Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΜΠΡΑΒΟ ΑΝΔΡΕΑ!


Λοιπόν, ο ανιψιός μου ο Ανδρέας όχι μόνο μπήκε με τα τσαρούχια στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού, στις φετινές πανελλαδικές, αλλά κέρδισε και υποτροφία διαπρέποντας σε γραπτό διαγωνισμό εκπαιδευτικού ιδρύματος. Και επειδή το όνειρό του είναι να γίνει πλοίαρχος στην ακτοπλοΐα ή στο εμπορικό ναυτικό, και επειδή είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει, και επειδή άλλο που δεν θέλω στη ζωή μου απ' το να ταξιδεύω Σύρο χαζεύοντας το Αιγαίο πάνω στη γέφυρα (άρχισα από τώρα να ζητάω χάρες), του αφιερώνω ένα ξεχασμένο, υποτιμημένο αλλά πάντα συγκλονιστικό τραγούδι του Γιάννη Σπανού. "Καπετάνιε, πάρε με μαζί". Ο θείος!

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Οι Μικρές Περιπλανήσεις για το "Άστρα που ψιχαλίζουν φως"


μικρές περιπλανήσεις
"Άστρα που ψιχαλίζουν φως"
Μετρονόμος, 2013.


Συμπληρώθηκαν ήδη είκοσι χρόνια από τότε που με την παρουσία, τη βοήθεια και την παρότρυνση του Νίκου Παπάζογλου καταγράψαμε τα πρώτα μας τραγούδια.

Όλα αυτά τα χρόνια οι Μικρές Περιπλανήσεις έφτιαξαν ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι, με τους δικούς του σταθμούς, τις δικές του συντεταγμένες. Για μας, σ' αυτό το ταξίδι, συντεταγμένες ήταν οι τόποι και οι στιγμές, οι φίλοι και τ' αδέρφια.

Αυτά κερδίσαμε κι αυτά μας έμειναν.

Να μας συντροφεύουν και να μας ζητούν επίμονα καινούργια ταξίδια.

Έτοιμοι, λοιπόν, στην αφετηρία και πάλι.

Με ορμητήριο, αυτή τη φορά το "Νησιωτικό", το σπίτι της οικογένειας Παπάζογλου στα Νικειά της Νισύρου, όπως είχε προγραμματιστεί να γίνει, μετά το τέλος του "Αγροτικού".

Ο δίσκος ολοκληρώθηκε με την ένθερμη υποστήριξη της Βαρβάρας Γουΐλιαμς και είναι αφιερωμένος στη μνήμη του Νίκου.

ΜΙΚΡΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Συνέντευξη με τον Γιάννη Κούτρα



Γιάννης Κούτρας:

«Μένουν τα τραγούδια και οι φίλοι»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Όρισε την πολιτική ερμηνεία με τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ», έδωσε φωνή και ρεύμα στον κλασικό «Σταυρό του Νότου», ρόκαρε με το «Τσικαμπούμ». Τραγούδησε τους συνθέτες, από τον Μικρούτσικο ως το Χατζηνάσιο κι από τον Σπανουδάκη ως τον Πλέσσα, και άγγιξε - εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 - την κορυφή των ελλήνων ερμηνευτών. Η φωτεινή πλευρά του ταλέντου και της ερμηνευτικής δεινότητας πήγε χέρι-χέρι με μία άλλη, σκοτεινότερη πλευρά. Αποσύρθηκε, σιώπησε, όμως επέστρεψε δυναμικά το 2006 «χωρίς βαλίτσα και παλτό». Αυτή την περίοδο συνεργάζεται δισκογραφικά και επί σκηνής με τον Χρήστο Κολοβό, και συνεχίζει αποφασισμένος και σοφότερος το ταξίδι του. Ο κύριος Γιάννης Κούτρας!



35 χρόνια μετά από τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ», τι έχει αλλάξει μέσα σας;

Πολλά έχουν αλλάξει. Σαν άνθρωπος έχω βαρύνει, έχω γεράσει. Απ’ την άλλη έχω γλυκάνει γιατί δεν μετάνιωσα ποτέ για τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου. Αν με ρωτούσε κάποιος τι έχω κρατήσει απ’ τη ζωή μου, θα απαντούσα ότι δεν μπόρεσα να βάλω δραχμή στην άκρη, αλλά έχω γνωριμίες, έχω ανθρώπους, έχω φίλους.

Το 2006 στη μεγάλη σας επιστροφή είπατε ότι «αυτό το ταξίδι δεν το χάνω με τίποτα». Αυτό το δεύτερο ταξίδι συνεχίζεται ακόμα;

Ναι, αν και πολλοί κάνουν προσπάθεια να μου το σταματήσουν. Όσο πατάνε τα πόδια μου θα προσπαθήσω να το συνεχίζω, γιατί δεν έχω και άλλο τρόπο για να υπάρχω. Αν μου σταματήσεις το τραγούδι, θα σταματήσω και να ζω. Η ζωή μου είναι το τραγούδι και, ευρύτερα, η μουσική. Προσπαθώ, όσο μπορώ, να τραγουδάω και να τραγουδάω καλά. Αυτό μου το επιβεβαιώνουν οι άνθρωποι γύρω μου. Αν δω όμως ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν μπορώ να ανταποκριθώ, τότε θα την κάνω και θα φύγω.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος «Όνειρο πάνω απ’ την πόλη» των Κώστα και Χρήστου Κολοβού. Συμμετέχετε ερμηνεύοντας το «Θάλασσα γίνομαι». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Τους Κολοβούς τους γνώρισα από τον Θάνο Μικρούτσικο. Το 2006 έκανα στην EMI το δίσκο «Χωρίς βαλίτσα και παλτό» και ψάχναμε να βρούμε τραγούδια με τον Μικρούτσικο. Από τα πρώτα που μου έβαλε να ακούσω ήταν το «Έρωτας στην Άφυτο» από τον πρώτο δίσκο των αδερφών Κολοβού. Μου άρεσε πάρα πολύ, μου φάνηκε όμορφο και πρωτόγνωρο, αλλά τελικά δεν μπήκε στο δίσκο. Σιγά σιγά όμως οικοδομήθηκε η σχέση μου με τα δύο αδέλφια, πήγα στη Άφυτο όπου μένουν, κάναμε παρέα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η λυρικότητα στην ψυχή τους και στο βλέμμα τους γύρω απ’ τη μουσική.






Πηγαίνοντας στην αφετηρία, πόσο επηρέασε την ερμηνευτική σας πορεία η οικογενειακή σας σύνδεση με τη βυζαντινή μουσική;

Ο πατέρας μου ήταν καφετζής, είχε ένα καφενεδάκι στην Αιδηψό, και έψελνε μέσα στο καφενείο! Με έβαζε σε μία καρέκλα και με νανούριζε γιατί δεν κοιμόμουν διαφορετικά. Μου έλεγε διάφορα τραγούδια τοπικά, αλλά και το «Γιάννη μου το μαντήλι σου». Ο παππούς μου και ο θείος μου ήταν επίσης ψαλτάδες. Μικρός, λοιπόν, άρχισα να πηγαίνω στο κατηχητικό και να γυμνάζομαι σαν ψάλτης. Όμως, ήθελα και να περνάω καλά, και τα κορίτσια άρχισαν να μου κάνουν νερά, να δυσανασχετούν, γι’ αυτό κι εγώ έφυγα από την εκκλησία και δεν ξαναπάτησα. Στη συνέχεια, τα ακούσματά μου ήρθαν απ’ τη Δύση, κλασική ροκ, και πιο εξειδικευμένα πράγματα. Μου άρεσαν πάρα πολύ και τα ακούσματα του Μισισιπή, τα μπλουζ, που με τσακίζουν. Αλλά έχω κι ένα αυτί κολλημένο στην Ανατολή. Έτσι γινόμουν πάντα, δυο κομμάτια.

Είναι αλήθεια ότι στα πρώτα σας βήματα δουλέψατε με τον Λοΐζο;

Το Λοΐζο τον γνώρισα πολύ πριν το Θάνο. Από την Αιδηψό την κοπάνησα 17 χρονών με μία τσαντούλα στον ώμο όταν πρωτο-τσακώθηκα με τον πατέρα μου. Δεν με άφηνε να κάνω αυτό που ήθελα, «θα γίνεις γιατρός, θα γίνεις δικηγόρος» και πάει λέγοντας. Ήρθα Αθήνα και έκανα ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει ένας πιτσιρικάς, βενζινάδικο, σιδεράδικο… Παράλληλα, το βράδυ δούλευα στην Πλάκα. Τότε, 1974-75, ήταν στην άνθισή τους τα τραγούδια της Μεταπολίτευσης, τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και τα Αντάρτικα. Κάθε βράδυ ερχόταν ο Λοΐζος και μας άκουγε. Έρχεται ένα βράδυ, ανέκφραστος, με το τσιγάρο στο στόμα, και μου προτείνει να πάω σπίτι του για να γράψουμε κάτι. Είχα τότε αγοράσει ένα αμαξάκι από την Πρωτοψάλτη, βάζω μέσα τον Λοΐζο και πηγαίνουμε στη Ραφήνα, στο εξοχικό του. Σιγά σιγά αρχίσαμε να δοκιμάζουμε μαζί τα τραγούδια που μπήκαν στο δίσκο «Τα τραγούδια μας», σε στίχους του Φώντα Λάδη. Τελικά, τα τραγούδια κατέληξαν στον Νταλάρα· μην με ρωτήσεις πώς.

Το κεφάλαιο «Μικρούτσικος» πώς μπαίνει στη ζωή σας;

Τον Θάνο Μικρούτσικο τον γνώρισα μέσω της Μαρίας Δημητριάδη. Ένα βράδυ είχε έρθει να ακούσει τη Δημητριάδη, και μου λέει: «Ρε συ, είσαι καλός. Έλα σπίτι μου να δοκιμάσουμε κάτι πολύ σοβαρό που έχω». Δεν μπορούσα να ξέρω πόσο σοβαρό ήταν… Ακόμα και σήμερα, δεν έχω καταλάβει πλήρως πόσο σημαντικός και πόσο πολιτικός είναι ο Μπρεχτ, και πόσο ισχυρά μηνύματα έδωσε στην ανθρωπότητα. Κάναμε 12-15 ώρες πρόβα την ημέρα, κοιμόμουν σπίτι του. Ταυτόχρονα, με παρουσίασε στη Μελίνα Μερκούρη. Στο Θέατρο Μπρόντγουεη γινόταν μία τεράστια παραγωγή για τον Μπρεχτ με τίτλο «80 χρόνια Μπρεχτ». Η σκηνοθεσία ήταν του Ζυλ Ντασσέν, ενώ συμμετείχαν ο Μάνος Κατράκης, ο Γιάννης Φέρτης, ο Χρήστος Καλαβρούζος, η Μπέτυ Βαλάση. Ο Ντασσέν ήθελε να παίζω μπάντζο. Εγώ κιθάρα ήξερα, αλλά πήγα και αγόρασα μπάντζο - το έχω ακόμα σπίτι μου! Μου έδωσαν μία πολύ καλή αμοιβή, αλλά αναγκάστηκα και διέκοψα τη συμμετοχή μου γιατί έπρεπε να πάω φαντάρος.

Είχε η συνάντησή σας με τον Μπρεχτ κάποια επίδραση και στην πολιτική σας συνείδηση;

Παράλληλα με τον Μπρεχτ, άρχισα να μπαίνω στο πνεύμα της αριστεράς, να διαβάζω, να καταλαβαίνω. Ο Μικρούτσικος μου έδωσε υλικό να διαβάσω, και σταδιακά ήρθε και η δική μου πολιτική συνειδητοποίηση. Ο Μπρεχτ έχει γράψει μαγικά πράγματα, τα οποία μπήκαν στην ψυχή μου. Το «Άννα μην κλαις» γράφτηκε τη δεκαετία του ’30 και είναι τόσο επίκαιρο λες και έχει γραφτεί σήμερα.

Κι ύστερα ήρθε ο Καββαδίας…

Ο Καββαδίας ήταν το δεύτερο σφυρί που δέχτηκα στο κεφάλι, μετά τον Μπρεχτ. Από άποψη περιεχομένου και λεξιλογίου, ήταν ακόμα δυσκολότερος από τον Μπρεχτ. Ο Θάνος είχε καταλάβει ότι γινόταν κάτι σημαντικό, εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα γιατί δεν ήξερα τα νοήματα του Καββαδία. Η δουλειά ήταν σύνθετη· ακούς τη «Γυναίκα», π.χ., σήμερα και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για ένα απλό τραγούδι. Η επιτυχία του «Σταυρού του Νότου» έγκειται στην τότε ψυχοσύνθεση του Θάνου, στην κίνησή του, στο ταλέντο του, στη νεότητά του. Γενικότερα, ο Θάνος ξέρει να σε σηκώνει από τη σκηνή δεκαπέντε πόντους όταν τραγουδάς, επειδή είναι σπουδαίος συνθέτης.



("Είναι από τον Αριστοφάνη του Σαββόπουλου
που παίχτηκε στο κτίριο της Νομαρχίας της Θεσσαλονίκης")


Από τη δεκαετία του ’80, τι κρατάτε σαν αίσθηση;

Τη δεκαετία αυτή υπήρξαν κάποιες παραγωγές που έγιναν τότε στη Λύρα, τις οποίες δυστυχώς δεν πήρε χαμπάρι ο κόσμος. Εγώ ζητούσα από τον Πατσιφά λεφτά έναντι, και έτσι έκανα αρκετούς δίσκους. Έτσι έκανα το «Τσικαμπούμ», το «Μετά τη βροχή», και βεβαίως το «Κύριε των δυνάμεων» του Σταμάτη Σπανουδάκη με την Ελένη Βιτάλη. Αυτός ήταν ένας εξαιρετικός δίσκος. Επίσης, στη δεκαετία του ’80 βρέθηκα στην παρέα του «Αχ Μαρία», έκατσα εκεί αρκετά χρόνια από το ’85 μέχρι το ’88, άκουγα και τα αστεία του Ζουγανέλη και περνούσα καλά.

Όταν επιστρέψατε, το 2006, μία θαυμάστριά σας έγραψε σε ένα διαδικτυακό φόρουμ το εξής: «Μπορεί να μου πει κάποιος πού ήταν αυτός ο άνθρωπος και τι έκανε τόσα χρόνια;». Ποια είναι η απάντηση;

Σε κάτι μπαρ ήμουνα με ένα μπλουζ συγκρότημα και παίζαμε μουσική. Καθόμουν και μέσα στο σπίτι, με κατάθλιψη, με μία τηλεόραση ανοιχτή δίχως ήχο, και μέσα από εκεί προσπαθούσα να σκεφτώ τι κάνω. Εγώ πάντα εκ των υστέρων καταλάβαινα τα πράγματα, πάντα έπρεπε να σκεφτώ πολύ για να καταλάβω.

Κι όμως, σε αυτή την περίοδο αποχής σας προέκυψε μία μακρόχρονη συνεργασία με τον Μίμη Πλέσσα.

Ο Μίμης Πλέσσας με βρήκε σε μία δύσκολη φάση της ζωής μου. Είχα πάει στη Λάρισα και τραγουδούσα σε ένα σκυλάδικο, και έρχονταν κάτι Λαρισαίοι με τις γαλότσες από τα μποστάνια τους. Τραγουδούσα τα πάντα, και …Χριστοδουλόπουλο, για ένα χειμώνα ολόκληρο. Καθόμουν όλη μέρα σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, και το βράδυ πήγαινα στο σκυλάδικο. Ο ιδιοκτήτης του εν τέλει δεν είχε να με πληρώσει, και μου έδωσε ένα αμάξι αντί για αμοιβή. Το πήρα, και γύρισα από τη Λάρισα στην Αθήνα υπό βροχή με χαλασμένη ηλιοροφή· έγινα μούσκεμα. Απ’ αυτήν την κατάσταση με έβγαλε ο Πλέσσας, όταν με προσκάλεσε στο Ζυγό, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κάτσαμε μαζί για δέκα χρόνια περίπου. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ καλά, στη συνέχεια ίσως κάπου ξέφτισε το πράγμα.

Το 1982 συνεργαστήκατε και με τον Σταύρο Κουγιουμτζή στο δίσκο «Μικραίνει ο κόσμος». Τελικά, γιατί το τσάκισε το χέρι του ο «καημένος ο Μακρυγιάννης»;

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε η ευγενέστερη φιγούρα που γνώρισα στη ζωή μου. Στο σπίτι μου έχω ακόμα τον πίνακα του Σταθόπουλου που μπήκε στο εξώφυλλο. Τον Κουγιουμτζή δεν τον ήξερα προσωπικά, παρά μόνο σαν μεγάλη φυσιογνωμία της μουσικής. Με παίρνει μία μέρα τηλέφωνο και ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής την χαρακτηριστική φωνή του: «Ο κύριος Κούτρας;». «Μάλιστα», λέω εγώ. «Είμαι ο Σταύρος Κουγιουμτζής και θα ήθελα να πείτε ένα τραγούδι στην τελευταία μου δουλειά». Εγώ τότε έμενα στο Μαρούσι κι αυτός στο Ηράκλειο. Πήγα σπίτι του και συνάντησα ένα σεμνότατο άνθρωπο, που κοιτούσε πάντα χαμηλά. Τότε δεν καταλάβαινα, όμως τώρα ξέρω πόσο σημαντική ήταν αυτή η σεμνότητά του.

Έχετε δηλώσει ότι ο Χατζιδάκις υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρος απέναντί σας. Γιατί;

Με τον Χατζιδάκι κάναμε συναυλίες με πιάνο-φωνή γύρο στο ’79. Εγώ δεν είχα δελτίο παροχής υπηρεσιών, ήμουν πιτσιρικάς. Κάποια στιγμή μου λέει: «να πας να βγάλεις δελτίο παροχής υπηρεσιών». Του λέω «αμέσως, αλλά τι να το κάνω;». «Να σου δώσω την αμοιβή σου για τις συναυλίες στο Ηράκλειο, στη Ρόδο και στην Αλεξανδρούπολη». Τότε τα μεροκάματα ήταν 5.000, 7.000 δρχ., μικρά ποσά. Του πηγαίνω το μπλοκάκι και μου κόβει ένα δελτίο 150.000 δρχ. Του λέω «συγνώμη, κάνατε λάθος». Και μου απαντάει: «λίγα είναι, ε;».

«Πάντα κάτι μένει», Μάνος Ελευθερίου, Γιώργος Ανδρέου· από τα ωραιότερα τραγούδια της εργογραφίας σας. Τι έμεινε τελικά; Τι μένει;

Αυτό το τραγούδι είναι ένα αριστούργημα του Μάνου. Όταν το τραγουδάω αυτό το κομμάτι, το αίμα μπαίνει και βγαίνει κάτω από τα πόδια μου. Όταν το άκουσα πρώτη φορά από τον Ανδρέου, συγκλονίστηκα και του είπα αμέσως: «πρέπει να πω οπωσδήποτε αυτό το τραγούδι». Μπαίνεις με το κεφάλι μες στη θάλασσα, και κανένας δεν ξέρει αν θα βγεις. Λοιπόν, μένουν τα τραγούδια και οι φίλοι. Τίποτε άλλο.



(Γιάννης Κούτρας, Θάνος Μικρούτσικος, Μάνος Χατζιδάκις)

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Εμείς πάλι, Σφακιανάκη, δεν χεστήκαμε καθόλου





Δεν με νοιάζει αν αρέσει καλλιτεχνικά ο Νότης Σφακιανάκης - γούστα είναι αυτά. Αλλά το να αναπαράγει κάποιος σε διαδικτυακά μουσικά περιοδικά τις εμετικές, χρυσαυγίτικες δηλώσεις του Σφακιανάκη ουδέτερα, χωρίς ούτε ένα σχόλιο, λες και ο τραγουδιστής μίλησε για τον καιρό ή για συνταγές μαγειρικής, είναι τουλάχιστον προκλητικό. Για δες:


Και όχι μόνο: το εν λόγω δημοσίευμα δίνει και ερμηνεία στο φασιστικό παραλήρημα του Σφακιανάκη, καθώς σύμφωνα με τον δημοσιογράφο ο τραγουδιστής «στην ουσία χαρακτήρισε ‘φασίστες’ εκείνους που με προσωπεία αποκαλούν ‘φασίστες’ όσους προσπαθούν για να καλυτερέψουν την ζωή των ανθρώπων». Τι μας λέτε κύριε Γιάννη Κέρκη… στα σοβαρά η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να καλυτερέψει τη ζωή μας; Δική σας είναι η άποψη, ή του Σφακιανάκη; Αν είναι του Σφακιανάκη, μάθετε να χρησιμοποιείτε σωστά τα εισαγωγικά σε ένα γραπτό κείμενο. Αν πάλι είναι δική σας η άποψη, πείτε την ανοιχτά και μην κρύβεστε πίσω από τις δηλώσεις άλλων.

Συγκρίνετε τη θολωμένη αρλουμπολογία του κύριου Κέρκη με τη σαφήνεια με την οποία απάντησε στον Σφακιανάκη η Δέσποινα Βανδή:

Τον Νότη τον συνάντησα για πρώτη φορά πριν 16 χρόνια. Από τότε κατάλαβα πως ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερος, όπως και αν ακούγεται και μεταφράζεται αυτό, ξεχωριστός ως καλλιτέχνης και με συνέπεια ωστόσο ως προς και τα δύο, όλον αυτό τον καιρό.
Ακραίος και ανατρεπτικός σε αξίες και πιστεύω. Δικαίωμα του κάθε ελεύθερου ανθρώπου σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, να λέει τη γνώμη του και να την υποστηρίζει.
Διαφωνούσα κατά καιρούς σε πολλά από αυτά που έλεγε, άλλοτε συμφωνούσα, όσο εξτρεμιστικά και αν εκφραζόταν (Νότης είναι αυτός). Παρά την διαφορετική άποψη που έχουμε γενικότερα στις σχέσεις, στην ζωή και τη δημοκρατία, θεωρούσα ότι καλλιτεχνικά θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε σε μια μουσική σκηνή.
Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι τα πράγματα που μας χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που μας ενώνουν.
Αποχωρώ με λύπη.
Και κάτι τελευταίο...
Εμένα οι γονείς μου ήταν μετανάστες...
Αυτό.

Αυτή είναι δήλωση και στάση, και ΜΠΡΑΒΟ στη Δέσποινα Βανδή που είχε τα κότσια για να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Δεν μένει παρά να κάνουν το ίδιο και όσοι άλλοι καλλιτέχνες τυγχάνουν συνεργάτες του Νότη Σφακιανάκη. Δεν μένει παρά να κάνουν το ίδιο και όσοι δημοσιογράφοι τον ύμνησαν και τον υμνούν - ή τέλος πάντων αναπαράγουν δήθεν αθώα και ουδέτερα τις φασιστικές αηδίες του. Παρ’ τε θέση τώρα, «ντόμπρα, ξάστερα, σερνικά».
ηρ.οικ.

"Το παρόν των περιοδικών" στην Απανεμιά



Ο Μετρονόμος, το MusicPaper και το MusicHeaven φιλοξενούμενοι της ιστορικής Απανεμιάς!


«Το Παρόν των Περιοδικών»
Κυριακή 24 Nοεμβρίου, ώρα 19:00
Μπουατ Απανεμιά (Θόλου 4, Πλάκα, τηλ. 210 324 8580)

Την Κυριακή 24 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που διοργανώνονται με τον τίτλο: «Το Παρόν των Περιοδικών», οι εκδότες των περιοδικών:

Θανάσης Συλιβός (Mετρονόμος)
Γιώργος Εγγλέζος (MusicHeaven.gr)
Μιχάλης Γελασάκης (MusicPaper.gr)

συζητούν για το ρόλο των σύγχρονων έντυπων και ηλεκτρονικών μουσικών περιοδικών. Συμμετέχουν οι συνεργάτες των περιοδικών και το κοινό. Στο μουσικό μέρος της βραδιάς καλεσμένος της Απανεμιάς ο Λεωνίδας Μπαλάφας.

«Το Παρόν των Περιοδικών»
Κυριακή 24 Nοεμβρίου, ώρα 19:00
Μπουατ Απανεμιά (Θόλου 4, Πλάκα, τηλ. 210 324 8580)

Είσοδος Ελεύθερη

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Σωτήρης Κακίσης: Πέντε ποιήματα από "Το μυαλό της καρδιάς"



ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ

ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΑΙΟΝ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2013)



1.

το δάσος χωρίς δάσος πώς να συνεχίσει, πώς να σταθεί; ακόμα και στων πολυκατοικιών το πιο πάνω μέρος οι κεραίες χωρίς ανθρώπους από κάτω τους πώς να μη σκουριάσουνε, πώς να μη σιωπήσουν; κι εδώ στην καρδιά χωρίς καρδιά μέσα της πώς εγώ το δάσος να τα καταφέρω, πώς να ξαναπροχωρήσω; πολύ μεγάλος ηθοποιός πια χωρίς καρδιά πού να πάω, πού να βγω; καλύτερα χωρίς ανθρώπους ξανά, με πολυκατοικίες χωρίς θόρυβο, με τις κεραίες από πάνω μου βουβές. χωρίς του δάσους το δάσος, χωρίς της καρδιάς τη ζωή την κεραία.



2.

πήγα να πέσω. στην άκρη του μυαλού μου μια πόλη ολόκληρη χωρίς σπίτια, με των ανθρώπων τα σώματα φωτισμένα από μέσα σαν άστρα, κι οι κινήσεις τους σαν αχνός σ’ έναν αέρα μαύρο, σαν της νύχτας πολλά μικρά αερόπλοια: πιλότοι οι καρδιές τους. κόκκινες δηλαδή αναπνοές όλη η πόλη αυτή, και αγωνία σαν της φύσης, τόσο ήρεμη, των αρχαίων Ελλήνων η παντοδύναμη αδυναμία παντού. πόλη στην άκρη του μυαλού μου με σπίτια της τα σώματα, με χελιδόνια της τίγρεις, με φάρο της εμένα εδώ, με την καρδιά μου πάντα δική της. με λιμάνι της τη θάλασσα που πήγα να πέσω.



3.

προχτές ένας άλλος θεός στις λέξεις σαν γάτα κι αυτός γλίστρησε κάτω από της μαύρης μου ψυχής το σκοτάδι, στο φως από τ’ αυτιά μου από μέσα πλησιάζοντας, δειλά, σαν άνοιξη. από ’κεί είδε ένα άλλο αυτί ενός άλλου ανθρώπου, το δικό σου, αγάπη μου. τι να πει, πώς να τον περιγράψει τώρα κι αυτόν τον έρωτα, ποια πόρτα ν’ ανοίξει, προς τα πού να πάει, πού να πετάξει; πάλι με τις λέξεις κι αυτός ο θεός ο αδύναμος προσπάθησε και προσπαθεί. αλλά το σκοτάδι, σκοτάδι.



4.

χρειάζομαι μουσική. τώρα που η καρδιά μου σ’ άλλο βουνό ανέβηκε, τώρα που τα μάτια μου σαν φύλλα από του προσώπου μου το δέντρο ένας αέρας παράξενος τα ερωτεύτηκε, τώρα. η μουσική είναι πιο αστεία, λιγότερο άχρηστη από τον θάνατο, ένα τραγούδι όλο και λίγο αίμα θα ’χει μέσα του, όλο και λίγη ζωή. γιατί στο βουνό της καρδιάς μου τ’ απάτητο, η καρδιά μου μόνη της σαν ποτήρι, με το γυαλί του θολό, λίγο κρασί θυμάται μέσα της και σκιρτάει, λίγο κρασί σαν αίμα ξανθό. κι η μουσική αυτού του ποτηριού στην κορυφή εκεί εσύ είσαι πάλι.



5.

λείπει ο κόσμος. σ’ άλλους λαούς έχουν πάει οι περισσότεροι, σε άλλων δασών τη σκιά και τα ρυάκια, σε άλλων πόλεων τα προάστια, σ’ άλλων ψυχών τον τρόπο. εδώ είμαι πια μόνο εγώ κι οι παλιοί λαϊκοί τραγουδιστές, μόνο το πάθος. και μια νύχτα μόνο μόνη της, με το πρόσωπο σαν ενός οδηγού διαστημικού λεωφορείου, το ίδιο βαριεστημένου στο στερέωμα, το ίδιο μελαγχολικού στο Σύμπαν. τι νύχτα, τι πόλη κι αυτή, μ’ εμένα κι όλους τους λαϊκούς τραγουδιστές γύρω μου, στη ζωή μου ολόγυρα! τι ζωή, τι πάθος, τι ψέματα, τι αλήθεια!



Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ένα διήγημα του Μπόσκο

Σύνδεσμος στη Lifo; Ναι, αμέ, εφόσον πρόκειται για ένα απίθανο διήγημα του Αντώνη Μποσκοΐτη:



Από εκεί και η συγκλονιστική μαρτυρία:
Διότι τα υποκείμενα του καλλιτεχνικού χώρου που νόμιζα γοητευτικό κι ενστικτωδώς επαναστατημένο, ήταν ζυμωμένα από τόσο εύπλαστο φύραμα μικρότητας κι υποταγής, που μόνον η αδυναμία τους να ενταχθούν στον κόσμο της κανονικότητας τους είχε οδηγήσει στη δήθεν αντισυμβατική ζωή του περιθωρίου.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Νέο τεύχος του Μετρονόμου για τον Κουν



Κάρολος Κουν - Η μουσική στο Θέατρο Τέχνης

O Kάρολος Κουν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θεατράνθρωπους του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, που ταύτισε το όνομά του με την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης και ξεχώρισε για το όραμά του.  Από το πλούσιο έργο που μας πρόσφερε, το αφιέρωμα του Μετρονόμου εστιάζει στη μουσική στο Θέατρο Τέχνης -από την ίδρυσή του (1942) μέχρι τον θάνατο του Κάρολου Κουν (1987)- και στους συνθέτες που συνεργάστηκαν με αυτό.

Περιεχόμενα

Φωτίζοντας ένα μύθο, του Χρήστου Σιάφκου
Kάρολος Κουν: Για τον Γιάννη Χρήστου
Ο Θόδωρος Αντωνίου για τον Κάρολο Κουν: «Απόλυτα αφοσιωμένος στο θέατρο αυτή ήταν η ζωή του», του Ηρακλή Οικονόμου
Χρήστος Λεοντής: «Το Θέατρο Τέχνης είναι το σπίτι μου, η ψυχή μου», του Αντώνη Περιβολάκη
Οι μουσικοποιητικοί θησαυροί του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι στο Θέατρο Τέχνη, του Σταύρου Καρτσωνάκη
Επιστολή του Μάνου Χατζιδάκι προς τον Κάρολο Κουν
Ο Κάρολος Κουν μέσα από τις συνεντεύξεις του
Συνθέτες που συνεργάστηκαν με το Θέατρο Τέχνης

Μάνος Λοΐζος - Νέγρικος ηλεκτρισμός, του Φώντα Τρούσα
Μανώλης Χατζημανώλης, του Δημήτρη Μπατζιάκα
H κάρτα του Μάνου Χατζιδάκι άργησε 28 χρόνια, του Δημήτρη Μπαγιέρη
Σεμνό μνημόσυνο για τον Νίκο Μαμαγκάκη, του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη
Βασίλης Τσαμπρόπουλος, του Κωνσταντίνου Τσικλέα
Κίτρινα Ποδήλατα, της Ελπίδας Μαρκιανίδου
Αθανάσιος Μανέτας – Ο πρωτοπόρος μπουζουξής της αθηναϊκής σχολής, του Σταύρου Κουρούση
Πάνος Σαββόπουλος, του Χρόνη Πλατίνου
Άκης Πάνου, του Σπύρου Κουρκουνάκη
Πίσω απ΄ τα όργανα: Τώνης Άγας, του Γιώργου Αλτή
Οι πόλεις και τα τραγούδια τους. Μέρος τρίτο: Θεσσαλία, του Θόδωρου Βαλσαμίδη

Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;





Το παρακράτος φτιάχνει μάρτυρες για τη Χ.Α.

του Στέλιου Κούλογλου


Η προβοκάτσια είναι χοντροκομμένη. Θυμίζει “τα χρόνια του μολυβιού” στην Ιταλία την δεκαετία του '70 και τις δολοφονικές επιθέσεις των μυστικών υπηρεσιών που φορτώνονταν στην αριστερά. Εδώ και 6 εβδομάδες οι νεοναζί είχαν περάσει στην άμυνα, η Βουλή είχε ψηφίσει την άρση της ασυλίας βουλευτών της και οι έρευνες για τις εγκληματικές δραστηριότητες της συνεχίζονταν. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, αυτό το Σαββατοκύριακο επρόκειτο να γίνουν και νέες συλλήψεις στελεχών της Χρυσής Αυγής. Μόνο μερικά φέρετρα μπορούσαν να εμποδίσουν την παραπέρα εξάρθρωση της.


Ήδη τις προηγούμενες μέρες, έγκυροι παρατηρητές από τον “Πατριωτικό Χώρο” που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, προέβλεπαν ένα “μεγάλο χτύπημα” που θα ανέτρεπε το σκηνικό. Οι δολοφόνοι των μελών της Χρυσής Αυγής έκαναν ακριβώς αυτό: πρόσφεραν στους νεοναζί τους μάρτυρες που είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη.

Μόλις μερικά λεπτά μετά το έγκλημα, ο ντετέκτιβ Κασιδιάρης το είχε ήδη εξιχνιάσει. Οι δράστες ήταν “αριστεροί τρομοκράτες”,τους οποίους έχει αφήσει ελεύθερους το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, την ώρα που φυλακίζει τους “αγωνιστές” θαυμαστές του Χίτλερ. Οι δε ηθικοί αυτουργοί είναι τα ΜΜΕ που τους συκοφαντούν, κατέληξε ο βουλευτής της ΧΑ, που όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοι του που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος είχαν ξαναβρεί το έξαλλο στιλ στο οποίο διακρίθηκαν και πριν την δολοφονία Φύσσα. Το κλίμα είχε αλλάξει: “δικαιολογημένα είναι θυμωμένοι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής”, συμπέραινε η παρουσιάστρια των ειδήσεων του Αντέννα,ούτε μια ώρα μετά την δολοφονία!

Στην πραγματικότητα βέβαια, σε κάθε σκοτεινή ενέργεια όπως είναι όλες οι τρομοκρατικές ενέργειες, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι ποιος ωφελείται από αυτές. Στην περίπτωση των δολοφονιών στο Νέο Ηράκλειο, η κυβέρνηση δεν είναι από τους ωφελημένους. Μπορεί με τις νέες δολοφονίες να ξεχνιούνται προσωρινά τα νέα οικονομικά μέτρα που ζητάει η τρόικα και η κυβερνητική νευρική κρίση(ο διευθυντής του “Βήματος” προέβλεπε το πρωί πιθανή πτώση της δικομματικής) αλλά το κλίμα της πολιτικής αστάθειας που δημιουργείται υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση ελέγχει όλο και λιγότερο τις εξελίξεις.

Απ΄ ότι φαίνεται έχει χάσει τον έλεγχο και του παρακράτους. Ίσως οι έρευνες στο σπίτι και το γραφείο του Καρχιμάκη, πράγμα που φέρνει αντικειμενικά σε δυσκολότερη θέση το ΠΑΣΟΚ αποσταθεροποιώντας παραπάνω την κυβέρνηση, να ήταν στην ίδια κατεύθυνση.

Το βέβαιο είναι ότι οι δύο δολοφονίες εγκαινιάζουν ένα νέο κύκλο αίματος, που αν τα χέρια του παρακράτους δεν κοπούν, δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Το επόμενο θύμα θα προέρχεται πιθανότατα από την άλλη πλευρά, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η στρατηγική της έντασης που το Μέγαρο Μαξίμου εγκαινίασε για να αντιμετωπίσει την αριστερά, αλλά τώρα γυρνάει σαν μπούμεραγκ σε βάρος του. 'Η, καλύτερα, σε βάρος αυτών που δεν έχουν χάσει τελείως την ψυχραιμία τους, μπροστά στην προοπτική απώλειας της εξουσίας...

Το πιθανότερο είναι, τις επόμενες μέρες, κάποια άγνωστη ή εξαφανισμένη για χρόνια τρομοκρατική οργάνωση, να αναλάβει την ευθύνη της δολοφονικής επίθεσης. Και αυτή την φορά ίσως να προσέξουν και να μην βγάλουν προκήρυξη με καθαρευουσιάνικες εκφράσεις, όπως έβγαλε η μαιμού-οργάνωση για την επίθεση στα γραφεία της ΝΔ.

Στη πραγματικότητα όμως, δεν υπάρχει σήμερα τρομοκρατική οργάνωση στην Ελλάδα που να μπορεί να οργανώσει μια τόσο καλοσχεδιασμένη επίθεση, όπως η σημερινή. Αντί λοιπόν να ξεκινήσει ξανά τις αηδίες περί δύο άκρων, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλύσει το παρακράτος, να βρει τους δολοφόνους και να συνεχίσει την εξάρθρωση της άλλης εγκληματικής οργάνωσης που ελπίζει τώρα, με δύο μάρτυρες σημαία, να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Και τα σημερινά γεγονότα απέδειξαν, ότι η παρουσία της είναι καταστροφική για την χώρα και την πολιτική ομαλότητα.

Πηγή: