λάθος. Θα σας μιλούσα για την άλλη, αλλά γι’ αυτή μιλούν όλοι, γνωρίζοντες και μη. Όταν λέω η μουσική που μας περιέχει, εννοώ συγχρόνως και μια καινούρια σχέση μας με τη μουσική. Κι αυτή είναι που μ’ ενδιαφέρει, η σχέση, κι όχι η μουσική αυτή καθ’ εαυτή. Διότι το όλον οικοδόμημα της μουσικής, αυτό που χτίστηκε στα τετρακόσια τελευταία χρόνια της Ευρώπης μετά την Αναγέννηση, σήμερα αρχίζει να κλονίζεται και να φαντάζει άστοχο, άχρηστο κι ανώφελο, μ’ όλα τ’ αριστουργήματα που περιέχει. Κι είναι ενδεικτικό ότι ολοένα την υπεράσπιση της μουσικής αυτής την αναλαμβάνουν οι εξαθλιωμένοι παρίες του μουσικού κόσμου, οι σύλλογοι κι οι οργανισμοί, καθώς κι οι γηραιές κυρίες, κι όχι οι αληθινοί δημιουργοί και υπεύθυνοι του καιρού μας και του μελλούμενου καιρού. Τα χρόνια της σκεπτόμενης μουσικής περάσανε ανεπιστρεπτί, όπως περάσανε οι καιροί των συμφωνικών συναυλιών, των φράκων και των πολυελαίων. Πρέπει να γίνει αντιληπτό: Οφείλουμε να ξαναβρούμε ένα καινούριο τραγούδι.


Σ.Κ.: Οι αγώνες λαϊκής μουσικής στην Κέρκυρα έχουν σχέση μ’ αυτές τις απόψεις σας;


Μ.Χ.: Και βέβαια έχουν, και μεγάλη μάλιστα. Και λυπάμαι που η Θεσσαλονίκη εννοεί να συνεχίζει το ανυπόληπτο, μονότονο και θλιβερού περιεχομένου Φεστιβάλ Τραγουδιού που μόνο μουσική ρύπανση προσφέρει στον ελλαδικό χώρο. Απ’ το ’72 που επέστρεψα στην Ελλάδα μίλησα με τους τότε υπεύθυνους της Διεθνούς Εκθέσεως, τονίζοντας τη σημασία που είχε το ν’ αναθεωρηθεί ο θεσμός και ν’ αποκτήσει ένα σωστό βάθρο. Βρήκαν τις απόψεις μου «ενδιαφέρουσες», τις κατέγραψαν σε κασέτα και τις τοποθέτησαν στο αρχείο της Εκθέσεως. Με τον μακαρίτη μάλιστα Βελλίδη ήρθα σ’ αντίθεση, μια κι αρνήθηκα σαν υπεύθυνος τότε του ραδιοφώνου να μεταδοθεί το αίσχος του Φεστιβάλ ραδιοφωνικά. Ο Βελλίδης τότε παρεξετράπη σε προσωπική επίθεση εναντίον μου προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη μουσική αθλιότητα αυτού του θεσμού. Προ έτους, ο νυν διευθυντής της Εκθέσεως φίλος μου κ. Μπούρος ήρθε –καθώς εφάνη τότε- σε πλήρη σύμπτωση με τις απόψεις μου για το τραγούδι και θέλησε να μου το αναθέσει. Οι σύμβουλοι όμως της Εκθέσεως είπαν: «Δε θέλουμε να παραχωρήσουμε την πνευματική μας ιδιοκτησία», κι εννοούσαν βέβαια πνευματική τους ιδιοκτησία την εξαθλίωση, την ανοησία και τη χυδαιότητα του επί είκοσι χρόνια μολύνοντος την ατμόσφαιρα Φεστιβάλ Τραγουδιού. Έτσι αποφάσισα κι εγώ με τους συνεργάτες μου στο Τρίτο να πάμε στην Κέρκυρα επιτέλους και ν’ αφήσουμε τη Θεσσαλονίκη στη μεσοαστική κωφάλαλη τραγουδιστική αντίληψη του Φεστιβάλ της. Δεν είναι δυνατό να κατηγορηθώ σαν ανυπόμονος. Εννέα χρόνια περίμενα, για ν’ αναγκαστώ τέλος να καταφύγω στην Κέρκυρα, εγώ που τόσο αγάπησα τη Θεσσαλονίκη της Ροτόντας, του Πεντζίκη, της Καρέλλη, του Χριστιανόπουλου και του Σαββόπουλου. Ας όψεται η αφελής αντίληψη περί «πνευματικής ιδιοκτησίας» των κ.κ. συμβούλων της Εκθέσεως και οι σκοτεινές δυνάμεις των συλλόγων και των σωματείων που για μια ακόμη φορά ετοιμάζονται να μιάνουν την όμορφη Θεσσαλονίκη.

Σ.Κ.: Εσείς στην Κέρκυρα πώς θα «τελέσετε» τους αγώνες;

Μ.Χ.: Χωρίς ορχήστρες αντι-συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων, χωρίς τραγουδιστές σωματείων, χωρίς μαέστρους πανελληνίων συλλόγων και χωρίς ενορχηστρωτές των γνωστών ωδείων. Η επιλογή άλλωστε θα γίνει με βάση τα τραγούδια των νέων ανθρώπων κι όχι των επιδόξων να σταδιοδρομήσουν στις πολυεθνικές ή εθνικές εταιρείες δίσκων. Οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας θέλουν να γελοιοποιήσουν τον αρτηριοσκληρωτικό θεσμό της Θεσσαλονίκης και ν’ αποδείξουν γι’ άλλη μια φορά πως το αληθινό τραγούδι δε φυτρώνει στην ασκήμια, στο εμπόριο και στην ατμόσφαιρα συνοικιακών καλλιστείων. Το αληθινό τραγούδι δεν έχει σχέση με την τραγική ελεεινότητα των καλλιτεχνικών σελίδων μερικών μεσημβρινών και βραδινών εφημερίδων.

Σ.Κ.: Και οι Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας θα μεταδοθούν από την Ε.Ρ.Τ.;

Μ.Χ.: Ναι, και είναι επόμενο, μια και το Τρίτο Πρόγραμμα ανήκει στην Ε.Ρ.Τ. Γι’ αυτό άλλωστε κι αποφασίστηκε το αποκαλούμενο «Φεστιβάλ» Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης να μεταδοθεί από την Υ.Ε.Ν.Ε.Δ...


Σ.Κ.: Δε σας αρέσει ιδιαίτερα η λέξη «φεστιβάλ».


Μ.Χ.: Όχι, καθόλου. Όσο δε μ’ αρέσει κι η λέξη «χωροταξία».


Σ.Κ.: Πώς σας ήρθε;


Μ.Χ.: Θυμήθηκα ένα λαμπρό υπουργό που ασχημονεί «δια της λέξεως» και «με την λέξιν». Ο οποίος ελπίζω να μην ψηφιστεί και να επιστρέψει στα ειρηνικά έργα του πατέρα του και στις ασφάλειες.


Σ.Κ.: Η χωροταξία έχει σχέση με τον έρωτα;


Μ.Χ.: Καθόλου και καμία. Πώς σας ήρθε;


Σ.Κ.: Τώρα που λέγατε για τον υπουργό Χωροταξίας…


Μ.Χ.: Θεέ μου, ο υπουργός αυτός σας υποβάλλει την έννοια του έρωτα; Ποιος θα το ’λεγε, ένας νέος άνθρωπος σαν κι εσάς να ’χετε τόσο κουρασμένη αντίληψη έρωτος.


Σ.Κ.: Εδώ έγινε μια μικρή παρεξήγηση: μίλησα για τον έρωτα και τη χωροταξία, ερήμην του υπουργού.


Μ.Χ.: Αυτό μάλιστα. Μ’ ενθουσιάζει! Ερήμην του υπουργού… Γιατί η σύγχρονη αντίληψη περί έρωτος, εξακολουθητικά μονοδιάστατη, δημιουργεί μια αίσθηση χώρου ασφυκτικού μες στον οποίο ο νέος άνθρωπος, μοντέλο των γειτόνων του κι ενός κόσμου αντιδραστικού, προσπαθεί μάταια να επιβεβαιώσει τον από τη γέννησή του τραυματισμένο ανδρισμό του. Ποιος να του πει πως ο ανδρισμός είναι έννοια πνευματική και περιεχόμενο που κατακτιέται έξω από επιθυμίες και ανάγκες των συγκατοίκων του στις πολυκατοικίες.

Σ.Κ.: Πώς βλέπετε λοιπόν εσείς τον σύγχρονο ερωτικό άνθρωπο: Άνδρα ή γυναίκα;

Μ.Χ.: Στην τελική του εξέλιξη, γυναίκα και άντρα μαζί. Αδιαχώριστο, συγκεχυμένο, απροσδιόριστο. Αυτή θα ’ναι μια τελική νίκη, οριστική, του έρωτα πάνω στον εξαναγκασμό και στον ευνουχισμό που επιχειρούν οι πολλοί στους επερχόμενους.




(Μάνος Χατζιδάκις: "Για την Ελένη", εξώφυλλο Γιώργου Σταθόπουλου. Αρχείο Σ.Κ.)