Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Για το "Τους έχω βαρεθεί" του Θάνου Μικρούτσικου και των Υπόγειων Ρευμάτων




ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ - ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ
LEGEND

Με 15 τραγούδια σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, διασκευασμένα και ερμηνευμένα από τα Υπόγεια Ρεύματα, και 73 λεπτά διάρκεια, ο δίσκος «Τους έχω βαρεθεί» είναι σίγουρα χορταστικός. Και γίνεται ακόμα πιο χορταστικός αν αφουγκραστούμε όλους τους αιώνες ιστορίας, όλα τα ποτάμια αίματος, όλες τις δονήσεις συλλογικών πόθων που πάλλονται μέσα του. Γιατί τούτο υπήρξαν τα πολιτικά τραγούδια του Μικρούτσικου: κιβωτοί υψηλής ποίησης και νοημάτων, μεγεθυντικοί φακοί ολόκληρων εποχών και σύνθετων ιστορικών διαδικασιών. Δεν είναι μόνο ο Λόγος που έκανε αυτά τα τραγούδια επαναστατικά: Αλκαίος, Αναγνωστάκης, Ελευθερίου, Καββαδίας, Μπίρμαν, Μπρεχτ, Τριπολίτης, Ρίτσος, Χικμέτ… Είναι και οι πρωτοποριακές μουσικές διαδρομές του Μικρούτσικου. Η «Καντάτα» των ατονάλ πειραματισμών και η «Μουσική Πράξη» των δύο κλαρινέτων μπορεί να γράφτηκαν χθες αλλά παραπέμπουν στο αύριο.

Αυτό καθιστούσε εξαρχής δύσκολο το έργο των Υπογείων Ρευμάτων ως διασκευαστών. Όμως, ο Γρηγόρης Κλιούμης (ερμηνεία-κιθάρες), ο Κώστας Παρίσης (κιθάρες), ο Απόστολος Καλτσάς (ηλ. μπάσο) και ο Τάσος Πέππας (ντραμς) απέδειξαν ότι ορθά θεωρούνται μέλη ενός από τα κορυφαία ροκ συγκροτήματα στη χώρα μας. Το κύριο χαρακτηριστικό του δίσκου είναι η ποικιλία και η πολυμορφία της καταρχήν ροκ μουσικής φόρμας του. Οι διασκευές των Ρευμάτων δεν αποτυπώνουν ένα μόνο ροκ ηχόχρωμα, αλλά εμπεριέχουν ταυτόχρονα πολλαπλές εκδοχές του, εγκυμονούν διαφορετικές τάσεις του. Είναι εμφανές ότι το συγκρότημα παίζει στα δάχτυλα όλη την ιστορία της ροκ, απ’ τη ψυχεδελική εκδοχή των Pink Floyd και την πρωτοπορία ενός Frank Zappa μέχρι τις νεότερες προσεγγίσεις των U2. Έτσι, αντιμετωπίζει κάθε τραγούδι ξεχωριστά, αποφεύγοντας την παραγωγή ενός ομοιογενούς, γραμμικού ροκ ήχου.

Σοφά σκεπτόμενος, ο Κλιούμης δεν «αναμετριέται» με τις παλαιότερες ερμηνευτικές εκδοχές των τραγουδιών. Πώς εξάλλου να αναμετρηθείς με τη Δημητριάδη, τον Κούτρα, τον Μεράντζα, τον Μητροπάνο και τον Νταλάρα; Αντίθετα, παραδίδει ερμηνείες αποστασιοποιημένες, σχεδόν Μπρεχτικές, ερμηνείες ολότελα δικές του που δεν παραπέμπουν πουθενά αλλού. Σημειώστε τη συνύπαρξή του με τον Μικρούτσικο στο Spleen, το μοναδικό καινούργιο τραγούδι του δίσκου, όπου οι δυο τους κυριολεκτικά «τα σπάνε».

Είναι δύσκολο να βρεθεί ψεγάδι σε έναν εξαιρετικό δίσκο, ίσως το δίσκο της χρονιάς. Εντελώς λανθασμένη πρακτική της εταιρείας είναι η μη αναγραφή του έργου όπου ανήκει κάθε τραγούδι. Επίσης, υποκειμενική μου αίσθηση είναι ότι το πιάνο του Μικρούτσικου θα μπορούσε σε κάποια σημεία να λείπει, χωρίς να αμφισβητώ την αυτόνομή αισθητική του αρτιότητα. Πόσο σκόπιμη είναι η προσθήκη της πιανιστικής εισαγωγής στο «Άννα μην κλαις», όταν υπάρχει ήδη η ηχογράφηση του ’89 απ’ τις Βρυξέλλες με τη Γαλάνη; Κάτι παρόμοιο ισχύει για την εισαγωγή στο «Ανεμολόγιο» και τη «Δίκοπη ζωή». Ίσως, δηλαδή, η ενορχήστρωση θα μπορούσε να είχε αφεθεί περισσότερο στην «ιερόσυλη» διάθεση των Ρευμάτων, χωρίς το γνώριμο αποτύπωμα της πιανιστικής δεξιοτεχνίας του Μικρούτσικου. Απ’ την άλλη, είναι ευφυέστατη η προσθήκη της τρομπέτας του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου σε τρία τραγούδια, και του τρομπονιού του Αντώνη Ανδρέου σε μια αγνώριστη «Ρόζα».

Επιτρέψτε μου ένα πολιτικό σχόλιο για το τέλος, μιας και αναφερόμαστε σε ένα βαθιά πολιτικό έργο. Η ακρόαση αυτού του δίσκου εκ μέρους μου συνέπεσε με δύο φαινομενικά ασήμαντα γεγονότα: την δημοσίευση στον Ριζοσπάστη ενός λιβελογραφήματος του Μάκη Μαΐλη κατά της νεκρής Έλλης Παππά, και τη συμμετοχή του Αλέξη Τσίπρα σε συνέδριο του περιοδικού Economist για την «πράσινη ανάπτυξη»… Μια σκέψη στριφογυρνάει στο μυαλό μου: ότι τελικά κάποιοι ένθεν και ένθεν δεν κατάλαβαν τίποτα, μα τίποτα, απ’ τα τραγούδια που οι ίδιοι τραγούδησαν. Βεβαίως, εδώ δεν τα κατάλαβαν μερικοί απ’ τους δημιουργούς τους, οι ακροατές τους μας πείραξαν; Ας ελπίσουμε ότι οι επόμενοι που θα έρθουν, όσοι γεννιούνται σήμερα στους δρόμους των Δεκέμβρηδων τραγουδώντας τις δικές τους «Γαμμαγραφίες» και τους δικούς τους «Μικρόκοσμους», θα ακουμπήσουν λίγο βαθύτερα στις ιδέες και τα τραγούδια τους .

Ηρακλής Οικονόμου
(Περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ - "Νέες Κυκλοφορίες")

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Μάρθα Φριντζήλα - 2 νύχτες στα Μέγαρα




ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ
2 ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ

Η επανοικειοποίηση της παράδοσης.

«Το δύσκολο είναι να βρεις το νήμα της ελληνικής νεωτερικότητας, που καθιστά την παράδοση ενεργό και επείγουσα». Ο εξαιρετικά εύστοχος αφορισμός που αφορά το έργο του Γιάννη Μόραλη ανήκει στον ομότεχνό του Δημήτρη Σεβαστάκη και αναδημοσιεύτηκε στην Αυγή με αφορμή το θάνατο του μεγάλου έλληνα ζωγράφου. Από εκεί τον «έκλεψα» -με όση κομπορρημοσύνη μπορεί να κρύβει αυτή η ιδιοποίηση- γιατί νομίζω ότι θα μπορούσε να είχε ειπωθεί και για τον τελευταίο δίσκο της Μάρθας Φριντζήλα ο οποίος με τον περιπαικτικό τίτλο «δυο νύχτες στα Μέγαρα» κάνει ακριβώς αυτό: πιάνει το νήμα της παράδοσης από εκεί που το άφησαν ο Χρόνης Αηδονίδης, η Δόμνα Σαμνίου και τόσοι άλλοι εξαίρετοι ερμηνευτές της λαϊκής (παραδοσιακής) μουσικής καθιστώντας την επείγουσα, ενεργό και για αυτό το λόγο ελκυστική. Ο δίσκος είναι διπλός και υπάρχει αντικειμενικός λόγος για αυτό. Πρόκειται για την ηχογράφηση των δύο συναυλιών που δόθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Αίθριο του Μεγάρου Μουσικής. Το πρώτο cd αντιστοιχεί στο «The Κubara Project». Ένα μουσικό μωσαϊκό από τους στίχους και τις μουσικές του Ζαμπέτα και του Γκάτσου , του Λάγιου και του Χιώτη, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Για την οικονομία του χώρου – κυρίως - θα παρακάμψω τον πρώτο δίσκο, αφήνοντας χώρο σε άλλους «γείτονες» από τα Μ.Π.

Στο δεύτερο δίσκο (αλλά και σε εκείνη την υπέροχη συναυλία στο υπαίθριο Μέγαρο) η μουσική μας παράδοση διατηρεί αυτούσια την αυθεντικότητά και συγχρόνως παραμένει ζωντανή και οικεία τόσο μακριά από το φολκλόρ όσο και από μια αποστεωμένη, μουσειακή προσέγγιση. Τόσο σε αυτό όσο και στο πρώτο cd η δουλειά του Βασίλη Μαντζούκη ως ενορχηστρωτή και διασκευαστή των κομματιών αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία χτίζει η Φριντζήλα με την εξαιρετική φωνή της.

Η δεύτερη λοιπόν βραδιά «στα Μέγαρα» ήταν ένα απολαυστικό ταξίδι στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής μουσικής γεωγραφίας. Απολαυστικό χάρις στην ερμηνεία της Φριντζήλα, την προσεγμένη διασκευή των κομματιών που τους προσδίδει φρεσκάδα αφήνοντας ανέπαφο το ηχόχρωμα κάθε τοπικής παράδοσης και χάρις στην -όσο χρειάζεται- πλούσια ενορχήστρωση και την εκτέλεση των κομματιών από δεξιοτέχνες μουσικούς. Ο Πόντος και η Κύπρος, η Ήπειρος και το Καστελόριζο συνθέτουν ένα αρμονικό αλλά (ευτυχώς) καθόλου ομογενοποιημένο σύνολο.

Δεν είμαι ειδικός αλλά νομίζω ότι η Φριτζήλα κινείται με την ίδια άνεση τόσο στα νανουρίσματα της Καλύμνου ή τους «πειραγμένους» σκοπούς της Θράκης όσο και στα δημώδη της Λευκάδας και της Καππαδοκίας. Μόνη μου ένσταση ως προς τη γεωγραφική έκταση -και πιο πολύ ανεκπλήρωτος πόθος- θα ήταν να συμπεριέλαβε στο «playlist» της συναυλίας και του δίσκου παραδοσιακά της Ηπείρου και της Μακεδονίας που σίγουρα θα της ταίριαζαν πολύ και θα τα ερμήνευε εξίσου επιτυχημένα.

Με αυτό το δίσκο η Φριτζήλα γίνεται η ερμηνεύτρια της γενιάς της. Ή για να αποφύγουμε τις βαρύγδουπες διαπιστώσεις και τους επικίνδυνα πρόωρους διθυράμβους, αποτελεί κιόλας μία από τις δυο-τρεις πιο ολοκληρωμένες τραγουδίστριες της εποχής μας. Αν και νομίζω ότι το «ολοκληρωμένη» αδικεί μια τραγουδίστρια που δεν καλύπτει διεκπεραιωτικά ένα ευρύ φάσμα της μουσικής αλλά δίνεται με όρεξη και σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό σε ό,τι αποφασίζει να ασχοληθεί κάθε φορά και αυτό είναι ολοφάνερο. Και να σκεφτεί κανείς ότι στη μουσική ξεδιπλώνει μόνο ένα μέρος από το ταλέντο της….


Κωνσταντίνος Μαργιόλης

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Για το "Όπου κι αν πήγα" του Βαγγέλη Ασημάκη




ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ
«Όπου κι αν πήγα»
Μικρός Ήρως

Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του, παρουσιάζουμε το «Όπου κι αν πήγα», το δισκογραφικό ντεμπούτο του τραγουδιστή Βαγγέλη Ασημάκη. Γι’ αυτήν την καθυστέρηση δε φταίει μόνο η ευτυχής συσσώρευση πολλών και καλών νέων δίσκων στο ράφι των «Ακροάσεων». Φταίει και η εποχή που ζούμε, στην οποία καθετί καινούργιο και καθένας νέος καλλιτέχνης απαιτούν πολύ περισσότερο χρόνο για να ακουστούν και να «χωνευτούν». Δισκογραφικός πληθωρισμός, απαξίωση του μουσικού προϊόντος, έλλειψη / απόσυρση δημιουργών, και τα παγιωμένα στεγανά δεκαετιών είναι μερικές μόνο από τις αιτίες αυτής της κατάστασης. Έτσι, αξιοπρεπέστατες δουλειές συχνά μένουν στην αφάνεια, πληρώνοντας τα «σπασμένα» αυτού του προβληματικού συστήματος μουσικής παραγωγής.

Και το ντεμπούτο του Ασημάκη είναι μια τέτοια αξιοπρεπέστατη δουλειά. Ο δίσκος είναι πολυσυλλεκτικός, με δέκα τραγούδια που υπογράφουν συντελεστές όπως ο Γιάννης Ζουγανέλης - στο παλαιότερο «Μικρό μου στολιδάκι» -, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Κώστας Λειβαδάς, ο Γιώργος Δημητριάδης κ.α. Η φωνή του Ασημάκη είναι ο κεντρικός άξονας μιας ατμόσφαιρας που κινείται στο χώρο της ρυθμικής, ποπ και ροκ μπαλάντας. Ο τραγουδιστής πρωτοεμφανίστηκε το 1996 πλάι στον Ζουγανέλη και τον Σάκη Μπουλά, ενώ από το 2000 έχει σταθερή παρουσία στο Rock Club του «Σταυρού του Νότου», συνεργαζόμενος με πολλά και αξιόλογα ονόματα. Ακούγοντας τις εκφραστικές ερμηνείες και την «ατίθαση», ιδιόρρυθμη φωνή του, συμπεραίνει κάποιος ότι μάλλον άργησε ο Ασημάκης να εμφανιστεί στο δισκογραφικό προσκήνιο. Την παραγωγή καθώς και το τραγούδι «Ένα χαμόγελό σου» υπογράφει ο Άγγελος Σφακιανάκης, στη δουλειά του οποίου «Ρηχά Νερά» ο Ασημάκης έκανε την πρώτη του δισκογραφική συμμετοχή το 2003.

Συνολικά, έχουμε μια δουλειά ανυπόκριτη, που παίρνει στα σοβαρά ένα ίσως «ελαφρό» είδος τραγουδιού. Προτιμότερο αυτό, δηλαδή η σοβαρή και άρτια αντιμετώπιση της ποπ, παρά η με αβάσταχτη ελαφρότητα διαχείριση ενός «σοβαρού» - υποτίθεται - ρεπερτορίου, από το οποίο έχει πλημμυρίσει η έντεχνη τραγουδοποιία. Μελλοντικά, δε μένει παρά να βρεθούν οι δημιουργοί εκείνοι που θα δώσουν σε φωνές όπως του Βαγγέλη Ασημάκη περισσότερα εμπνευσμένα τραγούδια. Και, τέλος πάντων, από το να γινόμαστε μάρτυρες κωμικοτραγικών συνεργασιών που αναζητούν έναν «φρέσκο ήχο» με πηγές τα ποπ ινδάλματα της εποχής μας και φορείς τους τραγουδιστές της μεταπολίτευσης, προτιμότερο είναι ο φρέσκος ήχος να εκφράζεται με φρέσκιες φωνές και παρουσίες.

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Άλέξης Βάκης: "Πράσινοι και Βένετοι"

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η δεύτερη συνεισφορά του Αλέξη Βάκη σε ένα διάλογο που ξεκίνησε ΕΔΩ ανάμεσα στον γνωστό συνθέτη και μουσικοκριτικό, και τον μάχιμο blogger Μιχάλη Τσαντίλα. Στο αρχικό άρθρο του πρώτου στο περιοδικό "Δίφωνο" που αναδημοσίευσαν τα Μ.Π. απάντησε ο δεύτερος με ανάρτηση στη γνωστή ιστοσελίδα "Ε-Ορφέας" ΕΔΩ. Σήμερα, αναδημοσιεύουμε την ανταπάντηση του Α. Βάκη στον "Μετρονόμο", ευχαριστώντας και τους δύο φίλους του blog για αυτόν τον κόσμιο και συνάμα γόνιμο διάλογο. ηρ.οικ.





ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΟΙ

Οι –διακριτές- έννοιες του συνθέτη και του τραγουδοποιού στο σημερινό περιβάλλον

του Αλέξη Βάκη
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μετρονόμος", τ. 33, Απρίλιος-Ιούνιος 2009).


Σχετικά πρόσφατα (1) είχα εκφράσει μερικές σκέψεις για το φαινόμενο των τραγουδοποιών, αλλά και την αναγόρευσή του –από την πλειονότητα των εχόντων επαγγελματική σχέση με το χώρο, καθώς και από μεγάλη μερίδα του κοινού- στην υπ’ αριθμόν ένα ελπίδα ως προς το θολό μουσικό τοπίο των ημερών μας. Εν περιλήψει, είχα διατυπώσει δύο βασικές απόψεις:

α. πως οι τραγουδοποιοί, χωρίς να υποτιμώ βεβαίως τα πολύ όμορφα τραγούδια που μας έχουν χαρίσει κατά καιρούς, ορίζονται ως τέτοιοι (και σε αντιδιαστολή με τους συνθέτες) από την απουσία ενός αυτόνομου μουσικού λόγου, στο βαθμό που περιορίζονται απλώς στο να αρθρώνουν μια «απαγγελία» του στίχου, μέσα από μια υποτυπώδη μουσική φρασεολογία η οποία συχνά εξαντλείται στο να παρακολουθεί τις εναλλαγές των συγχορδιών στην κιθάρα ή στο πιάνο.

β. πως η βιασύνη των ραδιοφώνων και των εντύπων –δηλαδή των φορέων της εξουσίας περί τη μουσική- να τους παραχωρήσουν το δημιουργικό προβάδισμα έναντι των συνθετών ήταν μια καλά σχεδιασμένη κίνηση που είχε πολύ συγκεκριμένα προσδοκώμενα.

Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν όσα έγραφα τότε και εμμένοντας μέχρι κεραίας σε αυτά, διαπίστωσα πως υπάρχουν αρκετές ακόμα παράμετροι του ζητήματος που (κατά τη γνώμη μου) θα έπρεπε κάποτε να αναπτυχθούν περαιτέρω. Πρέπει όμως να αναγνωρίσω πως κάτι τέτοιο μου έγινε σαφέστερο χάρη στις παρατηρήσεις, απορίες, ενστάσεις κλπ. κάποιων ανθρώπων οι οποίοι είχαν την καλοσύνη να μου τις κοινοποιήσουν.

Τα Σκαθάρια, ο Robert Allen Zimmerman και η εποχή τους

Ο κ. Μιχάλης Τσαντίλας ας πούμε(2), αφού πρώτα μου προσάψει πως το κείμενό μου «πιάνει το πρόβλημα από τελείως λάθος βάση», μου αντιτείνει πως «το μοντέλο του τραγουδοποιού δεν επιβλήθηκε από κάποια μυστηριώδη δύναμη αλλά από την εποχή, μιας και εδώ και 50 χρόνια κυριαρχούν οι τραγουδοποιοί παγκοσμίως». Συνεχίζει δε, υποστηρίζοντας πως «μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας δισκογραφικής παραγωγής καλύπτεται σήμερα από καλλιτέχνες (σόλο ή συγκροτήματα) που γράφουν τη μουσική, το στίχο και ερμηνεύουν τα τραγούδια τους. Αυτούς ακολουθούν κυρίως τα μεγάλα ακροατήρια, χωρίς βέβαια αυτό να λέει τίποτα από μόνο του. Αυτό το μοντέλο κυριαρχεί εδώ και 50 περίπου χρόνια, ξεκινώντας από τους Beatles και τον Dylan, οι οποίοι ένιωσαν την ανάγκη να μην εξαρτώνται από την Tin Pan Alley π.χ.(3) για τα τραγούδια τους και να εκφράζονται με τον δικό τους, πολύ προσωπικό τρόπο».

Σαν να λέμε δηλαδή πως η «εποχή» (με την έννοια του όρου εν προκειμένω να παραπέμπει σε κάποια ασώματο κεφαλή) είναι αυτή που δίνει το σύνθημα και η τέχνη περιορίζεται μηχανικά στο να υπακούσει. Δεν θα συμφωνήσω. Πριν απ’ όλα γιατί μια τέτοια αντίληψη αδικεί κατάφωρα τη μουσική, υποβιβάζοντάς την στο χρηστικό επίπεδο και μόνον. Όσο για την επίκληση των Beatles ως επιχείρημα υπέρ των τραγουδοποιών, μου φάνηκε μάλλον άστοχη. Διότι η εργασία τους ουδόλως συνέτεινε στη λογιστική της διαχείρισης των μουσικών μέτρων, των φθογγόσημων και των συλλαβών, αλλά στην αναζήτηση του απρόβλεπτου και του ανείπωτου. Όταν λοιπόν κάτι τέτοιο συμβαίνει από καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Paul McCartney, του John Lennon και του George Harrison, μιλάμε για τον ορισμό του Συνθέτη. Αλλά και ο Dylan, παρά το αιώνιο «μουρμουρητό» με τη βαριά προφορά της Minnesota, έπαιξε στο γήπεδο της folk ως πραγματικός μουσικός δημιουργός (με άλλα λόγια συνθέτης), επηρεάζοντας σημαντικά την εξέλιξή της. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που και ο Βασίλης Τσιτσάνης -αν και επικίνδυνος ο παραλληλισμός- τη δεκαετία του ’30 πήρε το μπουζούκι από την Πλατεία Καραϊσκάκη του Πειραιά και το δόξασε στο πανελλήνιο. Ή στη Γαλλία, όπου ο Georges Brassens κράτησε μεν τη ντόπια «λογοκεντρική» παράδοση, αλλά, με την απλή συνοδεία μιας κιθάρας και ενός κοντραμπάσου στις μελωδίες του, ύψωσε το νεότερο chanson στις σφαίρες μιας πρωτοφανέρωτης ομορφιάς. Ή ακόμα, για να χρησιμοποιήσω σύγχρονα και πολύ αγαπημένα μου παραδείγματα, δεν θα αποφύγω να κάνω μια αναφορά στην «τραγουδοποιία» του Tom Waits και του Elvis Costello.






Merrie Melodies

Σημειώνω επίσης πως την εποχή της Tin Pan Alley αλλά και για αρκετά χρόνια ακόμα, οι μουσικοί δημιουργοί στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πρόσωπα που απελάμβαναν -αν μη τι άλλο- του καθολικού σεβασμού. Οι πάντες ήξεραν τον George Gershwin, τον Cole Porter ή –αργότερα- τον Burt Bacharach και τον Henry Mancini, μιας και ήταν αυτοί που τροφοδοτούσαν με επιτυχίες την ακμάζουσα (και πολύ πιο «αθώα» τελικά σε σχέση με σήμερα) δισκογραφική βιομηχανία. Πίσω από τον Bing Crosby, τον Frank Sinatra, τον Perry Como και τον Dean Martin όλοι αναγνώριζαν τις ισχυρές δημιουργικές υπογραφές. Κάτι που στις μέρες μας, όπου κυριαρχεί ο «προσωπικός τρόπος», όπως μας λέει περιχαρής ο κ. Τσαντίλας, δεν ισχύει ούτε κατά διάνοια. Όταν δηλαδή για να φτάσει ένα τραγούδι στο ακροατήριο, έχει ήδη περάσει από σαράντα κύματα (και πρόσωπα) που το «διαμορφώνουν» μέχρις ότου μετατραπεί στο επιθυμητό προϊόν της αγοράς, όχι κατ’ ανάγκην σεβόμενα το πώς θα το φανταζόταν ηχογραφημένο αυτός που το έγραψε. Ή όταν εκατομμύρια άνθρωποι γνωρίζουν μεν την Madonna και σχηματίζουν ουρές ώστε να εξασφαλίσουν εισιτήριο για τα show της, την ίδια στιγμή που κανένας μάλλον δεν είναι σε θέση να μας πει το όνομα ενός έστω από εκείνους που υπογράφουν τα τραγούδια του ρεπερτορίου της. Αλλά ξέχασα, η «εποχή» είναι που το επιβάλλει και αυτό.

Ο αστυνομικός είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυνομικός είναι μπουζούκι

Τι συμβαίνει λοιπόν; Κάναμε μήπως πράξη το σύνθημα retour a la normale (4) και ανακαλύψαμε (έστω και με κάμποσους αιώνες καθυστέρηση) τους τροβαδούρους και τους τρουβέρους (5) του γαλλικού Μεσαίωνα, αναγνωρίζοντάς τους τη δημιουργική πρωτοπορία των ημερών μας; Διότι αυτοί ήταν οι πρώτοι στην ιστορία της μουσικής που έγραφαν τους στίχους αλλά και τις μελωδίες στα τραγούδια τους, τα οποία και τραγουδούσαν οι ίδιοι, περιφερόμενοι από χωρίου εις χωρίον και από ταβέρνα σε ταβέρνα. Αν όμως προσχωρήσουμε σ’ αυτή την αντίληψη (που θέλει τον «προσωπικό τρόπο» των τραγουδοποιών δια του μονόδρομου της μπαλάντας να είναι αυτός που δίνει σήμερα τον τόνο), πολύ φοβάμαι πως θα οδηγηθούμε σε τραγελαφικά συμπεράσματα. Θα υποχρεωθούμε να χαρακτηρίσουμε π.χ. ως «απρόσωπο» το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος επέμεινε μέχρι τέλους –προφανώς …κατ’ εντολήν της εγχώριας Tin Pan Alley- να μελοποιεί τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, ιδίως εφόσον δεν τραγουδούσε ο ίδιος τα τραγούδια του, αλλά επιστράτευε επί τούτου τη Φλέρη Νταντωνάκη, τον Βασίλη Λέκκα ή τον Μανώλη Μητσιά. Για να μην πάω στον Μίκη Θεοδωράκη που έβαλε τα «απρόσωπα» λόγια των μεγάλων ποιητών στα χείλη του μεγάλου κοινού και παραδόξως …πέτυχε. Ή, ακόμα πιο μακριά, στον Ennio Morricone, που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να χαρίζει στην κινηματογραφική μουσική αριστουργήματα, είτε χρησιμοποιώντας συμφωνική ορχήστρα είτε ολιγάριθμα και ανορθόδοξα ορχηστρικά σύνολα, υπακούοντας κάθε φορά στις ιδιαίτερες αισθητικές ανάγκες των εικόνων που καλείται να ντύσει. Αλλά και να μας εκπλήσσει σχεδόν κάθε φορά με τη φρεσκάδα και τη μουσική εφευρετικότητά του. Εν τέλει, στραβός ειν’ ο γιαλός ή μήπως εμείς στραβά αρμενίζουμε;





Έρεβος και Φως
Υπάρχει βέβαια και μια σκόπιμη παρεξήγηση: αυτή που κατατάσσει συλλήβδην στο στρατόπεδο των τραγουδοποιών όλους όσοι συνθέτουν κυρίως –ή και αποκλειστικά- τραγούδια. Που για να λειτουργήσει καλύτερα ως εικόνα, πρέπει υποχρεωτικά να μας παρουσιάσει τους συνθέτες ως ανέραστα όντα, τα οποία, εγκλωβισμένα στα αισθητικά αδιέξοδα της ίδιας τους της παιδείας και ζώντας μέσα στη μούχλα των τεσσάρων τοίχων με τις μονίμως κλειστές βελούδινες κουρτίνες, σκαρώνουν atonal σονάτες και δωδεκάφθογγες φούγκες που ακούνε αναμεταξύ τους,. Όχι πως δεν υπάρχουν και τέτοιοι, αλίμονο. Μόνο που αυτοί είναι οι κατά ακαδημαϊκό τίτλο και μόνο συνθέτες, μιας και ο άκρατος φορμαλισμός ουδέποτε υπήρξε εφόδιο της αληθινής, δηλαδή της ζωντανής Τέχνης. Αντιθέτως, υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει πως όταν ο Δήμος Μούτσης παρέλαβε από το Νίκο Γκάτσο το ένα και μοναδικό τετράστιχο από το οποίο προέκυψε το οριακό τραγούδι Αύριο Πάλι, λειτούργησε υπό το κράτος του ίδιου δημιουργικού πυρετού που -ενάμισι αιώνα νωρίτερα- θα λειτουργούσε και ο Franz Schubert;

Χαίρε η καιομένη και χαίρε η χλωρή…(6)

Εν κατακλείδι: το να έχει πάρει κάποιος όλα τα πτυχία που υπάρχουν, τον κάνει μεν επαρκή από τεχνική άποψη, αλλά δεν τον τοποθετεί αυτομάτως στη χορεία των πραγματικών δημιουργών. Αν και σήμερα, με το που θα μάθει κάποιος πέντε- έξι ακόρντα στην κιθάρα ή αποκτήσει την άνεση να μοντάρει λούπες στον υπολογιστή, όλο και κάποιοι θα σπεύσουν να τον αναγορεύσουν ως «μεγάλη μουσική ελπίδα», έστω και αν δεν ξέρει που πέφτει το ντο. Κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιοι θεωρούν ως προσόν της πλειονότητας των ανθρώπων περί το λαϊκό τραγούδι το ότι δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους σε Ωδείο, μένοντας «αυθεντικοί» και «ανόθευτοι». Το ζήτημα δεν εξαντλείται φυσικά στη θεωρητική κατάρτιση, αν και η εποπτεία του μουσικού μέσου είναι αναγκαία προϋπόθεση ώστε ο δημιουργός να αναπτύξει με αυτάρκεια το ταλέντο του. Σε κάθε περίπτωση όμως, το σημαντικό είναι να μείνει προσηλωμένος στο όραμά του, ανεπηρέαστος από τα κυνικά κελεύσματα της μεταπρατικής αγοράς. Γιατί αν τα καταφέρει και μείνει όρθιος, η διακριτότητα ανάμεσα στην οντότητα του συνθέτη και σ’ αυτή του τραγουδοποιού θα ισχύει μεν εις το διηνεκές, αλλά η ήρεμη –εν σχέσει με τη σημερινή λύσσα για την εξουσία, τη φήμη και τα χρήματα- παραδοχή της από τα εμπλεκόμενα μέρη θα γίνεται με τον θεμιτό τρόπο που ο ποδοσφαιριστής μιας μικρής επαρχιακής ομάδας ονειρεύεται να γίνει κάποτε Ροναλντίνιο. Ακόμα και αν δεν τα καταφέρει ποτέ, έχοντας όμως ήσυχη τη συνείδησή του ότι πάντως το προσπάθησε και δούλεψε ως προς αυτό. Απολαμβάνοντας τουλάχιστον το Ταξίδι.




Σημειώσεις:

(1) Σε άρθρο υπό τον τίτλο Ο Θεός Και Οι Καίσαρες, το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 144 του ΔΙΦΩΝΟΥ (Σεπτέμβριος 2007)
(2) Μέσα από τις σελίδες του blog Μουσικά Προάστια, όπου αναδημοσιεύτηκε το παραπάνω άρθρο (http://mousikaproastia.blogspot.com/2008/10/blog-post_15.html).
(3) Περιοχή της Νέας Υόρκης (επί της 28ης Οδού, ανάμεσα στην Πέμπτη και την Έκτη Λεωφόρο), όπου –από τα τέλη του 19ου μέχρι και τις πρώτες δεκαετίας του 20ου αιώνα- ήταν η έδρα των εκδοτών της μουσικής στις ΗΠΑ, κάτι σαν την Λεωφόρο Μεσογείων της Αθήνας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
(4) Σύνθημα της Situationiste Internationale κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του 1968 στο Παρίσι.
(5) Ιππότες, τραγουδιστές, λυρικοί ποιητές και μουσικοί, που έζησαν γύρω από τον 11ο ως και τον 13ο αιώνα στη Μεσημβρινή (και ιδιαίτερα στην Προβηγγία) αλλά και τη Βόρεια Γαλλία
(6) Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Μαρίνα Κωνσταντάτου: "Αόρατες Πόλεις - Μια εικονογράφηση" (1)


(Φωτογραφία - επιλογή κειμένων: Μαρίνα Κωνσταντάτου)




Αυτό που ο δικός μου Μάρκο Πόλο θέλει να ανακαλύψει είναι οι κρυφές αιτίες που οδήγησαν τους ανθρώπους να ζήσουν στις πόλεις, αιτίες που μπορούν να ισχύουν πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κρίση. Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας, οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της ιστορίας της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων.

Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις

Μαρίνα Κωνσταντάτου: "Αόρατες Πόλεις - Μια εικονογράφηση" (Εισαγωγή)

Με μεγάλη χαρά, παρουσιάζουμε σήμερα την "εισαγωγή" από το πρότζεκτ «Αόρατες Πόλεις - μια εικονογράφηση». Η ιδέα απλή, και συνάμα σύνθετη: να συνταιριάξει η ματιά της νέας φωτογράφου Μαρίνας Κωνσταντάτου πάνω στο σύγχρονο αστικό τοπίο με τον λόγο του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο όπως αυτός αποτυπώνεται στις κλασικές «Αόρατες Πόλεις» του. Κάθε μήνα θα παρουσιάζουμε μία ή περισσότερες φωτογραφίες, συνοδευόμενες από ένα απόσπασμα των «Αόρατων Πόλεων» (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης), επιλεγμένο από την ίδια τη φωτογράφο. Οι «Αόρατες Πόλεις - μια εικονογράφηση» θα φιλοξενούνται στα Μουσικά Προάστια όλη τη χρονιά, με πρόθεση να παρουσιαστούν σε ξεχωριστή έκθεση στην Αθήνα, μελλοντικά.


Η Μαρίνα Κωνσταντάτου είναι πτυχιούχος της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Ε.Μ.Π. και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Αναδυόμενες Τεχνολογίες και το Σχεδιασμό από το Architectural Association. Έχει σπουδάσει καλλιτεχνική φωτογραφία στον φωτογραφικό κύκλο με τον Πλάτωνα Ριβέλλη και αρχιτεκτονική φωτογραφία στο Central Saint Martins University of the Arts London.


Ο Ίταλο Καλβίνο έγραψε για τις «Αόρατες Πόλεις»: «Στις Αόρατες Πόλεις δεν υπάρχουν αναγνωρίσιμες πόλεις. Είναι όλες επινοημένες, έδωσα στην καθεμία ένα γυναικείο όνομα, το βιβλίο αποτελείται από σύντομα κεφάλαια, το καθένα απο τα όποια θέλει να προσφέρει ερεθίσματα για στοχασμούς που να ισχύουν για κάθε πόλη ή την πόλη γενικότερα». Σχεδόν όλοι οι κριτικοί κοντοστάθηκαν στην τελική φράση του βιβλίου: «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιός και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο». Όσο για τη μουσική; Εναπόκειται σε εμάς, τους θεατές και αναγνώστες, να την ανακαλύψουμε μέσα στις σιωπές και τις ασυνέχειες της πόλης, στα μοναχικά μονοπάτια των προαστίων, στην κόλαση τη δική μας και των άλλων.
ηρ.οικ.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

"Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ένας διεθνούς φήμης απατεών"


(Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Κάρολος Κουν, Ραλλού Μάνου)




Όλο Αέρα

Μια ιστορία: Ήμουνα τότε στην EMI. Στις τέσσερις το πρωί, ένα πρωί, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, τέτοιες ήσαν οι ώρες του. «- Θέλω μια χάρη από σένα. Για τη ‘Σκοτεινή Μητέρα’ θέλω να μου γράψει κάτι στο εξώφυλλο ο Τσαρούχης». «- Γιατί δεν τον παίρνεις ο ίδιος στο τηλέφωνο; Πιο καλά δεν θα είναι;» «- Όχι». «- Γιατί;» «- Γιατί ντρέπομαι! Του ’χω πάρει για μια δουλειά εκατόν είκοσι σλάιντς με όλα του τα έργα, και τα έχω χάσει! Δηλαδή εδώ μέσα κάπου θα ’ναι αλλά δεν μπορώ να τα βρω» «- Τι σε κάνει να πιστεύεις πως εγώ θα τα καταφέρω;» «- Θα τα καταφέρεις».

Πήρα το Φασιανό με το πρώτο φως του ηλίου. Το και το. «- Πάμε μαζί», είπε ο Αλέκος. «- Αφού το θέλει ο Χατζιδάκις».

Πήγαμε, μπήκαμε. Λίγο καιρό πριν φύγει. Τα μυαλά του, βέβαια, τα ’χε ακόμα τετρακόσια. Μια χάρη: «- Ο Χατζιδάκις…» «- Μου ’χει πάρει εκατόν είκοσι σλάιντς μ’ όλα μου τα έργα, και μου τα ’χει χάσει!» «- Δεν τα έχει χάσει. Στο σπίτι του είναι, υποσχέθηκε πως θα τα ψάξει με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά, επειδή το σημείωμα επείγει, ο δίσκος βγαίνει…» «- Πάρτε χαρτί, κύριε Κακίση». Πήρα. Άρχισε να μου υπαγορεύει:

«- Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ένας διεθνούς φήμης απατεών …».

Ο Αλέκος Φασιανός απέναντί μου χλόμιασε, το χέρι το δικό μου άρχισε να τρέμει. Ο Τσαρούχης απτόητος συνέχισε: «Άνω στιγμή: Είναι ικανός να σε πείσει πως ακούς κινέζικη μουσική, χωρίς να ’χει πάει ποτέ στην Κίνα!» …Πήγανε οι ψυχές μας στη θέση τους. Μας πιάσανε και τους τρεις τα γέλια.

Αυτό το κείμενο του Τσαρούχη, λίγο πιο ήπιο, με ακριβώς όμως το ίδιο νόημα, την ίδια κεντρική ιδέα, υπάρχει στο δίσκο με τη Φαραντούρη, δείτε το…

Κι εδώ εγώ αυτό πάλι ήθελα να πω: Πας παντού, με την καλή μουσική, με τα αισθηματικά τραγούδια, με δύο έξυπνες, αιώνια νέες νότες. Και στην Κίνα τη μακρινή του Μάρκο Πόλο, και στην Κορσική του Ναπολέοντα, και στο Παρίσι του Ουγκώ, και στο Λονδίνο του Έλιοτ, και στη Ρώμη του Ρότα, και στην Αμερική την Πάνω του Ντην Μάρτιν, και στην Αμερική την Κάτω της Λύντια Μεντόζα, παντού. Μένοντας εδώ, σταλαγματιά-σταλαγματιά. Πάντα ξανά, πάντα η ταινία θα ’ναι το Οκτώμιση. Σ’ άγνωστες χώρες, τόσο δικές μου. Που λέγονται Μπήτλς. Που λέγονται Φελλίνι. Που λέγονται Χατζιδάκις. Που λέγονται Πιατσόλα.

Που λέγονται μ ο υ σ ι κ ή.

Που η επικράτειά τους είναι όλος ο άλλος κόσμος. Ο όλος αέρα. Ο όλος φως. Ο όλος θάλασσα.

Σωτήρης Κακίσης
-----


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο cd Μόρφω Τσαϊρέλη - Ηρακλής Βαβάτσικας «Για φωνή και ακκορντεόν» (Protasis, 2002).


Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Το ελληνικό τραγούδι στην Ολλανδία - Συνέντευξη με τον Michiel Koperdraat και τον Tim Meeuws







«Στην Ολλανδία δεν έχουμε φωνές σαν του Μπιθικώτση»

Μια συζήτηση με τον Μιχίλ Κόπερντραατ και τον Τιμ Μέους για το ελληνικό τραγούδι στη χώρα της τουλίπας


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, Νοέμβριος 2009)


Το «Δίφωνο» ταξίδεψε στην Ουτρέχτη και συνάντησε τις δύο ψυχές της ελληνικής μουσικής στην Ολλανδία: τον Μιχίλ Κόπερντραατ (Michiel Koperdraat) και τον Τιμ Μέους (Tim Meeuws). Ο Μιχίλ είναι επικεφαλής των «Άνω Κάτω», του πιο γνωστού ολλανδικού συγκροτήματος ελληνικής μουσικής. Ο Τιμ, πρώην μέλος των «Άνω Κάτω», κυκλοφόρησε πρόσφατα τον δίσκο «Σαν ξένος», όπου ερμηνεύει γνωστά ελληνικά τραγούδια στα ολλανδικά. Ηθικό δίδαγμα; Έξω πάμε καλά...



Πώς ανακαλύψατε τον κόσμο της ελληνικής μουσικής;

Μ.Κ. Στους γονείς μου άρεσε η μουσική των καταπιεσμένων λαών που πάλευαν για την ελευθερία τους. Στο σπίτι είχαμε μουσική από τη Λατινική Αμερική αλλά και από την Ελλάδα: δίσκους του Θεοδωράκη, το «Μαουτχάουζεν» και τη «Ρωμιοσύνη». Ο Θεοδωράκης ήταν ένα φαινόμενο της Αριστεράς στην Ολλανδία και τον κόσμο, ένα σύμβολο ελευθερίας, ένας ήρωας. Και για μένα τα τραγούδια της «Ρωμιοσύνης» ήταν εντυπωσιακά· άκουγα τη φωνή του Μπιθικώτση και έκλαιγα.

Τ.Μ. Η Λίζμπετ Λιστ, γνωστή Ολλανδέζα τραγουδίστρια, τραγούδησε Θεοδωράκη και άκουσα το Μαουτχάουζεν. Κυρίως όμως ήμουν ταγμένος στην ποπ μουσική. Ήμουν 13 χρονών όταν πήρα το πρώτο δισκάκι των Μπητλς. Χρόνια αργότερα, πήγαμε με την κοπέλα μου στην Ελλάδα, όπου ακούγαμε παντού μουσική. Όταν γύρισα, η αδερφή της κοπέλας μου που είχε ζήσει στην Αθήνα έβαλε στο πικάπ το δίσκο «Τα τραγούδια μου», μια ζωντανή ηχογράφηση του Γιώργου Νταλάρα. Όταν το άκουσα, κάτι σημαντικό έγινε μέσα μου.
Και πώς γεννήθηκαν οι «Άνω Κάτω»;

Μ.Κ. Όταν πήγα στην Ελλάδα το ’78 για πρώτη φορά, κατάλαβα ότι αγαπούσα τη μουσική της. Έπαιζα ήδη μπάσο και ήξερα τους ρυθμούς. Έτσι, αγόρασα ένα μπουζούκι και βρήκα ένα δάσκαλο μπουζουκιού, τον Αντώνη Μωραΐτη. Μου πρότεινε να παίξουμε μαζί με τον Γιούρι Έιλερς ως τρίο και έτσι έγινε το «Τρίο Άνω Κάτω». Χτίσαμε σταδιακά ένα ρεπερτόριο, κυρίως Χατζιδάκι και ρεμπέτικα. Η «Αθανασία» και «Για την Ελένη» ήταν από τα αγαπημένα μας έργα του Χατζιδάκι. Ο Αντώνης αποχώρησε από το συγκρότημα, μετά παίζαμε με τον Γιούρι κυρίως ορχηστρικά, μέχρι που χτύπησε την πόρτα μας ο Τιμ.


Τ.Μ. Γνωριζόμασταν ήδη από το θέατρο και ζήτησα τη βοήθειά του Μιχίλ σε κάποιες ενορχηστρώσεις για να συμμετάσχω σε ένα φεστιβάλ τραγουδιού. Παρουσιάσαμε τρία τραγούδια: «Όλα καλά κι όλα ωραία», «Αναστενάζω βγαίνει φωτιά» και «Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» και κερδίσαμε τον διαγωνισμό. Μετά οργανώσαμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα μουσικής. Πηγαίναμε στα σχολεία, παίζαμε πέντε-έξι τραγούδια, τον «Αντώνη» του Θεοδωράκη στα Ολλανδικά, μιλούσαμε για τους συνθέτες, τους ρυθμούς και τα όργανα της ελληνικής μουσικής. Τελικά, έγινα μέλος του συγκροτήματος το 1989.


Ποια όργανα προτιμάτε να παίζετε;

Μ.Κ. Παίζω μπουζούκι γιατί μου άρεσε πάντα το ηρωϊκό στοιχείο και ο δυναμισμός του. Ξεκίνησα με τετράχορδο, αλλά σταδιακά επέλεξα το τρίχορδο. Έχω δει θαυμάσιους οργανοπαίκτες να παίζουν τετράχορδο, καθώς και τελείως τουριστικές εκτελέσεις με τρίχορδο· εξαρτάται από τον εκτελεστή. Προτιμώ το τρίχορδο γιατί εκεί ο ήχος είναι πιο απαλός. Από όλα τα όργανα όμως, αγαπώ περισσότερο το ούτι, ένα απίστευτα γλυκό όργανο. Το ούτι μου επιτρέπει να ‘λυγίζω’ τις νότες ενώ αντίθετα, το μπουζούκι είναι πιο στατικό.
Τ.Μ. Το αγαπημένο μου όργανο υπήρξε η φωνή μου. Το μπουζούκι το είχα αρχικά συνδέσει με κάτι το γραφικό και με έναν ήχο που δεν με ακουμπούσε. Μετά βέβαια άλλαξα γνώμη.
Τι σας έλκει στο ελληνικό τραγούδι;

Τ.Μ. Η δραματικότητά του. Το ελληνικό τραγούδι έχει κάτι πολύ βαθύ και δυνατό. Στην Ολλανδία δεν έχουμε φωνές σαν του Μπιθικώτση. Έχουμε καλές φωνές χωρίς όμως δραματική ισχύ. Με το που ακούς ένα ελληνικό τραγούδι νιώθεις ότι προέρχεται από μια μεγάλη παράδοση. Ποια μουσική τραγουδούσαν στην Ολλανδία τις αρχές του περασμένου αιώνα; Δεν ξέρουμε, και ό,τι έχει απομείνει είναι τελείως ελαφρό και γραφικό, δεν παράγει κανένα σοβαρό συναίσθημα. Ενώ στην Ελλάδα, το παραδοσιακό και ρεμπέτικο τραγούδι συγκινεί ύστερα από τόσα χρόνια. Εκτός από μελωδική, η ελληνική μουσική είναι και ρυθμική. Τα πορτογαλικά φάντος έχουν εξαιρετικές μελωδίες αλλά ο ρυθμός παραμένει πάντα ο ίδιος, ενώ τα εννιά όγδοα προσδίδουν ένα ιδιαίτερο ρυθμικό συναίσθημα. Μου αρέσει πολύ να χορεύω και η ελληνική μουσική μου το επιτρέπει αυτό.


Μ.Κ. Εντυπωσιάστηκα όταν άκουσα στη ζωντανή ηχογράφηση του Νταλάρα το κοινό να τραγουδάει με μια φωνή τα «Παραπονέμένα Λόγια». Τότε είπα στον εαυτό μου: «Στην Ελλάδα φαίνεται ότι όλοι μπορούν και τραγουδάνε». Ο Καζαντζίδης ήταν ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος αλλά η φωνή του αντηχούσε με τόση δύναμη. Ο Διονυσίου το ίδιο, η φωνή έβγαινε από το στήθος του με απίστευτο παλμό. Η Βιτάλη επίσης έχει θαυμάσια φωνή και χάρηκα πολύ για την πρόσφατη επιστροφή της στη δισκογραφία, όπως και για τη συνέντευξή της στο περιοδικό σας.


Ποια υπήρξε η υποδοχή των «Άνω Κάτω» από το ολλανδικό κοινό;

Μ.Κ. Είχαμε και έχουμε μια σχετική επιτυχία. Η υποδοχή ήταν αρκετά θερμή, ιδιαίτερα από ανθρώπους που γνωρίζουν και αγαπούν την Ελλάδα. Παίξαμε σε πολλές συναυλίες, τόσο για το ολλανδικό κοινό όσο και για την ελληνική κοινότητα. Επίσης μας δόθηκε η δυνατότητα να επισκεφθούμε οργανωμένα την Ελλάδα. Το 1990 πήγαμε για να μελετήσουμε σε βάθος την ελληνική μουσική, ενώ τον επόμενο χρόνο ταξιδέψαμε στην Κέρκυρα και δώσαμε κάποιες συναυλίες. Η εμπλοκή μας με το ρεμπέτικο τραγούδι αποτυπώθηκε και σε ένα ντοκυμαντέρ του Τούρκου σκηνοθέτη Ρολάν Χουρίογλου για την ολλανδική κρατική τηλεόραση, ενώ έχουμε εμφανιστεί και σε ελληνικές τηλεοπτικές εκπομπές.


Είναι αλήθεια ότι γνωρίσατε και τον Μιχάλη Γενίτσαρη;

Μ.Κ. Ναι, στο πλαίσιο αυτού του ντοκιμαντέρ παίξαμε μαζί με τον Γενίτσαρη και τον Μητσάκη. Ο Γενίτσαρης ήταν ένας αληθινός μάγκας. Μας έλεγε: «Οι νέοι άνθρωποι δεν ξέρουν τι είναι το ρεμπέτικο, δεν έχουν πάει ποτέ φυλακή. Αγοράζουν τετράχορδο, παίζουν ένα-δύο τραγούδια μας και μετά το παίζουν ρεμπέτες». Καταλαβαίνεις ότι εγώ με το τετράχορδο ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί!


Τ.Μ. Παίξαμε και στη «Στοά Αθανάτων». Καθόμασταν στο κέντρο και μας αναγνώρισε ο ιδιοκτήτης του, καθώς είχαμε εμφανιστεί το ίδιο πρωί στην τηλεόραση. Μας ζήτησε λοιπόν να παίξουμε κάτι πριν αρχίσει το πρόγραμα, στο οποίο συμμετείχε και ο μεγάλος ρεμπέτης Κούλης Σκαρπέλης. Εμείς τότε είχαμε κάποια τραγούδια του Σκαρπέλη στο ρεπερτόριό μας και παίξαμε προς τιμήν του.



(Μιχίλ Κόπερντραατ)



Μιχίλ, στον τελευταίο δίσκο των «Άνω Κάτω» τραγουδάς αποκλειστικά ηπειρώτικα και νησιώτικα. Τι αντικατοπτρίζει αυτή η επιλογή;

Μ.Κ. Για μένα η μουσική είναι ένα μέσο αυτο-έκφρασης. Θεωρώ ότι ένα παραδοσιακό κομμάτι πρέπει να αναδημιουργείται κάθε στιγμή που παίζεται. Όταν ακούς τον Σαλέα, αυτό που ακούς δεν είναι γενικά παραδοσιακή μουσική, είναι Σαλέας. Το ίδιο ισχύει για τον Ναπολέοντα Δάμο, τον Μανώλη Πάππο, κ.α. Στόχος μου δεν είναι η πιστή αναπαραγωγή ενός παραδοσιακού τρόπου παιξίματος αλλά η έκφραση συναισθημάτων. Δεν μπορείς να κρατήσεις ζωντανή την παραδοσιακή μουσική αν την αντιμετωπίζεις ως μουσειακό είδος. Πρέπει να την αναπλάθεις συνεχώς.


«Σαν ξένος». Τιμ, γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο για τον νέο δίσκο σου;

Τ.Μ.: Ο τίτλος συνδέεται με το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, που αναφέρεται στον θάνατο έντεκα μεταναστών από πυρκαγιά στο αεροδρόμιο Σχίπολ του Άμστερνταμ, όπου κρατούνταν για να απελαθούν. Νιώθω συνδεδεμένος με τους αδύνατους, με τους μετανάστες, και με πληγώνει που κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν σε φορτηγά-ψυγεία και πνίγονται στη θάλασσα προσπαθώντας να έρθουν εδώ.
Έχεις απόλυτο δίκιο... Ο δίσκος έχει πάντως πολλές στιχουργικές και ενορχηστρωτικές καινοτομίες.

Τ.Μ. Προσπαθήσαμε μαζί με τον ενορχηστρωτή, τον Μπερτ Χάικεμα, να αποφύγουμε το μπουζούκι, χρησιμοποιήσαμε πορτογαλική κιθάρα, κοντραμπάσο, τσέλο, και τα τραγούδια απέκτήσαν μια ιδιαίτερη χροιά. Ως προς τον στίχο, προσπάθησα να εκφράσω την ουσία των πρωτότυπων τραγουδιών, κάνοντας όμως τις δικές μου απαραίτητες προσαρμογές. Η υποδοχή του δίσκου είναι θετική και έχει παρουσιαστεί σε περιοδικά έθνικ μουσικής στην Ολλανδία και στο εξωτερικό. Φυσικά, είναι εξαιρετικά δύκολη η προώθηση ενός τέτοιου δίσκου στα μεσα ενημέρωσης. Όμως, εξαιτίας της ενορχήστρωσης, ο δίσκος ανοίγεται στην αγορά της παγκόσμιας μουσικής. Αντίθετα, η αγορά για την καθεαυτή ελληνική μουσική είναι μάλλον μικρή στην Ολλανδία.




(Τιμ Μέους)



Μπορεί να υπάρξει μια παγκόσμια μουσική;


Τ.Μ.: Eίναι εφικτό να υπερβούμε τα μουσικά σύνορα και να μιλήσουμε μια κοινή μουσική γλώσσα. Οι μίξεις υπήρχαν πάντα στη μουσική. Απλά, μέχρι πρότινος στην Ολλανδία δεν υπήρχε η διασύνδεση παγκόσμιας και ελληνικής μουσικής, γιατί κυριαρχούσε το στερεότυπο του Ζορμπά. Αυτό όμως αρχίζει και αλλάζει.


Μ.Κ.: Η ίδια η ελληνική μουσική είναι μια μίξη διαφορετικών μουσικών παραδόσεων: της Βυζαντινής, της Μικρασιάτικης, της Δημοτικής, της Αραβικής. Συνυπάρχουν σε αυτό το κράμα τα μακάμ και οι πεντατονικές κλίμακες του Ηπειρώτικου τραγουδιού. Οι κλίμακες έχουν αρκετές ομοιότητες σε διάφορες μουσικές παραδόσεις αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ρυθμό. Δεν μπορούν όλοι οι λαοί να παίξουν καρσιλαμά.


Ποια πρόσωπα υπήρξαν τα πρότυπά σας; Γνωρίσατε από κοντά κάποια από αυτά;

Τ.Μ.: Ο Νταλάρας και η Αλεξίου στο σύγχρονο τραγούδι, και ο Τσιτσάνης στο ρεμπέτικο. Η Ελλάδα στο πρόσωπο του Τσιτσάνη είχε βρει το δικό της Μπομπ Ντύλαν προτού καν υπάρξει ο τελευταίος. Μου αρέσει πολύ και ο Μπάμπης Γκολές. Από κοντά γνώρισα τον Μητσάκη και τον Γενίτσαρη. Επίσης, είχα την τύχη να ανταλλάξω χειραψία με τον Μάνο Χατζιδάκι.


Μ.Κ.: Στην αρχή ήταν ο Νταλάρας, ο Θεοδωράκης, ο Τσιτσάνης, και οι δύο μοναδικές φωνές, ο Μπιθικώτσης και ο Καζαντζίδης. Αργότερα, γνώρισα τον τραγουδιστή του Ηπειρώτικου τραγουδιού Κώστα Τζίμα, τον ήρωά μου, καθώς και τον Ναπολέοντα Δάμο, το μεγαλύτερο κλαρίνο της Ηπείρου. Στην Κρήτη γνώρισα τον Γιώργη Ξυλούρη και τον Αχιλλέα Περσίδη, και βέβαια τον Ross Daly, ένα μεγάλο πρόυπο για μένα.


Για το τέλος, τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες του Διφώνου;

Τ.Μ.: Ότι η ελληνική μουσική μου έδωσε περισσότερες συγκινήσεις από ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου στο θέατρο και αλλού. Χάρη στη μουσική αυτή έζησα όμορφες ιστορίες και εμπειρίες.


Μ.Κ.: Η ελληνική μουσική για μένα είναι η πιο όμορη μουσική στον κόσμο. Και οι Ολλανδοί την αγαπούν πολύ. Το μήνυμα που θέλω να στείλω είναι: επιστροφή στις ρίζες. Να μη γίνει η ελληνική μουσική σαν την κόκα-κόλα. Κρατήστε την παράδοση ζωντανή, βασιστείτε πάνω της για να χτίσετε το καινούργιο. Η μουσική θα εξαφανιστεί αν την παραγεμίζουμε με ψηφιακά κρουστά και συνθεσάιζερ.





ΑΝΩ ΚΑΤΩ (ANO KATO)


Οι «Άνω Κάτω» είναι το πιο γνωστό συγκρότημα παραδοσιακής μουσικής στην Ολλανδία. Ιδρυτικό μέλος και επικεφαλής του συγκροτήματος είναι ο Μιχίλ Κόπερντραατ, ενώ τα υπόλοιπα μέλη είναι οι Γιούρι Έιλερς, Τεό Βαν Χάλεν, Μιχίλ φαν ντερ Μιούλεν, και Άντυ Λέεμινγκ. Οι «Άνω Κάτω» έχουν συμμετάσχει σε μεγάλα καλλιτεχνικά φεστιβάλ της Ολλανδίας, σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, και φυσικά σε πολλές συναυλίες. Ταυτόχρονα, έχουν λάβει μέρος σε δεκάδες γιορτές και εκδηλώσεις προβολής του ελληνικού πολιτισμού στην Ολλανδία, που διοργανώνονται από την ελληνική κοινότητα και το προξενείο στο Ρότερνταμ. Το 1992 οι «Άνω Κάτω» εμφανίστηκαν στο ντοκιμαντέρ της Ολλανδικής τηλεόρασης «Ρεμπέτικα – Τα ελληνικά μπλουζ». Ο Μιχίλ Κόπερντραατ έχει ιδρύσει και τον ομώνυμο σύλλογο «Άνω Κάτω» που σκοπό έχει την προώθηση της ελληνικής μουσικής στην Ολλανδία. Στο πλαίσιο αυτό, ο σύλλογος διοργανώνει ομιλίες, συναυλίες, σχολικές επισκέψεις, εκδόσεις. καθώς και καλοκαιρινά σεμινάρια στην Ελλάδα με τη συμμετοχή δεκάδων Ολλανδών και όχι μόνο φίλων της ελληνικής μουσικής.


Η δράση των «Άνω Κάτω» έχει αποτυπωθεί και δισκογραφικά. Το 1987 το συγκρότημα βγάζει τον πρώτο του δίσκο, «Οι τρεις άνω κάτω» με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων και Χατζιδάκι. Ο δεύτερος δίσκος, «Χτες τα κάναμε», κυκλοφορεί το 1992 και περιλαμβάνει ρεμπέτικα τραγούδια των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Γενίτσαρη, Σκαρπέλη, Περιστέρη, Μπαγιαντέρα και Χρυσίνη, αλλά και νεότερα των Μούτση και Ξαρχάκου. Τέλος, το 1999 παρουσιάστηκε ο τρίτος δίσκος «Λεβέντες από τα ξένα», με ηπειρώτικα και νησιώτικα τραγούδια.


Περισσότερες πληροφορίες: www.anokato.nl






ΤΙΜ ΜΕΟΥΣ (TIM MEEUWS)


Ο Τιμ Μέους είναι ηθοποιός, τραγουδιστής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε Κοινωνιολογία σε ένα Άμστερνταμ που έβραζε πολιτικά και καλλιτεχνικά τα τέλη του ’60, αλλά τον κέρδισε το θέατρο. Το 1977 εντάσσεται ως τραγουδιστής και ηθοποιός σε ένα έντονα πολιτικοποιημένο συγκρότημα ροκ θεάτρου, όπου και γνωρίζεται με τον Μίχιλ Κόπερντραατ. Συμμετείχε ως ηθοποιός σε πολλές θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές, καθώς και γνωστά μιούζικαλ. Το 1989 εισχωρεί στους «Άνω Κάτω», απογειώνοντας την παρουσία τους στα Ολλανδικά μουσικά πράγματα. Αποχωρεί πέντε χρόνια αργότερα καθώς το γκρουπ στρέφεται σε πιο παραδοσιακούς μουσικούς δρόμους ενώ ο ίδιος εστιάζει στη σύγχρονη fusion και ethnic μουσική. Μετά από ένα πέρασμα στο συγκρότημα «Nomades», επιστρέφει στο θέατρο ενώ παράλληλα μεταγράφει συνεχώς ελληνικά τραγούδια στα ολλανδικά.


Πέρυσι κυκλοφόρησε ο προσωπικός του δίσκος «Σαν ξένος» (Als een vreemde) με δεκατρία γνωστά ελληνικά τραγούδια μεταφρασμένα και τραγουδισμένα στα Ολλανδικά. Στο δίσκο περιλαμβάνονται τέσσερα τραγούδια της Αλεξίου («Για ένα ταγκό», «Το τραγούδι του χελιδονιού», «Το νου μου εσυγύρισα» και «Μινοράκι»), και άλλα δύο από το ρεπερτόριό της, «Δι’ευχών» και «Μάγισσα» των Νικολακοπούλου-Αντύπα. Επίσης, ακούγονται σε κάποιες ιδιαίτερα πρωτότυπες ενορχηστρώσεις τα τραγούδια «Εγώ ο ξενος» του Μουσαφίρη, «Έγκλημα και τιμωρία» των Γκάτσου-Χατζιδάκι, «Συνέλευση των ποντικών» των αδερφών Κατσιμίχα, «Του Βοτανικού ο μάγκας» των Τσώλη-Μπιθικώτση, «Άλλο θα πει αισθάνομαι» των Βώπη-Μπούρμα, «Νύχτα στο Ελληνικό» των Γκανά-Χριστοδουλίδη και «Θα ψάξω» του Ζερβουδάκη.


Περισσότερες πληροφορίες: www.timmeeuws.nl