Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Το μελό ως editorial




Με ανησυχία βλέπω τώρα καλοκαιριάτικα να επεκτείνεται σε editorials και μόνιμες στήλες Μέσων - μουσικών και μη, lifestyle και μη - ένας τρόπος γραφής που πρώτος ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και η Lifo (συγχωρέστε με αν κάνω λάθος ως προς αυτό) εισήγαγαν στην ελληνική δημοσιογραφία: πολύ και δακρύβρεχτο μελό, πολύς ρομαντισμός, υπερχείλιση συναισθήματος, μία γερή δόση αυτο-αναφορικότητας και μία επίκληση του "εμείς" ρηχή, ψεύτικη, που καθώς ξεθωριάζει αφήνει χώρο για να έρθει στην επιφάνεια το πομπώδες και υπερφίαλο "εγώ".

Η μορφή αυτής της γραφής είναι χαρακτηριστική της εποχής της. Και σε μία εποχή διάσπασης του νοήματος και μεταμοντέρνου θρυμματισμού της ενότητας, ακολουθεί κατά πόδας και η γραφή: αποσπασματική, κοφτή, 2-3 λέξεις και τελεία, μετά ξανά άλλες 2-3 λέξεις, ξανά τελεία, η αγωνία μεγαλώνει, μαζί και η ένταση, το ρομάντζο, η κινηματογραφική μουσική που παίζει στο μυαλό του γραφέα.

Μουσική, είπατε; Στο μυαλό, βεβαίως, η μουσική που παίζει πίσω από το κείμενο είναι υποβλητική, λυρική και αισθαντική. Κι όμως, οι λέξεις αποπνέουν νότες σούπερ-μάρκετ. Easy listening, αρκετά βαρετή για να ψωνίσες και να καταναλώσεις ανενόχλητος, αλλά όχι αρκετά βαρετή για να σε πάρει ο ύπνος πάνω στο καρότσι του καρφούρ - περιοδικού. Και όπως και η μουσική σούπερ-μάρκετ τύπου Yanni φιγουράρει την ευφυία της σε κάθε μέτρο, έτσι κι εδώ όλα πρέπει να είναι γραμμένα έτσι ώστε να φανερώνεται η ευφυία του εμπνευστή. Μαθημένοι από το facebook και το twitter, οι γραφείς νοιώθουν αναγκασμένοι να κερδίσουν τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή, οδηγούμενοι έτσι σε μία γραφή εντυπωσιασμού και όχι ανάλυσης. Καθιερώνεται η γραφή - εξυπνάδα, πάνω στον τάφο του δοκιμιακού λόγου. Καθιερώνονται οι τρεις τελίτσες.
Και για να πείσει για τις έξυπνες προθέσεις της, η γραφή αυτή θεωρεί ως δεδομένο ότι είναι πολιτική. Δεν χρειάζεται να αποδείξει την πολιτική της διάσταση, παρά μόνο να την επικαλεστεί. Ξέρουν οι γραφείς ότι λίγο πολιτικό πασπάλισμα κάνει καλό, ότι ο πολιτικός λόγος είναι τίτλος τιμής, αλλά δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να μπουν στην πολιτική και οικονομική ουσία των πραγμάτων, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε επαναστατική πράξη και μια τέτοια πράξη θα έθετε εν αμφιβόλω την επαγγελματική τους πορεία. Μένουν λοιπόν στο πασπάλισμα, μισο-αριστερή ρητορεία, μισο-φιλελεύθερα καλαμπουράκια, με κριτήριο συνήθως το που πάει το κύμα και το τι απαιτεί το καθεστώς και η ανάγκη νομιμοποίησής του. Μπορείς να λες ό,τι θες, αρκεί να επικαλείσαι τον "κοινό νου". Δεν χρειάζεται ο αναγνώστης να ψάξει την αλήθεια, η αλήθεια κάνει μπαμ, αρκεί να είσαι λογικός, πράος και ώριμος. Τι κι αν αυτοί που υμνούσαν τον εκσυγχρονισμό, την πρώτη ταχύτητα της Ευρώπης και τους λαμπρούς έλληνες επιχειρηματίες είναι οι ίδιοι που μας καλούν να βγούμε στις πλατείες - ειρηνικά, πάντα, κατά μόνας και ακομμάτιστα - ; Ελάτε τώρα, λεπτομέρειες. Πολιτικοί, πρέπει να φαινόμαστε πολιτικοί, ώστε να μπορούμε να εγγυόμαστε την απολιτικότητα.
Αυτή η γραφή τα κάνει όλα και συμφέρει. Δεν σκέφτεται μόνο για σένα, αλλά νοιώθει κιόλας. Αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, και σε καθοδηγεί για το πώς πρέπει να αντιδράς κι εσύ. Συνήθως βρίσκεις μέσα της μπόλικη προστακτική: "χαμογελάστε", "τολμήστε", "γευτείτε". Να και η μεγαλύτερη αντίφαση: μιλάμε για μελό, πολύ μελό, αλλά ένα μελό που στόχο έχει να χαμογελάσεις και όχι να κλάψεις, να πεις δηλαδή: "καλά είμαστε κι έτσι". Δακρύβρεχτη η γραφή, αλλά επιτάσσει "όχι πια δάκρυα". Ο γραφέας είναι ο κήρυκας της χαράς και της αισιοδοξίας, πάντα σκεπτόμενης βέβαια, πάντα με μία άνω τελεία. Κόντρα στη μιζέρια των καιρών, εσύ αναγνώστη πρέπει να χαμογελάς, να τολμάς και να γεύεσαι. Κοντολογίς, πρέπει να ζεις. "Να ζω; Μα, ζω ήδη" θα πείτε. Κι όμως, ζεις-δε ζεις, η γραφή αυτή απευθύνεται σε σένα ωσάν να είσαι πεθαμένος, ωσάν να απαιτείται η ανάστασή σου εδώ και τώρα. Ο γραφέας δεν είναι απλώς τέτοιος, αλλά και ναυαγοσώστης, και γιατρός, και νεκρανάστης μαζί.
Τι άλλο συναντά κανείς, ή μάλλον δεν συναντά στα μελό των editorials; Καθόλου χιούμορ, καθόλου συγκεκριμένες λέξεις και έννοιες, απουσία σύνθεσης, απουσία αυτοσαρκασμού, απουσία μέτρου. Όλα είναι σοβαρά, όλες οι λέξεις που ψελίζει ο ποιητής είναι λες και προέρχονται από το στόμα του πρώτου ανθρώπου που πάτησε το πόδι του στη γη μετά τους δεινόσαυρους και τον αυστραλοπίθηκο, όλες οι λέξεις είναι λες και από αυτές εξαρτάται η επιβίωση ή μη του κόσμου. Η γραφή αυτή είναι μια συνεχής και συνάμα παράταιρη έμφαση, σαν τον μόνιμα μοιραίο τονισμό του Αλκίνοου Ιωαννίδη στα τραγούδια Αλ-Χαλίλι. Το χειρότερο; Όλο αυτό το πομπώδες οι γραφείς το πιστεύουν ως αυτο-εικόνα. Ο ρόλος έχει γίνει ο άλλος τους εαυτός.
Ο λόγος των δέκα μικρών Τσαγκαρουσιάνων δεν περιγράφει ούτε αναλύει γεγονότα, είναι το ίδιο ΤΟ γεγονός. Δεν χρειάζονται επιχειρήματα ή ερμηνείες. Αρκεί η απλή αναφορά. Όλα καθαγιάζονται μέσω της επισήμανσης. Όλα, κυριολεκτικά, από το νησάκι της άγονης γραμμής (φέτος δεν έχει Μύκονο) ως το καινούργιο ποδήλατο (το τζιπ είναι στο γκαράζ) ή το σκάφος. Εσύ καλείσαι απλώς να γνέψεις τρυφερά και συγκαταβατικά το κεφάλι σου, να γίνεις νοητά κοινωνός μιας εμπειρίας που δεν γίνεται να μην έχεις ζήσει και, αν δεν την έχεις ζήσει κακομοίρη μου, τουλάχιστον δεν γίνεται να μην την έχεις φανταστεί.
Κι όμως, παρά τη σοβαροφάνειά της, το κυριότερο πρόβλημα με αυτήν τη γραφή είναι ο παλιμπαιδισμός της. Όταν οι δέκα μικροί Τσαγκαρουσιάνοι μας ενημερώνουν για το πόσο ωραία πέρασαν ή θα περάσουν στις διακοπές τους, όταν μας αραδιάζουν καταλόγους με τις αγαπημένες ταινίες ή τους μεγάλους τους δασκάλους, όταν φαντασιώνονται τον εαυτό τους να περπατά σκυφτός στις λαγκαδιές ως νέος Σοπενάουερ, όταν μας συμβουλεύουν πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε το καλοκαίρι και αν πρέπει να χαμογελάμε ή να κλαίμε στο άκουσμά του, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνουν ψυχαναλυτικά την παρατεταμένη εφηβεία τους, την αβίωτη ζωή τους. Συνήθως, η γραφή αυτή γεννιέται μέσα σε αυταρχικά περιβάλλοντα, τα οποία δεν επέτρεψαν στους κτήτορές της να γίνουν αποδεκτοί και να αγαπήσουν τον εαυτό τους, όντας πάντα υπό τη σκιά του πατέρα-αφέντη. Έτσι, όπως γράφαμε παλιά στα ημερολόγιά μας πόσο ωραία είχαμε περάσει στη διήμερη περιβαλλοντική εκδρομή, όπως κάναμε λίστες των κοριτσιών που είχαμε φιλήσει, έτσι πλέον τα editorials γίνονται ανυπόφορα εφηβικά ημερολόγια όπου μπαίνουν σε σειρά φιλημένα κορίτσια και αγόρια, ψαγμένοι προορισμοί διακοπών και μονίμως ερημικές παραλίες - τι στο καλό, μόνο εγώ κάνω μπάνιο με άλλους εκατό μέσα στη χαβούζα; Ο γραφέας είναι ένας ανεπανάληπτος πομπός συναισθημάτων και ένας μοναδικός συλλέκτης στιγμών. Κι εσύ αναγνώστη μου, κοίτα να του μοιάσεις.
ηρ.οικ.

6 σχόλια:

κ μαργιόλης είπε...

μα πώς καταφέρνεις να μας (προσ)γειώνεις έτσι ρε Ηρακλή; γιατί μας χαλάς τη διάθεση καλοκαιριάτικα; υπάρχουν άλλωστε τόσοι λόγοι για να οργίζεται κανείς, είναι ανάγκη να προσθέτεις κι άλλο;
ήταν τόσο ανακουφιστικός ο λόγος του Ρασούλη στο προηγούμενο κείμενο. γιατί έπρεπε να καταπιαστείς με αυτά τα απομεινάρια του lifestyle; μας ρώτησες αν θέλουμε;
Θα ξαναδανειστώ λίγη «σοφία» από τους τοίχους: το λάιφσταϊλ είναι μαγικό, σε κάνει νούμερο από μηδενικό.

Ανώνυμος είπε...

Ευστοχότατο. Το μόνο που λείπει είναι μία εμφανισιακή περιγραφή του τσαγκαρουσιάνου (με μικρό τ, διότι ο τσαγκαρουσιάνος είναι πλέον φαινόμενο των καιρών, είναι ιδέα). Φτηνό; Χτύπημα κάτω απ΄τη ζώνη; Καθόλου! Για τον τσαγκαρουσιάνο, αλλά και για τον κάθε τσαγκαρουσιάνο, αυτή είναι η αρχή και το Τέλος του δράματος (εδώ το Τ κεφαλαίο): η βάναυση αλήθεια του καθρέφτη.

Μουσικά Προάστια είπε...

@ Κ. Μαργιόλης:
Ωχ, συγνώμη Κωνσταντίνε, ελπίζω η επόμενη ανάρτηση και οι κουβέντες του Λεοντή να διορθώνουν κάπως το σφάλμα μου! Καλές διακοπές!

@ Ανώνυμος:
Η ανάρτηση δεν αναφέρεται στον συγκεκριμένο δημοσιογράφο σε προσωπική βάση, αλλά σε έναν τρόπο γραφής που αυτός εισήγαγε και πολλοί άλλοι αντιγράφουν! Δεν κατανοώ την αναφορά σας σε εμφανισιακές περιγραφές και καθρέφτες, όλα αυτά αποπνέουν μία εμπάθεια εντελώς ξένη προς τον προσανατολισμό του κειμένου.

Ανώνυμος είπε...

@Μουσικά Προάστια:
Ναι, και; Γιατί οφείλει το σχόλιό μου να μείνει στη γραμμή του κειμένου σας; Όσο δε για το "εμπαθές" του κινήτρου μου, μπορείτε να αποδίδετε σε μένα (ή στον οιονδήποτε) όποια κίνητρα αν βούλοισθε. Αυτό δεν αφαιρεί κατ' ανάγκην κάτι από το περιεχόμενο αληθείας τους.

Ανώνυμος είπε...

"Τι να κάνω εγω στη Μύκονο?"
Γεράσιμος (Μάκης) Τσέλιος, Ιούλιος 1997

Υπήρξα αυτήκοος μάρτυς

Κατά τα άλλα, πολύ ωραίο και δίκαιο κείμενο...

Stepas είπε...

Πολλές αλήθειες, για μια ακόμη φορά! Όπως πάντα διεισδυτική η ματιά σου.

Πραγματικά, μας έχουν κάνει να νιώθουμε ενοχές όταν πάμε να γράψουμε ένα κείμενο με αρχή, μέση και τέλος. Όλα αποσπασματικά και με λογική facebook/twitter. Σε ένα σύστημα που διδάσκει τη γλώσσα στο δημοτικό μέσα από συνταγές μαγειρικής (!!) τι άλλο να περιμένεις;