Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Θυμωμένη Τέχνη

- Θυμώνουμε όταν το κράτος ξεπουλά τον πολιτισμό.
- Όταν αναγορεύουν σε υπέρτατη αξία το χρήμα, την εκμετάλλευση, την ευτέλεια.
- Όταν ο πολιτισμός γίνεται αντικείμενο συναλλαγής
- Όταν «η τέταρτη εξουσια», αντί να ελέγχει, διαπλέκεται με τους ελεγχόμενους.
- Όταν η τηλεόραση υποκαθιστά και υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς.
- Όταν προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν.

ΜΙΛΑΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΘΥΜΩΝΟΥΝ


ΕΝΩΝΟΥΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΑΣ ΜΕ ΟΣΟΥΣ ΘΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

ΚΑΛΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΙ ΣΥΜΜΕΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΘΥΜΟ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 5-2-2008 ΣΤΙΣ 12.00 ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟYΝ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

ΚΑΛΕΣΤΕ ΟΣΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ BLOG:
http://paremvasipolitismou.wordpress.com

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Ο Αλέξης Βάκης για τον Μάνο Χατζιδάκι





Στις 23 Οκτωβρίου 2007, η Νεολαία Συνασπισμού διοργάνωσε στο στέκι της στο κέντρο της Αθήνας (Θεμιστοκλέους 52) μια συζήτηση αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι, τιμώντας τα 82 χρόνια από τη γέννησή του. Καλεσμένοι ήταν ο Γιώργος Χρονάς, ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός» και ο Αλέξης Βάκης, συνθέτης, μουσικοκριτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός στον σταθμό «105.5-Στο Κόκκινο». Τις σκέψεις του Γιώργου Χρονά θα τις βρείτε δημοσιευμένες ΕΔΩ. Σήμερα δημοσιεύουμε την εισήγηση του Αλέξη Βάκη. ηρ.οικ.



"Ζηλεύω τον Γιώργο Χρονά που έχει να λέει ιστορίες για τον Μάνο Χατζιδάκι. Δεν είχα τη χαρά να τον γνωρίσω. Θα μπορούσα ενδεχομένως να τον έχω γνωρίσει γιατί η μητέρα μου ήταν παιδική του φίλη, είχε την ίδια ηλικία, ήταν κι αυτή γεννηθείσα το 1925. Ευτυχώς την έχω ακόμα και μπορώ να ακούω ιστορίες από τα πολύ παιδικά τους χρόνια, από τις εποχές όπου μαζί με τη φίλη της την Πίτσα πηγαίνανε οι τρεις μαζί, ο Χατζιδάκις, η μητέρα μου και η Πίτσα στο ωδείο διασχίζοντας το Ζάππειο και στο δρόμο γίνονταν διάφορες στιχομυθίες που είναι γοητευτικές μετά από 70 χρόνια που τις ακούμε.

Επί της ουσίας τώρα. Εγώ χαίρομαι που το εδώ μαγαζί, η Νεολαία του Συνασπισμού, βγαίνει από το καβούκι της και σιγά σιγά αρχίζει και κάνει εκδηλώσεις προς τα έξω. Έμαθα εκ των υστέρων για δύο εκδηλώσεις που ήθελα να τις παρακολουθήσω, μία για τα Δεκεμβριανά και μία για τον Νίκο Μπελογιάννη, εκδηλώσεις που απ’ ότι άκουσα γνώρισαν επιτυχία. Χαίρομαι ακόμα περισσότερο που αυτή η Νεολαία - που έχει μια παράδοση σε σχέση με το παρελθόν – ανασκαλεύει λίγο τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την τέχνη και τον πολιτισμό στον νεοελληνικό χώρο, δείχνει ότι θέλει να παράγει ανθρώπους συνολικούς και όχι μόνο πολιτικά κτήνη (αν μου επιτρέπεται η έκφραση, δεν το λέω επιθετικά). Αλλά έχω βαρεθεί να συζητάω με αριστερούς οι οποίοι μπορεί να έχουν γραμμή, μπορεί να έχουν μια αυτάρεσκη άποψη για την κοινωνία, κι όταν η κουβέντα πηγαίνει για το πάπλωμα, όταν ας πούμε συζητάμε για τον Χατζιδάκι, να ακούμε διάφορες σαχλαμάρες.


Προσωπικά δεν αισθάνομαι Χατζιδακολόγος, είμαι ένας άνθρωπος που σαν μουσικός αγαπάω τον Μάνο Χατζιδάκι. Και να μην ήμουν μουσικός, πάλι υποθέτω θα τον αγαπούσα με αυτό το έργο που μας άφησε πίσω του. Ακούω πολύ συχνά τη μουσική του ακόμα και τώρα. Χαίρομαι που νεότεροι και από μένα τον σαρανταπεντάρη δείχνουν να διακατέχονται από μία τέτοια ευαισθησία πάνω στο ζήτημα. Θα ήθελα απλά στους συνομιλητές μου να θέσω τρία ερωτήματα που θεωρώ καίρια.


Μιλάμε για τον Μάνο Χατζιδάκι, που αν ζούσε τώρα θα έσβηνε την τούρτα με τα ογδόντα δύο κεράκια. Η μουσική του είναι δηλαδή αυτό που λέμε «παλιά» μουσική – σε εισαγωγικά η λέξη. «Παλιά» μουσική σε σχέση με τη χρηστική μουσική που ευδοκιμεί στις μέρες μας, δηλαδή με τη μουσική που υποτίθεται ότι – πάλι σε εισαγωγικά - «ασχολείται» με τα προβλήματα του καιρού μας. Ο Χατζιδάκις μιλούσε για πιο διαχρονικές αξίες, μιλούσε για τον έρωτα όπως είπε ο Γιώργος Χρονάς, για τους αστερισμούς, για πράγματα ανείπωτα, απροσδιόριστα. Είναι λοιπόν ένας εκπρόσωπος της «παλιάς» μουσικής. Γιατί επιμένουμε άραγε στη μουσική του;


Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο όπως όλοι ξέρουμε δεν είχε καμία σχέση με το οργανικό σώμα της Αριστεράς, αν και υπήρξε ΕΠΟΝίτης στα πολύ νεανικά του χρόνια, όπως ελπίζω να γνωρίζουν πολλοί. Έκανε διαφορετικές επιλογές στη ζωή του, διατηρούσε την ιδιότητα του πολίτη, έφτιαξε το περιοδικό «Τέταρτο» όπου άσκησε αυτή την ιδιότητα του πολίτη αρθρογραφώντας. Μιλούσε για τη μεγάλη αστική παράταξη, ήταν συνομιλητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Παναγιώτη Λαμπρία, του Τάκη Χορν και των άλλων αστέρων της φωτισμένης Δεξιάς, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να τον δει κάποιος και στα Προπύλαια σε μία αναρχική συγκέντρωση για την απελευθέρωση κάποιου πολιτικού κρατούμενου, να είναι εκεί. Υπάρχει και μια φωτογραφία που είναι δημοσιευμένη και σε μία εφημερίδα της δεκαετίας του ’80, την έχω στο αρχείο μου, και μου έκανε εξαιρετική εντύπωση όταν την είδα δημοσιευμένη. Λέμε λοιπόν ότι ο Χατζιδάκις εκπροσωπεί την «παλιά» μουσική, εκπροσωπεί την μη Αριστερά σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Το ερώτημα είναι: Γιατί μας αφορά;


Και το τρίτο είναι ότι ο Χατζιδάκις έρχεται σε κόντρα με αυτό που επικρατεί σήμερα. Δηλαδή, έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τη μουσική σαν να είναι τα λόγια της, και τη μουσική από πάνω σαν ένα αναγκαίο κακό, μία αναγκαία συνθήκη. Κρίνουμε κάτι από το αν μας αρέσει ο στίχος ή δεν μας αρέσει. Έχουμε το φαινόμενο των τραγουδοποιών στην Ελλάδα, οι οποίοι κάνουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Κάνουν μια μηχανική απαγγελία πάνω σε ένα κείμενο που επιλέγουν, δηλαδή έχουν μια αναπηρία έναντι του κειμένου τους, δεν μπορούν να αρθρώσουν έναν αυτόνομο μουσικό λόγο που να δημιουργείται παράλληλα με τον λόγο του κειμένου. Ο Χατζιδάκις υπήρξε σε όλη του τη ζωή Συνθέτης – με σίγμα κεφαλαίο – με την ιδιαιτερότητα ότι αν και υπήρξε συνθέτης, ανάλωσε όλη του τη δραστηριότητα γράφοντας τραγούδια. Το τραγούδι αναζητούσε σε όλη του τη ζωή. Αυτό το παράδοξο θα ήθελα να το συζητήσουμε λίγο. Φυσικά έχει γράψει και πράγματα είτε κατά παραγγελία – όπως η μουσική επένδυση ταινιών, κυρίως διεθνών – είτε για κάποιες άλλες αιτίες. Αλλά αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει την περίπτωση Χατζιδάκι είναι η εμμονή του στον όρο «τραγούδι».


Και επέμενε στον όρο «τραγούδι» με την έννοια ότι επιθυμούσε να το περιέχουμε, και όχι τόσο να το τραγουδάμε. Δεν νομίζω ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να το σιγοσφυρίζουν οι εργάτες στις οικοδομές ή τα ζευγάρια στο δρόμο. Τον θυμάμαι πολύ καλά να διακόπτει συναυλίες όταν το κοινό θορυβούσε. Θυμάμαι ας πούμε το 1983 ένα φεστιβάλ της «Αυγής» όπου είχε κληθεί να παίξει και είχε έρθει με χαρά απ’ ότι έλεγε αργότερα – δεν ήμουν παρών αλλά τα έμαθα. Είπε λοιπόν ότι η τότε νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν η πολιτισμένη νεολαία, και το χρησιμοποίησε σε αντιπαράθεση με μία εβδομάδα πριν που είχε παίξει για κομματικούς λόγους στο φεστιβάλ της Νέας Δημοκρατίας και τον γιουχάρανε από κάτω, του φωνάζανε «φερ’ τον Σαλαμπάση», τέτοια πράγματα που πολύ τον είχαν ενοχλήσει. Ποιος τον είδε και ποιος δεν τον φοβήθηκε όταν τα έψαλλε στους ΟΝΝΕΔίτες.


Γιατί λοιπόν τον Μάνο Χατζιδάκι και όχι κάποιον άλλον; Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είναι ένας αριστερός διανοούμενος, δεν είναι ο Ρίτσος ή ο Αναγνωστάκης αν ήταν ποιητής, δεν είναι ο Τσίρκας αν ήταν συγγραφέας, δεν είναι ο Θεοδωράκης ή ο Σαββόπουλος αν ήταν μουσικός, δεν είναι ο Κούνδουρος αν ήταν σκηνοθέτης. Αυτά λοιπόν είναι τα ερωτήματα: Γιατί επιμένουμε στην «παλιά» μουσική; Γιατί επιμένουμε στην περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν έχει να κάνει με τους αριστερούς; Και τι ψάχνουμε από τη μουσική και από το τραγούδι για τη συνέχεια;"


Αλέξης Βάκης
23 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Μόνο η καλή μου έλειπε...

Ακούσαμε το live των Διονύση Σαββόπουλου και Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Polis Theatre την Πέμπτη το βράδυ, στην τελευταία - ανοιχτή για τους δημοσιογράφους - πρόβα. Κλιμάκιο των Μουσικών Προαστίων τρύπωσε σε αυτή τη σύναξη (ευτυχώς η πόρτα ήταν μάλλον χαλαρή και δε χρειάστηκαν πλαστογραφημένες ταυτότητες και ατάκες του στυλ «είμαι φίλος του Ουίλλιαμ Λόσον») και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.

Καταρχήν παίζονται όλα τα τραγούδια του νέου δίσκου. Η παράσταση αρχίζει με μια a cappella εισαγωγή και ένα παραμύθι, Έδωσα μια σκαρφάλωσα, σε κάμπο σαπισμένο... Ο «Σαμάνος» είναι μια ταξιδιάρικη bossa nova που παραπέμπει στην επανάσταση και στους ήρωές της, Τελευταίο τσιγάρο, και κείνος σκέφτεται... Το τρίτο τραγούδι «Κοιμάται σαν γέρος, ξυπνάει σαν παιδί» είναι μια μελωδική μπαλάντα, με τον Σαββόπουλο να υψώνει τους τόνους ψάχνοντας Αυτό που ζητάει να τραγουδήσω ξανά... Μετά, αναλαμβάνει η μπουζουκομάνα του Παπακωνσταντίνου σε ένα όμορφο, λαϊκότροπο τραγούδι, από αυτά που τον ανέδειξαν τη δεκαετία του ’90, Ζεϊμπέκικο της Κυριακής, μες στο δωμάτιο μόνος... Πέμπτο στη σειρά ένα ηλεκτρισμένο ροκ, με φωνητικά παιχνιδίσματα ανάμεσα στους δύο δημιουργούς, και Ο χρόνος συνεχίζει... Στα μισά της διαδρομής, μας βρίσκει ένα αργό σπαρακτικό κάλεσμα και ο πιο λυρικός Σαββόπουλος, Κι όπως κοντοστάθηκα λόγο μου απευθύνει... Το δεύτερο μισό του δίσκου, όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε στην ανοιχτή πρόβα, επιφυλάσσει εξίσου έντονες στιγμές: Όπως την αναδρομή σε Όσα μου έφερε η ζωή, όσα κι εγώ της πήρα... Όπως τη Βάσω Δημητρίου που βάζει στα έγχορδα φωτιά, σολάρει με μπουζούκι και κλέβει γενικώς την παράσταση. Όπως το πιο «τραγουδιστικό» τραγούδι του δίσκου καθώς Η πόλη που μεγάλωσα φόρεσε τα καλά της... Υπάρχουν βέβαια και λιγότερο ενδιαφέρουσες, ή και αδιάφορες στιγμές. Ευτυχώς αυτές είναι λιγοστές. Όπως μια μπαλάντα που στιχουργικά μας άρεσε πολύ, καθώς ούτε σημαία, ούτε πατρίδα δεν θα μπορέσει να σου πει..., αλλά που ρυθμικά παραπέμπει στο Άστρο του πρωινού και χωράει ίσως μία ρυθμική αναθεώρηση της τελευταίας στιγμής. Ή όπως η συνάντηση με ούτι και ηλεκτρική κιθάρα του επόμενου τραγουδιού, που δεκαπέντε χρόνια πριν θα ακουγόταν πρωτοποριακή αλλά που σήμερα ακολουθεί έναν ήδη περπατημένο δρόμο. Ή όπως το συμπαθητικό τραγουδάκι του τέλους που μας θύμισε ελληνική ταινία με τη Βουγιουκλάκη. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ακούσαμε δώδεκα τραγούδια σε περίπου 50 λεπτά.


Συμπέρασμα; Αν και δεν ξέρουμε πώς και τι θα βγει στο στούντιο, τελείως υποκειμενικά νομίζουμε ότι η δουλειά ανταποκρίνεται πλήρως στις υψηλές προσδοκίες μας, παρά τις ενστάσεις που δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα ακούστηκαν γύρω από αυτή τη συνεργασία. Ιδιαίτερα θετική είναι η εκ μέρους του Παπακωνσταντίνου εγκατάλειψη των πιο ακραίων πειραματισμών και η επιστροφή του σε πιο ορθόδοξες μελωδικές διαδρομές. Ο ταλαντούχος δημιουργός φαίνεται ότι αυτή τη φορά έφτιαξε αυτό που ξέρει καλύτερα, δηλαδή τραγούδια που και ακούγονται ευχάριστα, και τραγουδιούνται συλλογικά. Η ερμηνεία του Σαββόπουλου θα ενθουσιάσει το ήδη κεκτημένο ακροατήριό του, και σίγουρα δεν θα αποξενώσει τους όποιους σκεπτικιστές. Εξάλλου, και ο Παπακωνσταντίνου μοιράζεται ένα μεγάλο κομμάτι της ερμηνείας με τη χαρακτηριστική φωνή του. Φανταζόμαστε και ελπίζουμε ότι αυτή η ερμηνευτική συνύπαρξη θα παραμείνει και στον δίσκο.

Το υπόλοιπο πρόγραμμα, μικρό δείγμα του οποίου ακούσαμε μετά, φαίνεται αντάξιο της διαδρομής των δύο δημιουργών. Μαζί λειτουργούν συμπληρωματικά, καθώς η σεμνότητα και οι χαμηλοί τόνοι του Παπακωνσταντίνου συναντούν το εξωστρεφές πάθος του Σαββόπουλου. Εκτός από μια επιλογή από γνωστές επιτυχίες τους, ακούσαμε και μια ευπρόσδεκτη, ρεμπέτικη προσθήκη (Πέντε μάγκες στον Περαία).


Χτες πάντως, οι μάγκες ήταν επί σκηνής στην Πέτρου Ράλλη. Και ξεχωρίζουμε πέντε ιδιαίτερες στιγμές τους: 1) την μετά από πολύ καιρό ζωντανή, παθιασμένη και πλήρως ηλεκτρική εκτέλεση του «Κιλελέρ» - κι όμως ο αριστερός Σαββόπουλος είναι ζωντανός, ό,τι και να λέει ο ίδιος, 2) το υποβλητικό άγγιγμα του Παπακωνσταντίνου στην «Παράγκα», 3) το μουσικό ταξίδι «Στην Αμερική», αφιερωμένο στον ελληνο-αμερικανό ουτίστα Τζίμι Μαχλίς, 4) την όμορφη αυλαία της παράστασης με ένα καινούργιο τραγούδι-έκπληξη σε στίχους Παπακωνσταντίνου και μουσική Σαββόπουλου...για μια βέσπα, και 5) την πραγματικά μοναδική εκτέλεση του τραγουδιού «Για τα παιδιά που χάθηκαν» του Σαββόπουλου. Για αυτούς και μόνο τους λόγους, μια δισκογραφική αποτύπωση της παράστασης θα ήταν κάτι παραπάνω από δικαιολογημένη.
ηρ.οικ.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Για τις "Δέκα και μία νύχτες" της Αρλέτας




Μελωδική διαμαρτυρία της Τζόαν Μπαέζ ή μινιμαλισμός του Βιμ Μέρτενς? Κινηματογραφικό σχόλιο του Νίνο Ρότα ή βυζαντινό τροπάριο; Μεταμεσονύχτιο ψιθύρισμα της Τζόνι Μίτσελ ή ανάμνηση αθηναϊκού γραμμοφώνου του ’50; Παρισινό καφέ ή μπαρ στην Αριζόνα; Πού αλήθεια μας πάνε οι «Δέκα και μία νύχτες», η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας της Αρλέτας από το Περοκέ που κυκλοφόρησε το 1988 από την Columbia; Ποιος ακριβώς είναι ο σημερινός μας σταθμός στην περιδιάβαση της δεκαετίας του '80; 

21 τραγούδια σε ζωντανές εκτελέσεις. Από Χατζιδάκι μέχρι Σπανό και από Λάκη Παπαδόπουλο μέχρι Μπητλς, μαζί φυσικά με τραγούδια της Αρλέτας όπως «Το καφενείο» και η «Σχιζοφρένεια». Τελείως υποκειμενικά, ξεχωρίζουμε δύο σε μουσική Ελένης Καραΐνδρου: «Το τραγούδι της λίμνης» σε στίχους της Αρλέτας και «Όλα μπερδεύονται γλυκά» σε στίχους της Μελίνας Τανάγρη.

Το τραγούδι της λίμνης
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Στίχοι: Αρλέτα

Μες στο νερό ψάρι χρυσό γλιστράς
κι εγώ ψαράς με δίχτυ αδειανό
θάλασσα εσύ κι εγώ ο ναυαγός σου
στην αγκαλιά σου πεθαίνω και ζω.

Είσαι νοτιάς κι εγώ πουλί χαμένο
εκεί που θέλεις με πηγαίνεις με πετάς
είσαι βοριάς, παγώνεις τα φτερά μου
κι ύστερα μ’ ένα φιλί ψηλά με πας.

Κρατάς εσύ τιμόνι και πανιά
κι εγώ παιδί χαμένο μοναχό
μάγισσα εσύ κι εγώ ακόλουθός σου
χωρίς εσένα δεν ξέρω να ζω.

Είσαι νοτιάς κι εγώ πουλί χαμένο
εκεί που θέλεις με πηγαίνεις με πετάς
είσαι βοριάς, παγώνεις τα φτερά μου
κι ύστερα μ’ ένα φιλί ψηλά με πας.
-----

Όλα μπερδεύονται γλυκά
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Στίχοι: Μελίνα Τανάγρη

Οι δρόμοι λες κι έχουν αδειάσει
τα φώτα ανάψανε δειλά
δεν έχει ακόμα σκοτεινιάσει
κι όλα μπερδεύονται γλυκά.

Κι εγώ μες στα δικά σου μάτια
πώς βρήκα πάλι τη ρωγμή
και πέφτω με την ίδια ζάλη
την ίδια τρέλα και ορμή;

Δεν είναι πως σε περιμένω
και βρίσκω τρόπο για να ζω
μα κάπου εδώ είν’ αφημένο
ό,τι απόμεινε μισό.

Με φτάνουν τα μικρά σου νέα
με πολιορκούν από παντού
μοιάζει η ζωή σου να ’ναι ωραία
κι η καρδιά σου να ’ναι αλλού.

Κι εγώ μ’ αυτή την απορία
που μήνες τώρα κουβαλώ
για ποια κρυμμένη αρμονία
εσύ είσαι εκεί κι εγώ εδώ.

Δεν είναι πως σε περιμένω
και βρίσκω τρόπο για να ζω
μα κάπου εδώ είν’ αφημένο
ό,τι απόμεινε μισό.

Ο δρόμος φαίνεται μπροστά μου
να ξετυλίγεται ανοιχτός
εγώ ανοίγω τα φτερά μου
μα ειν’ ο ορίζοντας θολός.

Όσο κι αν μου ’λεγες μωρό μου
«εσύ ’σαι πλάσμα φωτεινό»
εγώ είμαι εδώ χωρίς το φως μου
και φως μου εσύ δεν είσαι εδώ.

Δεν ξέρω πια να περιμένω
κι ας βρίσκω τρόπο για να ζω
μα κάπου εδώ είν’ αφημένο
εκείνο το άλλο σου μισό.

Οι δρόμοι λες κι έχουν αδειάσει
τα φώτα ανάψανε δειλά
δεν έχει ακόμα σκοτεινιάσει
κι όλα μπερδεύονται γλυκά.
-----

Η φωνή της Αρλέτας, μέσα στην ατέλεια και τις ασυνέχειές της, διηγείται εκφραστικά τις 21 μουσικές ιστορίες του δίσκου. Πέρα όμως από την πρωτότυπη επιλογή των τραγουδιών και την υποβλητική ερμηνεία της Αρλέτας, αυτό που πραγματικά κάνει τη διαφορά στον δίσκο είναι οι ενορχηστρωτικές επιλογές του Zlatan Klaric. Η ορχήστρα, αποτελούμενη από πιάνο (Zlatan Klaric), βιολί (Valentine Beikof), κόντρα μπάσο (Γιάννης Αγαπητός) και κρουστά (Τάκης Χελιώτης), δίνει μια λιτή, μινιμαλιστική διάσταση στο έργο, και δείχνει ότι δεν είναι αναγκαία η προσθήκη ολόκληρης της Φιλαρμονικής της Βιέννης για κάποιον που θέλει να αποφύγει την - καθ’ όλα σεβαστή - πεπατημένη του λαϊκότροπου ήχου και του μπουζουκιού. Το βιολί ειδικά είναι καθοριστικό, μεταβάλλοντας την ατμόσφαιρα ανάλογα με τις ορέξεις του. Καίρια, για παράδειγμα, είναι η παρέμβασή του στο τραγούδι «Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι», από την Γ’ Ανθολογία του Γιάννη Σπανού. Αλλά και η κιθάρα της Αρλέτας, όταν μένει μόνη της στη σκηνή, μεταπλάθει σε βάθος τραγούδια εντυπωμένα στη συλλογική καλλιτεχνική μνήμη. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί το «Παράπονο» των Θεοδωράκη-Χριστοδούλου, που από βροντερός ύμνος γίνεται ψίθυρος, διατηρώντας όμως την ίδια πειστικότητα και ουσία.

Ας αφήσουμε όμως την τελευταία λέξη στην Αρλέτα, και τη σεμνή αναφορά στη σχέση της με το κοινό:
"Φίλοι μου η σχέση μεταξύ μας
άρχισε μάλλον μπερδεμένα
εγώ φοβόμουνα εσάς
κι εσείς φοβόσαστε εμένα!
Μα όσο περνούσε ο καιρός
νομίζω λιώσανε τα χιόνια
το λέει κι ο σοφός λαός
πως, συνηθίζει πια κανείς
μετά τα πρώτα 20 χρόνια!"


Αρλέτα, Δέκα και μία νύχτες – Ζωντανή ηχογράφηση από το Περοκέ, Columbia, 1988.

ΥΓ (1): Αυτός ο ιστορικός δίσκος της Αρλέτας κυκλοφορεί σε CD, και μάλιστα σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή (σε γνωστό δισκοπωλείο της Αθήνας το βρήκαμε 6.90 Ευρώ).

ΥΓ (2): Α, ναι, και η διάρκειά του είναι 74 λεπτά και 44 δευτερόλεπτα, και δεν περιέχει μόνο 12 τραγούδια...

ΥΓ (3): Και αν δεν σας πείσαμε τέλος πάντων, διαβάστε και το τι γράφει η Κλέλια (ειδική Αρλετολόγος) στο σημείωμά της ΕΔΩ

(Προσθήκη από Μάκη, 28/1/2008):
Για όποιον ενδιαφέρετε να έχει και κάποια εικόνα από τις παραστάσεις που έδωσε τότε η Αρλέτα στο Περοκέ, μπορεί να ανατρέξει στο site της ΕΡΤ (ert.gr) στο οπτικοακουστικό αρχείο (μια καταπληκτική δουλειά, όπου η ΕΡΤ έχει ψηφιοποιήσει ένα μέρος του αρχείου της και ο καθένα έχει πρόσβαση σε αυτό), να βρει το 8ο επεισόδιο της εκπομπής «Έργα και ημέρες της ελληνικής μουσικής» (εκπομπή της Ρηνιώς Παπανικόλα) και να δει αποσπάσματα από τις εμφανίσεις της Αρλέτας στο Περοκέ την περίοδο εκείνη (με τους ίδιους μουσικούς, στη σκηνή του Περοκέ).
Και κάτι ακόμα: έχω από τότε (1988) το βινύλιο από τις «Δέκα και μια νύχτες» το οποίο μάλιστα ήταν διπλό. Όταν επανακυκλοφόρησε ο δίσκος σε CD, έσπευσα να το αγοράσω και διαπίστωσα πως από την πρώτη εκείνη έκδοση λείπανε 2 τραγούδια! Το ένα ήταν «Ο Λάκης», πρώτη εκτέλεσε του οποίου συναντάμε στο δίσκο «Ταξιδεύοντας». Το δεύτερο τραγούδι που δεν μπήκε στο CD ενώ υπήρχε στο βινύλιο), είναι ένα τραγούδι του Νότη Μαυρουδή με τίτλο «το τραγούδι της Χοσέφα».
Στο σημείωμα του δίσκου η Αρλέτα αναφέρει: «Το μόνο τραγούδι που είναι από άλλη ηχογράφηση είναι “Το τραγούδι της τρελής Χοσέφα” από το «σπίτι της Μπερνάλντα Άλμπα» του F.G. Lorca που έφτιαξε ο Νότης Μαυρουδής για την παράσταση που ανέβηκε από ομάδα φυλακισμένων στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού το καλοκαίρι του 1987. Αυτό το τραγούδι ηχογραφήθηκε μια κι έξω από τον Νότη κι εμένα και δε νομίζω ότι θα το ξανατραγουδήσω ποτέ πια».
Κρίμα που μια τόσο σπάνια ηχογράφηση δεν κυκλοφόρησε ξανά από την εταιρεία. Αφού μπήκαν στον «κόπο» να κυκλοφορήσουν το CD, ήταν τόσο δύσκολο να βάλουν κι αυτό το τραγούδι μέσα (το οποίο παρεμπιπτόντως είναι καταπληκτικό!).

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

Ο Πάνος Γεραμάνης για τον Γιάννη Σταματίου "Σπόρο"





"Ο Γιάννης Σταματίου – Σπόρος ανήκει στους κορυφαίους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, με θητεία κοντά 50 χρόνια, στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, όπου διακρίνεται σαν σπουδαίος εκτελεστής από τότε που ξεκίνησε, το 1950, μέχρι σήμερα.

Κυριάρχησε σαν πρώτο μπουζούκι στη δισκογραφία και στο λαϊκό πάλκο. Οι «18 μουσικές ανταύγειες» εκφράζουν την καθαρότητα της σκέψης και του παιξίματος του Σπόρου. Κουβαλούν τις καταβολές μιας ολόκληρης ζωής, ζυμωμένη με τα πιο γνήσια και αυθεντικά στοιχεία του λαϊκού μας τραγουδιού και, σε προέκταση, της λαϊκής μουσικής παράδοσης του τόπου μας.


Ο Γιάννης Σταματίου – Σπόρος σαν προσωπικότητα έζησε και ζει τα πλέον συγκλονιστικά γεγονότα και τις μεγάλες συγκινήσεις στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι, με τις «Μουσικές Ανταύγειες» «ζωγραφίζει» με την ψυχή και τα δάκτυλά του, πάνω στις μαγικές χορδές του μπουζουκιού του και μας αναστατώνει. Αυτοί οι θαυμάσιοι ήχοι άλλοτε χρωματίζουν μελωδικά τη σημερινή άχαρη και κατευθυνόμενη ζωή μας.


Οι διπλοπενιές του Σπόρου μας φέρνουν μία ψυχική γαλήνη και μας απαλλάσσουν από τις καθημερινές εικόνες που μας βομβαρδίζουν τα τηλεοπτικά κανάλια.


Οι 18 οργανικές συνθέσεις λειτουργούν στη ζωή μας, σαν βάλσαμο και μας κάνουν να θυμόμαστε τις παλιές καλές μέρες του τραγουδιού.


Για να φτάσει στο σημείο αυτής της δημιουργικής προσφοράς, σήμερα, ο Γιάννης Σταματίου – Σπόρος, μπήκε στο χώρο τα λαϊκής μουσικής σκηνής από πολύ μικρός.


Φορούσε ακόμα το καπέλο με την κουκουβάγια και ήταν μαθητής της τρίτης τάξης του οκτατάξιου γυμνασίου στον Άγιο Αρτέμη, στη Γούβα. Ο Σπύρος Ευσταθίου, επαγγελματίας μουσικός (έπαιζε μπουζούκι), τον πήρε και τον πήγε στου Χαριτόπουλου, στην οδό Ίωνος, δίπλα στο διάσημο μπαράκι του Μάριου.


Ένα χειμωνιάτικο δειλινό του 1948 ο Γιάννης Σταματίου δρασκέλισε το πρώτο σκαλοπάτι του λαϊκού τραγουδιού.


Πέρασαν από τότε 50 χρόνια. Σήμερα ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος (όπως τον ονόμασε – και του ’μεινε – ο Μανώλης Χιώτης) κουβαλάει στην πλάτη του ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού.


Εγκατέλειψε το γυμνάσιο και αφοσιώθηκε στο τραγούδι. Τα πρώτα μαθήματα πήρε από τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους και γείτονες του μπουζουξήδες Μήτσο και Σπύρο Ευσταθίου και τον Στέλιο Μακρυδάκη.


Με τον Άκη Πάνου έπαιζαν σε μία ταβέρνα στην Καλλιθέα. Ξεκίνησαν να δουλεύουν επαγγελματικά με τον Άκη και έναν φίλο τους τον Τζων. Έκαναν τρίο και βράδυ έπαιζαν και τραγουδούσαν στο ταβερνάκι του Σιληβάνι στο Κουκάκι. Επίσημα δούλεψε σε πάλκο το καλοκαίρι του 1950, στο κέντρο «Νίκη» της οδού Φραντζή στο Νέο Κόσμο. Πήρε τη θέση του Σπύρου Ευσταθίου, ο οποίος πήγε να δουλέψει στην «Τριάνα» με τον Γ. Παπαϊωάννου.
Ένα χρόνο αργότερα εργάστηκε με τον Σπύρο Ζαγοραίο στην «Άνεση» της οδού Βουλιαγμένης και μετά στα «Πηγαδάκια» της Ιεράς Οδού, πάλι με τον Ζαγοραίο. Όταν τελείωναν τις νύχτες, ξεκινούσαν από το Αιγάλεω με τα πόδια για να φθάσουν στα σπίτια τους στο Μπραχάμι. Το 1951 με δανεικό μπουζ
ούκι από τον οργανοποιό Παναγή δούλεψε στου Καλαματιανού, στις Τζιτζιφιές.

Στα μέσα του 1952 μπαίνει στο στούντιο και «κολλάει» εκεί για χρόνια ολόκληρα. Συμμετέχει ως πρώτος εκτελεστής, σολίστ του μπουζουκιού, σε εκατοντάδες τραγούδια σε ηχογραφήσεις γνωστών τραγουδιστών όπως: Στρ. Παγιουμτζή, Μ. Νίνου, Στ. Χασκίλ, Θ. Ευγενικού, Σ. Μπέλλου, Στ. Καζαντζίδη, Πρ. Τσαουσάκη, Γρ. Μπιθικώτση, Μ. Λίντα, Π. Γαβαλά, Κ. Γκρέυ, Γ. Λύδια, Α. Χρυσάφη, Μ. Μελάγια, Ζ. Νάχη, Ρ. Ντάλια, Π. Πάνου, Ζ. Σαπουντζάκη, Στ. Τζουανάκο, Τ. Μαρούδα, Τ. Βοσκόπουλο, Μαρινέλλα κ.ά.

Όλοι οι συνθέτες του ζητούσαν να παίξει σε τραγούδια τους, όχι μόνο γιατί ήταν σπουδαίος δεξιοτέχνης, αλλά γιατί αυτοσχεδίαζε στις εισαγωγές και έκανε ακόμη πιο όμορφα τα τραγούδια τους.


Συνεργάστηκε στενά με τους Σπ. Περιστέρη, Β. Τσιτσάνη, Γ. Μητσάκη, Μ. Χιώτη, Γ. Τατασσόπουλο, Γ. Ζαμπέτα, Μπ. Μπακάλη, Χρ. Κολοκοτρώνη, Θ. Δερβενιώτη, Π. Πέτσα, Γ. Κλουβάτο, Στ. Χρυσίνη, Στ. Τζουανάκο, Μ. Χατζιδάκι, Γ. Μουζάκη, Γ. Κατσαρό, Γ. Βέλλα, Λ. Μαρκέα, Ζ. Ιακωβίδη κ.ά.


Ο Σπόρος – κατά Καζαντζίδη – υπήρξε «μπουζούκαρος», ενώ ο Μανώλης Χιώτης τον έκανε μόνομο συνεργάτη του και τον θεώρησε το alter ego του. Παράλληλα με τη δισκογραφία εμφανίστηκε σε λαϊκά κέντρα της Αθήνας όπως τα «Ταμπού», «Τζίμη του χοντρού», «Τριάνα του Χειλά», «Καλαματιανού», Λουζιτάνια», «Ροζμαρί» από το 1952 έως το 1958 με τους Π. Πάνου, Χρηστάκη, Στ. Τζουανάκο, Άννα Μπέλλα, Σεβάς Χανούμ, Κ. Καπλάνη, Απ. Χατζηχρήστο κ.α. Αργότερα, μετά την επιστροφή του από την Αμερική, εμφανίστηκε στα κέντρα διασκέδασης: «Παγκόσμιο», «Παλιά Αθήνα», «Μοστρού», «Δειλινά», «Διογένης», «Φαντασία» με τους Γρ. Μπιθικώτση, Μπ. Τσετίνη, Λ. Διαμάντη, Τ. Βοσκόπουλο, Μαρινέλλα, Μ. Λίντα, Ρ. Βλαχοπούλου κ.ά.


Χρυσές σελίδες ο Γιάννης Σταματίου έγραψε στην Αμερική όπου εργάστηκε σε κέντρα ελληνισμού και όχι μόνο από το 1958 έως το 1980. Αποθεώθηκε, γνώρισε μεγάλες δόξες, ενώ είχε διάσημους θαυμαστές. Νύχτες ολόκληρες τον άκουγαν ο Φρανκ Σινάτρα, ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ και ο Ντιν Μάρτιν. Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του στην Αμερική ώστε έγινε και εξώφυλλο στο «Time» το 1963. Τα τελευταία χρόνια εργάστηκε σε κέντρα με ρεμπέτικα, ενώ εξαντλήθηκε ένας δίσκος του με οργανικά κομμάτια (δικές του συνθέσεις) με τίτλο «Σπόρος και χρόνος»".

Πάνος Γεραμάνης

από το βιβλιαράκι του CD: Γιαννης Σταματίου "Σπόρος" - Μουσικές Ανταύγειες (Καθρέφτης, 1998).

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Συναυλία για το Πάρκο Ελληνικού




Την Κυριακή 20 Ιανουαρίου και ώρα 20.00 θα διεξαχθεί συναυλία στο Ολυμπιακό Κέντρο Καλαθοσφαίρισης στο Ελληνικό (Αθήνα), για την προβολή του αιτήματος δημιουργίας Μητροπολιτικού Πάρκου στο χώρο του παλιού αεροδρομίου.

Στη συναυλία συμμετέχουν οι: Βασίλης Σκουλάς, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Μίλτος Πασχαλίδης και Γιάννης Χαρούλης.

Είσοδος Ελεύθερη.

Περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα των εκδηλώσεων και τον αγώνα των κατοίκων των Δήμων Ελληνικού, Αλίμου, Αργυρούπολης και Γλυφάδας θα βρείτε ΕΔΩ

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Συνέντευξη με τη Δανάη Παναγιωτοπούλου






Δανάη Παναγιωτοπούλου:

«Δεν μπορείς να μην εκτιμάς τους ανθρώπους που σε ακούνε»


τη συνέντευξη έλαβε ο 
Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Πριν την συνέντευξη που μας παραχώρησε ένα μεσημέρι στο Θησείο, γνώριζα ότι στο πρόσωπο της το ελληνικό τραγούδι έχει βρει ένα πολυσύνθετο ταλέντο, με στιχουργική, συνθετική και εκτελεστική δεινότητα, και με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Μετά τη συνέντευξη, κατάλαβα ότι πέρα από αυτά, η Δανάη Παναγιωτοπούλου είναι μία διανοούμενη της τέχνης και της πολιτικής, η οποία αφουγκράζεται με ευαισθησία τις διεργασίες που εξελίσσονται «στου κόσμου τα υπόγεια». Έπρεπε να το είχα φανταστεί. Το δισκογραφικό ντεμπούτο της Δανάης, ο «Οίκος Αντοχής», συνδυάζει την καινοτομία και την έκπληξη ως προς τη μουσική φόρμα, με ένα διεισδυτικό και βαθιά ριζοσπαστικό λόγο ως προς το περιεχόμενο. Τραγούδια όπως η «Λήθη», το «Λαύριο», τα «Εξαρτημένα αντανακλαστικά», μπορεί να μη βρίσκουν θέση στους αγοραίους, νεοελληνικούς ραδιοσταθμούς, αλλά έχουν σίγουρα μία θέση στη δισκοθήκη μας.
-----

- Δανάη, πως βρέθηκες στο χώρο του ελληνικού τραγουδιου;

Δ.Π.: Ε, πως βρίσκεται κανείς; Από μικρός, κλείνεται στο δωμάτιό του, έχει μια φλογέρα ή μια κιθάρα, κολλάει με τις ώρες και παλεύει. Στην περίπτωσή μου, κάποια στιγμή τελειώνοντας το πανεπιστήμιο σπούδασα θέατρο. Ήδη από εκεί είχα αρχίσει να τραγουδάω σε κάποιες μπουάτ και μετά άρχισα να γράφω. Υπήρχε μία μπουάτ που την έλεγαν «Ρούμι και Σοκολάτα» στην Πλατεία Κολιάτσου και μετά πήγε στα Εξάρχεια. Εμφανιζόμουν εκεί τις Δευτέρες, όταν ήμουν 18 χρονών. Μετά, στη Νομική Σχολή ήταν μία τετραετία που δεν ασχολιόμουν πάρα πολύ με τη μουσική γιατί υπήρχε έλλειψη χρόνου. Ήταν μεγάλο ζόρι, 15 ώρες την ημέρα για τέσσερα χρόνια, οπότε μετά ήθελα λίγο να ξεφύγω και μέσα από διάφορες συγκυρίες ξεκίνησα να έχω κάποιες δουλειές. Μετά αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου, ξεκινώντας αρχικά με τον Παντελή τον Ραβδά που είναι και στο δίσκο, και μετά με τους υπόλοιπους.

- Πως βγήκε ο «Οίκος Αντοχής»; Πως μαζεύτηκε η ομάδα;

Από τα γεγονότα που σου διηγούμαι πέρασαν έξι-εφτά χρόνια. Η ιστορία αυτή ξεκίνησε το 2000 και ο δίσκος βγήκε τελικά το 2007. Παίζαμε στην αρχή με τον Νίκο τον Παπαναστασίου και τον Παντελή τον Ραβδά μια φορά το μήνα στο «Μπαράκι του Βασίλη» και στο «Αλάβαστρον». Στην πορεία γνωρίσαμε τον Άγγελο τον Αγγέλου που έχει και ένα ορχηστρικό κομμάτι στο δίσκο. Μετά μας ήρθε η φαεινή ιδέα να παίξουμε τα κομμάτια με δυο πιάνα, μετά μας άρεσε, μετά αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε. Πρώτα κάναμε ένα demo το οποίο είχε πάει σε κάποιες εταιρείες και μας είπανε: «Είστε πολύ παράξενοι για τα γούστα μας». Εμείς επιμείναμε και το ηχογραφήσαμε έτσι όμως είναι αυτό που έχεις στα χέρια σου. Μετά πέρασε ένας χρόνος που δεν ήταν και πολύ ευχάριστος, όπου εγώ έτρεχα σε διάφορα ραντεβού και μου έλεγαν: «Περίμενε δυο μήνες» και «Θα σου πω σε λίγο». Και περνούσαν οι μήνες…

- Προσέγγισες λοιπόν τις μεγάλες εταιρείες. Ποια ήταν η στάση τους;

Καταρχήν, αυτό που μου έκανε φοβερή εντύπωση είναι ότι αν τώρα κάποιος έχει υλικό και πάει στις εταιρείες που πήγα, πολλούς από αυτούς που συνάντησα δεν θα τους βρει, οι μισοί έχουν απολυθεί. Όχι επειδή δεν έκαναν για την εταιρεία, αλλά λόγω περικοπών. Οι πολυεθνικές δεν ενδιαφέρονται πια για το ελληνικό ρεπερτόριο, ό,τι είχαν να κάνουν το έκαναν και σιγά-σιγά τα μαζεύουνε και φεύγουν. Αυτό που με ενόχλησε είναι ότι κανένας δε σου λέει όχι, σου λέει αντίθετα: «περίμενε, θα δούμε, είναι πολύ ωραίο αυτό που έχεις κάνει, εμένα μ’ αρέσει αλλά δε θα αρέσει σε κανέναν άλλον». Και μετά αρχίζουν οι προτάσεις, για το τι πρέπει να κάνω για να πάει καλύτερα αυτό το υλικό. Εμείς όμως ήμασταν απόλυτοι σε σχέση με το τι θέλαμε να βγει και τι όχι.

- Πως ένιωσες όταν είδες τη δημιουργία σου σε δίσκο;

Πολύ ωραία. Πάντως, δεν ξεκίνησα με το όνειρο να βγάλω δίσκο. Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που χρειάζεται κανείς να κάνει, ώστε να εκθέσει τη δουλειά του και να πάει παρακάτω. Και βέβαια, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι οι συναυλίες, το να έχουμε επαφή με το κοινό. Πρέπει σιγά-σιγά να τολμάς βήματα παραέξω. Στην αρχή φωνάζεις τους φίλους σου σε ένα μπαρ, μετά ανοίγεσαι λίγο περισσότερο, μετά στέλνεις και ένα δελτίο τύπου, μετά κάνεις ένα δίσκο και μετά κάνεις και τα μεγαλύτερα ανοίγματα. Αλλά ο δίσκος δεν είναι αυτοσκοπός. Χάρηκα πάρα πολύ που βγήκε, και το ότι άργησε τόσο πολύ να γίνει είναι ακριβώς ώστε να είμαστε όλοι πολύ ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Οτιδήποτε υπάρχει μέσα το προσυπογράφω, μπορώ δηλαδή να στο εξηγήσω, δεν είναι τίποτα στην τύχη του.

- Ποιες είναι οι κύριες πηγές μουσικής σου έμπνευσης; Ποια ήταν τα παιδικά σου ακούσματα;

Να σου πω την αλήθεια, δεν έχω ιδέα. Το ξέρεις και εσύ ότι τη δεκαετία του ’80, μεγαλώνοντας ακούγαμε από Duran Duran μέχρι Βαμβακάρη. Ακούγαμε τα πάντα στα σπίτια μας, στα ραδιόφωνα, τα χαζοτράγουδα της εποχής, τα πολύ ωραία τραγούδια της εποχής. Είχε αρχίσει να έρχεται και η ξένη μπαλάντα, Tracy Chapman, Tori Amos. Και από το ’80 έγιναν και πολλές αναβιώσεις, όπως το ρεμπέτικο. Όλα αυτά τα ακούσαμε.

- Και φτάνουμε στο 2007 όπου μαζί με σένα γίνεται λόγος για την εμφάνιση μιας νέας γενιάς τραγουδοποιών. Πιστεύεις ότι ανήκεις σε μία τέτοια γενιά, και αν ναι, ποιους δημιουργούς περιλαμβάνει;

Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς για να το πει κανείς αυτό. Ξέρεις έχουμε παραδείγματα από παλιά και μετά ψάχνουμε στο σήμερα κάτι που να είναι εντελώς αντίστοιχο. Ωραία, παλιά οι διάφορες παρέες που λέει και ο Σαββόπουλος υπήρξανε, αλλά εμείς ακόμα ουσιαστικά τώρα εκτεθήκαμε. Αργήσαμε λίγο σαν γενιά, μετά τα 25, και ακόμα δεν ξέρουμε. Δηλαδή, δεν έχει φανεί ο καθένας, ούτε τι επιλογές κάνει, ούτε πως αντιμετωπίζει την αγορά, που είναι σήμερα πάρα πολύ σημαντικά πράγματα. Εξ ου και δεν μπορώ να κρίνω ακόμα αν υπάρχει όντως ένα ρεύμα νέων ανθρώπων με τους οποίους μπορώ να ταυτιστώ. Φυσικά και μιλάμε μεταξύ μας, με τον Γιάννη τον Χαρούλη, τον Αλέξανδρο τον Εμμανουηλίδη, αλλά δεν μπορώ να πω ακόμα ότι έχουμε έναν κοινό λόγο. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε δοκιμαστεί ακόμα στα δύσκολα.

- Το προηγούμενο κύμα δημιουργών που άνθισε τη δεκαετία του ’90 συνέβαλλε στη διαμόρφωση της μουσικής σου προσωπικότητας;

Κοίταξε, το ότι το ’90 αρχίσαμε μαζί με τις παρέες μας να ακούμε ελληνική μουσική και να μη ντρεπόμαστε ήταν ένα πράγμα που βοήθησε πάρα πολύ. Έβλεπες ότι αυτό πια δεν ήταν κάτι παρωχημένο. Και αυτό άρχισε και από νωρίτερα, μπορώ να σου πω και πριν το ’90, από αυτούς που άνοιξαν δρόμους στο ελληνικό τραγούδι όπως ο Βαγγέλης Γερμανός.

- Ο στίχος σου έχει πάρα πολλές κοινωνικές και πολιτικές αναφορές. Νομίζεις ότι πλέον ο κόσμος έχει βαρεθεί τη στιχουργική αοριστία;

Νομίζω πως ναι, αν κρίνω από τους ανθρώπους που έρχονται και μ’ ακούνε, ή από όσους βρέθηκαν να αγοράσουν το δίσκο, που δεν το περιμέναμε ότι θα φύγουν χίλιοι δίσκοι σε ένα πεντάμηνο. Δεν ξέρω αν έχει βαρεθεί, σίγουρα όμως θέλει να ακούσει και κάτι άλλο. Εγώ τουλάχιστον έχω βαρεθεί.
Μου αρέσει η τοποθέτηση, μου αρέσει να την ακούω και μου αρέσει να την κάνω. Να λες κάτι στο οποίο ο άλλος να μπορεί να σου πει ναι ή όχι. Αυτό το δήθεν μεταφυσικό δε με συγκινεί, δε με εκφράζει, δε με αφορά. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του, άρα και δεν το κάνω.

- Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο κοινωνικός ρόλος του καλλιτεχνικού δημιουργού;

Αν ο δημιουργός αποφασίσει ότι θα βγει να πει κάτι σε άλλους πενήντα, οφείλει να τοποθετηθεί και να ανοίξει μια κουβέντα., να θέσει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε να ανοιχτεί μία συζήτηση. Να μιλήσει για πράγματα του σήμερα, πέρα από το να διαφημίσει τον εαυτό του ή τη φωνή του.
Πάντως, έχει πλάκα που νιώθουμε πιο άνετα να λέμε «κοινωνικό» και όχι «πολιτικό» στο τραγούδι. Είναι σαν το Υπουργείο Απασχόλησης αντί για Υπουργείο Εργασίας. Όχι, πολιτικό είναι, δεν είναι κοινωνικό. Το κοινωνικό δε σημαίνει πολλά.

- Αυτό το καλοκαίρι σε είδαμε στο αντι-ρατσιστικό φεστιβάλ αλλά και στη συναυλία διαμαρτυρίας για την Πάρνηθα. Είναι η συμμετοχή σε συλλογικές διεκδικήσεις κομμάτι του ρόλου του δημιουργού;

Κοίταξε, δεν έχω στο μυαλό μου ένα ρόλο που πληρεί κάποιες προϋποθέσεις. Όταν γίνονται πράγματα τα οποία αξίζει κανείς να υποστηρίξει με ό,τι μπορεί, θεωρώ ότι οφείλει να το κάνει, αν συμφωνεί και αν τον αφορά συγχρόνως.

- Υπάρχουν δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία που επιζητούν, που έχουν ανάγκη τα τραγούδια και το έργο σου;

Νομίζω πως ναι. Συνηθίζουμε να υποτιμάμε πάρα πολύ τους ακροατές. Το λέω αυτό και από αυτά που άκουσα από αυτούς που υποτίθεται ότι είναι ειδήμονες πάνω στο τι θέλει ο κόσμος να ακούσει. Βλέπω μία υποτίμηση φοβερή, δηλαδή ότι «-άλλα ακούω εγώ σπίτι μου και άλλα βγάζω για τον κόσμο», ότι ο κόσμος είναι δήθεν μία άμορφη μάζα που ό,τι του σερβίρεις το τρώει. Με αυτή τη νοοτροπία διαφωνώ κάθετα. Δεν μπορείς να μην εκτιμάς τους ανθρώπους που σε ακούνε. Από την άλλη, νομίζω ότι έχουμε προσπαθήσει πολύ εδώ και πολλά χρόνια να χαϊδέψουμε τους ακροατές απαλλάσσοντάς τους από τις ευθύνες τους. Όλοι έχουμε ευθύνη, κανείς δεν είναι αθώος για το πώς έχει η κατάσταση σήμερα.

- Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετώπισες εσύ ως νέος δημιουργός στη μεταφορά του έργου σου στην αγορά;

Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η αδιαφορία, μία έλλειψη ενεργούς υποστήριξης από μεγαλύτερους, από ανθρώπους σε καρέκλες. Αλλά από αυτούς, οι οποίοι έχουν τα δικά τους προβλήματα, το δικό τους πανικό, δεν περιμένεις και πολλά. Δηλαδή, αυτοί έχουν ήδη χάσει και τα κριτήρια… Ένας άνθρωπος που φοβάται ότι αύριο θα χάσει τη δουλειά του δεν μπορεί να έχει καθαρό μυαλό, να διακρίνει κάτι. Ουσιαστικά εγώ δεν είχα αποδείξεις πίσω μου, δεν είχα ένα έργο πίσω μου που είχε πετύχει, και δεν είδα πολύ καθαρό μυαλό και πολλή μαχητικότητα. Αυτό είναι μια δυσκολία. Εντάξει, εγώ ήξερα ότι και να μην βρω ένα τρόπο, θα τον εφεύρισκα, θα το έβγαζα στο ίντερνετ, θα έκανα κάτι άλλο. Αλλά αυτό είναι και απογοητευτικό, είναι σαν να έχεις παππούδες και να μην έχεις γονείς.

- Ο όρος «έντεχνο» έχει σημαδέψει το ελληνικό τραγούδι. Τι σημαίνει «έντεχνο»; Τοποθετείς τον εαυτό σου στο χώρο αυτό;

Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι σημαίνει. Ιστορικά, μάλλον εσύ πρέπει να μου πεις τι σημαίνει. Ο όρος εφευρέθηκε για να χαρακτηρίσει το έργο των μεγάλων συνθετών, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι. Νομίζω ότι πλέον χρησιμοποιείται τόσο ώστε να έχει χάσει το νόημά του. Μήπως έντεχνο είναι οτιδήποτε δεν παίζει στην παραλιακή; Μα, μερικοί παίζουν έντεχνο και στην παραλιακή, δεν βγάζεις άκρη. Ίσως πια είναι ένας μηχανισμός που δουλεύει, αυτός της κατάταξης. Αλλά τον έχουν δουλέψει αρκετά και πια ο ακροατής καταλαβαίνει τα επικοινωνιακά κόλπα. Αντιλαμβάνεται ας πούμε το ότι ο Χατζηγιάννης βγήκε ως pop και τώρα πάμε να τον βγάλουμε και έντεχνο. Φυσικά αυτή η κατηγοριοποίηση εξυπηρετεί κυρίως την αγορά. Εγώ όταν ακούω ένα τραγούδι, το τελευταίο που με αφορά είναι το που ανήκει. Με ενδιαφέρει αν με συγκινεί ή όχι. Το λαϊκό δε σημαίνει τίποτα, το pop δε σημαίνει τίποτα, το έντεχνο δε σημαίνει τίποτα, πλέον είναι όλα μαζί. Και γενικά, αποφεύγω τους χαρακτηρισμούς και τις ομαδοποιήσεις.

- Υπάρχει στον «Οίκο Αντοχής» κάποιο τραγούδι που να αγαπάς περισσότερο;

Ακριβώς επειδή έχω σπουδάσει θέατρο, προσπάθησα να συνδυάσω την επιλογή των τραγουδιών που τελικά μπήκαν στο δίσκο ώστε το κάθε ένα από αυτά να είναι αυτόνομο, αλλά να δημιουργεί και ένα σύνολο. Ο δίσκος έγινε έτσι ώστε αν κάτσεις και τον ακούσεις από την αρχή μέχρι το τέλος, να είναι σαν ένα μονόπρακτο. Με αυτή την έννοια, το κάθε κομμάτι έχει το ρόλο του μέσα σε αυτό το σύνολο. Δεν μπορώ να σου πω να ακούσεις το ένα και να μην ακούσεις το άλλο. Ο «Οίκος Αντοχής» είναι δηλαδή ένας κύκλος τραγουδιών.
Πλέον, τα ερεθίσματα που παίρνουμε δεν απαιτούν συγκέντρωση του μυαλού. Έχουμε μάθει σε αυτό το αποσπασματικό, και προσπαθώ να παίξω και με αυτό. Αλλά σαν ακροατής έχω ανάγκη και τη συνέχεια, έχω ανάγκη από ένα έργο που θα με βάλει σε έναν κόσμο, θα με αφήσει να μπω και να βγω από αυτόν. Αυτό το «τρία λεπτά εδώ» και «τρία λεπτά εκεί» έχει ίσως ένα νόημα αλλά δεν είναι και απόλυτο.

- Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Ήδη υπάρχει ένα υλικό από καινούργια τραγούδια και προσπαθούμε να το βάλουμε σε μια σειρά με τους συνεργάτες μου, τον Παντελή και τον Άγγελο. Θέλει δουλειά και χρόνο, να μη γίνονται τα πράγματα βιαστικά.

- Θα συνεχίσεις με την ίδια ενορχηστρωτική ατμόσφαιρα των δύο πιάνων; Τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή;

Θα συνεχίσουμε όχι με την ίδια ατμόσφαιρα αλλά με την ίδια ενορχηστρωτική αντίληψη. Ξεκίνησε αυτή η επιλογή από μία ανάγκη δική μου ως ακροάτρια, να ακούω κάτι απογυμνωμένο. Ακούω πολύ συχνά εξαιρετικές, άρτιες και εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις να υποστηρίζουν ένα μάλλον αδύναμο υλικό. Παίζοντας επί πέντε χρόνια τα κομμάτια μου και δοκιμάζοντας διάφορα κατέληξα στο ότι με τους δύο αυτούς ανθρώπους που παίζουν και οι δύο πιάνο τα άκουσα όπως ακριβώς ήθελα να τα ακούσω. Δεν μπορώ να πω ότι ο επόμενος δίσκος θα είναι πάλι αυστηρά μόνο με δύο πιάνα. Σίγουρα όμως θα κατευθύνεται από τη νοοτροπία της οικοδόμησης μιας ποιοτικής συνέχειας ανάμεσα σε αυτό που ακούγεται στο στούντιο και αυτό που ακούει αυτός που παίρνει το δίσκο και έρχεται να μας ακούσει.

- Θα ήθελα να λύσεις μερικές απορίες μου σχετικά με κάποιες στιχουργικές αναφορές σου. Στο τραγούδι «Λαύριο» μιλάς για έναν «καλτ μεσαίωνα». Ζούμε σε έναν καινούργιο μεσαίωνα και, αν ναι, τι τον κάνει καλτ;

Καλτ είναι κάτι που ήταν κιτς και τώρα έχει γίνει ρετρό. Όπως, ας πούμε, ακούμε σήμερα τα πρώτα σκυλάδικά που βγήκαν παλιά. Θυμάμαι στο Γυμνάσιο να πηγαίνω στην «Αυτοκίνηση» και στις τρεις η ώρα το βράδυ να πέφτουν ελληνικά. Στην αρχή γελούσαμε, ήταν ένα αστείο, μετά έγινε σοβαρό. Μετά από πέντε χρόνια βλέπαμε τον τύπο να ψιθυρίζει στο αυτί της τύπισσας: «Αχ κορίτσι μου!». Πρόχειρα σκεπτόμενη, αυτό είναι καλτ. Κάτι που έχει μία θέση στη ζωή μας αλλά δεν το παίρνουμε και πάρα πολύ στα σοβαρά. Και αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο, ότι ακριβώς διεισδύει και τελικά το παίρνουμε στα σοβαρά χωρίς να το έχουμε σκεφτεί, χωρίς να πούμε: «Ναι, αυτό αξίζει». Περί μεσαίωνα, η αλήθεια είναι ότι ζούμε σε μια ολιγαρχία, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Αυτή βέβαια έχει άλλη μορφή σήμερα, δεν υπάρχουν βασιλείς και αυτοκράτορες και φεουδάρχες, αλλά οι αυτοκρατορίες των πολυεθνικών και οι συμμαχίες σε επίπεδο αγοράς ακολουθούν τους ίδιους κανόνες. Επίσης, προσπαθούν να δημιουργήσουν στους υπηκόους μία θεολογία αντί για μία πολιτική αντιμετώπιση των πραγμάτων: «Έτσι είναι επειδή έτσι είναι οι νόμοι της αγοράς». Κατέρρευσε το χρηματιστήριο; Ε, θα παρουσιαστεί σαν να είχαμε πλημμύρα. Αυτά είναι στοιχεία αυτοκρατορικά, εξ ου και ο Μεσαίωνας.

- Στο τραγούδι «Λήθη» αναφέρεσαι στον «ποιητή που θα ’γραφε το έπος της γενιάς μου». Έχει ποιητές η γενιά μας;

Θα δούμε, η νεκροψία θα δείξει! Από τη μία, μπορεί να βγάλω τα ρούχα μου και να φωνάζω στο Σύνταγμα και να μη με κοιτάξει κανένας, πράγμα που δεν θα γινόταν πριν από τριάντα χρόνια. Από την άλλη, αν πω σε μία παρέα ή σε μία συνέντευξη ότι δεν μπαίνω σε μαγαζιά που έχουν face-control, αυτό θεωρείται και καλά ως επαναστατική πράξη και εγώ γίνομαι περίεργη. Αυτό, το οποίο δηλαδή είναι το αυτονόητο και το στοιχειώδες, ότι δεν μπαίνω κάπου που παρατηρούν φάτσες και βγάζουν συμπεράσματα. Αυτό δεν έχει να κάνει με τα άτομα, με το ότι δήθεν δεν έχει η γενιά μας φωτεινά μυαλά. Νομίζω ότι σε παίρνει κανείς στα σοβαρά μόνο αν επιδείξεις μία γαϊδουρίσια υπομονή και επιμονή, αν δείξεις ότι εννοείς αυτό που κάνεις. Γίνονται τόσα πράγματα που κανένας δεν τα εννοεί.

- Και για το τέλος, μία νότα αισιοδοξίας. Γράφεις ότι έρχονται «στις οθόνες μας καινούργια επεισόδια». Ποια είναι αυτά;

Αχ, το παρεξήγησες! Αλλού έχω τα αισιόδοξα πράγματα! Αστειεύομαι, δεν παρεξήγησες τίποτα. Είπες τη λέξη «αισιοδοξία». Η αισιοδοξία έχει να κάνει με πρόβλεψη, με το να παίρνεις θάρρος επειδή προβλέπεις μία καλή έκβαση των πραγμάτων. Εγώ δεν μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία. Θεωρώ ότι οι πράξεις των ανθρώπων έχουν αποτέλεσμα. Οι προβλέψεις επιβεβαιώνονται μόνο εάν ενδιαμέσως κανένας δεν κάνει καμία αποφασιστική πράξη. Τα «καινούργια επεισόδια» που λέω στο τραγούδι ξεκινάν από μία αντίληψη ότι δεν ζούμε ακριβώς μία ειρηνική περίοδο. Λέει: «η μάχη συνεχίζεται στου κόσμου τα υπόγεια». Τα υπόγεια του κόσμου εκτείνονται από τις φτωχές γειτονιές της Αθήνας μέχρι τον Τρίτο Κόσμο που δουλεύει για να ζούμε εμείς. Ο πόλεμος δεν έχει κλείσει, το βλέπουμε αυτό στις παγκόσμιες κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα τις πιο αυθόρμητες. Γιατί ακόμα και οι παραδοσιακές μορφές αντίστασης ή διαμαρτυρίας έχουν ενταχθεί και αυτές στο επικοινωνιακό παιχνίδι.
Δεν έχει νόημα να εξαντλείς το μυαλό σου για το αν πρέπει να είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Έχει νόημα να αναλύεις μία κατάσταση και να προσπαθείς να την επηρεάσεις με έναν τρόπο. Η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία – που είναι το ίδιο νόμισμα ανάποδα – σε απαλλάσσουν από ευθύνες, σε κάνουν ανεύθυνο.

- Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι το τραγούδι θα βγει από την πολυδιαφημισμένη κρίση του;

Πρόσεξε, λες «πολυδιαφημισμένη κρίση». Αυτό το μοιρολόι του στυλ: «αν ζούσε ο Χατζιδάκις σήμερα…» ή «πάνε οι μεγάλοι…» ή «τώρα το σύστημα δουλεύει μόνο και η αγορά…» το μόνο που κάνει είναι να καθιστά τους ανθρώπους που φτιάχνουν κάτι φοβισμένους απέναντι στο να το βγάλουν παρά έξω. Οπότε, λειτουργεί ουσιαστικά αντίθετα. Πλέον, είναι πολύ πιο απλό να βγάλεις ένα CD από ότι ήταν παλιά να βγάλεις ένα βινύλιο, για οικονομικούς λόγους και μόνο. Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας σημαίνει ότι κλείνουν τα μονοπώλια και αυτό είναι σαφώς καλό. Κλείνει ο έλεγχος και η κηδεμονία, καθώς πια δεν έχεις ανάγκη να μπεις κάτω από τη σκέπη κάποιου για να σε βγάλει παραέξω. Βέβαια χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά και περισσότερη επιμονή, αλλά κανένας που ουσιαστικά έκανε κάτι, δεν βρήκε ένα χαλί στρωμένο για να περπατήσει και να μας πει τις μεγάλες αλήθειες. Πάλεψε να βρει ένα χώρο για αυτό που κάνει.



Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

Και στο Κύτταρο είναι του Ρασούλη

Πήγαμε στο ιστορικό Κύτταρο, εκεί που η Αχαρνών συναντάει την Ηπείρου, και ακούσαμε τον Μανώλη Ρασούλη. Γελάσαμε με τα πάντα καυστικά σχόλιά του πάνω στην επικαιρότητα, κλάψαμε με το «Αν πεθάνει μια αγάπη», σηκώσαμε τη γροθιά ψηλά με το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», χορέψαμε απτάλικο με την «Ιστορία ζήλιας και έρωτα», τραγουδήσαμε τη μελαγχολία μας με το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ», θυμηθήκαμε τις στιγμές που δεν αφήνουν καθένα μας να κοιμηθεί το βράδυ με το «Όλα σε θυμίζουν». Άξιοι συμπορευτές του Ρασούλη στη σκηνή ο Παντελής Θεοχαρίδης και η Άννα Ζήση, που διαθέτουν και ωραίες φωνές, αλλά και επίγνωση της συνολικής αισθητικής των τραγουδιών του. Τι περιμένει τον επισκέπτη στο Κύτταρο; Η δωρική μορφή του δημιουργού ντυμένου στα μαύρα, ένα χορταστικό και ισορροπημένο πρόγραμμα τραγουδιών, ένας λιτά διακοσμημένος χώρος, σωστές ενορχηστρωτικές επιλογές, άριστος φωτισμός και ήχος, και μια πανέμορφη παρουσία πίσω από τη μπάρα που δε διστάζει να λικνιστεί και αυτή στους ρυθμούς του «Υδροχόου» και του «Πότε Βούδας, πότε Κούδας». Εμείς πάντως δεν χρειαστήκαμε κάτι περισσότερο για να περάσουμε καλά. Τόσο απλά.

ΥΓ: Ο Μανώλης Ρασούλης με την παρέα του θα εμφανίζονται τις Δευτέρες του Γενάρη (14, 21 και 28 Ιανουαρίου), στις 10.00 μ.μ., στο Κύτταρο (Ηπείρου 48 και Αχαρνών), τηλ. 210-8822460, είσοδος με μπύρα/κρασί 15 Ευρώ.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2008

Ποιος σκότωσε τη δεκαετία του '80;


Μπορούμε ήδη να φανταστούμε την ταξινόμηση των περιόδων του ελληνικού τραγουδιού μετά το ρεμπέτικο που ο ιστορικός του μέλλοντος θα κληθεί να παρουσιάσει. Τη δεκαετία του ’60 έχουμε την κυριαρχία του λαϊκού τραγουδιού και τη σταδιακή γένεση του λεγόμενου ‘έντεχνου’ λαϊκού τραγουδιού με την ανάδειξη του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Τη δεκαετία του ’70 κορυφώνεται με τη μεταπολίτευση η δημιουργική έκρηξη του έντεχνου, με τις μεγάλες συναυλίες και την προσθήκη νέων συνθετών πλάι στους δυο μεγάλους. Στα χρόνια του ’90 αναδεικνύονται οι λεγόμενοι ‘τραγουδοποιοί’, ενώ οι περισσότεροι μεγάλοι τραγουδιστές/στριες εγκαταλείπουν την λαϊκότροπη μουσική στρεφόμενοι/ες σε πιο σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Αυτό συνοδεύεται από μια δισκογραφική έκρηξη των ζωντανών ηχογραφήσεων. Και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έχουμε τη συνέχιση και τον εμπλουτισμό αυτών των ρευμάτων, με επεξεργασία νέων ηχητικών μορφών επηρεασμένων από τον ηλεκτρονικό ήχο, την έθνικ μουσική κλπ.

Συμφωνούμε, έτσι δεν είναι; Τι; Λείπει η δεκαετία του ’80; Εάν το προσέξατε, δεχθείτε τα ειλικρινή μας συγχαρητήρια! Όχι μόνο για την παρατηρητικότητά σας, αλλά και επειδή ανήκετε στους λίγους εκείνους προνομιούχους που συνεχίζουν να νομίζουν – και να θυμούνται - ότι υπήρξε τέτοια δεκαετία. Γιατί, αγαπητέ αναγνώστη και αναγνώστρια, εδώ και χρόνια (δεκαοχτώ για την ακρίβεια) μια συνωμοσία σιωπής παλεύει με νύχια και με δόντια να μας πείσει ότι αυτή η δεκαετία δεν υπήρξε ποτέ. Ή μάλλον, ότι ήταν τόσο φρικαλέα και κακόγουστη που θα ήταν καλύτερο για όλους μας αν ξεμπερδεύαμε μια και καλή μαζί της. Για το συλλογικό μας υποσυνείδητο, τα eighties του ελληνικού τραγουδιού υπήρξαν περίπου ως ρόδα, τσάντα και κοπάνα, ως κάτι τελείως αλλόκοτο και παρακμιακό.

Παρόλα αυτά, το φάντασμα της δολοφονημένης δεκαετίας του ογδόντα συνεχίζει σήμερα να πλανιέται πάνω από το ελληνικό τραγούδι. Η άποψή μας για αυτό το φάντασμα βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον κοινό νου. Ας μην σας κρατάμε σε αγωνία και ας το πούμε ευθέως: Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80 ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ.

«Μα», θα μας πείτε, «και γιατί δεν έμεινε τίποτε από αυτήν;» Η απάντηση είναι πολυσύνθετη. Καταρχήν, οι επιταγές της μόδας έπαιξαν το ρόλο τους. Ό,τι ακολούθησε αισθητικά, ήταν χτισμένο στην άρνηση αυτού που υπήρξε. Μεγάλες μπλουζάρες το ‘80; Μπουστάκια το ’90. Περμανάντ το ’80; Ίσιο μαλλί το ’90. Παντελόνια τζιν το ’80; Εφαρμοστά σορτσάκια το ’90. Ανοιχτό πουκάμισο με τρίχα κάγκελο το ’80; Ξυρισμένο στήθος αλά Ρουβάς το ’90. Φυσικό είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές να επιζήτησαν την αλλαγή για να επιπλεύσουν αισθητικά. Και το τίμημα αυτής της μετάλλαξης ήταν η λήθη.

Υπάρχει και ένα ηθικό θέμα, το οποίο έγκειται στην ουσία της δεκαετίας του ’80 ως της τελευταίας εποχής της αθωότητας. Πρόσφατα η μικρή μου ανιψιά μου ζήτησε να της βρω ένα τραγουδάκι, ‘Τα κορίτσια ξενυχτάνε’, που τραγούδησε παλιά η Αλέξια και το οποίο έχει διασκευάσει ένα καινούργιο αλά Spice Girls συγκρότημα που ούτε το όνομά του δεν θυμάμαι. Άκουσα με προσοχή τους καινούργιους στίχους, όπου οι γυναίκες του συγκροτήματος τα βάζουν αγρίως με έναν τύπο που έχει πάει με όλες τους. Και πήγα μετά στο You tube και βρήκα το παλιό βίντεο-κλιπ, με την Αλέξια πλάι σε κάποια δεκαεξάχρονα κοριτσάκια πάνω σε μια ντισκοτέκ να τραγουδά χαμογελαστή και αθώα. Η φυγή από την εποχή της αθωότητας απαιτεί την ολική ρήξη μαζί της, ίδια με αυτήν της εφηβείας όπου ό,τι σταθερό υπάρχει στη ζωή ενός νέου ανθρώπου πρέπει να διαλυθεί και να φτιαχτεί από την αρχή. Η ρήξη με την αθωότητα λοιπόν, τη συλλογική αθωότητα του ελληνικού τραγουδιού, απαιτούσε τη δολοφονία των eighties.

Ευθύνη για την παιδοκτονία του ’80 φέρουν και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες που είχαν διαπρέψει προηγουμένως και που, για τον άλφα ή βήτα λόγο, ένιωσαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους ίδιους και με την υποδοχή του έργου τους. Ωσάν να ήταν συνεννοημένοι, έσβησαν από τα βιογραφικά τους (δηλαδή από τις συναυλίες τους, τις συνεντεύξεις τους κλπ, κλπ.) ό,τι έκαναν τη συγκεκριμένη δεκαετία. Πάρτε έναν έναν τους μεγάλους συνθέτες και δείτε τι έβγαλαν στα eighties και πως αντιμετώπισαν μετά αυτό το έργο. Περίπου ως λάθος της νιότης, ως παιδική ασθένεια, παρόλο που χρονικά το έργο αυτό έρχεται μετά την κορύφωση της μεταπολίτευσης και της εποχής των γηπέδων. Και άντε μετά εσύ να υποστηρίξεις ένα έργο το οποίο ο ίδιος ο δημιουργός του έχει αποκηρύξει. Το ίδιο ισχύει φυσικά, και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, με τους τραγουδιστές. Ισχύει για όλους ο…νόμος της σιωπής, ενώ με κάθε ευκαιρία ο ένας μετά τον άλλον σπεύδουν να διαγράψουν τα περασμένα και να μας υπενθυμίσουν πώς ξανάνιωσαν όταν έριξαν τα δικά τους τείχη του Βερολίνου.

Αντικειμενικοί, ιστορικοί παράγοντες έπαιξαν τον δικό τους ρόλο. Τα 80s βρίσκονται στο μεταίχμιο, ανάμεσα σε μια δημιουργική εποχή που παρακμάζει και σε μια παρακμιακή εποχή που δημιουργείται. Εθνικά, το εργατικό κίνημα και η αριστερά βρίσκονται σε μια διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσης. Από μια εποχή διεκδικήσεων και οραμάτων, πηγαίνουμε σε μια εποχή διαψεύσεων και συμβιβασμών. Και διεθνώς, ένας ολόκληρος κόσμος που ενέπνευσε ιστορικά ένα μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής παραγωγής στη Δύση – και στην Ελλάδα - μπαίνει στην τελική φάση κατάρρευσης και ανατροπής. Τα eighties είναι ιστορικά το πιο κομβικό σημείο σε όλο τον 20ο αιώνα, τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά. Είναι τόσο κομβικό ώστε να μην το θυμόμαστε, με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι δεν θυμούνται τις στιγμές των αλλαγών τους, παρά μόνο το τι υπήρχε πριν και μετά την αλλαγή. Κάθε περίοδος βαθιών αλλαγών είναι επίπονη και άβολη, και είναι πάντα προτιμότερο για τους ανθρώπους να τη σβήνουν ως μια ασυνέχεια που δεν υπήρξε ποτέ. Όπως και να το κάνουμε, είναι απείρως πιο εύκολο να τραγουδάς ύμνους της πεντάρας τύπου ‘wind of change’ παρά να διατηρείς στη μνήμη σου την πολυπλοκότητα και τις αποχρώσεις του γκρι μιας ολόκληρης εποχής.

Προσοχή όμως: η μεταφορική χρήση σχημάτων από την ανθρώπινη συμπεριφορά και ψυχολογία δεν πρέπει να μας παρασύρει στο να πιστέψουμε ότι η δολοφονία του ’80 υπήρξε μια φυσική διαδικασία. Αντίθετα, υπήρξε βαθιά πολιτική και απαίτησε σωρούς από δηλώσεις μετανοίας και trendy αστειάκια τύπου Νίτρο και Κλικ. Και αυτό ισχύει πρωτίστως για το τραγούδι, με τη συγγραφή βαθυστόχαστων αναλύσεων για το πώς δήθεν μας είχαν πλημμυρίσει οι ρεμπέτικες απομιμήσεις και η κακογουστιά. Το τι άκουσε η κακομοίρα η δεκαετία δεν λέγεται, και δεν σας γράφω παραδείγματα για να μη συγχυστώ.

Όχι πως δεν υπήρξε άβολη του ’80 η μεγάλη χρονιά. Συχνά και άσχημη, και κακόγουστη, και γελοία. Αλλά βλέποντας την από απόσταση, ένα ψύχραιμο μάτι δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί στο καλλιτεχνικό της μεγαλείο. Σημαντικές μετα-ρεμπέτικες κομπανίες, όπως η Οπισθοδρομική και η Αθηναϊκή. Κορύφωση της δημιουργίας μεγάλων συνθετών όπως ο Θάνος Μικρούτσικος (Εμπάργκο, Όσο κρατάει ένας καφές, Όλα από χέρι καμένα) και ο Δήμος Μούτσης (Φράγμα, Ενέχυρο, Να!). Αφετηρία όλου του καλλιτεχνικού κινήματος (ή μόδας, διαλέγετε και παίρνετε) των τραγουδοποιών, με προεξάρχοντα τον Βαγγέλη Γερμανό και με άξιους συνεχιστές τους αδερφούς Κατσιμίχα και τα "Ζεστά Ποτά" τους. Ξεκίνημα ιδιοφυών δημιουργών όπως ο Κραουνάκης. Ακμή της μουσικής πρωτοπορίας με περιπτώσεις όπως οι Χειμερινοί Κολυμβητές, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και η Λένα Πλάτωνος. Πραγματική ωρίμανση μεγαθήριων όπως ο Σαββόπουλος με τα ‘Τραπεζάκια Έξω’, ο Ξαρχάκος με το ‘Ρεμπέτικο’, και ο Ανδριόπουλος με τους ‘Προσανατολισμούς’. Ανάδειξη βαθιά λυρικών συνθετών, όπως ο Νότης Μαυρουδής, με έργα-μικρά διαμάντια τα οποία έχουν αδικαιολόγητα αποκλειστεί από τη ραδιοφωνική μας συνείδηση. Ακμή του ελληνικού ροκ, με κορυφή του παγόβουνου τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μοναδικές προσεγγίσεις όπως αυτή των Ξέμπαρκων πάνω στον Καββαδία. Κύκνειο άσμα του Μάνου Λοΐζου με τα ‘Γράμματα στην Αγαπημένη’. Και φυσικά, συνέχιση του έργου των κλασσικών, με σημαντικές συνεισφορές από Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλο, Μαμαγκάκη.

Θέλετε κι άλλα; Υπομονή! Τα Μουσικά Προάστια θα περάσουν όλο το 2008 αναζητώντας τη χαμένη τιμή αυτής της δεκαετίας, αναδεικνύοντας τα κρυφά και φανερά της αριστουργήματα, και τιμώντας το έργο ανθρώπων που έσπειραν ταλέντο και έμπνευση για να θερίσουν την απαξίωση του πολτού των 1990s. Όλες τις σχετικές αναρτήσεις θα τις βλέπετε συγκεντρωμένες δεξιά, στη στήλη 'ογδόντα και σήμερα'.

Το παιδί που γεννήθηκε το 1990 γίνεται φέτος 18 χρονών. Είναι πλέον, και με τη βούλα του νόμου, ενήλικο. Και πρέπει να μάθει ότι δεν προήλθε από παρθενογένεση.


Ηρακλής Οικονόμου

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2008

Συνέντευξη του Νίκου Ζαχαρίου και του Κώστα Πασχάλη στον Σωτήρη Κακίση


Πασχάλης, Ζαχαρίου και Κακίσης μαζί (αρχείο Σ.Κ.)



ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ


Τίποτα δεν έγινε τυχαία



Συνέντευξη στον ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΚΙΣΗ

«Τα Νέα», Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2001


Συμπληρώνονται εφέτος πάνω από πενήντα χρόνια στις ολόλαμπρες καριέρες τους. Ο ένας, ο Νίκος Ζαχαρίου, ο διάσημος παντού στον κόσμο Nicola Zaccaria, με έδρα τη Σκάλα του Μιλάνου τραγούδησε όπου Γης, σημαδεύοντας αμέτρητους ρόλους basso cantate και όχι μόνο με την ιδιαιτερότητα και τη διαύγεια των ερμηνειών του. Σχεδόν πάντα μαζί με την Κάλλας, με τον Ντι Στέφανο, με τον Γκόμπι, με τον Ντελ Μόνακο, αγαπημένος βαθύφωνος του Φον Κάραγιαν, με όλα τα μέγιστα ονόματα της εποχής εμφανίστηκε και η δισκογραφία του είναι, για τα σημερινά δεδομένα, απίστευτη.


Ο άλλος, ο Κώστας Πασχάλης, ο επίσης διάσημος παντού Kostas Paskalis, από τη Βιέννη αυτός εκκινώντας, μια εξίσου κορυφαία καριέρα δημιούργησε, οι σπάνιες ηχογραφήσεις των εξαίσιων επιτευγμάτων του με Παβαρόττι, Ντομίνγκο, Καμπαγιέ, Σκόττο, με όλους, εμφανίζονται μία μία στα δισκοπωλεία σήμερα. Είναι και οι δύο πια στην Ελλάδα. Οι συνυπάρξεις τους οι καλλιτεχνικές στο παρελθόν υπήρξαν πολλές, εδώ, για μία φορά, μιλάνε, μας απευθύνονται μαζί τα δύο ιερά μας τέρατα της όπερας. Και η κοινή συνέντευξή τους αυτή, με την άδειά τους, αφιερώνεται στον αγαπημένο όλων μας, Γιώργο Πηλιχό:




Φώτο: Ζαχαρίου-Πασχάλης σε ευχάριστες στιγμές και μακριά από την όπερα (αρχείο Σ.Κ.)



Ο ένας σας, λοιπόν, κάποτε από την ...ημιαπασχόληση της Λυρικής κατευθείαν στην αγκαλιά της Σκάλας του Μιλάνου, κι ο άλλος από ήδη πρωταγωνιστής εδώ κατευθείαν στην αγκαλιά της Βιέννης και του Δημήτρη Μητρόπουλου !

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Εγώ θα σας διακόψω, κύριε Κακίση. Νομίζετε πως θα ενδιαφέρουν όλ' αυτά που λέτε και που θα πούμε κανέναν; Εκείνους τουλάχιστον που θα 'πρεπε να ενδιαφέρουν;

Γιατί το λέτε αυτό, κύριε Ζαχαρίου;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Δεν το λέω για μένα, δεν το λέω για μας. Το λέω μετά λόγου γνώσεως, ξέροντας καλά πώς είναι τα πράγματα εδώ, στην πατρίδα μας. Δεν έχει, βέβαια, ανάγκη ο Πασχάλης καμία προβολή ούτ' εγώ, ευτυχώς. Την ανάγκη άλλοι την έχουν. Για να μη γίνεται αυτό που γίνεται τα τελευταία χρόνια, να διαφημίζονται και να υπερδιαφημίζονται οι παραστάσεις των φεστιβάλ μας όλες, να ψάχνουμε τον κόσμο εμείς κι όχι ο κόσμος από μόνος του το θέατρο, την όπερα... Είδατε, έχετε δει σε κανένα μέρος του κόσμου να βγαίνουνε με τα μεγάφωνα από τηλεοράσεως τα φεστιβάλ να μαζέψουν το κοινό τους; Εκεί σκοτώνονται για μία θέση. Άντε να βρείτε θέση στη Μετροπόλιταν φτάνοντας στη Νέα Υόρκη.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Άλλες οι καταστάσεις εκεί, Νίκο μου, κι άλλο, τελείως άλλο, το πνεύμα.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Σύμφωνοι. Αλλά και στο Σάλτσμπουργκ. Και στο Αιξ-Αν-Προβάνς: μένει κόσμος απ' έξω. Εδώ;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Μα, δεν θυμάσαι που τελειώναμε στη Βιέννη την παράσταση το βράδυ, και υπέγραφες τα αυτόγραφα, και ήταν ήδη άνθρωποι στη σειρά να ξενυχτήσουνε για την επομένη;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Άκου τι λέει ! Αν το θυμάμαι; Κοιμόντουσαν εκεί έξω ένα σωρό άνθρωποι, και με την Κάλλας στο Βερολίνο, παντού.

Υπάρχουν και τα επίκαιρα της εποχής, με την Κάλλας στη Νέα Υόρκη. Σαν να ήσασταν οι Μπητλς, οι Ρόλλινγκ Στόουνς τότε!

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Από πού να πρωτοπιάσουμε, τι να πρωτοθυμηθούμε. Αλλά το ενδιαφέρον για την όπερα στα περισσότερα μέρη και σήμερα ακόμα βρίσκεται πολύ ψηλά. Μόνο εδώ πάλι υπάρχουν πολλοί που την θεωρούν την όπερα ξεπερασμένο είδος. Μόνο εδώ.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Η αλήθεια, Νίκο, είναι πως την εποχή που εμείς τραγουδούσαμε, τα ονόματα που συνέπρατταν σε κάθε παραγωγή, τα ανσάμπλ που συνυπήρχαν, ήταν τρομερά. Κι ο πανζουρλισμός που γινότανε, τα σκαμνάκια απ' έξω από το θέατρο -θυμάμαι χαρακτηριστικά μια Τουραντότ που είχαμε κάνει μαζί- ­ ήταν πράγματα ανεπανάληπτα.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Και οι άνθρωποι ήταν εκεί για όλους μας. Και για την Κάλλας, και για τον Κορέλλι, και για τον Γκόμπι, και για τον Πασχάλη, και για τον Ζαχαρίου. Για τον Ντελ Μόνακο, για τη Λούντβιχ, για τον Μπαστιανίνι.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Για τον Πρόττι, για τον Γουώρεν, για την Τεμπάλντι. Αν πάρεις όλ' αυτά τα ονόματα τέσσερα τέσσερα και πέντε πέντε μαζί, καταλαβαίνεις με τι καστ ανέβαιναν τότε οι παραστάσεις. Τώρα στηρίζονται σε έναν ή δύο το πολύ. Τότε όμως τη μια βραδιά διηύθυνε ο Κάραγιαν, την άλλη ο Μητρόπουλος...

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ο Μολινάρι-Πραντέλλι. Ο Ντε Φαμπρίτις. Ο Σεραφίν.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Τέτοια ονόματα δεν υπάρχουν σήμερα. Δεν κυκλοφορούν. Όπως και να τα πάρουμε τα πράγματα. Όση και ρεκλάμα να πέσει.

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: η δόξα σας ακόμα εδώ δεν ήταν μεγάλη. Αλλά φύγατε και οι δύο, ο ένας μετά τον άλλον τότε, για έξω.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ποια δόξα; Εδώ θέλανε να μας διώξουνε κι από 'κεί που ήμασταν... Όπως μου 'λεγε κάποιος τότε, «Τι νομίζεις, δηλαδή; Στη ...χαλκούνα, κορόνα-γράμματα σε παίζουνε, αν θα τραγουδήσεις εσύ ή ο οποιοσδήποτε άλλος». Ο Λάππας όμως-

Ο Οδυσσέας Λάππας, η μεγάλη μας προπολεμική δόξα στη Σκάλα...

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ναι, αυτός. Αυτός κατάλαβε, το κατάλαβε. Γιατί αυτός είχε ζήσει έξω, την είχε κάνει τη μεγάλη την καριέρα. Και οι εδώ, ίδιον των Ελλήνων κι αυτό, ούτε καν να το πιστέψουν δεν θέλανε: στη ...Μικρή Σκάλα θα τον πήρανε, λέγανε. Και δεν υπήρχε καν η Μικρή Σκάλα τότε. Το ίδιο για τον Πασχάλη. Πηγαίναμε στην εκκλησία στη Βιέννη να ψάλλουμε, γιατί με τον Δεσπότη είχαμε φιλία, μας τιμούσε ο Δεσπότης, ήταν καλός. Και ήταν ένας που δεν μπορούσε με τίποτα να πιάσει την τρίτη νότα, να γίνει το Κύριε Ελέησον σωστά, με τρεις φωνές. Κι έκανε πρίμο-μπάσο. Τραγουδούσε οκτώ νότες κάτω τον τενόρο, δηλαδή. «Ρε», του λέω μια μέρα, «έρχεσαι και μας σέρνεις τα εξ αμάξης στη Βιέννη, του Πασχάλη κι εμένα. Κι εσύ δεν μπορείς να πιάσεις την τρίτη νότα. Άντε να χαθείς από 'δώ !».

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Εγώ, πάντως, Νίκο, θεωρώ εαυτόν τυχερό. Κι εσύ τυχερός είσαι, από τα παιδιά της εποχής εκείνης. Γιατί είχαμε την τύχη και βρήκαμε και το θάρρος να ξεμυτίσουμε, να ξεφύγουμε από τα δικά μας πράγματα, τα κατά καιρούς τόσο στενόχωρα. Εμείς πήγαμε όπου πήγαμε, περπατήσαμε ξυπόλητοι στ' αγκάθια μεν, αλλά καταφέραμε μέσα σ' έναν τόσο μεγάλο ανταγωνισμό να επιπλεύσουμε. Να υπάρξουμε. Να φτάσουμε όπου φτάσαμε αξιοκρατικά, με τις δικές μας δυνάμεις.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Έχεις σκεφτεί, Κώστα, αν δεν μας παίρνανε στην Ιταλία και στην Αυστρία εμάς, τι θα 'χαμε γίνει εδώ πέρα; Ούτε στη Λυρική για χορωδούς δεν θα μας ξανάπαιρναν. Σαράντα φορές πρόσφατα στο Έντμοντον στον Μαραθώνιο, λέγανε πως ο δικός μας ήρθε 49ος κι ο άλλος εγκατέλειψε, λύσσαξαν στις τηλεοράσεις. Σαν να χαιρόντουσαν, το επαναλάμβαναν οι πάντες. Γιατί; Μακάρι να 'ξερα. Μακάρι να υπήρχε κάποια εξήγηση για όλη αυτήν τη μικροψυχία μας. Που πάει μαζί με το φιλότιμο, την έννοια της φιλοξενίας που έχουμε μέσα μας, μαζί με τους εύκολους ενθουσιασμούς, θυμούς και συγκινήσεις μας. Συν το ελάττωμα της επίδειξης. Σε κάποιον έφερα εγώ από το Μιλάνο μάρκες σκέτες Σαιν Λωράν, να τις κολλήσει στις γραβάτες του και να μ' αφήσει επιτέλους ήσυχο!

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Καλά τώρα, αυτό είναι αστείο. Αλλά το ότι σαν λαός είμαστε κι αθεράπευτα ξενολάτρες, κι αυτό μια αλήθεια είναι. Ό,τι το ξένο το θαυμάζουμε. Εδώ, για να εκτιμήσουμε το λάδι μας το μοναδικό, έπρεπε να μας το πει όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Πως είναι το υγιεινότερο, το πιο ωφέλιμο. Το 'χαμε εγκαταλείψει για καιρό και θέλαμε σογιέλαιο, καλαμποκέλαιο, ηλιέλαιο... Κι έξω το αγοράζουνε το λάδι της ελιάς σαν άρωμα, σε μικρά μπουκαλάκια πανάκριβα.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Εγώ, όταν πάω έξω με τ' αυτοκίνητο, παίρνω μαζί μου μπουκάλια λάδι, να τους ευχαριστήσω. Και πού, στην Ιταλία ! Που το τοσκάνικο λάδι δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.

Αλλά και που παίρνουν όλη την κρητική παραγωγή και βελτιώνουν την ποιότητα του δικού τους λαδιού και το λένε μετά «extra vergine»!

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Οι ξένοι τα καλά τα δικά μας τ' αγκαλιάζουν, τα υιοθετούν, τα αποθεώνουν κι εμείς τα πολεμάμε, τα κρύβουμε, τα μισούμε. Και κανένας δεν μπορεί να βγει ...λάδι στον τόπο αυτόν. Οι ξένοι πρέπει να τον σώσουν. Να μας σώσουν.

Αλλά οι ...μεταγραφές δεν μπορούσαν να περιμένουν: ως άλλοι ...Γεωργάτοι της εποχής και της όπερας βρεθήκατε στ' ακριβά σαλόνια της Δύσης.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Κι εγώ από ...τάμπα-μπούκι μάλιστα. Που μ' είχανε για να κλείνω τρύπες εδώ πέρα. Αλλά ήμουνα πιο μυαλωμένος από τον Γεωργάτο. Γιατί ήτανε πράγμα αυτό τώρα; Να σηκωθεί την πρώτη φορά να φύγει, που τον λατρεύανε στην Ιταλία; Άσε και τα λεφτά που θα του δώσανε. Μέχρι που, φέτος, τον ξαναπήρανε. Αλλά κι εμείς πήραμε τότε λεφτά τρομερά για τα αντίστοιχα ελληνικά δεδομένα. Με συμβόλαια, με όλα. Και οι συμπατριώτες μου πίσω με διέβαλλαν κι έλεγαν, για να το μάθουν οι Ιταλοί, πως εγώ γύρισα κι είπα: «Η Ελλάς ξανανίκησε την Ιταλία»...

Απλώς η Ελλάδα προσπαθούσε να ξανανικήσει την Ελλάδα!

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Και κάθε δέκα, δεκαπέντε μέρες, με άκουγε από κάτω ο Ντε Σάμπατα. Αυτός ήταν ο ...προπονητής μου. Και σε τι με άκουγε; Στην πάρτα του Ιεροεξεταστή από το «Ντον Κάρλο». Γιατί αυτή την άρια, αν ένας μπάσος κατορθώσει και την τραγουδήσει όπως ακριβώς την είχε γράψει ο συχωρεμένος, θα πει πως έχει κάποια πρόοδο. Και 16 Δεκεμβρίου του 1953 τραγουδάω Σπαραφουτσίλε στον «Ριγκολέτο», στη Σκάλα. Ο πρώτος μου ρόλος. Με Ντι Στέφανο, Καρτέρι και Λέοναρντ Γουώρεν.

Τον μέγα αυτόν βαρύτονο.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Τον υπέροχο αυτόν τραγουδιστή.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Που πέθανε επί σκηνής, τραγουδώντας «Δύναμη του Πεπρωμένου». Και φοβήθηκε τότε ο κόσμος, μόλις έκλεισε η αυλαία, για τον Μητρόπουλο, που ήταν ήδη άρρωστος, αλλά είχε τελειώσει το νήμα της ζωής του Γουώρεν. Κι εμένα πολύ αγαπημένου μου καλλιτέχνη.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Θεός σχωρέσ'τον! Και είχαν έρθει οι Ιταλοί να μας σφυρίξουν στη Σκάλα: Ριγκολέτο Αμερικανός, Σπαραφουτσίλε Έλληνας. Και πιάσανε και σφυρίζανε την Καρτέρι, γιατί δεν έκανε το μι-μπεμόλ στο φινάλε... Κι εμάς μας καταχειροκρότησαν. Και γράφανε οι εφημερίδες την επομένη, «Εκδίκηση χωρίς... μι-μπεμόλ»! Τα σούρνανε στη δικιά τους.

Η Κάλλας ήταν ήδη εκεί, πάντως.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Την Κάλλας δεν την είχα δει ακόμα εγώ. Εγώ την Κάλλας την συνάντησα μετά, στη «Sonnambula». Αρρώστησε ο Μοντέστι και τον αντικατέστησα, και ήρθε ο Μπέρνσταϊν και δεν ήξερε ποιον θα βρει στη σκηνή.

Όπως συνάντησε κι ο Μητρόπουλος τον Κώστα Πασχάλη;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ναι. Αλλά και οι δυο μας, φαίνεται, καλά τα πήγαμε. Γιατί από τότε η σταδιοδρομία μας πήρε την πάνω βόλτα. Εμένα πιο πριν, και του Κώστα λίγο αργότερα. Κι ο Κώστας, για να πάει στη Βιέννη που τον καλέσανε, το θυμάμαι κι εγώ αυτό, κάθησε κι έμαθε τον «Χορό των Μεταμφιεσμένων» στα ιταλικά σε λίγες μέρες μόνο μέσα. Κι έτσι έφτασε να βγει ισάξιος με Άλντο Πρόττι και Μπαστιανίνι από την αρχή του κιόλας έξω.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Από ένα υπόγειο στην οδό ...Ελπίδος που κλείστηκα για να μελετήσω, για να προλάβω να μάθω σε χρόνο μηδέν όσα δεν ήξερα. Και ακόμα δεν ήξερα καν πως με περίμεναν να τραγουδήσω μαζί τους ένας Ντι Στέφανο, μία Μπίργκιτ Νίλσον. Κι ο μέγας Μητρόπουλος.

Κι ο μόνος που είχε αντίρρηση για εσάς ήταν Αυτός. Ο Μητρόπουλος.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Και δικαιολογημένα. Το 'χουμε ξαναπεί, άλλωστε: Πού τον ήξερε αυτός έναν άγνωστο, τελείως τότε, Έλληνα; «Αφού δεν τον καλοξέρετε εσείς, πώς μου τον δίνετε εμένα;», τους μάλωσε. «Μα είναι Έλληνας, δικός σας», του 'πανε. «Αυτό καμιά σημασία δεν έχει, αν δεν είναι καλός». Πολύ σωστά. Και με πήρε, μόνο εμένα, να μ' ακούσει. «Πάμε από 'κεί που αρχίζει ο βαρύτονος», λέει στον πιανίστα. Ξεφύλλιζε, λοιπόν, ο πιανίστας να το βρει. «Σελίδα είκοσι δύο», του λέει απέξω ο Μητρόπουλος και τον αφήνει μ' ανοιχτό το στόμα. Όλα απέξω τα θυμότανε, με το απίστευτο μυαλό και την παροιμιώδη μνήμη του.

Κι αμέσως κατάλαβε κι αυτός, και σας πρότεινε και περαιτέρω συνεργασίες, που δεν γίνανε, φευ, λόγω του πρόωρου θανάτου του. Τι κρίμα!

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Ναι. Το πιστεύω κι εγώ αυτό. Αλλά κι εγώ εκεί πήρα αμέσως πολύ καλά λεφτά. Μου δώσανε, Οκτώβριο του '58, 14.000 σελίνια στην πρώτη μου εμφάνιση, όταν όλος μου ο μηνιαίος μισθός εδώ ήτανε, πρωταγωνιστή της Λυρικής, 2.460 δραχμές. Μία κι είκοσι δραχμές το σελίνι τότε. Κι ο επόμενος χρόνος ακόμα πιο ψηλά. Κι άκουσα τον Μητρόπουλο κι υπέγραψα στη Βιέννη για τρία χρόνια, για «μάθηση και πείρα», όπως μου είχε πει αυτός. Αλλά, δυστυχώς, στο Ισραήλ που με είχε καλέσει, δεν πρόλαβε, την άλλη χρονιά πέθανε. Και πήγα στη Σκάλα με σύσταση πια του Σαντζόνιο, μετά. Γι' αυτό σας είπα πως θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό εγώ.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Τυχερός, αλλά άξιζες, Κώστα, άσε τη συζήτηση. Γιατί από τη Λυρική Σκηνή, ψυχολογικά τώρα το λέω, να βρεθούμε εμείς εκεί που βρεθήκαμε, κάτι παραπάνω, δεν μπορεί, θα 'χαμε. Για ν' αντέξουμε κατ' αρχήν, για να τα βγάλουμε πέρα. Κι εγώ είχα και μυωπία, σαν τη Μαρία. Κι ήταν από κάτω και σ' εμένα ο Σαντζόνιο, στη γενική δοκιμή, και μου 'δωσε όσο θάρρος μου 'λειπε. Κι αυτός, και οι άλλοι. Γιατί ήτανε κι ο Πέτρι, ο μεγάλος Ιταλός μπάσος κάτω, και μόλις τον είδα εγώ τρέκλισα. Αλλά τα κατάφερα πάλι. Και στην «Αΐντα» μετά είπε εκείνο το γνωστό ο Ρόσσι- Λεμένι, που ήταν να κάνει Ράμφις κι εγώ Βασιλιά: «Δεν θα τραγουδήσω, σε μια παράσταση που θα πούνε πως ο Βασιλιάς ήτανε καλύτερος από τον Ράμφις».

Γιατί; Τι εννοούσε;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ήτανε φρέσκια η φωνή μου πολύ τότε, ενώ ο Λεμένι ήταν ήδη προς τα τελευταία του. Και κάνανε εμένα Ράμφις και τον Σίλβιο Μαγιόνικα Βασιλιά, τότε. Σπουδαίος καλλιτέχνης ο Λεμένι, αλλά κράτησε λίγο. Αυτός είπε στον Σεραφίν να με πάρει και για τους «Ουγενότους». Τέλος πάντων.

Και η πρώτη συνάντησή σας με την Κάλλας, που αμέτρητες πια φορές θα τραγουδούσατε μαζί, κύριε Ζαχαρίου;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ήτανε να τραγουδήσουν Κάλλας, Σιμιονάτο, Ντελ Μόνακο, Σιέπι στη «Νόρμα» εκείνη της Σκάλας. Κι εμένα με είχανε για ντουμπλίρ τού Σιέπι. Και βγαίνω να πάρω το λεωφορείο έξω, και βλέπω τις αφισέτες τις οριζόντιες της Σκάλας στους τοίχους, κι αντί για Σιέπι βλέπω Nicola Zaccaria. Τ' όνομά μου, δηλαδή. Χωρίς να μου το 'χει πει κανένας. Γιατί, οι μαέστροι εκεί μέσα μπορούσαν να σε καταστρέψουν ή να σε φτάσουν στα ουράνια. Ξέρανε τα πάντα για τον καθένα μας, πού βρισκόμασταν, τι κάναμε, τι μπορούσαμε. Αλλά χωρίς φωνή, χωρίς τα απαραίτητα προσόντα, κανένας δεν μπορούσε να σταθεί εκεί πέρα. Στη Μέκκα, στο ιερό αυτό τέμενος της όπερας. Την Κάλλας εγώ την έβλεπα, αλλά ιδιαίτερες σχέσεις από παλιά δεν είχαμε. Ούτε από τη Λυρική εδώ ούτε όμως και στη Σκάλα, που είχαμε βρεθεί αμφότεροι. Η Μαρία άλλωστε ήταν κι εσωστρεφής πολύ. Βέβαια τραγούδησα καλά, γράψανε καλές κριτικές και προχωρούσανε τα πράγματα. Όταν έφτασε η «Sonnambula» και πάλι μου είπανε: «Τραγουδάς εσύ, γιατί ο Μοντέστι αρρώστησε», εγώ σηκώθηκα και πήγα στο καμαρίνι της. Και την ακούω εκείνη τη στιγμή να λέει: «Πώς θα τα καταφέρει αυτός χωρίς πρόβες;».

Άλλος Μητρόπουλος μας βρήκε!

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Αυτή όμως ήτανε η αλήθεια. Γιατί, και πως την είχα φιλενάδα την Κάλλας φτάσανε να πούνε μετά εδώ, για να δικαιολογήσουνε την ευτυχισμένη μας συνύπαρξη.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Αυτό, για να 'μαι ειλικρινής, Νίκο μου, εγώ δεν το 'χω ακούσει ποτέ.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Κι όμως. Της λέω, «Μαρία, με συγχωρείς. Να κάνουμε μια στιγμή τη σκηνή που λιποθυμάς, μη μου πέσεις απ' τα χέρια και γίνουμε ρεζίλι». Ε, από τότε πάντα μαζί κάναμε την «Υπνοβάτιδα» ­ και στους δίσκους και παντού.

Και όχι μόνο «Υπνοβάτιδα», τα πάντα σχεδόν: Κάλλας, Γκόμπι, Ντι Στέφανο, Ζαχαρίου. Μια εποχή δισκογραφική ολόκληρη...

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Θέλω να πω, τίποτα δεν έγινε τυχαία. Παλέψαμε πολύ για να πετύχουμε όσα πετύχαμε. Και χάρη δεν μας έκανε κανένας. Χάρη δεν έχει. Τη χάρη την κάνεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. Δια-βά-ζα-με. Εγώ έμπαινα το πρωί στις 10 στη Σκάλα, κι έβγαινα στις 8 το βράδυ. Κι όταν ήρθε η «Νόρμα» που λέγαμε, έκανα αντι-γενική «Μαγεμένο Αυλό» και είχα το βράδυ παράσταση. Και μου 'δωσε ο Γκιριγκέλλι, τότε, πέντε εκατομμύρια λιρέτες πριμ !

Ένα κοινό των Ελλήνων τραγουδιστών είναι και η ηθοποιία σας, οι μεγάλες σας υποκριτικές δυνατότητες. Όχι μόνο της Κάλλας, της Σουλιώτη, της Στράτας, της Τρογιάνος, αλλά και υμών, των ανδρών. Πώς, γιατί άραγε;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Εγώ επ' αυτού θα σας πω μια κουβέντα του μαέστρου τού Ερέντε, με τον οποίο εγώ πρωτόκανα «Ριγκολέτο» στη Βιέννη. Αυτός μου 'χε πει τότε το εξής: «Ο τραγουδιστής της όπερας πρέπει να ξέρει να τραγουδάει ρετσιτατίβο». Τα τονισμένα σωστά λόγια, όπου ενυπάρχει όλη η δράση τού κάθε έργου. Οι άριες είναι τα κοσμήματα, η δεξιοτεχνία. Αλλά η δημιουργία, το στήσιμο του όλου έργου και η πλοκή, στα ρετσιτατίβο πατάει και θα πατάει πάντοτε. Αν δεν μπορείς να τα βγάλεις καλά πέρα κι εκεί, τραγουδιστής της όπερας μεγάλος δεν γίνεσαι. Αυτή είναι η πιο μεγάλη αλήθεια.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Κάναμε τη «Μήδεια» με τον Μινωτή στο Ντάλλας, στο Λονδίνο. Και μια μέρα ο Μινωτής γυρίζει και μου λέει: «Βρε Νίκο, μου χαλάτε τη σκηνή. Εσύ και η Κάλλας πάτε πέρα-δώθε. Ποτέ δεν μου κάνετε τα ίδια, αυτά που σας έχω πει». «Άκουσε να σου πω», του λέω. «Αν πάρεις το σπαρτίτο τού Βίκερς, θα δεις να 'χει ζωγραφίσει σε κάθε νότα πού βρίσκονται εκείνη τη στιγμή τα πόδια του. Εγώ όμως επάνω στη σκηνή την ώρα εκείνη είμαι ο Κρέων και κάνω ό,τι μου αρέσει. Από το στυλ δεν φεύγω, αλλά τον ρόλο πρέπει να τον κινήσω όπως το επιβάλλει η δική μου ψυχή εκεί πάνω». Γι' αυτό κι ο «Μάκβεθ» του Πασχάλη έμεινε κλασικός. Και όχι μόνο. Όχι μόνο.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Το ελληνικό στοιχείο έξω έβαλε πολύ έντονα την υπογραφή του τα χρόνια όλα εκείνα. «Οι Έλληνες», μας λέγανε, μας ξεχώριζαν. Αν και τους παίρναμε και τη δουλειά, και τη δόξα. Δεν μπορούσαν όμως να μη μας παραδεχτούν, να μη μας θεωρούν συχνά και πιο δικούς τους από τους δικούς τους.



Φώτο: Ζαχαρίου - Πασχάλης μαζί στο Ηρώδειο στο έργο Simon Boccanegra του Verdi, 1974 (αρχείο Σ.Κ.)



Κι εδώ; Οι λαμπροί σας λογότυποι Kostas Paskalis και Nicola Zaccaria θα μείνουνε για πάντα στα CD και όχι μόνο, μαζί με την Κάλλας, τον Ντομίνγκο, την Καμπαγιέ, τον Παβαρόττι, την Τεμπάλντι, τον Ντελ Μόνακο. Εδώ τι γίνεται;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Θα σας πω κάτι, κύριε Κακίση: Ουδέποτε επίσημο πρόσωπο εν Ελλάδι ή υπουργός ή ιθύνων της τέχνης μας εδώ πέρα, σήκωσε το τηλέφωνο να με πάρει ή με συνάντησε κάπου να με ρωτήσει τη γνώμη μου για το παραμικρό. Ποτέ, κανένας.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Παρόμοια είναι και η δική μου εμπειρία επ' αυτού.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Μου τηλεφωνούν από το εξωτερικό, ο Λεβάιν: «Πώς το 'λεγες εκείνο ακριβώς στο "Ντον Κάρλο", πώς σου το 'χε διδάξει ο Σεραφίν αυτό»; Μαέστροι πρώτοι στον κόσμο και σου δείχνουν εμπιστοσύνη, σ' εμένα, μετά τόσα χρόνια. Και δεν τους έχω και ποτέ ζητήσει τίποτε. Αλλά εδώ ξέρουνε πως ξέρουμε τι δεν ξέρουνε. Προσέξτε το αυτό, παρακαλώ. Άρα, τη γνώμη μας και την φοβούνται και δεν την θέλουνε εδώ πέρα. Εδώ, υπάρχουνε διευθυντές ορχήστρας που κουνάνε τα χέρια τους, διευθύνουν κατά ...το δοκούν τους και οι μουσικοί κάτω κάνουνε ό,τι θέλουνε. Και δεν τολμάει να κάνει παρατήρηση ο μαέστρος, καμία, γιατί φοβάται. Τους φοβάται.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Όταν ένας μαέστρος ή ένας που διευθύνει ένα ίδρυμα ολόκληρο κοπανάει τα ουζάκια του στο μπαρ του θεάτρου με όλον τον κόσμο μαζί, και του λέει ο άλλος «Γεια σου, ρε Νικολάκη», τότε κάτι δεν πάει καλά. Πώς να επιβληθεί μετά σε ο,τιδήποτε; Πώς να δουλέψει μετά με την απαιτούμενη πειθαρχία το πράγμα;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Σου μίλησε ποτέ κανένας στο εξωτερικό, Κώστα, στον Ενικό;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Όχι, ποτέ. Ποτέ.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ένα παιδάκι ήμουνα εγώ τότε, από την Ελλάδα κι όλοι μου λέγανε Lei: ο κύριος θα κάνει αυτό; Κανένας δεν διανοήθηκε ποτέ να μας μιλήσει αλλιώς. Εδώ μόνο γίνονται αυτά.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Κι ο Πληθυντικός δεν είναι για να του πεις του άλλου πως κάποιος είσαι. Για τον αλληλοσεβασμό είναι ο Πληθυντικός. Και σωστή δουλειά δεν γίνεται με σφαλιάρες και χτυπήματα στην πλάτη όλων με όλους. Κάνει παρατήρηση ο μαέστρος σε κάποιον στην ορχήστρα κι ακούει: «Έλα, ρε Βύρωνα, τώρα. Έλα, ρε φίλε»... Έξω, ο καθένας έχει τη θέση του. Δεν γίνεται όλοι, και αεροσυνοδοί, ας πούμε, και επιβάτες, και δεν ξέρω κι εγώ ποιος, να κάθονται όλοι στο πιλοτήριο ενός αεροπλάνου. Ή να 'χουνε συνέχεια γνώμη για το τι κουμπιά πρέπει να πατήσει ο πιλότος. Κι έξω υπάρχουνε προστριβές. Αλλά πάντα με αιτία, όχι έτσι συνέχεια, από βίτσιο, από ασχετοσύνες.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Τον βλέπει, τον ξέρει ο άλλος τον Πασχάλη. Τα ξέρει πολύ καλά τα γαλόνια του. Τα γαλόνια του Ζαχαρίου, του Παππά, της Μπάλτσα. Αλλά, αντί να τα τιμήσουν, προτιμούν να τα περιφρονούν. Σας το είπα, δεν σας το είπα; Μία φορά, μα μία φορά στο τηλέφωνο δεν καταδέχτηκε να με πάρει κανείς. Τα ξέρουνε όλα εδώ, φαίνεται. Δεν χρειάζονται τίποτα. Δεν μας χρειάζονται. Στη «Μήδεια», μετά το Ντάλλας, στο Λονδίνο πια, τον επόμενο χρόνο, με Κάλλας, Χορς, Μινωτή, Τσαρούχη και την αφεντιά μου, με πέντε Έλληνες να θριαμβεύουμε, με Βίκερς και Κοσσότο στη θέση της Μπεργκάντσα πια, όπου εδόθη και το ιστορικό δείπνο του Ωνάση της χλιδής, ε, εκεί δεν ήταν παρών ο πρέσβης της Ελλάδας!

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Άλλο κι αυτό! Ουδεμία παρουσία των ελληνικών αρχών στις εμφανίσεις μας, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Πήγαινε ο Γκιαούρωφ και τραγουδούσε, μετά η βουλγαρική πρεσβεία μας δεξιωνότανε όλους. Ιδίως οι Ανατολικοί το κάνανε αυτό πάντα, περήφανοι για τους καλλιτέχνες τους. Σ' εμάς, σαν να ντρεπόντουσαν για τις επιτυχίες μας. Δεν ασχολιότανε άνθρωπος !

Μπορεί να σας είχανε για ξένους, ποιος ξέρει;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Εδώ έφτασε κάποτε ένας πολιτιστικός ακόλουθος δικός μας, να συναντηθούμε κάποτε κάπου και να μου πει: «Ακούμε πάρα πολλά για εσάς». «Ευχαριστώ», του είχα ανταπαντήσει εγώ, «αλλά δεν σας έχουμε δει πουθενά έως τώρα». Ξέρετε τι τόλμησε να μου πει; «Μα, δεν περάσατε κι εσείς από την πρεσβεία να μας δώσετε τα διαπιστευτήριά σας» !

Και καμιά πρόσκληση!

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Μόνο εκείνος ο καλός Δεσπότης, ο Τσίτερ, ερχότανε ανελλιπώς στη Βιέννη.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Κι ο Δυοβουνιώτης-Γκούρας ήτανε πρέσβης μας στη Βιέννη κάποτε και μας κάλεσε σε δείπνο στο σπίτι του. Αυτός ερχότανε και στη Σκάλα. Ξέρετε, κύριε Κακίση; Εγώ έπαιρνα πάντα βεβαιώσεις από τα κατά τόπους θέατρα των χρημάτων που εισέπραττα, και πλήρωνα εδώ εργάτη κι εργοδότη όλα αυτά τα χρόνια στο ελληνικό κράτος.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Κι εγώ τα ίδια. Και παίρνεις τώρα σύνταξη τρεις κι εξήντα, έτσι δεν είναι;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Ναι. Αυτό να το γράψετε, σας παρακαλώ: παίρνουμε εγώ εκατόν σαράντα έξι χιλιάδες σύνταξη, κι ο Πασχάλης...

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Κάτι λιγότερα εγώ, εκατόν τριάντα δύο. Εκεί γύρω. Δεν φτάνει που ουδέποτε υπήρξαν άξιοι να εκμεταλλευθούν, προς όφελος της χώρας μας, την ελληνική μας καταγωγή, τώρα μας αντιμετωπίζουν κι έτσι. Καλύτερα όμως να μην τα συζητάμε αυτά. Τι να πούμε, και τι να μας πουν;

Έχετε δίκιο, μη συζητάμε. Μην ξεχνάτε, βέβαια, πως λίγο πριν από εσάς είχαν ξενιτευτεί ­ κι αυτοί μ' ένα σωρό παράπονα ­ οι φίλοι σας: ο Μητρόπουλος και η Κάλλας. Και όχι μόνο.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Μην τα λέμε, μην τα λέμε. Ο πόλεμος εδώ είναι μεγάλος. Ο Μητρόπουλος ήταν μια τρομερή προσωπικότητα. Σε μουσικότητα, σε ταλέντο, σε ικανότητες. Και μυαλό απίστευτο, πριν απ' όλα.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Τα ήξερε τα έργα όλα απέξω ο άνθρωπος αυτός, από τις δοκιμές. Τα 'χανες με τη πληρότητα και τον τρόπο του. Μιλάμε για ιδιοφυΐα, δεν μιλάμε για καμιά συνηθισμένη περίπτωση...

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Μόνο τον Μητρόπουλο σεβότανε ο Κάραγιαν. Μόνο αυτόν. Και τον ανταγωνιζότανε. Ποιος ξέρει; Ξύπναγε κι αυτουνού η απώτερη ελληνική καταγωγή του. Που μας έβαζε, την Κάλλας κι εμένα, να μιλάμε ελληνικά μεταξύ μας, να μας ακούει... Κι αυτός κάποια φλόγα ελληνική είχε μέσα του, συνδυασμένη τέλεια με τη γερμανική πειθαρχία. Ανθρώπινος ήταν κι αυτός, τελικά, σαν τον Μητρόπουλο. Στην τέχνη τους όμως τελείως, μα τελείως αφιερωμένοι.

Και η Κάλλας; Εσείς, κύριε Πασχάλη, που στο τσακ δεν την προλάβατε κι εκείνη η Τραβιάτα σας στο στούντιο δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, τι λέτε;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Τι να σας πω; Όποιος σέβεται την τέχνη του, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί πως η Κάλλας ήτανε μία, και δεν πρόκειται να ξαναβγεί.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Αυτό δεν το παραδέχονται μόνο οι βαρύτονοι και οι μπάσοι, αλλά και οι πριμαντόνες...

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Υπήρχε και μία Τουρκάλα εκείνη την εποχή, η Λεϊλά Γκενσέρ. Η οποία σε ευκολίες φωνητικές ήτανε καταπληκτική. Κα-τα-πλη-κτι-κή. Έχω κι εγώ κάποιες ηχογραφήσεις μαζί της και η φωνή της μπορεί να σας εντυπωσιάσει πολύ. Αλλά, όλες αυτές, η Κάλλας τις έβαλε στην άκρη. Στη σκιά πια όλες τους αναγκάστηκαν να κινούνται. Γιατί Κάλλας δεν σήμαινε μόνο φωνή: σήμαινε τα πάντα. Το σύμπαν.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Όταν έβγαινε η Μαρία στη «Μήδεια» και τραβούσε απίστευτα υποβλητικά τον μανδύα της κι έλεγε «Io Medeaaa !», αυτό το πράγμα έβγαινε από τα σωθικά της μέσα. Τι να πρωτοπεί κανείς γι' αυτήν; Σήμερα, το 2001, καθόμαστε εμείς εδώ κι έχουμε πιάσει την κουβέντα της. Θέλετε να πάμε και στον πορτιέρη του ξενοδοχείου τώρα, να κάτσουμε να τα λέμε; Στην Κάλλας θα ξανακαταλήξουμε... Με τους δίσκους της γίνεται πάντα το σώσε. Και δεν θα πάψει, στον αιώνα τον άπαντα, να γίνεται. Γιατί άλλαξε όλη η όπερα με την Κάλλας. Πώς να το κάνουμε τώρα;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Και δεν βρέθηκε η Κάλλας σε καμιά εποχή χωρίς φωνές. Με όλες σχεδόν παρούσες, από Τεμπάλντι έως δεν ξέρω κι εγώ πια, αυτή έβαλε τη σφραγίδα της την ανεξίτηλη. Και πότε ήτανε Μήδεια, Λαίδη Μάκβεθ, και πότε κοριτσάκι, Μπάτερφλαϋ, Υπνοβάτις, Μιμή.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Παντού, μα παντού, τέλεια ήτανε η Μαρία. Τέλεια και κάτι παραπάνω.

Και η Σουλιώτη; Η τρομερή πάλι περίπτωση της Έλενας Σουλιώτη, με την τόσο βραχύβια, αλλά υπέρλαμπρη λάμψη;

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Κρίμα. Πάρα πολύ κρίμα.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Η Σουλιώτη δεν πρόσεξε. Καταπιάστηκε με πάρα πολύ βαρύ ρεπερτόριο από πολύ πρόωρα. Έχουμε και οι δύο μας κάνει «Nabucco» σε διαφορετικές παραστάσεις με τη Σουλιώτη. Αλλά... Τα πληρώνεις τα ακροβατικά στην όπερα. Όπως και η Κάλλας τα πλήρωσε, αυτή είναι η αλήθεια.

Τι θυμάστε απ' όλα πιο πολύ, κύριε Πασχάλη, από την ασύλληπτη κι εσείς καριέρα σας;

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Εγώ θυμάμαι τρία πράγματα: τον πρώτο μου «Ριγκολέτο» εδώ, στα είκοσι ένα μου. Την πρώτη μου παράσταση στη Βιέννη με τον Μητρόπουλο, πρώτη φορά εκτός Ελλάδος. Και τρίτο, τον «Μάκβεθ» στο Γκλάιντμπορν. Αλλά θυμάμαι και τις εμφανίσεις μου στην παλιά Μετροπόλιταν, «Δύναμη του Πεπρωμένου» με Σιέπι, Αντονιέττα Στέλλα, Κορέλλι και Κορένα. Τίποτα όμως δεν ξεχνάω, δεν μπορώ να ξεχάσω.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ: Εγώ κλείνω τα μάτια και μου 'ρχονται ένα-ένα όλα στον νου. Η Σκάλα, όλες οι όπερες στις τέσσερις άκρες της Γης που με αξίωσε ο Θεός να τραγουδήσω. Και οι εποχές. Οι άνθρωποι. Οι δόξες. Που πηγαίναμε και βγαίνανε μετά οι κριτικές πρωί πρωί. Που έγραψε εκείνος ο κριτικός για τη «Λουτσία» μας με την Κάλλας, στο Ντάλλας: «Την άρια της "Τρέλας" του μπάσου, ο Ντονιτσέττι την έγραψε για να προλαβαίνει ν' αλλάζει κουστούμι η σοπράνο. Ο Zaccaria κατάφερε με την ερμηνεία του να την κάνει το συγκινητικότερο σημείο της παράστασης»...


Φώτο: Ιδιόχειρη αφιέρωση του Κώστα Πασχάλη στον Σωτήρη Κακίση (αρχείο Σ.Κ.)
-----



Ο Νίκος Ζαχαρίου πέθανε στις 24 Ιουλίου και ο Κώστας Πασχάλης στις 9 Φεβρουαρίου 2007.

Οι Times για τον θάνατο του Νικου Ζαχαρίου:



Και ο Independent για τον θάνατο του Κώστα Πασχάλη:


Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ:
http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20011013&nid=4201751