Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Θάνος Μικρούτσικος για τον Γιάννη Ρίτσο




Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απομαγνητοφώνηση μιας συνέντευξης με τον Θάνο Μικρούτσικο για τις ανάγκες ενός αφιερώματος στον Γιάννη Ρίτσο. Το αφιέρωμα που επιμεληθήκαμε με τον φίλο Σπύρο Αραβανή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο" (τεύχος 161, Μάιος 2009), με αφορμή τη συμπληρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, και σύντομα θα αναδημοσιευτεί και στα Μ.Π. Όμως, παραθέτουμε ξεχωριστά τη συμβολή του Θάνου Μικρούτσικου, η οποία λόγω έλλειψης χώρου συμπεριλήφθηκε με περικοπές. Μακάρι, ο ιστορικός του μέλλοντος να βρει στο κείμενο που ακολουθεί μια πολύτιμη μαρτυρία για το έργο δύο μεγάλων εκπροσώπων του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
ηρ.οικ.
-----


Τον Ρίτσο τον γνώριζα σαν ποιητή από τα παιδικά μου χρόνια, γιατί η σχέση μου με την ποίηση είναι μια σχέση παράλληλη με τη μουσική. Ξεκίνησα μουσική τεσσάρων χρονών, το 1951 – γεννήθηκα το 1947 – και σχεδόν από τότε είχα σχέση με την ποίηση. Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν καθηγητής μαθηματικών, προοδευτικός άνθρωπος αλλά και γόνος αστικής οικογένειας, είχε μεγάλη σχέση με την ποίηση. Θυμάμαι ότι από 5-6 χρονών με έπαιρνε αγκαλιά το βράδυ, και αντί για παραμύθι μου απήγγειλε απ’ έξω, Καρυωτάκη, αλλά και Ρίτσο. Απ’ το δημοτικό εγώ ήξερα ποιήματα του Ρίτσου. Ήταν κι άλλες οι εποχές. Το γεγονός ότι ήμουν ένα παιδί που έπαιζε στην πλατεία ποδόσφαιρο, ήμουν πολύ αθλητικός τύπος, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπαιζα στην Τετάρτη δημοτικού Σονάτες του Μπετόβεν. Αυτό δεν ήταν σε αντίφαση με τα υπόλοιπα, δεν ήμουν κανένας μικρομέγαλος. Είχα τη μουσική από τεσσάρων χρονών, και το ίδιο συνέβη με την ποίηση. Έτσι, στα εφηβικά μου χρόνια, ερχόμενος στην Αθήνα το 62’, ο Ρίτσος ήταν ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές. Από νωρίς πλάι στον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, αν θέλετε ονόματα, και μια σειρά ποιητών που κακώς ονομάζονται ελάσσονες, Αλέξανδρος Μπάρας, Αντωνίου, Σαραντάρης, Χατζόπουλος, και ο Βιζυηνός που έχει γράψει τον καλύτερο στίχο όλων των εποχών και είναι και ένας ορισμός της σχιζοφρένειας, «μετεβλήθη εντός μου / ο ρυθμός του κόσμου». Δεν μου έμαθε τον Ρίτσο ο Θεοδωράκης με τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, αλλά είναι γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τα έπαιζα σε καθημερινή βάση. Η περίπτωση του Ρίτσου έγινε ακόμα πιο οικεία απ’ αυτό το γεγονός.

Έγινε δικτατορία και σιγά σιγά εκτός από την τραγουδοποιία μου αρχίζει να μπαίνει και το ζήτημα της μελοποίησης στον τομέα της πειραματικής μουσικής. Το πρώτο μου τραγούδι ξεκίνησε το 1965, και μέχρι το 1969 θεωρώ αυτή την περίοδο μια περίοδο προδημοσίευσης, με τραγούδια κυρίως μιμητικά. Εκεί υπάρχουν και κάποια κομμάτια του Ρίτσου, αλλά συνηθίζω να λέω ότι από εκεί που ξεκινάω να θεωρώ την τραγουδοποιία μου ως δημοσιεύσιμη έχει έναρξη τον «Στρατώνα» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που έγραψα το 1969 και ερμηνεύει η Μαρία Δημητριάδη στα «Τραγούδια της Λευτεριάς». Στον τομέα της πειραματικής μουσικής, αν και το πρώτο μου έργο είναι από το «Κόκκινο και Μαύρο» του Σταντάλ για πέντε φωνές, αμέσως μετά αρχίζω και δουλεύω κομμάτια του Ρίτσου. Εκεί πάνω, την ώρα που κάνω και κομμάτια τραγουδοποιητικά, αλλά και κομμάτια της λεγόμενης πειραματικής μουσικής (Δελτίο Ειδήσεων, Ασφυξία, Κιγκλίδωμα Ι), εκεί γνωρίζω τον Ρίτσο, νομίζω το 1973. Από εκείνο το σημείο μέχρι το θάνατό του, η σχέση είναι αδιατάρακτη, μεγάλης πολύ μεγάλης φιλίας, σεβασμού από τη μεριά μου, και αγάπης εκατέρωθεν. Αν με ρωτήσει κάποιος «ποιος είναι ο δάσκαλός σου;», εγώ θα πω «Γιάννης Ρίτσος». Κάναμε παρέα, τον έβλεπα εβδομαδιαίως.







Τον Ρίτσο τον αφορούσε πολύ εκείνο το κομμάτι του έργου του που για πολλούς λόγους δεν έβγαινε πολύ στην επιφάνεια εδώ στην Ελλάδα. Μέχρι τότε είχαν βγει τα περίφημα τραγούδια του Θεοδωράκη, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Λεοντή, και τα τιμούσε αυτά τα έργα και του άρεσαν πάρα πολύ. Εγώ του πήγαινα την «Ασφυξία» για χορωδία α καπέλα, ή το «Δελτίο Ειδήσεων» που είχε ηχογραφηθεί από μία παράσταση που κάναμε με τη Μαρία Δημητριάδη και τον Θόδωρο Δημητρίεφ επί δικτατορίας σε μια μπουάτ. Τον εντυπωσίαζε το γεγονός ότι υπήρχε ένας νέος συνθέτης που ασχολιόταν με εκείνο το κομμάτι του έργου του που δεν προβαλλόταν πολύ στην Ελλάδα.

Δάσκαλός μου. Οι συζητήσεις μας και οι συμβουλές του Ρίτσου προς εμένα είναι ακόμα και σήμερα αρχές πάνω στις οποίες πατάω. Εγώ γύρω στο 1969 γίνομαι παιδί της αβάν γκαρντ. Κρατούσα την επαφή με το τραγούδι αλλά τα περισσότερα μου έργα ήταν εκεί. Εμείς, η νέα φουρνιά της αβάντ γκαρντ, είχαμε ένα τεράστιο δίλλημα. Από τη μια μεριά, η πειραματική μουσική έλεγε «Μην υπολογίζεις τίποτα, να σ’ ενδιαφέρει κάθε φορά το πρωτότυπο και το νέο». Από την άλλη μεριά, ως παιδιά της μαχόμενης αριστεράς, μας ενδιέφερε η επαφή με τον κόσμο. Αυτά φαίνονταν δύο πράγματα που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν. Ο ίδιος μου έλεγε ότι είναι νόμιμο να γράφεις για ό,τι σε καίει, είτε αυτό είναι σε μια δεδομένη στιγμή ο αγώνας, είτε είναι ο έρωτας, η εικόνα, και πάει λέγοντας. Αλλά πρόσεχε. Για ό,τι και να γράφεις, πρέπει να προσέχεις να είσαι πάντα σύγχρονος, να μην αναμασάς το παλιό, να μην έχεις πρόβλημα εάν σε κατανοήσουν ή όχι, να προσπαθείς κάθε φορά να κυνηγάς το καινούργιο και να σπας τα όριά σου. Αυτό το διατηρώ μέχρι σήμερα. Μου λένε «έγραψες πολιτικά τραγούδια το ’75, το ’77, το ’78…». Βεβαίως, τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ», αλλά ποιο ήταν το πρότυπο του τραγουδιού εκείνη τη στιγμή; Ήταν το εμβατήριο, το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο. Και σήμερα ακόμα θα δείτε στη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ» με τα δύο κλαρινέτα πώς σπάει η κυκλική φόρμα του τραγουδιού… Αυτό ήταν πραγματικά συμβουλή του Ρίτσου, ήταν κατεύθυνση που μου έδωσε ο Γιάννης Ρίτσος και την έχω μέχρι σήμερα.

Η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» που τέλειωσα το ’75 και βγήκε το ’76 έκλεισε εκείνο τον κύκλο το ’82 - ’83 στην Όπερα του Βερολίνου, στην Όπερα της Γλασκώβης και στη Βιέννη. Έγινε μια προσπάθεια συνδυασμού δύο διαφορετικών πραγμάτων. Υπάρχουν δεκαπέντε μέρη, από τα οποία τα οχτώ είναι ατονάλ, και κλείνουν με εφτά τονάλ τραγούδια το κάθε μέρος, σαν μια συμφωνία να κλείνει μια διαφωνία. Το έργο ήταν πολύ τολμηρό για την εποχή εκείνη. Από ορισμένους θεωρήθηκε μεγάλη τομή, από άλλους ότι ήταν μια μίξη στοιχείων που δεν έβγαλε κάπου. Ο Ρίτσος ήταν ενθουσιασμένος με τη δουλειά αυτή, θεωρούσε ότι εξέφραζε και την επικαιρικότητα του κειμένου αλλά προχώραγε και παραπέρα, καθώς είχα αποκαλύψει και πράγματα κοφτά, «Α’ Τάγμα, Β’ Τάγμα», με μια χορωδία, δύο πιάνα και κουαρτέτο εγχόρδων.








Μπορώ να σας πω και ένα αστείο που συνέβη πραγματικά. Αρχές ’77 είχε κάνει το ΚΚΕ μια συνεστίαση σε μια ταβέρνα στην Πατησίων. Κάποια στιγμή γύρω στις 2 βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα και βρήκα τον μακαρίτη τον Γρηγόρη Φαράκο, που ήταν το νούμερο δύο του ΚΚΕ. Βγαίνει ένας τύπος εβδομήντα χρονών και λέει «γεια σας σύντροφοι». «Σύντροφε Θάνο, μπράβο σου για τα Μακρονησιώτικα του σύντροφου Γιάννη». (Η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» στηρίζεται στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Πέτρινος Χρόνος» και σε παρένθεση «Τα Μακρονησιώτικα»). «Πω, πω, τι μου θύμισες, και τον σκύλο μας τον Ντικ, ξέρεις πόσο τον αγαπούσαμε… ήταν για μας μια ανάσα». Άρχισε να λέει συγκινητικά πράγματα, πραγματικά συγκινητικά, και μόλις τελειώνει την κουβέντα του μου λέει: «Σύντροφε Θάνο, πρόσεχε. Οι αστοί δεν αστειεύονται. Που τον έχεις βγάλει αυτό τον δίσκο;». «Στη Λύρα». «Ποιος την έχει τη Λύρα;». «Ο Πατσιφάς». Κουνάει το κεφάλι του… «Αυτός ο Πατσιφάς… πρόσεχε, γιατί εγώ πήρα ένα δίσκο και για τρία-τέσσερα λεπτά έχει γρατζουνιές… στα τέσσερα λεπτά μπαίνει η Δημητριάδη, σου χαλάνε τους δίσκους στην αρχή!». Και γυρίζει ο Φαράκος, που ήταν από τους διανοούμενους του ΚΚΕ, και λέει «Εννοεί ο σύντροφος το κουαρτέτο εγχόρδων»…

Εγώ το δίλλημα «πρωτοπορία ή λαϊκότητα» δεν το έλυσα ποτέ εναντίον της τέχνης μου, και αυτό το πράγμα ικανοποιούσε αφάνταστα τον Γιάννη Ρίτσο, είτε επρόκειτο για μελοποίηση κειμένων του, είτε για μελοποίηση μετάφρασής του (όπως στην περίπτωση του Μαγιακόβσκι, είτε για άλλα έργα μου. Ασχολήθηκα πολύ με τη μελοποίηση Ρίτσου. Εκτός από την «Καντάτα για τη Μακρόνησο», είναι η «Ασφυξία» για χορωδία α καπέλα, τα «Σήματα» για χορωδία α καπέλα, αυτά τα δύο δεν έχουν εκδοθεί και μάλιστα η «Ασφυξία» είναι και ανεκτέλεστο έργο, το «Δελτίο Ειδήσεων», το «Κιγκλίδωμα Ι» που ήταν αρκετά δημοφιλές έργο της αβάντ γκαρντ μουσικής, η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», η δουλειά μου στη «Χρυσόθεμις», και στην όπερα «Επιστροφή της Ελένης» μία από τις έξι εικόνες του έργου είναι σε ποίηση Ρίτσου, από το ομώνυμο έργο «Ελένη».

Όταν με ρωτάνε «ποιους θεωρείς τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές», με πολύ μεγάλη άνεση λέω «Καβάφης, Ρίτσος». Δεν είναι θέμα προσωπικού γούστου, ούτε γνωριμίας με τον Ρίτσο. Μπορείς να πεις ότι δέκα Έλληνες ποιητές είναι σπουδαίοι ποιητές. Άντε, να κάνεις ένα ξεκαθάρισμα και να μιλήσεις για πέντε-έξι. Εγώ κάνω και ένα τελευταίο ξεκαθάρισμα και μιλάω για τον Καβάφη και τον Ρίτσο. Θεωρώ ότι για να μιλήσεις για κάτι που πια ξεπερνάει τα όρια του χρόνου που έζησε ένας ποιητής και του τόπου του, αυτό συμβαίνει όταν δημιουργείς έναν οικουμενικό κόσμο. Και ο Ρίτσος δημιουργεί έναν οικουμενικό κόσμο, όχι με ποιήματα όπως ο "Επιτάφιος", ο "Πέτρινος Χρόνος", το "Καπνισμένο Τσουκάλι" – μην παρεξηγηθώ, είναι μια στιγμή της ποίησής του πολύ σημαντική και πολύ συναισθηματικά δεμένη με αυτό τον λαό, εκφράζοντας μία συγκεκριμένη περίοδο και ένα συγκεκριμένο χώρο, και ένα συγκεκριμένο κομμάτι του λαού – αλλά με τα μεγάλα του ποιήματα, αυτά που υπάρχουν στην Τέταρτη Διάσταση, η Σονάτα του Σεληνόφωτος...

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λουί Αραγκόν όταν κυκλοφόρησε η Σονάτα του Σεληνόφωτος το 1957 είπε «Ιδού το μεγαλύτερο ποίημα του 20ου αιώνα». Η Χρυσόθεμις, η Ελένη, ο Ορέστης… υπάρχουν γύρω στα εφτά με οχτώ ποιήματα, αυτοί οι τεράστιοι μονόλογοι που κινούνται ανάμεσα στην ποίηση και τον θεατρικό μονόλογο δημιουργούν ένα τεράστιο κόσμο, οικουμενικό και εντελώς πρωτότυπο γιατί αυτό έγινε μόνο από τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν είναι τυχαίο ότι στη λεγόμενη Δύση, πέρα από τις εκατοντάδες μεταφράσεις, σε διαβεβαιώνω ότι όταν το 1985 ένα μεγάλο θέατρο στις Βρυξέλλες έκανε τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, την ίδια στιγμή ήρθαν 10-15 καθηγητές πανεπιστημίου για να παρακολουθήσουν τη μετάφραση γιατί δίδασκαν τα ποιήματα του Ρίτσου. Εδώ, μόλις μετά βίας γνώριζαν την παραγωγή… Ο Ρίτσος παιζόταν δεκάδες, εκατοντάδες φορές στον δυτικό κόσμο, ακριβώς γιατί η ποίησή του δημιουργεί έναν οικουμενικό κόσμο. Ο Σεφέρης δεν το δημιουργεί, και όταν το δημιουργεί βλέπεις τη συγγένεια με τον Έλλιοτ. Το προβάδισμα που δίνω στον Ρίτσο δεν προέρχεται από την αγάπη μου γι’ αυτόν. Αυτός και ο Καβάφης έφτιαξαν έναν κόσμο, να γιατί πιστεύω ότι οι δυο τους είναι οι μεγαλύτεροι ποιητές των τελευταίων διακοσίων χρόνων.






Ο Ρίτσος κυνηγήθηκε πάρα πολύ. Αυτό το κυνήγι έσπασε μετά τη μεταπολίτευση, όταν με προτροπή του Γιώργου Σαββίδη τον έκαναν διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εικοσιεφτά ολόκληρα χρόνια η περίφημη γενιά του ’30 είχε ρίξει ένα πέπλο σιωπής επάνω στον Ρίτσο. Είναι ντροπή, και το έχω πει μπροστά στον Αργυρίου, στον Μαρωνίτη, ότι πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία της νεωτερικής ποίησης. Δεν μπορεί η νεωτερική ποίηση να έχει απ’ έξω τον Γιάννη Ρίτσο, ή να τον έχει στο σωρό. Είναι η ντροπή της ντροπής.

Άκου τι λέει η Μάρω Δούκα: «1979, υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου στη Σουηδική Ακαδημία για το Βραβείο Νόμπελ. Είχε κατατεθεί και είχε υποστηριχθεί εκείνη τη χρονιά, όπως και όλες τις προηγούμενες, από τους ξένους μελετητές, μεταφραστές και θαυμαστές του. Δούλευα τότε στις εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλιανέση. Φθινόπωρο, κι εκεί ένα μεσημέρι πίσω από την πλάτη της είχαν συναντηθεί καμπόσοι Αθηναίοι διανοούμενοι – άλλοι πεθάναν εντωμεταξύ, άλλοι ακόμα ζουν επιτυχώς ελισσόμενοι. Είχαν συναντηθεί λοιπόν τυχαία εκεί στον τρίτο όροφο του κτιρίου όπου στεγάζονταν τα γραφεία του εκδοτικού, απομονώθηκαν σε μια μεριά σαν συνωμότες και συζητούσαν χαμηλόφωνα τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να σαμποτάρουν την υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου. ‘Δεν είναι δυνατόν’ τέντωσε ψιθυριστά τη φωνή του ο πιο μαχητικός, ο αριστερός της παρέας, ‘δεν είναι δυνατόν να πάρει Νόμπελ ο Ρίτσος, πρέπει να κάνουμε διάβημα στο Υπουργείο Εξωτερικών’. Κρυφάκουγα άθελά μου και είχα παγώσει. Φαντάσου το. Ορισμένοι απ’ αυτούς και ιδιαίτερα ο μαχητικός της παρέας δήλωναν μπροστά στο Ρίτσο – τους είχα δει με τα μάτια μου – αφοσιωμένοι και δουλοπρεπείς θαυμαστές του». Τι άλλο; Λέει πιο κάτω: «Πάνω και πέρα απ’ όλους μας, φίλους και εχθρούς, ο Ρίτσος ήταν από τους ανθρώπους που γεννιούνται για να ζήσουν μες στην αυτοκρατορική μοναξιά τους, κυρίαρχοι του κόσμου, στο έλεος ενός αηδονιού ψηλά που κελαηδεί αθέατο».

Απ’ την άλλη μεριά, το κόμμα που αγαπούσε τον Ρίτσο, το ΚΚΕ, δεν μπορούσε να κατανοήσει εκείνο το κομμάτι της ποίησης για το οποίο εκείνος ήταν μέγιστος. Θα σου πω κάτι που μου είχε πει ο ίδιος: «Στην τελευταία εξορία συνάντησα τον τάδε, το νούμερο δύο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ τότε, και μου λέει: ‘Γεια σου ρε Ρίτσο, τα τρακτέρ σου είναι αμετακίνητα’. Γεια σου και σένα μπάρμπα-Κώστα, το κεφάλι σου είναι αμετακίνητο». Αντιλαμβάνεσαι ότι ο αγωνιστής του ΚΚΕ είχε μείνει εκεί και δεν είχε αντιμετωπίσει το μεγάλο κομμάτι της ποίησης του Ρίτσου, αυτό που του έδινε την παγκοσμιότητα και την οικουμενικότητα. Δεν παρεξηγώ - το λέω για τρίτη φορά - το άλλο κομμάτι του έργου του∙ βεβαίως και ο Ρίτσος είναι και στη Μακρόνησο, βεβαίως και είναι και στο Καπνισμένο Τσουκάλι, βεβαίως και είναι στον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη. Υπάρχει μία αδιατάρακτη συνέχεια. Εκείνο όμως το κομμάτι αφορούσε μια επικαιρικότητα και μία έκφραση ενός πόνου και του βασανισμού του κόσμου σε σχέση με μια συγκεκριμένη περίοδο. Το άλλο κομμάτι ξεφεύγει απ’ τα όρια και πραγματικά εκφράζει τον σύγχρονο άνθρωπο απ’ τη σκοπιά του Γιάννη Ρίτσου με έναν τρόπο απίστευτο. Αυτό το κομμάτι, το Κόμμα που τιμούσε τον Ρίτσο – και ο Ρίτσος τιμούσε το Κόμμα – δεν το κατάλαβε ποτέ. Εύχομαι να αλλάξει αυτό έστω και τώρα, από τις νεότερες γενιές.

Όταν μελοποιώ κείμενα, δεν τα μελοποιώ σε σχέση με το που θέλω να πάω εγώ μια δουλειά. Εγώ κοιτάω τι απαιτεί το κείμενο. Τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» και την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» τα έκανα διαφορετικά γιατί το ίδιο το κείμενο απαιτούσε αυτή τη μεταχείριση. Προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το κείμενο και να αποκαλύψω κρυμμένες πλευρές του – δεν μπορεί ένα μεγάλο ποίημα να είναι μονοεπίπεδο – αυτό που μου βγήκε στην «Ασφυξία» και στο «Κιγκλίδωμα Ι» έχει να κάνει με αυτό που περιέχεται εκεί, και βέβαια με την ιδιοσυγκρασία μου. Αυτό προέρχεται πάντα από το τι επιβάλλει το κείμενο. Σημαντικοί συνθέτες έχουν πάρει κείμενα και τα έχουν προσαρμόσει στον τρόπο τους. Κάποτε στο «Βήμα», ένας κριτικός που συμπαθούσε τη δουλειά μου είπε: «Η πρώτη μας ένσταση είναι ότι είναι αδύνατον να είναι ο Μικρούτσικος συνθέτης του Καββαδία, και είναι αδύνατον γιατί δεν μπορεί να είναι ο συνθέτης της «Μουσικής Πράξης στον Μπρεχτ» ο συνθέτης του Καββαδία». Του στέλνω ένα σημείωμα, όχι για να το δημοσιεύσει αλλά γιατί τον συμπαθούσα: «Φίλε… σε διαβεβαιώνω ότι είναι ο ίδιος συνθέτης, αλλά η μουσική του στον Μπρεχτ είναι διαφορετική από τη μουσική του στον Καββαδία, γιατί ο Μπρεχτ είναι διαφορετικός από τον Καββαδία». Τη δεκαετία του ’70 δεν μπορούσαν να με κατατάξουν. Αυτό το λέω γιατί –και αφορά τον Ρίτσο αυτό - το ποιητικό κείμενο πρέπει να το αντιμετωπίσεις όχι με τον τρόπο σου, αλλά με βάση την απαίτηση του κειμένου. Άρα, μελοποίησα έτσι τον Ρίτσο γιατί τα κείμενα αυτό απαιτούσαν.






Η βασική επιρροή του Ρίτσου που ισχύει εδώ και τριάντα έξι χρόνια σε μένα είναι αυτή που είπα στην αρχή: «Γράφε ό,τι σε καίει, αλλά να προσπαθείς ο τρόπος να είναι σύγχρονος και να προσπαθείς να σπάσεις τα όριά σου». Ο Ρίτσος ήταν ένα πρόσωπο που και μόνο η παρουσία του, μετά από τόσα χρόνια εξορίας, το να συνεχίζει να είναι στην πρωτοπορία της τέχνης του και αυτό να γίνεται κατανοητό σε όλη την Ευρώπη, αυτό σήμαινε ότι ο Ρίτσος ήταν ένας φάρος για όσους όπως εγώ έβλεπαν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά και πριν γνωρίσω τον Ρίτσο, ήμουν για δέκα χρόνια, από έφηβος, από δεκατεσσάρων χρονών μέχρι τα εικοσιπέντε, ένας άνθρωπος της πολύ μαχόμενης αριστεράς, ήμουν στην άκρη του αριστερού φάσματος. Στα μπλοκ του ΕΚΚΕ κατέβαινα, αν και δεν ήμουν ποτέ μέλος του. Και με τον Ρίτσο κάναμε παρέα όντας στην άκρη του φάσματος. Πολλοί από τους ανθρώπους που εκτιμούσε ο Ρίτσος δεν ήταν μέλη του ΚΚΕ. Ο Ρίτσος είχε μια θαυμάσια σχέση με τον Γιάννη Χρήστου, με τον Μάνο Χατζιδάκι, με τον Γιάννη Τσαρούχη. Ο Ρίτσος λάτρευε τη Μάρω Δούκα, τη Χρύσα Προκοπάκη. Αυτός ήταν ο περίγυρός του. Ο ίδιος είχε επιλέξει και έμεινε μέχρι τέλους στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Δεν ήταν όμως οι επιλογές όσων έκανε παρέα κομματικά ορισμένες. Ήταν καθορισμένες από την ποιότητα της τέχνης και των υπολοίπων, έτσι όπως αυτός την εννοούσε.

Είναι απίστευτο. Συνηθίζουμε να λέμε «ο τάδε λείπει». Εγώ το αποφεύγω. Δύο άνθρωποι, ο Ρίτσος και ο Χατζιδάκις δεν μου λείπουν. Ξέρεις γιατί; Γιατί συνομιλώ καθημερινά μαζί τους. Θα ήθελα να τον είχα τώρα απέναντί μου, αλλά αυτό δεν με πληγώνει. Λέω βεβαίως… να μην του γνώριζα και τον γιο μου που είναι εφτά χρονών, να τον έβλεπε να τον χαϊδέψει. Αλλά η συνομιλία μαζί του είναι καθημερινή. Επανέρχομαι συνεχώς στα κείμενά του, καθημερινά. Αν κάτι άλλο μου έμαθε ο Ρίτσος, είναι η πειθαρχία της εργασίας, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και σ’ αυτό χτυπήθηκε, ότι έγραψε πολλά. Πουθενά δεν έγραψε πολλά. Για μένα όλα ήταν τα αποτυπώματα κάθε στιγμής∙ κάποιο μπορεί να είναι μεγαλύτερο, κάποιο μικρότερο, κάποιο μέγιστο. Αυτή ήταν η δουλειά του∙ το μυαλό του, η καρδιά του και το χέρι του ήταν απόλυτα συνδεδεμένα. Ένας άνθρωπος λιτός, πραγματικά, εκπληκτικός, που του οφείλω τις βασικές αρχές με τις οποίες έκανα και τότε, και μετά, την καλλιτεχνική μου πορεία.

Θάνος Μικρούτσικος

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Για το "Ένα παράξενο ταξίδι" της Σοφίας Παπάζογλου




ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

Ο νέος δίσκος της Σοφίας Παπάζογλου περιλαμβάνει 13 επανεκτελέσεις παλαιότερων τραγουδιών και 2 καινούργια τραγούδια, με τη συνοδεία του Βασίλη Κετεντζόγλου στην κλασική κιθάρα και τον Ντάσο Κούρτι στο ακορντεόν. Οι επανεκτελέσεις στο ελληνικό τραγούδι σήμερα είναι όχι μόνο μόδα αλλά και αναγκαιότητα, σε μια εποχή δημιουργικής στασιμότητας και έλλειψης καινοτόμων προτάσεων. Το «Παράξενο ταξίδι» δεν υπηρετεί καμία μόδα, ούτε κουβαλάει τα σημάδια των «παιδιών του σωλήνα» των δισκογραφικών εταιρειών, δηλαδή των δεκάδων ζωντανών και μη ηχογραφήσεων-επανεκτελέσεων που έχουν πλημμυρίσει την αγορά και συντηρούν τις καριέρες των μεγάλων – και ακούνητων… - ονομάτων του «έντεχνου». Αντίθετα, η συγκεκριμένη δουλειά φέρει τη σφραγίδα μιας φρέσκιας και πολυδιάστατης φωνής που μεταπηδά με χαρακτηριστική ευκολία από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη στο λαϊκό τραγούδι, την τζαζ (Cry me a river) και λάτιν μπαλάντα (Un año de amor).


Θεωρώ τον δίσκο ως μια προσωπική δικαίωση της Παπάζογλου, η οποία κακώς έχει εντυπωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μια αυστηρά και μόνο λαϊκή τραγουδίστρια, εικόνα που δεν συμβαδίζει με την έως τώρα δισκογραφία της. Κομβικής σημασίας είναι η ενορχήστρωση των Κετεντζόγλου-Κούρτι: λιτή, μινιμαλιστική, επιτρέπει στην Παπάζογλου να ξετυλίξει τις ερμηνευτικές της δυνατότητες προάγοντας όμως ταυτόχρονα τόσο τις σιωπές, όσο και μια έντονη αίσθηση του ρυθμού. Χαρακτηριστικός είναι ο σουίνγκ επίλογος στην «Πρωτομαγιά» του Σαββόπουλου! Στα θετικά σημειώστε, τέλος, τα δύο καινούργια τραγούδια του δίσκου, το «Ταξίδι» του Κετεντζόγλου σε ποίηση Κωστή Παλαμά, και ο «Παραμυθάς» του Ντάσο Κούρτι σε στίχους Ηλία Κατσούλη. Υποκειμενικά, μου φαίνεται κάπως ατυχής η συμπερίληψη των «Μοναχικών γιαγιάδων» στον δίσκο, ενός τραγουδιού με τη βαριά σκιά της Ελένης Βιτάλη. Η έκδοση είναι καλαίσθητη, αλλά παραλείπει να αναφέρει τους αρχικούς δίσκους των τραγουδιών ενώ περιέχει κάποια ορθογραφικά λάθη.

Ηρακλής Οικονόμου

(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Πρόγραμμα σεμιναρίων του Λυκείου Ελληνίδων




ΛΥΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΜΟΥΣΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Κεντρική Διεύθυνση: Δημοκρίτου 14, Κολωνάκι, 106.73 Αθήνα
Περιφερειακά Τμήματα: Βούλα, Χολαργός
Ιστοσελίδες:
http://www.lykeionellinidon.gr/lyceumportal/
Ε.mail: info@lykeionellinidon.gr
Τηλέφωνο: 210.3611042, Fax: 210.3607355
Θέμα: Διδακτικό Πρόγραμμα - Μαθήματα Σεμιναριακού Τύπου
Περίοδος: 2009-2010

Το Μουσικό Τμήμα του Λ.τ.Ε. Αθηνών με τους εξειδικευμένους συνεργάτες του αναπτύσσει για την χρονιά 2009-2010 δραστηριότητες εκμάθησης κλασσικού και έντεχνου τραγουδιού, παραδοσιακού (δημοτικού) τραγουδιού, ηπειρώτικου πολυφωνικού τραγουδιού, παραδοσιακών κρουστών και θεατρικού.

με υπεύθυνο το Μαέστρο ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟ

1. Τρίφωνες Χορωδίες Κλασσικού και Έντεχνου Ρεπερτορίου
Δευτέρα, 20:00-22:00, Δημοκρίτου 14, [Χορωδία Νέων]
Τετάρτη, 11:00-13:00, Δημοκρίτου 14, [Χορωδία Κυριών]
Σάββατο, 09:30-11:00, Δημοκρίτου 14, [Παιδική Χορωδία, 10-14 ετών]
Σάββατο, 11:00-12:00, Δημοκρίτου 14, [Παιδική Χορωδία, 7-10 ετών]
2. Τμήματα Διδασκαλίας Βασικών Θεωρητικών της Δυτικής Μουσικής
Τετάρτη, 09:30-11:00, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Ενηλίκων]

με υπεύθυνη τη Μουσικολόγο ΒΙΒΗ Γ. ΚΑΝΕΛΛΑΤΟΥ
3. Φωνητικά Σύνολα Ελληνικού Παραδοσιακού (Δημοτικού) & Λαϊκού Τραγουδιού
Δευτέρα, 17:00-18:30, Δημοκρίτου 14, Ενηλίκων [Τμήμα Αρχαρίων]
Δευτέρα, 19:00-20:30, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Νεανικό]
Τρίτη, 18:00-19:30, Δημαρχείο Βούλας, [Τμήμα Ενηλίκων]
Τετάρτη, 16:30-18:00, Δημοκρίτου 14, Ενηλίκων [Τμήμα Προχωρημένων]
Παρασκευή, 16:30-18:00, Δημαρχείο Χολαργού, Ενηλίκων [Τμήμα Ενηλίκων Μεσαίο]
Παρασκευή, 18:00-20:00, Δημαρχείο Χολαργού, Ενηλίκων [Ομάδα Παραστάσεων]
4. Φωνητικά Σύνολα Ηπειρώτικου Πολυφωνικού Τραγουδιού
Δευτέρα, 20:45-21:45, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Νεανικό]
Τετάρτη, 18:30-19:30, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Ενηλίκων]

με υπεύθυνο τον Μουσικό-Κρουστό ΜΙΧΑΛΗ ΚΛΑΠΑΚΗ
5. Τμήματα Εκμάθησης Παραδοσιακών Κρουστών
Δευτέρα: 19:00-20:00, Δημοκρίτου 14, [Ενηλίκων, β΄ χρόνος]
Δευτέρα, 20:00-21:00, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Ενηλίκων]
Δευτέρα, 21:00-22:00, Δημοκρίτου 14, Ενηλίκων [Ομάδα Παραστάσεων]
Τετάρτη, 19:30-20:30, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Ενηλίκων]
Τετάρτη, 20:30-21:30, Δημοκρίτου 14, Ενηλίκων [Τμήμα Αρχαρίων]
Τετάρτη, 21:30-22:30, Δημοκρίτου 14, Ενηλίκων [Τμήμα Προχωρημένων]
Σάββατο, 13:00-14:00, Δημοκρίτου 14, [Παιδικό, β΄ χρόνος]
Σάββατο, 14:00-15:00, Δημοκρίτου 14, [Παιδικό, Τμήμα Προχωρημένο]
Σάββατο, 15:00-16:00, Δημοκρίτου 14, [Παιδικό, Τμήμα Αρχαρίων]

με υπεύθυνη τη Θεατρολόγο ΦΑΙΗ ΜΠΑΡΟΥΝΗ
6. Τμήματα Θεατρικού Παιχνιδιού - Θεατρικής Αγωγής
Δευτέρα, 17:30-19:00, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Εφήβων: "Θεωρία και Πράξη"]
Σάββατο, 12:00-13:00, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Παιδικό, 5-10 ετών]
Σάββατο, 13:00-14:30, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Παιδικό [10-14 ετών]

με υπεύθυνο τον Σκηνοθέτη-Ηθοποιό ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΝΤΕΛΛΑ
7. Θεατρικό ΤμήμαΤρίτη: 19:30-21:30, Δημοκρίτου 14, [Τμήμα Ενηλίκων - Νέων]

ΕΓΓΡΑΦΕΣ από 14/09/2009
ΕΝΑΡΞΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ από την 1η ΕΒΔΟΜΑΔΑ του ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Τα μαθήματα πραγματοποιούνται στο Κτίριο του Κεντρικού Λ.τ.Ε. Αθηνών (Δημοκρίτου 14, Κολωνάκι, Αθήνα 10673), καθώς και στα περιφερειακά τμήματα που διαθέτει στη Βούλα, Δημαρχείο Βούλας (Λεωφόρος Κωνσταντίνου Καραμανλή 18, Βούλα, Ανατολική Αττική 16673) και στο Χολαργό, Δημαρχείο Χολαργού (Λεωφόρος Περικλέους 55, Χολαργός, Βορειοανατολική Αττική 15561).

Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στην Έφορο του Μουσικού Τμήματος: Κα Μαλβίνα Αποστολίδου, από τις 14 Σεπτεμβρίου 2009 κάθε Δευτέρα και Τετάρτη 10.00-13.00 και από την 1η Οκτωβρίου επιπλέον τις ημέρες και τις ώρες των μαθημάτων.

Τηλέφωνα Επικοινωνίας: 210.3639704 & 210.3628978.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

...σε μια ελεύθερη, ειρηνική ζωή






ΜΑΛΛΙΑ ΣΓΟΥΡΑ
(Αντάρτικο, Ερμηνεία: Πέτρος Πανδής, Ενορχήστρωση: Νότης Μαυρουδής)

Μαλλιά σγουρά, μαλλιά κοράκου χρώμα
τ' ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά
σας αγαπούσα πάντοτε και τώρα
η δόλια μου η καρδιά στενάζει και πονά.

Πάει καιρός που έβγαινες στους δρόμους
τη σκούφια φόραγες λεβέντικα στραβά
και τα μαλλιά χυτά πάνω στους ώμους
τ' ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά.

Θά 'ρθουν καιροί, καιροί ευτυχισμένοι
σκλάβοι δε θα 'ναι τότε οι λαοί
θα ζούμε τότε πια αδελφωμένοι
σε μια ελεύθερη ειρηνική ζωή.

Εγώ Άη-Στρά, Άη-Στράτη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή μια Ελληνική γωνιά
τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν
δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Για τη "Νιρβάνα" του Στέλιου Βαμβακάρη




ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΝΙΡΒΑΝΑ
LEGEND

Στον υπότιτλο του νέου δίσκου του Στέλιου Βαμβακάρη διαβάζουμε: «Το Blues συναντά ξανά το Ρεμπέτικο». Από την θρυλική ηχογράφηση του με τον Louisiana Red και την πρώτη συνάντηση του μπλουζ με το ρεμπέτικο μέχρι τη «Νιρβάνα» μεσολάβησαν είκοσι χρόνια, αλλά η πηγαία δημιουργικότητα του γιου του Μάρκου παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη. Στη «Νιρβάνα» συναντάμε δεκατρία τραγούδια, ερμηνευμένα από τον Βαμβακάρη και την εξαιρετική Εβελίνα Αγγέλου, που πρωτογνωρίσαμε στο σάουντρακ της ταινίας «Μια μέρα τη νύχτα». Την επιμέλεια παραγωγής ανέλαβε ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης. Εκτός από τον συνθέτη, τους στίχους υπογράφουν σε τρία τραγούδια ο Πάνος Ηλιόπουλος, και από ένα ο Σωτήρης Κακίσης και η Λίνα Νικολακοπούλου. Τα τραγούδια διηγούνται την αγωνία του ενός να αντισταθεί στην άρχουσα τάξη, στους νόμους της ζωής και στις αδυναμίες των ανθρώπων, ως φίλων και ερωτικών συντρόφων. Ξεχώρισα το εξομολογητικό «Έτσι», το ριζοσπαστικό «Σύντομο δελτίο ειδήσεων», το ερωτικό «Τραγούδι σου» που σηματοδοτεί την επάνοδο του Κακίση στη στιχουργία, και το «Πάνω στη Χάρλεϊ» των τίτλων τέλους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην ενορχήστρωση του Γιάννη Ζαχαρόπουλου που δένει επιδέξια τους μπουζουκομπαγλαμάδες με τις ηλεκτρικές κιθάρες.


Γενικά, στέκομαι καχύποπτα απέναντι σε τέτοιες επιμιξίες, όταν αγγίζουν μόνο το ηχητικό περίβλημα της μουσικής. Όμως, εδώ το μπλουζ και το ρεμπέτικο προσεγγίζονται όχι ως σύνολα ήχων, αλλά ως μουσικά και πολιτισμικά ρεύματα, μέσα από τα οποία βγαίνει κάτι νέο και βασανιστικά αυθεντικό. Κάποιες ψηφιακές υποχωρήσεις στην ενορχήστρωση και μεμονωμένες ερμηνευτικές ατέλειες του μπλουζίστα-ρεμπέτη μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, μπροστά σ’ αυτή την αυθεντικότητα. Ο Βαμβακάρης δεν ακολουθεί καμιά σχολή· είναι σχολή ο ίδιος, κι απ’ τις δύσκολες. Και ο δίσκος του, εμβόλιο κατά της σύμβασης και της διεκπεραίωσης που μαστίζει το τραγούδι μας.

Ηρακλής Οικονόμου
(Περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ - Νέες Κυκλοφορίες)

Για το "Club Cosmopolitan" των Stereomatic




STEREOMATICCLUB COSMOPOLITANLYRA

Οι Stereomatic συστήθηκαν στο κοινό το 2004 με τον δίσκο «Remixes-Το Νέο Κύμα» και απαρτίζονται από τους Κωνσταντίνο Αποστολόπουλο, Τάσο Δράμπαλη, Δημήτρη Βόγλη και Αντώνη Ντόντο. Το νέο τους cd «Club Cosmopolitan» περιέχει 14 σύγχρονες προσεγγίσεις σε ελληνικές και ξένες επιτυχίες των fifties και sixties με τη μορφή είτε απλών ενορχηστρωτικών παρεμβάσεων σε υπάρχουσες εκτελέσεις, είτε συνολικών διασκευών. Στις πρώτες συναντάμε γνωστές φωνές, όπως η Τζένη Βάνου, η Γιοβάννα, η Αλέκα Κανελλίδου και η Ζωζώ Σαπουντζάκη σε συνθέσεις κυρίως του Γιώργου Μουζάκη, ενώ στις τελευταίες συμπεριλαμβάνονται τα πασίγνωστα «Αν σ’ αρνηθώ» και «Μισιρλού» (για νιοστή φορά) με Μαρίνα Σκιαδαρέση και Πολύμνια αντίστοιχα. Το κλίμα κινείται σε funk, lounge και beat διαδρομές. Το “Club Cosmopolitan” απευθύνεται κυρίως σε όσους λατρεύουν τα remixes, ενώ οι νοσταλγοί του ελαφρού τραγουδιού δεν θα μείνουν σε καμία περίπτωση απογοητευμένοι. Το cd ακούγεται ευχάριστα χάρις στις πρωτότυπες ενορχηστρώσεις των Αποστολόπουλου και Δράμπαλη και στα φυσικά όργανα της ενδεκαμελούς ορχήστρας. Από την άλλη, το αισθητικό αίτημα του «πειράγματος» επιτυχιών μιας περασμένης εποχής σηκώνει πολλή κουβέντα και δεν θεμελιώνεται πάντα με πειστικότητα, αν και οι Stereomatic ασκούν την τέχνη τους με συνέπεια. Από συνήθεια, θα ήθελα στο cd να δω και ένα ένθετο, κάτι που δυστυχώς απουσιάζει.


Ηρακλής Οικονόμου
(Περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ - Νέες Κυκλοφορίες)

Για το "Ένα τσιγάρο κι ένας ψεύτης" του Μανώλη Μητσιά




ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ
ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΙ ΕΝΑΣ ΨΕΥΤΗΣLEGEND

Ο νέος δίσκος του Μανώλη Μητσιά είναι «πολυσυλλεκτικός», μια πρακτική που ο ίδιος σπάνια ακολούθησε στην καριέρα του. Σημεία των καιρών; Τα 16 τραγούδια υπογράφει μια ομάδα νέων και παλαιότερων δημιουργών, στους οποίους συναντάμε τον Σταύρο Ξαρχάκο σε επανακτέλεση («Χαμένος ήχος») και τον Μητσιά («Βάλσαμο τραγούδι») και ως δημιουργό. Το τελικό αποτέλεσμα του δίσκου είναι σαφώς κατώτερο των προσδοκιών, αλλά και του μεγέθους του καλού μας ερμηνευτή. Το σίγουρο είναι ότι δεν φταίει ο Μητσιάς γι’ αυτό, αφού ο ίδιος συνεχίζει να διατηρεί όλη την αξιομνημόνευτη φρεσκάδα και στιβαρότητά του. Απλά και ξάστερα, φταίνε τα ίδια τα τραγούδια, σε διαφορετικό βαθμό το καθένα. Στιχουργικά, τα περισσότερα δεν αφήνουν κάποιο διακριτό στίγμα, μελωδικά τους λείπει η φαντασία και η πρωτοτυπία, ενώ ρυθμικά τα περισσότερα κινούνται σε μια αφόρητη ζεϊμπέκικη μανιέρα. Απρόσμενα άχρωμη και άοσμη είναι η κατάθεση του Θάνου Μικρούτσικου σε δύο τραγούδια με στίχους του Κώστα Λαχά, ένα δίδυμο που στο παρελθόν έβγαλε τα αριστουργηματικά «Τυμβωρύχος» και «Κιλκίς-Χαλκίς». Υπάρχουν όμως και καλές στιγμές. Κορυφαία - με διαφορά - στιγμή του δίσκου είναι τα «Τρένα» του Σπύρου Ρασσιά: «Τα τρένα που φτιαχτήκανε γι’ αντίο / πώς μοιάζουν ταξιδιάρικα πουλιά». Σημειώστε επίσης τα «Σάββατο βράδυ» των Λίνου Κόκοτου – Κυριάκου Ντούμου και «Είναι νύχτα και τα ξέρει όλα» των Μιχάλη Τούμπουρου - Μιχάλη Γελασάκη (ο οποίος κάνει το ντεμπούτο του ως στιχουργός με τρία τραγούδια).

Καλοπροαίρετη απορία: Γιατί έκριναν οι παραγωγοί τόσο αναγκαία την εξαφάνιση ως και της τελευταίας ρυτίδας του Μητσιά; Δεν καταλαβαίνουν ότι η χρήση του photoshop έχει καταντήσει πια για γέλια; Οι ρυτίδες είναι η μνήμη, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να βγαίνουν εξώφυλλα αρυτίδιαστα και διαμεσολαβημένα.

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Συνέντευξη με τη Μάρθα Φριντζήλα




Μάρθα Φριντζήλα:

«Αν ακούσεις ένα τραγούδι, πρέπει να βγεις και στο δρόμο»


Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, αρ. 976, 20 Σεπτεμβρίου 2009).
φωτογραφίες: Ορφέας Εμιρζάς, Κατερίνα Κατσιφαράκη



H Mάρθα Φριντζήλα είναι μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Γεννήθηκε στην Ελευσίνα και σπούδασε μουσική και θέατρο. Από το 1993 δουλεύει ως επαγγελματίας ηθοποιός στο Εθνικό θέατρο και σε δημοτικά και ιδιωτικά θέατρα, ενώ διδάσκει υποκριτική στη σχολή του Εθνικού. Είναι μέλος του χώρου τέχνης «Κρατήρας» και σκηνοθέτης στη θεατρική ομάδα «Δρόμος με Δέντρα». Παράλληλα με το θέατρο, δραστηριοποιείται ως τραγουδίστρια τόσο στη δισκογραφία όσο και σε συναυλίες και φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πρωτοεμφανίστηκε πλάι στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ φέτος βρέθηκε επί σκηνής με την Τάνια Τσανακλίδου. Στην προσωπική της δισκογραφία ξεχωρίζει ο δίσκος «Baumstrasse» σε μουσική του Βασίλη Μαντζούκη και στίχους δικούς της και άλλων δημιουργών. Αύριο Δευτέρα και μεθαύριο Τρίτη θα την ακούσουμε ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής, σε δύο ξεχωριστές συναυλίες.



Τι ακριβώς θα παρουσιάσετε στο Μέγαρο Μουσικής στις 21 και 22 Σεπτεμβρίου;

Στο Μέγαρο Μουσικής θα παρουσιάσω δύο διαφορετικά προγράμματα. Η πρώτη μέρα θα είναι αφιερωμένη στα παραδοσιακά τραγούδια, σε ένα μουσικό ταξίδι από την Κύπρο μέχρι τον Πόντο, περνώντας από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και το Μοριά. Τη δεύτερη μέρα έχουμε φτιάξει ένα πρόγραμμα μαζί με τη μπάντα μου «The Cubara Project» που δουλεύουμε εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια μαζί. Πρόκειται για ένα τελείως συνειρμικό πρόγραμμα, μας αρέσει ένα τραγούδι και λέμε «θα το βγάλουμε», είτε είναι Curt Weil, είτε Χατζιδάκις. Είναι τραγούδια χειροποίητα, δηλαδή ανήκουν σε ένα συνθέτη και ένα στιχουργό, δεν είναι αγνώστου πατέρα. Σ’ αυτή τη συναυλία έχω δύο αγαπημένους καλεσμένους, τον ακροβάτη και ηθοποιό Camilo Bentancor και την ηθοποιό Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Αυτές οι δύο βραδιές δεν θα έχουν την αίσθηση «πάμε να κάνουμε ένα κονσέρτο». Τα παιδιά που συμμετέχουν και στις δύο βραδιές είναι, πέρα από εξαιρετικοί μουσικοί, και άνθρωποι που μ’ αρέσουν πολύ. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να πάρω ένα όργανο επειδή παίζει καλά. Μ’ ενδιαφέρει πρώτα ο άνθρωπος και μετά το τι όργανο παίζει. Αν συναντούσα πέντε ωραίους φίλους που παίζουν όλοι φυσαρμόνικα, θα έφτιαχνα μια ορχήστρα με φυσαρμόνικες.


Πόσο συμβατός είναι ο χώρος του Μεγάρου με το καλλιτεχνικό φορτίο των συγκεκριμένων τραγουδιών, αλλά και το δικό σας;

Το Αίθριο του Μεγάρου είναι ένας χώρος διαφορετικός από τις μεγάλες αίθουσες. Μου δίνει την αίσθηση των παλιών αναψυκτηρίων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά π.χ. και στο Κάιρο. Για μένα, δεν έχει κάποια φόρτιση σοβαρή ή αυστηρή, ούτε θα βάλουμε τα καλά μας για να πάμε στο Μέγαρο. Δεν βάζουμε τα καλά μας για να γλεντήσουμε με τους φίλους μας. Επίσης, είναι ένας χώρος που παρέχει έναν εξαιρετικό ηχητικό και φωτιστικό εξοπλισμό και πληρώνει και την παραγωγή για δύο συναυλίες.

Ως φίλη και συμμέτοχος του ελληνικού τραγουδιού, πώς θα αποτιμούσατε τη σχέση του Μεγάρου Μουσικής μ’ αυτό; Έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες;

Σ’ αυτό δεν μπορώ να σου απαντήσω γιατί δεν το παρακολουθώ από κοντά. Έχω πάει στο Μέγαρο για να δω μόνο ξένους καλλιτέχνες, με εξαίρεση ένα πρόγραμμα με Ηπειρώτες μουσικούς. Ξέρω πάντως ότι κάνει αφιερώματα σε καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες.


Την πρώτη μέρα στο Μέγαρο ερμηνεύετε παραδοσιακά. Τι νόημα έχει να ερμηνεύουμε την παράδοση σήμερα;

Δεν ερμηνεύουμε απλά την παράδοση, παραδίδουμε κι εμείς με τη σειρά μας κάτι. Τα τραγούδια αυτά μας ανήκουν. Αν είσαι ευαίσθητος άνθρωπος, θα τα παραδώσεις κι εσύ με αγάπη και φροντίδα. Μας παραδόθηκε κάτι, και πρέπει κι εμείς να τα παραδώσουμε. Δεν προσπαθώ να κάνω άλλη μια ανάγνωση ενός τραγουδιού, το τραγούδι δεν έχει ανάγκη από άλλη μία ερμηνεία. Θέλω πολύ να το τραγουδήσω και να το ακούσουν όλοι από μένα, όχι «και» από μένα.

Είστε ηθοποιός, σκηνοθέτιδα, ερμηνεύτρια, στιχουργός, καθηγήτρια θεάτρου, καθηγήτρια φωνητικής… Ποια ιδιότητα αντιπροσωπεύει καλύτερα τη Μάρθα Φριντζήλα;


Εγώ δεν βλέπω ότι έχω πολλές ιδιότητες. Όλες συνθέτουν ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα. Δεν αισθάνομαι ότι όλα αυτά είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Σπούδασα θέατρο και κάνω από νωρίς τραγούδι.

Πώς έγινε η μετάβαση από το θέατρο στο τραγούδι;


Από μικρή τραγουδούσα και συμμετείχα σε χορωδίες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη δραματική σχολή, έπρεπε να βιοπορίζομαι. Έτσι φτιάξαμε μια μπάντα και ξεκινήσαμε να τραγουδάμε σε κάποια μαγαζιά. Ρεπερτόριο; Τζαζ, Χατζιδάκις, ρεμπέτικα. Ήταν πάντα δίπλα μου το τραγούδι, δεν έγινε κάποια μεταπήδηση. Το μεγάλο μπαμ έγινε με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, το 2003, όπου με είδε πολύς κόσμος. Μέχρι τότε, είχα κάνει πολλές εμφανίσεις στο «Αλάβαστρον», στις «Φωνές», σε μικρά μαγαζιά των 100 ατόμων. Με τον Θανάση, όλα έγιναν πιο φανερά. Παράλληλα δούλευα και με τη θεατρική μου ομάδα στον «Κρατήρα».






Τι συμβαίνει με τον «Κρατήρα»; Υποπτεύομαι ότι είναι ένας χώρος σημαντικός για σας.

Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι πρέπει να κατεδαφιστεί γιατί έχει πρόβλημα στατικότητας… Θα φτιαχτεί ξανά από τους ιδιοκτήτες, γιατί δεν είναι και δικό μας, το νοικιάζουμε. Ο «Κρατήρας» είναι απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω κάνει. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή με τη θεατρική μου ομάδα «Δρόμος με δέντρα» ψάχνοντας έναν χώρο για παραστάσεις, βρήκαμε ένα παλιό συνεργείο και με πολύ προσωπική δουλειά και τη βοήθεια φίλων φτιάξαμε το χώρο σε δύο χρόνια. Μετά ήρθε η ομάδα χορού Sine Qua Non, ο νέος καραγκιοζοπαίχτης Άθως Δανέλλης, η ομάδα ακροβατών «Κι όμως κινείται», και κάναμε πολλές παραστάσεις. Δεν μπήκαμε ποτέ να κάνουμε παραστάσεις για ολόκληρη σεζόν, δεν μπήκαμε ποτέ στη λογική του να βγάλουμε λεφτά, δεν είχαμε εισιτήριο, όσοι επιθυμούσαν έβαζαν στο ταμείο του χώρου λεφτά για τη συντήρησή του, δεν πληρώθηκε ποτέ κανένας από τον Κρατήρα, όλοι πλήρωναν.


Σιγά σιγά ο «Κρατήρας» έγινε ένας μικρός αστικός μύθος, γιατί μπορούσες εκεί να συναντήσεις από καλλιτέχνες του δρόμου μέχρι μετανάστες, αλλά και καταξιωμένους καλλιτέχνες. Όταν δεν είχαμε λεφτά, ήρθαν οι Χαΐνηδες και έπαιξαν για να συνεισφέρουν. Η Δήμητρα Γαλάνη μας είχε χαρίσει ηχεία, κονσόλες… Κανείς δεν περίμενε κάτι πίσω, γιατί ήταν τόση η χαρά της δημιουργίας που ήμασταν όλοι πανευτυχείς. Και όταν φτιαχτεί ξανά ο χώρος, το μοντέλο αυτό αποκλείεται να αλλάξει. Θα παραμείνει ένας χώρος ανοιχτός, για ανθρώπους με πραγματικές αγωνίες, χωρίς καμία αγωνία για καριέρα.


Μακάρι να ξαναφτιαχτεί, γιατί πολλά στραβά συμβαίνουν τελευταία…

Όταν δεν ανταγωνίζεσαι τα μεγάλα θηρία, δεν σ’ ενοχλεί κανένας. Τα προβλήματα είναι μόνο φύσης οικονομικής. Μακάρι να βρίσκαμε κάποιους χορηγούς.


Μήπως δεν υπάρχουν λεφτά τώρα λόγω …Siemens;

Για να καταφέρει να πάρει μια μικρή ομάδα σαν τη δική μας λεφτά από το κράτος, πρέπει να πληρώσει με το καλημέρα τα μισά στο ΙΚΑ και τα άλλα μισά να τα δώσει σιγά σιγά πίσω στο κράτος. Πολιτισμός είναι η πολυτέλεια των ρομαντικών.


Έχει καταντήσει να είναι…

Ε, βέβαια, κατάντια είναι. Αυτή η χώρα θα μπορούσε να έχει τον πολιτισμό της κάπως ψηλά.


Τι προσπαθείτε να εμφυσήσετε στους μαθητές σας;

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι μαθητές μου βλέπουν πόσο πολύ αγαπώ αυτό που κάνω, και πώς δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς αυτό. Ένας νέος άνθρωπος, που έχει φάει και μια πετριά μέσα του, παίρνει πολύ κουράγιο όταν βλέπει ότι οι δάσκαλοί του δεν επαναπαύονται αλλά συνεχίζουν να αγωνιούν και να δουλεύουν. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να τους πείσω ότι, εφόσον κανείς δεν τους ανάγκασε να ακολουθούσουν αυτό το επάγγελμα, δεν θα πρέπει να φοβούνται να δουλεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή. Ακόμα και στις διακοπές τους θα μπορούν να στήνουν μια παράσταση, ακόμα και στην πλατεία θα μπορούν να βγαίνουν και να τραγουδάνε. Προσπαθώ να τους βγάλω λίγο από το μαράζι του «ποιος θα με πάρει τηλέφωνο να μου δώσει ένα ρολάκι». Προσπαθώ να φτιάξω πολύ δυνατούς ανθρώπους.


Έχετε βοηθήσει πολλούς πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες. Συναντά στεγανά ένας νέος καλλιτέχνης; Ακόμα κι εσείς δεν θα έπρεπε να έχετε τώρα 2-3 προσωπικούς δίσκους πίσω σας;

Αυτά τα στεγανά υπάρχουν. Όμως, υπάρχει και μια υπερ-παραγωγή που είναι μια ανάγκη των εταιρειών, της τηλεόρασης, των δημοσιογράφων. Δεν το κατάλαβα ποτέ γιατί πρέπει ένας καλλιτέχνης να βγάζει κάθε χρόνο δίσκο, να κάνει κάθε χρόνο συνεργασία, να πουλήσει κάθε χρόνο τη πραμάτειά του. Βέβαια, εγώ δεν είμαι μόνο τραγουδίστρια, και ίσως κάποιος ο οποίος μόνο αυτό κάνει, να πρέπει να το αποδεικνύει συνεχώς. Έχουν φτάσει όμως να κάνουν όλοι συλλογή από τους δίσκους τους, χωρίς να θέλουν πολύ να βγάλουν ένα υλικό που ήδη έχουν. Ξεκινούν ανάποδα: «πρέπει φέτος να κάνω ένα δίσκο, άρα ας ψάξω να βρω το υλικό. Ποιος θα μου γράψει ένα τραγούδι;». Μου έχουν πει κάποιοι άνθρωποι του χώρου, μάνατζερ και δημοσιογράφοι, ότι «εσύ τώρα πρέπει να κάνεις ένα δίσκο προσωπικό. Εντάξει, ωραίο το Baumstrasse, αλλά πολύ πειραματικό. Πρέπει να πας σ’ αυτόν και σ’ αυτόν, να σου δώσουν από δύο τραγουδάκια». Έχω να σου πω λοιπόν ότι με τον Θέμο Σκανδάμη ετοιμάζουμε ένα προσωπικό δίσκο που θα τον λέμε «Προσωπικό Δίσκο» (σ.σ.: γέλια).


Ενδιαφέρουσα περίπτωση ο Σκανδάμης.

Ο Θέμος για μένα είναι ένας από τους πιο ωραίους τραγουδοποιούς, και είναι μάλιστα από τους «πιο τραγουδοποιούς» που έχω γνωρίσει. Τα πάντα τα κάνει τραγούδι. Συζητάμε, και την επομένη μέρα μπορεί να έρθει και να μας φέρει ένα τραγούδι που έγραψε από φράσεις που είπαμε εδώ. Γράφει καταπληκτικά, βασανίζεται πολύ, αγωνιά. Με τον Θέμο έχουμε κάνει μέχρι και παραστάσεις μαζί. Έχει παίξει τον Ερμή στον Ίωνα. Εγώ τον αγαπώ πάρα πολύ και τον θαυμάζω σαν μουσικό.


Τάνια Τσανακλίδου;

Λοιπόν, η Τάνια είναι μια ειδική περίπτωση. Είναι μια τραγουδίστρια και ηθοποιός, η οποία δεν έμεινε ως η τραγουδίστρια του «τάδε» συνθέτη. Έχει μια μοναχική πορεία, δεν τη χαρακτηρίζει κάποια συνεργασία της. Βρήκαμε έναν πολύ ωραίο τρόπο να επικοινωνούμε, γιατί κι αυτή ξεκινά από το ότι θέλει οπωσδήποτε να πει ένα τραγούδι. Φτιάξαμε ένα πρόγραμμα που πήγε πάρα πολύ καλά το χειμώνα και το καλοκαίρι, δεν πήγαμε να κοροϊδέψουμε τον κόσμο και να του «τα φάμε», και αυτό ο κόσμος το κατάλαβε. Δεν υποχωρήσαμε.


Θανάσης Παπακωνσταντίνου;

Ο Θανάσης για μένα πάνω απ’ όλα είναι ένας ποιητής. Τα λόγια του μου αρέσουν και με αγγίζουν πάρα πολύ. Άλλη ειδική περίπτωση. Ζει σ’ ένα χωριό και ζει μέσα σ’ αυτό, ένα δωμάτιο με τους τοίχους και τη μουσική.


Βασίλης Μαντζούκης;

Δεν μπορώ να σου πω τίποτα για τον Βασίλη, είναι το άλλο μου μισό, είμαστε συνεργάτες και ζευγάρι δεκατρία χρόνια, έχουμε κάνει τα πάντα μαζί.






Σύμφωνα με τη μαθήτριά σας Μέλια Πουρή, στην ερμηνεία σας αποδομείτε το τραγικό στοιχείο, δεν το αφήνετε να κορυφωθεί, το κόβετε με τον τρόπο σας, με έναν σαρκασμό, με ένα στοιχείο «ελαφρότητας». Γιατί;

Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Μπορεί να φταίει και το παρελθόν μου, η ζωή μου η ίδια, που το κάνω αυτό. Πάντοτε θυμάμαι ότι στις κηδείες κάτι μας έκανε να γελάσουμε. Σε οποιαδήποτε τραγική στιγμή υπήρχε κάτι που μας έβγαζε έξω απ’ αυτή. Όταν κάποιος πέφτει στο δρόμο και τον βλέπουμε, αυτός ζει μια τραγωδία αλλά εμείς βλέπουμε μια κωμωδία. Είμαστε πάντα με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω. Δεν πιστεύω στον καλλιτέχνη που παθιάζεται τόσο πολύ με ένα τραγούδι ώστε μετά για μισή ώρα πρέπει να του κάνουν αέρα, ή στον ηθοποιό που θέλει να δείξει στον χαιρετισμό του τέλους πόσο κουρασμένος είναι. Όταν άκουσα το ηχογράφημα μιας συναυλίας που με πιάσαν τα κλάματα, ήταν …για κλάματα. Φαντάσου έναν ποδοσφαιριστή που χάνει το γκολ και κλαίει για μισή ώρα, ή βάζει το γκολ και πανηγυρίζει για άλλη μισή!


Εμφανιστήκατε στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ με τον Φοίβο Δεληβοριά και τη Ματούλα Ζαμάνη τραγουδώντας Μάνο Χατζιδάκι. Γιατί μας αφορά ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ;

Εμένα μ’ ενδιαφέρει ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ σαν κάτοικος μιας μεγάλης πόλης. Θέλω στην πόλη που ζω να συναντήσω τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτήν. Να μπορώ να ακούσω τη μουσική τους, να δοκιμάσω την κουζίνα τους, να κοιτάξω τα πράγματα που φτιάχνουν με τα χέρια τους, να βρεθώ σε ένα πολύ-πολιτισμικό περιβάλλον. Είναι αυτονόητο.


Για πολύ κόσμο δεν είναι αυτονόητο…

Για πολύ κόσμο είναι αυτονόητο ότι πρέπει να πάρει δύο αυτοκίνητα, ή να στείλει 50 sms για να μείνει στην τηλεόραση ο τραγουδιστάκος στο show ή ο μαγκάκος στο big brother. Όταν αυτό θεωρείται αυτονόητο, δεν μπορώ να πείσω τον άλλον ότι είναι αυτονόητο να πάει στο Αντιρατσιστικό…


Και γιατί μας αφορά ο Χατζιδάκις;

Ο Χατζιδάκις μας αφορά γιατί είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες και πνευματικούς ανθρώπους που γέννησε αυτή η χώρα, και ένας προφήτης. Ο Χατζιδάκις είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, και φοβάμαι ότι μιλάει για αύριο. Χθες ήμαστε στην Ελευσίνα σε ένα Live με την Τάνια (σ.σ.: Τσανακλίδου) και λέμε τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» σε έναν υπέροχο χώρο, στο παλιό Ελαιουργείο απέναντι από το λόφο με τα αρχαία. Εκεί υπάρχει και ο Τιτάνας, το εργοστάσιο. Το τραγούδι λέει «Τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο». Αυτό στην Ελευσίνα δεν έγινε μόνο, αλλά και γίνεται, θα γίνει και αύριο. Αυτό βέβαια το είπε ο Γκάτσος, αλλά και ο Χατζιδάκις, τα περισσότερα απ’ όσα είπε γίνονται ακόμα, και θα γίνουν. Με συγκινεί πολύ ο Χατζιδάκις, και με συγκινεί περισσότερο το εξής. Νομίζω ότι τα έχω ακούσει όλα. Κάθε φορά ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο στα τραγούδια του. Στο σύνολο του έργου του, μόνο 3-4 τραγούδια του δεν μου αρέσουν. Σίγουρα όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας έχουν ένα τουλάχιστον τραγούδι του Χατζιδάκι που τους αφορά.








Θεωρώ την τέχνη σας βαθιά πολιτική. Πόσο εύκολο είναι να ασκείτε την τέχνη σας σε μια εποχή α-πολιτική;

Η τέχνη από μόνη της είναι πολιτική, δεν είναι μόνο για την τέρψη, για την απόλαυση. Η τέχνη βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά μπορεί και να αλλάξει την κοινωνία. Για μένα, όταν πας να δεις ένα έργο πρέπει να αλλάξει η ζωή σου. Πρέπει να μην ξαναχτυπήσεις το παιδί σου. Πρέπει να μην ενοχλήσεις το γείτονά σου. Αν ακούσεις ένα τραγούδι, πρέπει να βγεις και στο δρόμο και να φωνάξεις για τα δικαιώματά σου, ακόμα κι αν το τραγούδι δε λέει «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους». Εσύ πρέπει να πάρεις την απόφαση να το κάνεις, αυτή είναι η δύναμη της τέχνης. Το έχει πει ο Σαμ Σέππαρντ: «Όταν φύγεις από μία παράσταση, πρέπει να κινδυνέψεις να σε πατήσει αυτοκίνητο». Κάποιος άλλος είπε ότι «αν ανέβει ο Άμλετ, θα γίνει επανάσταση».


Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο!

Μακάρι να μπορούσε να παιχτεί ο Άμλετ τόσο εύκολα!


Που οδηγεί η δικιά σας Baumstrasse; Ποιο είναι το μεγάλο σας όνειρο; Τι θα θεωρήσετε επιτυχία σ’ αυτό που ασκείτε;

Πολύ δύσκολο να σου απαντήσω. Το να μην αλλάξει η ζωή μου, να είναι πάντα έτσι. Να είμαι πάντα με ανθρώπους που αγαπώ, φίλους μου, να συγκινούμαστε, να βλέπουμε ταινίες, να παίζουμε στον κόσμο, να μην κουραστούμε, να μην βαρεθούμε και να μην κιοτέψουμε. Να μην κωλώσουμε.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Χαρταετοί


Χαρταετοί


Προς όλους αυτούς τους τραγουδιστές που έχει κάνει τον προτζέκτορα βασικό όργανο στις συναυλίες τους.

Χθες (7/9) τραγουδούσαν στο Άλσος Νέας Σμύρνης τα Υπόγεια Ρεύματα με τον Θάνο Μικρούτσικο. Το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος περιλαμβάνει μελοποιημένα από τον Μικρούτσικο ποιήματα, πολιτικά και μη. Πόσο απαραίτητο είναι να «ντύνεις» με εικόνες –που προβάλλονται σε οθόνη πίσω από τους μουσικούς - τραγούδια που έχουν ως βάση τους την ποίηση; Το ερώτημα αυτό μου ήρθε αυθόρμητα όταν άκουσα ορισμένα από τα ποιήματα του Καββαδία προς το τέλος της συναυλίας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόμουν πολύ μακριά από τη σκηνή και έτσι (ευτυχώς) δεν είχα αντιληφθεί την ύπαρξη της οθόνης πάνω στην οποία προβάλλονταν προφανώς εικόνες σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Αν κρίνω από την αισθητική των εικόνων που είδα αργότερα, μάλλον κερδισμένος βγήκα που αφέθηκα στις εικόνες της δικής μου φαντασίας.

Αυτό που με εκνεύρισε περισσότερο ήταν οι άθλιες εικόνες που προβάλλονταν κατά τη διάρκεια του Willy και Μαχαίρι του Καββαδία. Ο «ευφάνταστος» art director (ή όπως αλλιώς λέγεται ο εμπνευστής αυτής της σύνθεσης εικόνων) θεώρησε σκόπιμο να φτιάξει ένα άθλιο βίντεο σαν και αυτά που φτιάχνονται για τα τραγούδια της Βίσση και της Βανδή χρησιμοποιώντας ως βασικό μοτίβο δήθεν «ψυχεδελικές» εικόνες που εναλλάσσονταν με το τετράφυλλο χόρτο και μερικά «τσιγαριλίκια». Και όλα αυτά επειδή ο σπουδαίος αυτός ποιητής αναφέρει τη «ζάλη που με όνειρα περίεργα κυκλώνει» όσους καπνίζουν «χασίς» και «άσπρη σκόνη».

Όμως γιατί μας χαλάτε τα δικά μας όνειρα με αυτό τον καταιγισμό εικόνων στις συναυλίες. Τι μόδα είναι αυτή που έχει ξεφυτρώσει τελευταία και πόσο ακόμα θα την ανεχόμαστε; Πριν λίγο καιρό ήμουν σε μια άλλη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Έχει κι αυτός υποκύψει σε αυτή την τάση να «μεταφράζεται» σε εικόνα το νόημα –υποτίθεται- του τραγουδιού. Ομολογώ ότι οι εικόνες που συνόδευαν τα δικά του τραγούδια δεν ήταν άσχημες, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον. Ξέρω μάλιστα και κάποιους που ενθουσιάστηκαν με την ιδέα. Ωστόσο ακούγοντας αυτούς τους τόσο γεμάτους από εικόνες στίχους του τραγουδοποιού όπως και εκείνους του Καββαδία μου ήρθε στο μυαλό ένας από τους τόσο περιεκτικούς στίχους του Παπακωνσταντίνου που λέει «άνθρωπέ μου τι ξεφτίλα, να σου χαλάνε το όνειρό και εσύ να τους αφήνεις…». Αφήστε μας λοιπόν να ονειρευόμαστε με υλικό τα δικά σας τραγούδια αλλά να φτιάχνουμε τις δικές μας εικόνες όσο ακούμε τους στίχους και τη μουσική σας. Δεν μας χρειάζονται όνειρα – προκάτ. Άλλωστε υποτιμάτε την τέχνη σας, αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα…

(Δεν είναι κείμενο προς ανάρτηση αλλά κείμενο γραμμένο με αγανάκτηση. Ελπίζω ότι σύντομα θα περάσει και αυτή η μόδα, όμως μέχρι τότε ξεσπάω το θυμό γράφοντας.)

Κων/νος Μαργιόλης

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Για την "Ηχώ" του Μίμη Πλέσσα και της Εύης Σιαμαντά



ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ – ΕΥΗ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
ΗΧΩ

EMAREL MUSIC

Ο δίσκος «Ηχώ» περιέχει εννιά παλιά και ένα καινούργιο τραγούδι του Μίμη Πλέσσα, σε ερμηνεία της Εύης Σιαμαντά και ενορχήστρωση του Χρήστου Ραφαηλίδη. Τα τραγούδια πρωτοερμηνεύτηκαν τη δεκαετία του ’60 από τη Τζένη Βάνου και τη Μαρινέλλα. Η ενορχηστρωτική σφραγίδα του Ραφαηλίδη μετέτρεψε τα τραγούδια του Πλέσσα σε τζαζ μπαλάντες, με έντονες όμως τις επιρροές του ρεύματος της έθνικ μουσικής. Το εγχείρημα μπορεί να ξενίσει καταρχήν τον ακροατή, όμως δικαιολογείται και από το τζαζ παρελθόν του ίδιου του Πλέσσα. Στην ορχήστρα συναντάμε ιερά τέρατα της ελληνικής τζαζ, όπως ο Κώστας Μπαλταζάνης στις κιθάρες, ο Γιώργος Φακανάς και ο Γιώτης Κιουρτσόγλου στο μπάσο, και ο Τάκης Πατερέλης στο σαξόφωνο, ενώ κυρίαρχη θέση κατέχει το βιμπράφωνο του Ραφαηλίδη. Το σημείο αναφοράς του δίσκου είναι σίγουρα η φωνή της Εύης Σιαμαντά. Δεδομένων των εντυπωσιακών της ερμηνευτικών δυνατοτήτων, υποθέτω ότι σύντομα η περίπτωσή της θα μας απασχολήσει ξανά. Φωνή εκφραστική, με μεγάλο βάθος, και με μια απεριόριστη γκάμα που εκτίνεται με άνεση από τη τζαζ και τη σόουλ μέχρι το «ελαφρό» τραγούδι και τις παρυφές του λαϊκού. Η Σιαμαντά ανταποκρίνεται με επάρκεια τόσο στις ανάγκες των τραγουδιών, όσο και στο βάρος της σκιάς των μεγάλων κυριών του ελληνικού τραγουδιού που τα ερμήνευσαν σε πρώτη εκτέλεση.

Ηρακλής Οικονόμου
(Περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ - "Νέες κυκλοφορίες")

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Γκαϊφύλλιας για τον Καζαντζίδη

Χθες συμπληρώθηκαν οχτώ χρόνια από τον θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη. Πηγαίνοντας πέρα από τετριμμένες υμνολογίες και μυθολογικές αναφορές, παρουσιάζουμε ένα ανέκδοτο κείμενο του γνωστού τραγουδοποιού Θανάση Γκαϊφύλλια, του δημιουργού της «Ατέλειωτης Εκδρομής» και του «Φύλλου Πορείας» και καλού φίλου των Μ.Π., για τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή. Ευχαριστούμε θερμά τον Γκαϊφύλλια για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου.
ηρ.οικ.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009)






Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΦΩΝΗ
Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στην Κομοτηνή, τα έζησα σε μια φτωχογειτονιά με πλίνθινα σπίτια. Εκεί είδα φτώχεια, που δε θα ξεχάσω ποτέ. Όλοι όσοι έμεναν εκεί ήθελαν να ξεφύγουν απ’ τη μίζερη και αδιέξοδη ζωή τους. Ακόμα και η διεύθυνση μας το θύμιζε καθημερινά. Οδός Πύργου - Αδιέξοδος Α. Στη διπλανή αυλή έμενε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, που ήταν τρίτο στη σειρά. Ο Χρήστος μόλις είχε τελειώσει τη θητεία του, αλλά τα πραγματικά ζόρια τώρα άρχιζαν γι’ αυτόν. Θα έπρεπε πρώτα να παντρέψει τα κορίτσια και ύστερα, αν του έμενε χρόνος και κουράγιο, θα έκανε κι αυτός οικογένεια.


Τα κορίτσια στο βελόνι κι ο Χρήστος εργάτης, που έκανε μεροκάματο, όταν και όπου έβρισκε. Δύσκολες μέρες και το χειρότερο, χωρίς προοπτική. Υπήρχε όμως μια μέρα που ξεχώριζε. Η Κυριακή. Τότε ο Χρήστος έβγαινε στην αυλή φορώντας ένα άσπρο φανελάκι κασκορσέ, που τόνιζε το γεροδεμένο και ηλιοκαμένο του κορμί, στερέωνε ένα καθρεφτάκι πάνω στο μουσλούκι (δοχείο με νερό κρεμασμένο στον τοίχο) και καθώς ξυριζόταν, από ένα φορητό πικάπ άκουγε τα αγαπημένα του δισκάκια. Αποκλειστικά Καζαντζίδη. Μόλις άκουγα μουσική πήγαινα κι εγώ στην αυλή τους, γιατί μου άρεσε το σκηνικό, αλλά τα τραγούδια του Στέλιου μου ήταν αδιάφορα. Μια Κυριακή άκουσα έναν άλλο τραγουδιστή (αργότερα έμαθα ότι τον έλεγαν Αγγελόπουλο) κι όταν πήγα στην αυλή, ο Χρήστος δεν ήταν εκεί. Είχε πάει στη Γερμανία και προφανώς είχε πάρει τα αγαπημένα δισκάκια μαζί του.


Τα χρόνια περνούσαν και καθώς μεγάλωνα στην καινούργια μου γειτονιά, κάθε φορά που άκουγα τις …φάμπρικες της Γερμανίας, έφερνα την εικόνα του Χρήστου στο μυαλό μου να λιώνει εκείνα τα δισκάκια στην καταραμένη ξενιτιά. Άκουγα αχόρταγα από το ραδιόφωνο κάθε τι καινούργιο (κυρίως Νέο Κύμα) κι αργότερα ξόδευα το χαρτζιλίκι μου στα juke box για χάρη του Elvis, των Beatles και των Stones, αλλά ποτέ δεν χάλασα μια δραχμή για χάρη του Στέλιου. Είδα με συμπάθεια την προσπάθειά του να μπει στα χωράφια του Μπιθικώτση, τραγουδώντας Μίκη και Μάνο, αλλά ως εκεί. Έπρεπε να ωριμάσω για να γίνω πιο διαλλακτικός με τις επιλογές μου και τότε πρόσεξα την ερμηνεία του στο «Ποια είσαι εσύ» του Νικολόπουλου κι έπαθα την πλάκα μου. Δε χόρταινα να τον ακούω να παίζει με μια jazz διάθεση με τα ημιτόνια, να βυθίζει τη φωνή του στα έγκατα του πεντάγραμμου και με άνεση να την εκτοξεύει δυο οκτάβες επάνω, χωρίς να χάσουν οι νότες τίποτε απ’ τη δυναμική τους. Άνοιγε το στόμα του για το αγαπημένο του «ΑΑΑΑ» και νόμιζε κανείς πως έκρυβε τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς στο λαρύγγι του.


Ανακάλυψα το «Μίσος» του Άκη Πάνου και υποκλίθηκα. Και κάποια στιγμή επέτρεψα στον εαυτό μου να βουρκώσει ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά» του Λοίζου. Α ρε Χρήστο, δίκιο είχες που λάτρευες την «απόλυτη φωνή».


Κομοτηνή, 07-09-2009
Θανάσης Γκαϊφύλλιας


Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, 13 Σεπτεμβρίου 2009