Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Για το "Φαγιούμ" των Δημήτρη Λέντζου και Νεοκλή Νεοφυτίδη





ΝΕΟΚΛΗΣ ΝΕΟΦΥΤΙΔΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΝΤΖΟΣ
ΦΑΓΙΟΥΜ
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

Μόνο τυχαίο δεν είναι που ο Νεοκλής Νεοφυτίδης, ο συνθέτης του νέου δίσκου «Φαγιούμ», ευχαριστεί τον Χρήστο Λεοντή στο σημείωμά του και του αφιερώνει και ένα τραγούδι. Μόνιμος συνεργάτης και πιανίστας του Λεοντή, συναντά εδώ έναν άλλον συνεργάτη του γνωστού συνθέτη, τον στιχουργό Δημήτρη Λέντζο. Αποτέλεσμα αυτής της ευτυχούς συνάντησης είναι δώδεκα τραγούδια με λόγο ύπαρξης και συνεπή αισθητική βάση.


Ο Νεοφυτίδης, συνθέτης και μουσικός με εντυπωσιακές σπουδές, δημιουργεί μια πολύπτυχη αλλά ενιαία μουσική ατμόσφαιρα, η οποία κινείται από τις παρυφές του τραγουδιού του μεσοπολέμου και την παράδοση, μέχρι την κινηματογραφική μουσική και – κυρίως - το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι. Ο Λέντζος ξαναπιάνει το νήμα που άφησε το 2007 στον «Έρωτα Αρχάγγελο» του Λεοντή, και γράφει τραγούδια με εγγενή μουσικότητα και λυρική, ερωτική θεματολογία. Ο Νεοφυτίδης εμφανίζεται και ως ερμηνευτής σε τρία τραγούδια, και στέκεται με επάρκεια πλάι στους υπόλοιπους ερμηνευτές: τον Μανώλη Μητσιά (σταθερή αξία), τη Σοφία Παπάζογλου (που πλάι στη λαϊκή φλέβα της πειραματίζεται και με τον «Μικρό αγέρα» ενός καμπαρέ του μεσοπολέμου), τον Δώρο Δημοσθένους και τον Μανώλη Πασχαλίδη.


Ο δίσκος ακούγεται σαν μια αδιάσπαστη ενότητα∙ ξεχώρισα τη λυρική «Επιστροφή», τους μελαγχολικούς «Παλιούς λογαριασμούς», το νευρώδες «Αγρίμι» και τη κινηματογραφική «Απόκρεω». Σημειώστε ότι το βιβλιαράκι κοσμούν τα πανέμορφα πορτραίτα Φαγιούμ που φιλοτέχνησε η Εβίνα Μακρή. Συνολικά, το «Φαγιούμ» αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για το τι μπορεί στις μέρες μας να σημαίνει τραγούδι με ήθος, λιτό και περιεκτικό, λυρικό αλλά και με φρέσκο μελωδικό και στιχουργικό αεράκι, ακουμπισμένο δημιουργικά στις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος. Δείχνει επίσης με σαφήνεια ότι για να βγει καλό τραγούδι, δεν χρειάζονται φανταχτερές διαφημίσεις και ονόματα, παρά μεράκι, αισθητική και συνέπεια. Το «Φαγιούμ» και οι συντελεστές του δείχνουν να διαθέτουν και τα τρία.

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα "ΕΠΟΧΗ" - στήλη "Οι Ακροάσεις της Εποχής")

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Συνέντευξη με τον Θέμο Σκανδάμη





ΘΕΜΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ:

«Το στοίχημα είναι να είσαι ειλικρινής ως προς τα φαντάσματά σου"



Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ", τεύχος 30, (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008)

Δημιουργός με καίριο στίχο και ιδιόμορφα μουσικά φορτία, ο Θέμος Σκανδάμης παρουσίασε πρόσφατα τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μακροβούτι». Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη μουσική πρόταση ενός νέου τραγουδοποιού που αξίζει της προσοχής μας. Φαίνεται ότι ο Σκανδάμης δεν φοβήθηκε να βουτήξει με την πρώτη στα βαθιά, και μάλιστα χωρίς τα μπρατσάκια που με ευκολία κάποιοι φορούν στο ελληνικό τραγούδι σήμερα.

Θέμο, πότε και πώς ξεκίνησε το μακροβούτι σας στο τραγούδι;


Στη μουσική είμαι κυρίως αυτοδίδακτος. Έκανα τρία χρόνια κλασική κιθάρα, αλλά το τοπικό ωδείο στον Άλιμο ήταν η κλασική περίπτωση ωδείου με τον Μπετόβεν κρεμασμένο απειλητικά στον τοίχο, μια κατάσταση που δεν άντεχα. Έμαθα πάρα πολλά μέσα από τα ρεμπέτικα. Η εμπλοκή μου με το ρεμπέτικο και παραδοσιακό τραγούδι είναι καταρχάς βιωματική. Σε όλα τα οικογενειακά γλέντια ακούγαμε ρεμπέτικα και λαϊκά Ο Βαμβακάρης είναι ένας τρόπος να παίξεις πολλά τραγούδια με δυο-τρία ακκόρντα, και να ισχύει το τραγούδι, και να είναι και υπέροχο. Σταδιακά ανακάλυψα ένα θησαυρό, έναν τρομερό πλούτο. Και έτσι έμαθα, στις πλάτες των άλλων, των προηγούμενων. Επίσης, με βοήθησαν πολύ οι θεατρικές σπουδές μου στο ,Νέο Ελληνικό Θέατρο. Παράλληλα είχαμε φτιάξει με την καθοδήγηση της Μάρθας Φριντζήλα την ομάδα «Δρόμος με δέντρα» που παρουσίαζε τη δουλειά της στον «Κρατήρα». Εκεί έμαθα πάρα πολλά πράγματα ,τα περισσότερα, και είμαι πολύ περήφανος που γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους. Οποιαδήποτε παιδευτική εμπειρία σε βοηθάει για να φτιάξεις κάτι άλλο. Το τι σημαίνει να είμαι στη σκηνή και να απευθύνομαι σε κάποιους, να προσπαθώ να είμαι αληθινός, να αφηγούμαι, όλα αυτά μαθαίνονται και μέσα από το θέατρο.

Και πώς φτάσατε στον δίσκο;

Τα τραγούδια άρχισα να τα γράφω ήδη από το Λύκειο. Σταδιακά, άρχισα να πήγαινω και να τα παίζω στη Μάρθα Φριντζήλα και τον Βασίλη Μαντζούκη .. Κάποια στιγμή μου λέει ο Βασίλης: «Ωραία τα τραγούδια, αλλά τι θα τα κάνεις; Κάνε κάτι». Είχα αρχίσει εντωμεταξύ να παίζω ζωντανά ρεμπέτικα και παραδοσιακά για βιοπορισμό, είχα εξοικειωθεί με την κιθάρα, και ήρθε μια στιγμή όπου είπα: «Ωραία, θα το κάνω». Όταν πήρα την απόφαση, σκεφτόμουν που θα τα παίξω. Δεν είχα πολλά τραγούδια για να κάνω πρόγραμμα, ούτε είχα το χρόνο να διασκευάσω τραγούδια. Υπήρχε όμως ο Κρατήρας, όπου κάναμε θέατρο, χορό, έπαιζε ο Άθως Δανέλλης καραγκιόζη, άλλοι εκαναν ακροβατικά, δεν είναι μαγαζί, είναι ένας χώρος προβών και παρουσιάσεων. Είχα μεγάλη εξοικείωση με το χώρο, είχα δουλέψει εκεί αρκετά ως ηθοποιός, αλλά και ως μπογιατζής, κουβαλητής…και λέω, «τι ψάχνω; αφού είναι μπροστά μου. Θα το κάνω εκεί».

Πώς ήρθατε σε επαφή με τους συντελεστές;



Ήταν κυρίως άνθρωποι που με τον έναν η τον άλλο τρόπο, γνωριζόμασταν ήδη , και τους ευχαριστώ από καρδιάς που αγάπησαν τα τραγούδια και όταν τους το ζήτησα ήρθαν να βοηθήσουν. Και επί τη ευκαιρία ας τους αναφέρω έναν -έναν: Δάφνη Σοφοκλέους στο πιάνο, Βασίλης Μαντζούκης στα τύμπανα, Αντώνης Μαράτος στο μπάσο, Σταυρούλα Παυλίκου στο φλάουτο και το τραγούδι, Αλέξανδρος Παπαδημητράκης ούτι και λαούτο, Φώτης Σιώτας και Στέφανος Φίλος βιολί, Ταξιάρχης Βασιλάκος ακορντεόν, Γιάννης Παξεβάνης ηχοληψία, μίξη και μάστερινγκ. Ο καθένας από αυτούς έβαλε την προσωπικότητά του και την φαντασία του σ'αυτό το δίσκο, αλλά όλοι φερθήκαν στα τραγούδια με τρομερη αγάπη και σεβασμό ως προς τον πυρήνα τους που είναι τα λόγια.


Ποια υπήρξε η ντριμ-τιμ των εφηβικών σας ακροάσεων;
Υπήρχε μια μπλε κασέτα του πατέρα μου που την ακούγαμε πάντα στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στο χωριό. Ήταν η «Εκδίκηση της Γυφτιάς», ένας δίσκος πολύ βαθιά χαραγμένος μέσα μου. Έχω ακούσει και πολύ Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αν και μπορεί να μη μου φαίνεται. Πήγα πρώτη φορά σε συναυλία του Βασίλη στο Δημοτικό Γήπεδο Αιγίου, μόλις είχε βγει ο δίσκος «Χρόνια Πολλά», ακόμη τότε είχε φρικιά να χτυπιούνται μπροστά, με φώτα και καπνούς, ένα ροκ θέατρο που με είχε αποσβολώσει. Ο Σαββόπουλος επίσης με επηρέασε πάρα πολύ. Leonard Khoen, Nirvana, Doors,Χειμερινοί Κολυμβητες, Hendrix και Καζαντζίδης 10.000 Watt, και πάει λέγοντας. Σου ανέφερα και τη σύνδεση με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τα οποία με πήγαν στα παραδοσιακά, σε κάτι πιο θεμελιακό. Επίσης έχω ακούσει πολύ Κρητική μουσική τα τελευταία χρόνια, η οποία με συγκινεί πάρα πολύ.

Το πρώτο τραγουδι του δίσκου ξεκινάει με μια στροφή από παραδοσιακά κάλαντα. Τι σημαίνει παράδοση; Είναι σημαντική;



Η Μάρθα Φριντζήλα έκανε ένα ιδιόρρυθμο μάθημα παραδοσιακού τραγουδιού στον «Κρατήρα». Φτιάχναμε δικά μας τραγούδια, ένα πολύ ελεύθερο πράγμα, πολύ ωραίο, και ο καθένας έφτιαχνε το τραγούδι του. Κάποια στιγμή μας ζήτησε να γράψουμε κάλαντα, και έτσι βγήκε το πρώτο τραγούδι του δίσκου.

Η ερώτησή σου ισοδυναμεί με μία άλλη ερώτηση: Είναι σημαντικό το παρελθόν; Η μνήμη; Φυσικά και είναι. Το πώς θα τη διαχειριστείς όμως την παράδοση, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Το αν θα την ακολουθήσεις πιστά είναι ένα θέμα. Τι σημαίνει πιστότητα; Πιστότητα σε μια ηχογράφηση, σε μια καταγραφή; Εγώ διαχειρίζομαι την παράδοση νομίζω ως κλέφτης. Υπάρχει αυτός ο ωραίος μύθος του Ερμή που κλέβει τα βόδια του Απόλλωνα, και από τα βόδια φτιάχνει τη λύρα. Όταν σκάει μύτη ο Απόλλωνας και του λέει: «Τι έκανες εδώ μικρέ;», ο Ερμής του απαντάει «έχω τη λύρα». Και έκαναν ανταλλαγή, και την έβγαλε καθαρή. Όλα είναι προς χρήση, το θέμα είναι τι τα κάνεις. Και ελπίζω λοιπόν να μη με πάνε μέσα, και να γίνει η ανταλλαγή.

Ακούγοντας το «Μακροβούτι», ένιωσα μια δημιουργική ενασχόληση και με το ρεύμα του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Είναι σωστή η εκτίμησή μου;


Η σύνδεση με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι αναγκαστική· δεν γίνεται να μην υπάρχει αυτή η σύνδεση. Προφανώς και έχω επηρεαστεί, έχω πάει σε πολλές συναυλίες του, έχω ακούσει όλα του τα CD. Από εκεί και πέρα, αυτό το ρεύμα στην ουσία του είναι κοινό, το πηγάδι από το οποίο βγάζουμε νερό είναι κάπου το ίδιο. Όταν κάποιος έχει βγάλει νερό πριν, το βλέπεις και το πίνεις. Πραγματικά, αυτό που συμβαίνει με τον Θανάση είναι πάρα πολύ μεγάλο από πλευράς απήχησης, και τείνει – δικαίως – να σκεπάσει άλλα πράγματα. Δεν υπονοώ ότι αδικείται κάποιος. Απλά, αυτή η σύνδεση είναι η πρώτη αυτονόητη σύνδεση· θα μπορούσαν τα τραγούδια μου να συνδεθούν και με άλλα, λιγότερο αυτονόητα πράγματα. Το καταλαβαίνω πάντως, γιατί υπάρχει αυτή η τρομερή απήχηση του Θανάση. Ο άνθρωπος έχει κάνει τρομερή δουλειά.
Μάρθα Φριντζήλα;

Η Μάρθα είναι δασκάλα, πολύ φίλη, big mama όπως την αποκαλώ. Ανήκει στους ανθρώπους όπου αναγκαστικά ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους. Είναι χάρισμα, τρέλα, απόφαση; Δεν ξέρω. Όπως και να γίνει, τα πράγματα περιστρέφονται γύρω της, και η ίδια ανοίγει συνεχώς πόρτες και παράθυρα για τη σκέψη και την αντίληψή μου. Η Μάρθα και οι άνθρωποι του Κρατήρα υπήρξαν και είναι, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, και οικογένεια για μένα. Ξέρεις, είναι σημαντικό να βρίσκεις μια πνευματική οικογένεια, πέραν της φυσικής σου οικογένειας.

Ο τίτλος πώς προέκυψε;



Το μακροβούτι είναι προφανώς μια απόπειρα, θέλει μια τόλμη, βουτάς, πρέπει να κρατήσεις την ανάσα σου, αλλά πόσο θα αντέξεις; Και είναι πάντα θέμα αντοχής. Πρέπει να βγεις να ξαναπάρεις ανάσα , δεν μπορείς να είσαι συνέχεια από κάτω. Και αυτή η διαδικασία όταν είσαι κάτω απ’ το νερό μοιάζει λίγο πνευματικά με τη διαδικασία της δημιουργίας και το τριπάκι που μπαίνεις όταν το κέντρο σου μετακινείται από τον εδώ κόσμο και επικοινωνείς με το “ακανόνιστο σύμπαν της ποίησης”. Βουτάς εκεί όπου τα πράγματα είναι αλλιώς, στο βυθό, όπου πρέπει να έχεις την εγρήγορση να βγεις, αλλά πρέπει και να παραμείνεις αρκετά για να βγάλεις κάτι στον αφρό.

«Ολομόναχοι μαζί». Βρίσκονται τα μοτίβα της μοναξιάς και της επικοινωνίας στο επίκεντρο του δίσκου;


Η φράση «ολομόναχοι μαζί» υπάρχει ήδη ως τίτλος ταινίας του Κιμ Κιντούκ, το οποίο δεν το θυμόμουν όταν έγραφα το τραγούδι. Η μοναξιά στις μέρες μας είναι καταναγκαστική και πολυτέλεια μεγάλη. Κάπου λέει ο Καρούζος: «με τη θυσία του γύρω φαινομένου θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της». Είμαστε μόνοι, απλά το θέμα είναι ότι αν συνειδητοποιήσεις την υπαρξιακή μοναξιά, ότι δηλαδή είμαστε όλοι πεταμένοι, σ' αυτόν τον κόσμο και δεν υπάρχει τίποτα, από εκεί και μετά μπορείς να αρχίσεις να εφευρίσκεις νόημα, παρέες, συλλογικότητες, συντροφιές, έρωτες. Το πρόβλημα είναι όταν προσπαθείς να το κρύψεις από τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό κάνει η κουλτούρα μας και η κοινωνία. Κρύβοντας τη μοναξιά και το θάνατο, τα αφήνει να λειτουργούν υπόγεια και να μας σκάβουν με ένα πολύ άσχημο τρόπο ενώ χρειάζεται να τα κοιτάξουμε στα μάτια. Με αυτή την έννοια έχεις δίκιο ότι η μοναξιά παίζει ένα ρόλο στη σκέψη μου και στο δίσκο.

Και ποιο είναι το αντίδοτο στη μοναξιά;


Αντίδοτο στη μοναξιά είναι η μοναξιά. Πρέπει καταρχήν να την αποδεχθούμε σαν σκέψη και σαν ιδέα, και μετά να ενώσουμε μοναξιές. Πρέπει να τη δούμε και δεν τη βλέπουμε, ενώ μας κατατρώει με πολλούς τρόπους. Συνέχεια επικοινωνία, συνέχεια μαζί, «ζήσε τη στιγμή», μια ψευδο-επικοινωνία και μια επικάλυψη που ακυρώνει κάθε πιθανότητα πραγματικής επικοινωνίας, γιατί η πραγματική επικοινωνία προϋποθέτει τη μοναξιά. .Ούτως ή άλλως είμαστε μόνοι μας. Το να επιδιώκουμε τους άλλους δεν πρέπει να είναι ποτέ ντροπή και ενοχή και αδυναμία. Έχουμε τρομερή ανάγκη τους άλλους, αλλά πρέπει να τους αναγνωρίζουμε ως άλλους, και όχι ως πλήθος, ως πρόσχημα, ως στυλ.

«Ήρθαν τα μάτια σου κι ανάψαν οδοφράγματα». Έχει λόγους η δικιά μας γενιά να στήσει οδοφράγματα, πέρα από τα όμορφα μάτια που πάντα το έκαναν αυτό;


Ε, δεν έχει; Αν για κάθε καμένο δέντρο μετράγαμε ένα καμένο αμάξι νομίζω τα πράγματα θα ήταν πιο ισσοροπημένα. Αν είχαν λόγους οι άλλες γενιές, προφανώς έχει και η σημερινή. Τώρα τελείωσε η Σταυρούλα τους «Αθλίους» του Βίκτορα Ουγκό, και μου λέει: «Θέμο, δεν έχει αλλάξει τίποτα, ίδια είναι όλα, απλώς με άλλη συσκευασία». Φυσικά και η γενιά μας έχει λόγους να στήσει οδοφράγματα. Τώρα, τι μορφή θα έχουν τα οδοφράγματα, αν η φωτιά τους θα είναι υλική ή πνευματική, με ποιους θα τα στήσει και απέναντι σε ποιους, αυτά τα ερωτήματα έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ. Σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχω ακριβώς απάντηση, αλλά η απάντηση στην ερώτησή σου είναι αναμφίβολα «ναι». Είμαι προβληματισμένος και αμήχανος. Υπάρχουν όλοι οι λόγοι να στηθούν τα οδοφράγματα και παρ' όλ’ αυτά κάτι τέτοιο δε γίνεται.

Η τέχνη πρέπει να δίνει και λύσεις στα προβλήματα των οδοφραγμάτων, στα προβλήματα της μοναξιάς;


Όχι, η τέχνη καταρχήν ρωτάει. Βεβαίως, τα τραγούδια είναι μια προσωπική λύση, είναι μία εκδίκηση, ένα πεδίο ελευθερίας και ένα μικρό οχυρό που δεν το θυσιάζω με τίποτα. Αν αυτή η φλογίτσα που ζεσταίνει εμένα μπορεί να ζεστάνει και άλλους και να τους οδηγήσει σε μία λύση, αυτό δεν μπορώ ούτε να το ξέρω, ούτε να το επιδιώξω.

Αν ισχύει ότι «ο έρωτας και τα ταξίδια ό,τι αξίζει στη ζωή», ποιο είναι το πιο ωραίο ταξίδι που κάνατε;

Υπάρχει μια ειρωνεία στο στίχο που ίσως δε γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά. Η φράση ίσως έπρεπε να μπει σε εισαγωγικά. Εγώ δεν πιστεύω ότι ο έρωτας και τα ταξίδια είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, απλά πολύ συχνά μας πιάνει μια δήθεν επαναστατική διάθεση του στυλ «φίλε, να ταξιδεύεις και να αγαπάς». Εμείς όμως είμαστε εδώ και μιλάμε. Η πραγματικότητα στάζει συνέχεια πάνω μας και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν συνεχώς και δεν είδανε τίποτα.

Η μουσική σας έχει πολλές ασυνέχειες, πολλές σιωπές. Τα τραγούδια σας μπορούν να τραγουδηθούν από μια παρέα;

Ωραία ερώτηση! Πιστεύω πώς ναι, κάποια από αυτά μπορούν να τραγουδηθούν από μια παρέα, αν εξαιρέσεις μερικά δύστροπα ακκόρντα που σκάνε εδώ κι εκεί. Έχω ζήσει πολύ όμορφα τραγουδώντας με μια παρέα κάποιο τραγούδι, και εννοείται ότι θα ήθελα πολύ να το δω αυτό να συμβαίνει με τα τραγούδια μου, όχι ως φιλοδοξία αλλά ως στιγμή. Μου είπαν μια ιστορία για ένα διάσημο συνθέτη όπερας του οποίου το όνομα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Ο τύπος μπαίνει σε ένα καπηλειό, ακούει μια παρέα μεθύστακες που τραγουδάνε κάτι, και μπήζει τα κλάματα. Έρχεται ο κάπελας, τον ρωτάει «αδερφέ, τι έγινε, γιατί κλαις;» και ο συνθέτης του απαντά «αυτό το τραγούδι που λένε το έχω γράψει εγώ, αλλά πρώτη φορά το ακούω έτσι». Προφανώς το τραγούδι ήταν διάσημο για να το τραγουδάει μια παρέα σε ένα καπηλειό, και το είχαν τραγουδήσει και σπουδαίοι τραγουδιστές με μεγάλες ορχήστρες Όμως, αυτή η μπεκροπαρέα το εννοούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Μακάρι λοιπόν και τα τραγούδια μου να πάρουν το δρόμο τους.

Γιατί πλέον η πλειοψηφία των νέων ελληνικών τραγουδιών δεν τραγουδιέται;



Γιατί δεν υπάρχει παρέα να τα τραγουδήσει. Πρώτα χάνεται η παρέα, και μετά εξαφανίζονται και τα τραγούδια που θα τραγουδούσε. Εφόσον δεν υπάρχει παρέα, δεν φτιάχνονται και τραγούδια γι’ αυτήν. Το χαρακτηριστικό του αστικού τραγουδιού, του ρεμπέτικου και λαϊκού, είναι ότι πράγματι υπάρχει μια συμμετοχή τέτοιου τύπου. Όχι ότι σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοιο τραγούδι, απλά δεν δημιουργείται η παρέα και η κατάσταση, για λόγους που αφορούν το πώς λειτουργεί η κοινωνία και η οικονομία. Αυτά που προωθούνται και ο τρόπος που καταναλώνουμε δεν βοηθούν στη δημιουργία παρέας, αυτής της πρωταρχικής ανάγκης του ανθρώπινου είδους.

Πώς ονομάζεται το τραγούδι που γράφετε; Έντεχνο;


Συνήθως οι όροι και η ορολογία που μπαίνουν εκ των υστέρων είναι ατυχείς και εξυπηρετούν κάτι άλλο πέρα από τη δημιουργία και το έργο. Αφορούν τη φιλολογία που αναπτύσσεται μετά, και όχι το δημιουργό. Το στοίχημα είναι, όπως λέει ο Μπόρχες, να είναι κανείς ειλικρινής ως προς τα φαντάσματά του. Αν αυτό είναι έντεχνο, πώς θα το πούμε και που θα το κατατάξουμε, αυτά δεν μπορώ να τα προσδιορίσω.



Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Η Λατινική Αμερική στο ελληνικό έντεχνο τραγούδι

 
Από τον Μπολιβάρ στον Σαμάνο

Η Λατινική Αμερική στο ελληνικό έντεχνο τραγούδι





του Ηρακλή Οικονόμου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τεύχος 157, Δεκέμβριος 2008 και αφιερώνεται στα 50 χρόνια της Κουβανικής Επανάστασης, 1959-2009).


Στον δίσκο «Ο Σαμάνος», ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου συμπεριέλαβε δύο τραγούδια αφιερωμένα σε επαναστατικές φιγούρες της Λατινικής Αμερικής: τον Τσε Γκεβάρα και τον Φορτίνο Σαμάνο. Είναι όμως αυτή η πρώτη φορά που το ελληνικό τραγούδι αναφέρεται στην επαναστατική μυθολογία της Λατ. Αμερικής; Ποια είναι και πώς ερμηνεύεται η σχέση του ελληνικού τραγουδιού με τη συγκεκριμένη περιοχή και τους ήρωές της;

Το σημείωμα αυτό δίνει κάποιες ατελείς και προσωρινές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Για λόγους συνοχής και οικονομίας του χώρου, δεν εξετάζει την επιρροή που είχαν τα Λάτιν τραγούδια στο καθ’ όλα σεβαστό ελαφρό τραγούδι των δεκαετιών του ’40 και ’50, με μάμπο και ρούμπες του στυλ «Αϊ μορένα» και «Μαρία μπονίτα». Αντίθετα, επικεντρώνεται σε εκείνο το είδος τραγουδιού που συμβατικά αποκαλείται «έντεχνο», συνδυάζοντας νεότερες και πιο σύνθετες μουσικές μορφές με έναν ποιητικό και πλήρη νοημάτων στίχο. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρει την ανάλυση η γεωγραφική αναφορά στην Λατ. Αμερική ως έναν εξωτικό προορισμό, ούτε η μορφολογική επιρροή των Λάτιν τραγουδιών στα Ελληνικά τραγούδια, αλλά η ιστορική και πολιτική αναφορά στην περιοχή ως έναν τόπο αντίστασης και ελευθερίας. Χρονολογικά, η περιδιάβαση αρχίζει από το 1945 και τον Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου και του Μάνου Χατζιδάκι, για να καταλήξει στις μέρες μας και στον «Σαμάνο». Η πρώτη στάση όμως αφορά τα λαϊκά λατινοαμερικάνικα τραγούδια που ερμήνευσαν Έλληνες τραγουδιστές.

ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ
Τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε καταρχήν στη Μαρία Φαραντούρη και στον δίσκο της «Τραγούδια διαμαρτυρίας από όλο τον κόσμο» το 1977. Εκεί, ερμήνευσε πέντε Λατινοαμερικάνικα τραγούδια, δύο του Βίκτορ Χάρα, ένα της Βιολέτα Πάρα, ένα απόσπασμα από τη Misa Criolla του Άριελ Ραμίρεζ, και το τραγούδι-ύμνο «Hasta Siempre» που έγραψε ο Κουβανός συνθέτης Κάρλος Πουέμπλα για τον Τσε Γκεβάρα. Με τον συγκεκριμένο δίσκο, η Φαραντούρη συστήνει στο ελληνικό κοινό το nueva cancion (νέο τραγούδι). 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δουλειά του Γιώργου Νταλάρα πάνω στη Λάτιν μουσική. Η εμπλοκή του αρχίζει το 1987 με τον διπλό δίσκο “Latin”, ο οποίος περιείχε επανεκτελέσεις παλιών ελληνικών ελαφρών τραγουδιών αλλά και γνωστών λαϊκών τραγουδιών από την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Λατ. Αμερική. Στον δίσκο, ο οποίος έγινε ανάρπαστος, συμμετείχε και ο παγκόσμιας κλάσης κιθαρίστας Αλ ντι Μέολα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1989, ο Νταλάρας επιστρέφει ως σολίστ στο έργο εκκλησιαστικής μουσικής Misa Criolla του Αργεντίνου συνθέτη Άριελ Ραμίρεζ, υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Ξαρχάκου. Τέλος, το 2000 ο Νταλάρας συμμετείχε μαζί με άλλους καλλιτέχνες στο δίσκο «Χωρίς Σύνορα» του συγκροτήματος Απουριμάκ, όπου και τραγούδησε το “Hasta Siempre”. Στον ίδιο δίσκο, το ίδιο τραγούδι ερμηνεύτηκε και στα ελληνικά από μια ομάδα γνωστών καλλιτεχνών, σε μετάφραση Δέσποινας Φορτσερά. Οι Απουριμάκ είχαν από το 1997 εκδώσει τη «Μάνα Γη» μελοποιώντας Ινδιάνικα ποιήματα με την παραδοσιακή μουσική των Άνδεων, με τη συμμετοχή των Χάρη Κατσιμίχα, Παντελή Θαλλασινού και Δάφνης Πανουργιά.

Το κίνημα του nueva cancion, που απλώθηκε σε όλη τη Νότια Αμερική από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, χαρακτηρίστηκε από τον βαθιά πολιτικοποιημένο στίχο και τις λαϊκές αλλά καινοτόμες – με στοιχεία ροκ - μουσικές φόρμες, και είχε ως κύριους εκπροσώπους του τον Βίκτορ Χάρα, την Βιολέτα Πάρα, την κόρη της Ισαμπέλα, τη Μερσέντες Σόσα, τον Αταχουάλπα Γουαπάνκι, τον Σίλβιο Ροντρίγκες και τα συγκροτήματα Ίντι-Ιλλιμάνι και Κιλαπαγιούν. Η Φαραντούρη επέστρεψε στο συγκεκριμένο είδος τραγουδιού το 1990 στον δίσκο «17 Τραγούδια», όπου ερμήνευσε το αντιπολεμικό “Solo le pido a dios” του Αργεντίνου Λέον Γκίκο, πρωτοτραγουδισμένο από τη Μερσέντες Σόσα.

Και η Δήμητρα Γαλάνη, τραγούδησε ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του nueva cancion στο δίσκο «Ατέλειωτος Δρόμος» το 1983. Πρόκειται φυσικά για το τραγούδι “Yo tengo tantos hermanos” του Aταχουάλπα Γουαπάνκι, στο οποίο η ελευθερία υμνείται ως αδερφή του συνθέτη. Αλλά και η Αλίκη Καγιαλόγλου ερμήνευσε τραγούδια από τη Λατ. Αμερική στον δίσκο «Τραγούδια από την Ισπανία και την Λατινική Αμερική» που εξέδωσε ο «Σείριος» το 1986. Εκεί, πλάι σε παραδοσιακά τραγούδια της Ισπανίας, η γνωστή τραγουδίστρια παρουσίασε μερικά από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του nueva cancion με την κιθάρα του Κώστα Γρηγορέα, σε διασκευή Νίκου Κυπουργού.

ΟΙ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΦΛΕΒΕΣ ΤΗΣ ΛΑΤ. ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Συμβατικά, μπορούμε να ορίσουμε το έργο «Μπολιβάρ» που ο Μάνος Χατζιδάκις άρχισε να γράφει το 1945 – αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ - ως την πρώτη συνάντηση έντεχνου τραγουδιού και Λατ. Αμερικής. Το ομώνυμο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου αφιερωμένο στον Σιμόν Μπολιβάρ, τον «Ελευθερωτή», είχε εκδοθεί το 1944. Ο Μπολιβάρ ηγήθηκε του αγώνα της ανεξαρτησίας έξι κρατών της Λατ. Αμερικής, και έθεσε πρώτος επιτακτικά το ζήτημα της ενότητας όλης της περιοχής απέναντι στον κατακτητή. «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας» αναφωνεί ο ποιητής, μέσα σε μια περίοδο μετάβασης από τη Γερμανική Κατοχή στην Απελευθέρωση και τους Αγγλο-Αμερικανούς. Ο Χατζιδάκις τελικά ηχογράφησε το 1983 σε 45άρι ένα απόσπασμα του έργου με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα, ενώ το 1999 στο δίσκο «Μάνος Χατζιδάκις - 2000 Μ.Χ.» βρίσκουμε μια σπανια εκτέλεση του ίδιου αποσπάσματος με τη φωνή του συνθέτη


 
 
Το ποίημα του Εγγονόπουλου ευτύχησε να συναντήσει και τον Νίκο Μαμαγκάκη. Ο δίσκος «Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 1968 με τη μορφή λαϊκής καντάτας, σε ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου. Ο ίδιος ο Μαμαγκάκης θυμάται: «Τότε ο Εγγονόπουλος είπε ότι την ίδια επενέργεια που είχε ο Μπολιβάρ στην κατοχή, την ίδια έχει κι ο Μπολιβάρ του Μαμαγκάκη τώρα». [1] Ο δίσκος επανεκδόθηκε πρόσφατα από τον ίδιο τον συνθέτη σε ερμηνεία Τάση Χριστογιαννόπουλου. Ο Αργύρης Κουνάδης είναι ο τρίτος συνθέτης που συνδέθηκε με το «Μπολιβάρ», επενδύοντας μουσικά τον δίσκο «Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο».

 
 
Το 1971, κατά τη διάρκεια της Χούντας, κυκλοφορεί ο δίσκος «Εμιλιάνο Ζαπάτα», σε μουσική Γιάννη Γλέζου και ποίηση Πάμπλο Νερούντα, την οποία απέδωσε στα ελληνικά ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ερμηνευτής του δίσκου ήταν ο ιδιαίτερα δημοφιλής τότε Γιάννης Πουλόπουλος. Οι μελωδίες και η απόδοση των στίχων είναι εξαιρετικές, και σίγουρα όχι αντάξιες της λήθης που σκεπάζει αυτή τη δουλειά σήμερα: Μην περιμένεις λασπωμένε χωρικέ / μερίδιο τ΄ουρανού, γονατιστός αν μείνεις / Σήκω και τρέξε, τρέξε καβαλάρη / μαζί με τον Ζαπάτα, τον αρχηγό μαζί. Ο Ζαπάτα υπήρξε ηγέτης της αγροτικής επανάστασης που ξέσπασε στο Μεξικό το 1910, δολοφονήθηκε από τους ολιγάρχες το 1919, αλλά βρήκε άξιους συνεχιστές στους γνωστούς Ζαπατίστας, το κίνημα για τα δικαιώματα των ιθαγενών του Μεξικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λογοκρισία της χούντας είχε απορρίψει αρχικά τα τραγούδια του δίσκου, και τα επέτρεψε μόνο επειδή φοβήθηκε τη διεθνή κατακραυγή που θα προκαλούσε μια απαγόρευση του έργου του Νερούντα, τότε Πρέσβη της Χιλής στη Γαλλία και υποψήφιου για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.


Η κορυφαία συνάντηση ελληνικού τραγουδιού και Λατ. Αμερικής είναι αναμφισβήτητα το Κάντο Χενεράλ (Canto General - Γενικό Άσμα) του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Το έργο γράφτηκε το 1972 πάνω στο αυθεντικό κείμενο στα Ισπανικά, όταν ο συνθέτης βρισκόταν εξόριστος στη Γαλλία,. Αυτό δεν εμπόδισε το ελληνικό κοινό να το αγκαλιάσει, καθώς συνάντησε τα δικά του δεινά στην εξιστόρηση των παθών της Αμερικάνικης ηπείρου. Όπως λέει ο ίδιος ο Θεοδωράκης, «το "Κάντο Χενεράλ" γράφτηκε για να παιχτεί στην ελεύθερη Χιλή για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τελικά παίχτηκε στην ελεύθερη Ελλάδα για την απελευθέρωση της Χιλής».[2] Το έργο κυκλοφόρησε αρχικά το 1975 με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή, και την αφήγηση του Μάνου Κατράκη· ευτύχησε δε να παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο αλλά και να γνωρίσει ποικίλες επανεκτελέσεις.

Δύο σχετικά άγνωστες πτυχές του έργου είναι ότι το βιβλίο με την ποίηση του Νερούντα το έδωσε ο ίδιος ο Σαλβαντόρ Αλιέντε στον Θεοδωράκη, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Χιλή, και ότι στη συναυλία που έδωσε ο Θεοδωράκης με το Κάντο Χενεράλ στην Αβάνα το 1981, ο Φιντέλ Κάστρο του είπε το περίφημο: «Είναι ευκολότερο να είσαι επαναστάστης, παρά συνθέτης όπως εσύ».[3] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θεοδωράκης παρέμεινε στη θεματολογία της Λατ. Αμερικής μέσα από τη μουσική που έγραψε για την γυρισμένη το 1973 ταινία «Κατάσταση Πολιορκίας» του Κώστα Γαβρά, η οποία εξιστορεί τη δράση της οργάνωσης αντάρτικου πόλης «Τουπαμάρος» στην Ουρουγουάη.


 
Αλλά και ο Χρήστος Λεοντής εμπνεύστηκε, σε μικρότερη κλίμακα, από το Κάντο Χενεράλ. Το 1975, στον δίσκο «Παραστάσεις», συμπεριέλαβε τρία τραγούδια από το έργο του Νερούντα («Οι νεκροί της πλατείας», «Μοραζάν», «Οι ελευθερωτές») σε μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου και ερμηνεία των Νίκου Ξυλούρη, Τάνιας Τσανακλίδου και Γιώργου Μεράντζα αντίστοιχα. Τα συγκεκριμένα τραγούδια, όπως και το σύνολο του δίσκου, είναι εξαιρετικά δείγματα της τραγουδοποιίας του Λεοντή, τα οποία χάθηκαν αδικαιολόγητα μέσα στον μεταπολιτευτικό μουσικό πληθωρισμό.


Μετά την μεταπολίτευση, δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο ρεύμα τραγουδιού που άντλησε την έμπνευσή του από ένα πρωτότυπο είδος «στιχουργικού διεθνισμού», μέσα στο οποίο κυρίαρχη θέση κατείχαν οι περιπέτειες της Λατ. Αμερικής. Το 1975 ο Βασίλης Δημητρίου εκδίδει το δίσκο «Δόξα και Θάνατος του Χοακίν Μουριέτα» που περιλαμβάνει τη μουσική και τα τραγούδια για το ομώνυμο θεατρικό έργο του Πάμπλο Νερούντα. Το έργο αναφερόταν στον Χοακίν Μουριέτα, έναν Χιλιανό τυχοδιώκτη που πήγε στην Καλιφόρνια γύρω στα 1850 για να βρει χρυσό, και έκανε επιθέσεις και ληστείες εναντίων των λευκών γκρίγκος πριν σκοτωθεί από τους σερίφηδες της Καλιφόρνια. Ο Μουριέτα, μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, έγινε σύμβολο αντίστασης εναντίον της οικονομικής και πολιτισμικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Οι τίτλοι των τραγουδιών είναι χαρακτηριστικοί: «Πρώτα απ’ όλους η Χιλή», «Ο μίστερ Τρούμαν», «Το τραγούδι του εργάτη», κ.α. Τους στίχους απέδωσε στα Ελληνικά ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, τα τραγούδια ερμήνευσαν η Αλέκα Αλιμπέρτη, ο Μάνος Μουντάκης και ο Νίκος Γεωργής, ενώ ο δίσκος περιείχε και πρόλογο της Ορτένσια Αλιέντε, συζύγου του Χιλιανού σοσιαλιστή ηγέτη.


Ο κύριος εκφραστής αυτού του στιχουργικού διεθνισμού υπήρξε αναμφισβήτητα ο Θάνος Μικρούτσικος. Ήδη από το πρώτο κύκλο τραγουδιών του το 1975, τα «Πολιτικά Τραγούδια», όπου μελοποιεί ποιήματα του Ανατολικογερμανού αντιφρονούντα Βολφ Μπίρμαν και του Τούρκου κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ συναντά κανείς μοτίβα που αντλούνται από την βίαιη ανατροπή της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Αλιέντε. Η «μπαλάντα του οπερατέρ» σε στίχους Βολφ Μπίρμαν θυμίζει ότι: Στο Σαντιάγο, στης σφαγής τα χρόνια / πέσαν πολλοί, και πού να βρεις ονόματα.

Παρεμφερείς στιχουργικές αναφορές συναντάμε και το 1978 στον κύκλο τραγουδιών «Τραγούδια της Λευτεριάς» με τη Μαρία Δημητριάδη. Πέντε χρόνια μετά το αιματοκύλισμα του Πινοσέτ, ο Φώντας Λάδης υμνεί τη σιωπηλή αντίσταση των Χιλιανών εργατών: Στης Χιλής τα μεταλλεία που στενάζουν / οι εργάτες το χαλκό στον ήλιο βγάζουν / Μα για τ’ αύριο, κρυφά από τον επιστάτη / ξαναθάβουν το καλύτερο κομμάτι.


Το 1982 ο Μικρούτσικος εκδίδει τον δίσκο «Εμπάργκο» σε ποίηση Άλκη Αλκαίου, όπου βρίσκουμε τη "Γραμμαγραφία (Σαλβαντόρ ’80)". Το τραγούδι, όπως μαρτυρά και ο εντός παρένθεσης υπότιτλος, αναφέρεται στην καταστολή του μεγάλου αριστερού κινήματος στο Σαλβαντόρ από την κυβέρνηση της χώρας σε συνεργασία με τη CIA. Το 1980 δολοφονείται από παρακρατικούς ο προοδευτικός αρχιεπίσκοπος Όσκαρ Ρομέρο. Την ίδια χρονιά, εξωντώνονται πάνω από 10.000 πολίτες: Που πας χλωμός καλέ μου Μιγκέλ; / Γέμισ’ ο τόπος κίτρινες τουλίπες / και στην Πλατεία Χόρχε ντ’ Αλβαράδο / περιπολούν δεινόσαυροι και γύπες

Σ’ αυτή την περίοδο, η μόνη περίπτωση επιτυχούς αντίστασης στην πολιτική των ΗΠΑ είναι η Κούβα. Όχι τυχαία, ο Νικόλας Άσιμος παίρνει τη λέξη Venceremos ("Θα νικήσουμε") από τα χείλη του πρωτεργάτη της Κουβανικής Επανάστασης Φιντέλ Κάστρο και την τοποθετεί ως τίτλο σε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του. Το τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το 1987 στον δίσκο «Χαιρετίσματα»: Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρω / στο μαγγανοπήγαδο της λήθης μου περνώ / Venceremos, Venceremos.

Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και το τραγούδι του «Φορτίνο Σαμάνο». Ο Σαμάνο, υπολοχαγός του Εμιλιάνο Ζαπάτα, εκτελέσθηκε το 1917, και έγινε μύθος χάρις σε μια φωτογραφία του Agustin Victor-Casasola που τον δείχνει αγέρωχο να κοιτά το εκτελεστικό του απόσπασμα, με τα χέρια στις τσέπες. Ο Παπακωνσταντίνου τον βάζει να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να σκέφτεται: Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ / σε παιδιά που ξεφαντώνουν / Ο καιρός θα χάνεται / ώσπου κάποιο απ’ αυτά / θα φωνάξει liberta! Και βέβαια, η αναφορά στον υπολοχαγό του Ζαπάτα δεν έχει μόνο ιστορική σημασία: «Θεωρώ ότι οι Ζαπατίστας κάνουν κάτι και με έναν πολύ ωραίο τρόπο και δίνουν κουράγιο και σε άλλους ανθρώπους λέγοντας τους ότι κάτι μπορεί να γίνει» είχε δηλώσει ήδη από το 2005 ο τραγουδοποιός.[4]

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ


Η εμβληματικότερη μορφή όλης αυτής της περιόδου είναι φυσικά ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα. Το ελληνικό τραγούδι στάθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρο απέναντι στον ήρωα της Κουβανικής Επανάστασης, ο οποίος προσπάθησε να συνεχίσει την επανάσταση στο Κογκό προτού χαθεί για πάντα στη Βολιβία.

Δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη ιστορικά αν ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» για τον Τσε. Δεν θα ήταν πάντως καθόλου παράλογο να υποθέσουμε κάτι τέτοιο, σε μια προσπάθεια παράκαμψης της λογοκρισίας της εποχής. «Περιβόλι του Τρελού», 1969: Πού πας παλληκάρι / ωραίο σαν μύθος / κι ολόισια προς τον θάνατο κολυμπάς.

Ο Μάνος Λοΐζος στα «Τραγούδια του Δρόμου» το 1974 απευθύνεται στον Γκεβάρα σε δεύτερο ενικό, στο πιο γνωστό ίσως τραγούδι για τον Αργεντίνο επαναστάτη: Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα / μια φωτογραφία σου απ' τα ξένα.


 
Την ίδια χρονιά, ο Θάνος Μικρούτσικος στα «Πολιτικά Τραγούδια» σκιαγραφεί μια μάλλον εξιδανικευμένη εκδοχή του Τσε με τη συνδρομή της Μαρίας Δημητριάδη: πως διάφανη ήταν πάντα η μορφή σου / κι έβλεπε μέσα σου κανείς / αγάπη, μίσος, μα ποτέ φόβο.

Μια άγνωστη σχετικά αναφορά στον Τσε είναι αυτή του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος το 1975 έγραψε το τραγούδι «Μπαλάντα για τον Τσε» για τις ανάγκες της Ιταλικής ταινίας “Faccia de spia”, αφιερωμένης στην πολιτική ιστορία των επεμβάσεων της CIA στην Λατ. Αμερική.

 



Ο Μάνος Ελευθερίου το 1977 ζωγραφίζει τον δικό του Γκεβάρα στα «Τροπάρια για Φονιάδες» του Μικρούτσικου, πάντα με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη. Επιδέξια, τον συνδέει με μια άλλη φιγούρα της επαναστατικής παράδοσης, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο ομώνυο τραγούδι: Μπλουζάκι χίπικο και παντελόνι τζιν / και στη καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Το 1978, τη σκυτάλη παραλαμβάνει ο Φώντας Λάδης στα «Τραγούδια της Λευτεριάς» του Μικρούτσικου: Από την κορφή του Κιλιμάντζαρο σε κράζω / Τσε, ξεχασμένε στα βουνά της Βολιβίας.
Αλλά και ο Νίκος Γκάτσος εμπνέεται από τον Τσε, σε μουσική Δήμου Μούτση και ερμηνεία Μανώλη Μητσιά από τον δίσκο «Δρομολόγιο» του 1979: Σαν τον Τσε Γκεβάρα με μια κιθάρα / βάσανα του κόσμου τώρα τραγουδώ / σαν τον Τσε Γκεβάρα μες στην αντάρα / όλα θα τα κάψω κι ας καώ κι εγώ.
Το 1982, ο Θεοδωράκης συνθέτει τη «Λειτουργία Νο. 2» για χορωδία, σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, από όπου και το τραγούδι «Ο Άγιος Τσε»: άγια είναι η λευτεριά / κι ο καημός του κόσμου / σημαία πλατιά / τη σκιά χαιρετά του Τσε Γκεβάρα.

Τη δεκαετία του ’90, την αρχή κάνει ο Άλκης Αλκαίος, με τη μουσική του Σταμάτη Μεσημέρη και τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο τραγούδι «Πόρτο Ρίκο»: Τα χρόνια έχουν περάσει / δε θυμάμαι πια / Ερνέστο τον ελέγανε η Νίκο;

Το 1998, ο Μανώλης Ρασούλης γράφει και δεν εξηγεί, με τη μουσική του Χάρη Παπαδόπουλου στο τραγούδι «Ο μέσα μου Γκεβάρα», από τον δίσκο «Το τρένο φτάνει τελικά στην Κατερίνη»: Ύαινες σκέψεις κομματιάζουνε το νου / μα ο μέσα μου Γκεβάρα τις κάνει τ' αλατιού.
 
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Γρηγόρης Ψαριανός εκδίδει την συλλογή «Ένα τραγούδι για τον Che», τιμώντας τα 35χρονα από τον θάνατο του αντάρτη που θέλησε να αλλάξει τον κόσμο. Στον δίσκο, ο οποίος περιλαμβάνει τραγούδια από 10 χώρες, ο Σωκράτης Μάλαμας τραγουδά σε επανεκτέλεση τον «Τσε» του Λοΐζου.

Σε στίχους Χρήστου Καρκαμπούλια και μουσική Γιάννη Ζουγανέλη, κυκλοφορεί το 2003 το τραγούδι «Τσε θα πεθάνεις ξανά», με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου: Τσε θα πεθάνεις ξανά σ’ ένα πάρτυ με φλώρους / Τσε θα πεθάνεις ξανά σ’ ένα δρόμο μ’ εμπόρους.

Από την έλξη της μορφής του Γκεβάρα δεν ξέφυγε ούτε ο Νίκος Καββαδίας. Το 2004, ο Βασίλης Λέκκας τραγούδησε το ποίημα ‘Che Guevara’ από τη συλλογή «Τραβέρσο», μελοποιημένο από τον Χάρη Παπαδόπουλο. Το ποίημα παραπέμπει στο κομμένο από τους δολοφόνους του χέρι του Τσε, που στάλθηκε ως πειστήριο θανάτου στην τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ: Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα / βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια. / Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα / κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Και φτάνουμε εν έτει 2008 στο μοιρολόι του Θανάση Παπακωνσταντίνου για τον αντάρτη, με τη φωνή του Διονύση Σαββόπουλου: Τώρα χάσκουν αδειανά τα πολυβολεία / τα κοιτώ κι αναρριγώ που μια μέρα είδα / τον αντάρτη τον Ραμόν στ’ ουρανού την άκρη.



ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

Που αποδίδεται αυτός ο στενός εναγκαλισμός του ελληνικού τραγουδιού με την ιστορία και τη μυθολογία της Λατ. Αμερικής; Δύο, κυρίως, παράγοντες συνετέλσαν στο γεγονός αυτό: α) Η διαχρονική λάμψη της επαναστατικής παράδοσης της συγκεκριμένης περιοχής, και β) Οι ριζοσπαστικοποιημένες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που επικράτησαν στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά. Η ιστορία της Λατ. Αμερικής, η βγαλμένη μέσα από αιώνες αίματος μυθολογία της, ενέπνευσαν τόσο τη συλλογική πολιτική συνείδηση, όσο και τους καλλιτέχνες ως ευαίσθητους δέκτες και εκφραστές αυτής της συνείδησης. Γι’ αυτό και η φιγούρα του Τσε ή το αιματοκύλισμα της Χιλής το ’73 συναντώνται ως ενσωματωμένα μοτίβα – σε περιορισμένη κλίμακα - και σε άλλες εθνικές / λαϊκές μουσικές σχολές.

Αυτό που αλλάζει στην ελληνική περίπτωση είναι το εύρος αυτής της ενσωμάτωσης, και η λαϊκή της απήχηση. Αυτά ερμηνεύονται αν ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες και τα πολιτικά οράματα που εξέφρασε το ελληνικό τραγούδι από τη μεταπολίτευση και μετά. Τα μηνύματα της Κούβας και της Χιλής φάνταζαν αρκετά κοντά για μια ελληνική κοινωνία η οποία διεκδικούσε με θέρμη εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η επίδραση που είχε η ύπαρχη ενός οργανωμένου και ισχυρού αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, το οποίο όχι μόνο ενέπνευσε αλλά και στέγασε κυριολεκτικά την πλειοψηφία των νέων Ελλήνων συνθετών, από τον Λοΐζο και τον Θεοδωράκη μέχρι τον Μικρούτσικο. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιστροφή του Θανάση Παπακωνσταντίνου στον Φορτίνο Σαμάνο και τον Ραμόν μέσα σε μια περίοδο υποχώρησης της Αριστεράς φαντάζει θαρραλέα. Μπορεί να είναι κανείς επαναστάτης σήμερα; Ο Λαρισαίος τραγουδοποιός απαντά καταφατικά: «Είναι ο καθείς που μάχεται για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».[5]

Ταυτόχρονα, η χρήση μοτίβων δανεισμένων από τη Λατ. Αμερική δείχνει ότι το ελληνικό τραγούδι υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει σαν ζωντανός οργανισμός, και σαν φακός που μεγενθύνει την πολιτική πραγματικότητα των καιρών του. Το ελληνικό τραγούδι είναι, με άλλα λόγια, ένα ανοιχτό και φιλόξενο είδος τέχνης. Ως πρώτη ύλη, δεν δίστασε να επεξεργαστεί πρόσωπα και γεγονότα από χώρες μακρινές, κάνοντας τολμηρά ανοίγματα σε νέα και πρωτότυπα στιχουργικά μοτίβα. Από τον «Μπολιβάρ» μέχρι τον «Σαμάνο», διαγράφεται με ασυνέχειες η τροχιά μιας τέχνης που κατάφερε να συνδυάσει τη λαϊκότητα με την πρωτοπορία. Ταυτόχρονα, γίνεται εμφανές ότι το ελληνικό τραγούδι επέβαλε τη δική του «παγκοσμιοποίηση» πολύ πριν έρθουν οι κατά παραγγελία συνεργασίες Ελλήνων ερμηνευτών/τριών με διάσημες φωνές του εξωτερικού. Πρόκειται για μια παγκοσμιοποίηση που δεν έμεινε στα ρηχά και στη φόρμα, αλλά πέρασε και στο περιεχόμενο, αγγίζοντας μια ευρύτατη ανθρωπογεωγραφικά θεματολογία. Πρόκειται δηλαδή για μια παγκοσμιοποίηση αυτόχθονη, χωρίς έκτακτες μετακλήσεις τραγουδιστών από το εξωτερικό προς αναζήτηση της «έθνικ» και εξωτικής επιτυχίας.

Συμπερασματικά, μια ματιά στο παρελθόν αλλά και στο παρόν επιβεβαιώνει τους παράλληλους βίους ελληνικού τραγουδιού και Λατ. Αμερικής. Και, όπως το ελληνικό τραγούδι συνεχίζει το αντιφατικό ταξίδι του, έτσι προχωρά κι η Λατ. Αμερική, με τους πόθους των λαών και των κινημάτων της να εμπνέουν ξανά τα καινούργια τραγούδια.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Συνέντευξη του Νίκου Μαμαγκάκη στο ηλ. περιοδικό Musicale, Ιούλιος 2007.
[2] Αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη, περιοδικό Ως3, Αύγουστος 2001.
[3] Δημήτρης Γκιώνης, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 30 Ιουλίου 2007.
[4] Συνέντευξη του Θ. Παπακωνσταντίνου στον Κωνσταντίνο Τσάβαλο και την Χριστιάννα Φινέ, ηλ. περιοδικό Avopolis, 29 Ιουνίου 2005.
[5] Συνέντευξη του Θ. Παπακωνσταντίνου στον Σπύρο Αραβανή, περιοδικό Δίφωνο, Ιούλιος – Αύγουστος 2008.

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

Για τα "Λαλήματα ονείρου" με τον Νίκο Ανδρουλάκη




ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ
ΛΑΛΗΜΑΤΑ ΟΝΕΙΡΟΥ
ALPHA RECORDS

Ο τραγουδιστής Νίκος Ανδρουλάκης έχει συμπληρώσει δύο δεκαετίες στο καλό ελληνικό τραγούδι, με τέσσερις προσωπικούς δίσκους (Ένα φεγγάρι δρόμος, Μυθικά καράβια, Τα τιμαλφή, Ένα κομμάτι ουρανό) και πολλές συμμετοχές. Η αθόρυβη αλλά ουσιαστική πορεία του έχει σημαδευτεί από συνεργασίες με γνωστούς δημιουργούς, όπως ο αείμνηστος Ηλίας Κατσούλης. Στο διπλό δίσκο Λαλήματα Ονείρου ο Ανδρουλάκης ερμηνεύει παραδοσιακά τραγούδια από δύο πρωταρχικές πηγές της ελληνικής μουσικής: τη Σμύρνη και την Κρήτη. Τα 24 τραγούδια του δίσκου ταξιδεύουν το μυαλό σε μέρη ονειρικά όσο και φορτισμένα: απ’ τη Γραμπούσα στο Κορδελιό και απ’ το Μπουρνόβα στον Ψηλορείτη. Γνωστά κομμάτια όπως η Αλατσατιανή, τα Λαλεδάκια και ένα απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο συναντιούνται με κάποια λιγότερο τραγουδισμένα αλλά εξίσου όμορφα «λαλήματα». Η εννιαμελής ορχήστρα, σε επιμέλεια του Μιχάλη Τρανουδάκη (συνθέτη της μνημειώδους Ποδηλάτισσας), αποδίδει λιτά τα τραγούδια, χωρίς όμως να ομογενοποιεί τους δύο κόσμους της Κρήτης και της Σμύρνης. Προπάντων, η ενορχήστρωση αφήνει χώρο στη φωνή του Ανδρουλάκη, ο οποίος ήδη από το 2000 παρέδωσε τα διαπιστευτήριά του στην Κρητική μουσική με τα εξαιρετικά Τιμαλφή. Στην εκφραστική και στιβαρή ερμηνεία του γιου του λυράρη από το Ηράκλειο έγκειται και η αξία του δίσκου. Μέσα σε ένα μουσικό τοπίο που βομβαρδίζεται καθημερινά από προσμίξεις και ψηφιακές ευκολίες, τα «Λαλήματα Ονείρου» προτείνουν μια επιστροφή στην απλότητα, και σε μια παράδοση που συνεχίζει βασανιστικά να μας αφορά.


Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)



Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Διονύσης Σαββόπουλος: "Ο μόνος αριστερός σήμερα είναι ο αυτοσεβασμός"






Διονύσης Σαββόπουλος: "Ο μόνος αριστερός σήμερα είναι ο αυτοσεβασμός"

Συνέντευξη στον Αργύρη Παπαστάθη
(Περιοδικό Vmen, Αύγουστος 2008)

Πότε βεβαιωθήκατε ότι αυτό που θέλατε να κάνετε στη ζωή σας ήταν να γράφετε τραγούδια και να τα τραγουδάτε στον κόσμο;

Σαν τώρα, Αύγουστο του 67, ήμουν στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Δεν περνούσαν οι μέρες, δεν περνούσαν οι ώρες, άκουγα και τα ουρλιαχτά. Δεν ξέρω πως έφτιαξα το «κι αν βγω απ' αυτή τη φυλακή». Εννοείται χωρίς χαρτί, χωρίς μολύβι. Κάθισα και το τραγούδησα μόνος μου. Ε, άμα μπορείς να φτιάχνεις τραγούδια μέσα στο ζόφο θα πει πως αυτή είναι η καλύτερη δουλειά για σένα. Είχα κυκλοφορήσει ήδη το «Φορτηγό» αλλά δεν ήξερα αν και πώς θα συνεχίσω. Σκεφτόμουν να γίνω ναυτικός, να ταξιδέψω, να το ψάξω. Αλλά εκεί, στην πηγάδα της Μπουμπουλίνας το βρήκα και βεβαιώθηκα.


Τι απολαμβάνετε; Τι σας δίνει μεγάλη χαρά;
Τρια πράγματα χαίρομαι. Το πρώτο είναι η σκηνή. Είτε παίζοντας είτε παρακολουθώντας κάτι άλλο ως θεατής, μου 'χει συμβεί να νιώσω αυτήν ολοκληρωτική ένωση που ούτε στον έρωτα που λέει ο λόγος δεν βρίσκεις. Φεύγεις απ’ τον εαυτό σου, γίνεσαι ένα με όλα. Η σκηνή είναι μυστήρια μπαταρία. Το άλλο είναι το σπίτι. Οσο κι αν με βάρυνε, μου δωσε μεγάλη χαρά. Η γυναίκα, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας προπαντός. Εκει μέσα, στο σπίτι, το ανοίκειο κουρνιάζει μέσα στο οικείο. Η οικογένειά μου είναι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο που τους δέχομαι πλάι μου ακόμα κι όταν βαριέμαι, ακόμη κι όταν δεν είμαι καλά. Τέλος χαίρομαι να βλέπω στο δρόμο τις γυναίκες της Αθήνας. Μικρές ή μεγάλες, πρωί βράδυ περιποιημένες. Θαυμάζω που χουν πάντα τα νυχάκια τους βαμμένα, που προσέχουν τη δίαιτα, το βήμα, το ντύσιμό τους. Ενώ οι άνδρες έχουμε αφεθεί τελείως. Το 'γραφε τις προάλες η Αννα Δαμιαννίδη στα «Νέα», ότι πρέπει να ανακηρύξουμε τις ελληνίδες εθνικές ευεργέτριες. Ωραία το είπε.

Πιστέψατε ποτέ ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
Υποτίθεται πως η τέχνη κάνει τον άνθρωπο ανθρωπινότερο. Αρα ικανότερο να συνυπάρχει με τους άλλους, τους διαφορετικούς. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο. Τα ες ες αγαπούσαν τον Μπαχ και τον Σούμπερτ, αυτό δεν τους εμπόδισε καθόλου στην κτηνωδία τους. Δυστυχώς σε αυτόν τον κόσμο τα πράγματα δεν είναι ειδυλλιακά. Εμένα η τέχνη με άλλαξε. Και πιστεύω ότι χωρίς την τέχνη και τα ξαδέρφια της, την παιδεία και την αγάπη, ο κόσμος θα ήταν ένας αθεράπευτος φασίστας.

Ποια είναι η σχέση σας με το χρήμα;
Είμαι σχεδόν 64. Δε φρόντισα. Αν σταματήσω τα live το κομπόδεμά μου φτάνει δε φτάνει για 24 μήνες. Το χρήμα θέλει να ξοδέψεις χρόνο επί τούτου, κι εγώ τέτοιο χρόνο ποτέ μου δεν είχα. Είχα δε και την ατυχία να γίνω διάσημος από μικρός, οι αμοιβές ήταν ικανοποιητικές και δυστυχώς έρχονταν σαν από μόνες τους. Ετσι δεν λογάριασα το χρήμα, δεν το πονούσα και το ξόδευα. Τώρα η σύζυγός μου που σ’ αυτά υπήρξε χειρότερη από μένα, δείχνει μια φροντίδα να συμμαζευτούμε. Να κάνουμε κάποιο κουμάντο επιτέλους. Είναι η μόνη μου ελπίδα. Πόσο θα τραγουδάω ακόμα; Τι θα γίνει μετά; Τι να μας κάνει το ΙΚΑ; Θα τρέχω στον Λιάπη να ζητάω τιμητική σύνταξη; Δεν θέλω να το σκέπτομαι.

Τι κάνει ένα τραγούδι να αντέχει στο χρόνο;
Στίχος και μελωδία να γίνονται ένα. Αυτό θέλω. Αλλά είναι σπάνιο. Τις περισσότερες φορές μπορείς να πεις την ίδια μελωδία με άλλο στίχο και το αντίστροφο. Δεν παθαίνουν τίποτα. Για δοκίμασε όμως να το κάνεις στα μεγάλα τραγούδια του Αττίκ, του Τσιτσάνη, του Χατζιδάκι. Δεν μπορείς να πειράξεις τίποτε. Τέτοια τραγούδια μόνο αντέχουν στο χρόνο. Χωρίς το τραγούδι ο κόσμος θα ήταν πολύ χειρότερος. Βέβαια τα τελευταία χρόνια το τραγούδι λειτούργησε ενίοτε σαν απλή εκτόνωση. Από το συναίσθημα που «έβαλε» ο Ελληνας στο τραγούδι ούτε το ένα δέκατο δεν έδωσε στη γυναίκα του ή στα παιδιά του. Και στην πολιτική πολλές φορές υπήρξε φανατικός και ισοπεδωτικός με την τραγουδοποιϊα να σιγοντάρει. Πολύ τραγουδήσαμε στην Ελλάδα, πρέπει να πέσει λίγη δίαιτα.

Γιατί παντρευτήκατε σε τόσο μικρή ηλικία;
Μικρός παντρεύτηκα. Ούτε 23. Η Ασπα ήταν 18. Μόλις έγινε δικτατορία έτρεχαν όλοι να παντρευτούν. Δεν ήξερες τι σου ξημερώνει, ήθελες έναν άνθρωπο δικό σου πλάι. Γι αυτό μετά στη μεταπολίτευση έπεφταν βροχή τα διαζύγια. Εμείς ευτυχώς κρατηθήκαμε. Πραγματικά δεν ξέρω πως… Γιατί δεν υπάρχει πιο εξευτελιστικό πράγμα από τον γάμο. Ανέχεσαι συμπεριφορές που σε ελεύθερη σχέση ουδέποτε θα ανεχόσουν. Κι όμως ο γάμος μας, κράτησε. Είμαστε σαν τα τραγούδια της Βέμπο, που στο κουπλέ όλοι είναι έτοιμοι να αυτοκτονήσουν αλλά στο ρεφρέν: «μα δεν θα χωρίσουμε ποτέ/ θα’ μαστε πάντοτε ερασταί» κτλ.. Πράγματι, ο γάμος είναι ένα μυστήριο.

Τι σημαίνει να είναι κανείς σήμερα αριστερός;

Ο μόνος αριστερός σήμερα είναι ο αυτοσεβασμός. Ακούω που λένε: "χάθηκαν οι αξίες". Μα χάθηκαν επειδή εξέλιπε ο αυτοσεβασμός. Αν κρέμεσαι από τη γνώμη των άλλων και ακολουθείς τις συνταγές της επιτυχίας τους, αργά η γρήγορα θα λαδωθείς κι εσύ. Θα τα πιάσεις.
Θυμάστε κάποιον που σας ενθάρρυνε να κάνετε αυτή τη δουλειά;
Οταν ήμουν στο γυμνάσιο μου έκανε ιδιαίτερα ένας… νάνος. Ενας ιδιοφυής καμπούρης και ασθματικός νάνος. Ημουν σκράπας στα μαθηματικά κι ο νάνος όχι απλώς με έσωσε, με έκανε πρώτο, από εκεί που σίγουρα θα έμενα στην ίδια τάξη. Μπαίνει μια μέρα σπίτι ενώ είχα βάλει στο πικάπ Σούμπερτ κι ήμουν απορροφημένος. «Θες να γίνεις μουσικός;» ρώτησε. Έγνεψα ναι. «Και βλέπεις τον εαυτό σου στην κορυφή;». Ξανακούνησα το κεφάλι σιωπηλά: ναι. «Τότε αυτό θα κάνεις». Πως το κατάλαβε; Εγώ δεν το ξερα. Δεκατεσσάρων χρονών ήμουνα. Ισως από τον τρόπο που ήμουν προσηλωμένος στον δίσκο; Και τι θα πει άραγε «βλέπεις τον εαυτό σου στην κορυφή»; Ποια είναι η κορυφή; Το να ακολουθήσεις τον δρόμο της καρδιάς σου. Νομίζω ότι ο δρόμος της καρδιάς καθεαυτός είναι η ίδια η κορυφή.

Σάββατο 9 Μαΐου 2009

Ο θεατρικός Ρίτσος



Συμμετέχοντας στο έτος Ρίτσου για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, το Τμήμα Πολιτισμού του Συνασπισμού οργανώνει την Τρίτη 12 Μαΐου 2009, ώρα 20:00, μεγάλη καλλιτεχνική εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) με τίτλο «Ο θεατρικός Ρίτσος».


Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της εκδήλωσης είναι ότι οι ηθοποιοί που εμφανίζονται ερμηνεύουν τον ίδιο ρόλο που είχαν ερμηνεύσει σε παλαιότερες παραστάσεις θεατρικών έργων του Γιάννη Ρίτσου, με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής που είχε γραφτεί ειδικά γιʼ αυτές. Παράλληλα θα προβάλλονται βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα των παραστάσεων αυτών.

Οι ηθοποιοί που θα εμφανιστούν είναι με αλφαβητική σειρά: Νίκος Αϊβαλής, Νόνικα Γαληνέα, Γιώργος Γεωγλερής, Ειρήνη Ιγγλέση, Μαριάννα Κάλμπαρη, Εύα Κοταμανίδου, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Βάνα Πεφάνη, Ρένη Πιττακή, Έφη Ροδίτη, Κερασία Σαμαρά, Έφη Σταμούλη, Μηνάς Χατζησάββας, Νίκος Ψαρράς, ο τραγουδιστής Κώστας Θωμαΐδης και ο μουσικός Θοδωρής Οικονόμου.

Την παρουσίαση της εκδήλωσης θα κάνει ο Γιώργος Κιμούλης και τη σκηνοθετική επιμέλεια έχει ο Γιώργος Γεωγλερής.

Την ημέρα της εκδήλωσης θα εκτίθενται στους χώρους του Μουσείου θεατρικά ντοκουμέντα (προγράμματα, φωτογραφίες, χειρόγραφα του ποιητή, αφίσες κ.α.) από παραστάσεις του Γιάννη Ρίτσου στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Η Ελευθερία Αρβανιτάκη για τη δεκαετία του '80




Τα free-press περιοδικά έχουν ευτυχώς και κάποιες αναλαμπές, κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα της αγοραίας αισθητικής και του ύπουλου καταναλωτισμού τους. Μία τέτοια αναλαμπή είναι και η συνέντευξη της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, που δημοσιεύτηκε πέρυσι στο LIFO (20-26/03/2008, σελ. 33-34). Το παρακάτω εκτενές απόσπασμα μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’80 και δικαιώνει εντελώς την επιχειρηματολογία των Προαστίων ως προς την σαφώς υποτιμημένη αξία αυτής της περιόδου για το ελληνικό τραγούδι. Παρακαλώ να διαβαστεί με προσοχή· κάθε λέξη της Αρβανιτάκη είναι προσεγμένη και ουσιαστική, παραπέμποντας στο θαύμα εκείνο που αποτέλεσε η «Οπισθοδρομική Κομπανία». Θα επανέλθουμε στην περίπτωση της "Οπισθοδρομικής", όχι μόνο λόγω προσωπικού κολλήματος, αλλά και γιατί ο φίλος και συνεργάτης των Μ.Π. Σωτήρης Κακίσης τυγχάνει να είναι εκείνος που με τους στίχους του στο τραγούδι "Στη μέση της κομπανίας" απογείωσε τον ομώνυμο δίσκο του συγκροτήματος, το 1984, και θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να μεταφέρω τις δικές του μαρτυρίες από εκείνη την περίοδο. Τώρα βέβαια, πώς γίνεται ευγενείς μορφές σαν την Αρβανιτάκη να πηγαίνουν με τέρμα γκάζι στο καλλιτεχνικό στερέωμα και παράλληλα οι ρίζες τους, τα ξεκινήματά τους, οι πρώτες τους αποσκευές να έχουν ξεχαρβαλωθεί κατασυκοφαντημένες από τη συλλογική μας συνείδηση, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
ηρ.οικ.




«Δεν ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, ούτε το είχα σκεφτεί. Καθόλου. Ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Ο αδελφός μου πήγε να κάνει σπουδές αρχιτεκτονικής στην Αμερική σε δύσκολα χρόνια, έδωσε για να μπει στο Πολυτεχνείο, αλλά ως γιος αριστερού ήταν φακελωμένος κι αναγκάστηκε να φύγει. Εγώ θα ήμουν το επόμενο βήμα, γιατί η οικογένεια έπρεπε να τα βγάλει πέρα και οικονομικά. Μέχρι να γίνει αυτό, γνωρίστηκα με τα παιδιά της Οπισθοδρομικής. Στις διακοπές. Δεν είχαν όνομα τότε, ήταν η φοβερή ομάδα ηθοποιών και φοιτητών η οποία κυκλοφορούσε στο κέντρο της Αθήνας, στις ταβέρνες, έπαιζε ρεμπέτικα και έβγαζε καπέλο. Ήταν γνωστοί.

Κάποιος φίλος που έφυγε για φαντάρος μου άφησε ένα μπομπινόφωνο τεράστιο, με απίστευτα ρεμπέτικα κι εκεί ήταν που ερωτεύθηκα τη Μαρίκα Νίνου. Έμεινα άφωνη. Πραγματικά όμως, γιατί γύρναγα στο σπίτι και άκουγα τραγούδια επί ώρες, τα μάθαινα, πήγα κι αγόρασα μπαγλαμά και άρχισα να τα παίζω. Νομίζω ότι αυτό συνέβη σε πάρα πολύ κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Ήταν μια αποκαλυπτική περίοδος. Για μένα ήταν πολύ πιο ροκ εντ ρολ από το ροκ της εποχής. Ήταν τραγούδια κοινωνικά, απλά, λιτά, βαθιά, δυνατά, και μια ολόκληρη περίοδος στην Ελλάδα η οποία ήταν κρυφή μέχρι τότε. Δεν την ξέραμε. Ήταν μεγάλη εμπειρία. Θεωρώ τα χρόνια που πέρασα με την Οπισθοδρομική Κομπανία από τα πιο δυνατά χρόνια της ζωής μου. Χρόνια ομάδας, τρέλας, ήταν άλλη περίοδος, διαφορετική. Στον τρόπο που γλεντάγαμε, στην ομαδικότητα που δεν υπάρχει σήμερα. Είχαμε μια αγάπη σε αυτό που λέγεται ελληνική μουσική με τον πολύ ευρύ της όρο και μια εκτίμηση που την αποκτούσαμε τότε, γιατί φεύγοντας η χούντα είχε αφήσει ένα μίσος για την ελληνική μουσική.

Ξαφνικά ανακαλύψαμε έναν πλούτο απίστευτο, σπουδαίες προσωπικότητες, τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργούς. Μεγάλο σχολείο. Αυτή η περίοδος με διαμόρφωσε ως μουσικό, και βεβαίως η ομάδα. Το να ξεκινάς με ένα γκρουπ είναι εντελώς διαφορετικό από το να ξεκινάς σόλο. Κι επίσης, επειδή δεν είχα ονειρευτεί ποτέ να γίνω τραγουδίστρια, όλο αυτό που μου συνέβαινε ήταν τόσο τρελό, τόσο γοητευτικό και τόσο απρόσμενο. Λες, πάμε να το κάνουμε κι όπου βγει. Την προηγούμενη χρονιά ήμουν κάτω στο κοινό του Σαββόπουλου και παθιαζόμουν μαζί του και την επόμενη ήμουν δίπλα του πάνω στη σκηνή! Γι’ αυτό και μόλις τελείωσε η χρονιά με τον Διονύση σταμάτησα για ένα χρόνο, δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να συνεχίσω. Όπως ξανασταμάτησα όταν διαλύθηκε η Οπισθοδρομική. Η επιθυμία μου ήταν να σταματήσω, ήρθε η συγκυρία όμως έτσι και προχώρησα. (...)


Η Οπισθοδρομική διαλύθηκε επειδή είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, είχε κάνει τον κύκλο της. Ήταν μια παρέα η οποία από την πρώτη μέρα που έπαιξε μόνη της –στα ρεπό, τότε που παίζαμε με τον Σαββόπουλο- είχε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία. Είχε ένα τεράστιο κοινό που την ακολούθησε και στη συνέχεια κάναμε συναυλίες σε ολόκληρη την Ελλάδα. Σε γήπεδα, σε χιλιάδες κόσμου. Χόρευε ο κόσμος τότε, γλένταγε – και τώρα χορεύει, αλλά αλλιώς, λίγο πιο πλαστικά. Αν πας στα πανηγύρια, ο κόσμος χορεύει ακόμα. Νομίζω ότι αυτό αναπαρήγαγε η Οπισθοδρομική Κομπανία εκείνης της εποχής. Είχε μια μοναδικότητα και μία συλλογικότητα χωρίς την προσωπική προβολή. Ο καθένας δεν ανέβαινε πάνω στο πάλκο για να δείξει πόσο μάγκας είναι, εκείνη την ώρα μοιραζόταν μια τεράστια χαρά, ένα γλέντι».

Ελευθερία Αρβανιτάκη

LIFO (20-26/03/2008, σελ. 33).

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Για τη "Γέφυρα Ρίου-Αντίρριου" του Μιχάλη Τερζή




ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
ΓΕΦΥΡΑ ΡΙΟΥ – ΑΝΤΙΡΡΙΟΥ
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

Το όραμα του εκσυγχρονισμού που συνάρπασε την Ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα τις ελίτ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποτελεί ήδη μακρινή ανάμνηση. Φεύγοντας, άφησε τουλάχιστον πίσω του κάποια σημαντικότατα δημόσια (- ιδιωτικά…) έργα. Η γέφυρα Ρίου – Αντίρριου είναι ένα από αυτά, και ο Μιχάλης Τερζής ο συνθέτης που έγραψε μουσική για ένα ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ σχετικό με την κατασκευή της γέφυρας. To cd του ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΥ περιλαμβάνει το σύνολο αυτής της μουσικής. Αποτελείται από 12 ορχηστρικά κομμάτια, που κινούνται στα πλαίσια αυτού που θα λέγαμε αγγλιστί easy listening, δηλαδή συνοδευτική μουσική εύκολης ακρόασης.


Η ευκολία δεν σημαίνει και ευτέλεια. Η δημιουργία του Τερζή είναι πηγαία μελωδική και φορές-φορές αρκετά λυρική, αποφεύγοντας επιδέξια το εξωστρεφές, επικό στοιχείο που συνειρμικά κάποιος θα περίμενε να κυριαρχεί στο σάουντρακ ενός τέτοιου κολοσσιαίου τεχνικού έργου. Ίδιαίτερα ατυχής όμως είναι η ευρεία χρήση ψηφιακών εγχόρδων και κρουστών. Σε τι συμβάλλουν τα συνθεσάιζερ πλάι σε φυσικά όργανα όπως το σαντούρι της Ουρανίας Λαμπροπούλου, το λαούτο του Νίκου Κατσίκη και το βιολί των Κυριάκου Γκουβέντα και Κυριάκου Κοντάκου; Το συνοδευτικό βιβλιαράκι, γραμμένο από την εταιρεία ΓΕΦΥΡΑ Α.Ε., αποτελεί έναν μελό ύμνο στο κατασκευαστικό έργο, μαζί με κάποιες τουριστικές αναφορές στις νότες του Τερζή που... «δίνουν τα χέρια μεταξύ τους και χτίζουν...τη Γέφυρα». Φροντίστε να ακούσετε την αξιόλογη μουσική του Τερζή χωρίς να διαβάσετε την άποψη της κατασκευαστικής εταιρείας για αυτήν.

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Ο Χρήστος Λεοντής στο Ελσίνκι




Στις 7 Μαΐου, ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ μαζί με τους συνεργάτες του, Μαρία Σουλτάτου, Μίλτο Πασχαλίδη, Παντελή Θεοχαρίδη και τη λαϊκή ορχήστρα του, αναχωρούν για το Ελσίνκι, στη Φινλανδία, ύστερα από πρόσκληση τού Πανεπιστημίου τού Ελσίνκι, για να δώσουν συναυλία εκεί. Στη συναυλία αυτή ο Λεοντής θα παίξει το ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ και σε πρώτη εκτέλεση το ΠΡΩΙΝΟ ΑΣΤΡΟ του Γιάννη Ρίτσου, που πρόσφατα μελοποίησε, συνεισφέροντας έτσι στο γιορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση τού μεγάλου Ποιητή. Στη συναυλία αυτή συμμετέχει και η ηθοποιός Ουρανία Μπασλή, που θα διαβάσει τα αφηγηματικά μέρη από τα δύο αυτά έργα.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, το Πανεπιστήμιο με μεγάλη προθυμία αποδέχτηκε την πρόταση τού Λεοντή να συμμετέχει σ’ αυτόν τον γιορτασμό, χάρις στην ένθερμη στήριξη τής πρότασής του, από τον σπουδαίο Φινλανδό Ελληνιστή και καθηγητή της Ελληνικής γλώσσας σ’ αυτό το Πανεπιστήμιο, κύριο YUSSI KORHONEN.

Τέλος, στην παράσταση θα προβληθεί 10λεπτο VIDEO – ντοκυμανταίρ, γυρισμένο από το Γιώργο και την Ηρώ Σγουράκη, όπου ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος μιλάει από το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στη Μονεμβασιά, για το έργο του, αφηγείται τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια, εξιστορεί τα επόμενα - ακόμη πιο δύσκολα - ιστορικά χρόνια τού αγώνα, της εξορίας, των ξερονησιών.