Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Οι νεκροί ως άλλοθι


ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΩΣ ΑΛΛΟΘΙ

«κι αν όλα βγουν αληθινά / δεν θα χαρώ ούτε θα κλάψω / και δεν θα πω στο είχα πει / δεν ξέρω πώς ούτε γιατί…»
(«Οι μέρες που δικάζουν», Οδυσσέας Ιωάννου)

Η καύση των νεκρών είναι μία θαυμάσια ιδέα. Όχι μόνο η κυριολεκτική, αλλά και η μεταφορική. Οι νεκροί πρέπει να καίγονται, να μπαίνουν στην πυρά, να μετουσιώνονται βίαια σε κάτι άλλο, να χωνεύονται, να εμπεδώνονται σιωπηρά, απόμακρα, χωρίς φανφάρες και επικλήσεις απωλειών. Δεν αναφέρομαι φυσικά στους κοντινούς μας ανθρώπους, και στις ανοιχτές πληγές, τις ορθάνοιχτες φλέβες που αφήνουν φεύγοντας. Αναφέρομαι στους συλλογικούς μας, κοινούς νεκρούς, των οποίων η απώλεια συνιστά είδηση. Ολοένα και εντονότερα παρακολουθούμε τον δεύτερο βίο αυτών των νεκρών, ως προφάσεων, στα χέρια των ζωντανών.

Δεν είναι απλό πράγμα οι νεκροί. Η διαχείρισή τους από τους ζωντανούς συνιστούσε ανέκαθεν ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό, κρίσιμο για την αναπαραγωγή της υλικής και ιδεατής πραγματικότητας. Ο Κάρλ Μαρξ γράφει το 1852 στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» ότι «η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών». Αλλά αν για κάποιους οι νεκροί είναι εφιάλτης, για άλλους είναι και άλλοθι.

Ελάτε στα δικά μας, εν συντομία. Αριστερές γαρνιτούρες του συστήματος καταπιάνονται με τον Άσιμο και τη Γώγου. Τον Σημίτη τον θυμάμαι σαν τώρα, μπροστά μου, να προλογίζει συνέδριο για τον Νίκο Πουλαντζά. Και κάθε Νοέμβρη όλοι σπρώχνονται να καταθέσουν στεφάνι στο μνημείο των νεκρών του Πολυτεχνείου. Μπορεί η ιστορία να μας τελείωσε, αλλά τους νεκρούς της δε λέμε να τους αφήσουμε σε ησυχία.

Ο Καμπανέλλης πέθανε καμιά 500αριά φορές πριν πεθάνει. Ο Ρασούλης θα διαβάζει από εκεί ψηλά αυτά που γράφτηκαν μέσα σε μια-δυο βδομάδες για πάρτη του και που δεν είχαν γραφτεί για τον ίδιο επί σαράντα χρόνια ακατάσχετης δημιουργίας, και θα γελά.  Άλλο όμως να είσαι κρατούμενος στο Μπέλσεν και στο Μαουτχάουζεν, και άλλο να κρατάς αγκαλιά το πληκτρολόγιο στο σαλονάκι σου. Άλλο να παίζεις τη ζωή σου κορώνα-γράμματα και να καίγεσαι αυτοκαταστρεφόμενος σαν σούπερ-νόβα, κι άλλο να ζεις μια ζωή έτοιμη, σαν ρούχο φρεσκοσιδερωμένο, ατσαλάκωτο, γράφοντας και μιλώντας για αστέρια και ρομάντζες πασπαλισμένες με όλα όσα δεν τολμάς να κάνεις, αλλά νομίζεις ότι τα κάνεις μνημονεύοντας όσους πραγματικά τα έκαναν.

Δεν χρειάζεται άλλος Καζαντζίδης από εκείνους που έχτισαν καριέρες ποδοπατώντας ό,τι τέλος πάντων αυτός εξέφρασε. Δεν υπάρχει λόγος για Ρασούλη σε ιλουστρασιόν χαρτί. Δεν αρκεί ο διαμεσολαβημένος Χατζιδάκις του έρωτα, από τους ανέραστους. Δεν πείθει η τζάμπα αριστεροφροσύνη που ψάχνει να (καλο)πιαστεί υμνολογώντας τους βίους αγίων. Η ομορφιά κοστίζει, δεν αγοράζεται με παζάρια. Εδώ κρίνονται όλα, σε χρόνο ενεστώτα, και σε πρώτο ή δεύτερο ενικό. Εγώ κι εσύ, τι έκανες, τι έκανα, τι κάναμε και τι κάνουμε; Όχι αυτός, όχι αυτή, ο μεγάλος και η μεγάλη. Αυτοί πρόλαβαν, πριν μας αφήσουν. Εσύ θα προλάβεις; Και τι ακριβώς υπάρχει για να προλάβεις;

Σημαίνει αυτό ότι δεν πρέπει να τιμούμε και να υπενθυμίζουμε τους νεκρούς μας; Σημαίνει ότι δεν πρέπει να φωτίζουμε το πέρασμά και το φευγιό τους; Όχι βέβαια! Η ιστορική μνήμη είναι το ακριβό μας όπλο κόντρα στην εξουσία και στον καιρό, και ιστορική μνήμη δίχως τη μνήμη των νεκρών δεν υπάρχει. Σημαίνει, απλά, ότι δεν πρέπει να τους ταυτίζουμε τους νεκρούς με τη δική μας παρουσία, με τις δικές μας ελλείψεις, με τη δική μας βασανιστική, ακατανόμαστη μικρότητα. Δεν είναι συνέχειά μας οι νεκροί, δεν είναι προέκταση της ανεπάρκειάς μας, δεν είναι υποκατάστατο, δεν είναι μικροαστική ονείρωξη ούτε μπίζνα με άποψη. Οι νεκροί προσφέρονται για πράξη, για λόγο και έργο· όχι για άλλοθι.
ηρ.οικ.

6 σχόλια:

maria nostra είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο. Δυνατό, ειλικρινές, ξεκάθαρο, πολυεπίπεδο. Θα ήθελα να το ανεβάσω ως κείμενο προς συζήτηση στην πλατφόρμα του Λυκείου που δουλεύω, αν δεν έχεις αντίρρηση.

Μουσικά Προάστια είπε...

Απρόσμενη η τιμή, και ευχαριστώ θερμά maria.

Κατερίνα Μαλακατέ είπε...

Μου αρέσει η τσαντίλα που βγάζει αυτό το κείμενο, μέσα από νηφαλιότητα και επιχειρήματα. Μάλιστα νομίζω πως μόνο έτσι βγαίνουν τόσο ειλικρινή πράγματα.

Ανώνυμος είπε...

Τα σέβη μου

Σπύρος

κ μαργιόλης είπε...

Καλά που υπάρχουν και κάποιοι σαν κι εσένα Ηρακλή για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους. Η τελευταία πρόταση του κειμένου συμπυκνώνει ιδανικά τα προηγούμενα. Και μια πλακίτσα: θα είχε ενδιαφέρον αν οι (άδειες από περιεχόμενο) σακούλες των κυριακάτικων εφημερίδων με τα CD των Ρασούλη, Χατζιδάκη και άλλων τεθνεώτων συνοδεύονταν από αυτό το κείμενο! Πώς αγοράζεις τσιγάρα και βλέπεις πάνω τη γνωστή υπενθύμιση; Γιατί δεν το προτείνεις στον κύριο Γερουλάνο; Θα βγάλεις και λεφτά...

Μουσικά Προάστια είπε...

Κατερίνα:
Βρε Κατερινούλα, όχι και τσαντίλα. Αφού τα θρανία μας ήταν από τα πιο φιλήσυχα στο σχολείο, σκέτη γαλήνη!

Σπύρος:
Εκπληκτικό το άρθρο σου για τον Καμπανέλλη στο Δίφωνο που κυκλοφορεί. Θα έπρεπε αυτά τα έργα για τα οποία γράφεις να είναι μέρος υποχρεωτικού μαθήματος στον νεοελληνικό πολιτισμό, αλλά η κυρία Διαμαντοπούλου και οι εντολοδότες της έχουν άλλη άποψη. Θρησκευτικά και άγιος ο θεός.

Κωνσταντίνος:
Πω, πω θεέ μου, τώρα που ανέφερες άλλο ένα hot όνομα, μιλάμε για ένα υπουργικό συμβούλιο που σε μία νορμάλ χώρα δεν θα έκανε ούτε για διοικητικό συμβούλιο του Αχαρναϊκού. Ώχου, με σύγχυσες βραδιάτικα... @#$% τα υπουργεία μου!