Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Σωτήρης Κακίσης: για μένα, η Κάλλας




1

είκοσι χρονών νεκρός, χωρίς φύλο πια, όπως κι η Τέχνη της, χωρίς τη Γη καθόλου, στη θάλασσα, στο νερό, η ψυχή μου, σε κάθε κύμα κι από ’να βήμα, κι από ’να δάκρυ της. είκοσι χρονών πιο ζωντανός, πιο πέρα των ήχων επιτέλους απερίσπαστη, των στιγμών οι πιο επίσημες πια, οι πιο πέρα από το Χρόνο. μια στιγμή, μια ώρα, μια μέρα, ένας μήνας, ένας χρόνος πέρα από το Χρόνο, μια αιωνιότητα από την Αιωνιότητα πιο ισχυρή. πώς ν’ ακούγεται τώρα μες στο χρόνο αυτός ο ήχος ο υπέροχος, ο πέρα από τις γλώσσες όλες του κόσμου, ο τρελός, η μουσική η περίληψη της ιστορίας της, της Ιστορίας όλης του κόσμου η πιο συναισθηματική, η πιο λεπτομερής ξαφνικά, παρτιτούρα; ποια ήταν η γλώσσα η δική της η πύρινη, να χορέψει χορούς από μέσα πάντα από τα κείμενα, από τις ζωές, από τα έργα; αν δεν ήξερε ελληνικά, ώς πού θα πήγαινε η εκστρατεία της στων λαών της Δύσης μέσα τις όλο αναστολές τέχνες, ώς πού θα γύριζε της νύχτας της η κατάφωτη μελαγχολία, ξυπνώντας σπιτιών και σπιτιών τους δειλούς ανθρώπους, θυμίζοντας άλλων, ηρωικών κάστρων τις αγνές σημασίες, άλλου Πολιτισμού τις ανεξαγόραστες ελευθερίες. ώς πού;

Σωτήρης Κακίσης, για μένα, η Κάλλας (Εκδόσεις Ερατώ, 1997), σελ. 13-15.



Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Φεστιβάλ Νεολαίας Συνασπισμού 2008




Στην Αθήνα-Πλατεία Πρωτομαγιάς, Πεδίον Άρεως
Είσοδος: 7 Ευρώ
Περισσότερες πληροφορίες και πλήρες πρόγραμμα:

Παρασκευή 26/9/2008

-Δανάη Παναγιωτοπούλου
-Φοίβος Δεληβοριάς
-Μουσική Σχολή Πύλου- Αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη


Σάββατο 27/9/2008

-«Η κάθοδος των Σαλτιμπάγκων», με τους Χαίνηδες, Μάρθα Φριτζίλα, Mode Plagal και τους ακροβάτες-χορευτές Χριστίνα Σογιουλτζή και Βασίλης Δημάς
-Ρεμπέτικα και Λαϊκά με τη Μαριώ

Κυριακή 28/9/2008

-«Είκοσι ποιητές - δεκαεννιά συνθέτες», αφιέρωμα στην ελληνική μελοποιημένη ποίηση με τους Σωτηρία Λεονάρδου, Βασίλη Γισδάκη και Στέλιο Μποτωνάκη
-Χειμερινοί Κολυμβητές

Τα νέα της ημέρας

1) Συνέντευξη με την κυρία Γιώτα Νέγκα, ελήφθη σήμερα, και θα είναι σύντομα κοντά σας από τις σελίδες του ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΥ και των Μ.Π. Αυτό ήταν, πώς το λένε, κλείσαμε για φέτος ως μπλογκ, τέλος!






2) Κλιμάκιο των Μ.Π. παραβρέθηκε στον ΙΑΝΟ και την παρουσίαση του δίσκου του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Βασιλικής Καρακώστα «Η σβούρα». Καλή αρχή στη Βασιλική, μια νέα, πειστικότατη και πολλά υποσχόμενη ερμηνεύτρια. Ελπίζουμε να την έχουμε σύντομα κοντά μας από τις σελίδες των Μ.Π.

«Δεν ξέρω αν τη διάλεξα ή με διάλεξε. Καλύτερα να μη μιλάς με σιγουριά για τέτοια πράγματα. Αυτό που ξέρω είναι πως βρήκα σ' αυτήν το πάθος, τον ενθουσιασμό και την επιμονή που είχα στο ξεκίνημα μου. Το ταλέντο από μόνο του δεν με συγκινεί πια. Μόνο αν συνδυάζεται με δίψα για γνώση και δουλειά και με πνεύμα ανήσυχο. Το πνεύμα της "σβούρας που γυρνάει". Ένα κορίτσι απ' το Βόλο που άφησε στα δεκαεννιά την ασφάλεια της ζωής της εκεί για να ρισκάρει τα πάντα στη μεγάλη πόλη. Τη θυμάμαι να τραγουδά ένα παραδοσιακό στον Κεραμεικό και μετά να έρχεται στις παραστάσεις μου στο Σταυρό του Νότου και μετά να τραγουδάμε μαζί στο ίδιο πάλκο και τέλος να ηχογραφούμε στο υπόγειο. Μια διαδρομή πέντε χρόνων... Η όλη διαδικασία ήταν παιχνίδι και σχολείο. Δεν αποφασίσαμε ποτέ αν κάνουμε δίσκο η απλώς δοκιμάζουμε τραγούδια για το κέφι μας. Σκαλίσαμε όλο μου το ρεπερτόριο και σιγά σιγά κατασταλάξαμε σ' ένα υλικό μικτό :άλλα είναι παλιά κι άλλα καινούργια, άλλα ήδη ηχογραφημένα κι άλλα ανέκδοτα. Εγώ έπαιζα σχεδόν όλα τα όργανα, ενορχήστρωνα και ηχογραφούσα και η Βασιλική τραγουδούσε και ενίοτε χόρευε. Έτσι βγήκε χωρίς να το πολυκαταλάβουμε αυτός ο χειροποίητος δίσκος. Κι είναι ο πρώτος που κάνω με μια τραγουδίστρια. Της εύχομαι να αγαπήσει και να αγαπηθεί όπως της αξίζει και να μη χάσει ποτέ αυτή τη φόρα. Τη φόρα της σβούρας...»

Νίκος Πορτοκάλογλου







3) Κόλαση χειροκροτήματος στο Καλλιμάρμαρο με την επανεμφάνιση του Δημήτρη Μητροπάνου. Χόρεψε και ζεϊμπέκικο στη «Ρόζα»! Ευχόμαστε σιδερένιος, και πάντα δυνατός.







4) ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ: Το είδαμε επιτέλους κι αυτό: Διονύσης Σαββόπουλος – Θάνος Μικρούτσικος μαζί στη σκηνή, να κρατούν τους χορούς μ’ αγκαλιές και φιλιά. Νέα μεταπολίτευση στα μουσικά πράγματα της χώρας - ο κύκλος του εμφυλίου έκλεισε!



Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Μουσική & Αριστερά: η περίπτωση Πιοβάνι







«Στη δική μου περίπτωση θα ήταν δύσκολο να μην ασχοληθώ με τη μουσική. Όλη η οικογένειά μου έπαιζε μουσική, και ειδικά ένα ακορντεόν που είχαμε στο σπίτι. Πριν γίνω δέκα ετών είχα ήδη το πρώτο μου πιάνο, δώρο από τον παππού μου. Ωστόσο, εμένα η πολιτική με έκανε μουσικό. Το ’70 ήμουν φοιτητής Φιλοσοφίας στη Ρώμη και ταυτόχρονα οργανωμένος στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Η εποχή ήταν συναρπαστική, όλοι περιμέναμε ότι οι προσπάθειές μας θα άλλαζαν πραγματικά την ιταλική κοινωνία. Οι σύντροφοί μου τότε ήξεραν ότι παίζω πιάνο και έχω ταλέντο στη μουσική και με έβαλαν να γράφω τη μουσική υπόκρουση σε κάποια ειδησεογραφικά ντοκιμαντέρ που έφτιαχναν. Τότε ο αγώνας ήταν ανάμεσα στις τάξεις, σήμερα ανάμεσα στις θρησκείες και τις εθνότητες. Στην ουσία, όμως, πίσω από την «ιδεολογική» βιτρίνα, κρύβεται μόνο το πετρέλαιο και όσοι κερδοφορούν από αυτό».

Νικόλα Πιοβάνι

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Το φεστιβάλ της "Εποχής"




Η διήμερη γιορτή της εφημερίδας Εποχή, θα γίνει φέτος στο Άλσος του Θησείου (δίπλα στο σταθμό των ΗΣΑΠ) την Παρασκευή 19 και το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου.

Στο πρόγραμμα της γιορτής περιλαμβάνονται: εκθέσεις φωτογραφίας, προβολές βίντεο, θεατρικά δρώμενα για μικρούς και μεγάλους, έκθεση γελοιογραφίας του Στάθη Σταυρόπουλου, έκθεση με μάσκες πολιτικών από το περιοδικό ΓΑΛΕΡΑ, συναυλίες, συζητήσεις.
Στη φετινή γιορτή της η Εποχή, φιλοξενεί μία μικρή σε αριθμό, αλλά πολύ σημαντική έκθεση έργων ζωγραφικής, μερικών από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους. Έξι σπουδαίοι εικαστικοί –Γιάννης Βαλαβανίδης, Κλεοπάτρα Δίγκα, Κυριάκος Κατζουράκης, Χρόνης Μπότσογλου, Δήμος Σκουλάκης και Γιάννης Ψυχοπαίδης- προσέφεραν αφιλοκερδώς έργα τους στην Εποχή για να εκτεθούν και να διατεθούν σε πολύ περιορισμένο αριθμό με τη μορφή της μεταξοτυπίας στους επισκέπτες της γιορτής.

Καλλιτεχνικό πρόγραμμα
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου
-Mickey Pantelous & The Chess-mates, έχοντας σαν βάση το μπλουζ τραγουδάνε για την πιο σκοτεινή πλευρά της ζωής.
-Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, από τις φωνές και τους δημιουργούς που ξεχώρισαν στην Δεύτερη Ακρόαση Νέων Δημιουργών της Μικρής Άρκτου συντροφιά με τη Μαρία Παπαγεωργίου
-Λιζέτα Καλημέρη, από τις πιο σημαντικές φωνές της έντεχνης μουσικής σκηνής σε αγαπημένα τραγούδια, κλασικά αλλά και σύγχρονα με συντροφιά το σπουδαίο δεξιοτέχνη της κιθάρας Δημήτρη Λάππα.
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου
Συναυλία Αλέξη Βάκη, Αργυρώς Καπαρού, Δημήτρη Σταμέλου. Έκτακτη συμμετοχή ο Λάκης Καραλής. Ο συνθέτης, ενορχηστρωτής και ραδιοφωνικός παραγωγός Στο Κόκκινο Αλέξης Βάκης συναντά δύο από τις πιο ελπιδοφόρες φωνές της νέας γενιάς, την Αργυρώ Καπαρού και τον Δημήτρη Σταματέλο. Θα παρουσιάσουν μια ανθολογία από τα καλύτερα ελληνικά πολιτικά (με την ευρεία έννοια) τραγούδια, από τη δεκαετία του ’60 ως και τις μέρες μας. Εμβολίμως, ο Λάκης Καραλής θα παίξει μερικά από τα θρυλικά τραγούδια του Σούπερ Μάρκετ, που γράφτηκαν το 1968 στο Λονδίνο, ως -συναισθηματική και πολιτική- αντίδραση στη διάσπαση του ΚΚΕ, καθώς και τραγούδια που συνέθεσε στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Οι εκδηλώσεις θα ολοκληρωθούν αργά το βράδυ παρέα με το συγκρότημα Μουσικώςχύμα.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέντευξη με τον κλαρινετίστα Διονύση Γραμμένο





ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ:

"ΤΟ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΕ ΚΑΛΟ"




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, Ιούνιος 2008, τεύχος 152, σελ. 140-141).


Κερδίζοντας το πρώτο βραβείο του 14ου Πανευρωπαϊκού Διαγωνισμού Νέων Μουσικών της Eurovision, ο κλαρινετίστας Διονύσης Γραμμένος έγραψε ιστορία. Με όπλα το ταλέντο, τη σκληρή δουλειά και το πάθος για μουσική, ο μόλις 19 χρονών μουσικός φαίνεται να αντιμετωπίζει ψύχραιμα και ώριμα τη μεγάλη αυτή διάκριση.





Διονύση, πώς σου φάνηκε η Βιέννη και ο διαγωνισμός;

Διονύσης Γραμμένος: Καταπληκτική η εμπειρία του διαγωνισμού, καταπληκτική και η Βιέννη σαν πόλη. Το επίπεδο του διαγωνισμού ήταν πολύ υψηλό. Εξίσου υψηλό είναι και το επίπεδο της κουλτούρας που υπάρχει στη Βιέννη, όπως και το επίπεδο της κλασικής μουσικής εκεί.


Πώς έφτασες μέχρι τον τελικό; Και ποια έργα έπαιξες σε κάθε φάση;

Καταρχάς, έγινε ο διαγωνισμός σε κάθε χώρα ξεχωριστά για να επιλεγεί ο εκπρόσωπος κάθε χώρας. Ο διαγωνισμός για την Ελλάδα έγινε στην Αθήνα, όπου έπαιξα το τρίτο μέρος από το Κονσέρτο Νο.4 του Λουίς Πώλ και το «Φαντασία ντι Κοντσέρτο», μια επιλογή και παραλλαγές από θέματα της όπερας ‘Ριγκολέτο’ του Βέρντι. Ο Ευρωπαϊκός διαγωνισμός είχε δύο στάδια: τον προκριματικό και τον τελικό. Στον προκριματικό έπαιξα τα τρία κομμάτια για σόλο κλαρινέτο του Στραβίνσκυ, καθώς και την επιλογή από το Ριγκολέτο. Στον τελικό επέλεξα το τέταρτο μέρος από το Κονσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα του Ζαν Φρανσέ.


Για ποιο λόγο επέλεξες να αφοσιωθείς στο κλαρινέτο;

Από μικρός, με είχε συγκινήσει ιδιαίτερα ο ήχος του κλαρινέτου. Κατάγομαι από την Κέρκυρα, η οποία έχει μια μεγάλη παράδοση στη μουσική. Έτσι, ήταν φυσικό να έχω κι εγώ από μικρός μια επαφή με τη μουσική, με τις μπάντες, με διάφορα όργανα και ακούσματα. Και αυτό που με συγκίνησε περισσότερο σαν όργανο, από τα οχτώ μου χρόνια, ήταν το κλαρινέτο.


Ποια ακούσματα θυμάσαι από την Κέρκυρα;

Εγώ ξεκίνησα στη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας, που είναι η παλαιότερη Φιλαρμονική στην Κέρκυρα αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Είναι έθιμο στην Κέρκυρα σε ότι γίνεται, σε λιτανείες, σε παρελάσεις, να ακολουθεί η μουσική. Παλαιότερα, η λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνα συνοδευόταν μουσικά από μια μπάντα από το εξωτερικό. Κάποια στιγμή, οι Κερκυραίοι αποφάσισαν να φτιάξουν μια δικιά τους μπάντα, αντί να φέρνουν τη μπάντα απ’ έξω. Αυτό έγινε χοντρικά το 1840, το έτος ίδρυσης της Φιλαρμονικής, η οποία ονομάζεται και «Άγιος Σπυρίδωνας». Από τότε, δημιουργήθηκαν κι άλλες μπάντες, και σήμερα η Κέρκυρα έχει φτάσει να έχει είκοσι φιλαρμονικές μπάντες. Έτσι ξεκίνησε αυτή η παράδοση και από μικρός είχα αυτό το άκουσμα. Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν μέσα από τη συμμετοχή στην μπάντα.


Πώς εξελίχθηκαν οι σπουδές σου από εκεί και μετά;

Σε ένα ανώτερο επίπεδο, πέρα από το επίπεδο της μπάντας, οι σπουδές μου εξελίχθηκαν όταν γνώρισα τον σημερινό καθηγητή μου, τον κύριο Σπύρο Μουρίκη. Τον κύριο Μουρίκη τον γνώρισα στην Κέρκυρα, αρχικά με πρόθεση να με ακούσει και να μου δώσει κάποιες συμβουλές. Μετά συνέχισα μαζί του μαθήματα στην Κέρκυρα και στο Ωδείο Αθηνών.


Τι είναι για σένα ο δάσκαλός σου;

Ο δάσκαλός μου είναι για μένα το πρότυπό μου στη μουσική, σε πολλά πράγματα. Μου έχει εμφυσήσει πάρα πολλά χαρακτηριστικά του παιξίματός του και του στησίματός του σαν μουσικός. Ο ίδιος είναι ένας παγκοσμίου φήμης σολίστ, και εγώ πραγματικά τον θαυμάζω τόσο σαν σολίστ αλλά και σαν καθηγητή. Το μάθημά μαζί του είναι μεγάλη χαρά, και παίρνω πολλά πράγματα από αυτό. Του χρωστάω πάρα πολλά πράγματα, γιατί με έφτασε σε αυτό το επίπεδο.


Σαν μαθητής, ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός δασκάλου που εκτιμάς ιδιαίτερα;

Θα μιλήσω με βάση την εμπειρία μου από τον συγκεκριμένο δάσκαλο. Ένας καθηγητής μουσικής πρέπει να μπορεί να παίζει μουσική στο μάθημα, για να ακούς τον πραγματικό ήχο του οργάνου δίπλα σου. Δεν είναι το ίδιο να ακούς το κλαρινέτο σε ένα cd, από μια ηχογράφηση, με το να παίζει ο καθηγητής δίπλα σου και να καταλαβαίνεις πώς πρέπει να ακούγεται αυτό το όργανο, πώς πρέπει να το φυσήξεις. Επίσης, ο καθηγητής πρέπει να καταλαβαίνει ότι κάθε παιδί είναι μια ξεχωριστή πραγματικότητα. Πρέπει συνεπώς να μπαίνει στο μυαλό του μαθητή, να του δίνει τη σκέψη που χρειάζεται για να επιτυγχάνεται το σωστό αποτέλεσμα στο παίξιμό του.


Απαιτήθηκε κάποιο τίμημα, κάποια θυσία για να φτάσεις τόσο ψηλά;

Αυτό που απαιτήθηκε ήταν να υπάρχει πρόγραμμα μελέτης και πειθαρχία στο παίξιμο. Απαιτήθηκε κόπος, αλλά δεν ήταν κάτι που έκανα παρά τη θέλησή μου. Ήταν κάτι που ήθελα να το κάνω για την εξέλιξή μου, για το καλό μου. Το να διαβάζεις βγαίνει σε καλό. Δεν μπορώ να πω όμως ότι στερήθηκα κάτι σαν παιδί. Η μουσική δίνει περιθώρια να ασχοληθείς και με άλλα πράγματα, δεν σε απομονώνει.


Και ποιες είναι οι μεγάλες απολαύσεις που σου δίνει η μουσική;

Η μουσική μου δίνει την ικανοποίηση να παίξω σε συναυλίες, να κάνω ρεσιτάλ, να συνεργαστώ με άλλα άτομα σε μουσική δωματίου. Είναι σημαντικό να παίζεις και να βρίσκεσαι μαζί με άλλους ανθρώπους. Η μουσική μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω πολλές γνωριμίες. Όλα αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά.






Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν την κλασική μουσική «δύσκολη», «ξεπερασμένη». Τι θα έλεγες σε κάποιον για να τον προσελκύσεις στον κόσμο της κλασικής μουσικής;

Για να κρίνεις κάτι πρέπει να το γνωρίζεις και να το έχεις ακούσει. Άρα, για μένα δεν μετράει η άποψη κάποιου που λέει ότι δεν του αρέσει η κλασική μουσική, χωρίς να έχει ακούσει ποτέ κλασική μουσική. Για να μετράει η γνώμη σου για την κλασική μουσική, πρέπει να αποκτήσεις πρώτα ακούσματα κλασικής μουσικής. Και σίγουρα είναι στο γούστο του καθενός να ακούει κλασική, ή ποπ, ή dance, ή οτιδήποτε. Πάντως, υπάρχουν πολλά αξιόλογα άτομα, μουσικοί, καθηγητές, που κάνουν πολύ καλή δουλειά, και αυτό κάνει την κλασική μουσική πιο αποδεκτή στον κόσμο.


Ποιος είναι ο επόμενος μεγάλος στόχος σου;

Θα σου πω κάτι που άκουσα παλιότερα: «Για να φτάσεις ψηλά, κάνε μικρά βήματα». Δεν έχω βάλει κάποιο στόχο μεγάλο και απραγματοποίητο. Προσπαθώ κάθε στόχος μου να βρίσκεται πιο ψηλά από τον προηγούμενο, και να εκπληρώνεται σταδιακά, όχι απότομα. Είμαι ακόμα μαθητής. Θέλω συνεπώς το παίξιμό μου να γίνει πιο σωστό και να εξελιχθεί ακόμα περισσότερο. Ως πρώτο στόχο βλέπω το να αποφοιτήσω από το ωδείο και να αποκτήσω ένα καλό δίπλωμα. Αυτός ο στόχος, να ολοκληρώσεις κάποιες σπουδές, να αποφοιτήσεις από το ωδείο σου, είναι πολύ ουσιαστικός. Μετά, θα ήθελα να ακολουθήσω μια καριέρα ως σολίστ, και να κάνω κάποιες συναυλίες.


Σου έγινε και μια πρόταση να γίνεις μέλος της Ορχήστρας Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ. Σκοπεύεις να ανταποκριθείς στην πρόσκληση;

Δεν μπορώ να δώσω μια απάντηση απερίσκεπτη τώρα. Η πρόταση αυτή με τιμά ιδιαίτερα, και θα ήταν σίγουρα χαρά μου να παίξω σε μια τέτοια ορχήστρα. Απλώς, αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλές υποχρεώσεις, και θα πρέπει πρώτα να σκεφτώ και μετά να απαντήσω.


Ποια είναι η δικιά σου dream team συνθετών που θαυμάζεις και θα ήθελες να ηχογραφήσεις ως σολίστ;

Υπάρχουν συνθέτες που έχουν γράψει εξαιρετικά έργα για κλαρινέτο, για κλαρινέτο και ορχήστρα, για κλαρινέτο και πιάνο, για κλαρινέτο και μουσική δωματίου. Από τους αγαπημένους μου συνθέτες είναι ο Μότσαρτ, ο οποίος έχει γράψει ένα αριστουργηματικό κονσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα, όπως και οι Βέμπερ, Νίλσεν, Μπραμς και άλλοι. Ταυτόχρονα, έχουν γραφτεί αρκετά και πολύ ωραία έργα για κλαρινέτο από Έλληνες συνθέτες, και επιδιώκω να τα παίζω σε ρεσιτάλ.


Τι χαρακτηρίζει το κλαρινέτο ώστε να μπορεί να συγκινεί με τόσους διαφορετικούς τρόπους, από τον Διονύση Γραμμένο στη Βιέννη μέχρι τον Γούντυ Άλεν της τζαζ και τους Έλληνες παραδοσιακούς κλαρινετίστες;

Αυτό που με συγκίνησε στο κλαρινέτο είναι ότι μπορεί να πάρει διάφορα χρώματα. Μπορεί να παράγει διάφορους ήχους, είτε χαρούμενους, είτε μουντούς και κλειστούς. Έχει μια σπιρτάδα σαν όργανο, είναι ιδιαίτερα σολιστικό, και μπορεί να αλλάζει απότομα. Το κλαρινέτο είναι ένα εντυπωσιακό όργανο.


Στη συνέντευξη τύπου ανέφερες ότι όνειρό σου είναι «να χαρίζεις χαρά με τη μουσική σου στον κόσμο». Η μουσική μπορεί να δώσει χαρά στον κόσμο;

Η χαρά είναι ένα συναίσθημα, και ο μουσικός μεταφέρει συναισθήματα μέσα από το παίξιμό του. Μπορεί να είναι χαρά, μπορεί να είναι λύπη, ή κάτι άλλο. Ρόλος του καλλιτέχνη είναι να ψυχαγωγεί, να παίζει για τους άλλους, γι’ αυτό και γίνονται οι συναυλίες. Ταυτόχρονα, ο μουσικός πρέπει να υπηρετεί την τέχνη και να αναδεικνύει ένα έργο με το παίξιμό του.


Πώς ένιωσες όταν κέρδισες το διαγωνισμό;

Στο μυαλό μου δεν είχα ποτέ το βραβείο του διαγωνισμού. Η μεγαλύτερη χαρά που πήρα ήταν όταν έμαθα ότι πέρασα στον τελικό και ότι θα έπαιζα με τη Συμφωνική της Βιέννης, μία από τις μεγαλύτερες ορχήστρες παγκοσμίως. Στο νου μου είχα μόνο αυτό, και όχι να πάρω κάποιο βραβείο. Το βραβείο ήταν κάπως απρόσμενο.


Αλήθεια, παρακολουθείς τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision; Πώς σου φαίνεται;

Ναι, βέβαια, παρακολουθώ το διαγωνισμό και μου αρέσει και το φετινό τραγούδι. Στο διαγωνισμό εμφανίζονται μερικές φορές και κάποια αρκετά αξιόλογα τραγούδια.


Θα ήθελες να ευχαριστήσεις κάποια άτομα που στάθηκαν πλάι σου σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια;

Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας, εκεί που ξεκίνησα, πήρα τις βάσεις και τα πρώτα μου μαθήματα. Έπειτα, την οικογένειά μου που με στηρίζει στα βήματά μου. Τα μέλη της επιτροπής του Πανελλήνιου Διαγωνισμού που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχω στον Πανευρωπαϊκό Διαγωνισμό της Eurovision και να ζήσω αυτή τη μεγάλη εμπειρία, να συναγωνιστώ με άλλους συνομήλικούς μου σολίστ. Τέλος, και προπάντων, να ευχαριστήσω τον καθηγητή μου για όλα αυτά που μου έχει προσφέρει στο μάθημα. Είναι μεγάλη μου τιμή που έχω αυτό τον καθηγητή, ο οποίος εκτός από μεγάλος μουσικός είναι και καταπληκτικός δάσκαλος.


Διονύση, θερμά συγχαρητήρια, και καλή συνέχεια στην καριέρα σου.

Ευχαριστώ πολύ.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Το λαϊκό ως υπονοούμενο




Τυχεροί όσοι πήραν το προτελευταίο τεύχος του περιοδικού "Δίφωνο" και άκουσαν στο cd «Τα Τραγούδια του Ασώτου» την Καίτη Ντάλη να τραγουδάει «Το παιδί του δρόμου», του Γιώργου Μητσάκη. Τυχεροί, όχι μόνο γιατί είναι πανέμορφο το τραγούδι, ούτε μόνο επειδή η φωνή της Καίτης Ντάλη είναι πραγματικά συγκλονιστική. Τυχεροί, επειδή στο τραγούδι αυτό συμπυκνώνεται μέσα σε ένα μόνο δευτερόλεπτο όλη η ουσία του επιθέτου «λαϊκό» (χωρίς εισαγωγικά) που κοσμεί το καλό ελληνικό τραγούδι. Το δευτερόλεπτο στο οποίο αναφέρομαι βρίσκεται στην παύση που κάνει η Ντάλη τελειώνοντας το τραγούδι. Αλλά ας διαβάσουμε την τελευταία στροφή:

Καρδιές τσαλάκωσα, ψυχές φαρμάκωσα
ίσως ακόμα και ο θεός να με μισεί
όσο και να μετανιώνω, κάθε κρίμα μου πληρώνω
και για όλα η αιτία είσ’ εσύ
μ’ έκανες παιδί του δρόμου και στενάζω απ’ τον καημό μου
και για όλα, και για όλα, φταις εσύ


Στο στίχο «και για όλα, και για όλα, φταις εσύ», η λέξη «εσύ» δεν βγαίνει από τη φωνή της μεγάλης τραγουδίστριας. Ακούγεται μόνο ένα ανολοκλήρωτο «εσ…», μία υποψία, ένας δισταγμός, ένα υπονοούμενο. Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι αυτή η παύση είναι ένας λόξυγκας, ότι η ερμηνεύτρια στραβοκατάπιε ή έφυγε από το μικρόφωνο, ή ότι το μικρόφωνο έμεινε από ρεύμα. Θα ήθελα όμως να ισχυριστώ κάτι άλλο: ότι ο λυγμός της Ντάλη συνιστά τον ορισμό του λαϊκού χωρίς εισαγωγικά.

Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο τραγούδι, στην «Ιστορία μου, αμαρτία μου», όπως αυτό ερμηνεύεται ζωντανά από την Ελευθερία Αρβανιτάκη στον δίσκο «Εκτός Προγράμματος». Στο κουπλέ

...αυτή τη γλύκα της κλεμμένης ευτυχίας
λίγο πολύ, όλοι την έχουμε γευτεί


η Αρβανιτάκη τελειώνει τη φράση με ένα μακρόσυρτο «γευτείίίίί…», μια κατάληξη ικανοποίησης, εντυπωσιασμού, έως και θριάμβου. Το ίδιο γίνεται με το επόμενο κουπλέ

...που θα φανείς όπως ο κλέφτης στο σκοτάδι
κι απ’ τη λαχτάρα η καρδιά μου να σφιχτεί


και την κατάληξη «σφιχτείίίίί». Φυσικά κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι αυτό το επιδέξιο τελείωμα της φράσης επιλέχθηκε για λόγους καλλιτεχνικούς, επειδή ακούγεται καλύτερα, καταδεικνύει τις εντυπωσιακές φωνητικές δυνατότητες της τραγουδίστριας, ή οτιδήποτε άλλο. Θα ήθελα όμως να ισχυριστώ κάτι άλλο: ότι το παρατεταμένο «κράτημα» της Αρβανιτάκη συνιστά τον ορισμό του «λαϊκού» με εισαγωγικά.

Γιατί είναι λαϊκή η παύση της Ντάλη; Το «εσ…» της Ντάλη είναι γεμάτο ερωτηματικά, το κυριότερο από τα οποία αφορά την προσωπική και κοινωνική ευθύνη για την κατάσταση που περιγράφει το τραγούδι. Είναι ένας δισταγμός που εκφράζει την πιθανότητα να μην «για όλα φταις εσύ» αλλά να φταίω κι εγώ, να φταίει η κοινωνία, η ζωή, οι αδικίες της, οι ταξικοί περιορισμοί, αλλά και η καταδίκη και η νομοτέλεια του έρωτα. Η συγκεκριμένη ερμηνεία είναι συνεπώς λαϊκή γιατί, ενώ δεν χάνει σε τίποτα από την περιγραφική της ακρίβεια και δύναμη, υπονοεί αποσιωπώντας τη διασύνδεση αυτού που περιγράφεται με ένα πλέγμα πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων.

Επίσης, το «εσ…» της Ντάλη αποτυπώνει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ερμηνευτή ως κοινωνικό υποκείμενο και στο τραγούδι ως προσωπικό και συλλογικό βίωμα. Το τραγούδι μένει ατελείωτο γιατί απλούστατα, το τραγούδι ως βίωμα επιδρά άμεσα και σε ζωντανή μετάδοση στο τραγούδι ως καλλιτεχνική πράξη. Τα δύο αυτά παρουσιάζονται αδιαχώριστα, ως ενότητα, και συναντιούνται φυσικά στο πρόσωπο του υποκειμένου-τραγουδιστή.

Προσοχή όμως: η αυθαίρετη κρίση μας δεν συνδέεται με τις – αναμφισβήτητες - φωνητικές ικανότητες της Αρβανιτάκη ή της οποιασδήποτε άλλης τραγουδίστριας. Δεν μιλάμε για πρόσωπα, αλλά για ένα ολόκληρο πρότυπο ζωής και, εν τέλει, ιδεολογίας. Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η τραγουδίστρια ως ερμηνεύτρια τραγουδιών, αλλά ως κοινωνικό υποκείμενο και φορέας βιωμάτων και ιδεών.

Με άλλα λόγια, η αρτιότητα της ερμηνείας της Αρβανιτάκη παράγει μια αναντιστοιχία, ενώ η ατέλεια της ερμηνείας της Ντάλη παράγει τη λαϊκότητα. Η Αρβανιτάκη μιλάει για την αμαρτία με τρόπο αναμάρτητο, με μια θριαμβική προέκταση της εκφοράς του στίχου που σίγουρα εντυπωσιάζει το κοινό, αλλά που έρχεται σε αντίθεση με το βιωματικό φορτίο του τραγουδιού. Έτσι, ενώ η Ντάλη φτάνει στα άκρα αυτό που το τραγούδι μόλις υπονοεί, η Αρβανιτάκη το ακυρώνει, και όλα αυτά με στιγμιαίες, σχεδόν ανεπαίσθητες επιλογές. Και οι δύο ερμηνεύτριες υποτάσσουν αναπόφευκτα και αναγκαία την ερμηνευτική τους οντότητα στην κοινωνική τους οντότητα. Όμως, αυτή η υποταγή στη μία περίπτωση γεννά το υπονοούμενο και το ερωτηματικό, και στην άλλη την επίδειξη και το θαυμαστικό. Δηλαδή, την προσωπική λύπη του τραγουδιού, η Ντάλη τη μεταβάλει σε συλλογικό λυγμό, ενώ η Αρβανιτάκη σε συλλογικό επιφώνημα ενθουσιασμού. Καθόλου τυχαίο ότι στο τέλος των μακρόσυρτων «γευτείίίίί» και «σφιχτείίίίί» ακούγεται ένα ενθουσιώδες «ναι!» από το πλήθος, λες και πανηγυρίζουμε για το «λάθος μου μεγάλο» και την «αρρώστια μου μες στα στήθια μου». Αυτή η κατάφαση, αυτό το «ναι!» σε ένα τραγούδι που λέει «όχι…» συνιστά την ουσία του «λαϊκού» με εισαγωγικά.

Στη ρίζα των δύο αντιθετικών ερμηνευτικών επιλογών βρίσκεται μια διαφορετική αντίληψη για τη μοίρα και τις αιτιώδεις σχέσεις της. Η μοίρα της Ντάλη είναι η αρχαιοελληνική μοίρα της αφετηρίας, του ξεκινήματος, της υποταγής στο φορτίο που φέρεις στην αρχή και καθορίζει τη μετέπειτα πορεία σου. Αντίθετα, η μοίρα της Αρβανιτάκη είναι η μεταμοντέρνα μοίρα του παρόντος, της α-χρονικότητας, του ανθρώπου που ότι δεν τον σκοτώνει τον κάνει πιο δυνατό. Η μία αντίληψη αμφισβητεί το γεγονός ότι για όλα φταίει μόνο ένα πρόσωπο, και εκτείνει τις ευθύνες και τη σιωπηλή κριτική της σε άλλες ατομικές και συλλογικές διαδρομές. Η άλλη αντίληψη, η τόσο δικιά μας, αμφισβητεί την ίδια την πιθανότητα του να φταίει κάποιος και κάτι. Δεν φταίει κανείς, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει φταίξιμο, ούτε πρόβλημα που να μπορεί να οριστεί μέσω μιας αιτιότητας μέσα στη feel good και new age αισθητική και ιδεολογία μας.

Οι οποιεσδήποτε ομοιότητες μεταξύ των μικρόκοσμων που παράγουν οι δύο συγκεκριμένες ερμηνείες, και των κόσμων που παράγουν τις δύο αυτές ερμηνείες ως κοινωνικές πρακτικές δεν είναι φυσικά τυχαίες. Η ερμηνεία όμως των διαφορών ανάμεσα στους κόσμους αυτούς, ανάμεσα στο κόσμο που παράγει το «εσ…» και τον κόσμο που παράγει το «ναι!», ξεπερνά τα όρια του σύντομου αυτού σημειώματος και χρήζει ευρύτερης κοινωνιολογικής ανάλυσης. Ίσως όμως ανεπαίσθητα, να έχουμε συνείδηση αυτής της αναντιστοιχίας του «λαϊκου», του χάσματος αυτών των δύο κόσμων, και ίσως αυτή η συνείδηση να αποτελεί προνόμιό μας και τραγωδία μαζί.
ηρ. οικ.

ΥΓ: Για να προλάβουμε την κριτική του ότι συγκρίνουμε ανόμοια τραγούδια, δηλ. ανόμοια πράγματα, αρκεί να αντιπαραβάλλουμε άλλες ερμηνείες του ίδιου τραγουδιού. Όχι, δεν χρειάζεται να πάτε μέχρι την πηγή και την Ρίτα Σακελαρίου. Μια Τάνια Τσανακλίδου «2 χρόνια ζωντανά από το Μετρό» αρκεί.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Αλέξης Βάκης για το λαϊκό τραγούδι

Από σήμερα τα Μ.Π. εγκαινιάζουν μια συνεργασία με τον γνωστό συνθέτη και μουσικοκριτικό Αλέξη Βάκη, στο πλαίσιο της οποίας θα δημοσιεύονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα άρθρα του δημοσιευμένα σε περιοδικά, τα οποία δεν είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Ξεκινάμε με ένα άρθρο για το λαϊκό τραγούδι που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο", τεύχος 90 (Μάρτιος 2003). Ευχαριστούμε θερμά τον φίλο Αλέξη Βάκη για την προθυμία του να συνεργαστεί με τα Μ.Π., εμπλουτίζοντας σημαντικά τη θεματολογία τους.
-----




ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Η ΠΑΛΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΩΣ ΕΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΚΕΡΔΗΘΕΙ(;) (1)του Αλέξη ΒάκηΔημοσιεύτηκε στο τεύχος 90 του ΔΙΦΩΝΟΥ (Μάρτιος 2003)

Πολλοί άνθρωποι, όταν αναφέρονται στη μουσική και το τραγούδι, αρκούνται στη γοητεία του real time: τρία λεπτά. Μου άρεσε (πολύ, λίγο, καθόλου) και …πάμε στο επόμενο. Το επιχείρημα είναι πάγιο: η τέχνη δεν υπάγεται σε λογικές διαδικασίες. Πρόκειται για μια –συγκεκριμένη- εκδοχή του αυτονόητου. Γιατί, πράγματι, πρώτα ακούμε κάτι με την καρδιά, παρά με το μυαλό . Επειδή όμως αυτή η άποψη λειτουργεί πλειοψηφικά, ως «πολιτικά ορθή» στις μέρες μας, πολύ συχνά στραγγαλίζει, με την κατηγορία του βαρετού, την όποια παραπέρα σκέψη, διότι «υπονομεύει» τις αισθήσεις. Σαν να ήταν εισαγγελέας. Θα προσπαθήσω να προσπεράσω αυτή την, όχι και τόσο ακαταμάχητη, λογική, δηλώνοντας, πριν απ’ όλα, ότι η μουσική με ενδιαφέρει γιατί αλλάζει τη ζωή μου. Ή, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του φίλου μου Βαγγέλη Κορακάκη, που ειπώθηκε σε ανύποπτο χρόνο, «εμείς κάνουμε μουσική, όχι για να ηρεμήσουμε, αλλά για να τρελλαθούμε». Είναι φανερό ότι δεν ασχολούμαστε –γενικά- με όλη τη σφαίρα της μουσικής, αλλά μ’ αυτήν (ή μ’ αυτές) που μας αφορούν, οπότε και πρέπει να ορίσουμε, στον εαυτό μας και στους άλλους, τι νοιώθουμε να μας αφορά. Και γιατί.

Το πάπλωμα

Μιλάμε λοιπόν για το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα, αυτό που παίζεται με μπουζούκια. Αν συμφωνείτε, αυτό που κατάφερε, στην ακμή του, το ’50 και το ’60, να συγκεράσει σε μία τις –παραδοσιακά- δύο διεθνείς εκφράσεις που μεταφράζονται ως «λαϊκό»: το folk (λαϊκό με την έννοια του παραδοσιακού, που έρχεται απ’ τα παλιά) και το popular (το λαοφιλές). Που από την ώρα που δισκογραφήθηκε, το 1932-33, και για πάρα πολλά χρόνια, σάρωνε στις πωλήσεις. Που «ευτύχησε» να δει το αντίπαλο δέος, το ελαφρό τραγούδι, να συρρικνώνεται και –κατά μία έννοια- να εξαφανίζεται. Που υπό την σημαία του χωράνε πολλοί και διάφοροι: σε κάθετη θεώρηση, από το Μπάτη μέχρι το Μαμαγκάκη. Αλλά και, σε οριζόντια, σήμερα, από το Ζήκα μέχρι το Ζαφείρη Μελά. Ισχύει άραγε το τελευταίο; Όπως έλεγε ο Πιραντέλλο (αλλά και η …17 Νοέμβρη τελευταία), «έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε». Αν αρκεί δηλαδή η παρουσία –του όποιου- μπουζουκιού και ο ρυθμός π.χ. του ζεϊμπέκικου για να αναχθεί κάτι στην κατηγορία «λαϊκά». Για να εξηγούμαι: δεν είμαι ο κριτής των γούστων κανενός. Πόσο μάλλον όταν και ο ίδιος έχω βρεθεί στο παρελθόν σε περίεργα μαγαζιά της «άλλης όχθης», εκεί όπου το σύνθι (αρμόνιο το έλεγαν ακόμα), ελλείψει βάσης, το στερεώνανε σε κάτι ιδιοκατασκευές από Βιοσώλ. Με οδήγησε, αλλά δεν με ανάγκασε να το κάνω, η παρέα. Και δεν έχω πρόβλημα να πω ότι πέρασα καλά. Δεν αποκλείεται, αν ποτέ πάω, να περάσω καλά και στο μαγαζί του Πλούταρχου, αν θέλετε σημερινό παράδειγμα, πιο glamorous φυσικά.

Η μνήμη του ουρανίσκου


Νωπή έχω ακόμα τη γεύση από τα υπαίθρια «βρώμικα» σάντουϊτς με λουκάνικο που κάποτε τρώγαμε στο γήπεδο. Τα, οποία, υποθέτω, μιας και έχω να πάω χρόνια, θα έχουν πια βιομηχανοποιηθεί, θα περνάνε από κάποιο έλεγχο και θα πουλιούνται μόνο στις επίσημες καντίνες, όπως στα πλοία της γραμμής. Δεν ξέρω όμως αν θα μου φαίνονται το ίδιο νόστιμα και σήμερα.

Η χρονική απόσταση από το δράμα, είναι λογικό να φέρνει τη νοσταλγία, που, με τη σειρά της, συντηρεί τη μυθοποίηση των παλιότερων εποχών. Μ’ αυτή την έννοια, είμαι σχεδόν σίγουρος πως, μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια, όλο και κάποιοι θα θυμούνται το Σώτη Βολάνη ή κάποιoυς άλλους cult τύπους των ημερών μας. Υπό την εξής «πονηρή» λεπτομέρεια: ο πανδαμάτωρ χρόνος που θα έχει μεσολαβήσει, θα τους επιτρέπει να «νοσταλγούν», χωρίς να είναι πάντα σε θέση να εξηγήσουν τι ακριβώς νοσταλγούν. Όπως εγώ, αν αφηνόμουν να τρέφομαι καθημερινά με τα σάντουϊτς των γηπέδων, η λοίμωξη, θα αργούσε μεν, θα με επισκεπτόταν δε.

Ο σέντερ φορ και η ομάδα

Αλλά ας πάμε κι άλλα χρόνια πιο πίσω: στου «Κουλουριώτη» ας πούμε, στο Μοσχάτο, το χειμώνα του ’61, εκεί που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Τα ερωτήματα ανακύπτουν ένα προς ένα. Τι ήταν αυτό το μαγαζί: Το «Ποσειδώνειο» ή ο «Διογένης» του τότε; Ο Καζαντζίδης; Ένα είδος Πασχάλη Τερζή της εποχής, με φωνητικό χάρισμα ίσως πιο σπουδαίο, που απλώς του «έτυχε» να πέσει στην εποχή με τις παχιές αγελάδες για το μπουζούκι και να πει τα καλύτερα τραγούδια των καλύτερων συνθετών; Γιατί αυτή η εποχή ήταν «τότε» και όχι «άλλοτε»; Επίσης: τι ψυχοσύνθεσης ήτανε το κοινό που –κατά μιλιούνια- επισκεπτόταν το σπίτι του, μόνο και μόνο για του πει πόσο τον λατρεύει; Μαζικά θρησκόληπτο, ένα είδος πιστών της Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω; Και γιατί τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τα καλά και τα λιγότερο καλά, ηχούν πάντα ακμαιότατα στο ραδιόφωνο και τα μαγαζιά, όταν κάποια απ’ τα ευπρεπέστερα νεότερα (για παράδειγμα «Των αγγέλων τα μπουζούκια»), πριν συμπληρώσουν δεκαετία στην πιάτσα, ακούγονται κουρασμένα, σαν να έχουν ήδη φάει τα ψωμιά τους;


Μιλώ για το Στέλιο Καζαντζίδη, την αιχμή του δόρατος του λαϊκού τραγουδιού. Είναι η αιχμή, ακριβώς γιατί υπάρχει το ίδιο το δόρυ. Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, οι αφανείς, το χασάπικο, το ζεϊμπέκικο, η νύχτα, τα παρελκόμενα. Αλλά, κυρίως, το κοινό, το λαϊκό –και καμμιά φορά το λόγιο σε απόδραση, μεσοαστικό ή μεγαλοαστικό- κοινό, που δίνει υπόσταση στο «είδος» και μεροκάματο στους ανθρώπους του. Δεν είναι ζήτημα απλώς ταξικό, αν και η εμφανής κατ’ αρχήν ταξικότητα του λαϊκού τραγουδιού επεκτείνεται και πέραν των (πολιτικών και άλλων) ορίων που δείχνουν να της αναλογούν. Φαντάζομαι δηλαδή το μακαρίτη –παρακρατικό- Γκοτζαμάνη, πριν καβαλήσει το τρίκυκλο και πάει να σκοτώσει το Γρηγόρη Λαμπράκη, να αυτοσυγκεντρώνεται μουρμουρίζοντας «Αν ειν’ η μοίρα μου σακατεμένη» και, δυστυχώς γι’ αυτόν, η ζωή να μη τον διαψεύδει. Για να μη μιλήσω για τον ιδιοφυή κατά τα άλλα Άκη Πάνου και κάποιες ιδιόρρυθμες απόψεις του, που λίγο απέχουν απ’ το να χαρακτηριστούν ως φασιστικές.

Το άγχος του φαβορί

Τι να’ ναι αυτό άραγε που κάνει το μίγμα τόσο εκρηκτικό; Η δύναμη του «αυθεντικού» μήπως; Ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης πάντως, σαφής και κατηγορηματικός, αφήνει εμβρόντητη τη νεαρή δημοσιογράφο που του δηλώνει το θαυμασμό της στην «αυθεντική» τέχνη του, όταν της λέει: «κορίτσι μου, ακόμα κι ένα ρέψιμο μπορεί να’ ναι αυθεντικό!» (2) Το ίδιο μπέρδεμα συμβαίνει και σήμερα, όταν, στην απλή ιδιαιτερότητα, κάποιοι προσδίδουν την απαίτηση που έχουν από την «πρωτοπορία». Πόσοι, έξυπνοι και έμπειροι, δεν «μάσησαν», προ δεκαετίας, αναγορεύοντας ας πούμε τον Χρήστο Κυριαζή σε μέντορα του νέου, «εκφραστικού» τραγουδιού; Το «Έχω κλάψει», όμως, η το «Επιμένω», δεν ακούγονται πια. Κάποιοι άλλοι, στις μέρες μας, προσπαθούν να κάνουν το ίδιο με τον Γιώργο Μαργαρίτη. Όσο κι αν μου είναι συμπαθής, υποψιάζομαι αδιέξοδο στην υπόθεση. Για να μην πάμε στην περίπτωση του συγχωρεμένου Στράτου Διονυσίου, που, αν μιλήσουμε για το μέταλλο της φωνής του, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο πως το διαχειρίστηκε, στην ακμή του τουλάχιστον, όταν ο ίδιος έδειχνε να κάνει κουμάντο στο ρεπερτόριο και τα μαγαζιά. Η στην πολύ καλή τραγουδίστρια Ρίτα Σακελλαρίου, που δεν ήταν προετοιμασμένη για το βάρος της «πρώτης φίρμας», γι’ αυτό και δεν το άντεξε. Η, ακόμα, στον -αγαπημένο μου- Γιώργο Ζαμπέτα, που κόντεψε να τινάξει στον αέρα το σπάνιο (μουσικό και επικοινωνιακό) ταλέντο του, διασπείροντάς το, από ένα σημείο και πέρα, σε γραφικότητες, ειδικά επί επταετίας.

Το Ρίο…

Εντάξει, το λαϊκό τραγούδι δεν είναι ο γερμανικός στρατός με την πειθαρχία και την αυστηρότητά του. Ούτε παρθεναγωγείο, για να μην σηκώνει σαχλαμάρες, μικρού ή μεγαλύτερου βεληνεκούς. Άνθρωποι το σήκωσαν στις πλάτες τους και δη της πλαϊνής πόρτας, χωρίς πτυχία και περγαμηνές, αν αυτά κάνουν τη διαφορά. Τότε, όμως, γιατί η «καταξιωμένη» περίοδος, από τα ρεμπέτικα του ’30 μέχρι «Η ζωή μου όλη», με ενδιάμεσο κόμβο τα τραγούδια του Θεοδωράκη (όταν δεν αυτονομούνται προς άλλες κατευθύνσεις), παραμένει αξεπέραστο σημείο αναφοράς; Γιατί δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο και σήμερα, τι λείπει;


Η απάντηση δεν βρίσκεται σε πανεπιστημιακά συγγράμματα. Είναι απλή, όσο κι αν κάνουμε πως δεν την βλέπουμε. Οι αναλογίες δεν είναι οι ίδιες, γιατί ο ρόλος του λαϊκού τραγουδιού (αλλά και όλης της τέχνης που άπτεται του «λαϊκού») δεν είναι πια ο ίδιος. Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, ας πούμε, δεν είναι ο Πάνος Γαβαλάς του σήμερα, κι ας μην του λείπουν τα προσόντα. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο ηθοποιός Σπύρος Παπαδόπουλος (φίλοι μου και οι δύο, ελπίζω να μην παρεξηγηθούμε) δεν είναι ο Νίκος Σταυρίδης, έστω κι αν είναι το ίδιο «Ολυμπιακός» μ’ αυτόν. Αναφέρομαι σε ορθόδοξες περιπτώσεις, που, τουλάχιστον, δεν ελέγχονται για παρέκκλιση προς το ευτελές.

…και το Αντίρριο

Κάποιοι άλλοι, που ενέχονται στο ακραιφνές «εμπορικό», δεν είναι απαραίτητο να είναι ατάλαντοι και να κάνουν μόνο κακά τραγούδια. Το τραγούδι «Χαμένα» του Φοίβου, για παράδειγμα, που πριν από πέντε-έξι χρόνια τραγούδησε η Καίτη Γαρμπή, δεν είναι και το χειρότερο τραγούδι που έχω ακούσει στη ζωή μου. Αν όμως το δούμε μέσα στο συνολικό πλαίσιο που κινείται το πακέτο «Καιτούλα», τότε ίσως φτάσουμε στο συμπέρασμα πως η «οσμή» του δεν απέχει και πολύ από αυτή των υπόλοιπων σουξέ της. Ούτε άλλαξε το προφίλ της –επί το «ποιοτικότερον»- όταν τραγούδησε και τον έτερο Φοίβο: το Δεληβοριά. Γι’ αυτόν, δεν παίρνω όρκο. Ίσως και να ήταν απ’ τα όνειρα της ζωής του το να τραγουδηθεί από την «άλλη μεριά» και μάλιστα από μια τόσο πρωτοκλασάτη φίρμα. Ίσως πάλι να του έβαλε την ιδέα η εταιρεία.

Η κοινωνία της «κλασικής» μουσικής

Αντίθετα, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, (μα και η Ζωή Φυτούση, αν επεκταθούμε προς τα λαϊκότροπα του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου), δεν διέθετε δα και το καταπληκτικότερο λαρύγγι της υφηλίου. Παρά τούτο, θεωρείται –και είναι- διαχρονικός. Όχι μόνο για τα όποια καλά τραγούδια είπε. Κυρίως, για το γεγονός ότι τα είπε και τα σφράγισε με τον ευδιάκριτο «δικό του» τρόπο, που είναι μάλλον αντιδιαμετρικός με τον ομογενοποιημένο τρόπο της συντριπτικής πλειοψηφίας των σημερινών τραγουδιστών, που νομίζεις ότι το κάνουν επίτηδες για να μην τους ξεχωρίζουμε.


Ακόμα περισσότερο όμως, ο Μενιδιάτης, ο Ρεπάνης, ο Περπινιάδης, η Γιώτα Λίδια, όλοι οι περήφανοι αποσυρθέντες, έχουν να λένε στα εγγόνια τους: «ήμουν κι εγώ εκεί». Στο σωστό σημείο και στο σωστό χρόνο, όταν δηλαδή η δύναμη που απέπνεε το λαϊκό τραγούδι ήταν η ίδια η ζωντανή έκφραση της κοινωνίας και η έννοια «λαϊκός πολιτισμός» είχε πραγματική και όχι φιλολογική υπόσταση. Ήταν ζωντανός, γιατί είχε ενεργό το υποκείμενο: το λαϊκό άνθρωπο, που σκεφτόταν και αισθανόταν υπό το πρίσμα του «συλλογικού». Και δρούσε κατά το δοκούν, ανάλογα με το τι κατέβαζε η κούτρα του.

Για να μην παρεξηγούμαστε αδίκως

Αν τα παραπάνω εκληφθούν ως «νοσταλγία», κακώς. Δεν προτίθεμαι να νοσταλγήσω την παράγκα του ’50, την κοινόχρηστη τουαλέτα ή τη Μακρόνησο, που δεν έζησα, ούτε την ειδυλλιακή περίοδο της χούντας, που θυμάμαι θαμπά. Δεν θρηνώ για τον επικείμενο θάνατο του λαϊκού τραγουδιού, που θα συμβεί αν δεν αλλάξουν δραματικά οι ισορροπίες. Αν δηλαδή δεν υπάρξει ξανά συλλογικός λαϊκός πολιτισμός και δεν ζωντανέψει ο νέος λαϊκός άνθρωπος, που, όμως, θα χειρίζεται κομπιούτερ και θα έχει κινητό. Αν κάτι είναι να πεθάνει, ας πεθάνει. Με ή χωρίς αντίσταση. Δεν είμαι κοινωνιολόγος, ούτε με παίρνει, ατομικά, να ελπίζω στην ανατροπή του υπάρχοντος status. Αυτοί που διακηρύσσουν στα σοβαρά κάτι τέτοιο, η Αριστερά ας πούμε, ας πάρουν υπ’ όψη τους το πόσο πολύπλοκα είναι τα πράγματα στην πραγματική ζωή. Και, παρεμπιπτόντως, ας βγουν κάποτε από τον («εκσυγχρονιστικό» ή «επαναστατικά καθαρό») λήθαργό τους. Στα χρόνια του’ 60, ο Μίμης Δεσποτίδης διέβλεψε τη δύναμη του «Επιτάφιου» του Θεοδωράκη και του Ρίτσου και βρήκε τον τρόπο να τον περάσει στην κοινωνία, στην εκτέλεση με το Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Χιώτη, παρά τις θυελλώδεις αρχικές αντιδράσεις του κόμματος και του επίσημου κράτους. Η γενναιότητα, όμως, του απλού κόσμου, που αγκάλιασε τον «Επιτάφιο», έσωσε την παρτίδα. Οι σημερινοί, περιορίζονται απλώς στο ρόλο του γραφικού στα τηλεοπτικά παράθυρα. Για να τελειώνω: σ’ εμένα τουλάχιστον, δεν αρκεί ξερό το σύνθημα «κάτω ο καπιταλισμός».
Σημειώσεις:(1) Διονύσης Σαββόπουλος: «Αχαρνής»
(2) Το περιστατικό καταγράφει ο Αργύρης Ζήλος στη συνέντευξή του με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (ΔΙΦΩΝΟ 84, Σεπτέμβριος 2002)

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Αφιέρωμα του ΚΚΕ στον Μάνο Χατζιδάκι



Εκδήλωση – αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι διοργανώνει το ΚΚΕ στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 90 χρόνια από την ίδρυσή του. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί σήμερα Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου, στις 8:30 μμ, στη Ρωμαϊκή Αγορά, στην Πλάκα.

Συμμετέχουν η συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων υπό τη Διεύθυνση του μαέστρου Λευτέρη Καλκάνη, η μεικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων υπό τη Διεύθυνση του μαέστρου Σταύρου Μπερή, οι σολίστ, Γιάννης Σπάθας και Εύα Φάμπα, και ο τραγουδιστής Βασίλης Λέκκας.
-----


Ένα πολύ ωραίο σχετικό κείμενο του συνθέτη Νότη Μαυρουδή βρήκαμε και παραθέτουμε από την ιστοσελίδα www.tar.gr και βρίσκεται ΕΔΩ

"Κομματικά ανοίγματα στον Χατζιδάκι…"

Ιδιαίτερη χαρά ένοιωσα όταν διάβασα σήμερα πως το ΚΚΕ οργανώνει συναυλία αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι, στη Ρωμαϊκή αγορά (8 Σεπτεμβρίου 2008). Μα –θα μου πεις- είναι η πρώτη φορά που θα γίνει συναυλία του συνθέτη στον ίδιο χώρο; Όχι ασφαλώς. Θα είναι όμως η πρώτη φορά που ο συγκεκριμένος πολιτικός – κομματικός χώρος θα κάνει επίσημα μια τέτοια …υπέρβαση.

Να την χαιρετίσουμε. Να την χαιρετίσουμε με ενθουσιασμό, αφού, έτσι όπως το είχα καταλάβει εγώ, στη σκέψη αυτού του κόμματος υπάρχουν δυο αποχρώσεις συνθετών: εκείνοι του λαού, και οι άλλοι, οι απέναντι. Οι αντιλαϊκοί. Ο συχωρεμένος εθεωρείτο ότι ανήκε στους ...δεύτερους(!!! ) αφού ουδέποτε σήκωνε σε γροθιά το αριστερό του χέρι και -επιπλέον- στηλίτευε πάντα τις κομματικές και πνευματικές αγκυλώσεις από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και όσους συντηρούσαν παλαιά δόγματα.

Με αυτή την έννοια, η οργάνωση συναυλίας από το ΚΚΕ στον Μάνο Χατζιδάκι, στοιχειοθετεί «άνοιγμα» από εκείνα που ονομάζονται «ιστορικά» και «καραμπινάτα», όσο και αν αυτή η αναγνώριση έρχεται καθυστερημένα μερικές δεκαετίες…

Το θέμα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο και να προσποιηθούμε πως ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος έκανε μια συναυλία όπως οι υπόλοιπες που οργανώνει στις διάφορες εκδηλώσεις του. Θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να δούμε εάν μια τέτοια συναυλία – αφιέρωμα, θα περιοριστεί αποκλειστικά και διεκπεραιωτικά στο μουσικό μέρος ή εάν θα υπάρξει και κάποια ομιλία σημαίνοντος στελέχους του κόμματος που θα αναφέρει τους λόγους μιας άλλης «οπτικής» ή μιας άλλης εποχής που …διορθώνει κάτι που οι νέες εποχές και τα νέα δεδομένα απαιτούν.

Το ΚΚΕ επανατοποθετείται. Αυτό δεν είναι κακό, αντιθέτως, αποκαθιστά τον Χατζιδάκι στη συνείδηση όλων όσοι είχαν σχηματίσει εντύπωση πως εξέφραζε «δεξιές» και συντηρητικές (!!! ) αντιλήψεις. Όμως, όποιος θεωρούσε κάτι τέτοιο, απλώς δεν γνώριζε τον άνθρωπο και εθελοτυφλούσε και υποτασσόταν σε ιδεοληψίες του κόμματος ή των δύστροπων καιρών. Ο Χατζιδάκις ήταν πρωτίστως άνθρωπος του πνεύματος και ασυμβίβαστος. Πρωτοστατούσε στον καταγγελτικό λόγο, αδιαφορώντας για τις πολιτικές αποχρώσεις και τα κομματικά κατεστημένα, που συγκρουόταν πολλές φορές μαζί τους. Υπήρξε αυτόνομος - αυθύπαρκτος και από πολύ νωρίς δεν δίσταζε να έρθει σε κάθετη ρήξη με ό,τι θεωρούσε πως συμβάλει στη δημιουργία λιμναζόντων υδάτων. Όλα αυτά σημαίνουν πως ερχόταν σε ρήξη με ό,τι κομματικό πάγωνε και ακινητοποιούσε τη σκέψη και τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό. Όλα αυτά επίσης, σημαίνουν πως ο συνθέτης δεν δίσταζε (εκτός από τις δεξιές πολιτικές ) να συγκρουστεί και με την αριστερά και ιδιαίτερα με ένα μεγάλο κομμάτι της…

Για να επανέλθουμε λοιπόν, λέω πως το αφιέρωμα του Σεπτεμβρίου στον Χατζιδάκι από το ΚΚΕ, θα φέρει στο φως (υποθέτω) πολλές συζητήσεις γύρω από τον χρόνο που έχασε το κόμμα αυτό, ώσπου να αποφασίσει να αποκαταστήσει όχι έναν δικό του αγωνιστή (βεβαίως - βεβαίως ) αλλά, πάντως, έναν από τους πιο χρήσιμους πολίτες αυτής της χώρας, αυτού του πολιτισμού.

Νότης Μαυρουδής
(από την Ελευθεροτυπία, 23/5/08 )

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Τρεις ευχές

Ο bosko από τα αγαπημένα "Άσματα και Μιάσματα" έστειλε πρόσκληση σε παιχνίδι. Τρεις ευχές πρέπει να γράψω, μία για μένα, μία για κάποιον άλλον και μία για τον εχθρό μου. Βεβαίως, η διατύπωση του παιχνιδιού δεν είναι αθώα. Ας πούμε, γιατί πρέπει να εμπεριέχεται στο παιχνίδι ο εχθρός; Αρκετοί εχθροί δεν κατασκευάζονται έτσι και αλλιώς; Γιατί να συμπεριλάβουμε άλλον έναν στο παιχνίδι μας; Και ο άλλος; Ποιος είναι αυτός; Ο φίλος; Και αν τύχει και διαβάσει ο εχθρός την ευχή μου προς τον φίλο; Δεν θα γίνει αυτόματα ακόμα πιο εχθρός; Και αν ο φίλος διαβάσει την ευχή προς τον εαυτό μου, και τη βρει πιο γενναιόδωρη από τη δική του; Μήπως γίνει κι αυτός εχθρός; Αφήστε δηλαδή που ο Σαρτρ το λέει ξεκάθαρα... «η κόλαση είναι οι άλλοι», που σημαίνει ότι μια πιθανή ευχή είναι να βγεις από την κόλαση, αλλά άντε μετά να εξηγήσεις την ευχή αυτή στους άλλους, σε αυτούς δηλαδή που αποτελούν την κόλαση. Εντωμεταξύ, υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι την ευχή που θα κάνεις προς τον εαυτό σου θα τη διαμορφώσεις λαμβανοντας υπόψη το ότι κάποιος πέραν του εαυτού σου μπορεί και να τη διαβάσει. Πόσο ειλικρινής όμως μπορεί να είναι μια τέτοια ευχή;

Με άλλα λόγια, αγαπημένοι αναγνώστες και αναγνώστριες, καταλαβαίνετε ότι ένα αθώο παιχνιδάκι μπορεί να εξελιχθεί σε σαπουνόπερα. Από την άλλη όμως, η πρόσκληση του bosko είναι εντολή. Και το παιχνίδι παιχνίδι.

Σε πρώτο ενικό, μια ευχή δανεισμένη από τον πρόωρα χαμένο Δημήτρη Λάγιο και το τραγούδι
«Να ονειρεύομαι»:

Ν’ αγγίζω το βυθό και να ξοδεύομαι γιατί το θέλω
σ’ ένα πλατύ γιαλό, στην εγκατάλειψη λευκού χειμώνα
Δημήτρης Λάγιος

Σε τρίτο πληθυντικό, για φίλους και εχθρούς, μια ευχή-προτροπή του Μιχάλη Κατσαρού από το ποίημα «Η Διαθήκη μου»
Αντισταθείτε σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός

Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα

στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας

ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.

(...)
Μιχάλης Κατσαρός


Αυτά τα λίγα, και μακάρι κάποτε να εκπληρωθούν όλες οι ευχές, όχι μόνο αυτών που λέγονται μεγάλοι, αλλά και όλων αυτών που έμειναν μικροί. Όπως το λέει και ο λυγμός του Δημήτρη Μητροπάνου με τη δεύτερη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου στο "Χατίρι" των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Μίκη Θεοδωράκη: "Χριστέ μου κάνε απόψε ένα χατίρι / οι τελευταίοι να' ρθουν πιο μπροστά". Και επειδή ένας Χριστός μπορεί να μην είναι αρκετός, καλό είναι να βάλουμε και όλοι οι υπόλοιποι ένα χεράκι.
ηρ.οικ.

ΥΓ (1): Και μια ευχή ειδικά για τον bosko: να χτυπήσουμε κάνα κότσι και γρήγορα, γιατί πεινάω!

ΥΓ (2): Να προσκαλέσω στο παιχνίδι (αν και εφόσον δεν έχουν ήδη προσκληθεί) τους κατοίκους των ομόσταυλων

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Συνέντευξη της Δόμνας Σαμίου στον Σωτήρη Κακίση







Δόμνα Σαμίου:
«Να πιάσουμε απ’ τα παιδιά»


H συνέντευξη της Δόμνας Σαμίου στον Σωτήρη Κακίση δόθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1981 και δημοσιεύτηκε το Σάββατο 17 Οκτωβρίου 1981 στην εφημερίδα «Εγνατία». Αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο: Σωτήρης Κακίσης, «Αππία Οδός», Αθήνα, Εξάντας, 1982, σελ. 89-102.


Σωτήρης Κακίσης: Κυρία Σαμίου, πέστε μας για την κατάσταση του δημοτικού τραγουδιού σήμερα. Πώς τη βλέπετε εσείς;


Δόμνα Σαμίου: Πώς τη βλέπω την κατάσταση του δημοτικού τραγουδιού. Θα ’λεγα ότι τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Τελευταία, ταξίδευα και πήγαινα να δώσω μια συναυλία στο αρχαίο Θέατρο της Σικυώνας, έξω απ’ το Κιάτο. Μέσα στο πούλμαν που βρισκόμασταν λοιπόν, ο οδηγός έβαλε μια κασέτα στο μαγνητόφωνο να μας κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια της διαδρομής, και άκουσα μια γνωστή τραγουδίστρια, δημοτικιά, που τραγουδάει σε πανηγύρια περισσότερο, να τραγουδάει, δε θυμάμαι ποιο τραγούδι, πάντως ένα παλιό τσάμικο, γνωστό. Και τρόμαξα να το αναγνωρίσω. Απ’ τα λόγια μόνο το καταλάβαινες. Ήταν μια εκτέλεση φοβερή και τρομερή. Ομολογώ ότι αν είχα εκείνη τη στιγμή μια δύναμη, απ’ το κράτος, από κάπου, θα τους είχα απαγορέψει όχι μόνο απ’ τα πούλμαν βέβαια, θα τους είχα απαγορέψει απ’ τα πανηγύρια ή θα τους υποχρέωνα τέλος πάντων όταν πηγαίνουν να μην τραγουδάνε αυτά τα σύγχρονα, δήθεν δημοτικά, αυτές τις σαχλαμάρες, το «Μελαχρινάκι» και το «Παντρεμένοι κι οι δυο», όλα αυτά που δεν έχουν καμιά σχέση, απολύτως καμιά σχέση με το δημοτικό τραγούδι, αλλά κι επί πλέον, το χειρότερο, να πιάνουνε και να χαλάνε, να παραποιούνε τα ήδη υπάρχοντα, τα γνήσια δημοτικά τραγούδια.

Σ.Κ.: Αυτό το τσάμικο που λέτε ότι ακούσατε, τι χαρακτηριστικό είχε; Ας τα βάλουμε κάτω τα πράματα.

Δ.Σ: Θα σας πω. Αν και θα μπορούσαμε να βρούμε και την κασέτα, γιατί πουλιούνται αυτές οι κασέτες. Κάποιος έξυπνος, αετονύχης ηχογραφεί φαίνεται τα πανηγύρια, και τα βγάζει κασέτες μετά, και βγάζει λεφτά, και δε μπορεί βέβαια να καταλάβει τι έγκλημα κάνει στην υπόθεση δημοτική μουσική. Δεν υπάρχει καμία περιφρούρηση, καμία προστασία, πουθενά, σε κανένα τομέα. Αφήνω την καταστροφή που κάνουνε όλοι αυτοί οι κύριοι που ξαφνικά ανακαλύπτουν το δημοτικό τραγούδι. Από πού να πιάσουμε στα παρόμοια κρούσματα; Τώρα τ’ ανακαλύψαμε τα δημοτικά, απότομα; Και κάθομαι και σκέπτομαι, πόσα χρόνια είναι, απ’ το 1971 που με κάλεσε ο Σαββόπουλος στο Ροντέο τότε να τραγουδήσω πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο, στα νέα παιδιά, με την ορχήστρα μόνο, και φοβόμουνα να πάω, κι είχαμε εκείνη την επιτυχία. Κι από τότε αρχίζουνε ν’ ανακαλύπτουνε όλοι το δημοτικό, ν’ αρέσει στους νέους, να υπάρχει κάποια άνοδος του. Ε, σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια, και πιο πρόσφατα κυρίως, δεν ξέρω τι πάθανε, στερέψανε, δε βγάζουν τραγούδια, κι έχουνε στραφεί στο πτώμα του δημοτικού τραγουδιού, να το κατασπαράξουν. Δεν τ’ αφήνουν τουλάχιστο να ξεψυχήσει φυσιολογικά. Γιατί μια μέρα θα σταματήσει το δημοτικό τραγούδι. Μοιραία, φοβάμαι, πως θα σταματήσει.
Τι τους πειράζει λοιπόν; Τι τους ενοχλεί; Ας τ’ αφήσουνε το καημένο στην ησυχία του. Εκείνοι που τα φτιάχνανε δηλαδή τα τραγούδια αυτά, οι παππούδες μας και οι πρόγονοί μας, τρελοί ήτανε που τα φτιάξανε έτσι; Και δεν τα φτιάχνανε βεβαίως για το λόγο που τα φτιάχνουνε οι άλλοι σήμερα, για να βγάλουνε λεφτά, γιατί τότε δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα, ούτε γραμμόφωνα. Ούτε ηλεκτρικό δεν υπήρχε τότε.

Σ.Κ.: Ούτε οι αλλαγές ήταν τόσο βίαιες.

Δ.Σ.: Όχι, καθόλου. Έφτιαχνε το τραγούδι ο ένας, οι δύο, οι τρεις, και περιμένανε το πανηγύρι, να πάνε να το τραγουδήσουνε, να το παρουσιάσουνε. Κι αν το τραγούδι αυτό ο λαός το δεχότανε, ωραία. Πήγαινε παρακάτω, τα μαθαίνανε, κάποιος πρόσθετε κάνα στίχο παραπάνω αργότερα, μια μελωδία, πρόσθετε το τσάκισμά του, τέτοια πράγματα. Δεν ήταν το σημερινό το χάος.

Έπειτα, αυτή η βιομηχανία των τραγουδιών. Βγάζουνε αράδα δίσκους, δίσκους, δίσκους. Ε, που πάμε; Γιατί να τα παραποιούμε; Θες να τα πεις φίλε μου; Πες τα όπως είναι. Με γεια σου, με χαρά σου, να σου πω και μπράβο. Τι παίρνεις την κιθάρα και τα χαλάς; Τι προσθέτεις έτσι;

Σ.Κ.: Μήπως όμως όλα αυτά γίνονται μες στην προσπάθεια να πλησιαστεί το κοινό, να τα μάθει έτσι;

Δ.Σ.: Υποτίθεται πως το ίδιο επιδιώκουν όλοι. Κι όταν τους βγάζουνε τα μάτια αυτό λένε: «Πάμε να τα κάνουμε πιο όμορφα, να πλησιάσουμε το κοινό πιο πολύ». Μα να μη σώσεις να το πλησιάσεις ποτέ το κοινό αν είναι να τα διαλύσεις. Τι να το κάνω όταν μου τα παραποιείς και το παιδί, κι οποιοσδήποτε άλλος, θα τ’ ακούσει στραβά;

Αυτό είναι το παράπονό μου εμένα. Όλα οδοστρωτήρας. Τι είναι; Δημοτικό; Ωραία, βαλ’ το κάτω και δώσ’ του. Με τη χουλιάρα, βάζουνε το κουτάλι κι ανακατεύουν όλων των ειδών τις μουσικές. Ρεμπέτικα, δημοτικά, κουλουβάχατα. Κανείς δεν τους το ζητάει. Μόνο η τσέπη τους φαντάζομαι, κι η εταιρεία, για να βγάλουνε λεφτά.

Σ.Κ.: Δεν είπαμε όμως για κείνο το τσάμικο.

Δ.Σ.: Μα τόσο στεναχωρήθηκα όταν άκουσα αυτή την κασέτα που σας έλεγα, μ’ αυτό το τραγούδι, το ωραιότατο το δημοτικό το τσάμικο. Και να τραγουδάει αυτή η γυναίκα τόσο αργά! Ο τσάμικος, είναι γνωστό αυτό, είναι ένας λεβέντικος, ωραίος, πολεμικός χορός, κι εκείνος που χορεύει μπροστά, χορεύει πρώτα για τον εαυτό του και δίνει όλο του το μεράκι, το κέφι του. Ε, αυτό το πράμα ήταν ένα αργό μοιρολόι που δεν ξέρω πια κι αν ήταν αυτά τα μέτρα του τσάμικου. Η ορχήστρα έπαιζε μ’ ένα τρόπο τελείως παράξενο. Δε μπόρεσα να καταλάβω ποιον μιμούνται. Πρέπει ν’ αγοράσουμε αυτή την κασέτα οπωσδήποτε, να την έχουμε έτσι, για ντοκουμέντο. Άλλο να σας τα λέω, κι άλλο να την ακούσετε. Και δεν ήτανε καθόλου λάθος οι στροφές.

Άσε δε, τώρα που το θυμήθηκα, είναι κι ένας άλλος, που το ’χει πάρει σβάρνα, ότι κάνει λέει δημοτικά, και μιμείται τους Άραβες, τους Αιγύπτιους. Εγώ, αν ήταν δυνατόν, γι’ αυτή την περίπτωση και μόνο, θα ’θελα μια δικτατορία. Να λάβει επιτέλους η κυβέρνηση μέτρα πραγματικά πολύ αυστηρά και ν’ απαγορεύσει αυτό το κακό που γίνεται με την εθνική μας κληρονομιά. Δηλαδή, σα να πάμε στην Ακρόπολη, να μη μας αρέσει όπως είναι, και να πιάσουμε τσιμέντο σημερινό να την μπαζώσουμε, να τις κλείσουμε τις αυλακιές στις κολώνες, να τις γεμίσουμε, να τις κάνουμε στρογγυλές, να ’ναι πιο ωραίες.

Σ.Κ.: Αλλά έτσι σα να παραδεχόμαστε ότι έχει κλείσει η υπόθεση δημοτικό τραγούδι. Μιλήσατε και για πτώμα προηγουμένως.

Δ.Σ.: Κοιτάξτε. Σήμερα, με τις συνθήκες που ζούμε, δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί δημοτικό τραγούδι. Δε φταίμε εμείς. Φταίει ο τρόπος ζωής μας, φταίει η εποχή μας. Όταν έχεις όλα αυτά τα μηχανήματα γύρω σου, όταν έχεις όλο αυτό το ρυθμό της ζωής, το γρήγορο! Γιατί οι άνθρωποι τα δημοτικά τραγούδια τα φτιάχνανε με το κέφι τους, με την ησυχία τους. Κατασκευάζανε τα όργανά τους μόνοι τους, φτιάχνανε τις φλογέρες τους, τις τσαμπούνες τους. Με το πλατάνι τους, τα νερά τους. Έκοβε το καλάμι από την καλαμιά, το ξέραινε, έκανε τη φλογερίτσα του ο άνθρωπος. Η γυναίκα που ύφαινε στον αργαλειό, ή που ’κανε νυχτέρι το βράδυ, πώς να περάσουν εκείνες οι ώρες οι ατέλειωτες της δουλειάς, το ’ριχνε στο τραγούδι. Και βεβαίως διέπρεπε η καλύτερη, αυτή που ’χε την πιο καλή φωνή, το ταλέντο.

Έπειτα, κάθε γεγονός κοινωνικό ή προσωπικό που συντάρασσε τον άνθρωπο, γεγονός εθνικό, ήταν μια αφορμή δημιουργίας δημοτικού τραγουδιού. Γι’ αυτό έχουμε όλη αυτή την πληθώρα των όμορφων τραγουδιών, μα ή κοινωνικής ζωής είναι, γάμου, αγάπης, έρωτα, ή, ξέρω ’γω, σκωπτικά, πειραχτικά τραγούδια. Με το παραμικρό, ο λαός μας που ’χει αυτή τη χιουμοριστική τάση, έβγαζε του καθενός το τραγουδάκι του, με το κουσούρι του το ανάλογο. Ή πάλι, τα τραγούδια τα ηρωικά, τα ιστορικά. Κάθε γεγονός ιστορικό, εθνικό ας πούμε, αμέσως έδινε λαβή να φτιαχτεί ένα τραγούδι. Δε φτιάχνανε όλοι βέβαια, φτιάχνανε εκείνοι που είχανε ένα χάρισμα απ’ τη φύση. Όπως ήταν ο τσοπανάκος που γύριζε μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους κι έφτιαχνε τα τραγούδια τους.

Σ.Κ.: Εντοπίζουμε λοιπόν το πρόβλημα στο ρυθμό, στις συνθήκες.

Δ.Σ.: Ακριβώς. Τελευταία δημοτικά τραγούδια που φτιάχτηκαν, απ’ ότι γνωρίζω εγώ τουλάχιστον, ήτανε τα τραγούδια του ’40-’41, της τελευταίας εθνικής συμφοράς. Έχω επίσης τραγούδια απ’ τη Μικρά Ασία του ’22. Μετά ερχόμαστε στο ’41-’42 και μ’ εκείνη την ομαδική εκτέλεση στα Καλάβρυτα. Τέτοια γεγονότα ζωντανά και συνταρακτικά έκαναν τον κόσμο, τον απλό τον κόσμο, να φτιάχνει τραγούδια. Μιμόντουσαν ίσως μελωδίες παλιές, προσθέτανε το πετραδάκι τους, αλλά πάντα υπήρχε μια εξέλιξη αργή, θεμιτή θα ’λεγα.

Σ.Κ.: Δεν αποκλείεται όμως το ’74 στην Κύπρο να φτιαχτήκανε τραγούδια.

Δ.Σ.: Σίγουρα όχι. Δεν τα ξέρω εγώ, αλλά κανονικά θα πρέπει. Γιατί στην Κύπρο υπάρχουνε ποιητάρηδες που ’χουνε το χάρισμα που ’παμε παραπάνω και φτιάχνουνε τραγούδια. Αλλά τα τραγούδια που θα φτιάξουνε οι Κύπριοι, γιατί νομίζω πως είναι λιγότερο «διεφθαρμένοι» από μας, θα τα φτιάξουνε επάνω στα πρότυπα και τα καλούπια των παλιών τραγουδιών τους. Οι Κύπριοι ευτυχώς, σε κάτι τέτοια πράματα, δε μοιάζουν με μας. Έχουν ένα πολιτισμό σημερινό, ένα τρόπο ζωής πολύ καλύτερο απ’ το σημερινό το δικό μας.

Σ.Κ.: Κι οι Κρητικοί. Οι Κρητικοί τους μοιάζουνε. Οι Ανωγειανοί.

Δ.Σ.: Τ’ Ανώγεια; Καταπληκτικά. Στ’ Ανώγεια πήγα εγώ με τ’ Οδοιπορικό, τότε που έκανα την Κρήτη. Έκανα τέσσερις εκπομπές στην Κρήτη, έκανα Σητεία, Ηράκλειο, έκανα Ρέθυμνο και Χανιά. Στ’ Ανώγεια βρήκα πολύ καλούς και τραγουδιστές, και χορευτές, και οργανοπαίκτες. Και βρήκα και τον Γρυλιό, εκείνο το γέρο, του Σκουλά τον πατέρα, που είναι και γλύπτης. Τον κινηματογραφήσαμε, τον έχουμε, ήτανε το χειμώνα του ’77, με χιόνια σκεπασμένα ήτανε τ’ Ανώγεια. Αυτός ήτανε γλύπτης, ξυλογλύπτης. Έκοβε ξύλα στην ηλικία τους, πόσο ήτανε, τα ξέραινε, και σκάλιζε πάνω τους ό,τι του κατέβαινε. Καταπληκτικός.

Εκείνο που με εντυπωσίασε στην Κρήτη είναι ότι πάρα πολλά νέα παιδιά ασχολούνται με τη λύρα και το λαούτο. Εκείνο που πάλι παρατήρησα είναι ότι δεν παίζουνε και δεν τραγουδάνε παλιές μαντινάδες με το ιδίωμα το Κρητικό. Πιάνουνε κι αυτοί και τα χαλάνε. Δηλαδή αν ακούσει κανείς ηχογραφήσεις, σε δίσκους, παλιών λυράρηδων, σκοπούς, τον τρόπο παιξίματος και τα λόγια στις μαντινάδες, βλέπει μεγάλη διαφορά. Υπάρχει βέβαια πάντα η τάση να κάνουμε κάτι δικό μας, σύγχρονο, μοντέρνο, μόνο που τώρα είναι εξαιρετικά εγωιστική τάση θα ’λεγα. Ας την ξέρουμε την παλιά τη μαντινάδα. Θα φτιάξουμε και ξέχωρη, δικιά μας.

Αλλά στην Κρήτη έχουμε μεγάλους λυράρηδες. Έχουμε τον Καραβίτη, το Σκορδαλό. Παλιότερα ήτανε ο Ροδινός που πέθανε και πολύ νέος κι έχει μείνει θρύλος πια. Ο Καρεκλάς που τον συνάντησα εγώ, ένας γέρος, πολύ γέρος ο καημένος, και τον έβαλα κι έπαιξε λύρα εκεί για τελευταία φορά, μια βροντόλυρα, μια ωραία παλιά λύρα, και μετά έμαθα ότι πέθανε πια.







Σ.Κ.: Για τη λύρα, πέστε μου για τη λύρα σαν όργανο ελληνικό.

Δ.Σ.: Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι πριν έρθει το βιολί στην Ελλάδα, πριν έρθει το κλαρίνο που μπήκε μετά το 1835 περίπου, όταν έγινε η Ελλάδα κράτος κι ήρθανε οι διάφορες μπάντες και το πήρανε οι λαϊκοί μας οργανοπαίκτες που παίζανε μέχρι τότε ζουρνάδες και πιπίζες και φλογέρες, τσαμπούνες, γκάιντες που τις βλέπουμε σε γκραβούρες και σε παλιές τοιχογραφίες στις βυζαντινές εκκλησίες με το «Αινείτε» που λέμε στον πρόναο και την ονομαστική αναφορά των οργάνων και την απεικόνιση της ορχήστρας που τα όργανα της τα φτιάχνανε οι ίδιοι οι άνθρωποι, χωρίς βιομηχανίες οργάνων, ο καθένας μόνος του, πριν λοιπόν έρθουν τα βιολιά και τα κλαρίνα, τα ευρωπαϊκά θα λέγαμε όργανα, είχαμε τις λύρες. Σε τόσες αγιογραφίες θα δείτε τη λύρα με το δοξάρι. Κι εγώ νομίζω ότι αυτές οι λύρες ειν’ οι ίδιες με τις αρχαίες. Το σχήμα είναι το ίδιο, εξελίχθηκε αλλά παραμένει το ίδιο. Εκτός ίσως απ’ την ποντιακή που ’ναι στενόμακρη, οι άλλες που έχουμε, η κρητικιά, η μακεδονική, η δωδεκανησιακή είναι τόσο όμοιες. Παντού υπήρχαν λύρες, στην Εύβοια παίζαν λύρες, οι Αρβανίτες λύρες.

Σ.Κ.: Έχει και κάποια μεταφυσική υπόσταση η λύρα. Και στην αρχαία ελληνική μυθολογία δε θα ’ναι τυχαίο το ότι ο θεός του ήλιου, ο πιο όμορφος θεός παίζει λύρα. Την οποία μάλιστα του την κατασκευάζει ο θεός του εμπορίου και των κλεφτών να τον εξευμενίσει. Κάτι σημαίνουν όλα αυτά. Και κάποια αποκρυπτογράφηση θα χρειάζεται κι εδώ, όπως, φαντάζομαι, και στα δημοτικά τραγούδια.

Δ.Σ.: Και βέβαια τα δημοτικά τραγούδια έχουν ανάγκη αποκρυπτογράφησης. Δεν ειν’ έτσι βγαλμένα τα τραγούδια. Κυρίως οι παραλογές, όπως είναι το Γεφύρι της Άρτας, η Αρετούσα και τα Εννιά Αδέλφια της. Όπως εκείνο το φοβερό με την καρδιά της μάνας. Ή το άλλο που λείπει ο σύζυγος κι η μάνα φέρνει το φίλο και γυρίζει ο Κωνσταντής, το παιδί, στο σπίτι απ’ το σχολείο, και της λέει της μάνας πως θα πει στον πατέρα ό,τι είδε, κι εκείνη το σκοτώνει το παιδί. Και τηγανίζει τα συκωτάκια του και τα δίνει του πατέρα που γυρίζει. Κι ο πατέρας ζητάει το παιδί, «που ’ναι το παιδί γυναίκα», και του λέει αυτή ότι είναι στη δασκάλα. Πάει ο πατέρας στη δασκάλα, δε το βρίσκει, ξαναγυρνάει στο σπίτι, και το ξαναζητάει. Και του βάζει να φάει, και την ώρα που τρώει μιλάν τα συκωτάκια και λεν του πατέρα τι έγινε, και σκοτώνει τότε τη γυναίκα του αυτός.

Σ’ όλα αυτά λοιπόν τα τραγούδια υπάρχει κάποιος συμβολισμός, χρειάζεται οπωσδήποτε κάποια αποκρυπτογράφηση. Ομολογώ πως εγώ δεν έχω ασχοληθεί μ’ αυτό, ίσως άλλοι άνθρωποι να ’χουνε ασχοληθεί. Εμένα η φροντίδα μου, η αγάπη μου για το δημοτικό τραγούδι είναι απλή. Είτε πρόκειται για το στίχο, που είναι υπέροχος πάντα, δεν τόνε φτάνει κανένας ποιητής έντεχνος, σε τέτοια τελειότητα, τέτοια λιτότητα, σε δυο γραμμές μέσα τέτοια νοήματα, είτε πρόκειται για τη μουσική τους, που είναι αυτή η καταπληκτική, είτε για το ρυθμό, για το χορό. Με συνεπαίρνει ο συνδυασμός όλων αυτών των πραγμάτων. Και να μην ξεχνάμε ότι το δημοτικό τραγούδι έχει γεωγραφική τοποθέτηση. Διότι αυτά τα τραγούδια που βγάζουνε τώρα, που τα τοποθετούν, τι είναι; Από πού έρχονται και πού πάνε; Τι αντιπροσωπεύουν; Τίποτα. Ενώ έχουμε τα τραγούδια του Πόντου, με τη διάλεκτο την ποντιακή, με τη λύρα, με το χορό, με το ρυθμό τους. Άλλο πράμα. Κρήτη, άλλο πράμα. Ήπειρος, άλλο πράμα. Μικρασία, Δωδεκάνησα, Θράκη. Η Θράκη! Τεράστιο πλούτο τραγουδιών. Τεράστιο. Και ωραία τραγούδια!

Σ.Κ.: Πώς αντιμετωπίζουν σ’ ένα μέρος της Ελλάδας την παρουσίαση τραγουδιών από ένα άλλο μέρος;

Δ.Σ.: Ο χορός κάπως τους ενδιαφέρει, γιατί είναι θέαμα ο χορός. Απ’ την προσωπική μου πείρα, γιατί εφέτος το καλοκαίρι γύρισα πάρα πολύ και πέρασα από πάρα πολλά μέρη, εκείνο που παρατηρούσα είναι όταν τους έλεγα τραγούδια άλλων περιοχών δεν ενθουσιαζόντουσαν, χειροκροτούσανε κάπως χλιαρά. Μόλις έπιανα να πω τραγούδια της περιοχής τους, ωπ, να’ τους. Τα ακούνε οι Ρουμελιώτες π.χ. τα Μικρασιάτικα, ή οι Μικρασιάτες αν θέλετε τα Ρουμελιώτικα, αλλά δε συγκινούνται. Να, στην Καλλιθέα, που πήγαμε τρεις φορές. Είπα Μικρασιάτικα, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της Καλλιθέας είναι Μικρασιάτες, κυρίως Πόντιοι. Αμέσως ενθουσιασμός. Όταν είπα Ηπειρώτικο, Θεσσαλικό, να τους δείξω, γιατί ο σκοπός είναι κι από τις άλλες περιοχές να τους δώσουμε δείγματα, ε, εκεί το πράμα ήτανε χλιαρό.

Σ.Κ.: Τα Ηπειρώτικα βέβαια, τα πολυφωνικά, είναι πολύ διαφορετικά, ίσως μοναδικά στη Μεσόγειο.

Δ.Σ.: Είναι μοναδικά, όντως. Λένε, οι μουσικολόγοι (όχι εγώ, εγώ δε μπορώ να εκφέρω γνώμη, προς Θεού), λένε ότι μοιάζουν με τα κινέζικα. Ότι ο τρόπος με τον οποίο τραγουδιούνται αυτά τα ηπειρώτικα, αυτά τ’ απότομα πεσίματα που κάνει η φωνή, μοιάζουνε με τα τραγούδια της Άπω Ανατολής. Πάντως, τα Βόρειο-Ηπειρώτικα, κι εκείνα που τραγουδάνε οι δικοί μας, κι όσα τραγουδάνε οι Αλβανοί, είναι περίεργα πολύ. Τώρα, πώς και πού και τι, ομολογώ πως δεν το γνωρίζω. Είναι ο ένας που τραγουδάει πρώτος, που παίρνει τη μελωδία, ο κλώστης, που κάνει το ανεβοκατέβασμα, και ίσα. Ηχογράφησα εκεί, στα Κτίσματα, δύο ή τρία τραγούδια, αριστουργήματα.

Σ.Κ.: Κάποτε στο σχολείο μας βάλανε κι ακούσαμε κινέζικη μουσική. Εμείς πέσαμε κάτω απ’ τα γέλια. Μετά μας είπανε ότι επρόκειτο για τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της κινέζικης μουσικής. Κι ότι το ίδιο πείραμα είχε γίνει στην Κίνα με ευρωπαϊκά, κι είχανε πέσει κάτω απ’ τα γέλια εκατό χιλιάδες κόσμος. Θέλω να πω, ότι είναι θέμα κωδίκων, ιδιωμάτων. Πράγμα που δεν έχει καμιά σχέση βέβαια με τα όσα συμβαίνουν σήμερα με το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και τις επεμβάσεις που λέγαμε.

Δ.Σ.: Όχι. Καμία σχέση. Μα ήδη, εάν πάτε στην Κρήτη, και ρωτήσετε ένα μεγάλο άνθρωπο, ένα πενηντάρη, δε λέω γέρο, πενηντάρη στα Σφακιά πάνω, τι γνώμη έχεις για τις «βελτιώσεις» και τις «παρουσιάσεις» που γίνονται στα τραγούδια σου, είναι πυρ και μανία όλοι τους. Οι άνθρωποι αγανακτούν. Δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά τα σαχλά, δεν τους αγγίζουν. Μα αυτό είναι το τραγούδι που ήξερα εγώ και το χόρευα; Δεν είναι.

Πήγα και τραγούδησα στην Αμφίκλεια, στο Δαδί δηλαδή, στη Ρούμελη, με κάλεσε ένας πολιτιστικός σύλλογος. Στην πλατεία του χωριού μαζευτήκανε οι άνθρωποι, ο δήμαρχος, και γριούλες και γέροι, όλες οι ηλικίες, απ’ τα παιδάκια. Τα παιδιά πάντα πρωτοστατούν εκεί. Τα παιδιά χορεύουνε, τα μικρά τα παιδιά, χωρίς να ξέρουνε βέβαια το χορό. Απλώς πηδάνε. Βλέπει κανείς λοιπόν ότι οπωσδήποτε, από την παιδική ηλικία πρέπει να πιάσουμε. Το ’χω πει επανειλημμένως. Το παιδάκι πιάνει το ρυθμό και χοροπηδάει. Δεν ξέρει να κάνει τα βήματα, αλλά αν του τα δείξει κανείς, είμαι σίγουρη ότι θα τα κάνει. Ο ρυθμός υπάρχει. Πηδάει, χοροπηδάει. Πηδάνε τα παιδάκια σαν αρκουδάκια. Τακ-τακ-τακ. Διότι δονούνται από το ρυθμό.

Σ.Κ.: Στα παιδιά γι’ άλλη μια φορά λοιπόν.

Δ.Σ.: Ακριβώς. Πόσες φορές το ’χω πει ως τώρα. Πρέπει ν’ αρχίσουμε απ’ το νηπιαγωγείο. Αφού δεν τα μαθαίνουνε πια στο σπίτι του, όπως γινότανε παλιότερα. Οι μεγάλοι πώς βρεθήκανε να ξέρουνε τραγούδια; Τα μάθανε από παιδάκια, απ’ το σπίτι τους. Απ’ το γλέντι το οικογενειακό, απ’ τη γειτόνισσα, παίρνει τ’ αυτάκι του, απ’ τη γιαγιά του που τον νανούριζε. Τώρα η γυναίκα δεν τραγουδάει πια. Βάζει το ραδιόφωνο κι ακούει τα κατασκευάσματα τα σημερινά. Έχει στάση παθητική. Χρόνο δεν έχει.

Από τη στιγμή που το παιδί δε βρίσκει την ευκαιρία ν’ ακούσει πια τραγούδι, όπως άκουγα εγώ παιδάκι στη γειτονιά μου, ή τα παιδάκια τ’ άλλα που τ’ ακούγανε στα χωριά τους, δεν έχει την ευκαιρία να δει και να μιμηθεί, τουλάχιστο να το κάνει η πολιτεία. Με το μάθημα από το σχολείο, από το νηπιαγωγείο. Βέβαια αυτό προϋποθέτει την εκπαίδευση ειδικών δασκάλων, ειδικών νηπιαγωγών, που να μάθουν τα τραγoύδια αυτά, να τα μεταδώσουν. Όχι στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Εκεί είναι αργά. Αν είναι ας το κάνουμε και μόδα, τελοσπάντων. Πάντα με προσοχή όμως.

Σ.Κ.: Η τελευταία σας δισκογραφική δουλειά είναι για τα παιδιά. Λέω για την «Περπερούνα».

Δ.Σ.: Ναι, αυτός είναι ένας δίσκος με τραγούδια παιδικά καθεαυτά, κάλαντα, η Περπερούνα, το Χελιδόνισμα, και με τραγούδια διαλεγμένα για παιδιά, με εύκολες μελωδιούλες. Αλλά όταν μαθαίνανε παλιά τα τραγούδια, τα παιδιά από τους γονείς τους, δεν κάνανε επιλογή οι γονείς, να πω αυτό, όχι εκείνο είναι βαρύ και δεν κάνει. Τους τα τραγουδούσανε όλα. Και τολμηρά, αποκριάτικα, αθυρόστομα, και μοιρολόγια, δεν κάνανε διάκριση. Το παιδί ζούσε όλη τη μέρα μαζί τους, τα μάθαινε όλα. Όπως μάθαινε να τρώει, να σκουπίζει το κοριτσάκι, μάθαιναν και τα τραγούδια. Δεν κάνανε λογοκρισίες, μπας και σοκαριστεί απ’ αυτή τη λέξη. Αυτό που ήτανε, αυτό μάθαινε. Κι οι άνθρωποι γινόντουσαν και πιο εντάξει, πιο υγιείς. Εγώ όμως ήμουνα αναγκασμένη να κάνω μια επιλογή, για να «εκπορθήσουμε» και περισσότερα σπίτια. Πιο χαρούμενες μελωδίες και ρυθμούς πεταχτούς, με το σκεπτικό αυτό: Αφού δε μπορεί το παιδί να τ’ ακούσει αυτά αλλιώς, απ’ το ραδιόφωνο δεν ακούει συχνά, απ’ την τηλεόραση μια φορά τη βδομάδα κι εκείνη κακιά και ανάποδη, κι απ’ την άλλη οι δίσκοι κι οι κασέτες είναι στο προσκήνιο της κοινωνικής μας ζωής και γίνεται αφειδώς αγορά δίσκων και κασετών, τουλάχιστο να φτάσουμε στο σπίτι του έτσι.

Πήρα γι’ αυτό το δίσκο παιδάκια από δω γύρω, της πόλης. Ν’ ακούσετε ένα αγοράκι που έχω, δώδεκα χρονώ, που τραγουδάει ένα ριζίτικο και δεν είναι Κρητικός, να σας σηκωθεί η τρίχα. Ο Παναγιώτης. Η ιδέα μου λοιπόν, ακριβώς ένα χρόνο πριν ήταν αυτή: Μια και τα παιδάκια αυτά που είναι από δω, απ’ τη Νέα Σμύρνη, τα πήρανε και τα τραγουδήσανε, τι ωραία θα ’τανε να τα κάναμε αυτά στα σχολεία. Από την τηλεόραση, σε κάποια παιδική εκπομπή. Με τραγούδια από τα παιδιά για τα παιδιά. Τι ωραίος σπόρος, ας πούμε. Αλλά αυτά έχουν καταντήσει όνειρα θερινής νυκτός. Τέλος πάντων. Ας είναι καλά οι ηγεσίες των καναλιών γι’ αυτό το θέμα.

Η μόνη σωτηρία είναι τα παιδάκια. Να ξεκινήσουμε απ’ τα παιδάκια, και να γυρίσουμε, να φτάσουμε στα παιδάκια. Για να μη γίνεται αυτό που ’παθα, και δεν ανοίγανε το στόμα τους. Να μην ξέρουνε τη Νεραντζούλα! Τελευταία τάξη του λυκείου, δεκαοχτώ χρονώ κοπέλες, δεν ξέρετε ουτ’ ένα τραγούδι; Όχι! Δεν ξέρετε το «Πέρα στους πέρα κάμπους»; Μια ήξερε την πρώτη στροφή! Μου ’ρθε να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο! Στον τοίχο!