Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Συνέντευξη με τις Λιζέτα Καλημέρη, Νατάσσα Μποφίλιου, Γιώτα Νέγκα, Σοφία Παπάζογλου και Ειρήνη Τουμπάκη



"Λαϊκές τραγουδίστριες στα πρόθυρα ...νευρικής κρίσης"

Συνέντευξη με τις κυρίες Λιζέτα Καλημέρη, Νατάσσα Μποφίλιου, Γιώτα Νέγκα, Σοφία Παπάζογλου και Ειρήνη Τουμπάκη



Τη συνέντευξη έλαβαν οι Σπύρος Αραβανής & Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΌΑΣΙΣ)


«Λαϊκές τραγουδίστριες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» ζήτησαν χαριτολογώντας με μια φωνή να μπει ως τίτλος της συζήτησής μας, ενδεικτικός της κατάστασης που βιώνουν ως ένα βαθμό στο τραγούδι σήμερα. Από την άλλη πλευρά δηλώνουν τυχερές που μπορούν να βιοπορίζονται από αυτό που τους τρέφει τη ψυχή και αποφασισμένες να επιτύχουν το στόχο τους: να λένε καλά τραγούδια. Η Λιζέτα Καλημέρη, η Νατάσσα Μποφίλιου, η Γιώτα Νέγκα, η Σοφία Παπάζογλου και η Ειρήνη Τουμπάκη, πέντε ιδιόχρωμες φωνές με θητεία στο λαϊκό, άλλη μεγαλύτερη και άλλη μικρότερη, παίρνουν τη σκυτάλη από εκεί που την άφησαν οι προηγούμενες σπουδαίες λαϊκές τραγουδίστριες: από τη ψυχή τους…Και συνεχίζουν.



(Λιζέτα Καλημέρη)



Σκεφτήκαμε να κάνουμε μια κουβέντα με λαϊκές τραγουδίστριες γύρω από το λαϊκό τραγούδι. Κάναμε καλά που σας καλέσαμε;

Σοφία Παπάζογλου: Νομίζω ότι έπρεπε να καλέσετε την Έλλη Κοκκίνου, την Πέγκυ Ζήνα...  Αυτές είναι οι λαϊκές τραγουδίστριες σήμερα, αυτές φέρνουν τον κόσμο στα μαγαζιά, αυτές έχουν τα σουξέ. Όταν οι άνθρωποι λένε «πάμε στα μπουζούκια», εννοούν τις μεγάλες πίστες.

Λιζέτα Καλημέρη: Έχει εν μέρει δίκιο η Σοφία, με την έννοια ότι το λαϊκό αποδεικνύεται μέσα από το εμπορικό του εύρος. Όμως, πρέπει να υπογραμμιστεί και το λαϊκό αίσθημα. Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει λαϊκό αίσθημα είτε το τραγούδι του πατάει σε λαϊκούς δρόμους είτε όχι, είτε αυτός είναι εμπορικός είτε όχι. Μου έρχεται στο νου ο B.D. Foxmoor των Active Member, ο οποίος είναι λαϊκός, άσχετα αν τραγουδάει ραπ. Και η ραπ λαϊκό είδος είναι.

Γιώτα Νέγκα: Θεωρώ ουσιαστικά λαϊκό αυτό που δονεί το μέσα μου, το DNA μου, ο στίχος ο ελληνικός, και όχι αυτό που πουλάει πολύ. Αν ρωτήσεις όμως τον κόσμο για τη λαϊκότητα, επειδή διάφορα πράγματα έχουν βαφτιστεί λαϊκά, θα δεις ότι είναι μπερδεμένος.

Λιζέτα Καλημέρη: Να είμαστε όμως πιο μαλακοί με το «όχι» για αυτό που πουλάει πιο πολύ. Και στο χώρο του υποτιθέμενα έντεχνου φτάνουμε στο άλλο άκρο. Για παράδειγμα, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, επειδή δεν έχει το απόλυτα καθωσπρέπει έντεχνο, να  μη θεωρείται λαϊκός. Είναι λαϊκός ο Χατζηγιάννης, σε σχέση με τον τρόπο που επικοινωνεί με τον κόσμο.

Νατάσσα Μποφίλιου: Εγώ δεν μπορώ να πω ότι είμαι λαϊκή τραγουδίστρια γιατί, αν και θα ήθελα πάρα πολύ, δεν έχω ακόμα τη δυνατότητα. Δεν έχω εντρυφήσει στο λαϊκό είδος, που σαν τραγουδίστρια το θεωρώ το πιο ιερό, γιατί χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά, σου θυμίζει από πού έρχεσαι, πού κρατιέσαι. Σαν λέξη, λαϊκό είναι αυτό που αρέσει στους πολλούς, το ποπ, το popular που έχουν οι Δυτικοί. Απ’ αυτή την άποψη, λαϊκό σήμερα δεν είναι αυτό που θα ’πρεπε να είναι, είναι κάτι άλλο που αρέσει πιο πολύ στον κόσμο επειδή είναι πιο εύπεπτο, πιο γρήγορο, ταιριάζει καλύτερα με το lifestyle που θέλουν να του περάσουν, με την τηλεόραση.

Ειρήνη Τουμπάκη: Υπάρχει καλό και κακό λαϊκό τραγούδι. Είμαι πολύ νέα ακόμα και δεν μπορώ να πω αν είμαι λαϊκή τραγουδίστρια ή όχι. Επιδιώκω όμως να λέω λαϊκά τραγούδια που θεωρώ καλά.


Θεωρείτε ότι μια λαϊκή τραγουδίστρια πρέπει να έχει ένα παρελθόν ως ακροάτρια ή τραγουδίστρια στο χώρο αυτό για να αποδώσει;

Σ. Παπάζογλου: Εξαρτάται από τα ακούσματα. Στο σπίτι μου ακούγαμε λαϊκά τραγούδια, Καζαντζίδη, Γκρέυ, με αυτά μεγάλωσα. Από κει και πέρα, έψαξα να βρω κι άλλα πράγματα. Η εμπειρία πάντως βοηθάει σίγουρα.

Ν. Μποφίλιου: Το λαϊκό τραγούδι έχει να κάνει και με το πώς επικοινωνείς με τον κόσμο στη σκηνή. Άλλο τρόπο επικοινωνίας απαιτεί ο Χατζιδάκις και άλλο τρόπο απαιτεί ένα λαϊκό τραγούδι. Θέλει άλλα πατήματα.

Σ. Παπάζογλου: Θεωρώ όμως τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι λαϊκό δίσκο. Το έχουμε περιορίσει το λαϊκό, θεωρούμε λαϊκό μόνο όποιο τραγούδι έχει μπουζούκι. Το «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής» είναι λαϊκό, γιατί έχει το βάθος, την αλήθεια, το λαϊκό αίσθημα.

Γ. Νέγκα: Ο πυρήνας, ο τρόπος, είναι ο ίδιος, είτε τραγουδούμε Billy Hοlliday, είτε τραγουδούμε Τσιτσάνη.

Λ. Καλημέρη: Να μην ξεχνάμε όμως και το ταλέντο. Σήμερα, τείνουμε να πιστέψουμε ότι όλα μαθαίνονται. Δεν είναι έτσι, δεν μαθαίνονται όλα. Ακούμε πολλές περιπτώσεις - και στους διαγωνισμούς, και στις ακαδημίες - όπου ο άνθρωπος δεν θέλει να παραδεχτεί ότι δεν έχει λαϊκό χρώμα. Αυτό το περίπου, το «κάτι σαν», σε μια εποχή όπου όλα είναι «κάτι σαν», μας έχει χτυπήσει στα νεύρα.

Ν. Μποφίλιου: Ένας τραγουδιστής έχει ένα χρώμα, ένα ύφος. Αν πάρει ένα τραγούδι και το προσεγγίσει με αγάπη και καψούρα, μπορεί να το πει πάρα πολύ καλά. Εγώ τραγουδάω ιδιαίτερα τζαζ, και έχω ακούσει λαϊκό τραγουδιστή να τραγουδάει τζαζ, και έχω πάθει πλάκα.

Λ. Καλημέρη: Έχουμε την περίπτωση της Φλέρυς Νταντωνάκη, η οποία δεν μας πείραξε καθόλου που είπε λαϊκά τραγούδια. Όμως, δεν θα μπορούσε κανείς να αντικαταστήσει το λαϊκό αίσθημα της Μαρίκας Νίνου με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Ε. Τουμπάκη: Δεν μπορείς να μάθεις το λαϊκό, μπορείς όμως να το εξελίξεις. Αυτό όμως δεν γίνεται εγκεφαλικά, πρέπει να το έχεις μέσα σου.



Υπάρχουν λαϊκές φωνές που να υπερασπίζονται σήμερα το λαϊκό τραγούδι;

Ε. Τουμπάκη: Ναι, θεωρώ ότι υπάρχουν, και η Γιώτα είναι από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Η Γιώτα είναι ένας από τους λόγους που ασχολήθηκα πιο πολύ με το λαϊκό.

Γ. Νέγκα: Δεν είναι έτσι Ειρήνη. Σε είδα πολύ πριν να τραγουδάς Καζαντζίδη στο ωδείο, και το είχες μέσα σου. Ή σε αγγίζει και σε πονάει, ή όχι.

Λ. Καλημέρη: Η λαϊκότητα έχει εκλείψει. Χθες πήγα μια βόλτα στους δρόμους του Υμηττού, πέρασα από ένα ψιλικατζίδικο, είδα τρεις-τέσσερις να κάθονται έξω και να πίνουν μπύρες, και αναστέναξα. Ο Τσιτσάνης μπορεί να μην είναι λαϊκός άνθρωπος και να έχει μέσα του το λαϊκό αίσθημα, αλλά το απευθύνει σε μια κοινωνία που ακόμα έχει στοιχεία λαϊκότητας. Η δική μας κοινωνία δεν έχει τέτοια στοιχεία, Στο λαϊκό αίσθημα περικλείονται έννοιες όπως η ανθρωπιά, η ζεστή καρδιά, η γειτόνισσα, η οικογένεια, πράγματα που μας έχουν λείψει.

Γ. Νέγκα: Πείτε με ρομαντική, αλλά νιώθω ότι υπάρχει λαϊκότητα, απλά κοιμάται.

Ν. Μποφίλιου: Είμαστε περισσότερο λαϊκιστές παρά λαϊκοί, γιατί μας λείπει η αυθεντικότητα, που είναι το χαρακτηριστικό του λαϊκού.

Λ. Καλημέρη: Η ελληνικότητα μας λείπει. Έχουμε παραδοθεί στο Δυτικό μοντέλο. Ε, δεν μπορεί εκεί μέσα να ανθίσει το λαϊκό αίσθημα, γι’ αυτό και φθίνει. Και οι προσπάθειες των νέων ανθρώπων να προσεγγίσουν το λαϊκό τραγούδι είναι έντεχνες, δηλαδή γίνονται εντέχνως και όχι αυθορμήτως.

Γ. Νέγκα: Δεν μας λείπει η ελληνικότητα, διαφωνώ, παλεύουμε σαν κοινωνία να την αποδιώξουμε, λες κι αυτό θα μας σώσει!

Σ. Παπάζογλου: Εγώ θα πω το εξής: πήγαμε στη Χίο για μια συναυλία, και μας κάλεσαν να κάνουμε ένα εργαστήρι σε παιδιά Γυμνασίου. Ρωτήσαμε τα παιδιά τι μουσική ακούν. Οι απαντήσεις ήταν Γονίδης, Βολάνης, «λαϊκά και σκυλέ», χιπ-χοπ. Ήταν σοκαριστικό. Τους ρώτησα: «Ξέρετε τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τη Νίνου, την Εσκενάζυ, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι;». Εκτός από τα παιδιά του Μουσικού Γυμνασίου που ήξεραν πέντε πράγματα, οι υπόλοιποι ήταν σε κατάσταση ούφο. Και έρχεται ένας δάσκαλος και μου λέει: «Βάζουμε κι άλλα πράγματα στα παιδιά… βάζουμε Πάριο…». «Αυτό που πρέπει να μάθετε στα παιδιά», τους είπα, «είναι η ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού».




(Νατάσσα Μποφίλιου)




Βάζουν στεγανά οι διαμεσολαβητές, η αγορά;

Γ. Νέγκα: Σε βάζει σε μια ράγα. Όποιος είναι πάνω στη ράγα, θα πάει ίσως με το τρένο εκεί που πάει το τρένο. Όποιος είναι έξω από τη ράγα, θα πάει περπατώντας, κι όπου φτάσει.

Σ. Παπάζογλου: Εμείς εδώ είμαστε όλες αντιστασιακές! Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε με πολλή αγάπη και κόπο. Θεωρώ ότι οι διαμεσολαβητές, είτε είναι η εταιρεία, είτε ο παραγωγός, έχουν κάνει μεγάλο κακό στο λαϊκό τραγούδι. Οι παραγωγοί θέλουν μόνο να κάνουν επιτυχία και να κερδίσουν χρήματα, και το 99% είναι άσχετοι και ανταγωνιστικοί προς τον τραγουδιστή.

Ν. Μποφίλιου: Επίσης οι παραγωγοί δεν ξέρουν να «πουλήσουν» τον καλλιτέχνη. Βλέπω καλλιτέχνες της γενιάς μου που οι παραγωγοί τους έχουν κάνει τεράστια ζημιά η οποία εξελίσσεται και σε εμπορική αποτυχία.



Διαβάσαμε πρόσφατα ότι υπάρχουν παραγωγοί που προτείνουν σε τραγουδιστές να κάνουν «γκέι ζεϊμπέκικο», δηλαδή με λίγο πιάνο κλπ., για να παιχτεί πιο εύκολα στο ραδιόφωνο. Έχει ρόλο ο τραγουδιστής στο αμιγώς λαϊκό του ήχου;

Γ. Νέγκα: Στον ήχο; Αυτό ακυρώνει όλα όσα είπαμε πριν για τη λαϊκότητα. Να σταθούμε στον ήχο, αν έχει πιάνο ή μπουζούκι;

Σ. Παπάζογλου: Το «Αυτή η Νύχτα Μένει» είναι ένα από τα πιο βαθιά λαϊκά τραγούδια που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια, και γράφτηκε για μια φωνή και ένα πιάνο.

Λ. Καλημέρη: Ας μην συμπεριλάβουμε στον όρο «γκέι ζεϊμπέκικο» ή «γκέι λαϊκό» τραγούδια που δεν είναι αμιγώς λαϊκά αλλά έχουν λόγο ύπαρξης. Συμπεριλαμβάνουμε αυτά που χρησιμοποιούν κάποιους τρόπους πονηρά, εγκεφαλικά, για να είναι κάτι που δεν είναι.

Ν. Μποφίλιου: Είναι τελείως ηλίθιος αυτός που χρησιμοποίησε αυτό τον όρο. Γκέι σημαίνει κάτι άλλο.



Εσύ Ειρήνη αναδείχθηκες από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θες να μας μεταφέρεις την εμπειρία σου; Γιατί απουσιάζει το λαϊκό τραγούδι από το Φεστιβάλ;

Ε. Τουμπάκη: Πριν από δύο χρόνια που ήμουν εγώ στο φεστιβάλ, υπήρχαν πολύ ωραία, βαριά λαϊκά τραγούδια. Δεν βγήκαν στην πρώτη τριάδα, γιατί αυτή βγαίνει βάσει ψηφοφορίας. Έχει να κάνει με το τι παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και η τηλεόραση, και το τι γνωρίζει και αγαπάει ο κόσμος μέσα απ’ αυτά. Όταν κάθε μέρα ακούμε σκυλάδικα… δεν θέλω να χρησιμοποιήσω κι αυτό τον όρο.

Σ. Παπάζογλου: Γιατί όχι; Αφού σκυλάδικα είναι.

Γ. Νέγκα: Γράφονται απλά για να γεμίσουν τσέπες.



Ποιος είναι ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης; Σας δίνουν βήμα έκφρασης;

Σ. Παπάζογλου: Όχι! Οι εκπομπές στις οποίες μπορούμε να παρουσιάσουμε τα τραγούδια μας είναι ελάχιστες. Όλα τα ραδιόφωνα πλέον παίζουν playlist, μόνο στο Δεύτερο Πρόγραμμα παίζουν οι παραγωγοί κατ’ επιλογή. Στον «Μελωδία» είναι πιο κλικαρισμένα τα πράγματα, θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερη αξιοκρατία γιατί θεωρείται ότι υποστηρίζει τους έντεχνους. Τα μέσα ενημέρωσης υπερ-προβάλλουν τους ποπ σκυλάδες, τα τραγούδια lifestyle, τα τραγούδια-γκλαμουριά. Τα νέα κορίτσια βρίσκουν ένα μοντέλο τραγουδίστριας που είναι τραγικό.

Ν. Μποφίλιου: Δεν θέλουν να γίνουν τραγουδίστριες, celebrities θέλουν να γίνουν.

E. Tουμπάκη: Όταν άρχισα να πηγαίνω στο ωδείο και να δουλεύω σε μαγαζιά, ήμουν πολύ διστακτική γιατί η εικόνα που έβλεπα στην τηλεόραση με απωθούσε. Φέτος το καλοκαίρι συζήτησα με έναν παραγωγό για έναν δίσκο. Μου είπε ότι έπρεπε να χάσω 2 με 4 κιλά, να αλλάξω στυλιστικά, να φύγω από τα λαϊκά πάλκα, και να πω κάτι ανάλαφρο στο αυτί. Δεν έχει σημασία η φωνή. Μου είπαν: «είσαι μια όμορφη κοπελίτσα, τραγουδάς ωραία, αλλά πρέπει να είσαι και μπάνικη στο μάτι».



Συναντήσατε μεγαλύτερες δυσκολίες από το γεγονός ότι είστε γυναίκες;

Λ. Καλημέρη: Στην αρχή, ξεκινώντας με την ταμπέλα του «έντεχνου» και της «Σχολής της Θεσσαλονίκης», ήμουν υπερβολικά εναντίον αυτού του σεξιστικού και πλαστικού μοντέλου. Ήθελα να βγαίνω με το τζιν μου και άβαφη. Μετά έβαλα λίγο νερό στο κρασί μου, από αγάπη για τον κόσμο, εφόσον ο ίδιος έχει εσωτερικεύσει καλώς ή κακώς μια συγκεκριμένη εικόνα. Αν θέλω να λέγομαι λαϊκή, οφείλω να προσπαθήσω να είμαι όσο πιο κοντά στην εικόνα που ο κόσμος έχει συνηθίσει και επιθυμεί, χωρίς να γίνομαι προκλητική. Χαίρομαι τις παλιές τραγουδίστριες που έβγαιναν πάντα φροντισμένες και όχι στα κουτουρού. Όσο μπορώ, προσπαθώ να σταθώ στη μέση των δύο άκρων.

Ν. Μποφίλιου: Κάθε χώρος έχει και τις ταμπέλες του. Όπως μια λαϊκά τραγουδίστρια δεν νοείται να βγαίνει στη σκηνή όπως ήθελε να βγαίνει η Λιζέτα, έτσι και μία έντεχνη τραγουδίστρια δεν μπορεί, λένε, να παραπροσέχει τον εαυτό, δεν μπορεί για παράδειγμα να έχει πολύ ξανθά τα μαλλιά της. Μου λένε συνεχώς: «όλα καλά με σένα, αλλά το μαλλί…». Έχουμε χάσει την ουσία. Τραγουδάς καλά; Βγάζεις τη ψυχή σου; Αυτό είναι το σημαντικό.

Γ. Νέγκα: Φεύγοντας από μια παράσταση, ένας άνθρωπος που έχει συγκινηθεί δεν θυμάται τι φορούσες. Αυτός που θυμάται, δεν σε αφορά ως κοινό, δεν είναι δικός σου, δεν θέλει να σκεφτεί αλλά να ευδαιμονίζεται τεχνητά.

Λ. Καλημέρη: Πάντως, εμένα δεν με πείραζε καθόλου που η Σωτηρία Μπέλλου έβγαινε όπως έβγαινε, γιατί ήταν αυθεντική.




(Γιώτα Νέγκα)




Χώρους για να εμφανίζεστε, αντίστοιχους με την αισθητική σας, βρίσκετε εύκολα; Ποιους προτιμάτε;

Σ. Παπάζογλου: Εγώ διαπίστωσα τον τελευταίο καιρό ότι οι μικροί χώροι είναι πολύ ζεστοί, ο κόσμος περνάει πολύ καλά, υπάρχει αμεσότητα.

Ε. Τουμπάκη: Εγώ ξεκίνησα στη Ρόδο δουλεύοντας σε μικρά μαγαζιά. Είναι τελείως διαφορετική η επικοινωνία με τον κόσμο και ο τρόπος που τραγουδάς όταν ο άλλος είναι στο ένα μέτρο μπροστά σου και βλέπεις τα μάτια του. Είσαι εντελώς γυμνή μπροστά του.

Ν. Μποφίλιου: Ο χώρος πρέπει να έχει και μια αισθητική. Δεν υπάρχουν πολλοί χώροι με αισθητική.

Στο «Όασις» βγαίνουν κατά καιρούς καλλιτέχνες της «άλλης όχθης» και διατρανώνουν την αγάπη τους για τον Καζαντζίδη και τον Διονυσίου. Λειτουργεί αυτό ως ποιοτικό άλλοθι;

Γ. Νέγκα: Κάποιες στιγμές ναι, κάποιες στιγμές όχι. Απλά θέλουν να είναι πάνω στο τρένο, αλλά να κάνουν και κάτι που έχει σημασία γι’ αυτούς.



Αν σας δώσει ο Χατζηγιάννης ένα καταπληκτικό ζεϊμπέκικο, θα το πείτε;

Γ. Νέγκα: Αν έχει εξαιρετικό στίχο που με εκφράζει και μουσική που θα μπει στο στόμα των ανθρώπων, θα το πω.

Λ. Καλημέρη: Κι εγώ ευχαρίστως θα το πω αν είναι καλό τραγούδι.



Δεν πρέπει να υπάρξει όμως μια συνομιλία, μια παρέα, πριν προκύψει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;

Γ. Νέγκα: Μπορεί ο Χατζηγιάννης όμως να γράψει ένα τραγούδι που να το αγαπάει, και να σκεφτεί μια φωνή και να πει: «Ρε γαμώτο, θέλω να το πει η Λιζέτα…»

Λ. Καλημέρη: Αμήν!

Γ. Νέγκα: «Η Σοφία, η Γιώτα, η Ειρήνη, η Νατάσσα…». Να το θέλει όμως, όχι να το δώσει σε μια φωνή μόνο για να πουλήσει σε έναν άλλο χώρο. Μόνο που δεν πρόκειται να συμβεί!

Λ. Καλημέρη: Υπάρχει ένας από τα πάνω διαχωρισμός σε ταμπέλες, και επίσης από τα πάνω ακολουθεί μετά μια διάθεση συμφιλίωσης, δηλαδή: «Εγώ σας χώρισα, εγώ θα σας ενώσω». Θα φτάσουμε και ίσως έχουμε ήδη φτάσει σε ολοκληρωτικά μοντέλα όπου αυτοί που δημιούργησαν τη διάσπαση ανάμεσά μας θα έρθουν να μας συμφιλιώσουν μέσα από τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας στα χέρια τους. Είναι τρομακτικό. Ας σταθούμε με ελεύθερη κρίση να επιλέξουμε ποιο τραγούδι είναι καλό αλλά φοράει ίσως κακά ρούχα, και ποιο τραγούδι είναι κακό αλλά φοράει καλά ρούχα.

Ν. Μποφίλιου: Πιστεύω σε μία ηθική ως προς το τραγούδι. Άμα δεν γουστάρεις να φορέσεις κάτι, δεν θα το φορέσεις. Ο Χατζηγιάννης στο «Κρυφό Φιλί» και στον επόμενο δίσκο του δεν θεωρώ ότι δεν πουλούσε ή δεν πήγαινε καλά. Μπορούσε να ζήσει πολύ καλά, καλύτερα από πολύ κόσμο. Επέλεξε να το αλλάξει και να κάνει κάτι άλλο, δεν του το φόρεσε κανείς. Το γούσταρε και το έκανε. Εγώ που δεν γουστάρω, δεν το κάνω.



Αν το ίδιο το υλικό ήταν εξαιρετικό;

Ν. Μποφίλιου: Εγώ είμαι εξαιρετικά καχύποπτη με τη στροφή προς το έντεχνο. Τώρα όλοι στρέφονται προς το έντεχνο, γιατί αυτό πουλάει. Να μην έρθουν όμως να μας πούνε ότι ξαφνικά μετανοήσανε. Δεν μετανοήσανε καθόλου. Γι’ αυτό στρίβουν όλοι προς τα εδώ, γιατί ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου πουλάει. Να μην έρθει ο άλλος να οικειοποιηθεί…

Λ. Καλημέρη: Δεν πειράζει, ας οικειοποιηθεί και ας μου δώσει σε μένα τραγούδι, γιατί οι δικοί μου, οι καλοί έντεχνοι, δεν μου δώσανε ποτέ.

Ν. Μποφίλιου: Γιατί τα ίδια είναι κι αυτοί. Ίδια καταβολή δεν έχουν;

Γ. Νέγκα: Το τραγούδι μ’ ενδιαφέρει. Αυτός μπορεί να φάει φλας και να του βγει ένα τραγούδι που αγγίζει εμένα και τον κόσμο.

Ν. Μποφίλιου: Πότε είδατε να γίνεται αυτό;

Γ. Νεγκα: Αν συμβεί όμως, δεν θα σκεφτώ «τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτόν;».

Ν. Μποφίλιου: Πώς θα μπορέσεις να επικοινωνήσεις μαζί του;

Γ. Νέγκα: Δεν το αποκλείω, καλή μου.

Λ. Καλημέρη: Η ανάγκη τα κάνει όλα. Γιατί δεν ξέρω ούτε έναν από τους ας πούμε «έντεχνους» τραγουδοποιούς που αγαπώ και ακούω, ο οποίος να με πήρε τηλέφωνο και να μου είπε να τραγουδήσω τραγούδι του.



Οι τραγουδοποιοί είναι όμως αυτάρκεις…

Λ. Καλημέρη: Αυτή η αυτάρκεια μας έχει φάει…

Ν. Μποφίλιου: Αν υπάρχει ένα διαμάντι που κρύβεται μέσα στο λαϊκο-ποπ, - γιατί σε αυτό το μπαστάρδεμα αναφερόμαστε, όχι στο καλό ποπ, ούτε στο αυθεντικό λαϊκό -, ο άλλος δεν θα έρθει να το δώσει σε σένα.

Λ. Καλημέρη: Εμείς δουλεύουμε για το μεροκάματο, τραγουδάμε τραγούδια ανθρώπων, τους κάνουμε και «μάγκες» με την καλή έννοια, και δεν σκέφτεται κανείς εμάς. Οι τραγουδιστές σήμερα, γυναίκες και άντρες, έχουμε πρόβλημα παιδιά. Είναι κρίμα που δεν είμαστε πιο συνεργάσιμοι σε αυτό το χώρο.



(Σοφία Παπάζογλου)




Γιατί οι συνθέτες δεν σας δίνουν τραγούδια αφού αυτοί σας έχουν ανάγκη;

Γ. Νέγκα: Γιατί παλιά σε πήγαινε ο συνθέτης στην εταιρεία αφού σε είχε δοκιμάσει πρώτα στο πάλκο -δεν υπήρχε περίπτωση να σταθείς αλλιώς δίπλα στον Ζαμπέτα-. Άκουγε ο παραγωγός και ο εταιρειάρχης και ο καθένας έκανε τη δουλειά του. Όταν οι εταιρείες έβγαλαν μπροστά τον τραγουδιστή δημιουργήθηκε μια πολεμική και έτσι κάποιοι συνθέτες αποχώρησαν. Καταλογίζω και στους συνθέτες ευθύνη, που τραβήχτηκαν χωρίς να κάνουν προσπάθειες να βρουν μια λύση.


Είναι λύση οι επανεκτελέσεις λαϊκών τραγουδιών που γίνονται συνεχώς αλλά και οι διασκευές τους σε σύγχρονο ήχο;

Ε. Τουμπάκη: Όταν ένα τραγούδι -όπως το «Πίνω και μεθώ», που το είπε ξανά πριν χρόνια ο Μπάμπης Τσέρτος-, γίνεται γνωστό ενώ δεν τον ξέρανε μέχρι τότε, θεωρώ ότι οι επανεκτελέσεις είναι καλές. Όταν όμως γίνονται μόνο γιατί είναι γνωστά και δεν έχουμε άλλα τραγούδια να πούμε, τότε αυτό είναι κουραστικό. Σε αυτό φταίνε και οι εταιρείες που ζητάνε από συνθέτες 4-5 δίσκους μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα βάσει των όρων του συμβολαίου και αυτοί αναγκάζονται να επανεκτελέσουν τα τραγούδια ώστε να είναι συνεπείς.

Ν. Μποφίλιου: Ως προς τις διασκευές σε σύγχρονο ήχο, εξαρτάται πώς τις κάνεις. Έχω ακούσει συγκροτήματα να παίζουν Καζαντζίδη βάζοντας από πάνω ηλεκτρικές κιθάρες και χέβι μέταλ τύμπανα. Αυτό δεν το θεωρώ πρόταση, είναι μπανάλ. Διασκευάσαμε πιο τζαζ την «Ταμπακέρα», καθώς κάλλιστα θα μπορούσε να την είχε πει η Νίνα Σιμόν, είναι ένα τζαζ τραγούδι, -ακόμα και η Βέμπο στην αρχική εκτέλεσή της είναι κοντά σε αυτό-.

Σ. Παπάζογλου: Το καλό είναι να θυμίσουμε ή να γνωρίσουμε τραγούδια στον κόσμο, είναι όμως δύσκολο γιατί ο κόσμος έχει μάθει στα τετριμμένα.

Ν. Μποφίλιου: Παιδιά ο κόσμος δεν τα θέλει άλλο, τα έχει βαρεθεί.

Λ. Καλημέρη: Μη το λέτε αυτό, γιατί εγώ όταν βγαίνω και λέω τα γνωστά, λένε «γιατί δεν λες και τα άλλα;», ενώ όταν λέω τα άλλα, θέλουν τα γνωστά που ξέρουν. Το κοινό είναι σε ένα βαθμό διχασμένο.

Αυτό το κοινό, πού σας βρίσκει σήμερα και με ποια μελλοντικά σχέδια;

Ε. Τουμπάκη: Αυτή τη στιγμή είμαι στον «Κεραμεικό» μαζί με τον Μπάμπη Τσέρτο, τη Νάντια Καραγιάννη, τον Πέτρο Βαγιόπουλο, τον Φώτη Θεοδωρίδη, τη Τζέση Παπουτσή και την Ελένη Φιλίνη. Αυτό που θέλω μελλοντικά είναι να πω καλά τραγούδια, στα οποία να βρίσκω τον εαυτό μου.

Ν. Μποφίλιου: Εγώ ετοιμάζω ένα μικρό άλμπουμ με τρία τραγούδια σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, και από τα μέσα Φεβρουαρίου θα εμφανιστώ στα καινούρια Μετρόπολις, στη γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη.

Λ. Καλημέρη: Το Φεβρουάριο θα εμφανιστώ στο «Πλατώ» της Θεσσαλονίκης μαζί με τον Μάκη Σεβίλογλου, μια παράσταση που ίσως επαναληφθεί και στην Αθήνα. Δισκογραφικά, κυκλοφόρησε πρόσφατα μια συλλογή με τραγούδια μου, αλλά για καινούρια τραγούδια δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα τι θέλω.

Γ. Νέγκα: Εγώ έχω ήδη ξεκινήσει με ένα δικό μου σχήμα, την Παλέτα, εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα, τον Φεβρουάριο θα εμφανιστώ για δυο βραδιές με τον Γιώργο Ανδρέου στον Ιανό και από Μάρτιο θα συνεργαστώ με τον Μίλτο Πασχαλίδη στο «Δίπλα στο ποτάμι». Αργότερα έρχεται ένας δίσκος σε επιμέλεια του Ανδρέου, που θα είναι ως ένα βαθμό πολυσυλλεκτικός.

Σ. Παπάζογλου: Εμφανίζομαι μαζί με τον Δημήτρη Μπάση στο Χάραμα, και κάνω κάποιες εμφανίσεις στην Ελλάδα. Αρχές Φεβρουαρίου θα γράψουμε τα τραγούδια που διασκευάζουμε στο πρόγραμμα για ακορντεόν και κιθάρα, με τον Ντάσο Κούρτι και τον Βασίλη Κετεντζόγλου, συν δυο δικά τους τραγούδια.




(Ειρήνη Τουμπάκη)

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η Ντόρα Μπακοπούλου για την Αίγινα

Επειδή παραχειμώνιασε, να και μία καλοκαιρινή ανάρτηση που χάθηκε ανάμεσα σε θερινές περιδιαβάσεις και χειμερινές διαψεύσεις. Η Ντόρα Μπακοπούλου μιλάει για την Αίγινα στην Ίσμα Τουλάτου, σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, την 1η Αυγούστου 2010.

Τι ωραιότερο για να συνοδέψει το φωτογραφικό άλμπουμ μιας αξέχαστης εκδρομής στην Αίγινα; Φιλοξενούμενοι της Λιάνας Μαλανδρενιώτη, καλής φίλης και εκλεκτής μουσικής δημοσιογράφου, τον περασμένο Αύγουστο είχαμε την τύχη να παρευρεθούμε στη συναυλία των (αλφαβητικά) Σαβίνας Γιαννάτου, Έλλης Πασπαλά και Μαρίας Φαραντούρη. Η συναυλία ήταν στα πλαίσια του Διεθνούς Μουσικού Φεστιβάλ Αίγινας που διοργανώνει κάθε χρόνο ο Δήμος Αίγινας υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Ντόρας Μπακοπούλου. Ραντεβού του χρόνου, λοιπόν!
ηρ.οικ.


(Ντόρα Μπακοπούλου - Λιάνα Μαλανδρενιώτη)


Η ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ
"Η σχέση μου με την Αίγινα είναι ιδιαίτερη από τότε που ήμουν ακόμη παιδί. Η μητέρα μου λάτρευε το νησί και τη συνόδευα στις συχνές επισκέψεις της. Ημουν, θυμάμαι, πέντε-έξι ετών και με έπαιρνε μαζί της στις συναντήσεις με τις φίλες της. Ομορφες εποχές, γεμάτες γλύκα, γεύσεις και αρώματα... Αργότερα, όταν πια μεγάλωσα, επισκεπτόμουν με τη σειρά μου μια δι κή μου φίλη, τη γνωστή ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, σε ένα θαυμάσιο σπίτι που έχει στο νησί μέσα σε έναν τεράστιο κήπο με φιστικιές. Και σε αυτή την περίπτωση οι αναμνήσεις είναι πολλές αλλά θα τις συνοψίσω σε μία μόνο φράση: ατέλειωτες κουβέντες και πολύ ποδήλατο. Αλλωστε η Αίγινα είναι τόσο κοντά στην Αθήνα και τόσο εύκολο να φτάσει κανείς... Οταν, δε, τη γνωρίσεις, δύσκολα μπορείς να της αντισταθείς.

Εδώ και οκτώ χρόνια έχω αποκτήσει τον δικό μου παράδεισο στην Αίγινα. Ενα σπίτι με μαγευτική θέα στην περιοχή Βροχεία. Το ακίνητο αυτό ανήκε στον αδελφό της Ρένας Βλαχοπούλου, της αγαπημένης ηθοποιού. Ενας φίλος μου μου πρότεινε να πάω να το δω όταν έμαθε ότι διατίθεται προς πώληση. Πήγα, λοιπόν, και όταν μπήκα μέσα, το ηλιοβασίλεμα που αντίκρισα από τη βεράντα με μάγεψε, με καθήλωσε θα τολμούσα να πω. Κυριολεκτικά σας μιλώ, τα ΄χασα από την ομορφιά. Το ερωτεύτηκα αμέσως αυτό το σπίτι και δεν σας κρύβω ότι πάλεψα για να το αποκτήσω. Τελικά τα κατάφερα κι αισθάνομαι ευτυχής.

Το σπίτι αυτό στα Βροχεία έγινε το καταφύγιό μου. Τον χειμώνα, να πω την αλήθεια, δεν πηγαίνω τόσο τακτικά. Ωστόσο, από την άνοιξη και μετά, λίγα είναι τα Σαββατοκύριακα που δεν θα με βρείτε εδώ. Το καλοκαίρι, δε, ανάμεσα στον Ιούνιο και τα τέλη Σεπτεμβρίου, ζω σταθερά στο νησί. Κλείνω το σπίτι μου στην Αθήνα και μεταφέρω το «στρατηγείο» μου στην Αίγινα. Πο λύ συχνά, όμως, πηγαίνω και το φθινόπωρο. Είναι μια εποχή του χρόνου όπου εδώ είναι πραγματική μαγεία και ο λόγος είναι συγκεκριμένος: η ομορφιά της Αίγινας έγκειται κυρίως στο φως, γι΄ αυτό και κατά καιρούς αποτέλεσε πόλο έλξης για πολύ σημαντικούς ζωγράφους όπως, για παράδειγμα, ο Γιάννης Μόραλης, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο και το εφετινό φεστιβάλ που αρχίζει σε λίγες ημέρες, καθώς υπήρξε εξ αρχής ένθερμος φίλος και υποστηρικτής της διοργάνωσης. Η καθαρή ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τη θάλασσα δημιουργούν κάποια χρώματα δυσεύρετα, επιτρέψτε μου να πω, μοναδικά. Το φως της Αίγινας είναι το περίφημο εκείνο φως της Αττικής προτού καταστραφεί η ατμόσφαιρα λόγω της ρύπανσης. Υπάρχει, βεβαίως, και η άλλη Αίγινα, αυτή της Ανατολής. Ισως όχι τόσο φωτεινή, αλλά σας διαβεβαιώ πολύ γοητευτική και ενδιαφέρουσα. Αξίζει να μπει κανείς στη διαδικασία να ανακαλύψει τα μυστικά της...

Ιδιαίτερο κεφάλαιο στο νησί είναι για μένα η κοινωνική ζωή. Εδώ έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις ποιότητα την οποία δυστυχώς δεν μπορείς, πλέον, να έχεις στην Αθήνα. Οι άνθρωποι είναι πιο άνετοι, πιο χαλαροί, η ζωή κυλά σε άλλους ρυθμούς. Αποφεύγω επίτηδες να χρησιμοποιήσω τον όρο ανθρώπινη και αυτό γιατί τέτοια μπορεί να είναι η ζωή και στην Αθήνα, όταν οι άνθρωποι αγαπιούνται και υπάρχει ζεστασιά και συντροφικότητα. Ωστόσο, στο νησί έχουμε τη δυνατότητα να βλεπόμαστε. Σε ό,τι με αφορά, οι παρέες μου είναι και αιγινίτικες και αθηναϊκές. Τώρα που το σκέπτομαι, νομίζω πως είναι περισσότερο αθηναϊκές..."



(Λιάνα Μαλανδρενιώτη - Σαβίνα Γιαννάτου) 



"Κάθε πρωί που ξυπνώ στο σπίτι μου εδώ στην Αίγινα, μου αρέσει να απολαμβάνω τη μεγάλη έκταση με τις φιστικιές που ανοίγεται μπροστά μου. Πιο πέρα μπορώ να βλέπω τη θάλασσα. Το πιάνο που έχω στο νησί, το έχω τοποθετήσει έτσι ώστε να βλέπω μόνο θάλασσα κι αισθάνομαι πραγματικά τυχερή που μπορώ να έχω αυτή τη συνθήκη ζωής. Η καθημερινότητά μου εδώ έχει πολλές εναλλαγές αλλά και σταθερά σημεία. Τα πρωινά, ας πούμε, τα περνώ συνήθως δουλεύοντας στο πιάνο. Αργότερα, το μεσημέρι, πολύ συχνά πηγαίνω κάτω από το Δημαρχείο όπου υπάρχει το παραδοσιακό καφενείο. Εκεί οι παρέες είναι ανάμεικτες: ένα πολύχρωμο παζλ που σου δημιουργεί μια ευφορία απερίγραπτη και είναι, ταυτόχρονα, πολύ εμπνευστικό. Στο ένα τραπεζάκι, ας πούμε, μπορείς να δεις υπέρκομψες κυρίες από την Παχειά Ράχη με τα πλατύγυρα καπέλα τους, στο διπλανό μια παρέα από ψαράδες που ανταλλάσσουν τις εμπειρίες της ημέρας, πιο κει τους υπαλλήλους του ΟΤΕ που λένε κι αυτοί τα δικά τους. Μια ανάμεικτη κοινωνία, μια ελαφράδα και μια ανέμελη, ελκυστική κατάσταση η οποία αισθάνομαι ότι ασκεί γοητεία σε όλους μας. Πίνουμε παρέα τα ουζάκια μας ή τέλος πάντων, ό,τι θέλει ο καθένας, καμιά φορά έρχεται κι ο δήμαρχος και τα λέμε όλοι μαζί... Δίπλα είναι η ψαραγορά. Συχνά προμηθευόμαστε από κει τα ψάρια για το μεσημέρι ή άλλες φορές, πάλι, προτιμούμε να φάμε σε ένα ταβερνάκι εκεί κοντά που είναι όνειρο, άλλο πράγμα. Εχουμε όλοι να το λέμε για τις καταπληκτικές μελιτζάνες ιμάμ που φτιάχνει ο Γιάννης.

Προσωπικά αγαπώ πολύ κι ένα άλλο γραφικό ταβερνάκι που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου και φτιάχνει μοναδικά, υπέροχα τηγανητά μπακαλιαράκια. Μου αρέσει πολύ να πηγαίνω εκεί το μεσημέρι γιατί φυσά πολύ όμορφα το αεράκι και το αισθάνομαι να με χαϊδεύει απαλά. Οι άνθρωποι κάθονται ώρες πολλές και το απολαμβάνουν. Οχι σπάνια, μάλιστα, τους αρέσει να το συνδυάζουν και με το μπάνιο τους στη θάλασσα. Αν ρωτάτε τη γνώμη μου, ένα ωραίο μέρος για κολύμπι είναι απέναντι από το Μουσείο του Καπράλου. Εκεί, μεταξύ άλλων, βλέπεις συχνά μητέρες με παιδάκια. Είναι οικογενειακό νησί η Αίγινα. Μου θυμίζει έντονα την Αθήνα του ΄60 την οποία έζησα, πολύ νεαρή ακόμη, και την αναπολώ με μεγάλη νοσταλγία και γλύκα...

Οταν πια πέσει το βράδυ, οι δυνατότητες που προσφέρει το νησί για να περάσει κανείς καλά είναι κάθε άλλο παρά λίγες. Κάνουμε πολλές εξόδους. Είτε σε διάφορα όμορφα ταβερνάκια, είτε σε ένα ωραίο μέρος που παίζουν ρεμπέτικα είτε σε έναν χώρο που γίνονται θεατρικές παραστάσεις. Είναι πραγματικά πολύ χαριτωμένη όλη αυτή η ατμόσφαιρα. Αρκετά συχνά, όμως, μας αρέσει να κάνουμε και νυχτερινό μπάνιο στον Μαραθώνα όπου η θάλασσα και η παραλία ενδείκνυνται γι΄ αυτή την ώρα. Μαγική εμπειρία, αξίζει πραγματικά να τη ζήσει κανείς. Το νερό είναι τόσο καθαρό και εμπνευστικό! Συχνά, βεβαίως, η παρέα μαζεύεται σε ένα συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο όπου οι συζητήσεις διαρκούν ως το πρωί. Αρκετές φορές φτάνουμε στο σημείο να φύγουν οι ιδιοκτήτες και να μείνουμε μόνοι. Το μυαλό, τότε, γίνεται ανάλαφρο, επινοεί κι αυτοσχεδιάζει. Είναι έντονη, βλέπετε, η επιρροή της φύσης. Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι πως ο καιρός στην Αίγινα περνά πολύ γρήγορα. Σε ό,τι με αφορά, η διάθεσή μου αλλάζει εντυπωσιακά όταν βρίσκομαι εδώ. Ευτυχώς, όμως, έχω το πιάνο μου που με βοηθά να οργανώνομαι, αλλιώς όλη αυτή η ομορφιά νιώθω καμιά φορά ότι μπορεί να διαλύσει τον άνθρωπο, να τον κάνει να χάσει τις άμυνές του, να αφεθεί ολοκληρωτικά στη χαλάρωση και σε αυτή την αμέριμνη διάθεση.

Οσο κι αν το σκεφθώ, δεν βρίσκω κάτι που να μη μ΄ αρέσει στην Αίγινα. Ισως γιατί έχω μάθει να βλέπω μόνο αυτά που μου αρέσουν. Το νησί αυτό μου δίνει μόνο δύναμη. Είναι ένα χαρούμενο, θετικό, αν μου επιτρέπεται η λέξη, μέρος. Οι άνθρωποι, εκεί που μένω εγώ τουλάχιστον, είναι καλοπροαίρετοι κι εξυπηρετικοί, με διάθεση να συμπαρασταθούν και να βοηθήσουν σε ό,τι προκύψει και χρειαστεί. Αυτό που ίσως δεν μου αρέσει είναι ότι υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα. Από την άλλη, πάλι, σκέπτομαι ότι ούτε η ίδια θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτοκίνητο εδώ...

Τι μου προσφέρει το νησί ως καλλιτέχνιδα; Τι άλλο και τι πιο πολύτιμο από την έμπνευση, κυρίως όταν μπορώ να είμαι μόνη μου... Από την άλλη, πάλι, μου αρέσει πολύ να δέχομαι και φίλους. Ωστόσο, δεν κρύβω πως έχω απόλυτη ανάγκη να μένω μόνη με τον εαυτό μου, τις σκέψεις και τη μουσική μου. Το αν αισθάνομαι, πάντως, Αιγινίτισσα είναι δύσκολο να το απαντήσω. Προς το παρόν, είμαι νέα κάτοικος Αθηνών. Για χρόνια έμενα σε διάφορα προάστια, τώρα ζω στο Παγκράτι και αυτό είναι πιο καινούργια κατάσταση για μένα απ΄ ό,τι η Αίγινα. Παρ΄ όλα αυτά, έχω μεταφέρει τα εκλογικά μου δικαιώματα στο νησί, εδώ ψηφίζω και αυτό για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με το Φεστιβάλ. Μου παρέχει ορισμένες ευκολίες..."



(Ντόρα Μπακοπούλου - Λιάνα Μαλανδρενιώτη - Σαβίνα Γιαννάτου)



"Το Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ της Αίγινας είναι ιδιαίτερο κεφάλαιο στη ζωή μου και,θέλω να πιστεύω, και στη ζωή του νησιού τώρα πια. Το αισθάνομαι ως αναπόσπαστο κομμάτι της θερινής πραγματικότητας του τόπου. Εφέτος είναι η πέμπτη χρονιά που θα διοργανωθεί και οι εκδηλώσεις του θα φιλοξενηθούν σε δύο χώρους πραγματικά μαγευτικούς: την παραλία της Αύρας, μπροστά στον αρχαιολογικό χώρο της Κολώνας,ορόσημο στην Πόλη της Αίγινας και στο αμφιθέατρο της οικίας Seegy στην Παχειά Ράχη. Το πώς μου γεννήθηκε η ιδέα μιας τέτοιας διοργάνωσης και κατά πόσο ήταν εύκολη η εφαρμογή της έχει, ίσως, κάποιο ενδιαφέρον να το αναφέρω.

Εδώ και μερικά χρόνια η φίλη μου,ηΜάρτα Αργκεριχ,με καλεί στο Φεστιβάλ του Λουγκάνο. Εκεί έχω πολλούς φίλους,καλλιτέχνες τους οποίους αγαπώ και θαυμάζω. Τους μιλούσα, λοιπόν, συχνά για το σπίτι μου στην Αίγινα,για τις ομορφιές του νησιού,για τις εναλλαγές και τις δυνατότητες που προσφέρει και τους έβλεπα να δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον. Ετσι, αντλώντας έμπνευση από το δικό της Φεστιβάλ, το οποίο επικεντρώνεται επίσης στη μουσική δωματίου με συναυλίες μικρών μουσικών συνόλων,σκέφθηκα ότι θα μπορούσα να κάνω κι εγώ κάτι στην Αίγινα. Οταν το είπα στους φίλους μου στο νησί,αρχικά το θεώρησαν τρέλα.Ωστόσο δεν με αποθάρρυναν. Κάθε τι άλλωστε από μια τρέλα δεν ξεκινά; Ετσι κάπως άρχισε όλη η ιστορία και οι εξελίξεις τολμώ να πω πως με δικαίωσαν με το παραπάνω.

Φαίνεται πως κάπου ακούμπησε όλο αυτό, σε μια ανάγκη της Αίγινας κι έτσι έπιασε τόπο.Ακόμη και οι Αθηναίοι που έρχονται για παραθερισμό αισθάνονται πως ξαφνικά, από εκεί που δεν το περίμεναν, υπάρχουν πράγματα τα οποία τους αφορούν: μια πνευματική και καλλιτεχνική ζωή που δεν περίμεναν, ίσως, ότι θα βρουν στο νησί.Το αγκάλιασαν, λοιπόν, θερμά. Πρώτα εκείνοι και ύστερα οι Αιγινήτες, οι οποίοι, πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή ήταν κάπως επιφυλακτικοί.

Από τη μια το είδος της μουσικής,από την άλλη το υποτυπώδες εισιτήριο που έχουμε βάλει, τους προκαλούσε, ενδεχομένως,κάποιο δισταγμό. Τώρα χαίρομαι πολύ όταν περπατώ στον δρόμο και με ρωτούν με ειλικρινή αγωνία για το Φεστιβάλ. Το αισθάνονται,πλέον,ως δική τους υπόθεση κι εγώ αισθάνομαι την αγάπη και τη θέρμη τους και αυτό μου δίνει δύναμη και κουράγιο.

Ειδικά σε ό,τι αφορά την εφετινή χρονιά, θεωρώ πως έχει μεγάλη σημασία να αναφερθώ στην πρόσφατη σύσταση του Συλλόγου Φίλων του Διεθνούς Μουσικού Φεστιβάλ Αίγινας, ο οποίος αριθμεί ήδη περί τα 200 μέλη και αποδείχθηκε πραγματικά πολύτιμος για την πραγματοποίηση της διοργάνωσης σε μια εποχή βαθιάς οικονομικής κρίσης όπως αυτή που διανύουμε. Ενα πράγμα όμως που αξίζει να αναφερθεί ξεχωριστά είναι οι αντιδράσεις των ξένων καλλιτεχνών όταν έρχονται στην Αίγινα και ζητούν να τους ξεναγήσουμε στα αξιοθέατα του νησιού. Από τη στιγμή που πατούν το πόδι τους δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι μένουν έκθαμβοι,μαγεύονται,δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν απέναντι σε όλη αυτή την ομορφιά. Οταν, δε, τους πηγαίνουμε στον Ναό της Αφαίας, τότε κυριολεκτικά δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν την έκφραση του προσώπου τους. Μόνο αν το δει κανείς μπορεί να καταλάβει τι εννοώ.Ο,τι κι αν πω είναι πραγματικά λίγο..."


ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, στην ΙΣΜΑ ΤΟΥΛΑΤΟΥ
Το Βήμα, 1 Αυγούστου 2010




(Σαβίνα Γιαννάτου - Μαρία Φαραντούρη - Έλλη Πασπαλά)

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Συνέντευξη με την Αιμιλία Κουγιουμτζή





Αιμιλία Κουγιουμτζή:

«Του Σταύρου δεν του άρεσαν τα μεγάλα λόγια»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(εκτενή αποσπάσματα έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά ΔΙΦΩΝΟ και ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

*Θερμές ευχαριστίες στις κυρίες Αιμιλία και Μαρία Κουγιουμτζή για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το αρχείο του μεγάλου μας συνθέτη.



Η Αιμιλία Κουγιουμτζή υπήρξε η μούσα του Σταύρου Κουγιουμτζή. Σύντροφος στη ζωή και στην τέχνη του, συμμετείχε στους δίσκους «Ηλιοσκόπιο», «Τραγούδια του καιρού μας», «Μικραίνει ο κόσμος», «Ύμνοι Αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων», και ερμήνευσε επανεκτελέσεις τραγουδιών του στο δίσκο «Κάτι παιδιά που αγαπάνε το τραγούδι». Στην κουβέντα που ακολουθεί, μοιράζεται μαζί μας στιγμές από την κοινή πορεία με τον Κουγιουμτζή, καθώς και το όραμά της για τη διαχείριση του έργου του.



Πώς γνωριστήκατε με τον Σταύρο Κουγιουμτζή;

Ήμουν συμμαθήτρια με την αδερφή του Μαίρη από δώδεκα χρονών. Μεγαλώναμε, τραγουδούσαμε στις εκδρομές, και τον έπεισε να με ακούσει. Ο Σταύρος ήταν σοβαρός, μαζεμένος, αλλά όχι ακατάδεκτος. Με δέχτηκε, έκατσε στο πιάνο, τραγούδησα κι έτσι γνωριστήκαμε. Όταν αρραβωνιαστήκαμε, σταμάτησα τις σπουδές μου. Η ζωή μου υπήρξε μέσα από τη ζωή του Σταύρου κι αργότερα των παιδιών μας.

Πώς ξεκίνησε η ερμηνευτική σας πορεία πλάι του;

Ο θαυμασμός μου για το συνθέτη Κουγιουμτζή ήταν ισάξιος της αγάπης μου για τον άνθρωπο Σταύρο. Νιώθω περήφανη που από τα δεκαοχτώ μου κατάλαβα τη μουσική του. Το πίστευε κι ο ίδιος, γι’ αυτό κι έδειχνε εμπιστοσύνη στην κρίση μου. Όταν μου πρωτοζήτησε να ερμηνεύσω τραγούδια του, είχα μεγάλο άγχος. Ήξερα πως ήταν τόσο αντικειμενικός, ώστε δεν θα τον επηρέαζε ότι ήμουν η γυναίκα του. Δεν είχε σκοπό να με κάνει τραγουδίστρια, αλλά μιλώντας του για μένα άνθρωποι όπως ο Καρούζος και ο Αηδονίδης, πείστηκε πως μπορώ να ανταπεξέλθω.

Είναι αλήθεια ότι ο Κουγιουμτζής έλαβε κλασική μουσική μόρφωση;

Πήρε πτυχίο πιάνου, αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας κι ενορχήστρωσης. Τον προόριζαν για σολίστα, παρόλο που ξεκίνησε κάπως μεγάλος τις σπουδές του. Αναγκασμένος όμως να θρέφει τη μητέρα του και την αδερφή του - ήταν ορφανός από τριών χρονών - δούλευε κάθε βράδυ σε κέντρο κι έπαθαν υπερκόπωση τα χέρια του. Τέλη του 1967 ερχόμαστε στην Αθήνα. Εδώ, ο Κουγιουμτζής κάνει μαθήματα σύγχρονης μουσικής με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, ενώ ολοκληρώνει και σπουδές στη βυζαντινή μουσική. Όλα αυτά δεν τα πρόβαλλε ποτέ. Ο Σταύρος ήθελε οι άλλοι να προσεγγίσουν το έργο του, όχι να το προβάλλει ο ίδιος.

Το έργο του Κουγιουμτζή συνδέθηκε αδιάρρηκτα με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Πώς εξελίχθηκε η σχέση τους;

Στο ξεκίνημα, ο Μάτσας κάλεσε το Σταύρο ν’ ακούσει το Γιώργο. Ο Σταύρος ξετρελάθηκε, έφερε και την κασέτα στο σπίτι. Ο πρώτος που κατάλαβε τις δυνατότητες και την ευαισθησία του Γιώργου ήταν ο Σταύρος. Ήμουν μικρή, είκοσι χρονών, αλλά με έβαλε κι άκουσα την κασέτα. Ενθουσιαστήκαμε κι οι δύο. Θυμάμαι την πρώτη συνάντηση με τον Νταλάρα στο σπίτι. Ένα παιδί δεκαεννιά χρονών, ντροπαλό, με μεγάλη συστολή! Και ο Γιώργος βρήκε στο Σταύρο αυτό που ήθελε, και ο Σταύρος στο Γιώργο τον ερμηνευτή που έψαχνε. Το μεγάλο «μπαμ» έγινε με το «Ο ουρανός φεύγει βαρύς».

Και ακολούθησε ο θρίαμβος του «Να ’τανε το ’21».

Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Μπιθικώτση. Του έπαιξε ο Σταύρος το «’21» κι ο Γρηγόρης του είπε «αυτό θα γίνει μεγάλο σουξέ!». Όπως κι έγινε. Όταν ήρθε ο Σταύρος στην Αθήνα, τον βρήκε ο Μπιθικώτσης και τον πήγε στην Κολούμπια, στο Λαμπρόπουλο. Εκεί δεν ξέρω τι έγινε και τον άφησαν να φύγει. Έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένος, τον πιάνει ο Μάτσας και υπογράφει συμβόλαιο. Όταν όμως ο Λαμπρόπουλος είδε την επιτυχία των πρώτων τραγουδιών, του λέει: «Κύριε Κουγιουμτζή, φέρτε το συμβόλαιο να το σπάσουμε» με προοπτική να τον πάρει στην Κολούμπια με πολλά χρήματα. Κι ο Σταύρος του απάντησε: «Αυτό δε γίνεται, γιατί δώσαμε τα χέρια με τον Μάτσα». Τόσο έντιμος ήταν! Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είπε: «Όποιο σημείο του σώματος του Κουγιουμτζή κι αν ανοίξεις, θα τρέξει δικαιοσύνη». Με συγκίνησε πολύ. Όπως το ίδιο με συγκίνησε και ο Μάνος Ελευθερίου όταν είπε: «Ο Κουγιουμτζής εισέπραξε τα ψίχουλα από το τραπέζι που έστρωσε για τους άλλους».

Τι μουσική άκουγε ο ίδιος;

Αγαπούσε πολύ την κλασική μουσική. Είχε ένα τραύμα που δεν έγινε πιανίστας, γι’ αυτό και στη δισκοθήκη του, εκτός των άλλων, είχε τέσσερις διαφορετικές εκτελέσεις από τις σονάτες του Μπετόβεν και πολλές ηχογραφήσεις από σολίστες πιάνου. Θαύμαζε όμως και τους λαϊκούς συνθέτες, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη. Σε όλους έβρισκε κάτι, και στον Μπαγιαντέρα, και στον Μητσάκη, και στον Χατζηχρήστο.

Ποια ήταν η σχέση του Κουγιουμτζή με την ποίηση και τους ποιητές;

Είχε στενούς φίλους ποιητές και στιχουργούς, τον Καρούζο, τον Χριστιανόπουλο, τον Δασκαλόπουλο, τον Παπαδόπουλο, τον Ελευθερίου, τον Μπουρμπούλη, τον Τεάζη. Ο Σταύρος λάτρευε την ποίηση. Η ζωή του ήταν η μουσική και το διάβασμα. Διάβαζε πάρα πολύ και ποίηση, αλλά και φιλοσοφικά δοκίμια. Επηρεαζόταν πολύ από τα μεγάλα πνεύματα. Πίστευε και σεβόταν πολύ τη γνώμη και τις απόψεις των μεγάλων ανθρώπων. Κάποια από τα αγαπημένα του βιβλία ήταν «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ», ο «Δον Κιχώτης», η «Ποιητική» του Στραβίνσκι, τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, οι επιστολές του Σεφέρη.






Στο έργο του διακρίνονται και σπέρματα μιας διορατικής κοινωνικής κριτικής. Ποια ήταν η πολιτική του στάση;

Ο Σταύρος γεννήθηκε αριστερός. Η μάνα του τον άφησε μόνο σε ηλικία τεσσάρων χρόνων γιατί φυλακίστηκε, λόγω της συμμετοχής της στη μεγάλη απεργία των καπνεργατών το ’36. Σταδιακά, ο Σταύρος αποστασιοποιήθηκε από την πολιτική γιατί έμαθε πράγματα που τον πλήγωσαν, ειδικά σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση. Παρέμεινε αριστερός σε όλη του τη ζωή αλλά έλεγε: «ο άνθρωπος μ’ ενδιαφέρει, όχι τα συστήματα». Υπήρχαν δεξιοί που του φέρθηκαν γενναιόδωρα και αριστεροί που δεν του έδωσαν ένα ρούχο. Γι’ αυτό τον ενδιέφερε ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Του Σταύρου δεν του άρεσαν τα μεγάλα λόγια.

Ίσως γι’ αυτό και δεν καταξιώθηκε αμέσως στα μάτια κάποιων

Πράγματι, πέρασαν αρκετά χρόνια για να καταξιωθεί. Αυτό έγινε κυρίως μετά από ένα καταπληκτικό σημείωμα που έγραψε σ’ ένα δίσκο ο Γκάτσος, που αφορούσε στο έργο του Σταύρου. Ο Σταύρος είχε πολύ καλές συνεργασίες με τον Καλατζή, τον Πάριο, την Αλεξίου, το Μητροπάνο, τη Βίσση, τη Μοσχολιού, το Σμοκοβίτη, καθώς και με πολλούς εκπροσώπους του Νέου Κύματος. Με συγκινεί ιδιαίτερα ότι ο Μητροπάνος και η Βίσση, παρά τη μικρή συνεργασία τους, ακόμα θυμούνται τα τραγούδια του.

Γιατί σιώπησε από τα μέσα του ’80 και μετά;

Ηθελημένα, γιατί δεν ήταν ο στυγνός επαγγελματίας που θα συνέχιζε να γράφει για να γράφει. Όταν όμως αισθάνθηκε πως είχε να δώσει κάτι σημαντικό, έγραφε το ’97 το έργο «Ύμνοι Αγγέλων σε Ρυθμούς Ανθρώπων».

Σας πειράζει κάτι ως προς την αντιμετώπιση του έργου του Κουγιουμτζή;

Το μόνο που με πειράζει είναι το ότι δεν υπάρχει η θέση του Κουγιουμτζή στα δισκοπωλεία. Όταν θυμάμαι όμως το πλήθος του κόσμου όταν τον αποχαιρετούσαμε, τους ανθρώπους που ήρθαν από Αμερική, Αυστραλία, Κύπρο, Καναδά, ξεχνώ αυτά που με πειράζουν. Ακόμη και σήμερα μας μιλάνε για το Σταύρο άνθρωποι άγνωστοι και βουρκώνουν. Είμαι πλούσια από ανθρώπους και από αισθήματα φίλων. Αν δεν έχεις ανθρώπους και αισθήματα είσαι χαμένος.

Μας αφορά ο Κουγιουμτζής σήμερα;

Μας αφορά γιατί μέσω των τραγουδιών του πέρασε στον κόσμο την αγωνία του για τη ζωή και τα προβλήματα των ανθρώπων. Ο Σταύρος γεννήθηκε με μια πληγή μέσα του, την οποία δε θέλησε ποτέ να κλείσει, γιατί θα ήταν σα να έκλεινε τα μάτια στα προβλήματα του κόσμου.

Τι οραματίζεστε για την κληρονομιά του έργου του;

Θα ήθελα να γίνουν επανεκτελέσεις τραγουδιών που δεν έγιναν επιτυχίες, εξίσου καλά, με σημαντικούς στίχους των Ελευθερίου, Κινδύνη, Μπουρμπούλη, Δασκαλόπουλου. Υπάρχουν δυσκολίες, αλλά θα ήθελα να ξαναειπωθούν.