Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Συνέντευξη με τον Marc Grauwels





Marc Grauwels:

«Οι έλληνες συνθέτες είναι καταπληκτικοί όταν γράφουν λαϊκή μουσική· η σοβαρή μουσική τους, όμως, είναι λίγο βαριά»


Μια κουβέντα με τον παγκόσμιας φήμης φλαουτίστα.



τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Γεννήθηκε στο Βέλγιο, αλλά σύντομα η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της μικρής αυτής χώρας. Ως σολίστας, συνέβαλλε τα μέγιστα ώστε το φλάουτο από όργανο παρεξηγημένο και περιθωριακό να αναδειχθεί σε εργαλείο καινοτομίας και αυτοσχεδιασμού. Ο Astor Piazzolla του αφιέρωσε προσωπικά το έργο «History of the Tango» για φλάουτο και κιθάρα. Στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός από τη συμμετοχή του σε ηχογραφήσεις έργων του Θάνου Μικρούτσικου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ετησίως, δίνει πάνω από εκατό συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Πρόσφατα βρέθηκε στη χώρα μας μαζί με τον ακορντεονίστα Christophe Delporte, κατόπιν πρόσκλησης της Βελγικής Πρεσβείας στην Αθήνα, και μίλησε αποκλειστικά στον ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ. Ο κύριος Marc Grauwels (Μαρκ Γράουελς)!



Η αγαπημένη μου πόλη του Βελγίου είναι η Γάνδη. Σας έτυχε να βρεθείτε ποτέ εκεί;

Η πρώτη μου δουλειά στην Όπερα της Φλάνδρας ήταν στη Γάνδη. Έζησα εκεί για τρία χρόνια και είναι και για μένα η πιο αγαπημένη πόλη στο Βέλγιο! Παρεμπιπτόντως, έχω μερικούς πολύ καλούς έλληνες φίλους εδώ στο Βέλγιο. Μάλιστα, έχω και δύο έλληνες μαθητές.

Πώς σας φαίνεται η Ελλάδα;

Λατρεύω την Ελλάδα· είναι μία ιδιαίτερη χώρα για μένα. Πρέπει να σας πω ότι έχω ένα βέλγικο όνομα, γεννήθηκα στο Βέλγιο, αλλά δεν είμαι και πολύ Βέλγος. Η καταγωγή μου είναι εβραιο-πολωνική. Ο πατέρας μου υιοθετήθηκε από τη βελγική οικογένεια Grauwels κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν νοιώθω καθόλου εθνικιστής, αν και μου αρέσει πολύ το Βέλγιο. Είμαι μουσικός, και προτιμώ την καθολική γλώσσα της μουσικής.

Έχετε συνεργαστεί εκτενώς με τον Θάνο Μικρούτσικο. Πώς γνωριστήκατε;

Ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά εξαιτίας του Θάνου Μικρούτσικου. Είναι πολύ αστεία ιστορία. Ο Θάνος δούλευε με τον σκηνοθέτη Henrie Ronse, ο οποίος ζούσε στις Βρυξέλλες. Την εποχή εκείνη, αρχές της δεκαετίας του ’80, έπαιζα στη Συμφωνική Ορχήστρα της Βελγικής Ραδιοφωνίας. Μια μέρα μου ζήτησαν να πάω στο Εθνικό Θέατρο μαζί με 10-15 άλλους μουσικούς για να ηχογραφήσουμε μουσική στο στούντιο. Οι Βέλγοι είναι πολύ καλοί στο να διαβάζουν γρήγορα μουσικά κείμενα, επειδή έχουν καλή μουσική εκπαίδευση όπως και οι Γάλλοι. Διαβάζουμε μουσική πολύ γρήγορα, σαν εφημερίδα. Φτάσαμε λοιπόν στο στούντιο και είδα τον Θάνο, ο οποίος μας διεύθυνε στην ηχογράφηση. Υπήρχαν πολλοί χαρακτηριστικοί ελληνικοί ή βυζαντινοί ρυθμοί, πολλά πέντε όγδοα, ακανόνιστα πράγματα. Οι μουσικοί στις δυτικές χώρες, ιδιαίτερα αυτοί των εγχόρδων, δεν τα πάνε καλά με ους συγκεκριμένους ρυθμούς. Και είδα ότι και για τον Θάνο δεν ήταν καθόλου εύκολη η εμπειρία της ηχογράφησης με τους συγκεκριμένους μουσικούς. Σε μια στιγμή, ένιωσα άβολα και προσπάθησα να τον ενθαρρύνω. 

Και μετά;

Μετά την ηχογράφηση, μου είπε: «Θα σε χρειαστώ για άλλη μία ηχογράφηση». Κι έτσι γνωριστήκαμε, και γίναμε φίλοι. Την εποχή εκείνη συμμετείχα σ’ ένα τρίο με βιολί, τσέμπαλο και φλάουτο. Το λέγαμε «Τρίο Μπαρόκ», και στις συναυλίες παίζαμε στο πρώτο μέρος μουσική Μπαρόκ, και στο δεύτερο μέρος μουσική του 20ου αιώνα. Αυτό είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μου, να παίζω διαφορετικά είδη διαφορετικών εποχών. Έτσι, ο Θάνος μας προσκάλεσε στην Ελλάδα και πήγαμε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, μάλλον γύρω στα μέσα του ’80. Πήγα και στην Πάτρα κάμποσες φορές, την εποχή που ο Θάνος ήταν υπεύθυνος του Διεθνούς Φεστιβάλ εκεί. Στη συνέχεια, έγραψε το «Opera for One», ένα τρελό έργο για φλάουτο που ηχογραφήσαμε μαζί. Δεν τον έχω δει εδώ και καιρό· ελπίζω να είναι καλά.






Έχετε συνεργαστεί και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο! Μιλήστε μας για τη συνάντησή σας.

Ο Θάνος Μικρούτσικος είχε ένα συνεργάτη που του έφτιαχνε ενορχηστρώσεις. Το όνομά του είναι Θανάσης Νικόπουλος, δεν τον έχω δει εδώ και καιρό. Πολλές φορές, βρισκόμουν στην Ελλάδα εξαιτίας του Άλκη Μπαλτά, εξαίρετου μαέστρου και καλού φίλου μου. Όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, πήγαινα κάθε χρόνο να παίξω μαζί του. Σε μία από τις επισκέψεις μου, ο Νικόπουλος με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Βρίσκομαι σε μία ηχογράφηση με τον Μαρκόπουλο. Έχουμε τεράστιο πρόβλημα με το φλάουτο που ηχογραφήθηκε, είναι εντελώς φάλτσο. Ξέρω ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα. Είσαι διαθέσιμος αύριο;». Έτσι, έμεινα όλη τη μέρα στο στούντιο, διαβάζοντας το μουσικό κείμενο και ηχογραφώντας τη «Λειτουργία του Ορφέα» του Μαρκόπουλου. Ο Μαρκόπουλος είδε ότι ήμουν γρήγορος στην ανάγνωση μουσικού κειμένου, και ενθουσιάστηκε. Έτσι, άρχισε να ξαναγράφει τη μουσική στο στούντιο, κάνοντάς την ολοένα και δυσκολότερη! Έτσι γίναμε φίλοι. Κάναμε πολλά μαζί, όχι μόνο στην Ελλάδα. Παίξαμε μαζί και στο Βέλγιο, στη Φλάνδρα. Και έπαιξα και στο Κονσέρτο για Φλάουτο, που ήταν κομμάτι της μουσικής για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα.

Ως σολίστας, πώς αποτιμάτε τη μουσική των κορυφαίων ελλήνων συνθετών;

Όλοι αυτοί οι συνθέτες - ο Θεοδωράκης, ο Μικρούτσικος, ο Μαρκόπουλος, ακόμα κι ο Χατζιδάκις που είναι βεβαίως ο καλύτερος - έγραψαν λαϊκή μουσική και μετά προσπάθησαν να γράψουν και σοβαρή μουσική. Είναι καλύτεροι όταν γράφουν λαϊκή μουσική. Εκεί είναι καταπληκτικοί. Νομίζω όμως ότι η σοβαρή μουσική τους είναι λίγο βαριά, αναφορικά με την ενορχήστρωση κλπ.

Η κορυφαία συνεργασία σας υπήρξε φυσικά αυτή με τον Astor Piazzolla. Ισχύει ότι έγραψε ένα έργο ειδικά για σας;

Ο Piazzolla ήταν ένας καλός φίλος του Maurice Bejart. Και ο Χατζιδάκις είχε γράψει μουσική για μπαλέτο για τον Bejart. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα με την Ορχήστρα της Όπερας του Βελγίου. Άκουσα τη μουσική του Piazzolla και τρελάθηκα! Ήταν για ένα μπαλέτο του Bejart με τίτλο «Ο δικός μας Φάουστ». Η μουσική αποτελείτο από ένα συνδυασμό της Λειτουργίας σε Σι Ελάσσονα, ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα του J.S. Bach, και της μουσικής του Piazzolla. Υπήρχε και ένα μεγάλο φεστιβάλ στη Λιέγη, όπου ο Piazzolla ερχόταν να παίξει κάθε χρόνο. Το ίδιο βράδυ της εμφάνισής του, συμμετείχα κι εγώ με έναν κιθαρίστα. Ο Piazzolla μας άκουσε και συνέλαβε την ιδέα να γράψει το Η Ιστορία του Ταγκό» για φλάουτο και κιθάρα. Θυμήθηκε ότι το ταγκό γεννήθηκε στους οίκους ανοχής του Μπουένος Άιρες, και παιζόταν με τέτοια όργανα. Η πρεμιέρα του έργου έγινε ένα χρόνο αργότερα, το ’85. Τελικά, αν ενδιαφέρεσαι αληθινά, κάποια πράγματα απλώς συμβαίνουν!

Οι συναυλίες σας χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό κλασικού και πιο σύγχρονου υλικού. Την επιλέγετε επίτηδες αυτήν τη μίξη;

Έχετε δίκιο. Στις συναυλίες μου, μου αρέσει να παίζω κλασικά πράγματα, αλλά τουλάχιστον κι ένα κομμάτι γραμμένο για μένα. Αν παίζεις υπερβολικά πολλή κλασική μουσική, οι άνθρωποι δεν θα έρθουν στη συναυλία. Και είναι πολύ συναρπαστικό να έχεις ένα νέο κομμάτι για μία ομάδα εκτελεστών. Αν η μουσική είναι καλή, τότε όλα είναι τέλεια. Αν όμως είναι κακή, τότε όλα είναι χάλια, επειδή το συγκεκριμένο έργο θα το παίξεις μόνο μια φορά και μετά ο συνθέτης θα παραπονιέται ότι δεν το παίζεις αρκετά. Όταν άρχισα να παίζω μουσική στην ορχήστρα, νόμιζα ότι το κοινό για κλασική μουσική είναι μόνο αυτές οι ηλικιωμένες κυρίες με τα πράσινα μαλλιά. Εγώ ήμουν νέος και μου άρεσε να περνάω καλά. Έτσι, αναρωτήθηκα: «γιατί δεν μπορώ να παίξω μουσική γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα;». Την εποχή εκείνη ήταν πολύ δημοφιλείς ο Philip Glass και ο Wim Mertens. Έχω παίξει φλάουτο σε τουλάχιστον δέκα δίσκους του Mertens. Ο κύριος λόγος της συμμετοχής μου δεν ήταν η μουσική· ήθελα να παίξω για νεότερους ανθρώπους και να αποκτήσω νέες εμπειρίες.

Πώς μπλέξατε με τον κόσμο της μουσικής;

Άρχισα να μαθαίνω μουσική σε ηλικία επτά ετών. Ο πατέρας μου είναι ιατρός και ακούει καλή, πραγματική μουσική. Πάντα άκουγα αυτή τη μουσική, και πηγαίναμε μαζί σε συναυλίες στην Οστάνδη. Μου άρεσε η μουσική σαν παιδί, και μ’ έστειλαν σε μουσικό σχολείο. Ήμουν τυχερός επειδή εκεί είχα ένα νέο καθηγητή με τον οποίο γίναμε φίλοι. Πίστεψε ειλικρινά ότι είχα ταλέντο. Το πάθος μου εκείνη την εποχή ήταν η αρχιτεκτονική, και ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας. Όμως, όταν τελείωσα το γυμνάσιο και τις μουσικές μου σπουδές πριν το ωδείο, σκέφτηκα ότι η μουσική θα είχε πιο πολλή πλάκα από την αρχιτεκτονική. Και ένιωσα και πολύ άνετα με το φλάουτο σαν όργανο.

Όταν ξεκινήσατε την καριέρα σας, ήταν το φλάουτο ένα παραμερισμένο όργανο; Προσπαθήσατε συνειδητά να το «νομιμοποιήσετε»;

Υπάρχουν πολλοί φλαουτίστες που προσπάθησαν να «νομιμοποιήσουν» το φλάουτο. Αν πάτε στην Ασία, στην Κίνα και την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, το φλάουτο είναι ένα πολύ σημαντικό όργανο. Στην παραδοσιακή μουσική αυτών των χωρών, το φλάουτο είναι ουσιώδες και αναντικατάστατο στοιχείο της. Στην Ευρώπη, ισχύει το αντίθετο. Εδώ, το φλάουτο ήταν πολύ δημοφιλές στη μπαρόκ και στην κλασική μουσική. Όταν κατέφτασε ο ρομαντισμός, το τσέμπαλο έγινε πιάνο φόρτε και πιάνο, και όλοι οι ρομαντικοί συνθέτες όπως ο Chopin και ο Brahms και ο Beethoven είχαν χώρο μόνο για το βιολί και το πιάνο. Όλα τα υπόλοιπα όργανα παραμερίστηκαν και θεωρήθηκαν ασήμαντα. Επίσης, ίσως ισχύει κι ότι το φλάουτο ως όργανο δεν ήταν αρκετά καλό τεχνικά την εποχή εκείνη. Μόλις το 1850 γίνεται το φλάουτο ένα εργαλείο με μεγάλο, καθαρό ήχο και ομοιογενή τονισμό. Μετά το 1850, το φλάουτο γίνεται πιο εκλεπτυσμένο και όλοι οι μεγάλοι γάλλοι συνθέτες, όπως ο Ravel και ο Debussy αρχίζουν να γράφουν μουσική γι’ αυτό. Εμείς οι φλαουτίστες δεν έχουμε έναν Brahms, δεν έχουμε έναν Rachmaninoff ή έναν Beethoven. Ζητάμε από συνθέτες να γράψουν μουσική ώστε να καταστήσουμε το όργανο πιο δημοφιλές.

Ξεκινήσατε ως μέλος ορχήστρας, και στη συνέχεια ακολουθήσατε σόλο καριέρα. Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά της καθεμιάς επιλογής;

Για να γίνει ένας φλαουτίστας σολίστας, πρέπει να παίξει για τουλάχιστον δέκα χρόνια σε συμφωνική ορχήστρα. Η μουσική αγωγή σου δεν πραγματοποιείται μόνο στο ωδείο. Μαθαίνεις να είσαι καλός μουσικός όταν παίζεις μουσική. Και όταν είσαι μέλος μιας καλής ορχήστρας, δουλεύεις με πολλούς διαφορετικούς μαέστρους που είναι φορείς διαφορετικών ιδεών, ενώ συναντάς διαφορετικούς σολίστες κάθε εβδομάδα. Επίσης, σε μία ορχήστρα είναι πολύ σημαντικός ο τονισμός. Έχεις πολύ αυστηρούς κανόνες, έχεις ελευθερία και ανελευθερία. Μαθαίνεις πραγματικά τι είναι η μουσική. Και μετά πρέπει να βγεις έξω από την ορχήστρα ώστε να αποκτήσεις μία ισχυρή προσωπικότητα. Αυτό υπήρξε κομμάτι της εξέλιξής μου. Ήθελα να κάνω και τα δύο αλλά σε μία στιγμή έπρεπε να διαλέξω. Έτσι, εγκατέλειψα την ορχήστρα το ’87 επειδή είχα πολλή δουλειά εκτός ορχήστρας. Μου λείπει ο μεγάλος, πανίσχυρος ήχος της ορχήστρας, αλλά δεν μπορείς να έχεις τα πάντα. Είμαι πιο ανεξάρτητος σαν χαρακτήρας, και προτιμώ να μην είμαι κομμάτι ενός πράγματος όπου κάποιος μου λέει τι να κάνω. Η διδασκαλία είναι μία καλή εναλλακτική λύση για να έχεις μια σταθερή εργασία όντας ταυτόχρονα σολίστας.

Πώς προσεγγίζετε τη διδασκαλία; Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που θέλετε να μεταδίδετε στους μαθητές σας;

Στα μαθήματά μου, παίζω πολύ, επειδή στη μουσική ενυπάρχει ένας μεγάλος βαθμός μιμητισμού. Όλο αυτό είναι μία εξισορρόπηση ανάμεσα στην αυστηρότητα και στην ελευθερία. Αφενός, τους διδάσκω να έχουν στυλ, και αφετέρου τους διδάσκω να έχουν το δικό τους ήχο. Ο ήχος είναι το σημαντικότερο στοιχείο ενός σολίστα. Μερικές φορές, οι φίλοι με ακούν στο ραδιόφωνο και με αναγνωρίζουν ακόμα κι αν δεν ξέρουν ποιος παίζει. Σήμερα, το επίπεδο στη μουσική είναι πολύ υψηλό αλλά και πολύ τυποποιημένο. Δεν υπάρχει αρκετή προσωπικότητα, κι αυτήν προσπαθώ να εμφυσήσω στους μαθητές μου.






Υπάρχει κάποιο τίμημα για να φτάσεις στην κορυφή; Δεν είναι, για παράδειγμα, εξοντωτικό να δίνει κάποιος μία εκατοστή συναυλίες στο εξωτερικό κάθε χρόνο;

Έχω πολλούς φίλους σε διαφορετικές χώρες κι αυτό με ενθουσιάζει. Ταξιδεύω περίπου το μισό χρόνο και το άλλο μισό κάθομαι σπίτι. Είναι μία καλή ισορροπία. Ήρθα στην Ελλάδα με τον Christophe Delporte, έναν ακορντεονίστα με τον οποίο αναπνέουμε μαζί. Μετά, πηγαίνω στην Ισπανία με τη δική μου ορχήστρα μουσικής δωματίου. Ταξιδεύω με ανθρώπους με τους οποίους μου αρέσει να ταξιδεύω. Δεν μπορώ να δουλέψω με ανθρώπους με τους οποίους δεν δένουμε.

Σε ποια χώρα από τις δεκάδες που έχετε επισκεφθεί βρήκατε το καλύτερο κοινό;

Οι άνθρωποι ακούνε με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Το κρίσιμο δεν είναι τόσο η χώρα, όσο ο συναυλιακός χώρος στον οποίο παίζεις. Πάντως, τα μέρη όπου οι άνθρωποι ακούνε πιο προσεκτικά είναι η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Αναλύουν τα πάντα και γνωρίζουν τα πάντα σε βάθος· επιδεικνύουν εξαιρετική ευαισθησία προς τη μουσική. Οι πιο εντυπωσιακές ερωτήσεις που έλαβα μετά από συναυλίες ήταν πάντα στην Ασία. Δουλεύουν τόσο σκληρά… προσπαθούν πραγματικά να καταλάβουν. Είναι στη φύση τους.

Πώς προσεγγίζεται το έργο ενός συνθέτη; Υπακούτε στην πρωτότυπη μουσική, ή κατά κάποιο τρόπο την αναδημιουργείτε;

Αυτή είναι μία πολύ καλή ερώτηση. Πρώτα απ’ όλα, ο λόγος που υποχρεώνω τον εαυτό μου να παίζει πολύ Mozart ή Bach είναι για να διατηρώ μία κάποια πειθαρχία. Στον Mozart, καθετί είναι τόσο φανταστικό ώστε αν κάνεις κάτι σε υπερβολικό βαθμό, φαντάζει φτηνό. Καθετί βρίσκεται σε πολύ εκλεπτυσμένες λεπτομέρειες, στην ποιότητα του ήχου, και όχι στην προσθήκη πραγμάτων. Το να παίζω έργα γραμμένα για μένα, όμως, σημαίνει να τα δημιουργώ εκ νέου και κατά κάποιο τρόπο να τα ξαναγράφω μαζί με το συνθέτη. Τις περισσότερες φορές, αυτό συνεπάγεται μία τεράστια ανταλλαγή με τον συνθέτη. Πρέπει να προτείνεις πολλά πράγματα επειδή το έργο είναι σύγχρονο, συμβαίνει σήμερα.

Συμμετείχατε στην ηχογράφηση του σάουντρακ για την εξαιρετικά δημοφιλή ταινία «Amadeus». Τι θυμάστε από τη συγκεκριμένη εμπειρία;

Ηχογράφησα όλη τη μουσική του Mozart για φλάουτο. Υπάρχει ένα έργο, το KV617 για γυάλινη αρμόνικα, φλάουτο, όμποε, βιόλα και τσέλο. Αυτό το κομμάτι είναι ένα από τα τελευταία του Mozart, ένα θαυμάσιο κομμάτι, αλλά κανείς δεν έπαιζε τη γυάλινη αρμόνικα. Και έκανα τρία CD με όλη τη μουσική για φλάουτο του Mozart, τις σονάτες της νεότητας, τα κουαρτέτα, και τα κονσέρτα για φλάουτο, αλλά το συγκεκριμένο έργο συχνά ηχογραφούταν με πιάνο ή τσέμπαλο, αντί για γυάλινη αρμόνικα. Δεν μου άρεσε αυτό, έτσι άρχισα να ψάχνω παντού για κάποιον που μπορούσε να παίξει το συγκεκριμένο όργανο. Βρήκα έναν τρομερό τύπο στη Γαλλία που ήξερε να παίζει κι έτσι ηχογραφήσαμε το έργο, κι έτσι ξεκίνησε και η συγκεκριμένη ιστορία. Το ’91 φτιάξαμε ένα κοινό πρόγραμμα με το Κουαρτέτο Mozart και κάναμε περιοδεία όλη τη χρονιά. Ήταν φανταστικά.

Καταφέρατε να επιτύχετε ό,τι επιθυμούσατε στην αρχή; Ικανοποιήσατε τη δική σας ιδέα περί επιτυχίας;

Όταν αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας μουσικός, ήθελα να βρω μια δουλειά. Είναι δύσκολος ο κόσμος, ξέρετε! Βρήκα την πρώτη μου δουλειά σε ορχήστρα σε ηλικία 19 ετών. Όταν κάνεις μουσική, πρέπει να μπορείς να βιοπορίζεσαι απ’ αυτό. Είχα κίνητρο, μπήκα στην πρώτη μου ορχήστρα, αλλά δεν μου άρεσε η ατμόσφαιρα εκεί. Έτσι, είπα ότι δεν πρόκειται να το κάνω αυτό για όλη μου τη ζωή. Λάτρευα τη δουλειά καθεαυτή, αλλά δεν μου άρεσαν κάποιοι άνθρωποι επειδή λειτουργούσαν πολύ δημοσιοϋπαλληλικά. Εν τέλει, τα πράγματα πήραν τη φυσική τους πορεία. Όταν είσαι νέος, έχεις τόση ενέργεια για να μετακινήσεις και βουνά. Τα λεφτά δεν έχουν σημασία. Το σημαντικό πράγμα είναι να είμαι ο εαυτός μου και να κάνω ό,τι θέλω.

Ποια μουσική σας αρέσει να ακούτε, εκτός απ’ αυτήν που παίζετε;

Ακούω περισσότερο κλασική μουσική. Αν με βάζατε σε ένα νησί, ας πούμε, θα έπαιρνα το κουαρτέτο KV 525 σε σολ ελάσσονα του Mozart. Αυτό είναι το νούμερο ένα. Τα «Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια» του Strauss και οι «Παραλλαγές Goldberg» του Gould είναι θαυμάσιες. Μου αρέσει επίσης ν’ ακούω φάντο, Piazzolla, Miles Davis…

Ανησυχείτε μήπως η κρίση αγγίξει και την τέχνη σας;

Υπάρχουν λιγότερα χρήματα για την τέχνη, συνεπώς ναι, ανησυχούμε. Στην τέχνη, πολλά απ’ τα λεφτά προέρχονται από το κράτος. Γίνονται περικοπές στις ορχήστρες, γεγονός που συνεπάγεται λιγότερες ευκαιρίες εκτέλεσης έργων των συνθετών. Πρόκειται περί αλυσιδωτής αντίδρασης.
Παρεμπιπτόντως, άλλες χώρες θα αντιμετωπίσουν τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Είναι ντροπή πώς συμπεριφέρεται η Γερμανία. Η αιτία της κρίσης δεν είναι ό,τι συνέβη με τις τράπεζες. Η πραγματική αιτία πηγαίνει πολύ παραπέρα. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει ξεπεράσει τα όρια. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να μοιράζονται. Οι πλούσιοι θα μπορούσαν να μοιραστούν κατιτίς, αλλά δεν το θέλουν. Όλο αυτό το είχα διαισθανθεί εδώ και καιρό.



Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Εμπόριο σάχλας


Ο Νταλάρας για τον Πανούση (ξανά!)

Υπάρχει κάτι πολύ χειρότερο από το να εμπορεύεσαι τη σάχλα - αν υποθέσουμε ότι αυτό κάνει ο Πανούσης όπως δήλωσε ο Νταλάρας σε πρόσφατη ραδιοφωνική του συνέντευξη στο ΙΟΝΙΟΝ FM. Ποιο; Να εμπορεύεσαι τη σοβαρότητα. Δηλαδή, να εμπορεύεσαι σε δέκατες και σε εικοστές εκτελέσεις το Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη, να εμπορεύεσαι ό,τι καινούργιο μουσικά προσπαθεί να ξεμυτίσει (είναι μεγάλη η λίστα), να εμπορεύεσαι την εξουσία ως αντι-εξουσιαστικότητα, τον Πανταγιά ως Βελουχιώτη, και τη Μύκονο ως Κοκκινιά.

Είπε κι άλλα ο Νταλάρας. Τον ενοχλούν οι δημοσιογράφοι. Ποιοι δημοσιογράφοι; Μήπως αυτοί που του παίρνουν συνέντευξη με αντικειμενικότατες και εντελώς ουδέτερες ερωτήσεις του στυλ: "Τι σας έχει μείνει, μέσα σας, απ' αυτά τα γεγονότα, απ' τα οποία βγήκατε παλληκάρι;" και "Εσείς γιατί θα πρέπει να ασχολείστε με τον καθένα, ο οποίος λέει το μακρύ και το κοντό του;" Όχι..., οι προ-απαντημένες ερωτήσεις για το παλληκάρι και τον καθένα με το μακρύ και το κοντό του είναι οκ. Άλλοι δημοσιογράφοι είναι το πρόβλημα.

Στη συνέντευξή του ο Νταλάρας κάνει και μια άκομψη χοντράδα: αναφερόμενος ονομαστικά στον Πανούση, κάνει λόγο για "αυτούς που παριστάνουν τους μουσικούς". Δεν χρειάζεται φυσικά να σας πω ότι οι δύο ραδιοφωνικοί παραγωγοί δεν κάνουν ούτε για τα μάτια και τα αυτιά του κόσμου μία προσπάθεια να αμφισβητήσουν τα λεγόμενα του Θεού, παρά μόνο σπεύδουν να μεταλαμπαδεύσουν ως νέοι Απόστολοι το έργο Του. Αλλά εδώ μιλάμε για καραμπινάτη εμπάθεια εκ μέρους του Νταλάρα - μπορείς να διαφωνήσεις με το έργο κάποιου, δεν γίνεται όμως να αρνηθείς την ύπαρξή του. Λες ο Πανούσης των Μουσικών Ταξιαρχιών και του "Κάγκελα Παντού" να παριστάνει τον μουσικό; Βρε τον μπαγάσα, τον παριστάνει καλά!

Τι άλλο μας μένει από τη συνέντευξη του εκλεκτού μας τραγουδιστή; Ότι μπορεί κάποιος να μιλάει non-stop για τον εαυτό του σε πρώτο ενικό επί πέντε λεπτά και δώδεκα δευτερόλεπτα (ολόκληρη η συνέντευξη ΕΔΩ διαρκεί πολύ περισσότερο), στο όνομα της αντι-σάχλας, του αντι-κοκκορέματος και της ευγενούς μετριοφροσύνης. Αυτά.
ηρ.οικ.

Ένα σημαντικό κείμενο του Φοίβου Δεληβοριά




Ακούω πως ο Σαββόπουλος έκανε δύο σπουδαίες συναυλίες στο Gagarin. Δεν μπόρεσα να πάω δυστυχώς, λόγω της περιοδείας. Φίλοι που ήταν εκεί, μου λένε πως δεν υπήρχε ίχνος της ανασφάλειας, της γλυκερότητας, ή του γνωστού φιλοσοφικού μανιχαϊσμού, που έχει απλωθεί για πολλά χρόνια τώρα πάνω στη δημόσια παρουσία και σκέψη του μεγάλου καλλιτέχνη-και τον έχει φυλακίσει και στη γνωστή, πικρά ομολογημένη απ’ τον ίδιο, δημιουργική αδράνεια. Στενοχωρήθηκα που το έχασα. Ακόμα, όμως, περισσότερο, στενοχωρήθηκα που το επίπεδο της αρνητικής κριτικής προς τη συναυλία έγινε με όρους κατηχητικού και ιδεολογικής καθαρότητας.

Δεν είμαι υπέρ του απυρόβλητου, φυσικά. Η κριτική ενός έργου πρέπει να είναι αυστηρότατη, να γίνεται όμως μόνο με καλλιτεχνικά κριτήρια, ποτέ με ιδεολογικά. Έχουμε απόλυτη ελευθερία –και υποχρέωση, όσοι σκεφτόμαστε- να κρίνουμε ιδεολογικά τις πολιτικές που διαφημίζει αυτοκλήτως κάθε τόσο ο Σαββόπουλος, την υπουργοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη ή του Θάνου Μικρούτσικου, τον συναγελασμό των περισσοτέρων –φευ- επιφανών καλλιτεχνών μας (είτε δηλώνουν «αντισυστημικοί» είτε όχι) με φαιδρά και ασήμαντα μεγέθη της πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας. Το να μας επηρεάσουν, όμως, τα παραπάνω τις στιγμές της ακρόασης ενός τραγουδιού ή της ανάγνωσης ενός ποιήματος, είναι καθαρός βιασμός του πώς λειτουργεί το πνεύμα. Γινόμαστε ίδιοι μ’ αυτούς που εμπόδισαν την παράσταση στο Χυτήριο γιατί ενόχλησε την πίστη τους και μ’ αυτούς που έκοβαν τα πέη από τ’ αγάλματα γιατί δεν το άντεχε η άμεμπτη ηθική τους.

Η Τέχνη –και τα καλά που κουβαλάει μαζί της- ανήκουν σε όλους, όχι μόνο στους ομοϊδεάτες των καλλιτεχνών. Αλλιώς κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη. Όλοι θα ήμασταν καλά παιδάκια μέσα στο κοπάδι μας, χωρίς κανένα περιθώριο να σηκωθούμε από την κοινή μας φτώχεια. Η εποχή είναι τραγική, η εγκληματική επιπολαιότητα –και η κατευθυνόμενη ανηθικότητα- των πολιτικών μας εξουσιών, διέλυσαν τους πιο αδύναμους από μας, εξουθένωσαν υλικά και πνευματικά την κοινωνία μας (κι αυτό πολύ πριν από την κρίση). Τα όσα δημιούργησε ο ελληνικός πολιτισμός απ’ το ’45 και μετά είναι τα μόνα δώρα που μπορούν ακόμα να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε καθαρά και να υψώσουμε ένα ανάστημα απέναντι στο απειλητικό αύριο.

Το Σαββοπουλικό έργο είναι σημαντικότατος –και αναπόσπαστος- καθρέφτης του τι καταφέραμε όλοι μας να κρατήσουμε ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια. Ας το δεχτούμε με ευγνωμοσύνη και ελεύθερο κριτήριο, όσο έχει τη δύναμη να μας χαρίζεται ζωντανό- κι ας διαφωνούμε όσο θέλουμε με τον ίδιο το δημιουργό του. Αύριο-μεθαύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Το αν θα γίνει μέρα μισαλλόδοξων χριστιανοσταλινοφασιστών που θα λογοκρίνουν ο ένας τον άλλoν ή μέρα ελεύθερα σκεπτόμενων και –υγειώς αυτή τη φορά- δημοκρατικών ανθρώπων είναι στο δικό μας χέρι και μόνο. 

Φοίβος Δεληβοριάς

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

THIS IS DIOBO


Καλωσήρθατε στον απίθανο κόσμο ενός από τους περιζήτητους μάγους της Μεγάλης Βρετανίας. Κυρίες και κύριοι, ο μοναδικός Diobo! Η δράση του παραπέμπει σε αντάρτικο πόλεων: εμφανίζεται από το πουθενά, επιτελεί την τέχνη του, ανατρέπει την πραγματικότητα του αισθητού κόσμου, και φεύγει εξίσου μυστηριωδώς όπως ήρθε. Όταν δεν περιπλανιέται στις αγορές του κόσμου, φιλοξενείται στις πιο γνωστές γκαλερί και στα πιο έξαλλα πάρτυ του Λονδίνου. Και επειδή τυγχάνει τακτικός επισκέπτης της Ελλάδας, και επειδή τα Μ.Π. δηλώνουν θαυμαστές του, ο Diobo σύντομα θα φιλοξενηθεί κι από τις σελίδες μας. Μέχρι τότε, ...πίστευε και μη ερεύνα!

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Η ελληνική παράδοση στην πρίζα





ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ (Ιπποκράτους 175β) 

ΜΟΥΣΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΙΖΑ 
ΣΑΒΒΑΤΟ 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 22.30 


H λέσχη των Αναιρέσεων, επιχειρώντας να ομορφύνει μουσικά τις νύχτες μας, αλλά και να λειτουργήσει μορφωτικά γύρω από μουσικές τάσεις της εποχής μας και όχι μόνο, εγκαινιάζει το κύκλο μουσικών βραδιών και πάρτι με το γενικό τίτλο «Ήχοι του Πλανήτη». Σκοπός του είναι η επαφή με μουσικά ρεύματα που συνθέτουν φολκ, παραδοσιακές και λαϊκές μουσικές με τους διεθνείς πλέον κώδικες του ροκ, της τζαζ, του φανκ, του χιπ χοπ κλπ. 

Το ερχόμενο Σάββατο 30 Μάρτη και στις 22.30, εγκαινιάζουμε το κύκλο αυτό με το το 1ο αφιέρωμα που έχει τίτλο «Η Ελληνική παράδοση στη πρίζα» και πρόκειται για ένα μουσικό ταξίδι στη δημοτική και λαϊκή μας παράδοση μέσα από σύγχρονα μουσικά εργαλεία και παραγωγές. 

Από τα πρώτα εγχειρήματα, όπως είναι ο Μπάλος του Σαββόπoυλου και το Mountains των Socrates, μέχρι το ρεμπέτικο μπλουζ του Ζωρζ Πιλαλί και του Σπύρου Σούκη ως τη τζαζ προσέγγιση στα τραγούδια του Μπάτη και του Καλδάρα από το Μπάμπη Παπαδόπουλο (πρώην Τρύπες). Από τα «ανίερα» ρεμίξ του Stratman στα ηπειρώτικα, μέχρι τη Πικροδάφνη των Mode Plagal, τον Προκόπη των Κρόταλα, τη Καραγκούνα των Swing Shoes και το Τζιβαέρι του Albert. Από τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς των Palyrria, του electroware, τωνClandstinos και των Astyplaz, στις επιρροές του Μάρκου στους Locomondo, τους KollektivA και τους Στίχοιμα. Από το Βουνό του Τάκη Μπαρμπέρη στις επαναπροσεγγίσεις του Χιώτη από τους Imam Baildi. 

H παράδοση ως έμπνευση και ως δείγμα τόσο στο ελληνικό hip hop όσο και σε fusion εγχειρήματα. Όταν ο Ζαμπέτας και ο Κουγιουμτζής γίνονται hip-hop. Οι ροκ πειραματισμοί στο Θεοδωράκη, το Ξαρχάκο, το Καζαντζίδη και το Ξυδάκη….Η παράδοση των Βαλκανίων μέσα από την μουσική οπτική των Δάρνακές και τωνMaraveyas Ilegal…. 

Όταν δηλαδή το μουσικό παρελθόν μεταβαίνει στο παρόν με τα εργαλεία του και ο τόπος που έχουμε μέσα μας επαναφέρει τον ήχο του στο σήμερα. ‘Ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο με την ικανότητα της μουσικής να συνθέτει, να ενώνει και να γοητεύει…. 

Σε επιμέλεια Μιχάλη Παπαμακάριου και πρωταγωνιστές τους : 

Mode Plagal, Imam Baildi, Clandestinos, Astyplaz, Electroware, Palyrria, David Lynch, X-Darawish, Red, Stratman, Invisible Surfers, Anasazi, Locomondo, Socrates, Burger Project, Baildsa, Iasis, FF.C. Swing Shoes, KollektivA, Albert, Children of the Revolution, Dirty Fuse, Maraveyas Ilegal, Κρίστη Στασινοπούλου, Γιάννη Αγγελάκα, Θανάση Παπακωνσταντίνου, Μουσικές Ταξιαρχίες, Ενδελέχεια, Εκμέκ, Δάρνακες, Νίκο Ζιώγαλα,Νέα Τάξη Πραγμάτων, Τρίο Τεκέ, Δημήτρη Πουλικάκο, Γιάννη Χαρούλη, 667, Μπάμπη Παπαδόπουλο, Τάκη Μπαρμπέρη, Σταμάτη Κραουνάκη, Νίκο Πορτοκάλογλου κ.α.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

"Ελεύθεροι κατακτημένοι", του Αλκίνοου Ιωαννίδη





ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΟΙ 

Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει. 

Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλίνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. 

Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων και ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει. 

Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. 

Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας. 

Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν; 

Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. 

Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.

Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα. 

Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε; 

Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»; 

Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο. 

Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. 

Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι ελληνική, όμως, πόσο λίγο κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο ελληνική είναι η Ελλάδα! 

Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε; 

Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω... 

Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δεν ζει καλά, κανείς δεν ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι». 

Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. 

Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές. 

Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. 

Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Θα ήμασταν αφελείς αν πιστεύαμε πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, ας πούμε τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε. Ξέρουμε καλά πως ότι έμεινε εκτεθειμένο (το γιατί είναι μια άλλη κουβέντα, που ελπίζω πως θα γίνει), ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί. 

Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”. 

Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε... Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε. 

Αλκίνοος Ιωαννίδης 

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Gisela May & Thanassis Moraitis sing Mikis Theodorakis



Για  το CD Gisela May & Thanassis Moraitis sing Mikis Theodorakis 


Η ηχογράφηση και η 1η έκδοση σε LP έγινε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1988 (VEB Deutsche Schallplatten Berlin DDR). 

Η έκδοση σε CD στην Ελλάδα έγινε το 2003 με την επιμέλεια του Γρηγόρη Ψαριανού και του Θανάση Μωραΐτη (Nostos by Protasis). 


Μικρό ιστορικό της έκδοσης 

Τον Αύγουστο του 1985 η Gisela May έκανε συναυλία στην Καισαριανή. Ο δήμος Καισαριανής, που οργάνωσε τη συναυλία, με κάλεσε και πήγα να δω και ν’ ακούσω από κοντά το «μύθο» του Berliner Ensemble. Λίγους μήνες πριν είχε κυκλοφορήσει ο Διόνυσος του Μίκη Θεοδωράκη, στον οποίο οφείλω την είσοδό μου στην οικογένεια των μουσικών. Οι οργανωτές της συναυλίας τής χάρισαν το δίσκο και την επομένη συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο που διέμενε. Όλα έγιναν γλυκά και γρήγορα. «Θέλω να τραγουδήσουμε μαζί» μου είπε κι έφυγε για το Βερολίνο. Πήγαν και ήλθαν πολλά γράμματα το επόμενο διάστημα με τις σκέψεις μας για το ποια τραγούδια θα περιλάμβανε ο δίσκος. Επέμενα να πει και κείνη τραγούδια τού κ. Θεοδωράκη, μιας και για μένα ήταν δεδομένο αφού τότε ήμουν από τους βασικούς του συνεργάτες. Γνώριζε πολλά τραγούδια του και θαύμαζε ιδιαίτερα την Μαρία Φαραντούρη. Δίσταζε όμως επειδή, όπως μου είπε, η φωνή τής Φαραντούρη είχε «σφραγίσει» τα συγκεκριμένα τραγούδια. Έκαμψα τους δισταγμούς της και προχωρήσαμε στην επιλογή των τραγουδιών. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μίλησα στον κ. Θεοδωράκη για το σχέδιό μας και κείνος συμφώνησε. Με τα πολλά, τον Φεβρουάριο του 1988 βρεθήκαμε όλοι σε στούντιο του Ανατολικού Βερολίνου και έγινε ο δίσκος. Ακολούθησε το γκρέμισμα του τείχους στο Βερολίνου. Μαζί του γκρεμίστηκαν πολλά, ανάμεσά τους και η δισκογραφική εταιρία που είχε αναλάβει την παραγωγή. Χάθηκε ακόμα και η πρωτότυπη μπομπίνα με την ηχογράφηση. 

Στις ελληνικές εφημερίδες είχαν γραφτεί πολλά γι’ αυτή τη συνεργασία, αλλά όλα αυτά που συνέβησαν εμπόδισαν την κυκλοφορία του δίσκου και στην Ελλάδα. Τώρα, μετά από 15 χρόνια, ο Γρηγόρης Ψαριανός και ο Νίκος Οικονόμου της δισκογραφικής εταιρίας Protasis δίνουν την ευκαιρία στο ελληνικό κοινό ν’ ακούσει αυτό το δίσκο με νέα ηχητική επεξεργασία που έγινε από το μοναδικό αντίτυπο LP που είχα σπίτι μου. 

Δυο λόγια για την Gisela May με βάση τις συζητήσεις μας 

Κατάγεται από το Wetzlar της Γερμανίας και μεγάλωσε στη Λειψία. Την μεγαλύτερη εντύπωση στα παιδικά της χρόνια τής έκαναν οι δίσκοι με τραγούδια του Ernst Busch. Την ανακάλυψε ο Hanns Eisler το 1957 σε μια θεατρική παράσταση του Bertolt Brecht στο «Γερμανικό θέατρο». Από τότε και για πολλά χρόνια ήταν η μεγάλη κυρία του Berliner Ensemble και ιδανική ερμηνεύτρια (μάνα) στο έργο του Brecht Mutter courage und die ihre kinder (Η Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της). 

Έχουν κυκλοφορήσει πολλοί δίσκοι στη Γερμανία με ερμηνείες της σε έργα των: Bertolt Brecht – Kurt Weill [Die Dreigroschenoper (Η όπερα της πεντάρας), Happy end, Aufstieg und fall der stadt Mahagonny (Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ)], Hanns Eisler [Die Mutter (Η μητέρα)], Paul Dessau, Joachim Werzlau κ.ά.. Είναι σολίστ μαζί με τον τενόρο Peter Schreier στο δίσκο που κυκλοφόρησε η Deutsche Grammophon με το έργο των Brecht – Weill Die sieben todsünden (Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα) με διευθυντή ορχήστρας τον Herbert Kegel. Έχει επίσης δισκογραφήσει τραγούδια του Jacques Brel. 

Η Gisela May είναι ξεχωριστή μουσική προσωπικότητα. Η φωνή της περιέχει δύναμη και κομψότητα. Όταν τραγουδάει ποτέ δεν αγνοεί ότι είναι ηθοποιός, ενώ συγχρόνως τονίζει κάθε λέξη του κειμένου. Προπάντων γοητεύει η σκληρότητα με την οποία ερμηνεύει τα τραγούδια. Τραγουδάει ακριβώς όπως το απαιτούσε ο Bertolt Brecht. Θαυμάσια είναι η τεχνική που χρησιμοποιεί στην ομιλία και στο τραγούδι. Αποφεύγει με κάθε τρόπο τον φτηνό ρομαντισμό. 

Την εποχή της ηχογράφησης του παρόντος δίσκου έπαιζε στο Berliner Ensemble, για μία ακόμη φορά, το έργο του Brecht Mutter courage und die ihre kinder.

Θανάσης Μωραΐτης
Πλάκα, Ιανουάριος 2003

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Ο Πάνος Τζαβέλλας για την Εθνική Αντίσταση



Εθνική Αντίσταση 1941 - 1944


Χρόνια ματωμένα της φωτιάς και του αγώνα. Ένας λαός ολάκαιρος ορθός κι ενωμένος πολεμάει και τραγουδάει την αγάπη του για την πατρίδα και τη λευτεριά, εκφράζει το μίσος και την περιφρόνησή του για τους φασίστες καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Υμνεί και δοξάζει τους αρχηγούς του και οδηγητές. Χλευάζει τις κυράτσες της άρχουσας τάξης που "κλέβουν το χυλό" και "κάνουν τα μαλλιά τους περμανάντ". Χαίρεται για τα κατορθώματα και τους ηρωισμούς του, θρηνεί για τους νεκρούς του κι οραματίζεται μια Ελλάδα λεύτερη, ανεξάρτητη κι ευτυχισμένη.

Τραγούδια του απλού λαού είναι καθρέφτης της ψυχής του και σχολείο πατριωτικού, αγωνιστικού και δημοκρατικού φρονιματισμού.

Σήμερα που οι εχθροί χτυπούν τις πύλες της πατρίδας μας, μάς δείχνουν - όπως και τότε - το δρόμο για την απόκρουσή τους: εθνική ενότητα.

Έτσι τα ύψιστα συμφέροντα του έθνους επιβάλλουν την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.

Πάνος Τζαβέλλας

Η άλλη οπτική (εισαγωγή)

Πιστοί στο ραντεβού μας με τις εικαστικές τέχνες, ξεκινάμε τη διαδικτυακή φιλοξενία της "Άλλης Οπτικής", μιας εκπληκτικής έκθεσης σχεδίου του Μανώλη Γιάνναρου με συνοδεία κειμένων της αγαπημένης φίλης Μέλιας Πουρή. Ακολουθεί το εισαγωγικό κείμενο της έκθεσης με την υπογραφή της Ευδοκίας Σακκά. Τα υπόλοιπα σύντομα στην οθόνη! ηρ.οικ.



(Μανώλης Γιάνναρος, "Πολυθόρυβο μέρος")



H Εισαγωγή της Έκθεσης

Η άλλη οπτική 

Η έκθεση των σχεδίων είναι η έκφραση μιας άλλης οπτικής. Μέρος της μεταμοντέρνας κοινωνίας μας η ακριτική Αστυπάλαια έγινε η πηγή έμπνευσης για τα έργα που παρουσιάζονται. Έργα χωρίς αυστηρές γραμμές, χωρίς πρότερους προσδιορισμούς, έργα ατελή και διαδραστικά που ολοκληρώνονται μόνο μέσα από την άλλη οπτική, από την κάθε ερμηνεία του κάθε θεατή, από το βλέμμα και τη σκέψη. 

Ο κατακερματισμός των ταυτοτήτων μας, οι ψηφίδες της ψυχής μας, η υπαρξιακή αγωνία, η ανάγκη για επικοινωνία, η μοναξιά, οι προσδοκίες ως προσωπικές ποιότητες αλλά και κοινωνικοπολιτική θέαση ανιχνεύονται στα σχέδια. Σχέδια που γεννούν αφηρημένα και αφαιρετικά σχόλια και πολλαπλές ερμηνείες. Σχέδια που προκλήθηκαν από την άλλη οπτική της Αστυπάλαιας, των ανθρώπων και των τοπίων, του ανέμου. 

Δημιουργός ο Μανώλη Γιάνναρος. Ο Μανώλης μεγάλωσε στην Αστυπάλαια, σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σήμερα ζει στην Αστυπάλαια και αλλού και ασχολείται με τη μουσική και την καλλιτεχνική δημιουργία σε ποικίλες εκφάνσεις της, όπως σχέδιο, φωτογραφία, κόμιξ. Είναι αυτοδίδακτος και ταλαντούχος έχοντας αναπτύξει μόνος τη συγκεκριμένη προσωπική τεχνική σχεδίου. Η παρούσα συλλογή είναι έργα που σχεδιάστηκαν με σκοπό να παρουσιαστούν στο κοινό και τους επισκέπτες της Αστυπάλαιας σε αυτή την πρώτη προσωπική έκθεση του Μανώλη Γιάνναρου. Μια πρώτη ανάγνωση των έργων επιχειρεί η Μέλια Πουρή. Η συνέχεια δική σας με ένα ανυπόμονο και πολυσέλιδο βιβλίο επισκεπτών… 

Ευδοκία Σακκά

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Ήρθες νύχτα

Κι ας μην ήρθες, κι ας ήρθες και δεν ακούμπησες.







("Ήρθες νύχτα", Στίχοι: Κώστα Τριπολίτη, Μουσική: Αντώνης Βαρδής, Ερμηνεία: Λιζέτα Νικολάου, από το κανάλι του Μάνου Ορφανουδάκη)

Ήρθες νύχτα αργά σιγά και με τρένα φορτηγά το αμπέχονο στο μέρος της καρδιάς ήταν τρύπιο και μπαινόβγαινε ο βοριάς και τώρα που θ' αγαπηθούμε ξανά στο ίδιο το κρεβάτι το ίδιο πάλι θα γευτούμε του έρωτά μας του πικρού το πιο πικρό αλάτι ήρθες στην Καισαριανή δίχως μάτια και φωνή το τραγούδι σου παράπονο πικρό να μιλάει σ' έναν άσκοπο καιρό και τώρα που θ' αγαπηθούμε ξανά στο ίδιο το κρεβάτι το ίδιο πάλι θα γευτούμε του έρωτά μας του πικρού το πιο πικρό αλάτι

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΠΟΥ ΠΕΦΤΕΙ Η ΚΥΠΡΟΣ;

Βλέποντας και ακούγοντας την ελληνική κυβέρνηση - ή μάλλον το ελληνικό τρικομματικό τσίρκο Μεντράνο, για να είμαστε ακριβείς - δεν μπορεί κάποιος παρά να σκεφτεί ότι η επέλαση των Γερμανών και η πρόταση του Eurogroup για τη μεγάλη μάσα των καταθέσεων συμβαίνει όχι στην Κύπρο αλλά σε κάποιο μακρινό και εξωτικό νησιωτικό σύμπλεγμα που ελάχιστα μας αφορά. Καρφάκι δεν καίγεται στους κυβερνώντες, καρφάκι δεν καίγεται και στους κυβερνωμένους. Μα τέτοιο σιωπητήριο; 

Αυτό που ζούμε θυμίζει το "φόβο του κακού παραδείγματος", την κινητήρια δύναμη πολλών από τις επεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών σε μπανανίες της Λατινικής Αμερικής κατά τον 20ο αιώνα, όποτε τολμούσαν κάποιος ηγέτης και κάποιο λαϊκό κίνημα να σηκώσουν κεφάλι. Τον φόβο του κακού παραδείγματος τον είχαν όχι μόνο οι ΗΠΑ αλλά και τα γειτονικά αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία είχαν συμφέρον οι υπήκοοί τους να μη βλέπουν καμία εναλλακτική λύση, όπου κι αν γεννιόταν αυτή (στην Κούβα, στη Χιλή, στη Νικαράγουα). Έτσι κι εδώ: κιχ δεν βγάζουμε, ελπίζοντας να σωφρονιστούν άμεσα οι "αδελφοί Κύπριοι", να ΜΗΝ διανοηθούν να διαπραγματευτούν (γιατί εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν διαπραγματευόμαστε παρά μόνο λέμε "μάλιστα" και "ευχαριστώ"), και ύστερα από το κούρεμα των καταθέσεών τους να βάλουν και κάνα χαράτσι, να γίνουν άνθρωποι. Με άλλα λόγια, να ξεβρακωθούν, να ξεφτιλιστούν και να μας μοιάσουν.

Λοιπόν, μην πάει ο νους σας στο κακό. Μέσα μας βαθιά, εμείς οι Έλληνες είμαστε πατριώτες, και άμα λάχει γουστάρουμε και ενιαίο αμυντικό δόγμα - αρκεί ο επιτιθέμενος να είναι οι κακοί Τούρκοι. Αν το ντου το κάνει ο Σόιμπλε, καθόμαστε αναπαυτικά, παρακαλάμε να διαρκέσει λίγο και βγάζουμε και κάνα στεναγμό ανακούφισης που δεν είμαστε εμείς στη θέση των χαμένων. Εξάλλου, ανήκομεν εις την Δύσιν, πάλι τα ίδια θα λέμε;

Τελικά πού πέφτει η Κύπρος; Σίγουρα μακριά, πολύ μακριά, ειδικά όταν η Κύπρος λέει ΟΧΙ σε θεούς και δαίμονες. Εμείς σας αποκαλύπτουμε τις πιθανές τοποθεσίες στις οποίες βρίσκεται η Κύπρος σύμφωνα με τους εδώ φωστήρες μας. Η πρώτη εντύπωση που δόθηκε στο ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο ήταν ότι τα πειρατικά μέτρα της Τρόικας αφορούν τα πανέμορφα Νησιά Μάρσαλ.




Ακολούθησε τηλεδιάσκεψη στην οποία το εν λόγω σενάριο διαψεύστηκε από τον Σόιμπλε. Ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών πήρε μια βαθιά ανάσα και αναρωτήθηκε σκεπτικός: "Βρε μπας και το μεγάλο αφεντικό έκανε απόβαση στη Μικρονησία;"




Ο Πρωθυπουργός μπήκε άμεσα στην κουβέντα: "Όχι Γιάννη, η συγκινητική προσπάθεια διάσωσης αφορά την Αντίγκουα - Μπαρμπούντα". Και δώσ' του να βγαίνουν και να μπαίνουν οι χάρτες πάνω στο τραπέζι. Βρε πού είναι αυτή η Κύπρος...




Στη συζήτηση δεν άργησε να μπει και ο Φώτης Κουβέλης: "Αντώνη, οι δημοκρατικές μου ευαισθησίες και το αριστερό μου παρελθόν επιβάλλουν να ριχτεί άπλετο φως στην υπόθεση". "Φώτη μου, τώρα μίλησα με το ΥΠ.ΕΞ. Είναι τελεσίδικο, η Λαγκάρντ εννοούσε ένα νησί στο Αρχιπέλαγος Βανουάτου". Και εις επίρρωση των λεγομένων του, ο Αντώνης έδειξε μία φωτογραφία με χαρούμενα παιδιά γεμάτα ευγνωμοσύνη, έτοιμα να υποδεχτούν την Τρόικα στην παραλία.


Και κάπως έτσι, μάθαμε επιτέλους πού πέφτει κι αυτή η ρημάδα η Κύπρος. Μακριά, πολύ μακριά, στο πουθενά και στο τίποτα, ειδικά όταν αυτή αποφασίζει να σώσει τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και να δείξει ότι υπάρχει κι άλλου είδους πολιτική εκτός από το προσκύνημα του Ευρώ και της γερμανικής ασυδοσίας. Είναι πραγματικά γελοίο να βλέπεις τους εδώ τρικομματικούς ξεφτίλες που μέχρι χθες πανηγύριζαν τη συμφωνία στο Eurogroup σήμερα  να προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Η Κύπρος δείχνει το δρόμο!
ηρ.οικ.

ΥΓ: Πέρα από το δικαιολογημένο ενθουσιασμό για το πρώτο όχι στη Φράου Μέρκελ, το βάθεμα και η ένταση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων - στιγμή των οποίων είναι και οι εξελίξεις στην Κύπρο - δεν είναι καθόλου καλά νέα. Για κανέναν μας.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

"Το Κύτταρο", του Λάκη Παπαστάθη


Το Κύτταρο

του Λάκη Παπαστάθη


Άκουσα την Σωτηρία Μπέλλου να τραγουδάει play back το τραγούδι… με αεροπλάνα και βαπόρια... για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής λήψης. Στη δεύτερη επανάληψη της κινηματογράφησης, κατάλαβα, πως σ’ ένα σημείο του τραγουδιού ήταν ασύγχρονη. Άλλα λόγια έλεγε το μαγνητόφωνο κι άλλα τραγουδούσε αυτή. Συγκεκριμένα η παλιά ηχογράφηση έλεγε… σ’ αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί… και η Σωτηρία είχε μάθει να λέει… σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί. Άλλο κόσμος, άλλο τόπος. 

Θυμήθηκα τα τελευταία χρόνια της Χούντας. Μπουάτ Κύτταρο 1973. Μέρες Πολυτεχνείου. Τότε ακούγονταν φρέσκα ακόμη τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου και μαζευόταν εκεί η νεολαία να τον ακούσει. Πλούσιο θέαμα με τραγουδιστές, κινηματογραφικές προβολές, και τον μπερντέ του καραγκιοζοπαίχτη Σπαθάρη, ενταγμένο στην όλη αφήγηση του προγράμματος. Η σκιά του σινεμά, η σκιά της κάθε φιγούρας που προβαλλόταν στο πανί και το… βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί που δεν έχει απόψε που να πάει… που τότε γράφτηκε, έδωσε και τον τίτλο στο όλο θέαμα… ΘΙΑΣΟΣ ΣΚΙΩΝ. Σκιές λησμονημένων προγόνων μπλέκονταν με τις ζωντανές παρουσίες του πάλκου μέσα σε ατμόσφαιρα τελετουργίας. Από τις μυθικές μορφές του ρεμπέτικου -τις φωτογραφίες μας τις έδωσε ο φίλος τότε Ηλίας Πετρόπουλος- μέχρι τον Καραγκιόζη, την Αγλαΐα, το Νιόνιο, το Χατζηαβάτη, αλλά και εικόνες από τους Βαλκανικούς πολέμους για να ακουστεί ο Μπάλλος και η Μαύρη Θάλασσα. Προβλήθηκαν ζωγραφιές του Πεντζίκη και της Θεσσαλονίκης για το είδα την Άννα κάποτε και προπολεμικές ελληνικές ταινίες σχολιασμένες με χρώματα και μουσικές. Υπήρχαν και μικρά ιντερμέδια με κινούμενα σχέδια που σχεδίασε ο Αλέκος Κυριτσόπουλος. Ένα πολυθέαμα πρωτοφανέρωτο που συνεχώς σε εξέπληττε. 

Το με αεροπλάνα και βαπόρια ο Σαββόπουλος τότε το ονόμαζε Ζεϊμπέκικο. Επειδή έπρεπε να τραγουδήσει ο ίδιος και τη δεύτερη φωνή έγινε μια ταινία που τον έδειχνε στην οθόνη να τραγουδάει απαντώντας στο ζωντανό τραγούδι του. Είχε στηθεί ακριβώς κάτω από την οθόνη και ο συνδυασμός του κινηματογραφημένου Σαββόπουλου με τον ζωντανό δημιουργούσε μες στο σκοτάδι σχεδόν θρησκευτικό αίσθημα. 

Ένα απόγευμα έφτασε η ειδοποίηση στο Κύτταρο να παραστούν αύριο στις οκτώμισι το πρωί ο συνθέτης και ο σκηνοθέτης στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως και στο τμήμα Λογοκρισίας. Φθάσαμε αγουροξυπνημένοι. Το γραφείο του υπεύθυνου λογοκρισίας μας ήταν γνωστό. 

-Δεν έχουμε καθαρά φουρνάρικα κύριε Σαββόπουλε; Τι εννοείτε; Γιατί τρώμε βρώμικο ψωμί; Μήπως φταίει το αλεύρι ή είναι συμβολική η έκφρασή σας και εννοείτε κάτι άλλο. Πάντως όταν σας ακούνε χειροκροτούνε στο μαγαζί, κάτι καταλαβαίνουν πως θέλετε να πείτε και το επικροτούν. (Κοφτά) Άλλαξέ το. 

- Πώς; 

- Δεν ξέρω, εσύ θα το βρεις και θα μου το πεις. 

- Μήπως σ’ αυτόν τον κόσμο; 

- Δηλαδή και της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης; 

- Πώς να την εξαιρέσουμε; 

- Πως λέγαν στην αρχαιότητα… πλην Λακεδαιμονίων, βρες έναν τρόπο πλην Ελλήνων. 

- Δεν γίνεται δεν κολλάει, θα χαλάσει το τραγούδι. 

- Το σημαντικό δεν είναι το τραγούδι σας κύριε αλλά να μην βλάψετε την Ελλάδα και την προσπάθεια που γίνεται τώρα. Και το όσοι αγαπούνε με ενοχλεί. Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης, τι θα πούμε στον άλλον… αν αγαπήσετε θα φάτε βρώμικο ψωμί; Πρέπει να πούμε πως αν αγαπήσετε θα σωθείτε, θα γίνετε καλύτεροι άνθρωποι. Δεν είναι έτσι; 

Ο Σαββόπουλος σαν να είχε προετοιμάσει την απάντησή του. 

- Μα τραγούδι είναι, ποίηση! Θέλουμε να πούμε πως οι καλοί άνθρωποι που αγαπάνε πέφτουν θύματα των επιτήδειων, των κακών που εκμεταλλεύονται την καλοσύνη τους, γι αυτό τρώνε βρώμικο ψωμί, τους πατάνε κάτω οι κακοί, οι αδίστακτοι… Καταλάβατε; 

Μετά από παρατεταμένη παύση και κοιτώντας τον Διονύση στα μάτια. 

- Θα το σκεφτώ. Προς το παρόν μην ξανακούσω το σ’ αυτόν τον τόπο. Κάθε βράδυ σ’ ακούμε. 

- Το ξέρω. 

- Τους αναγνωρίζεις; 

- Κάνουν μπαμ. 

- Δηλαδή; 

- Απ’ το κούρεμα, το ρούχο… 

- Δεν είναι μαλλιάδες σαν κι εσάς κύριε. Την γλυτώσατε από τον κύριο Λαδά που δεν σας κούρεψε ακόμα. 

- Κι από κάτι άλλο τους αναγνωρίζω, χειροκροτούν υπερβολικά και ψεύτικα, σε λάθος σημεία και με άδειο βλέμμα, μηχανικά. 

- Σας χαλάνε και την ατμόσφαιρα. Μην τολμήσει κανείς από τους κουλτουριάρηδες που σας ακούνε να τους πειράξει ή να πει κάτι εναντίον τους γιατί πάει, θα τους φάει το μαύρο σκοτάδι. Περάσατε και από την ασφάλεια στην Μπουμπουλίνας. 

- Μάλιστα. 

- Σας θυμάμαι, αδύνατος ήσασταν τότε. Χεσμένος. Απ’ ότι έμαθα καλό σας έκανε όμως. Γράψατε και τραγούδια όταν ήσασταν μέσα. Πηγαίνετε τώρα. Θα σας ξανακαλέσω. 

Την επόμενη ήρθε στο Κύτταρο συνοδευόμενος από μια ξανθιά λεβεντογυναίκα με μεγάλα βυζιά. Παρών στο ακροατήριο το ίδιο βράδυ, δυο τραπεζάκια πιο μπροστά, ο Μάνος Χατζηδάκις και ο Οδυσσέας Ελύτης. Τότε ο Σαββόπουλος δεν είχε γράψει ακόμη το κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό, αλλά εγώ εκείνο το βράδυ ένιωθα βαθειά το νόημά του. Γύριζα συνεχώς το βλέμμα μου από τον λογοκριτή και τη συνοδό του στο άλλο τραπέζι, στην άλλη Ελλάδα. Χωρίς να το καταλάβω βαθειά συγκίνηση με κυρίευσε. Χωρίς μίσος, χωρίς οργή, χωρίς ειρωνεία, σχεδόν με κατανόηση για τον άνθρωπο της Χούντας. Λές κι’ ο νέος διχασμός της Ελλάδας τον επέλεξε εκείνο το βράδυ και τον έβγαλε στη σκηνή, δίνοντάς του έναν μικρό ρόλο για να γίνει ορατό το δράμα. 

Ο λογοκριτής άκουσε το σ’ αυτό τον κόσμο και έφυγε πως έκανε καλά τη δουλειά του. 

Όταν έπεσε η Χούντα άκουσα το Σαββόπουλο να λέει σε μια συναυλία καθαρά, καθαρά… σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε κ.λ.π. Ακούστηκε στ’ αυτιά μου κάπως παράταιρα, σαν αντιστασιακή νύξη, σαν εύκολη κριτική καταγγελία. Τον συνάντησα μετά. 

- Προτιμώ το σ’ αυτόν τον κόσμο, γίνεται πιο συμπαντικό το τραγούδι, το σ’ αυτόν τον τόπο ακούστηκε κάπως ρηχό. Λες το φασιστόμουτρο να έκανε καλό στο τραγούδι χωρίς να το θέλει; 

Με κοίταξε κάπως έκπληκτος στην αρχή. Μετά από λίγο έδειχνε σαν να συμφωνούσε κι έβαλε τα γέλια.

(Περιλαμβάνεται σε: Λάκης Παπαστάθης, Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα, Αθήνα, Πόλις, 2011. Ευχαριστούμε θερμά το συγγραφέα για την παραχώρηση του διηγήματος. Μ.Π.)



(Διονύσης Σαββόπουλος - Λάκης Παπαστάθης)