Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Για το "Στων άστρων την άλω" της Σοφίας Καμαγιάννη





ΣΟΦΙΑ ΚΑΜΑΓΙΑΝΝΗ
ΣΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ ΤΗΝ ΑΛΩ
64 MILLIMETRES

Η Σοφία Καμαγιάννη είναι μια δημιουργός με πλούσια παρουσία στο χώρο της πειραματικής και ηλεκτροακουστικής μουσικής, καθώς και της μουσικής για θέατρο. Δισκογραφικά, πρωτοεμφανίστηκε το 1999 με τον δίσκο οργανικής μουσικής «Η Αποβάθρα», ενώ συμμετείχε το 2004 στην παραγωγή του Πανεπιστημίου Αθηνών «Δεν ξέρω παρά να τραγουδώ» μελοποιώντας Κωστή Παλαμά. Στον νέο της δίσκο «Στων άστρων την άλω», η Καμαγιάννη μελοποιεί Έλληνες ποιητές (Κική Δημουλά, Νίκο Εγγονόπουλο, Διονύση Καρατζά, Κώστα Καρυωτάκη, Ποθητού Μπάικα, Κωστή Παλαμά, Μαρία Πολυδούρη και Γιάννη Σαραντάρη). Άλλος ένας δίσκος μελοποιημένης ποίησης, από τους πολλούς, παιδί της μόδας των μελοποιήσεων που κρατάει μισόν αιώνα τώρα; Σίγουρα όχι.

Εδώ συναντάμε ένα μοναδικό μουσικό περιβάλλον, το οποίο προσαρμόζεται αρμονικά στο αντίστοιχο ποιητικό περιβάλλον κάθε κομματιού. Στα έντεκα τραγούδια και δύο ορχηστρικά του δίσκου κυλά μια δυναμική ροή συναισθημάτων, εικόνων και μουσικο-ποιητικών κόσμων. Από τη άκρως δυναμική και ρυθμική «Ευγένεια» του Καρυωτάκη μέχρι το λυρικό «Βράδυ» της Πολυδούρη και από τα παιχνιδιάρικα «Πουλιά» του Σαραντάρη μέχρι το μελαγχολικό «Κυπαρίσσι» του Παλαμά εμφανίζεται μια αξιοθαύμαστη ενότητα λόγου και μουσικής Θα συναντήσετε επίσης τρεις εξαιρετικούς ερμηνευτές, την – ωριμότερη από ποτέ – Δώρα Πετρίδη, την Άννη Ονουφρίου και τον Ηλία Βμβακούση. Ο πυρήνας της ακουστικής ορχήστρας αποτελείται από το φλάουτο της Ελλάδας Χαλκιά, το κλαρινέτο της Χρυσούλας Γεωργάκη, το βιολί της Ίρινα Σαλένκοβα, το βιολοντσέλο του Βασίλη Λύκου, το κοντραμπάσο του Βαγγέλη Ζωγράφου και το πιάνο της συνθέτριας.

Το προσεγμένο ένθετο του δίσκου περιέχει τα ποιήματα στα Ελληνικά και στα Αγγλικά. Μοναδικό ατυχές σημείο είναι η ηλεκτρονικά επεξεργασμένη απαγγελία της Δημουλά στον επίλογο, που βρίσκεται εντελώς εκτός του κλίματος του υπόλοιπου έργου. Συνολικά, έχουμε εδώ άλλη μια ευχάριστη δισκογραφική έκπληξη από μια μικρή εταιρεία, χωρίς μεγάλα ονόματα. Είμαι πεπεισμένος ότι εκεί, στην περιοχή εκτός των επιχειρηματικών μεγαλοκαρχαριών του θεάματος, βρίσκεται το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού. Γι’ αυτό και οι «Ακροάσεις της Εποχής» δεν θα σταματήσουν να ανιχνεύουν οτιδήποτε άξιο λόγου βγαίνει εκεί.

Ηρακλής Οικονόμου

(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Για δύο δίσκους του Μαυρουδή Κοντάνη




ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΚΟΝΤΑΝΗΣ
ΣΤΟ ΚΑΦΕΣΛΙ ΣΟΚΑΚΙ – ΞΥΛΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ
MAVROTHI KONTANIS MUSIC


Οι δίσκοι «Στο Καφεσλί Σοκάκι» και «Ξύλινη Καρδιά» εκδόθηκαν στη Νέα Υόρκη πριν από ένα χρόνο, από τον νεαρό μουσικό και τραγουδιστή Μαυρουδή Κοντάνη. Ο πρώτος δίσκος περιέχει 16 επανεκτελέσεις παραδοσιακών, σμυρναίικων και ρεμπέτικων τραγουδιών, τα οποία πρωτοτραγουδήθηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες όπως η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή και ο Αντώνης Νταλγκάς. Ο δεύτερος δίσκος συνδυάζει 11 παραδοσιακά τραγούδια και ορχηστρικά, καθώς και συνθέσεις του ίδιου του Κοντάνη, εστιάζοντας κυρίως στους τρόπους με τους οποίους το ούτι χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή του Αιγαίου και στην Οθωμανική κλασική παράδοση. Ο Κοντάνης προσεγγίζει το υλικό του με σεβασμό προς την παράδοση, αποφεύγοντας έντεχνα το φολκόρ αλλά και τον παρωχημένο φορμαλισμό. Με έναν θαυμαστό τρόπο, οι δύο δίσκοι ακούγονται ως κάτι το βαθιά σύγχρονο, χωρίς να χάνουν στιγμή την ιστορικότητά τους. Το «Καφεσλί Σοκάκι» και η «Ξύλινη Καρδιά» θα συναρπάσουν τον υποψιασμένο ακροατή, ενώ θα αποτελέσουν μια χρήσιμη εισαγωγή στην παραδοσιακή και σμυρναίικη μουσική για τον σχετικά αμύητο. Χάρις στην ιδιόμορφη, εκφραστική, Βυζαντινή φωνή του Κοντάνη και τη λιτή ενορχήστρωση, το ακρόαμα δεν κουράζει σε καμία στιγμή, παρά το απαιτητικό, «δύσκολο» περιεχόμενό του. Το επίτευγμα είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχεται από έναν Ελληνο-Αμερικανό, και από ένα περιβάλλον της διασποράς που συχνά έχει την τάση να απομονώνει και να ωραιοποιεί το πολιτισμικό φορτίο του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια νοσταλγικής κάλυψης της απόστασης από τη γεωγραφική μήτρα αυτού του φορτίου. Οι συντελεστές της εξαιρετικής ορχήστρας είναι οι ίδιοι και στα δύο cd: Λευτέρης Μπουρνιάς (κλαρίνο), Μέγκαν Γκουλντ (βιολί), Αναστασία Ζαχαριάδου (κανονάκι), Φαίδων Σίνης (πολίτικη λύρα), Τίμοθι Κίγκλεϋ (κρουστά) και ο Κοντάνης στο ούτι και την ερμηνεία.


Για να λάβετε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον νεαρό δεξιοτέχνη ουτίστα και ερμηνευτή της διασποράς Μαυρουδή Κοντάνη, αλλά και για να προμηθευτείτε τα cd, συμβουλευτείτε την ιστοσελίδα: http://www.mtkontanis-music.com/


Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)




Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Ο Λάκης Καραλής δίνει μια ακόμα μάχη



Ο φίλος και σύντροφός μας Λάκης Καραλής (που –μεταξύ άλλων- τραγούδησε τις ψυχολογικές συνέπειες της διάσπασης του ΚΚΕ πριν από σαράντα χρόνια, στο «SUPERMARKET») αντιμετωπίζει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Χτυπημένος από τον καρκίνο, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει μια ειδική –και πανάκριβη- νοσοκομειακή αγωγή.


Όμως, η οικονομική του δυνατότητα είναι περιορισμένη, κάτι που του «συμβαίνει» μια ζωή.
Γι αυτό, εμείς οι φίλοι του πήραμε την απόφαση να απευθυνθούμε στον κόσμο της Αριστεράς, που ήταν πάντα ο δημόσιος χώρος του.


Όσοι λοιπόν επιθυμούν να συνδράμουν οικονομικά τη μάχη του Λάκη Καραλή, αυτή τη φορά για την ίδια τη ζωή του, μπορούν να το κάνουν, ενισχύοντας τον παρακάτω λογαριασμό, που ανοίχτηκε στο όνομα του γιου του:


Δημήτρης Καραλής
Αριθμός λογαρισμού Εθνικής Τράπεζας: 100/344772-31
-----


Στον ακόλουθο σύνδεσμο, μπορείτε να ακούσετε μια παλαιότερη ραδιοφωνική εκπομπή του Περικλή Κοροβέση με τον Λάκη Καραλή στο radiobubble.gr, με αφορμή την επανέκδοση του δίσκου «Supermarket»:
http://www.radiobubble.gr/exomologiseis_2
-----


Αλέξης Βάκης & Μουσικά Προάστια

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Βασίλη Τσιτσάνη

Αγαπητέ Βασίλη Τσιτσάνη, φίλοι και φίλες,

Σήμερα, ο λαός και πάλι σπάει την παράδοση. Νομίζω ότι για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός τιμάει έναν μεγάλο όσο είναι ακόμα ζωντανός. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του βαθιά και τελειωτικά την εποχή μας.
(...)


Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφθεί ο Θεόφιλος. Όμως, στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση, και προπαντός του Βασίλη Τσιτσάση, ο λαός μας δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει, γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε εντατικά, κάθε στιγμή.
(...)


Πώς έγινε αυτό το θαύμα και αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα που έφηβος ξενιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη να μετουσιώσει μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας τη ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες. Πόσες δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, ελαφρά, ελαφρολαϊκά, Τούρκικα, Ινδικά, καψούρικα και βλαχουδιστικά, κουλτουριάρικα και μιξολυρικά, πόσα και πόσα δεν γράφτηκαν μετά τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Ποιος τα θυμάται; Ανάμεσα σε δυο βράχια, σε δυο πλατάνια – έτσι είναι, τι να γίνει Βασίλη - θα φυτρώσουν και χορταράκια, και μολώχες, και τσουκνίδες. Όλα είναι καλά και άγια στη φύση. Μονάχα βέβαια, όταν αρχίσουν οι μολώχες να κάνουν δηλώσεις και ο κόσμος να τους παίρνει για πλατάνια...καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Να όμως που εμείς, μια ολόκληρη γενιά, μουσικοί και ποιητές, σε αναγνωρίσαμε και σε αναγνωρίζουμε για δάσκαλό μας. Ακολουθήσαμε, με τις δικές μας δυνάμεις, τον δρόμο που εσύ και οι σύντροφοί σου πρώτοι χαράξατε, και σήμερα σε καλέσαμε σ’ αυτό τον κόκκινο βράχο για να σε τιμήσουμε με όλη μας την καρδιά για όσα μας έδωσες.
(...)

Απόσπασμα από ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη για τον Βασίλη Τσιτσάνη, Αύγουστος 1983, Κόκκινος Βράχος, Νίκαια.
-----

Στη συνέχεια του βίντεο, ο Τσιτσάνης και ο Θεοδωράκης τραγουδούν μαζί το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει», του Μπάμπη Μπακάλη. Όταν ο Μπακάλης πέθανε πρόπερσι, κάποιοι άσχετοι έγραφαν για τον Μπακάλη σαν έναν συνθέτη του σωρού που έγραφε ανατολίτικα... κούνια που τους κούναγε! Στην τελευταία στροφή, ο Θεοδωράκης ενθαρρύνει τον Τσιτσάνη και τραγουδούν το αρχικό «απ’ τη μαύρη Ικαριά» αντί για το λογοκριμένο «απ’ τη μαύρη ξενιτιά». Η Ικαριά ήταν βλέπετε τόπος εξορίας των κομμουνιστών, και η λογοκρισία το σωτήριον έτος 1947 δεν ήθελε να ακούγονται τέτοιες κακές λέξεις. Και μετά έφυγε η λογοκρισία, και μαζί της έφυγαν και οι Ικαρίες από το τραγούδι μας (λες και λίγες εξορίες ζει ο καθένας μας σήμερα...), και μείναμε με τη μοναξιά (μου όλα, τίποτα κλπ).
ηρ.οικ.


Καποια μάνα αναστενάζει

Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το ’δει

Μεσα στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλληκάρι
και όπωσδήποτε θα ’ρθει

Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ’ τη μαύρη Ικαριά

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Για τα "Πρώτα βήματα" της Puzzlemusik





ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ: 2 ΧΡΟΝΙΑ PUZZLEMUSIK

PUZZLEMUSIC

H ανεξάρτητη εταιρεία Puzzlemusik γιόρτασε τα δύο χρόνια παρουσίας της στα ελληνικά μουσικά δρώμενα με την έκδοση ενός cd – αντιπροσωπευτικής συλλογής των καλλιτεχνών της. Προσοχή όμως, δεν μιλάμε για ένα best of με ήδη δισκογραφημένα κομμάτια, αλλά για μια συλλογή νέων και ακυκλοφόρητων έργων. Περιλαμβάνονται κομμάτια από δίσκους που πρόκειτα να κυκλοφορήσουν (των Socos & The Live Project Band), πρώτες δισκογραφικές εμφανίσεις (των The 3rd Man Element), tracks γραμμένα ειδικά για αυτή τη συλλογή (των Baby Face, Χρήστου Αλεξόπουλου, Misuse), κομμάτια που έχουν ήδη παιχτεί ζωντανά (των Μπάμπη Παπαδόπολου, Σωτήρη Δεμπόνου), και κομμάτια που δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν σε δίσκους (των Poly Quartet, Felizol, Yiannis Kassetas & The Funk Wizards). Αν και ο δίσκος ενσωματώνει ετερόκλητα στοιχεία rock, jazz, funk, και electronica, παράγει μια μουσική ατμόσφαιρα ομοιογενή και αισθητικά συμπαγή. Ξεχώρισα το βαθιά ερωτικό «Ξέχασα να πω» του Αλεξόπουλου, ενώ μάλλον κουράστηκα από το μόλις ...18λεπτο πειραματικό και αυτοσχεδιαστικό «Performance I» των The 3rd Man Element. Σημειώστε τη συμμετοχή του Γιώργου Κοντραφούρη με το «Baby Face», την οριακή προσέγγιση του Μπάμπη Παπαδόπουλου στην κλασική «Μισιρλού», αλλά και την εξαιρετική ερμηνεία της Λουκίας Παλαιολόγου στο «Last Melody». Πέρα από υποκειμενικές προτιμήσεις, είναι πραγματικά άξια συγχαρητηρίων η έκδοση αυτής της επετειακής συλλογής από την Puzzlemusik, καθώς ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο της κατάθεσης πρωτότυπου υλικού, δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες για τα επόμενα βήματα της εταιρείας.


Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημεριδα Η ΕΠΟΧΗ)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Η Νατάσσα Μποφίλιου για το σινεμά που αγαπάει

Η νευρωσιακή εμμονή μου με τη Νατάσσα Μποφίλιου χτυπάει κυρίως καλοκαίρια. Πέρυσι, ας πούμε, ενώ έκανα διακοπές στη Σέριφο, πλήρης, με γυναικόπαιδα, κατοικίδια, τηγάνια και πετρογκάζ, μου τη βίδωσε και πέρασα τις μέρες μου διαβάζοντας και αντιγράφοντας ένα κείμενο της Μποφίλιου σχετικά με τον κινηματογράφο. Το άρθρο επιμελήθηκε η κυρία Μαρία Μαρκουλή, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "4essera", No 6, Καλοκαίρι 2008, σελ. 190-191. Ένα χρόνο μετά, το αναδημοσιεύουμε για όσους και όσες το έχασαν στην ορίτζιναλ εκδοχή του. Είπαμε, εμμονές είναι αυτές... εντάξει γιατρέ μου; ηρ. οικ.






Από το σχολείο με θυμάμαι να βγαίνω μία φορά την εβδομάδα με προορισμό σταθερά μια κινηματογραφική αίθουσα. Μέναμε στα βόρεια τότε και η έξοδος σήμαινε Village στο Μαρούσι. Με τη μαμά βλέπαμε πιο ποιοτικές ταινίες· με την παρέα είχαμε πιο ανοιχτές επιλογές. Έτσι, έχω δει πάρα πολλές ταινίες.

Μεγαλώνοντας άρχισε να μη μ’ αρέσει όλος αυτός ο πολύς κόσμος που γεμίζει τα multiplex και να προτιμώ πιο μικρές αίθουσες. Να θέλω το διάλειμμα στην ταινία· να θέλω να κουβεντιάζω για την ταινία. Εξάλλου, πριν πάω σινεμά, προετοιμάζομαι κατάλληλα· έχω διαβάσει ό,τι σχετικό έχει γραφτεί για το έργο – τέτοια λατρεία. Το σίγουρο είναι πως είτε είναι αισιόδοξη και χαρούμενη η ταινία είτε μελαγχολική βγαίνω από το σινεμά με μια διάθεση να θέλω να ξεκινήσω κάτι.

Συμβαίνει και κάτι άλλο. Μπαίνω στη θέση ενός ήρωα, διαλέγω ένα ρόλο και στο τέλος είναι σαν να έχω ζήσει ακόμη μια ζωή. Μελό αντιμετώπιση; Μπορεί. Το καλύτερό μου, για παράδειγμα, είναι οι παλιές, ασπρόμαυρες ρομαντικές ταινίες – ξενυχτούσα, όταν τις έβαζε παλιά το Seven X, για να τις δω. Γενικά, με γοητεύει οτιδήποτε το παλιό, αισθάνομαι ότι έχω κολλήσει σε περασμένες δεκαετίες – οι σημερινές ταχύτητες δεν με συγκινούν, ούτε ιδιαίτερα τα μοντέρνα πράγματα. Ας πούμε, μ’ αρέσουν πολύ οι αντίκες· αν είχα πολλά χρήματα, θα αγόραζα πολλές, θα έφτιαχνα το σπίτι μου όπως τα παλιά σπίτια, αυτά που ζούσαν οι μαμάδες και οι γιαγιάδες μας. Ίσως, να είμαι ρετρό άτομο τελικά, επειδή δεν μου αρέσει η έντονη ζωή ή τουλάχιστον ο συσχετισμός της έντονης ζωής με το να βγαίνει κάποιος κάθε βράδυ στα κλαμπ. Η ένταση για μένα έχει σχέση με το πάθος – τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους για να αποκτήσουν συναισθηματική ένταση και προσωπικά θέλω χρόνο για να παθιαστώ. Γι’ αυτό, αν έπαιζα σε μια ταινία, θα διάλεγα να ήταν ταινία εποχής. Σ’ αυτές που η ιστορία τους λαμβάνει χώρα κάπου στο 1700 ή το 1800, με τους πρωταγωνιστές να φοράνε κοστούμια εποχής· οι ήρωες αυτών των ταινιών θέλουν το χρόνο τους, σκέφτονται πριν δράσουν, παθιάζονται σιγά σιγά. Δεν είναι τέλεια η Κέιτ Μπλάνσετ σε τέτοιους ρόλους; Είναι από τις αγαπημένες μου ηθοποιούς – κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη ηθοποιός της γενιάς της.

Είδα το Paris, je t’ aime πριν από λίγο καιρό – μ’ αρέσει πολύ ο γαλλόφωνος κινηματογράφος. Επιπλέον, λατρεύω τις σπονδυλωτές ταινίες, με τις παράλληλες ιστορίες να εξελίσσονται ή να μπλέκονται μεταξύ τους. Η συγκεκριμένη ταινία συνδύαζε αυτές τις δύο αγάπες μου. Βγαίνοντας, ένιωσα πως όλα τα ενδεχόμενα στη ζωή είναι ανοιχτά. Είδα ένα Παρίσι αλλιώτικο –όχι το Παρίσι των ονείρων-, αλλά το καθημερινό, με τα μειονεκτήματά του, όπου γίνονται παντού έργα, και ο καθένας προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του. Μετά, σκέφτηκα πόσο αγαπώ την Αθήνα. Τη λατρεύω. Γιατί να μην μπορούν να κάνουν μια τέτοια απλή ταινία και για την Αθήνα; Θέλω να δω μια απλή ελληνική ταινία και να συγκινηθώ. Αυτές οι ελληνικές ταινίες μου λείπουν· ούτε τα πολύπλοκα σενάρια ούτε η παράξενη φωτογραφία. Ταινίες που προσφέρουν συγκίνηση και δεν χρειάζονται εκατομμύρια για να γίνουν. Από τις ελληνικές μ’ άρεσε το Σπιρτόκουτο, γιατί έδειχνε πράγματα που συμβαίνουν· σ’ έβαζε μέσα στην ατμόσφαιρα, ζούσες την ένταση των ηρώων.

Εντάξει, η μουσική είναι η πρωταρχική μου αγάπη. Όμως, με κάποιο υποσυνείδητο τρόπο, ίσως να με έχει επηρεάσει και ο κινηματογράφος στον τρόπο που την αντιλαμβάνομαι. Να εξηγήσω καλύτερα: μεγάλωσα σε μια οικογένεια που άκουγε συνεχώς μουσική. Ο μπαμπάς μουσικός, με την κιθάρα του –είχε μια μπουάτ-, και πάντα έρχονταν φίλοι στο σπίτι και έκαναν πρόβες. Άκουγε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι συνέχεια. Η μαμά άκουγε πολύ Αφροδίτη Μάνου, Αρλέτα…Όλες αυτές τις μουσικές, αλλά και άλλες που ανακάλυψα μόνη μου –και σε σχέση με αυτά που έλεγα παραπάνω-, καταλαβαίνω πως τις αγαπώ γιατί μου δημιουργούν εικόνες μ’ έναν κινηματογραφικό τρόπο. Μπορεί η διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και μουσικής να είναι πως το σινεμά χρειάζεται σχεδόν 2 ολόκληρες ώρες για να σε ταξιδέψει είτε σε μέρη μακρινά είτε σε άλλες εποχές είτε να μιλήσει για ένα αίσθημα ή για την καθημερινότητα, ενώ η μουσική χρειάζεται λίγα λεπτά, μερικές νότες, μια φωνή ή μερικούς στίχους για να το καταφέρει. Όμως, όταν την ακούμε, δημιουργούμε κινηματογραφικές εικόνες. Κι εδώ βρίσκεται η εγγύτητά τους. Θα μπορούσα να πω πως μ’ αυτό τον τρόπο ταυτίζονται – για μένα τουλάχιστον!

Νατάσσα Μποφίλιου


επιμέλεια: Μαρία Μαρκουλή
Περιοδικό 4essera, No 6, Καλοκαίρι 2008, σελ. 190-191.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Συνέντευξη με τον Αλέξη Καραβέργο



Αλέξης Καραβέργος:

"Τα τραγούδια μου είναι απαραίτητα για να βιώσω τα συναισθήματά μου"



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τεύχος 158, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009)
φωτογραφίες: Μαρία Ξενίδου, Κώστας Μελετιάδης, Κωστής Δρυγιαννάκης



Ο Αλέξης Καραβέργος είναι ένας ταλαντούχος ροκ τραγουδοποιός που ζει στην Κατερίνη. Αν και μόλις πρόσφατα εκδόθηκε ο πρώτος προσωπικός του δίσκος, "Ο βασιλιάς σου να γίνω", ασχολείται με την τραγουδοποιία εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Έμπνευσή του; Οι άνθρωποι που δεν το βάζουν κάτω.



Πώς και γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την τραγουδοποιία;



Με την τραγουδοποιία ασχολούμαι πάνω από 20 χρόνια. Το "Τίποτα δεν είναι απλό" κυκλοφόρησε από το Γιάννη Γιοκαρίνη το 1987 στο δίσκο "Γεια σου και σένα". Θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδοποιό-τραγουδιστή και όχι τραγουδοποιό-μουσικό. Στην καθημερινότητά μου είμαι πολύ πρακτικός και απλός. Στην έκφρασή μου όμως είμαι δύσκολος. Ανήκω σ' εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που, όπως λέει ο Καζαντζάκης, "αντί να φάω κατσίκι, γράφω κατσίκι στο χαρτί και τρώω το χαρτί". Τα τραγούδια μου είναι απαραίτητα για να βιώσω τα συναισθήματα μου, να επικοινωνήσω με τον εαυτό μου και να τον καταλάβω. Σημαντικά και δυνατά γεγονότα, δεν μπορώ να τα βιώσω με ακρίβεια μέσω της λογικής. Όταν τα μετουσιώσω όμως σε τραγούδι και τα τραγουδήσω, τότε μπορώ και τα βιώνω.

Ποια ακούσματα σημάδεψαν την καλλιτεχνική σας ανατροφή;


Τα ακούσματά μου προέρχονται, από το λαϊκό-έντεχνο τραγούδι, από τη διεθνή ροκ σκηνή εκείνης της εποχής - Dire Straits, Pink Floyd, Eric Clapton, Sting - και το δημοτικό-παραδοσιακό τραγούδι.

Τι αποκόμισες από τη συνεργασία σου με τον Γιοκαρίνη και τον Ρασούλη;


Με την φωνή του Γιάννη Γιοκαρίνη κυκλοφόρησε το "Τίποτα δεν είναι απλό", το πρώτο μου τραγούδι στη δισκογραφία. Για μένα είναι ο μεγάλος μου αδελφός καλλιτεχνικά, ο οποίος έδειξε πρώτος ενδιαφέρον για τα τραγούδια μου, πίστεψε σ' αυτά και με προστάτεψε από λάθη στα οποία θα μπορούσαν να με οδηγήσουν το πάθος και η απειρία. Για το Μανώλη Ρασούλη τι να πω; Ήταν μεγάλη μου τιμή που τραγούδησα πριν από αρκετά χρόνια ένα τραγούδι σε στίχους δικούς του και μουσική του Χάρη Παπαδόπουλου, με τίτλο "Είμαι", που περιλαμβάνεται στο δίσκο με γενικό τίτλο "Το τρένο φτάνει τελικά στην Κατερίνη". Από συνεργασίες όπως αυτές με τους παραπάνω δημιουργούς μόνο θετικά και σημαντικά πράγματα μπορείς να αποκομίσεις.

Πώς έγινε η συνάντηση με τον Γιάννη Μήτση και τον Σωτήρη Νούκα, τους ενορχηστρωτές του δίσκου;


Με το Γιάννη Μήτση γνωριστήκαμε στο "Καφωδείο Ελληνικό", μια μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης όπου εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια μαζί με τον Ευγένιο Δερμιτάσογλου. Με το Σωτήρη Νούκα γνωριστήκαμε αργότερα όταν αποφασίσαμε να γίνει η παραγωγή στο studio Underground, του οποίου είναι ιδιοκτήτης. Με τον Γιάννη, τον Σωτήρη και τους μουσικούς φτιάξαμε μια καταπληκτική ομάδα με διακριτούς ρόλους, και περάσαμε καταπληκτικά σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής του δίσκου.






Ποιός είναι ο πιτσιρίκος στο εξώφυλλο του δίσκου;


Είναι ο γιος μου, και το όνομα αυτού Στέφανος. Ο ερχομός του στη ζωή ήταν περιπετειώδης, με προβλήματα που ευτυχώς ξεπεράστηκαν. Το γεγονός αυτό ήταν πολύ ισχυρό, τάραξε δυνατά τα λιμνάζοντα ύδατα της ψυχής μου, και άλλαξε όλη τη ζωή μου. Ήταν η στιγμή που η τραγουδοποιία μου από περιγραφική έγινε βιωματική και η μόνη διέξοδος έκφρασης και ισορροπίας ταυτόχρονα. Μέσα σε αυτή την αλλαγή, προέκυψε και ο δίσκος.

Και ο τίτλος πώς προέκυψε;


Ο αρχικός τίτλος που είχα δώσει στο cd ήταν "Πριν η ζωή να μας γεράσει". Όταν όμως ο δίσκος έφτασε στα χέρια της Impact, μου πρότειναν ανεπιφύλακτα να αλλάξει ο τίτλος, όπως και έγινε. Ήταν μια ευχάριστη και θετική αλλαγή, γιατί ταίριαζε πολύ περισσότερο στο υλικό μου. Βρισκόταν μπροστά μου ο τίτλος και δεν τον έβλεπα: πώς να τελειώσει η αγάπη / η καρδιά μου είναι γεμάτη / σε σένα όλη τη δίνω / ο βασιλιάς σου να γίνω και αναφέρομαι στο γιο μου φυσικά.

Στον δίσκο διακρίνονται κάποια επαναλαμβανόμενα θρησκευτικά μοτίβα. Είναι μεταφορική η χρήση τους, ή αποτελεί η θρησκεία πηγή έμπνευσης για σας;


Η θρησκεία δεν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης ούτε όμως είναι μεταφορική η χρήση των θρησκευτικών μοτίβων. Υπάρχουν αυτά μέσα στις ιστορίες που περιγράφουν οι στίχοι. Αναφέρομαι στο Θεό, στον οποίο απευθυνόμαστε και ζητούμε τη βοήθειά του, όταν τα συμβάντα ξεπερνούν την ανθρώπινή μας ικανότητα να τα χειριστούμε. Οι παλιοί λέγανε ότι η πίστη κινεί βουνά.

Η στιχουργική σας περιέχει αναφορές στη μοναξιά, σε ενοχές, σε λάθη. Λειτούργησε ως κάθαρση σε προσωπικό επίπεδο η ετοιμασία του δίσκου; Έχει γενικότερα η τέχνη έναν τέτοιο ρόλο;


Η στιχουργική μου είναι συγκεντρωμένη και παρακολουθεί μια κόκκινη γραμμή, - υπάρχει και στο artwork του εξωφύλλου - που συμβολίζει την πορεία ενός ανθρώπου, ο οποίος αναζητά το δρόμο του μια ολόκληρη ζωή. Η στιχουργική μου λειτουργεί ως αυτοκάθαρση αλλά και ως αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, με σκοπό την επικοινωνία και τη γνώση. Η τέχνη σαφώς και έχει ρόλο κάθαρσης, αρκεί να είναι έτοιμος ο δημιουργός να εκτεθεί, να τσαλακωθεί. Αν αυτό που θέλεις να πεις, ταυτίζεται με αυτό που θέλει να ακούσει ο ακροατής και είναι η αλήθεια ταυτόχρονα, τότε έχουμε κάθαρση όλων των εμπλεκομένων και δημιουργία στην οποία συμβάλλουν όλοι.


Μήπως όμως μέσω αυτών των αναφορών ελλοχεύει ο κίνδυνος του διδακτισμού; Του μελό;

Όντως ελλοχεύει ο κίνδυνος του μελό, του διδακτισμού, ακόμα και του λαϊκισμού. Προσπάθησα να κρατήσω το μέτρο με τη βοήθεια και συμβολή των δασκάλων-συνεργατών μου σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής κι νομίζω ότι τα κατάφερα σε μεγάλο βαθμό. Η πιθανή καχυποψία ως προς τις καλλιτεχνικές μου προθέσεις, αποτελεί κίνητρο ώστε να είμαι προσεκτικός και να μην παρασύρομαι. Όπως λέει ο Καζαντζάκης: "μη με κρίνεται από αυτό που πέτυχα, αλλά από αυτό που ήθελα να πετύχω".

Ποια καλλιτεχνική σκοπιμότητα υπηρετεί το μοντέλο του "τραγουδοποιού" που τείνει να κυριαρχήσει στο ελληνικό τραγούδι εδώ και δύο περίπου δεκαετίες;

Για μένα καμία. Αν κάποιος θέλει, μπορεί να προστατέψει τη δημιουργία του με πολλούς τρόπους. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή να ερμηνεύουμε οι ίδιοι τα τραγούδια μας ώστε αυτά να μην "κακοπέσουν". Ούτε είμαστε σίγουρα καλύτεροι ερμηνευτές από κάποιους άλλους τραγουδιστές. Γενικά πιστεύω ότι για να τραγουδήσει κάποιος πρέπει να νοιώσει την ίδια ανάγκη που ένοιωσε κάποτε ο πρώτος άνθρωπος που επέλεξε το τραγούδι ως έκφρασή του. Όταν αυτή η ανάγκη παρέρχεται πρέπει να έχουμε το σθένος να αποτραβηχτούμε.







Στο δελτίο τύπου, η μουσική σας προσδιορίζεται ως ροκ. Υπάρχει τελικά ελληνική ροκ σκηνή; Πώς βλέπετε την τωρινή της παραγωγή;


Το μουσικό ύφος με το οποίο επιλέξαμε να "ντύσουμε" τα τραγούδια, ακολουθεί ένα οριζόντιο ελιγμό, ανάμεσα σε πολλά μουσικά είδη, ένα από τα οποία είναι και το ροκ. Όταν ξεκίνησε η παραγωγή αυτού του δίσκου, ο Γιάννης Μήτσης μού έλεγε: "ροκ δεν είσαι, έντεχνος δεν είσαι, πόπ δεν είσαι, λαϊκός δεν είσαι, electro δεν είσαι, ε, τι είσαι; Πρέπει να κάνουμε το δίσκο με όλα αυτά που δεν είσαι". Υπάρχει ροκ σκηνή στη χώρα μας και έχω την αίσθηση ότι εξελίσσεται. Βέβαια ρόκ στοιχεία ακούς παντού, ακόμα και σε παραγωγές που δεν περιμένεις να υπάρχουν τέτοια στοιχεία.


Σύμφωνα με την κριτική, είστε "ένας λαϊκός συνθέτης που μεταφέρει τα παραδοσιακά του ακούσματα". Πόσο αναγκαίο είναι το ηλεκτρισμένο ηχόχρωμα στον δίσκο;

Για μένα. κυρίαρχη θέση σ' ένα τραγούδι έχει ο στίχος και η μελωδία. Μετά ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα. Η επιλογή των ηχοχρωμάτων έγινε τόσο αβίαστα και ενστικτωδώς, μετά από πολλές ώρες δουλειάς στο studio και δοκιμών, που δεν μπορώ να καταλάβω πόσο αναγκαίο ή όχι ήταν το ηλεκτρικό ηχόχρωμα. Ούτε ήταν κάτι που είχε προαποφασιστεί. Ο τίτλος που μου προσάπτει η κριτική που αναφέρετε με προβληματίζει ως προς τον ορισμό του λαϊκού συνθέτη και πόσο ανοιχτός πρέπει να είναι ένας δημιουργός σε οτιδήποτε πέρα από το προφανές.

Ποιο καλλιτεχνικό αιτούμενο, ποιο πρόταγμα, θα θέλατε να προβάλλετε στο μέλλον; Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;



Θα μπορούσα να απαντήσω ο έρωτας και οι ανθρώπινες σχέσεις. Στην πραγματικότητα όμως δε γνωρίζω. Πώς να προβλέψω ποια άγνωστη και δυνατή αφορμή - γιατί αιτίες

υπάρχουν - θα ανατινάξει ξανά το ηφαίστειο με αποτέλεσμα να ξεπηδήσει η λάβα της δημιουργίας; Αυτό το διάστημα ασκούμαι στην υπομονή και στην ψυχραιμία. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στις ζωντανές εμφανίσεις.

"Οι Κυριακές στην Κατερίνη", "Το τρένο φεύγει στις οχτώ"...αλήθεια, γιατί η Κατερίνη έχει τέτοια περίοπτη θέση στο τραγούδι;



Τα συγκεκριμένα τραγούδια δε γνωρίζω πώς γράφτηκαν και τι σχέση είχαν οι δημιουργοί τους με την Κατερίνη αλλά δε μεταφέρουν και τις καλύτερες εικόνες. Πολλή μοναξιά και θλίψη. Έχουν γραφτεί δυο τουλάχιστον ακόμη τραγούδια για την Κατερίνη, ένα από τον Μανώλη Ρασούλη σε μουσική του Χάρη Παπαδόπουλου με τίτλο "Το τρένο φτάνει τελικά στην Κατερίνη" και ένα από τον Μάνο Ελευθερίου σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο "Το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη".


Τι γεύση σας άφησαν η δολοφονία του 15χρονου Αλέξη και το επακόλουθο ξεσπασμα οργής; Πιστεύετε ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να παίρνει θέση απέναντι σε τέτοια γεγονότα;

Λυπάμαι γιατί ανήκω σε ένα κοινωνικό σύνολο που πυροβολεί ένα παιδί. Την επόμενη μέρα θλίβομαι περισσότερο γιατί παίρνω το μήνυμα της μεγάλης οργής που έχει φωλιάσει στις ψυχές των νέων ανθρώπων. Μάλλον έχουμε δημιουργήσει στρεβλή εικόνα για τη ζωή. Μοιάζουμε με εκείνες τις οικογένειες που προσπαθούν οι γονείς να υποκαταστήσουν την ελλιπή παρουσία τους με υλικά αγαθά. Ξεχάσαμε ότι τα παιδιά μεγαλώνουν με αγάπη και θυσίες. Έχουμε πείσει τους νέους ότι υπάρχουν κάποια πολύ σημαντικά πράγματα στη ζωή, τα οποία καταλαβαίνουν από νωρίς ότι με τίποτα ή πολύ δύσκολα θα τα αποκτήσουν. Μόνη ελπίδα ο δανεισμός σε όλα τα επίπεδα. Δανεικά όνειρα, δανεική ευτυχία, δάνεια για διακοπές, για γιορτές, για αυτοκίνητο, για όλα, και μια ζωή χρεωμένοι. Αυτό ένας νέος άνθρωπος δε μπορεί να το δεχτεί εύκολα. Θα μου πεις βέβαια αν εξασφαλίζαμε υψηλούς μισθούς και όλα τα συναφή υλικά αγαθά το πρόβλημα θα λυνόταν; Όλα θα ήταν καλά;




Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Για το "Του ανέμου οι λέξεις" με τη Σωτηρία Λεονάρδου




ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣMASSIVE PRODUCTIONS – ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΕΜΣΕ

Η Σωτηρία Λεονάρδου είναι μια σημαντική και πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Ποιος δεν θυμάται τη συγκλονιστική της ερμηνεία στο «Ρεμπέτικο» και ποιος δε ρίγησε με το «Εγώ με τις ιδέες μου»; Όπως σε όλη τη μακρά πορεία της στο τραγούδι, τον κινηματογράφο και το θέατρο, έτσι και τώρα η Λεονάρδου εκπλήσσει ευχάριστα με τον νέο δίσκο «Του ανέμου οι λέξεις».

Ο δίσκος περιέχει οχτώ τραγούδια σε μουσική του Βαγγέλη Φάμπα και στίχους Βασίλη Ελευθερίου (σε εφτά) και Ελένης Μαχαίρα (σε ένα). Η συνάντηση της Λεονάρδου με τους δύο βασικούς συντελεστές πρωτοέγινε το 1999 στην ταινία «Η κοιλιά της μέλισσας», σε σκηνοθεσία Ελευθερίου. Σίγουρα δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο η ποικιλία των ηχοχρωμάτων και των ρυθμών που συναντιούνται εδώ. Από τον κρητικό «Λέοντα» μέχρι το νοτιοαφρικάνικο «Tempa’s song» και από την χασάπικη «Παρδαλή φυλακή» μέχρι τη μεσανατολική «Λέξη», ο ακροατής εκτοξεύεται μουσικά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όχημα του σε αυτό το πολύ-πολιτισμικό ταξίδι είναι η εντυπωσιακή σε εύρος 11μελής ορχήστρα με τους Γιώργο Κοντογιάννη, Victor Milencovic, Σολομώντα Μπαρκή, Απόστολο Πατρονίδη, Ζαχαρία Σπυριδάκη, Δημήτρη Στασινό Joe Tornabene, Βαγγέλη Φάμπα, Δημήτρη Φριτζαλά, Νίκο Ψαριανό και Γιώργο Ψυχογιό. Και πυξίδα είναι η εκφραστική και πάντα αναρχική φωνή της Λεονάρδου. Δεν χωράνε μέσες καταστάσεις εδώ. Η φωνή της Λεονάρδου ή μπαίνει μέσα σου και σε κινητοποιεί, ή σε φοβίζει και σε διώχνει μακριά της.

Στιχουργικά, οι στίχοι του Βασίλη Ελευθερίου και της Ελένης Μαχαίρα περιέχουν ενδιαφέρουσες στιγμές, αν και κάπου-κάπου ρέπουν προς το διδακτισμό. Εντυπωσιακή είναι η «Παρδαλή φυλακή» και η διεισδυτική ματιά της στα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου. Άλλοτε, το πολιτικό μήνυμα του δίσκου ακολουθεί έναν εξωτισμό που παραπέμπει στον εξωτισμό μέρους του κινήματος της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Αυτή η αίσθηση κορυφώνεται στο «Tempa’s song» (Και οι πρόγονοι στο χώμα / τύμπανα χτυπούν ιερά) και στο «Τραγούδι της γης» με τις αναφορές στον «σοφό Κομφούκιο» και στο «συμπαντικό μας φως». Αν και προσωπικά αυτά τα μοτίβα δεν με αφορούν, δέχομαι ότι θα μιλήσουν κατευθείαν στη ψυχή όσων μοιράζονται τέτοιες μεταφυσικές ανησυχίες.

Στον δίσκο συμπεριλαμβάνονται και δύο «κρυμμένα» κομμάτια, ως bonus tracks. Το ένα είναι μια ορχηστρική τζαζ εκδοχή του «Του ανέμου οι λέξεις» και το άλλο μια ορχηστρική, cool τζαζ προσέγγιση του «Blues», με ένα εξαιρετικό φλαουτιστικό σόλο. Καλοδεχούμενα και τα δύο, αν και οι ηχητικές προσθήκες ανθρώπινων θορύβων (που παραπέμπουν σε κάποια αγορά του κόσμου) είναι μια έκφραση παρωχημένου νατουραλισμού που προδίδει αγωνία ένταξης στη σχολή του ethnic. Το ίδιο ισχύει για τα σύννεφα και τις βροντές που ακούγονται στην αρχή του δίσκου. Για να είναι ένα τραγούδι «υγρό», δεν χρειάζεται τον ήχο της βροχής αλλά την αίσθησή της, και ανάμεσα στα δύο αυτά συστατικά υπάρχει αβυσσαλέο χάσμα. Ατυχής στιγμή του δίσκου είναι το «Blues» στην αρχική εκδοχή του, καθώς η εκφορά του αγγλικού στίχου απλά δεν ταιριάζει στη Λεονάρδου. Επίσης, η έκδοση θα μπορούσε να τύχει καλύτερης επιμέλειας, καθώς κάποια τραγούδια εμφανίζονται μεταφρασμένα με δύο διαφορετικούς τίτλους.

Συνολικά πάντως, αν και δεν συμμερίζομαι πλήρως τον ethnic εκλεκτικισμό των δημιουργών του, ο δίσκος παραμένει της Σωτηρίας Λεονάρδου, και ως τέτοιος αξίζει σαφώς μια θέση στη δισκοθήκη μας.


Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Συνέντευξη με το συγκρότημα Παράξενες Μέρες



Παράξενες Μέρες:

«Δεν είναι ανίκητη η ζωή κι ας μας νικά»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
φωτογραφίες: Θοδωρής Μαστρογιάννης
(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τεύχος 157, Δεκέμβριος 2008)



Στο πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα «Παράξενες Μέρες» συναντάμε τον Αντώνη Μοσχούτη, τον Άρη Τρουπάκη και τον Μάκη Παραδεισόπουλο. Με τον πρόσφατο, ομώνυμο δίσκο τους, κατέθεσαν μια ολοκληρωμένη πρόταση γύρω από το τι σημαίνει στις μέρες μας ο όρος «ελληνικό ροκ». Στην κουβέντα που ακολουθεί, ο Αντώνης και ο Άρης μίλησαν για την καινούργια δουλειά τους, αλλά και για τις παράξενες μέρες που ζούμε γενικώς.


Παίχτηκαν ζωντανά τα τραγούδια πριν εκδοθούν σε δίσκο;

Α.Μ.: Ναι, παίχτηκαν στο «Καφέ Αλάβαστρον» πέρυσι τον χειμώνα.

Έγιναν αλλαγές στα τραγούδια με βάση τις ζωντανές εμφανίσεις;


Α.Μ.: Αλλαγές δεν χρειάστηκε να κάνουμε. Όταν ξεκίνησαν τα κομμάτια να παίζονται ζωντανά, ήταν ήδη ηχογραφημένα. Έτσι και αλλιώς, η αποδοχή από το κοινό ήταν πάρα πολύ θετική.


Α.Τ.: Εμείς δεν ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε για να βγάλουμε δίσκο αλλά για να δουλέψουμε τα τραγούδια μας, γιατί μας άρεσε να τα ενορχηστρώσουμε και να τα ακούσουμε ολοκληρωμένα. Επί δύο χρόνια επεξεργαζόμασταν το υλικό μέχρι να καταλήξουμε σε κάτι που μας εξέφραζε. Όταν συνέβη αυτό, τότε δώσαμε ένα demo στην εταιρεία.

Συναντήσατε στεγανά στις δισκογραφικές;


Α.Τ.: Ας μην γκρινιάζουμε χωρίς λόγο γιατί είμαστε τυχεροί· χτυπήσαμε την πόρτα της Λύρα και μας άνοιξε. Έτυχε να μην χρειαστεί να τρέξουμε με ένα CD από εταιρεία σε εταιρεία. Υπάρχουν όμως και πολλοί καλύτεροι από εμάς οι οποίοι έψαχναν δέκα χρόνια για εταιρεία.

Τι μουσική παίζουν οι Παράξενες Μέρες; Τι κατηγορία έχετε διαλέξει στο myspace;


Α.Μ.: Έχουμε βάλει ροκ / ακουστική. Αλλά, γενικά δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες· οτιδήποτε αυθεντικό μπορεί να θεωρηθεί ροκ.

Υπήρξαν κοινά ακούσματά;

Α.Τ.: Υπήρξαν προσωπικά ακούσματα, τα οποία παντρεύτηκαν. Με έχουν ορίσει οι Floyd, οι Supertramp, οι Beatles, τα ροκ συγκροτήματα του ’60 και των αρχών του ’70. Από Έλληνες είναι σαφώς ο Λοΐζος λόγω μελωδιών και ο Σαββόπουλος.

Α.Μ.: Συμφωνώ. Θα προσέθετα τον Χατζιδάκι και τους Αδερφούς Κατσιμίχα.

Ήταν εύκολο να βρείτε χώρους για ζωντανές εμφανίσεις;


Α.Μ.: Οι χώροι που μπορούν να φιλοξενήσουν κάποιον με μια κιθάρα, ή ένα σχήμα που παίζει ροκ, είναι πολύ λιγότεροι από οτιδήποτε άλλο.


Α.Τ.: Διάβασα μια συνέντευξη του Στάθη Δρογώση, ο οποίος είπε κάτι πολύ σωστό: «Τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα δεν τους δίνουν στους Έλληνες». Έρχονται όλοι οι ημι-άγνωστοι και παίζουν στις διάφορες σκηνές, και δεν θα δεις ποτέ Έλληνες να παίζουν εκεί μέσα.


Α.Μ.: Αυτό πηγάζει και από μία γενι
κότερη στροφή προς στην ξένη μουσική. Η νεότερη γενιά ακούει πολύ περισσότερο ξένη παρά ελληνική μουσική.

Α.Τ.: Είναι και οι καλλιτέχνες υπεύθυνοι για κάτι τέτοιο. Λείπει ο ελληνικός στίχος και το συλλογικό στοιχείο. Είμαστε αφημένοι ο καθένας στο δικό του σύμπαν και αυτισμό. Ο καθένας λέει: «εμένα αυτή είναι η δουλειά μου και σε όποιον αρέσει». Δεκτό και σεβαστό, αλλά μετά μην έχεις την απαίτηση να ανταποκριθεί το κοινό. Καλλιτέχνες που δεν ξεκίνησαν εμπορικά –βλέπε τον Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Παπάζογλου, τους Χειμερινούς Κολυμβητές– κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα ευρύ κοινό γιατί απευθύνθηκαν συλλογικά και δεν κλείστηκαν σε μια γυάλα.

Ανήκετε σε κάποια γενιά;

Α.Τ.: Αναπόφευκτα, γιατί εκφράζεις και έχεις οριστεί από τα πράγματα που έχουν ορίσει τους υπόλοιπους της γενιάς σου. Εμείς μεγαλώσαμε σε ένα μεταίχμιο, σε μια μετάβαση από το κοινωνικό στο ατομικό. Είμαστε μια γενιά που διαμορφωνόταν όταν κατέρρεε το Ανατολικό μπλοκ. Είδαμε ένα απίστευτο πέρασμα στην εξατομίκευση, στον καπιταλισμό, στην ελευθερία της αγοράς, στην παγκοσμιοποίηση, στην φιλελευθεροποίηση των πάντων, στο ότι κάθεσαι σπίτι σου και κάνεις chat. Αν θα έπρεπε να έχει ένα αιτούμενο η γενιά μας, είναι να ψάξουμε να βρούμε εκείνα που μας ενώνουν και όχι εκείνα που μας χωρίζουν.

Τι κάνει τις μέρες παράξενες;

Α.Μ.: Οι απλές, συνηθισμένες μέρες είναι και οι παράξενες. Ζούμε σε τέτοιους ρυθμούς και σε τέτοιο καθημερινό πανικό, όπου μια νορμάλ μέρα δίχως άγχος είναι μια παράξενη μέρα.

Α.Τ.: Το όνομα και του γκρουπ και του δίσκου προήλθε από το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το «Βαλς της παράξενης μέρας». Ήταν μια παράξενη μέρα που είχα ζήσει, όπου συνέβησαν πολλά μικρά πραγματάκια που ήταν καινούργια και ελπιδοφόρα χωρίς να κραυγάζουν.








Στο δίσκο παρατήρησα μια κατήφεια, ίσως και θλίψη. Τι τις δημιουργεί;


Α.Μ.: Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι μες στην τρελή χαρά και να γράψω ένα τραγούδι. Όταν καθίσω να ασχοληθώ με ένα τραγούδι, θα πρέπει να είμαι προβληματισμένος, στεναχωρημένος, πάντως όχι χαρούμενος. Και μέσα από το τραγούδι νιώθω ότι λυτρώνομαι.

Υπάρχουν κοινωνικοί παράγοντες που ορίζουν αυτό το αίσθημα;


Α.Τ.: Αν μου έλεγες να διαλέξω ένα στίχο από τον δίσκο, θα διάλεγα το «Δεν είναι ανίκητη η ζωή κι ας μας νικά». Με απασχολεί το ζήτημα της πίστης, δηλαδή να βρίσκεις στα πράγματα και στους ανθρώπους τη δυνατότητά τους, και να πιστεύεις σ’ αυτήν. Προτιμώ να βλέπω τη ζωή ως μια σειρά δυνατοτήτων και όχι αποτελεσμάτων. Τα πράγματα πάντα μπορούν να γίνουν καλύτερα, και όταν δεν μπορούν, διατηρούν τουλάχιστον ένα απίστευτο ενδιαφέρον και μια έκπληξη μέσα τους.

Μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι ευτυχισμένος μέσα σε μια κοινωνία που δυστυχεί;


Α.Τ.: Αν σκεφτώ την κυβέρνηση που έχουμε, τα μέτρα που παίρνουν, τον προϋπολογισμό, τότε είμαι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Αν σκεφτώ ότι πίνω καφέ με τον Αντώνη, είμαι ευτυχισμένος. Είναι μια μόνιμη πάλη, σαν δύο ταύροι που τρίβουν τα κέρατά τους, και εκεί ακριβώς ξεπηδάει και αναβλύζει η τέχνη.

Συν-δημιουργείτε ένα τραγούδι ή γράφετε ξεχωριστά;


Α.Μ.-Α.Τ.: Όχι, η διαδικασία της δημιουργίας είναι κοινή. Έρχεται και ο Μάκης Παραδεισόπουλος, ο τρίτος της παρέας, και τα απογειώνει όλα με την ηλεκτρική κιθάρα του. Ο Μάκης έντυσε τα κομμάτια με ένα έντονο ροκ χρώμα και έδωσε πολλές ενορχηστρωτικές ιδέες. Η συνεισφορά του είναι πάρα πολύ σημαντική.

Ποιοι είναι οι άλλοι μουσικοί του δίσκου;


Α.Μ.-Α.Τ.: Η Ασπασία Μεταλλινού μας χάρισε τη φωνή της, ο Πέτρος Γιωρκάτζης έπαιξε βιολί, ο Αλέξανδρος Αλεξίου τύμπανα, οι Τάσος Ιωαννίδης και Βύρωνας Τσουράπης μπάσο, ο Γιάννης Κουτσουκέλης κιθάρα, η Ελένη Ρουσσινού ακορντεόν, και ο Νίκος Παπαδόπουλος μαντολίνο.

Σε κάποια τραγούδια ένιωσα την επιρροή ενός συνδυασμού Θανάση και Βασίλη Παπακωνσταντίνου…


Α.Τ.: Καλώς ή κακώς ανήκουμε σε μια γενιά που μεγάλωσε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ερμηνευτές που έχουν περάσει ποτέ. Έχω πάει τουλάχιστον σε 50 συναυλίες του.


Α.Μ.: Και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι μια περίπτωση για τα δεδομένα της Ελλάδας. Έκανε την έκπληξη, με πράγματα καθαρά πειραματικά. Δεν γίνεται να μην επηρεάζεσαι από πράγματα που ακούς για χρόνια.

Πώς σας φαίνεται η μίξη ροκ και παραδοσιακών στοιχείων, όπως αντανακλάται και στο δικό σας τσάμικο «Μαύρα Νερά»;


Α.Μ.: Όταν κάτι γίνεται με σεβασμό και προσοχή, είναι μια ανάσα. Μέσα απ’ αυτό ίσως βρεις βήματα που θα σε πάνε λίγο πιο μπροστά. Αυτό το έχει κάνει ο Σαββόπουλος, οι Mode Plagal, και άλλοι.


Α.Τ.: Το έθνικ δεν μ’ αρέσει καθόλου. Εγώ σταμάτησα στο Σαββόπουλο γιατί δεν αναπαρήγαγε τον ήχο αλλά τον ξαναεφεύρε. Ο Μπάλος του δεν είναι ένας οποιοσδήποτε μπάλος στον οποίον φορέθηκαν ηλεκτρικές κιθάρες, αλλά παραπέμπει στο τι σημαίνει και τι έχει να πει ο μπάλος σήμερα. Το «μήλο μου κόκκινο» θα είναι πάντα ένα υπέροχο τραγούδι, και δεν προσθέτουμε τίποτα αν το παίξουμε με τριακόσιες ηλεκτρικές κιθάρες από πάνω. Το ζήτημα με την παράδοση είναι το πού χωράει στη ζωή μας και γιατί μας αφορά.

Το διαδίκτυο έχει βοηθήσει στη δουλειά σας;


Α.Μ.: Ναι, ειδικά το myspace. Υπάρχει μια κοινότητα εκεί, έχουμε αποκτήσει πολλούς φίλους που έρχονται στα live και επικοινωνούμε σχεδόν καθημερινά μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι οι ίδιοι μουσικοί.

Βιοπορίζεστε από τη μουσική;


Α.Μ.-Α.Τ.: Όχι! Ο Μάκης έχει μαγαζί μουσικών οργάνων, ο Αντώνης είναι χρυσοχόος και ο Άρης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δεν είμαστε σίγουροι ότι δεν θα είχαμε κάνει συμβιβασμούς στη μουσική αν βιοποριζόμασταν απ’ αυτή. Τη μουσική δεν την είδαμε ποτέ ως επάγγελμα.

Τι θα θεωρήσετε επιτυχία στο μέλλον;


Α.Μ.: Επιτυχία θα είναι να αποκτήσουμε περισσότερους φίλους μέσα από αυτό τον δίσκο.


Α.Τ.: Επιτυχία είναι ήδη ότι δουλεύουμε μαζί και δεν είναι ο καθένας μόνος του. Το μαζί, αυτό είναι επιτυχία.

Το ορχηστρικό «Βαλς της παράξενης μέρας» παραπέμπει σε soundtrack, π.χ. του Yann Tiersen. Πώς τελειώνει η ταινία σας;


Α.Τ.: Τελειώνουμε τον δίσκο ανοιχτά, με μια δυνατότητα.


A.Μ.: Στο τέλος βρίσκεται κάποιος που θυμάται και νοσταλγεί ακούγοντας τον ήχο μιας φυσαρμόνικας. Κλείνει το τραγούδι, αυτός συνεχίζει, και η ιστορία μένει ανοιχτή.

Ποιες μνήμες και νοσταλγίες κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος;


Α.Τ.: Νομίζω ότι κουβαλάμε μέσα μας πολλούς ανθρώπους και πολλές ηλικίες. Δεν ξέρω αν όλα όσα θυμόμαστε είναι πραγματικά, αλλά για να τα θυμόμαστε είναι εκεί.


Α.Μ.: Μπράβο Άρη! Θες να κάνουμε ένα δίσκο μαζί; (σ.σ.: γέλια).




Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Ο Νίκος Ανδρουλάκης για τον Ηλία Κατσούλη




Είναι πολύ νωρίς...αλλά από την άλλη πάλι σκέφτομαι οτι ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει αυτό το - νωρίς - για μένα και για την φιλία μου με τον Ηλία Κατσούλη.

Γυρίζω το μυαλό μου δεκαπέντε χρόνια πίσω (Φεβρουάριος 1993), όταν στην ΕΣΗΕΑ έγινε η παρουσίαση του δίσκου του συνθέτη Λίνου Κόκοτου ΄Ζωγραφιές και Χρώματα΄. Μετά το τέλος της παρουσίασης με πλησιάζει ο Ηλίας και μιλάμε για πρώτη φορά, ανταλλάσοντας απόψεις για το δίσκο που μόλις είχε παρουσιαστεί και γενικότερα για το ελληνικό τραγούδι.


Στο τέλος της κουβέντας μας, μου ζητάει το τηλέφωνο μου και αφού του το δίνω μου λέει: "θα τηλεφωνηθούμε και θα τα πούμε".


Τον Ηλία Κατσούλη τον γνώριζα μέσα από τα δύο τραγούδια σε μουσική του Νίκου Τάτση που είχε τραγουδήσει η Χάρις Αλεξίου στον δίσκο: ΄Εμφύλιος Έρωτας΄.


"Δεν την αντέχεις εύκολα την Άνοιξη καθώς σφυρίζει ο αλήτης ο καιρός" και "Νιώθω την ζωή να φεύγει".


Με τέτοιους στίχους συστήθηκε και ξάφνιασε την δισκογραφία ο Ηλία Κατσούλης.

"Άστεγος πλανήτης τώρα θα γυρνώ
κάτω απ΄το δικό σου ουρανό..."

Φεβρουάριος 1995 στο στούντιο ΄Συν Ένα΄ στους Αμπελόκηπους έχουμε τελειώσει την ηχογράφηση του δίσκου "Ένα φεγγάρι δρόμος", ο Ηλίας ακούει απ΄το τηλέφωνο (από τις λίγες φορές που δεν είχε έρθει να μας δει...), την τελική ηχογράφηση.


"Το τραγουδάς εξαιρετικά, με συγκίνησες".


"Μου άρεσαν πολύ οι στίχοι αλλά και η μουσική του Θεοχαρόπουλου" του απαντώ. "Με το καλό να βγεί ο δίσκος και από καρδιάς κάθε επιτυχία".


Ο Ηλίας Κατσούλης πάντα με τον καλό του λόγο, ζούσε σε μια διαρκή ένταση, ήταν αισόδοξος,μεταδοτικός,αξιόπιστος με μεγάλο αίσθημα ευθύνης και δικαιοσύνης και έκανε μεγάλες προσπάθειες προς κάθε κατεύθυνση για να ακούγονται τα καλά τραγούδια.


Αγαπούσε τη τέχνη του στιχουργού -ο ίδιος μάστορας του στίχου- αγαπούσε την λαική ποίηση (μαντινάδες) και έδινε τα ΄ρέστα΄του για καλά βιβλία και τους καλούς δίσκους.


Εκείνο το: "θα τηλεφωνηθούμε και θα τα πούμε" που στις μέρες μας συνηθίζεται να ακούγεται χωρίς ουσιαστική σημασία για μένα και τον Ηλία, έγινε αφετηρία μιας μακρόχρονης σχέσης μέχρι την τελευταία στιγμή. Μιάς σχέσης που αν θα έπρεπε να παραθέσω με λεπτομέρειες όλες τις πλευρές της, φοβάμαι πως θα με οδηγούσε σε μια δραματοποίηση των γεγονότων.


Κάτι τέτοιο ξέρω πως δεν θα άρεσε στον Ηλία, γιατί παρά την ευαισθησία του, δεν αγαπούσε το μελό.


Στο διάστημα των δεκαπέντε χρόνων είχα την τύχη να τραγουδήσω αρκετούς στίχους του, αλλά το κυριότερο να τον γνωρίσω βαθειά σαν άνθρωπο.


Ο Κατσούλης είχε πολύ χιούμορ, ένα χιούμορ που τον συνόδευε μέχρι τέλους.


Σε μία από τις τελευταίες μας συναντήσεις και παρά την κρισιμότητα της κατάστασης του, όταν τον ρώτησα πως αισθάνεται μου λέει: "το στομάχι μου το νιώθω χωρισμένο στα δύο, σαν την Κύπρο".


Και πρέπει να τονίσω κάτι που άλλωστε φαίνεται σε πολλούς στίχους του, οτι ο Ηλίας ήταν ένας ευπατρίδης και συγχρόνως πολίτης του κόσμου:

"Όπως χορεύει με ταξιδεύει
μια γειτονιά ο κόσμος
απ΄την Ελλάδα ως τη Γρανάδα
ένα φεγγάρι δρόμος..."
Τον Κατσούλη τον «πονούσαν» θέματα όπως η μετανάστευση, η κοινωνική ανισότητα, και οι εμπόλεμες καταστάσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Ανεξάρτητα όμως από τα θέματα που πραγματευόταν στους στίχους του, είχε την ιδιότητα με τρόπο άμεσο και απλό αλλά καθόλου απλοικό να ταξιδεύει τον ακροατή να τον κάνει να ονειρεύεται και πολλές φορές να έχει στο τέλος ένα χαμόγελο.



"Αχ όλα είναι όμορφα
κι η νύχτα κι η παρέα
και συ το ωραιότερο
απ΄ όλα τα ωραία..."

Προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ, αλλά δεν μου είναι εύκολο να ξεχάσω τις καθημερινές μας συναντήσεις, στις οποίες πάντα διέκρινα την αγωνία του στο να ακούγονται και προβάλλονται τα καλά τραγουδια, αλλά και τον ενθουσιασμό του όταν έβγαιναν καινούργοι δίσκοι που είχαν κάτι να πουν.

Είχε μεγάλο σεβασμό στους παλιούς δημιουργούς, ήταν όμως πάντα ανοιχτός στους νέους.
Το οχι δεν το έλεγε συχνά σε ότι και αν του ζητούσε κάποιος και προσπαθούσε να μην αφήσει κανένα παραπονεμένο και να είναι πάντα χρήσιμος.


Τον Ηλία Κατσούλη τον αγκάλιασε οριστικά στις 22/8/2008 το πολυαγαπημένο του χωριό, Λουτρό Κορινθίας...ήρεμα, απλά σαν μακρινό τραγούδι στη σιωπή.



Νίκος Ανδρουλάκης

Υ.Γ.: "Εφτά τραγούδια βγήκαν μες τη νύχτα
και μεις διαλέξαμε τον πιο όμορφο σκοπό
για να μου πεις την πιο ωραία καληνύχτα
για να σου πω το πιο δικό μου σ΄αγαπώ...".


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε με μικρές αλλαγές στο περιοδικό "Δίφωνο", τ. 155, Οκτώβριος 2008. Ευχαριστούμε τον Νίκο Ανδρουλάκη για την παραχώρηση του κειμένου, καθώς και των φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο).


Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Ευρωεκλογές 2009: Και ο πολιτισμός πού είναι;



Ευρωεκλογές 2009: Και ο πολιτισμός πού είναι;


Το περίφημο «τέλος της ιστορίας» μπορεί να μην έφερε κανένα τέτοιο τέλος – η ιστορία συνεχίζει ευτυχώς το περιπετειώδες ταξίδι της – έφερε όμως το τέλος της προνομιακής διασύνδεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τον πολιτισμό. Πάει καιρός που η Αριστερά πάσης φύσης και απόχρωσης ξόδευε λίγο από τον καιρό της ασχολούμενη με τα προβλήματα του πολιτισμού, παράγοντας η ίδια τον δικό της πολιτισμό και βασίζοντάς τον σε ένα ξεχωριστό σύστημα αξιών και ιδεών. Στο δρόμο προς τις Ευρωεκλογές 2009, τα ζητήματα της πολιτισμικής οργάνωσης της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας έμειναν για άλλη μια φορά στη σκιά άλλων θεμάτων.

Εάν μάθαμε κάτι από αυτή την περίοδο επέλασης της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, είναι ότι σε συνθήκες τέτοιας επέλασης δεν μπορεί να υπάρξει «πολιτισμός πάνω από τα κέρδη», χωρίς πρώτα να τεθεί ζήτημα ανατροπής ολόκληρου του συστήματος του ιδιωτικού κέρδους. Παρά τη φιλολογία για τις νέες τεχνολογίες και τον εκδημοκρατισμό που αυτές φέρνουν, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της πολιτισμικής παραγωγής στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου δεν έχει προηγούμενο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Στην προσπάθεια αντιστροφής της κρίσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, το ιδιωτικό κεφάλαιο επεμβαίνει και καθορίζει ολοένα και περισσότερο το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Καμία σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν μπορεί να μείνει απ’ έξω από τη λαιμαργία του κέρδους, αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα των τελευταίων δύο δεκαετιών σε σχέση με τον πολιτισμό.

Μετά τις Ευρωεκλογές, η Αριστερά θα πρέπει δίχως καθυστέρηση να επεξεργασθεί σαφείς προτάσεις για όλες τις πτυχές του πολιτισμού, από τη διαχείριση της παραγωγής καλλιτεχνικών αγαθών μέχρι την πολύ-πολιτισμικότητα και τον ελεύθερο χρόνο. Μια τέτοια επεξεργασία δεν μπορεί να επιτευχθεί στα κομματικά γραφεία, αλλά έξω στην κοινωνία, και προϋποθέτει την κινητοποίηση ενός ευρύτερου ανθρώπινου δυναμικού, όχι μόνο καλλιτεχνών αλλά και συλλογικοτήτων, και πολιτών. Πάνω απ’ όλα, η Αριστερά χρειάζεται να ξαναθυμίσει ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός συνοδεύεται και από τον μετασχηματισμό της τέχνης και των ιδεών, μακριά από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Το καινούργιο γεννιέται αναπόφευκτα μέσα στο παλιό, και τον νέο πολιτισμό της χειραφέτησης και του ανθρωπισμού οφείλει η Αριστερά να τον φωτίσει ήδη από σήμερα, από τώρα, μέσα στα συντρίμμια της καπιταλιστικής κρίσης και της πολιτισμικής υποβάθμισης.

Απέναντι στην εμπορευματοποίηση της τέχνης, η Αριστερά απαντά με ενίσχυση της ερασιτεχνικής καλλιτεχνικής δράσης. Απέναντι στην αποσάθρωση της κρατικής μέριμνας για τον πολιτισμό, η Αριστερά αντεπιτίθεται διεκδικώντας το δικαίωμα συμμετοχής των εργαζομένων στο καλλιτεχνικό βίωμα. Απέναντι στις κυβερνητικές φιέστες, η Αριστερά διεκδικεί νέους και περισσότερους χώρους τέχνης και πολιτισμού σε τοπικό επίπεδο, και ειδικά στην επαρχία, και πρωτοπορεί στη δημιουργία τους. Απέναντι στην εντατικοποίηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η Αριστερά διεκδικεί περισσότερο ελεύθερο χρόνο, και ικανοποίηση των υλικών όρων που επιτρέπουν την πραγματική και ελεύθερη ενασχόληση του ανθρώπου με τον πολιτισμό. Απέναντι στην ιδεολογική, αισθητική και αξιακή ηγεμονία της αστικής τάξης, η Αριστερά απαντά με το δικό της αντι-ηγεμονικό πρόγραμμα.

Αυτός ο δρόμος αντιπαράθεσης της Αριστεράς με τα κυρίαρχα μοντέλα παραγωγής πολιτισμού περνάει και μέσα από το Ευρωκοινοβούλιο, εφόσον από εκεί περνάει – και νομιμοποιείται - η σημερινή νεοφιλελεύθερη επέλαση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το «κοινωνικό ζήτημα» και το «πολιτισμικό ζήτημα» είναι αλληλένδετα, και συναντιούνται μέσα κι έξω από το Ευρωκοινοβούλιο. Και η μάλλον αδιάφορη στάση της Αριστεράς απέναντι στα πολιτισμικά ζητήματα δεν μπορεί να αποτελεί συγχωροχάρτι για τη σημερινή εκκωφαντική σιωπή των δημιουργών. Είναι πια καιρός, καθώς η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει και μαζί της βαθαίνει η ανθρώπινη δυστυχία, να ξανανέβουν οι «πνευματικοί άνθρωποι» (τι απαίσιος όρος) στο τρένο της κοινωνικής συμμετοχής και της συλλογικής δημιουργίας. Στη στάση «Ευρωεκλογές 2009», το τρένο αυτό δείχνει αναπόφευκτα Αριστερά, και έχει για προορισμό του έναν καλύτερο κόσμο.
ηρ. οικ.