Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Κορίτσια της συγνώμης ή της πολιτικής ορθότητας;




«Κορίτσια της συγνώμης» ή της πολιτικής ορθότητας;Οι λέξεις είναι πράξειςJean-Paul Sartre

Έχετε ακούσει τα «Κορίτσια της Συγνώμης»; Ένα τρυφερό, μελαγχολικό τραγούδι των αδερφών Κατσιμίχα από τα Ζεστά Ποτά, τον δίσκο-αναφορά ολόκληρου του νέου ελληνικού τραγουδιού. Διαβάστε με προσοχή τους στίχους:
Κορίτσια της συγνώμης
Αυτό το άδειο βλέμμα στον καθρέφτη μου
κάπου το ξέρω καλά από παλιά
να με κοιτάει όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ’ αγάπησαν
κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά

Αυτές που δεν τους ρίχνεις δεύτερη ματιά
ξενοδοχεία της αγάπης νυχτωμένα
που περιμένεις να περάσει η μπόρα και μετά
φεύγεις και σε κοιτάνε λυπημένα

Το ξέρουν από την αρχή μα πάντα ελπίζουν
όταν σου δίνουν μ’ αγωνία το φιλί τους
το βλέπουν μες στα μάτια σου, το βλέπεις στα δικά τους
ένα σωρό «τελειώσαμε» η ζωή τους

Μου μείνανε οι θεωρίες και τα λόγια
ένα «τελειώσαμε» κι εγώ μες στη ζωή σου
έφυγα σαν τον κλέφτη δίχως λόγια
και δε λογάριασα την πίκρα τη δική σου

Ένας γελοίος παρλαπίπας κοκοράκος
που όπου με παίρνει και μένα κοκορεύομαι
ένας χαζός και ζαλισμένος ανθρωπάκος
μες στου φαλού μου το φολκόρ να κοροϊδεύομαι

Κορίτσια της συγνώμης μες στα μάτια σας
είναι μια λύπη που δεν έχω εγώ ξεχάσει
κορίτσια γκρίζα νεράιδες της αγάπης
ότι ήτανε να χάσω το έχω χάσει

Και απ’ ότι μου ’μεινε ετούτο το τραγούδι
σας δίνω απόψε που μονάχος ξενυχτάω
μοιάζει χαζό μα είναι το λουλούδι
είναι το χάδι και τα λόγια που χρωστάω
είναι το χάδι το απαλό που σας χρωστάω

Πρόσφατα, το περιοδικό «Δίφωνο» παρουσίασε στο τεύχος 149 ένα δικής του παραγωγής CD, σε επιμέλεια του έγκριτου δημοσιογράφου Σπύρου Αραβανή:
Πάνος Κατσιμίχας - Μάνος Ξυδούς: «Μια βραδιά στο προβάδικο».

Το CD είναι άψογο από τεχνικής άποψης και πολύ ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία πρέπει αναμφισβήτητα να αποτελέσει οδηγό και μπούσουλα για επόμενες πρωτοβουλίες του ανανεωμένου Διφώνου. Η επανεκτέλεση τραγουδιών των αδερφών Κατσιμίχα (αλλά και των Πυξ Λαξ, Bob Dylan, Λάκη Παπαδόπουλου και Sharp Ties) από τον Πάνο Κατσιμίχα, τον Μάνο Ξυδού και τον Τόλη Φασόη, προφανώς και αποτελεί ένα ιδιαίτερο γεγονός μέσα στη στάσιμη τρέχουσα δισκογραφική παραγωγή.

Ανάμεσα στα τραγούδια του CD ξεχωρίζουν και «Τα κορίτσια της συγνώμης», ερμηνευμένα με τη γνωστή εκφραστικότητα του Πάνου Κατσιμίχα. Όμως, ο παρατηρητικός ακροατής θα προσέξει μια απειροελάχιστη αλλαγή: Ο στίχος «κάτι χλωμές, κάτι χοντρούλες με γυαλιά» αντικαταστάθηκε με τον στίχο «κάτι παράξενες, κρυμμένες στη σκιά». Έτσι, η καινούργια πρώτη στροφή του τραγουδιού διαμορφώθηκε ως εξής:

Αυτό το άδειο βλέμμα στον καθρέφτη μου
κάπου το ξέρω καλά από παλιά
να με κοιτάει όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ’ αγάπησαν
κάτι παράξενες, κρυμμένες στη σκιά

«Και που είναι το πρόβλημα;» θα αναρωτηθείτε. Μεγάλο το πρόβλημα, τεράστιο. Αυτή η φαινομενικά αθώα στιχουργική αλλαγή εμπεριέχει και συμπυκνώνει όλο το πρόβλημα του τωρινού ελληνικού τραγουδιού, όλη την εκφραστική αδυναμία και πολιτική ορθότητα που στερούν από το τραγούδι τους χυμούς, τη φρεσκάδα και την επαναστατικότητα της έκφρασης. Είναι μια αλλαγή που αντανακλά συγκεκριμένες αισθητικές αλλά και ιδεολογικές - όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια του άρθρου – παραδοχές.

Μια απλή σύγκριση καταδεικνύει δύο διαφορετικές εκφραστικές λογικές: η μία - αυτή της πρώτης εκδοχής του στίχου - είναι περιγραφική, ακριβής, συγκεκριμένη· διεκδικεί και επικυρώνει τον υποκειμενισμό της τέχνης μέσα από συγκεκριμένες, «αντικειμενικές» αναφορές. Η άλλη - αυτή της δεύτερης, νεότερης εκδοχής - είναι αόριστη, γενικόλογη, άχρωμη, άοσμη και εν τέλει ακίνδυνη. Η πρώτη προσεγγίζει την πραγματικότητα ως ένα σύνολο σχέσεων και παραστάσεων που μπορούν να γίνουν αντιληπτές, επειδή ανταποκρίνονται σε μια συγκεκριμένη υλικότητα. Η δεύτερη αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με τρόπο μεταμοντέρνο, υποτάσσοντας ουσιαστικά την πραγματικότητα στην φαινομενικότητα. Η πρώτη περιγραφή φωτίζει την πραγματικότητα: οι κοπέλες είναι χλωμές, χοντρούλες και έχουν γυαλιά. Η δεύτερη αποφεύγει την πραγματικότητα, ή – ακόμα χειρότερα - προσπαθεί να την αποκρύψει: οι κοπέλες είναι παράξενες – γιατί; πώς; σύμφωνα με ποια κριτήρια; - και κρυμμένες στη σκιά – άρα και μη αντιληπτές. Η πρώτη είναι δυσάρεστη, αλλά παίρνει θέση. Η δεύτερη ηχεί ευχάριστα στα αυτιά μας, αλλά μένει ουδέτερη.

Είναι πιθανό – χωρίς να βρισκόμαστε μέσα στο μυαλό του Κατσιμίχα – ότι η αλλαγή αντικατοπτρίζει τις καλύτερες των προθέσεων του δημιουργού: ας πούμε, υπάρχουν πολλές χοντρούλες κοπέλες με γυαλιά, και ίσως το τραγούδι στην πρώτη εκδοχή του να ακουγόταν κάπως «ρατσιστικό», καθότι και οι χοντρούληδες, χλωμοί και διοπτροφόροι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην αγάπη και δεν μπορούν να στιγματίζονται ως κάποιοι «που δεν τους ρίχνεις δεύτερη ματιά». Τυγχάνω χλωμός, χοντρούλης και γυαλάκιας, και συνεπώς θα ήμουν ο τελευταίος που θα αμφισβητούσε τα δικαιώματα αυτής της ευγενούς συνομοταξίας. Όμως, η αλλαγή του στίχου με θίγει πολύ περισσότερο από την περιγραφή του τραγουδιού στην πρώτη εκδοχή του. Η λεπτομερής αναφορά στα γυαλιά και τα περιττά λίπη αποτελεί την καλύτερη απόδειξη αποδοχής αυτών των κοριτσιών. Αντίθετα, η απάλειψη του στίχου στη δεύτερη εκδοχή σημαίνει ένα πράγμα στα αυτιά μου: ότι οι χλωμές χοντρούλες με γυαλιά δεν αξίζουν ούτε καν μια θέση στο τραγούδι, πόσο μάλλον στις καρδιές και στο κρεβάτι μας. Η πολιτική ορθότητα του Κατσιμίχα – ή οποιουδήποτε πρότεινε την αλλαγή – λειτουργεί σαν μπούμεραγκ. Η απαλοιφή του υποκειμένου (χλωμές χοντρούλες με γυαλιά) και η αντικατάστασή του από ένα άμορφο περιγραφικό σχήμα (παράξενες κρυμμένες στη σκιά) είναι μια μορφή προσβολής και άρνησης αυτού υποκειμένου, πολύ μεγαλύτερης από την εκτίμηση ότι δεν μπορείς να του ρίξεις δεύτερη ματιά.

Ταυτόχρονα, η αλλαγή αυτή επιφέρει μια συνολική ακύρωση του νοήματος του τραγουδιού, σε πλήρη συμπόρευση με τις κατευθύνσεις του μεταμοντερνισμού. Καταρχήν, δεν γίνεται κατανοητό γιατί δεν μπορείς να ρίξεις δεύτερη ματιά σε κάποιον που είναι κρυμμένος στη σκιά. Να με συγχωρούν ο Πάνος και ο Μάνος, αλλά εμένα οι κοπέλες που τράβηξαν τη δεύτερη – και τρίτη, και τέταρτη – ματιά μου ήταν πολύ συχνά λουσμένες στις πιο βαθιές σκιές. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Η ουσία της ακύρωσης του νοήματος βρίσκεται στην αρχή ότι δύο αρνήσεις συνιστούν μια κατάφαση. Στην περίπτωση του τραγουδιού, η πρώτη άρνηση βρίσκεται στη συγνώμη που ζητάει ο δημιουργός από τα κορίτσια του το έτος 1985. Η αλλαγή του στίχου το 2008, μόνο ως δεύτερη, σιωπηρή συγνώμη μπορεί να εκληφθεί. Τότε όμως, γιατί γράφτηκε το τραγούδι, αν δεν μπορούσε με την αρχική του μορφή να εκπληρώσει την αποστολή του; Η «σκιά» του στίχου δεν είναι μόνο σκιά: είναι και θολούρα. Η περιγραφή των χλωμών κοριτσιών με τα γυαλιά συνιστά μια ευγενή και επαναστατική πράξη· ο δημιουργός ζητά συγνώμη από αυτές γιατί τους συμπεριφέρθηκε άσχημα, και έρχεται χρόνια μετά να αποδεχθεί μετανιωμένος την αξία αυτών των κοριτσιών. Αντίθετα, η (μη) περιγραφή των παράξενων και σκιασμένων γυναικών της δεύτερης εκδοχής αναιρεί όλο το υπόλοιπο τραγούδι και τις προθέσεις του δημιουργού.

Γενικότερα, η στιχουργική αυτή αλλαγή ανταποκρίνεται πλήρως στην τάση εξύμνησης της αοριστίας που παρατηρείται ολοένα και περισσότερο στο ελληνικό τραγούδι. Δεν υπάρχει ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος για να γίνει εδώ αναφορά σε παραδείγματα, και γι’ αυτό καταθέτω την αίσθησή μου κάπως δογματικά: το τραγούδι γίνεται ολοένα και πιο γενικόλογο, ολοένα και λιγότερο χειροπιαστό, ολοένα και πιο ορφανό από αναφορές και προσδιορισμούς. Η ιδεολογική διάσταση αυτής της εξέλιξης είναι ότι το τραγούδι έτσι γίνεται ολοένα και πιο ακίνδυνο. Δεν μπορείς να αλλάξεις μια πραγματικότητα που δεν μπορείς να συλλάβεις. Δεν μπορείς να ζητήσεις συγνώμη από ένα κορίτσι που δεν μπορείς να περιγράψεις.

«Η αλήθεια είναι συγκεκριμένη», έλεγε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Αν λοιπόν η αλήθεια των Κατσιμιχαίων ήταν χλωμή, χοντρούλα και με γυαλιά, γιατί άραγε να χρειάστηκε σκιές και μεταμφιέσεις; Μήπως για να ακουστεί καλύτερα στα μεταλλαγμένα, μικροαστικά αυτιά μας;
ηρ.οικ.

ΥΓ: Σε μια κοινωνία που σέβεται τους ποιητές της, μια συνέντευξη του αντίστοιχου Κατσιμίχα σε οποιοδήποτε περιοδικό συνοδευόμενη από μια ολοκάινουργια παραγωγή CD του θα γινόταν δεκτή ως μέγιστο καλλιτεχνικό γεγονός. Στην σημερινή Ελλαδάρα είναι προφανές ότι τα σαρκαστικά γέλια του show sexy Ψινάκη και τα κρατικοδίαιτα χειροκροτήματα για την Eurovision καλύπτουν τα πάντα. Πάντως, αν βρείτε το συγκεκριμένο CD, ακούστε το με προσοχή. Έχει αυτή τη μοναδική αύρα του ελληνικού τραγουδιού, την από καιρό χαμένη.

6 σχόλια:

ένας στρατολάτης είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα και καίρια παρατήρηση. Με συγκινούσε πάντα ο ανακληθείς στίχος, μάλλον δεν αντέχουμε πια τις αλήθειες.

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Αγοράζω (άρα και διαβάζω) φανατικά το Δίφωνο από το πρώτο του τεύχος μέχρι και σήμερα. Το cd του τεύχους 149 (το προτελευταίο πριν την πώληση του περιοδικού στον γνωστό όμιλο Γιαννίκου) το άκουσα προσεκτικά και φυσικά δεν ξέφυγε απ’ τ’ αυτιά μου η αλλαγή του στίχου στα «κορίτσια της συγνώμης». Εκ των υστέρων και αφού διάβασα προσεκτικά δυο – τρεις φορές το άρθρο σας, κατάλαβα τελικά πόσο ισχυρή είναι η μετάλλαξη που έχουμε (έχω) πάθει, αφού με μεγάλη (όπως αποδείχθηκε) ευκολία θεώρησα ότι η αλλαγή στον στίχο ήταν μέσα στα πλαίσια των «λαθών» που γίνονται στα … προβάδικα. Ίσως επειδή από την αρχή της ακρόασης έβαλα τον εαυτό μου σε μια διαδικασία να ακούσει το cd σα να παρακολουθεί πρόβα, εύκολα και χωρίς πολύ ψάξιμο κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η αλλαγή στο στίχο ήταν στα πλαίσια μια πιο χαλαρής διάθεσης εκ μέρους των ερμηνευτών, αφού κάνουν πρόβα και … όλα συγχωρούνται. Άκουσα λοιπόν αρκετές φορές το cd, το ευχαριστήθηκα, το έβαλα στη θέση του και … αυτό ήταν.

Δεν υποψιάστηκα όμως πως, τέτοια «λάθη» δε γίνονται από επαγγελματίες μουσικούς (ειδικά όταν πρόκειται να εκδοθεί cd, έστω κι αν διανέμεται από περιοδικό). Και σε καμία περίπτωση δε μπήκα στη διαδικασία να αναρωτηθώ το «γιατί». Εκεί ακριβώς έρχεται το άρθρο σας να (ξανα)ξυπνήσει τα χαμένα μου αντανακλαστικά ,που κάποτε με έκαναν να θυμώνω με τον Σαββόπουλο που άλλαξε τους στίχους στο «πολιτευτή» της «ρεζέρβας» και αντί να πει «σαν τον αριστεροχουντισμό που τώρα σε βολεύει» όπως ήταν η αρχική γραφή, το έκανε «σαν τον σοσιαλισμό που τώρα σε βολεύει» ή το τραγούδι «για την Κύπρο» (πάλι από τη «ρεζέρβα») που ο στίχος «είναι η Κύπρος που οι κουφάλες τη μισούνε» ακούγεται κρυμμένος από τη δεύτερη φωνή που κάνει ο Παπάζογλου, ενώ μπροστά ακούγεται ο Νιόνιος να λέει «είναι η Κύπρος που οι εμπόροι τη μισούνε». Όπως είπατε και σεις, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος εδώ για τόσα και τόσα παραδείγματα. Ίσως το παραπάνω με το Σαββόπουλο να μη μπορεί να συγκριθεί με το πρόσφατο του Πάνου, όμως προσωπικά, διαπίστωσα πως η εποχή της αοριστίας και της ανώδυνης αλήθειας έχει εισχωρήσει για τα καλά όχι μόνο στο τραγούδι και σε ότι αγαπάμε, αλλά και μέσα στα ίδια μας τα αυτιά.

Με συγχωρείτε για τη φλυαρία, όμως το κείμενό σας ήταν ένα μικρό σοκ για μένα.


Με εκτίμηση

μαριάννα είπε...

Καλησπέρα! Εξαιρετικά ενδιαφέρον το θέμα που θίγεται στην ανάρτηση του πραγματικά πολύ όμορφου και ευαίσθητου τραγουδιού.

Να πω ότι συμφωνώ πέρα για πέρα με όσα γράφεις.

Και η ανάλυσή σου είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Ελπίζω να σε διαβάσουν αρκετοί δημιουργοί και να πάψουν να πέφτουν θύματα του δηθεν-ισμού και του κακώς εννοούμενου καθωσπρεπισμού ή ακόμα χειρότερα της ανόητης καραμέλας του «είσαι ρατσιστής»!

Πάω στοίχημα ότι ο Κατσιμίχας έπεσε σε διπλή λούμπα. Η μία λέει ότι οι χοντρούλες με γυαλιά θα στενοχωρηθούν και η άλλη ότι αυτός ο στίχος θεωρείται εύπεπτος και ποπολάρικος. Ενώ το «κάτι παράξενες, κρυμμένες στη σκιά», είναι πιο «κόσμιο».

Πρώτ' απ' όλα αλλάζει το νόημα του στίχου. Διότι στη σκιά μπορεί να είναι κρυμμένες πολλών λογιών παράξενες και για άσχετους λόγους.

Θυμήθηκα τώρα την εξαιρετική Λαμπέτη όταν ανέβασε τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα του Ατάυντε, σε μετάφραση Ταχτσή, που αρνήθηκε σθεναρά να πει τις βωμολοχίες του κειμένου, με αποτέλεσμα στην παράσταση να βγαίνει το κακό εκπαιδευτικό σύστημα που θύματά του είναι όλοι, μαθητές και εκπαιδευτικοί.

Ενώ όταν το ανέβασε η Μπαζάκα με τις κανονικές λέξεις, έβγαινε η νευρωτική, γεροντοκόρη δασκάλα με τα απίστευτα απωθημένα.

Από ερμηνεία ήταν υπέροχες και οι δυο, αλλά τα λόγια άλλαζαν το νόημα.

Πόσο υποκριτικό, νιώθω ακόμα σήμερα, τον κόσμο που φοβάται τις λέξεις που χρησιμοποιεί στο σπίτι του και στην παρέα του! Τί κρίμα! Ωραιοποίηση και στρουθοκαμηλισμός!

Συμφωνώ απόλυτα και με τον προλαλήσαντα σχολιαστή Μάκη.

Στο καταπληκτικό τραγούδι του Στέλιου Μπικάκη, Γενέθλια, ο Σφακιανάκης που το τραγούδησε εξαιρετικά, αρχικά είχε επιφύλαξη να το τραγουδήσει, φοβούμενος τη φράση: «Για την πουτάνα τη ζωή που μου χρεώσανε»! Τον έπεισε να το πει ο Γιώργος Σφακιανάκης, μάλλον κάποιο συγγενικό του πρόσωπο, διάβασα σε μια συνέντευξη του Μπικάκη.

Επειδή το θέμα που θίγεις είναι πολύ μεγάλο και ανεξάντλητο και κοινωνιολογικό με άπειρες προεκτάσεις, θα σου πω πριν τελειώσω ότι χάρηκα απίστευτα που σε διάβασα και ότι είμαι πολύ απογοητευμένη από ανθρώπους που θαύμαζα και που τελικά είναι αποδείχτηκαν φοβισμένα ανθρωπάκια. Και πόσο τα φοβάμαι τα φοβισμένα!

Ανώνυμος είπε...

Εξαγετε συμπεράσματα και κρεμάτε πολύ εύκολα.

Στον καινούριο δίσκο του ο Κατσιμίχας τα λέει ωμα σε πολλά τραγουδια με κορυφαίο το "Γιατί ψηφίζουν οι φτωχοί αυτούς που τους πηδάνε/ κι ύστερα βγαίνουν με πανό/ και λένε πως πεινάνε.

Αν αυτός είναι φοβισμένο ανθρωπάκι, τοτέ καλύτερα που άλλαξε το στίχο στα "Κορίτσια της συγνώμης".

Απευθύνεται σε κοινό που δεν του αξίζει.


Σπύρος

μαριάννα είπε...

Αγαπητέ Σπύρο

Μιλούσα εντελώς γενικά στο τέλος και σε καμία περίπτωση δε θεωρώ τους Κατσιμιχιαίους, φοβισμένα ανθρωπάκια. ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ!!!

Αντίθετα τους εκτιμώ, τους σέβομαι και τους χρωστώ πολλές υπέροχες στιγμές! Τους θεωρώ ανατρεπτικούς και ασυμβίβαστους καλλιτέχνες και δεν υπαινίχθηκα καν, οτιδήποτε γι αυτούς, εκτός από το ότι διαφωνώ με την αλλαγή του στίχου.

Και πολλούς άλλους αγαπημένους εκτιμώ και σέβομαι, όπως η Λαμπέτη και όσοι ανέφερα.

Δεν τους το χρεώνω, όπως φάνηκε από την κακή μου διατύπωση, για την οποία ζητώ συγγνώμη.

Ήταν εντελώς γενική τοποθέτηση στο τέλος, που δεν αφορά τους καλλιτέχνες, αλλά μια νοοτροπία αυτών που περνούν την αντίληψη ότι η αλήθεια και ο αυθορμητισμός, πρέπει να συγκαλύπτονται.

Αναφέρθηκα στην κοινωνιολογική προέκταση του καθωσπρεπισμού και στις επιπτώσεις του στην τέχνη, έχοντας τον βιώσει σε πολλές περιπτώσεις της ζωής μου.

Και φοβισμένα ανθρωπάκια εννοούσα ανθρώπους των γραμμάτων που θαύμαζα και που έχουν τοποθετηθεί συντηρητικά πάνω σε πολλά ζητήματα τέτοια, τρομάζοντας τους καλλιτέχνες και αναγκάζοντάς τους κατά κάποιον τρόπο να διαμορφώνουν τη δημιουργία τους, έτσι που να μην ενοχλεί, τους κολλημένους.

Μουσικά Προάστια είπε...

Είναι σαφές ότι τόσο η αρχική ανάρτηση όσο και ο διάλογος εδώ δε συνιστούν κριτική προς τους αδερφούς Κατσιμίχα, αλλά γενική αναφορά σε ένα ευρύτερο φαινόμενο. Οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες έχουν δικαιολογημένα κατακτήσει μια θέση στην πρωτοπορία του ελληνικού τραγουδιού.

Ευχαριστούμε θερμά για τις παρατηρήσεις και την κριτική.