Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Λεύγα, τεύχος 5



Mε το πολύ τρέξιμο, ξεχάσαμε τη διμηνιαία μας αναφορά στη "Λεύγα". Λογικά, όλο και κάπου θα βρείτε το τελευταίο, 5ο τεύχος. Περισσότερες πληροφορίες: www.levga.gr

Λεύγα 05: Περιεχόμενα
http://www.levga.gr/2012/01/blog-post.html

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

"Διαβάσαμε στίχο": Το τρένο φεύγει στις οχτώ



Το τρένο φεύγει στις οχτώ; Ή μήπως εκτροχιάστηκε τελείως; Μια επιστολή στον "Ορφέα" που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ (ή τουλάχιστον δεν έχει δημοσιευτεί εδώ και τέσσερις μέρες), ως σχόλιο σε ένα κείμενο του κύριου Γιώργου Ιατρίδη με τίτλο "Διαβάσαμε στίχο - Το τρένο φεύγει στις οχτώ". Δεν μπορώ να καταλάβω ποιος ο λόγος να έχεις σχόλια αν πρόκειται να μην τα δημοσιεύσεις. Μπορείς απλώς να τα κλείσεις εντελώς. (Υπάρχει βεβαίως πάντα και η πιθανότητα του τεχνικού σφάλματος ή του ανθρώπινου λάθους, ας μην γινόμαστε κακοπροαίρετοι). Χαίρομαι τουλάχιστον που ο παραλήπτης της επιστολής μου τη διάβασε και έφτιαξε τη γραμματοσειρά του αρχικού άρθρου, έτσι ώστε να καταλαβαίνουμε τι έγραψε ο Ελευθερίου και τι ο Ιατρίδης. Υπάρχουν και νέοι άνθρωποι που τα διαβάζουν/ακούν αυτά τα τραγούδια για πρώτη φορά, και είναι κρίμα να μπερδευτούν. Και να σας πω την αλήθεια, γι' αυτούς κόπτομαι, μην τυχόν και διαβάσουν καμιά τέτοια ανάλυση και μπερδέψουν την ακρόαση ενός τραγουδιού με την περιγραφή του ματς Αχαρναϊκού-Προοδευτικής, ή νομίσουν ότι "το τρένο φεύγει στις οχτώ" αφορά κουτσομπολιά, τσαλιμάκια, και επαναλήψεις που τις εισάγουμε "εμείς που γράφουμε" (!). Τέλος πάντων, το αρχικό κείμενο θα το βρείτε εδώ:


Ακολουθεί το σχόλιο. Τίποτε το σημαντικό, εδώ ο κόσμος καίγεται... αλλά μου τη σπάει η λογοκρισία, όπως μου τη σπάει και η απώλεια νοήματος που βιώνουμε εντός και εκτός του τραγουδιού. Ας μην την κάνουμε εντονότερη, τουλάχιστον όχι μέσω μιας εκ των πιο δημοφιλών και αξιόλογων ιστοσελίδων για το ελληνικό τραγούδι!
ηρ.οικ.
-----


Με όλο το σεβασμό προς τον "Ορφέα" και τον αξιέπαινο Τάσο Καραντή, θα ήθελα κύριε Ιατρίδη να σας ρωτήσω: ξαναδιαβάσατε το παραπάνω κείμενό σας πριν το δημοσιεύσετε;

Παρακαλώ απαντήστε μου πολύ συγκεκριμένα: πώς καταλάβατε εξαρχής (και με τρεις τελίτσες μάλιστα) ότι το τραγούδι απευθύνεται σε κάποιον άντρα; Και πού ανακαλύψατε "ατασθαλίες" του ανδρός; Είσασταν παρόντες στη συνάντηση και τους κρυφακούσατε; Και γιατί λέτε ότι ο Ελευθερίου το έγραψε σαν να του διηγήθηκε την ιστορία μία γυναίκα; Επειδή ο ήρωας του τραγουδιού είναι άντρας; Δηλαδή μόνο οι γυναίκες διηγούνται ιστορίες με ήρωες άντρες; Ουάου!

Είναι μνημείο χυδαιότητας να προσαρμόζεις ένα τέτοιο τραγούδι και ένα τέτοιο στίχο στα δικά σου μέτρα και στα δικά σου σταθμά, δηλαδή σε "ατασθαλίες". Επίσης, γιατί συνδέετε το φύλο του ερμηνευτή με το αν το τραγούδι απευθύνεται σε άντρα ή γυναίκα; Όταν δηλαδή το τραγουδάει ο Μητσιάς, απευθύνεται σε γυναίκα;

Επιπλέον, πού ακριβώς είδατε την "παλιά γλώσσα"; Επειδή λέει "εγίνει"; Αυτό δεν είναι παλιά γλώσσα αλλά αριστουργηματική γλώσσα, ακριβώς επειδή συμπυκνώνει και το περιεχόμενο, και την ανάγκη ομοιοκαταληξίας. Και βέβαια είναι γλώσσα που υπερβαίνει το χρόνο της δημιουργίας της. "Εγίνει" λέει, κύριε Ιατρίδη μου, όχι κάνα απόσπασμα από τον Πλάτωνα στα αρχαία. Α, ναι, και εξηγήστε  μου πού ακριβώς βρήκατε "προφορικό λόγο" και "προφορικό ρυθμό". Οι συγκεκριμένοι στίχοι σας φαίνονται της καθομιλουμένης; Θα τους απευθύνω στον περιπτερά μου αγοράζοντας τσίχλες;

Τέλος, επιτρέψτε μου - χωρίς να είμαι ειδικός - να υπενθυμίσω ότι η ποίηση και ο στίχος δεν είναι σαν το παζλ, αλλά σαν τον πουρέ. Το παζλ μπορείς να το φτιάξεις με τα κομμάτια του, και μετά να το διαλύσεις, και μετά να το ξαναφτιάξεις. Τον πουρέ, όμως, αφού τον μαγειρέψεις, δεν μπορείς να τον κατακερματίσεις σε πατάτα, γάλα και βούτυρο. Έτσι κι εδώ, δεν μπορείς λέξη-λέξη να πετσοκόψεις ένα τραγούδι, χωρίς τουλάχιστον τον κίνδυνο να υποβιβάσεις και το τραγούδι, και την κριτική σου προς αυτό.

Με άλλα λόγια, κύριε Ιατρίδη, όταν ένας άλλος ποιητής λέει "ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή", δεν σημαίνει ότι ασχολείται με την ορνιθολογία, ούτε ότι τον απασχολεί το πρόβλημα της ακρίβειας και του πληθωρισμού.

Με εκτίμηση,
Ηρακλής Οικ.

ΥΓ: Θα σας αποκαλύψω κάτι συνταρακτικό: στην Κατερίνη πηγαίνεις κι από άλλες πόλεις, όχι μόνο από την Αθήνα. Α, και πηγαίνεις και καλοκαίρι αν θες, έχει και παραλία!

ΥΓ2: Βαλ'τε τουλάχιστον σε πλάγια γράμματα τους στίχους, για να ξεχωρίζουν από το σχολιασμο και να διαβάζονται.

Ο Αλέξης Ζήρας για τον Αντρέα Παγουλάτο

Ο Αντρέας Παγουλάτος, αμετάβατος

του Αλέξη Ζήρα
(δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, 4 Απριλίου 2010)

Υπάρχουν ορισμένα έργα που μοιάζουν διαμελισμένα, σκόρπια, μοιρασμένα άνισα σε διάφορες δραστηριότητες και τελικά ανολοκλήρωτα και μισά. Σκορπισμένο άνισα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με μια πρώτη ματιά το έργο του Αντρέα Παγουλάτου, δηλαδή τα αναρίθμητα πράγματα που τον απασχολούσαν παράλληλα, πιάνοντας το ένα κι αφήνοντας το άλλο. Αλλά, δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί ποίηση, μουσική, σινεμά, θεωρία, πολιτικός ακτιβισμός, αποτελούσαν γι' αυτόν ένα υβριδικό φάσμα ασχολιών, οι οποίες όλες μαζί, έτσι όπως τόσα χρόνια βρίσκονταν διαρκώς στις αναζητήσεις του, σχημάτιζαν ένα σταθερό κύκλο θεμάτων και ανταποκρίνονταν σε μια στάση ζωής. Θα πήγαινα λίγο πιο πέρα, αν έλεγα ότι σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συγγραφέων ή των καλλιτεχνών που ρίχνουν ό,τι διαθέσιμο έχουν και δεν έχουν στο χτίσιμο ενός “μνημείου”, του έργου τους, ο Παγουλάτος ήταν μαζί με αυτά διαθέσιμος στην κλήτευση που ζητούσε τη στράτευσή του, τη συνεισφορά του σε μια δημόσια υπόθεση. Όπως, για παράδειγμα, η όψιμη ενασχόλησή του, μαζί και του Νάνου Βαλαωρίτη, του πιο μόνιμου πνευματικού του πατέρα, με τα οικολογικά. Πράγμα καθόλου συνηθισμένο σε μια εποχή υστερικού ατομικισμού που απλώθηκε σε συγγραφείς και καλλιτέχνες. Για τούτο και περισσότερο από το ίδιο το έργο, από το αν ήταν ιδιαίτερα προσεγμένο ως τεχνική, ως υποτιθέμενη μορφική τελειότητα, τον ενδιέφερε τι θέλει να κάνει μ' αυτό. Ο προορισμός του. Το πού σκόπευε.

Σε μερικούς, συνηθισμένους μετά το '80 στο σχίσμα που προώθησε η εκσυγχρονιστική ρητορική, διαχωρίζοντας τις ιδέες από το πολιτισμικό προϊόν, μπορεί να μοιάζει περίεργο κάτι τέτοιο. Είναι δυνατό ένας φανατικός θιασώτης της πρωτοπορίας, που μάλιστα διαπίστωσε από νωρίς τα όρια (και τις συμβάσεις) της μοντερνιστικής παράδοσης, βλέποντας την “ανάγκη διάλυσης των παραδοσιακών μορφών καλλιέργειας και την προσπάθεια δόμησης πάνω σε νέες βάσεις”1, είναι δυνατό να αισθάνεται ταγμένος ο ίδιος σ' ένα πολιτικό προγραμματικό όραμα; Με όλες τις αντιφάσεις που περιέχει ένα τέτοιο ερώτημα, νομίζω ότι η απάντηση του Παγουλάτου θα ήταν “ναι”. Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα από τι συμφραζόμενα προήλθε η αμετάβατη πολιτικοποίησή του, μάλλον θα πρέπει να τη δούμε στις νεανικές απαρχές του, όταν μετείχε με όλη τη ζέση και τον ενθουσιασμό του στο όραμα μιας δημιουργίας με ελεύθερο κινηματικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το αν η δημιουργία αυτή φυλλορρόησε και εξαντλήθηκε μαζί με την ολοσχερή μεταστροφή των κοινωνικών και των αισθητικών αξιών. Αν δεν λάβουμε υπ' όψη αυτή τη μεταστροφή, είναι αδύνατο να καταλάβουμε όχι μόνο το αμετάβατο του Παγουλάτου, το άρπαγμα του από ένα όνειρο που ουσιαστικά μαράθηκε με το πέρασμα των νέων του '60 και του '70 στην πραγμοποίηση του '80, αλλά ούτε και τις αιτίες της αυτοκτονίας του Νικόλα Άσιμου ή το γλύστριμα της Κατερίνας Γώγου και αρκετών άλλων προς το θάνατο.

Τον καιρό που λέω, λίγο μετά την πτώση των συνταγματαρχών, και με το χαοτικό πολιτικό τοπίο να βράζει, ξημεροβραδιαζόμουν, όπως και πολλοί της γενιάς μου, στην Πλάκα. Είχα από το '74 πάρει κι εγώ τις αποφάσεις μου. Εγκατέλειψα χωρίς νοσταλγία τη ζηλευτή για το σόι μου καριέρα του στελέχους επιχειρήσεων, και ήμουν αποφασισμένος, στην κορύφωση μιας ρομαντικής μέθης, που καλώς ή κακώς δε μου έχει φύγει τελείως, να ζήσω δοσμένος στα γράμματα. Μπορεί τώρα, με τον πραγματισμό που ορθώνεται ως άλλοθι, να μοιάζει κάτι τέτοιο με παιδική ουτοπία, αλλά στη δεκαετία του '70 δεν ήταν έτσι. Περισσότερο φαινόταν τότε ως απόφαση προσήλωσης ή, ακόμα, ως ένδειξη αντισυμβατικής νοοτροπίας, και πάντως ήταν μια πράξη πολύ πιο κατανοητή και ταιριαστή με το πνεύμα των καιρών. Και γενικότερα, λοιπόν, θέλαμε να ζούμε τις περισσότερες ώρες σε διάφορα μυστήρια στέκια, που διαρκώς ξεφύτρωναν και έκλειναν στη μικρή ή στη μεγάλη περιμετρική της Αθήνας. Έτσι, δε βλέπαμε ή δε θέλαμε να δούμε ότι επεκτείναμε κάτι που τελείωνε ή που, για τους διορατικότερους, είχε κιόλας τελειώσει: εννοώ την εποχή της σύγκλισης. Τον Παγουλάτο τον πρωτογνώρισα εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι του '74. Πήγαινε, όπως κι εγώ, ν' ακούσει τον Άσιμο στη μπουάτ “Το Χνάρι”, πλάι στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, καλεσμένος από ένα φίλο του, μάλλον τον Θωμά Σλιώμη που νομίζω ότι ήταν πιανίστας στη μπάντα του μαγαζιού, ή κάτι τέτοιο. Μας σύστησε ο Μιχάλης Μήτρας, ένας άλλος αμετάβατος θιασώτης της ultra νεοτερικότητας, βολιώτης στην καταγωγή αλλά γνωστός μου από τη Σαλονίκη. Ο Μήτρας είχε έρθει στην Αθήνα το '72 ή '73, δούλευε κιόλας στο Χρονικό του Ασσαντούρ Μπαχαριάν και είχε καταφέρει, περίπου μέσα σ' ένα χρόνο, να σαρώσει όλη την Αθήνα, τρυπώνοντας σε κάθε ενδιαφέρον γεγονός που συνέβαινε.

Στο “Χνάρι” αστραξιόν ήταν ο Νικόλας Άσιμος, σαλονικιός επίσης που είχε κατέβει από τα βόρεια πριν ένα χρόνο, αλλά είχε καταφέρει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να γίνει ευρύτερα γνωστός στην ημιπαράνομη ακόμα καλλιτεχνική πρωτοπορία. Ο Άσιμος σήκωνε στις πλάτες του όλο το “πρόγραμμα”. Τραγουδούσε με την έντεχνα φάλτσα φωνή του, έλεγε παρλάτες, πράγματα που βέβαια τα έκαναν λίγο ως πολύ και οι άλλοι, στις μπουάτ της περιοχής, αλλά εκείνος, έχοντας το χάρισμα της ευρηματικότητας, ό,τι έκανε το ανέβαζε σκαλιά πιο πάνω. Αυτοσχεδίαζε προπάντων, ριμάροντας με παράταιρες λέξεις, έχοντας στον οπλισμό του ένα έμφυτο συνειρμικό και γλωσσοπλαστικό απόθεμα. Σάρκαζε και αυτοσαρκαζόταν, σχολίαζε καυστικά τα δημόσια ήθη, εναλλάσσοντας το χιούμορ, την ευαισθησία και τη μαυρίλα, κάνοντας διάλογο με όσους έρχονταν να τον ακούσουν, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Για αρκετές μέρες, μιας και “Το Χνάρι” δεν έμεινε για πολύ ανοιχτό, ήταν τυχερός όποιος κατόρθωνε να βρει θέση εκεί μέσα, ορισμένοι μάλιστα που είχαν αρχίσει να φτιάχνουν το όνομά τους από τα χρόνια της χούντας, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, περνούσαν μόνο και μόνο να ρίξουν μια ματιά, να στείλουν ένα χαιρετισμό και να φύγουν.

Σ' αυτό το περιβάλλον, της ολιστικής πολιτικής αίρεσης που προσδοκούσε το αδύνατο, και που βγαίνοντας από την περίοδο της δικτατορίας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι τα περιθώρια στένευαν και πως ήδη οι διέξοδοι έκλιναν προς δυο λύσεις -την προσαρμογή ή την ήττα- ολοκλήρωσε την ιδεολογική διαμόρφωσή του και πάντρεψε τη γαλλική του θητεία ο Παγουλάτος. Ίσως, μιλώντας πια εκ των υστέρων, το αδύνατο να συνέχιζε να είναι για εκείνον ένα χαρτί που δεν είχε χάσει τελείως την αξία του. Ο κλήρος του Μάη. Ωστόσο, η διαμόρφωση είναι ένα ζήτημα πολύ πιο σύνθετο από τη γραμμική ερμηνεία της αντανάκλασης που έχει πάνω μας το πνεύμα μιας εποχής. Όταν μου τον γνώρισε ο Μήτρας, ο Παγουλάτος δεν ήταν άγνωστος στα λογοτεχνικά εκείνων των ημερών. Από το 1973, όταν πρωτοβγήκε το περιοδικό Χνάρι, με υπεύθυνη τη Μαρία Δημητριάδη, ήταν ο αφανής συντάκτης άρθρων και ο μεταφραστής αρκετών κειμένων, αν και η αλήθεια είναι ότι το περιοδικό δεν είχε το χαρακτήρα ενός έντυπου δοσμένου αποκλειστικά στις αιρετικές μορφές έκφρασης. Δυο ή τρία τεύχη, με κείμενα ποιητικά, κριτικά, μα και πολιτικά, του Ζωρζ Μπατάιγ, του Μωρίς Μπλανσό, του Λουί Αλτουσσέρ, του Ζ.-Π. Σαρτρ, του Φιλίπ Σολλέρς, του Νάνου Βαλαωρίτη αλλά και του Τάκη Σινόπουλου, τα είχα προμηθευτεί από τον Ηνίοχο, το βιβλιοπωλείο του Γιάννη Κοντού και του Θανάση Νιάρχου που βρισκόταν Σόλωνος και Ομήρου. Το Χνάρι, που το ανέλαβε από το δεύτερο τεύχος ο Παγουλάτος μαζί με την Κοραλλία Σωτηριάδου, τη γυναίκα του Θάνου Μικρούτσικου, απηχούσε σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις και τα ρεύματα της γαλλικής πρωτοπορίας που είχε γνωρίσει στην πρώτη παρισινή του περίοδο. Για όσους, τους περισσότερους, που δεν το ξέρουν, ήταν ένα περιοδικό απέριττο, χωρίς πλουμίδια και φιοριτούρες, όπως άλλωστε τα περισσότερα νεανικά έντυπα που έβγαιναν κατά την περίοδο της χούντας στην Αθήνα, πρώτα πρώτα ο Λωτός (1968-1972) του Κωστή Τριανταφύλλου2, όπου εμφανίστηκε ως κριτικός ο Βασίλης Στεριάδης, η Διαπίστωση, η Πράξις. Αλλά και οι Σημειώσεις ή ο Κούρος του Λεωνίδα Χριστάκη, στη δεύτερη εκδοτική του περίοδο (1971-1973), παρά τις αισθητικές του καινοτομίες, ήταν εξαρχής έντυπα λιτά, με στοιχειώδη τυπογραφική και γραφιστική επένδυση και με ορίζοντα σταθερό την ηθική ή την αντιηθική στάση απέναντι στα φαινόμενα των καιρών3.

Πάντως, τον Παγουλάτο τον θυμάμαι καθαρά εκείνο το καλοκαίρι του '74, ανάμεσα σε αρκετούς άλλους που μοιραζόμαστε καθημερινά κοινά στέκια, κινηματογράφους, θέατρα, βιβλιοπωλεία. Πολύ συχνά, τύχαινε να συναντιέσαι με κάποιον τρεις ή τέσσερις φορές την ίδια μέρα, καθώς με το αεικίνητο, τη δίψα να μαζέψουμε κι άλλες εμπειρίες, διασταυρωνόμαστε σε ορισμένα σημεία της Αθήνας, όπου όλο και κάτι περιμέναμε να δούμε ή ν' ακούσουμε. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν τα σινεμά Άστυ, στην Κοραή, και Αλκυονίδα, στην Ιουλιανού, όπου πρωτογνώρισα τον Βασίλη Ραφαηλίδη, το Studio του Σωκράτη Καψάσκη, που τότε δεν ήξερα ότι ήταν ποιητής, ούτε, εννοείται, ότι είχε βάλει στο νου του να καταπιαστεί με το αδιανόητο: να μεταφράσει τον Οδυσσέα του Τζόυς, και βέβαια το “Πειραματικό Θέατρο” της Μαριέττας Ριάλδη και η γκαλερί “Ώρα” στην Ξενοφώντος, όπου είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες σκέψεις για τις ανεπανάληπτες “Εβδομάδες Νέων Δημιουργών”. Ο Παγουλάτος, κεφαλλονίτης στην καταγωγή, ωστόσο έμοιαζε στην εμφάνιση μάλλον με βορειοευρωπαίο, έτσι όπως ήταν, ξανθός, πολύ πιο αδύνατος από όσους τον γνώρισαν στη δεκαετία του '80 και έπειτα. Ήταν φρεσκογυρισμένος από το Παρίσι, όπου θα πρέπει να είχε μείνει κάποιο διάστημα, μήνες, ίσως περισσότερο -δεν είμαι σίγουρος- συνεπαρμένος ακόμα από την αύρα που είχε δημιουργήσει και αφήσει πίσω του ο φοιτητικός Μάης του '68. Γοητευμένος όμως και από τη γνωριμία του εκεί με ένα πλήθος ακτιβιστών, της Σιτουασιονιστικής/Καταστασιακής Διεθνούς του Γκυ Ντεμπόρ, μιας πολυσχισματικής, όπως οι τροτσκιστές, οργάνωσης που μπορεί ο ιδρυτής της να είχε κατεβάσει την αυλαία της, ήδη από το 1972, αλλά που η ζωή, τα μανιφέστα και η δράση της έμοιαζαν, σε μικρογραφία βέβαια, με τη μεγάλη περιπέτεια του Dada και του μεσοπολεμικού υπερρεαλισμού. Παρακλάδι των Καταστασιακών, σε συνεργασία και άλλοτε σε αντίθεση μ' αυτούς, ήταν οι Νεολετριστές του Ζαν-Πιερ Φε (Faye), του δεύτερου μετά τον Νάνο Βαλαωρίτη γκουρού του. Και πράγματι, όπως διάβασα αργότερα, σε μια συνέντευξή του το 1994 στην εφημερίδα Η Εποχή, οι Νεολετριστές, ο Παγουλάτος παραδεχόταν ότι του ταίριαζαν αυτοί περισσότερο, καθώς εξίσου ή πάνω από την αισθητική ρήξη, έβαζαν το πνεύμα της πολιτικής ρήξης. Έτσι όμως ή αλλιώς οι όροι “μετα-κείμενο” και “μετα-γλώσσα”, που σ' εμάς τους πιο αδαείς προκαλούσαν μια κάποια σύγχυση, έπαιρναν κι έδιναν στις κουβέντες του, ή μαζί μ' αυτό έβαζαν εξίσου την αισθητική ρήξη, μπλεγμένοι στην ουτοπία τού να βρουν ένα καινούργιο λεξιλόγιο για να οριστούν ξανά οι έννοιες.

Τα πράγματα σα να έτρεχαν πιο γρήγορα τότε. Και πάντως κάτι συνέβαινε συνεχώς στο οποίο πασχίζαμε να είμαστε παρόντες˙ τα πάντα έβγαιναν προς τα έξω με μια ορμή, λες και γίνονταν για πρώτη φορά. Αλλά, το πιο αλησμόνητο νομίζω πως ήταν η αίσθηση της απόλυτης νυχτερινής ελευθερίας, όπου συμπυκνωνόταν η ελευθερία του χρόνου και της διαθεσιμότητας. Είναι απερίγραπτη η φασαρία που προκαλούσαμε και είναι σχεδόν απίστευτο το πώς μετακόμιζε αστραπιαία η φασαρία αυτή από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, από την Κυψέλη στο Θησείο, από την Πλάκα στο Κολωνάκι. Έτσι, με τα αλλεπάλληλα πήγαιν' έλα, τον ξαναβρήκα τον Παγουλάτο λίγο καιρό πιο ύστερα, ίσως στις αρχές του '75, στις βραδιές μουσικής και ποίησης που είχαν ξεκινήσει στο βιβλιοπωλείο “Χνάρι”, ένα βιβλιοπωλείο-σταθμός, που θυμάμαι ότι είχε για ψυχή του τη Μαρία Αγγελίδου, μετέπειτα γνωστή μεταφράστρια και συγγραφέα. Δεν ξέρω ακόμα και σήμερα τι το ιδιαίτερο συμβόλιζε η λέξη “χνάρι”, τι δυνατό έκρυβε και εξαλλασσόταν όλο και σε κάτι άλλο∙ από περιοδικό γινόταν μπουάτ κι έπειτα βιβλιοπωλείο και μετά και πάλι περιοδικό με ελαφρώς παραλλαγμένο τον τίτλο: Χνάρι(α), όπου πια φάνηκε ως ενεργώς συμπράττων ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας, σαλονικιός κι αυτός, παλιός φίλος του Παγουλάτου και συχνότατα περαστικός από τον Ηνίοχο. Λέω δεν ξέρω τι συμβόλιζε η λέξη και την έπαιρναν και την προσάρμοζαν σε κάτι παραπλήσιο κάθε φορά, πιθανόν όμως το χνάρι να σήμαινε το αποτύπωμα του επερχόμενου, του νέου, του διαφορετικού που όλοι περιμέναμε μέσα στις αυταπάτες μας.

Θυμάμαι ακόμα τις βραδιές του βιβλιοπωλείου της οδού Κιάφας, οργανωμένες νομίζω κι αυτές, ή με τη συμβολή της Μαρίας Δημητριάδη. Στις βραδιές δε συγκεντρώνονταν μόνο μουσικοί, όπως ο Μανόλης Ρασούλης, ο Θάνος Μικρούτσικος, που ήδη είχε μελοποιήσει και παίξει ένα ποίημα του Παγουλάτου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Νότης Μαυρουδής, και άλλοι επίσης, μα και ποιητές που ήταν ελάχιστα γνωστοί εκείνη την εποχή. Στο “Χνάρι” συνάντησα τον Βασίλη Στεριάδη, τον Λευτέρη Πούλιο, τον Δημήτρη Ποταμίτη, τη Βερονίκη Δαλακούρα, την Παυλίνα Παμπούδη∙ εκεί άκουσα και τον Παγουλάτο να διαβάζει κομμάτια από τα Επίμαχα, νομίζω τα πιο πολιτικά στρατευμένα ποιήματά του, και από το Κορμί, κείμενο τη συλλογή που δημοσίευσε τον ίδιο εκείνο χρόνο, το 1975, όπου φαινόταν κιόλας η αλλαγή του προσανατολισμού του, στην τεχνική και ιδίως στον χειρισμό μιας γλώσσας πιο α-κυριολεκτικής. Μετά, για ένα μεγάλο διάστημα χάθηκε. Είναι αλήθεια όμως ότι όλοι μας, θέλω πω της γενιάς μου, αρχίσαμε να τροποποιούμε τις διαδρομές μας∙ είχαν αρχίσει οι αποσύρσεις, γινόμασταν πιο σκεπτικιστές, μαζευόμασταν στον εαυτό μας ευκολότερα από πριν. Οι άλλοτε παρέες αραίωναν, το τοπίο άλλαζε ραγδαία, η διαθεσιμότητα και η ελευθεροφροσύνη ψαλλιδιζόταν. Μου έλεγαν κοινοί γνωστοί ότι ο Παγουλάτος ετοιμαζόταν να ξαναφύγει για το Παρίσι. Πέρασε μια σωστή δεκαπενταετία ώσπου να τον ξαναδώ, τη φορά αυτή στην Πάτρα, στο Συμπόσιο Ποίησης. Παρέα με τον Ανδρέα Μπελεζίνη, ο οποίος τον σύστηνε με την ενθουσιώδη, στεντόρεια φωνή του. Μου έκανε εντύπωση που ήταν σχεδόν αγνώριστος, αν τον σύγκρινε κανείς με το παρουσιαστικό του 1975, αλλά όταν άρχισε να συμμετέχει στις συζητήσεις και να μιλά πέρα από τις τυπικότητες, μου έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση το ότι δεν είχε μετακινηθεί ουσιαστικά από τις προφητείες του επερχόμενου και αναγκαίου να υπάρξει γλωσσικού χάους. Ήταν αμετάβατος.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Από το εναρκτήριο σχόλιο του περιοδικού Χνάρι (1973-1975, 1987).
2. Ο Κωστής Τριανταφύλλου που ανέπτυξε δράσεις παρόμοιες ή παράλληλες με αυτές του Παγουλάτου, τόσο στο Παρίσι όπου σπούδασε σινεμά όσο και με τις συμμετοχές του σε εκθέσεις και συναντήσεις οπτικής και συγκεκριμένης ποίησης, μπορεί να μη διατήρησε άθικτους τους δεσμούς του με τις πολιτικές ομάδες του '70, ωστόσο επεξεργάστηκε και ερεύνησε με μεγαλύτερη ένταση και έκταση τη μορφολογία και τις εφαρμογές του εικαστικού του έργου.
3. Ένας αρκετά περιεκτικός χάρτης αναγραφής αυτών των περιοδικών, αλλά με μπερδεμένη κάπως και άνισα κατανεμημένη τη σειρά τους, βρίσκεται στο χρήσιμο οπωσδήποτε βιβλίο της Ελισάβετ Αρσενίου, Νοσταλγοί και Πλαστουργοί. Έντυπα κείμενα και κινήματα στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2003, ιδίως 348-415.

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Η Μάρθα Φριντζήλα για τον Στέλιο Καζαντζίδη

Πριν από καιρό, είχαμε κάνει στο περιοδικό "Όασις" (το βραχύβιο επίτευγμα του μυημένου "λαϊκού" Κώστα Μπαλαχούτη) ένα τοσοδούλι αφιέρωμα στον τιτανοτεράστιο Στέλιο Καζαντζίδη, φιλοξενώντας και τις απόψεις νεότερων καλλιτεχνών του αποκαλούμενου και "έντεχνου" τραγουδιού.
Κάποιοι είχαν ανακαλύψει τότε "μανία με το έντεχνο", προσπάθεια δήθεν "επικύρωσης της παρουσίας του Καζαντζίδη στον ελληνικό μουσικό χώρο" μέσω του έντεχνου, και άλλα πολλά και ελαφρώς αψυχολόγητα. Καλοδεχούμενη βέβαια η κριτική, αρκεί να βγάζει και νόημα. Σιγά μην περίμενε εμένα ή τους "έντεχνους" ο Καζαντζίδης για να "επικυρωθεί". Να φωτίσουμε μία συγκεριμένη πτυχή του έργου του θέλαμε - όχι απλώς δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση της έρευνας -, και να ακούσουμε τις απόψεις των νεοτέρων, τίποτε άλλο. Καμία σκοτεινή συνομωσία! Τέλος πάντων, τότε είχα "φάει" για λόγους περιορισμού του χώρου δύο κομμάτια από την κατάθεση της Μάρθας Φριντζήλα και έκτοτε το φέρω βαρέως. Επανορθώνω, έστω και ψηφιακά, με την ανάρτηση του πλήρους κειμένου της. ηρ.οικ.




Ο (Σ)ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ


«Μάνα σε ξεκληρίσανε
άπονες εξουσίες
καρδιά δεν σου αφήηησανεεεεεε
μόοοονοοο
μόοοονοοο
μόοοονο φωτογραφίιιιεεεες»


Αυτή η φωνή που ανεβοκατεβαίνει με τρομερή ευκολία δίχως να χάνει στιγμή την αρρενωπότητα και την σιγουριά της έχει σημαδέψει τον πατέρα μου, έχει σημαδέψει κι εμένα.


Μεγάλωσα στην Ελευσίνα και θυμάμαι πως ένιωθα περήφανη που ο Καζαντζίδης επισκεπτόταν συχνά την πόλη μου για να συναντήσει τους φίλους του. Νιώθω περήφανη – θα το πω κι ας ακουστεί μακάβριο - που ο (Σ)τέλειος Καζαντζίδης είναι θαμμένος στην πόλη μου.


Το πρώτο τραγούδι του Καζαντζίδη που θυμάμαι είναι το «Υπάρχω». Το είχα συνδέσει με το τρίκυκλο ενός γείτονά μας που το είχε γραμμένο με κεφαλαία γράμματα πάνω από την πινακίδα. Ο γείτονάς μας είχε χάσει τα τρία κορίτσια του, είχαν πεθάνει σε πολύ νεαρή ηλικία. Με το «Υπάρχω» στο τρίκυκλο έμπαινε στο μάτι της κοινωνίας. Σαν να έλεγε : «Χτυπάτε με, πάρτε τα όλα, ό,τι  κι αν γίνει εγώ θα υπάρχω».


Ακριβώς έτσι φανταζόμουν τον Καζαντζίδη. Σαν έναν άνθρωπο πονεμένο που διακηρύσσει την ύπαρξή του.


Τα αγαπημένα μου τραγούδια του είναι τα εξής:

Τραγούδα καμηλιέρη, Κουρασμένο παλικάρι, Άπονες εξουσίες, Ο καημός, Το πέλαγο είναι βαθύ, Δυο πόρτες έχει η ζωή, Η ζωή μου όλη, Μαντουμπάλα, Δεν θα ξαναγαπήσω, Βράχο βράχο τον καημό μου, Έχω μια αγάπη,  Νυχτερίδες και αράχνες, Γυάλινος κόσμος, Τ'αχνάρια, Εγώ ποτέ δεν αγαπώ, Εγώ με την αξία μου, Αυτή η νύχτα μένει, Ειν΄όλα μαύρα, Απόκληρος της κοινωνίας, Κάτω απ 'το πουκάμισό μου,  Εγώ ποτέ δεν αγαπώ,  Ένας σκύλος και μια γυναίκα, Οι βαλίτσες, Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει, Μεσάνυχτα πού να σε βρω, Αλλοτινές μου εποχές, Αν θες να δεις ποιος είμαι εγώ, Είσαι η ζωή μου,  Όταν βλέπετε να κλαίω, Αν είναι η αγάπη έγκλημα, Άσπρο πουκάμισο φορώ, Έφυγε έφυγε, Ψιλοβρέχει, Μια παλιά ιστορία, Με το βοριά, Βρε σαν τα χιόνια, Αθήνα.
ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Οι φίλοι μου κι ο Γιώργος Φραντζολάς




Πιστεύετε στις συμπτώσεις; Ένα μεσημέρι μπαίνει μαινόμενος στο σπίτι μου ο Δημήτρης, αρπάζει το πληκτρολόγιο και μου βάζει ν' ακούσω στο youtube το "Μισό Ποτήρι" του Γιώργου Φραντζολά σε ερμηνεία Μαρίας Φωτίου, και μερικές ώρες μετά, το απόγευμα της ίδιας μέρας, παίρνει τηλέφωνο ο Μάκης για να μου πει ότι τελείωσε τη συγγραφή του ακόλουθου κειμένου για τη Musicpaper:

Και έτσι έμαθα κι εγώ δυο πράγματα για τη δουλειά του τραγουδοποιού Γιώργου Φραντζολά. Αλλά για το μεταφυσικό συγχρονισμό των δύο φίλων μου, την ίδια μέρα και γύρω από τον ίδιο καλλιτέχνη δίχως καμία μεταξύ τους επικοινωνία, δεν θα μάθω ποτέ! ηρ.οικ.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ο Αλέξης Βάκης μιλάει για το σάουντρακ του "Θίασου"



Αλέξης Βάκης:
"Η προσέγγιση του Κηλαηδόνη αναμφίβολα υπήρξε ευφυής"


Ο παραγωγός του σάουντρακ του "Θίασου" μιλάει στα Μ.Π.


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

Ως παραγωγός, πώς και γιατί πήρες την απόφαση να εκδώσεις τον Θίασο;
Το καλοκαίρι του 1992 αποφασίσαμε με τον αδελφό μου Δημήτρη να ιδρύσουμε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία ΤΡΟΧΟΣ, υπό την ετικέτα της οποίας θα κυκλοφορούσαμε δίσκους «που κι εμείς θα αγοράζαμε, αν τους έβγαζαν άλλοι», όπως λέγαμε τότε. Με αυτή την ετικέτα, κυκλοφόρησαν επίσης –σε δίσκους βινυλίου- η συλλογή Σχεδόν Απόγευμα με τραγούδια του παλιού μαέστρου της ελαφράς σκηνής Λέανδρου Κοκκόρη, όπως και το Λαύριο του Βαγγέλη Κορακάκη.

Εκείνη την εποχή κάναμε πολλή παρέα με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, κυρίως μεταμεσονύκτιες ώρες. Σε ανύποπτο χρόνο λοιπόν, η κουβέντα πήγε στο Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπου ο Κηλαηδόνης είχε γράψει την πρωτότυπη μουσική αλλά και είχε και τη γενικότερη μουσική επιμέλεια. Ως άνθρωπος που έζησα το κλίμα της πρώτης προβολής αυτής της θρυλικής ταινίας στη μεταπολίτευση, δεν μου πήρε πάνω από δευτερόλεπτα ώστε να μου μπει για τα καλά στο μυαλό η ιδέα να είμαστε εμείς αυτοί που θα εκδώσουμε – έστω και με αρκετά χρόνια καθυστέρηση - το soundtrack. Τόσο περίπου πήρε και στον Λουκιανό για να μου πει το «ναι», όταν του ξεφούρνισα την πρόταση. Ο αδελφός μου (σεναριογράφος σήμερα, με πολύχρονη ενασχόληση στο χώρο του κινηματογράφου, από διάφορα πόστα) δεν έφερε βεβαίως την παραμικρή αντίρρηση όταν του είπα τα νέα, τουναντίον στρώθηκε κι αυτός για τα καλά στη δουλειά από την επόμενη μέρα. Με την ευκαιρία, θέλουμε να ευχαριστήσουμε ξανά τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, οι οποίοι μας εμπιστεύτηκαν τη δισκογραφική «διαχείριση» της ακριβής δουλειάς τους, όπως και όλους τους ανθρώπους που βοήθησαν με ποικίλους τρόπους στο εγχείρημά μας.

Γιατί χρειάστηκαν 17 χρόνια για να εκδοθεί η μουσική σε δίσκο;
Απ’ ότι μας είχε πει τότε (το 1992) ο Λουκιανός, η έκδοση σε δίσκο του soundtrack από το Θίασο είχε «κολλήσει» λόγω της ύπαρξης ενός παλιού –αλλά σε ισχύ- νόμου που απαγόρευε την «αναμόχλευση» των πολιτικών παθών. Πράγμα που στην πράξη σήμαινε πως η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Προεδρίας (επί της οδού Ζαλοκώστα) δεν θα έδινε άδεια κυκλοφορίας για όσα ηχογραφήματα ενέπιπταν σ’ αυτή την «αναμόχλευση». Με δεδομένο πως στο Θίασο ακούγονταν πολλά αντάρτικα τραγούδια, όπως και τραγούδια της άλλης πλευράς (Χίτικα κλπ), δεν έγινε καν απόπειρα μιας τέτοιας κυκλοφορίας από τον Λουκιανό και με τα χρόνια το ζήτημα ξεχάστηκε. Το 1992 όμως η λογοκρισία είχε χαλαρώσει. Έτσι, δεν συναντήσαμε ιδιαίτερα προβλήματα ως προς την έκδοση.
Σε πόσα αντίτυπα κυκλοφόρησε ο δίσκος; Πώς έγινε δεκτός από τον κόσμο; Και γιατί δεν έχει κυκλοφορήσει σε cd;
Ο Θίασος (αριθμός 1 του καταλόγου του ΤΡΟΧΟΥ) κυκλοφόρησε σε 2000 αντίτυπα δίσκων βινυλίου, που διακινήθηκαν από εμάς χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιας εταιρείας διανομής. Υπήρξε σημαντική ανταπόκριση από το κοινό (αλλά και από τον χώρο, αν συνυπολογίσουμε τα αρκετά δημοσιεύματα και τις ραδιοφωνικές εκπομπές), μιας και πουλήθηκαν τα περισσότερα από τα αντίτυπα που κυκλοφόρησαν. Εξ αιτίας όμως της ολοσχερούς μεταστροφής της αγοράς προς το νέο –μιλάμε για το 1994-95- format του cd, και με δεδομένο ότι δεν μπορούσαμε οικονομικά να αντέξουμε την μετατροπή του μικρού καταλόγου μας σε cd, είδαμε σιγά- σιγά τα βινύλιά μας να εξαφανίζονται από την αγορά. Από καιρού εις καιρόν μας μπαίνει η ιδέα να κάνουμε το soundtrack του Θίασου cd, συνέχεια όμως αναβάλλουμε μια τέτοια απόφαση. Ας πούμε λοιπόν πως –επί του παρόντος τουλάχιστον- αρκούμαστε στη χαρά που μας έδωσε η πρώτη έκδοση.
Ως μουσικός, ποιά στοιχεία εντόπισες στην προσέγγιση του Κηλαηδόνη;
Η μουσική του Θίασου (η οποία στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από παλιότερα τραγούδια, λίγη είναι η πρωτότυπη μουσική που ο Λουκιανός έγραψε επί τούτου) είναι μια «σπουδή» στο καθημερινό άκουσμα των Ελλήνων τα χρόνια που διαδραματίζεται η πλοκή της ταινίας (1939-1952). Ακούγονται πάσης φύσεως μουσικές και τραγούδια, ελληνικά και ξένα, που συντρόφεψαν τη ζωή των πατεράδων και των παππούδων μας, όπως και τραγούδια που σημάδεψαν την πολιτική ζωή του τόπου. Όλα αυτά παίχτηκαν κυρίως ζωντανά –και ηχογραφήθηκαν με Nagra στο γύρισμα-, είτε με την ορχήστρα των μπουλουκτσήδων (π.χ. το Γιαξεμπόρε, που μπορούμε να το θεωρήσουμε ως leitmotiv στο Θίασο), είτε με άλλες ορχήστρες (με χαρακτηριστικότερη τη σκηνή της Πρωτομαγιάς του ’46 σε κάποιο κέντρο της Αθήνας, όπου μία ομάδα αριστερών θαμώνων «συγκρούονται» με τους παρακρατικούς ακροδεξιούς μέσα από τα τραγούδια που διαδέχονται το ένα το άλλο).

Η προσέγγιση του Κηλαηδόνη αναμφίβολα υπήρξε ευφυής και –κρίνοντας εκ του δικαιωμένου αποτελέσματος- λειτούργησε ευεργετικά μέσα στην ταινία. Με την ευκαιρία, να πω πως το soundtrack δεν αποτελείται απλώς από τα τραγούδια που ακούγονται στο Θίασο, αλλά πως πρόκειται για ένα αυτόνομο –με δικό του σενάριο- ακρόαμα (που περιλαμβάνει διαλόγους κλπ), το οποίο κινείται παράλληλα με την ταινία. Για την επεξεργασία του ακροάματος στο στούντιο χρησιμοποιήθηκε η original ηχητική μπάντα του φιλμ που μας εμπιστεύτηκε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Η μίξη έγινε στο στούντιο Acoustic (δεν υπάρχει πια), με την καθοριστική συμβολή του εξαίρετου κινηματογραφικού μοντέρ Γιάννη Τσιτσόπουλου, όπως και του πολύπειρου ηχολήπτη Κώστα Πρικόπουλου.
Γιατί αναφέρεται ο Νίκος Γκάτσος στους συντελεστές; Θυμάσαι τον ακριβή ρόλο του;
Ο Νίκος Γκάτσος – απ’ ότι μας είπε ο Λουκιανός - συνέβαλε στην τελική εκδοχή των στίχων κάποιων τραγουδιών που ακούγονται στην ταινία. Είτε γιατί δεν υπήρχαν ακριβείς πληροφορίες ως προς τους αυθεντικούς στίχους, είτε για να μπουν στίχοι στις πρωτότυπες μουσικές κλπ. Η τριάδα που επεξεργάστηκε στιχουργικά το μουσικό μέρος του Θίασου ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Τι μπορεί να σημαίνουν ο "Θίασος" και η μουσική του σήμερα;
Ό,τι σημαίνει κάθε ταινία -με τη μουσική της- που υπήρξε θρύλος για την εποχή της και είχε τόσο μεγάλη απήχηση σε όλη την υφήλιο. Ιδίως όταν αναφέρεται σε τόσο φορτισμένες εποχές για την Ελλάδα, που ακόμα και σήμερα είναι αδύνατον να μην τις σκεφτόμαστε χωρίς το συναίσθημα να ξεχειλίζει.




Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Αγανακτισμένος λαϊκισμός

Πληθαίνουν τα κρούσματα λαϊκισμού στο τραγούδι και στην κοινωνία μας. Πρωταγωνιστές, διακεκριμένοι καλλιτέχνες που, όντας ένα με το καθεστώς που μας έφερε στην καταστροφή, προσπαθούν να σταθούν στον αφρό των κυμάτων της ειλικρινούς λαϊκής δυσαρέσκειας. Το θέαμα είναι αποκρουστικό και αντέχεται μόνο αν πάσχει κανείς από αμνησία ή αυτισμό. Ξαφνικά, εγκαταλείπουν όλοι τις διακοπές στη Μύκονο, τα εβδομαδιαία μονόστηλα στις εφημερίδες του καθεστώτος και τις σαλονάτες παρεούλες με βουλευτές, υπουργούς και άλλους ανθρώπους "του μόχθου", και θυμούνται τη χαμένη τους λαϊκότητα. Τι έγινε, ανακάλυψαν όλοι τη μηχανή του χρόνου και διακτινίζονται στο δοξασμένο παρελθόν τους μαζί με τον δόκτορα Σποκ; Ξαφνικά έγιναν όλοι "αγανακτισμένοι"! Με ποιον αγανάκτησαν; Με τον εαυτό τους; Μα καλά, ξέχασαν τι μας έλεγαν τόσα χρόνια; Τώρα, σε όλους ξυνίζει η Ολυμπιάδα, αλλά κάποτε έπιναν νερό στην υγειά της και χόρευαν γουστόζικα επί σκηνής. Τώρα που ο Γιωργάκης είναι out, μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, αλλά όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν in, πάθαιναν κρίσης εκσυγχρονιστικού πάθους. Τώρα, είναι της μόδας να δηλώνουν όλοι ότι δεν πήραν ποτέ επιχορήγηση, αλλά κάποτε σπρώχνονταν για μία συναυλιούλα στο Δήμο Άνω Βουζουνίτσας και στην Κοινότητα Κάτω Γλυκοπιπίτσας. Τώρα δίνουν συμβουλές και μας θυμίζουν τι κάναμε λάθος, όμως τις ίδιες συμβουλές θα έπρεπε εδώ και καιρό να τις έχουν απευθύνει στον εαυτό τους. Ωραία ήταν όταν κολυμπούσαν στην πισινούλα της γκλαμουριάς και της Ολυμπιακής νιρβάνας, όμως τώρα που ήρθε το τσουνάμι της αποτυχίας μας κάνουν τον Κινέζο! Νομίζουν ότι τα ξεχάσαμε όλα αυτά; Μήπως τα ξέχασαν και οι ίδιοι; Να τους τα θυμήσουμε λοιπόν! Όπως και να'χει, είναι λίγο δύσκολο αυτοί που υπήρξαν μέρος του προβλήματος να αποτελέσουν σήμερα κομμάτι της λύσης. Και αν πρέπει σώνει και καλά να είναι οι σωτήρες μας, ας μας επιτρέψουν να περισώσουμε τουλάχιστον το μόνο όπλο που μας απέμεινε: τη μνήμη!
ηρ.οικ.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Συνέντευξη με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη για τον "Θίασο"





"Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕ, ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΑΜΕ ΟΛΟΙ"


Μια ανέκδοτη συνέντευξη του Λουκιανού Κηλαηδόνη στους Μάκη Γκαρτζόπουλο και Ηρακλή Οικονόμου

Μια κουβέντα που έγινε πριν από καιρό, με αφορμή το ακόλουθο άρθρο:
Άξονάς της η μουσική επένδυση της ταινίας "O Θίασος". Ο "κρυφός" πρωταγωνιστής της κουβέντας, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Και στον συνομιλητή μας, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, ευχόμαστε περαστικά εξαιτίας μιας πρόσφατης περιπέτειας με την υγεία του. Τον ευχαριστούμε που δέχτηκε να φωτίσει κρυφές πτυχές ενός επιτεύγματος του νεότερου ελληνικού πολιτισμού: του "Θίασου". ηρ.οικ.



Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;

Πριν γνωρίσω τον Θόδωρο, είχα δει μόνο την «Εκπομπή», μια μικρού μήκους ταινία του. Αυτή παιζόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μέσα στη δικτατορία, σε ένα κινηματογράφο της Αθήνας που λεγόταν Στούντιο. Παράλληλα, είχα δει τον «Τζίμη τον Τίγρη» του Παντελή (σ.σ.: Βούλγαρη), η οποία είχε βραβευθεί όπως και η «Εκπομπή». Είχα ακούσει για την «Αναπαράσταση», είχε ήδη κάνει τις «Μέρες του ’36», αλλά αυτές τις ταινίες τις είδα εκ των υστέρων. Είναι καλοκαίρι του 1973, και εγώ έχω κάνει τη μουσική για την παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου στο Άλσος Παγκρατίου «Κι εσύ χτενίζεσαι», η οποία παιζόταν με μεγάλη επιτυχία μέσα στη δικτατορία. Τότε έρχεται στο θέατρο ο Θόδωρος και εκεί τον πρωτογνώρισα, ή με πήρε τηλέφωνο πρώτα, δεν θυμάμαι.

Μου είπε ότι ετοιμάζει μια ταινία και θα ήθελε να του κάνω τη μουσική. Μου είπε με δυο λόγια περί τίνος επρόκειτο, ότι δηλαδή ήταν μια παράλληλη ιστορία του μύθου των Ατρειδών με την ιστορία της Ελλάδας από την εποχή του Μεταξά μέχρι τον Εμφύλιο και τις αρχές του ’50, Αμερικάνοι κλπ. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Όλοι οι συνεργάτες, ο Δημήτρης Αρβανίτης στη φωτογραφία, ο Θανάσης Αρβανίτης στον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά, η ομάδα του Θόδωρου, πίστεψαν από την πρώτη στιγμή ότι εδώ γίνεται κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Ένα άλλο πλεονέκτημα που είχε η ταινία ήταν ότι με τρεις κουβέντες, αυτές που σας είπα εγώ, μπορούσε κανείς να καταλάβει τι είναι αυτό το πράγμα: μια διαδρομή της Ελλάδας από το ’36 μέχρι το ’50, παράλληλα με τον μύθο των Ατρειδών. Ένα μπουλούκι όπου υπάρχουν αντιστοιχίες, υπάρχει η Ηλέκτρα, ο Αγαμέμνονας, ο Ορέστης.

Ο Θόδωρος μου έδωσε να καταλάβω ότι η μουσική στην ταινία έπρεπε να είναι ζωντανή στον χώρο του γυρίσματος. Δεν προστέθηκε ποτέ τίποτα, ούτε είχε ανάγκη από μουσικές υποκρούσεις. Ό,τι ακούγεται μες στο «Θίασο» συμβαίνει σε χώρους φυσικούς σχεδόν, δεν υπάρχει ένα όργανο που σχολιάζει συναισθηματικά τις σκηνές, η γνωστή μουσική επένδυση των ταινιών.

Η ζωντανή «παραγωγή» της μουσικής ήταν επιλογή του Αγγελόπουλου;

Ναι, η μουσική παράγεται στο χώρο του γυρίσματος, και αυτή η επιλογή ήταν του Αγγελόπουλου. Το ποια κομμάτια, με ποια όργανα κλπ καθορίστηκε στην πορεία, αλλά από την αρχή μου είπε ότι δεν ήθελε μουσικές υποκρούσεις αλλά πολλά, κατάλληλα, αντιπροσωπευτικά τραγούδια. Πράγματι, αν ακούσει κανείς μόνο τις μουσικές του «Θιάσου», μπορεί να φανταστεί τη διαδρομή της Ελλάδας, μέσα από το «Ρούμι κόκα-κόλα», τα δημοτικά, τα αντάρτικα, κλπ.

Εκεί που μου ζήτησε τη βοήθειά μου ήταν στο λεγόμενο «Γιαξεμπόρε», αυτό το τραγουδάκι που τραγουδάει ο θίασος. Απ’ ότι έμαθε και ο ίδιος, αυτό ήταν ένα τραγούδι που τραγουδούσαν τα μπουλούκια στις αρχές του αιώνα, τέλη του περασμένου. Το «Γιαξεμπόρε» ήταν μια παραφορά του «Γεια σου αμόρε» που έλεγαν οι Ιταλικοί θίασοι που έρχονταν εδώ. Απ’ αυτό υπήρχε μόνο το «Δε μου λέτε, γιάξεμπόρε / βρε κορίτσια, γιαξεμπόρε», τίποτε άλλο. Ούτε ολοκληρωνόταν, ούτε άλλα λόγια είχε, ούτε μουσική. Αυτό, κατάλαβα από την αρχή, ότι ήταν πολύ βασικό να ολοκληρωθεί. Έτσι, πρόσθεσα και μουσικά θεματάκια, και λόγια, από κοινού με τον Θόδωρο, και βγήκε αυτό το κομμάτι που ακούγεται αρκετές φορές στην ταινία, στους τίτλους, έξω από το καφενείο στην Άμφισσα, κλπ. Αυτή ήταν η συνθετική μου προσφορά στη μουσική του «Θίασου».

Ποιος έκανε την έρευνα για το ποια τραγούδια θα επιλεγούν; Εσείς;

Ναι, ναι, αποκλειστικά. Για κάποια τραγούδια, ο Αγγελόπουλος ήταν απολύτως σίγουρος ότι ήθελε να μπουν, το «Γύρνα ξανά» π.χ., ήταν δυο-τρία τραγούδια που υπήρχαν ήδη μες στο σενάριο.

Ως προς το «Γιαξεμπόρε», στον δίσκο βλέπουμε και το όνομα του Νίκου Γκάτσου. Υπάρχει κάποια σύνδεση με τον Γκάτσο;

Καμία απολύτως.

Είχαμε ακούσει ότι ίσως εκείνος είχε πει στον Αγγελόπουλο αυτό το κουπλεδάκι.

Α, να ρωτήσουμε τον Αλέξη Βάκη (σ.σ.: ο παραγωγός του δίσκου), πιθανόν να ξέρει, εγώ δεν ξέρω.

Πάντως, μεταξύ σας δεν υπήρχε σχετική επικοινωνία…


Εγώ με τον Γκάτσο είχα ήδη κάνει την «Κόκκινη κλωστή», δηλαδή ήταν συνεργάτης μου από πριν. Αν υπήρξε σχέση Αγγελόπουλου – Γκάτσου, δεν την πήρα χαμπάρι. Στιχουργικά πάντως, αυτό που υπήρχε μόνο ήταν το «Γιαξεμπόρε». Τα λόγια δεν είναι και καμιά σπουδαία ποίηση, στο πόδι ήταν γραμμένα και από τον Θόδωρο και από μένα, όπως θα έγραφε ένας περιπλανώμενος θίασος ένα τραγουδάκι.

Ωραία. Σας διακόψαμε όμως πριν.

Λοιπόν, η δυσκολία έγκειτο στα διαφορετικά είδη μουσικής που έπρεπε να ακουστούν μες στην ταινία, και κυρίως στις φάτσες των μουσικών, γιατί αυτοί έπαιζαν στην ταινία. Άρα, δεν έπρεπε να παίζουν μόνο μουσική, αλλά να ταιριάζουν και στην εποχή. Η εικόνα που είχα για τους μουσικούς της εποχής είναι κάτι ηλικιωμένοι κύριοι με κουστούμια, με κανονικά μαλλιά, δεν ήταν χιπαριά, κλπ. Δεν έψαξα να βρω μουσικούς απ’ τον περίγυρό μου, αλλά έπρεπε να βρω μουσικούς αυθεντικούς που κάποτε έπαιζαν στα κέντρα, μετά έπαιζαν στην Τρούμπα, μετά βγήκαν στην επαρχία και έπαιζαν σε πανηγύρια. Έμαθα λοιπόν για ένα καφενείο των μουσικών στην Ομόνοια, Μενάνδρου, υπάρχει ακόμα ίσως, αναφέρεται και από ρεμπέτες. Παλιό, παραδοσιακό στέκι όπου, πώς πήγαιναν οι άνεργοι εργάτες στην Πλατεία Κοτζιά και περίμεναν να τους διαλέξουν για μεροκάματο, έτσι πήγαιναν οι μουσικοί και έμπαινε κάποιος και τους έπαιρνε για δουλειά. Απ’ αυτό τον χώρο μέσα βρήκα αρκετούς μουσικούς. Ούτε τους κουρέψαμε, ούτε τους πειράξαμε, ούτε τίποτα, απλά τους ντύσαμε με ένα κουστουμάκι της εποχής, ούτε καν φοράνε στολή ορχήστρας. Είπα «θέλω κάποιους οι οποίοι να παίζουν τρομπέτα, τρομπόνι, κλπ.» μιλάω για τις σκηνές στο κέντρο και στον Σκοινιά με τους Αμερικάνους ναύτες στον γάμο. Άλλοι οι μεν, άλλοι οι δε, αλλά από τον ίδιο χώρο, εννοώ από το καφενείο. Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε τραγούδια. Ήξερα ποιο τραγούδι θέλω, αλλά έπρεπε να το βρω. Σε αυτό το πράγμα με βοήθησε πάρα πολύ ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Κάποια παράξενα τραγούδια, άντε βρες τα.

Αυτή η αναζήτηση τραγουδιών ίσως ξύπνησε και παιδικές μνήμες, κινητοποίησε έναν τέτοιο μηχανισμό…

Ναι, απολύτως. Εγώ είμαι γεννημένος το ’43. Μεγάλωσα στην Κυψέλη, όπου είχα ακούσματα από επιθεωρήσεις, απ’ το ραδιόφωνο της εποχής, δηλαδή το κλίμα μου ήταν οικείο. Έτσι, δεν έκανα έρευνα σε βάθος. Προτείναμε πέντε τραγούδια για κάθε σκηνή, και διαλέγαμε το πιο κατάλληλο. Αυτά τα πέντε μου τα βρήκε ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Του έλεγα «θέλω αυτό, το άλλο» και ο Γιώργος λόγω ραδιοφώνου, μου τα έβρισκε.

Το μόνο ψεύτικο στην ταινία είναι ο ακορντεονίστας που βλέπουμε, ο γεράκος που παίζει με το ακορντεόν. Το ακορντεόν που ακούμε είναι του Αντρέα Τσεκούρα. Ο Αντρέας ήταν σε όλα τα γυρίσματα, ο γεράκος είχε ένα ακορντεόν τρυπημένο, δεν έβγαζε ήχο, απλά το ανοιγόκλεινε, και ένα μέτρο στο πλάι του κάδρου που παίρνει η κάμερα ήταν ο Αντρέας και έπαιζε ζωντανά. Ο ήχος είναι παρών μέσα στη σκηνή του γυρίσματος, απλά δεν βγαίνει από αυτό το ακορντεόν, βγαίνει από ένα άλλο που είναι ενάμισι μέτρο πιο έξω για να μην είναι μέσα στο κάδρο. Ο Αντρέας παίζει και στην ταινία, στην παράδοση των όπλων είναι ένας αντάρτης που κλαίει. Ο Αντρέας τότε ήταν ένα παλικαράκι που σπούδαζε στην Καλών Τεχνών, τον οποίον εκείνο το καλοκαίρι τον είχα στο «Κι εσύ χτενίζεσαι», και επειδή μου ζήτησαν ακορντεόν, τον πήρα μαζί μου. Το μόνο κομμάτι που δεν παίζει ο Αντρέας, το οποίο ακούγεται έξω από ένα σινεμά, το «Κορόιδο Μουσολίνι», αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι που χρειαζόταν ο Θόδωρος για το γύρισμα και κάτι έγινε και πήραν έναν άλλο ακορντεονίστα, ο οποίος το ’παιξε στη σκηνή του γέρου.

Θυμάμαι περιπετειώδη γυρίσματα, αυτό που είναι στα χιόνια ίσως, όπου είμαστε όλοι στο χιόνι από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα, ο Θόδωρος με ένα μπερεδάκι, ένα σακάκι και κάτι παλιά, μονόσολα παπούτσια, μέσα στον πάγο, είμαστε εμείς δίπλα του, ο Αντρέας έπαιζε με 15 υπό το μηδέν πάνω στα Ζαγόρια, οι γυναίκες με τακούνια ήταν μες στη λάσπη και τα χιόνια και κατέβαιναν το βουνό. Όλοι όμως είχαμε πιστέψει ότι αυτό που γίνεται είναι σημαντικό. Και, κυρίως το υπόδειγμα του Θόδωρου, ο οποίος δεν έλεγε κάτι και μετά χωνόταν στο καφενείο μέχρι να γυριστεί η σκηνή· ήταν εκεί, παρών, το πίστευε, το πιστεύαμε όλοι, το υπερασπιστήκαμε μέχρι το τέλος.

Αν γινόντουσαν κάποια λάθη στη σκηνή, επαναλαμβάνατε όλη τη σκηνή;

Ο Θανάσης Αρβανίτης ηχογραφεί - τότε δεν υπήρχαν πολυκάναλα μαγνητόφωνα, υπήρχαν τα Nagra που έγραφαν το πολύ δύο κανάλια. Επειδή είχε διαλόγους, φωνές, κλπ, είχε συνδέσει τέσσερα Nagra, έκανε δηλαδή ένα αυτοσχέδιο πολυκάναλο για να μπορέσει να παίρνει και τις πηγές του. Κάποια στιγμή στο τέλος της στιγμής ακούγεται ένα «στοπ». Γυρίζαμε με μια μηχανή Michell, με το σασί το μεγάλο που βγάζει 13-15 λεπτά, οι μικρές δεν έπαιρναν τόσο. Είχε λοιπόν  νοικιάσει την ακριβή μηχανή και είχε φέρει και μια μπομπίνα για να γράφουν. Ο Θόδωρος λέει «ποιος είπε στοπ; Θανάση βάλε τον ήχο να ακούσουμε ποιος το είπε το στοπ!». Τι είναι αυτό; Ο Στέφανος κάτι, ο διευθυντής παραγωγής που σου λέω, πιέζει ότι δεν έχουμε άλλο φιλμ, άρα ό,τι έγινε έγινε. Δύσκολο πράγμα. Γίνανε πρόβες, αλλά και 13 λεπτά μονοπλάνο; Με τραγούδια, με κινήσεις, με πυροβολισμούς, με κόντρες…

Υπάρχουν κομμάτια δικά σας που δεν μπήκαν στην ταινία;

Όχι, όχι. Ό,τι μπήκε οπτικό μπήκε και ηχητικό. Εγώ ήμουν πάντα θετικός με τους σκηνοθέτες, και στο θέατρο και στο σινεμά. Δεν προσπαθούσα να επιβάλλω, προσπαθούσα να εξυπηρετήσω το όραμα του ανθρώπου που καταλαβαίνω ότι έχει ανάγκη. Εγώ έκανα τις δουλειές μου σε δίσκο, και στην ταινία και το θέατρο εξυπηρετούσα αυτό που ο άλλος είχε στο μυαλό. Ο Θόδωρος μου ζήτησε να κάνω την επόμενη μουσική για τους «Κυνηγούς». Εκεί είχε κάτι βαλσάκια, κάτι δημοτικά και κάποια κλασσικά.. Εγώ χρειαζόμουν λεφτά για δικούς μου, οικογενειακούς λόγους και είχα μια πρόταση να αρχίσω να εμφανίζομαι για πρώτη φορά σε μαγαζί. βράδια. Του είπα «Θόδωρε, να σε βοηθήσω κυρίως στα βαλσάκια, για τα άλλα μη με ανακατέψεις, είναι εξωτερικά γυρίσματα, θες μπάντες κλπ, βρες τες, καν’ τες». Του προτείνω για τα δημοτικά τον Χάλαρη και για τα κλασσικά την Καραΐνδρου. Η Ελένη είχε έρθει απ’ το Παρίσι, ήξερα τις σπουδές της, και ο Χάλαρης είχε κάνει πολύ ωραία πράγματα. Αυτούς ήξερα.




Χρονικά, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει η σύνθεση της μουσικής και τα γυρίσματα;

Δεν υπάρχει σύνθεση. Η επιλογή των τραγουδιών γινόταν παράλληλα με το γύρισμα. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν φθινόπωρο, χειμώνα του ’73.

Πώς έγινε δεκτή η ταινία μέσα στο πολιτικό κλίμα της χούντας…

Αντιμετωπίσαμε πρόβλημα στο γύρισμα αυτό στο κεντράκι, το δεκατρία λεπτά μονοπλάνο, ο διάλογος Χίτες-κομμουνιστές. Αυτό γυρίστηκε σε ένα παλιό ξενοδοχείο στην Κηφισιά, άθλιο. Μας έκανε η σάλα, είχε το πλακάκι το ασπρόμαυρο, κλπ. Εκεί έγιναν κάποιες πρόβες, και τα Χίτικα, και τα αριστερά τραγούδια, όπου έπεσε μια καρφωτή από κάποιον από τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, δεν ξέρω από που, ότι εκεί κάποιοι κομμουνιστές κάνουν κάτι γυρίσματα κλπ. Φώναξαν λοιπόν τον υπεύθυνο, που ήταν ο διευθυντής παραγωγής, ένας Στέφανος… δεν θυμάμαι… ο οποίος πήγε και είπε «βεβαίως, γυρίζουμε μια ταινία η οποία είναι απ’ τη μεριά τη δικιά μας, τη μεριά της Επανάστασης, αυτοί μπορεί να λένε αλλά εμείς νικάμε». Έτσι πάρθηκε η άδεια και για το γύρισμα στην αγορά της Καρδίτσας για την παράδοση των όπλων, λέγοντας ότι κάνουμε μια ταινία όπου φαίνεται ότι παραδίδονται αυτοί και νικάει ο Εθνικός Στρατός. Μόνο στην Κηφισιά είχαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το άμεσο πρόβλημα, όπου άλλωστε ακούγονται και τα περισσότερα. Ένα αντάρτικο στην πλατεία του Ναυπλίου, «Λαέ σκλαβωμένε, λαέ βασανισμένε», κι αυτό με τον ίδιο τρόπο το πέρασε, λέγοντας ότι γυρίζουμε μια ταινία για την Επανάσταση, το είχε μάθει το ποίημα, ήξερε ακριβώς τι να τους πει. Πριν απ’ το γύρισμα που κάναμε πρόβα, ήρθαν κάτι μπάτσοι να ακούσουν τι είναι αυτά τα τραγούδια, κι εμείς παίξαμε κυρίως τα Χίτικα, κρύψαμε τα άλλα και παίξαμε «γύρνα ξανά στην παλιά σου φωλιά βασιλιά», «με όπλα δεν θα χύσουμε ούτε μια σταγόνα αίμα ελληνικό» κλπ.

Γενικά, έτσι βολεύονταν τα πράγματα μουσικά για να περάσουν κάποιες ιστορίες απ’ την λογοκρισία;

Ναι, εγώ ήξερα απ’ αυτά τα πράγματα. Είχα ήδη εκείνη την εποχή τα «Μικροαστικά», είχαμε στείλει καμιά εικοσαριά, περάσανε τα 12, μια ολόκληρη κομπίνα, με κλείσιμο ματιού περνούσαν τα πράγματα. Έτσι ήταν στα κέντρα, έτσι ήταν το θέατρο, οι επιθεωρήσεις του Ελεύθερου ας πούμε, με κλείσιμο του ματιού. Υπήρχε λογοκρισία στο Άλσος Παγκρατίου, έδιναν τα κείμενα στην επιτροπή λογοκρισίας και ερχόταν μια φορά την εβδομάδα ένας με ένα ντοσιέ ο οποίος είχε όλα τα κείμενα και καθόταν με ένα φακό να δει ακριβώς τις λέξεις που ήταν γραμμένες. Όταν ήταν αυτός, έλεγαν ακριβώς τις λέξεις, όταν έφευγε, έλεγαν κάτι παραπάνω. Είχαν συλληφθεί άνθρωποι τότε, ο Παράβας, εξορίες…

Η Αριστερά πώς υποδέχθηκε τον Θίασο;

Εκείνη την εποχή… ποια Αριστερά… με το ΚΚΕ εκτός νόμου. Δεν ξέρω, ο Θόδωρος μπορεί να έχει μία εικόνα, εγώ δεν έχω. Εγώ ήμουν πάντα του Εσωτερικού, δεν με πήγαινε το ΚΚΕ, γιατί συνεργάστηκα και με τον Νεγρεπόντη που ήταν παλιά στην ΕΔΑ και παρέμεινε στην ΕΔΑ μέχρι τότε, άρα το ΚΚΕ ποτέ δεν έπαιξε «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», τώρα έχουν αρχίσει να με φωνάζουν στα φεστιβάλ, και πάω στα φεστιβάλ της ΚΝΕ και παίζω «Απλά μαθήματα» και «Μικροαστικά» που τώρα πια τα παιδιά μπορούν να ακούσουν. Τότε ήτανε περιχαρακωμένα. Δεν ξέρω πώς αντέδρασε το ΚΚΕ.

Υπήρχε κάποιο πολιτικό, ιδεολογικό όραμα που επηρέασε την προσέγγισή σας στον Θίασο;

Δεν μπορώ να βρω τέτοια διάσταση. Απλά ήρθε ένας άνθρωπος, κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ταλέντο, ένα όραμα, και αισθάνθηκα ότι θα μπορούσα να του είμαι χρήσιμος, και του ήμουνα χρήσιμος. Χρωστάω πολλά στην επιμονή του Θόδωρου. Ο Θόδωρος ήρθε και στο «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» και μου είπε «είναι φοβερό αυτό που έχεις οργανώσει εδώ πέρα», και του είπα «ένα κομμάτι το χρωστάω στο πόσο πεισματάρης ήσουν σε μερικά πράγματα που ήθελες να κάνεις, έλεγες αυτό θα το κάνω». Αυτό το πείσμα το είχα από μόνος μου, το είδα και επιβεβαιώθηκα και στη στάση του Θόδωρου πάνω στα πράγματα.

Πώς επηρέασε η δουλειά σας στον «Θίασο» την μετέπειτα μουσική σας πορεία;

Δεν με επηρέασε ο «Θίασος». Αυτό το υλικό – από πού να αρχίσω… από τα ελαφρά της εποχής...- το ήξερα και έχω κάνει δουλειές με αυτό. Για παράδειγμα, στο «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» υπάρχουν μέσα τέτοια τραγούδια. Δεν μου έδωσε κάτι καινούργιο ο «Θίασος». Βοήθησα τον Θόδωρο να υλοποιήσει αυτό που είχε μες στο μυαλό του, έχοντας πάντα τη πίστη ότι φοβόταν το μέρος του μουσικού. Σε σημεία όπου θα μπορούσε να έχει και πρωτότυπη μουσική, αυτό το απέφυγε. Αυτό το είδα και στην επόμενη ταινία του, στους «Κυνηγούς».

Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ με τον «Θίασο», με ταξίδια. Έλεγε ο Θόδωρος: «Αυτή τη σκηνή στα Γιάννενα τη θέλω με χιόνι». Ωραία. Θα χιονίσει, δεν θα χιονίσει; Καθόμαστε μια βδομάδα οι ηθοποιοί σε κάτι φτηνά ξενοδοχεία των Ιωαννίνων, και περιμέναμε να χιονίσει. Λέω: «Θόδωρε, εγώ θα γυρίσω στην Αθήνα και όταν χιονίσει, μου λες». Παίρνω ένα αεροπλάνο – τότε είχαν αεροπλάνο τα Γιάννενα – και πάω Αθήνα, έμενα τότε στο Ψυχικό. Μπαίνω μέσα στο σπίτι μου και χτυπάει το τηλέφωνο …«Χιόνισε, έλα». Και μετά έλεγα εγώ «Αντρέα, πάμε» και γυρίζαμε πίσω. Τα λεφτά ήταν ελάχιστα, δεν μας ένοιαξε αυτό το πράγμα, κανείς δεν το μέτρησε οικονομικά. Το ’72 είχε γυρίσει ο Παντελής το «Προξενιό της Άννας» που έπαιζε η Άννα, το οποίο είχε κοστίσει 700 ή 800 χιλιάρικα της εποχής, όταν ο «Θίασος» πριν τελειώσει ήταν ήδη στα 5 με 7 εκατομμύρια. Κάποια στιγμή, ο Παπαλιός είπε: «Δεν δίνω άλλα, σταματήστε το». Τέλος πάντων, συνεχίστηκε, τελείωσε πάντως επεισοδιακά.

Και η Άννα (σ.σ.: Βαγενά) παίζει σε μια σκηνή, σ’ αυτή στο κέντρο, στην παρέα των Αριστερών είναι και η Άννα, κάθεται σαν κομπάρσα και αποχωρεί μαζί τους. Εκτός από την αμοιβή, ο Παπαλιός μας έκανε και ένα δώρο: όταν πήγε ο «Θίασος» στις Κάννες το ’75, μας πλήρωσε εισιτήρια και ξενοδοχείο-διαμονή, να είμαστε η Άννα κι εγώ μαζί με τον Θόδωρο όταν θα παιζόταν η ταινία. Αυτό που έγινε με την ταινία στις Κάννες δεν είναι τελείως ξεκάθαρο στο μυαλό μου, αλλά θα σας το πω με δικά μου λόγια. Στις Κάννες υπάρχει το διαγωνιστικό τμήμα και υπάρχει και το δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών, το οποίο ήταν μια κίνηση που κάνανε τότε οι Γάλλοι, Γκοντάρ, Μαλ, Τρυφώ. Είπαν μεταξύ τους ότι "δεν μπορεί να μονοπωλεί ένας θεσμός μόνο τις ταινίες, θα κάνουμε και έναν ανεξάρτητο χωρίς βραβεία, χωρίς τίποτα, για να δείχνουν οι σκηνοθέτες τις δουλειές τους". Για να πάει κανείς στην επίσημη διοργάνωση πρέπει να προταθεί από το κράτος του· ο «Θίασος» δεν ήταν μια ταινία που προτάθηκε από το κράτος, άρα δεν μπορούσε να πάει στο επίσημο φεστιβάλ και πήγε στο δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών. Οι ταινίες εκεί δεν παίζονται μόνο μία φορά, παίζονται μια πρώτη βραδιά, μια άλλη φορά μεσημέρι, και μια τρίτη σε άλλες ώρες, ώστε να μπορούν όλοι να πάνε. Η πρώτη προβολή έγινε σε ένα σχεδόν δευτερεύον σινεμαδάκι, δεν ήταν στο μεγάλο. Ο «Θίασος» παιζόταν με τη διάρκεια που ξέρετε, τέσσερις ώρες, χωρίς διάλειμμα – αυτό ήταν όρος. Είμαστε λοιπόν από σχετικά νωρίς στο χώρο όπου θα παιζόταν η ταινία, άρχισε να έρχεται κάποιος κόσμος, αλλά εμείς δεν μπήκαμε μέσα με τον Θόδωρο. Απέναντι είχε ένα γωνιακό μπαράκι, και κάτσαμε εκεί με τον Θόδωρο τέσσερις ώρες να δούμε πόσοι θα φεύγουν και τι ώρα θα αρχίσουν να φεύγουν, ποιοι θα βγούνε και πόσοι αντέχουνε. Δεν έφυγε σχεδόν κανείς. Τελειώνοντας η ταινία, άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι, ο Θόδωρος ήταν κοντά στην είσοδο. Ο Χέρτζοκ - ο μέγας Χέρτζοκ - είχε έρθει να δει την ταινία του Θόδωρου, και έπεσε μπρούμυτα και είπε «να σου φιλήσω τα πόδια». Στην επόμενη προβολή που έγινε μετά από δυο μέρες, έγινε της κακομοίρας. Στην απονομή των ταινιών που συμμετείχαν στο επίσημο τμήμα του φεστιβάλ, ο Θόδωρος μοιράστηκε το βραβείο με τον Χέρτζοκ, παρόλο που δεν ήταν καν η ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Χέρτζοκ είπε «δεν μπορώ να πάρω εγώ το βραβείο χωρίς να το μοιραστώ με τον Αγγελόπουλο». Εκεί έγινε το μεγάλο μπαμ.

Γιατί άργησε τόσο πολύ ο δίσκος;

Κοίτα, εγώ έχω όλο το υλικό, ηχογραφήσεις, γυρίσματα. Αισθανόμουν ότι αυτός ο δίσκος, να βγουν οι μουσικές, δεν μου έλεγε τίποτα, γιατί οι μουσικές είχαν την αξία τους μαζί με την εικόνα. Το «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει» όπως είναι παιγμένο από τους καλαμπόρτζηδες, όπως λέμε εμείς στη γλώσσα μας, που είναι δηλαδή λίγο του ποδιού μουσικοί, δεν με εξέφραζε. Θα μπορούσα να το κάνω με τζαζίστες καλούς, και το έχω κάνει με τη Ζορμπαλά. Η μουσική ήταν χρήσιμη για να υπάρχει μαζί με την ταινία, ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να γίνει το σάουντρακ του «Θίασου». Κάτι αντάρτικα, κάτι δημοτικά, κάτι ζουρνάδες, δεν το θεωρούσα υλικό κατάλληλο για να βγει. Αλλά ο Αλέξης (σ.σ.: Βάκης) ήρθε και μου το πρότεινε, και του είπα «πάρε, να σου δώσω το μουσικό υλικό, βρες τον Αγγελόπουλο και κάντε κουμάντο». Όταν βρέθηκε ο Αλέξης με τον Θόδωρο, εγώ αποχώρησα, είπα «δεν έχω καμία ανάμειξη, κάντε ό,τι θέλετε».

Αλλά το ότι επί 20 χρόνια δεν βγαίνει το σάουντρακ είναι δική σας «ευθύνη».

Ναι, ναι, διότι αισθάνθηκα ότι αυτό το πράγμα χωρίς την εικόνα του είναι ένα αδύνατο ακουστικά υλικό… Να σου πω κάτι; Εγώ έχω όλη την ηχητική μπάντα της ταινίας, τέσσερις ώρες υλικό. Θες να το κάνεις; Πάμε σε μια εταιρεία και βγάλε όλο τον ήχο της ταινίας, αλλιώς άσε να βγουν αυτά τα τραγούδια που υπήρχαν στην ταινία.

Στον δίσκο γράφετε: «Σε κάθε τόπο και σε κάθε ιστορική στιγμή, η μουσική ενός λαού εκφράζει απόλυτα την κοινωνικο-πολιτική του κατάσταση». Είναι αυτό το καλλιτεχνικό δόγμα που καθοδηγεί τη δουλειά σας στον Θίασο; Τι θέλατε να πετύχετε;

Ήθελα να παρακολουθήσω, όσο γίνεται με μεγαλύτερη συνέπεια, μέσα από τη μουσική την πορεία αυτού του τόπου μέσα σ’ αυτά τα 15 χρόνια, πράγμα που έχω κάνει σε μία παράσταση στον Λυκαβηττό με τίτλο "Αχ πατρίδα μου γλυκιά" με προσκόπους, κατασκηνώσεις κλπ. Αυτό είναι και κοντά, και μακριά απ’ τον «Θίασο». Παίρνω την ίδια περίοδο, ’36 με ’50κάτι. Ξεκινάω με μια σχολική γιορτή, αυτό που λέγαμε γυμναστικές επιδείξεις, τραγουδούν τα παιδάκια «αχ πατρίδα μου γλυκιά». Το ίδιο βράδυ οι γονείς τους πηγαίνουν σε ένα εξοχικό κεντράκι και ακούνε τραγούδια της εποχής. Υπάρχει λοιπόν μία διαδρομή μέσα στη χρονιά, με τέσσερις εποχές. Ξεκινάω καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας άνοιξη, και ξανά καλοκαίρι. Σε αυτόν τον κύκλο, έχει τέσσερις μικρές πρόζες, τις οποίες έλεγε η Άννα σε γλώσσα παλιού αναγνωστικού. Περνώντας τη διαδρομή της χρονιάς μέσα, βάζω με τη χρονολογική σειρά που έρχονται επετειακά, 28η Οκτωβρίου, Χριστούγεννα, Πρωτομαγιά, Πάσχα, Καθαρή Δευτέρα, και παράλληλα όταν ξανασκάμε στο καλοκαίρι τα παιδάκια ξανατραγουδάνε «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» αλλά το κέντρο είναι πλέον ρεμπετάδικο.

Το ίδιο πράγμα προσπάθησα και μέσα από την ταινία: να ακολουθήσω τη μουσική πορεία αυτού του τόπου μέσα σ’ αυτή την εποχή. Γι’ αυτό μπαίνει και το «Ρούμι κόκα-κόλα», τα κατοχικά, το «Πουλί του Σκόμπι είναι κόμποι-κόμποι». Είχε περιπέτεια. Ο Θόδωρος ας πούμε ήθελε το “Its a long way to Tiperery”, εγγλέζικο παραδοσιακό. Είχα λοιπόν ένα ξάδερφο που σπούδαζε στο Newcastle ναυπηγός. Τον πήρα ένα τηλέφωνο και του είπα «Γιάννη, θέλω να μου βρεις όλο το “Its a long way to Tiperery”. Με παίρνει ένα βράδυ αργά και μου λέει: «Είμαι σ’ ένα μπαρ και ο μπάρμαν το ξέρει, βάλε το μαγνητόφωνο». Έβαλα λοιπόν ένα μαγνητοφωνάκι και ο μπάρμαν μου τραγούδησε το τραγούδι από το μπαρ στο Newcastle. Επίσης, ήθελε ο Θόδωρος να κάνει μια σκηνή με το «Ρούμι κόκα-κόλα» με τα ελληνικά λόγια, είχα στείλει τους μουσικούς, απλά ήθελε τα ελληνικά λόγια. Παίρνω λοιπόν τον Γιώργο Παπαστεφάνου και του λέω ότι θέλω το τραγούδι στα ελληνικά, και μου το δίνει. Παίρνω τον Θόδωρο στα Γιάννενα από περίπτερο στην Πατησίων και του λέω ότι έχω τα ελληνικά λόγια, και καθόμουν στην Πατησίων και έλεγα: «Πάμε αγάπη μου εγώ κι εσύ, σ’ ένα όμορφο μικρό νησί, να πίνουμε μες στη φωτιά ρούμι κόκα-κόλα».

Όπως ο «Θίασος» είναι μια ευτυχισμένη κουρελού, δηλαδή κουρέλια είναι η Ελλάδα, ο θίασος από μόνος του, έτσι είναι και οι μουσικές, κουρέλια, και όλα αυτά έκαναν ένα υπέροχο υφαντό, ένα έργο τέχνης, από κουρελάκια.

Νοσταλγείτε εκείνη την εποχή;

Εγώ, ξέρεις, τελειώνοντας μια δουλειά, είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που τελείωσα, άλλοι κλαίνε. Όταν γίνει η τελευταία συνάντηση, εγώ την κάνω, φεύγω, και χάνομαι προς τη δύση όπως ο Λούκυ Λουκ που λέει «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ». Έχω τελειώσει την αποστολή μου, έχω βάλει τους Ντάλτον στα κελιά, και πάω για καινούργιες περιπέτειες. Έχω κάνει πολλές δουλειές, όλες κάποτε τελείωσαν, μία από αυτές ήταν ο «Θίασος».