Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

φωτιά κι αρμύρα, και ναυάγια...





Είπα κι εγώ να ακούσω τούτες τις άγιες μέρες τη φετινή παραγωγή και το φρέσκο ήχο με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά δυστυχώς βρήκα τοίχο. Αν η μουσική του Ζαχαρία Καρούνη στα "Ναυάγια" - ειδικά στα μέτρα της εισαγωγής - δεν είναι εντυπωσιακά όμοια με τη μουσική του Γιώργου Καζαντζή στο "Φωτιά κι Αρμύρα", τότε κι εγώ είμαι ο Άγιος Βασίλης. Καλά, δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να του το επισημάνει του εξαιρετικού μας τραγουδιστή, να μην εκτίθεται έτσι, και μάλιστα μελοποιώντας στίχους του Μάνου Ελευθερίου; Άλλο η μελωδία, κι άλλο η ενορχήστρωση. Και δεν μπορεί ποτέ η δεύτερη, όσο περίτεχνη και να 'ναι, να υποκαταστήσει την πρώτη! ηρ.οικ.






ΥΓ: Αντιθέτως, με μία μόλις ακρόαση από τον "Μελωδία" πολύ θετική εντύπωση μου έκανε η "Ακρόπολη" που ερμηνεύει επίσης ο Ζαχαρίας Καρούνης, αλλά που δεν μπορώ να βρω με τίποτα στο youtube. Αναζητήστε την!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Το 2013 σε 1 λεπτό και 13 δευτερόλεπτα



Έψαξα με τι να σας αποχαιρετήσω φέτος, και το μόνο που βρήκα καρφωμένο στο μυαλό μου ήταν αυτό το βίντεο με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη να διαφημίζει γιαουρτάκι υπό τους ήχους κλασικής μουσικής. Είναι ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό για την τρέχουσα κατάσταση του ελληνικού πολιτισμού, για την ηλίθια σοβαροφάνεια που μας έχει κάνει το βίο αβίωτο, για την απύθμενη κυριαρχία του δήθεν. Δεν υπάρχει καλύτερη απεικόνιση του εφιάλτη της σημερινής Ελλάδας από αυτό το χάλι, να βλέπεις έναν νέο άνθρωπο να γράφει κάτι σε ένα χαρτί με ένα αλαζονικό ύφος που ούτε ο Μπετόβεν δεν θα είχε όταν έγραφε την 9η του, να κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω με ένα στημένο στυλάκι μέγιστου διανοούμενου, και εν τέλει όλα αυτά να καταλήγουν σε ένα ...γιαούρτι. Αυτό είμαστε - για πολλά γιαούρτια. Μπέρδεμα, σύγχυση, με την όλο περίσκεψη ματιά του Παπακαλιάτη-Μπετόβεν να χαζεύει το κενό και με μία τέχνη που πλέον δεν έχει λόγο να υπάρχει, πέραν της χυδαίας ανάγκης ικανοποίησης της αγοράς και της εξίσου χυδαίας ανάγκης ικανοποίησης του ατομικού ή παρεΐστικου ναρκισσισμού μας.

Για μένα ο κλασικός τρόπος έκφρασης είναι πάντα ο καλύτερος. Γιατί το κλασικό δεν είναι συνήθεια, είναι επιλογή. Αυτή είναι η αξία του.

Με αυτές τις όλο κενό και παραγεμισμένες με μπόλικο τίποτα σκέψεις της αγελαδίτσας και του Παπακαλιάτη σας αποχαιρετώ. Με τον σκηνοθέτη μιας ταινίας που βάζει τον σκύλο του πρωταγωνιστή να ονομάζεται "Μοναξιά" . Ναι, αμέ, δείτε το "Αν..." αν δεν με πιστεύετε. Ο σκύλος λέγεται "Μοναξιά"... τι πρωτότυπο σκηνοθετικό εύρημα στ' αλήθεια... πόσο όμορφο στ' αλήθεια να βλέπεις τη μαζική κουλτούρα να διεκδικεί δάφνες ύψιστου νοήματος και να αναπαράγει όλη την προπαγάνδα της εξατομίκευσης και της αποκοπής από οτιδήποτε σε συνδέει με την κοινωνία. Τη μοναξιά και το νου σας!! Φάτε την αν θέλετε, ή και σκουπιστείτε με δαύτη! Μοναξιά και απώλεια, απώλεια και μοναξιά, ο σίγουρος δρόμος προς την καλλιτεχνική επιτυχία και αναγνώριση στην Ελλάδα σήμερα. 

Ρωτήστε και τον καλό μας στιχουργό Γεράσιμο Ευαγγελάτο: "από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε / η απώλεια θα μπορούσε να είναι κούνια μας". Τι στο καλό, σε μένα έπαιρναν playmobil και lego... τι έγινε μετά; Τι συνέβη αλήθεια ώστε να γίνει η απώλεια κούνια των νέων ανθρώπων; Τι στράβωσε στην πορεία; Και γιατί εγώ είμαι υποχρεωμένος να ακούω αυτό το μνημόσυνο, σε κάθε γωνιά, σε κάθε ραδιόφωνο, όταν ακόμα μέσα στις φλέβες κυλάει το αίτημα για ζωή; Γιατί να μην υπάρχει τραγούδι να  το εκφράσει; Γιατί με το ζόρι ήττα;

Γιατί το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν λέει να γεννηθεί, και έτσι, μέσα στο ημίφως, είμαστε καταδικασμένοι να πορευτούμε, με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, πλήρη ψυχραιμία, και πλήρη ετοιμότητα για δράση. Για το 2014, μας εύχομαι κάποιοι κάπου κάποτε να εφεύρουν τα νέα νοήματα και τις νέες φόρμες, γιατί αγελαδίτσες υπήρχαν πάντα αλλά υπήρχε και Νίκος Μαμαγκάκης, και Πόλυ Πάνου, και Νίκος Δημητράτος. Και αυτοί φεύγουν, και δεν βλέπω τίποτα στον ορίζοντα, παρά μόνο γιαούρτια και επίφαση, πολλή επίφαση! Καλή χρονιά, και τα λέμε από Γενάρη.
ηρ.οικ.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Νίκος Δημητράτος




Μάνατζερ που δεν ήταν καλοί τραγουδιστές αλλά έκαναν μεγάλη καριέρα ως τέτοιοι υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί. Καλοί τραγουδιστές που δεν ήταν μάνατζερ κι έτσι δεν έκαναν  τη μεγάλη καριέρα για την οποία προορίζονταν υπήρξαν επίσης, πολλοί, αλλά ο Νίκος Δημητράτος που πέθανε σήμερα θα ήταν σίγουρα στην κορυφή αυτής της νοητής πυραμίδας. Η συνάντησή του με τον Σταύρο Ξαρχάκο - καταρχήν - και με τον Δημήτρη Λάγιο έβγαλε μερικές από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες - δίχως υπερβολή - στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Η πολύ πιο πρόσφατη συνεργασία του με τον Χρήστο Λεοντή επικύρωσε την ερμηνευτική του στιβαρότητα που έμεινε ανεπηρέαστη από το πέρασμα του χρόνου. Γιατί όμως δεν έγινε ο Δημητράτος η φίρμα, το μέγεθος που σίγουρα θα ανταποκρινόταν στο μέγεθος της φωνής και των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων; Πόσο έφταιξε ο ίδιος, και πόσο ένα ανθρωποφάγο σταρ-σύστεμ που βασίστηκε και βασίζεται στα νούμερα και στην αγορά; Η τακτική παρουσία του σε τηλεοπτική εκπομπή της ΔΗΜΟΣΙΑΣ τηλεόρασης με παρουσιαστή τον Σπύρο Παπαδόπουλο υπήρξε μία κάποια ιστορική "επανόρθωση". Ένα είναι σίγουρο: ότι η περίπτωση του Νίκου Δημητράτου βρήκε ήδη περίοπτη θέση στα επτασφράγιστα κιτάπια του ελληνικού τραγουδιού και το όνομά του θα μνημονεύεται σαν συνώνυμο του ρίγους που σε πιάνει όταν ακούς τα πολύ μεγάλα, καταραμένα τραγούδια. Τα Μ.Π. εκφράζουν θερμά συλλυπητήρια στους οικείους και στους συνεργάτες του.
ηρ.οικ.


Ήρθε ο καιρός

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος

Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δεν σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δεν σας άγγιξε καμιά

Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη

Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Συνέντευξη της Μπέττυς Λιβανού στον Σωτήρη Κακίση




ΜΠέΤΤΥ ΛΙΒΑΝΟύ :

«Θα είχα ταλέντο, φαίνεται!» 


του ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ



Τελείωσε τη νέα ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου, πρωταγωνίστησε στο «Μια μέρα τη νύχτα» του πάλι. Γυρίζει και μιαν άλλη ταινία, ετοιμάζεται και για μια τρίτη φέτος. Τα σχέδιά της τα τηλεοπτικά πάντα την συνοδεύουν. Αλλά, αυτήν τη φορά, ήταν η σειρά του θεάτρου για την Μπέττυ Λιβανού: για πρώτη φορά ουσιαστικά στην καριέρα της, τόλμησε ν' ανέβει και στο σανίδι. Ίψεν μάλιστα παίζει με τον Τσακίρογλου, από τα πολύ βαθιά, θεωρητικά, ξαναξεκινώντας. Κατά γενική ομολογία, πάλι τα κατάφερε, πάλι απέσπασε κριτικές θαυμάσιες και θαυμασμό άπλετο. Η ίδια, θα δείτε, τα εξηγεί όλα όσο πιο απλά γίνεται, όσο πιο λογικά μπορεί. Αλλά δεν μπορεί να μην πει και στο τέλος για την πίστη της. Για το δικό της καταπληκτικό δηλαδή άστρο, που έως τώρα ευτυχώς δεν την έχει προδώσει, λέει, ποτέ.
Σ.Κ.



ΜΠΕΤΤΥ ΛΙΒΑΝΟΥ: Εγώ νομίζω πως αυτό το ιδιαίτερο που έχει ο «Αρχιμάστορας Σόλνες» του Ίψεν που παίζουμε, είναι πως το έχει γράψει για μια γυναίκα. Που της το αφιέρωσε. Που δεν θέλησε, ο Ίψεν, ποτέ να το δημοσιεύσει. Και που, στο τέλος της ζωής της αυτή, για οικονομικούς λόγους, το έδωσε να παιχτεί.

Σώζουν και... οικονομικά οι συγγραφείς μετά θάνατον!

«Απ' ό,τι φαίνεται, ναι. Μάλιστα, δεν μπορούσε να το γράψει κι αμέσως μετά το τέλος της ιστορίας τους ο άνθρωπος. Έγραψε πρώτα την "Έντα Γκάμπλερ" και μετά καταπιάστηκε μ' αυτό».

Έτσι είναι με τις εντάσεις, Μπέττυ.

«Δεν μπορούσε να το πιάσει το θέμα ολόκληρος Ίψεν! Έκαιγε μέσα του το πράγμα. Κι έχει μπλέξει μες στο έργο τρεις ερωτικούς χαρακτήρες».

Για ξεκάρφωμα...

«Αλλά το αφιέρωσε σε μια πιτσιρίκα που είχε ερωτευτεί, δεκαοχτάχρονη, στο αυστριακό Τυρόλο. Που...».

Φορούσε αυτά τα προσκοπικά τα αυστριακά της «Μελωδίας της ευτυχίας», ας πούμε;

«Ας πούμε. Είναι και πιο ερωτεύσιμες καμιά φορά οι γυναίκες, τα κορίτσια, με σορτσάκια! Μα κι αυτή ήταν, λέει, πάρα πολύ ερωτευμένη μαζί του. Στις διακοπές έγιναν όλα».

«Ο Ίψεν στο αυστριακό Τυρόλο»: Ντοκιμαντέρ σε... τριάντα μέρη;

«Τι τριάντα μέρη; Ούτε ένα φιλί δεν της έδωσε, πάλι, λέει. Παρ' όλα αυτά, κόντεψε να διαλύσει τον γάμο του κανονικά. Ήταν ήδη εξήντα ενός τότε».

«Ο Ίψεν σε διακοπές από τον γάμο του στο αυστριακό Τυρόλο», άρα.

«Αυτή η μικρή έπαιζε μουσική δωματίου. Εγώ τώρα παίζω τη σύζυγό του, στο έργο. Η Πέγκυ η Σταθακοπούλου κάνει τη Χίλντα. Ένα πρόσωπο που δεν μπορείς να είσαι και τόσο σίγουρος πως υπήρξε πραγματικά. Σαν το alter ego του Ίψεν, του Σόλνες, μάλλον, μοιάζει».

Συνδυασμός, όπως είπατε, πολλών ερώτων του. Όνειρα πολλά, ανακατεμένα μαζί;

«Έναυσμα, έμπνευση διαρκής της φαντασίας του. Κάλλιστα θα μπορούσε αυτήν τη γυναίκα να μην την βλέπει κανένας άλλος, παρά μόνον εκείνος...».






Τι είναι ο έρωτας, λοιπόν...

«Τι είν' η πατρίδα μας; Μην είναι τα ψηλά βουνά;».

Α, και για βουνά λέει ο Ίψεν: «Κάνε το γύρο», έλεγε ο Σκυφτός! Πώς λέει στον «Πέερ Γκυντ», στου Όμηρου Μπεκέ την ιστορική μετάφραση...

«Δεν ξέρω κι εκεί πώς λέει, αλλά πολύ ψηλά βουνά σίγουρα είναι ο έρωτας, Σωτήρη. Το λιγότερο».

Σε αναζήτηση του alter ego μας είμαστε πάντα; Κι αν ο άλλος δεν ταιριάζει στις προδιαγραφές μας γινόμαστε... Προκρούστες; Τι λέτε;

«Πού να ξέρω εγώ; Πού να τα ξέρω αυτά; Εμένα ρωτάτε να σας το λύσω και το θέμα αυτό;».

Ποιον να ρωτήσουμε, δηλαδή, αν δεν ρωτήσουμε εσάς;

«Όλα αυτά είναι της αρμοδιότητας του Πανουσόπουλου. Γιατί δεν τον ρωτάτε εκείνον;».

Μία και δύο φορές το έχω κάνει; Δύο έργα έχουμε κάνει και μαζί επ' αυτού κι ακόμα στο Άλφα σαν νά 'μαστε! Δεν μπορείτε να μας βοηθήσετε λίγο, να μην παλεύουμε μόνοι μας οι καημένοι;

«Όχι. Αυτός πάντως...».

Ο Πανουσόπουλος;

«Ο Σόλνες. Αυτόν τον βοηθάει όλη αυτή η ιστορία να κατακτήσει το ανέφικτο. Μέσω της φαντασίας, μέσω της ψυχής του».

Οδηγείται σε κάποια λύτρωση;

«Νομίζω. Μακάρι να μας οδηγούσαν όλους σε κάτι τέτοιο οι έρωτες. Μακάρι. Αλλά δεν. Αν ήταν κάθε φορά έτσι... Αυτός έπεσε κιόλας, ξέρετε. Ανέβηκε ψηλά, ξεπέρασε τις φοβίες του, κάρφωσε το στεφάνι του και μετά αφέθηκε στο κενό!».

Χάπι εντ, δηλαδή. Και τι γίνεται μ' εκείνους που ανεβαίνουν στο σανίδι για πρώτη φορά στη ζωή, στην καριέρα τους, με τόσο σινεμά, με τόση τηλεόραση ήδη στο ενεργητικό τους, αλλά στο θέατρο, έως τώρα, ποτέ;

«Τι να γίνεται;».

Θέλω να πω, είναι πολλές οι φοβίες που καταφέρατε, τελικά, να ξεπεράσετε, τρομερά επιτυχημένα μάλιστα, κατά γενική πάλι ομολογία;

«Φοβίες ακριβώς όχι. Η φοβία είναι σοβαρό πράγμα. Ας πούμε πως ένιωθα κάποια ανασφάλεια. Γιατί φοβόμουν μήπως πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που μπορούσα να συλλάβω».

Αλλά;

«Αλλά ήταν μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων μου, τελικά. Πάντως, είναι κι από μόνο του ενδιαφέρον το εν λόγω θέμα. Γιατί είναι άξιο απορίας το πώς εγώ αρνιόμουν επί τριάντα χρόνια τόσες αξιόλογες προτάσεις. Τι ήταν αυτό που μ' έκανε να συμπεριφερθώ όπως συμπεριφέρθηκα; Σας ρωτάω».

Πρόβες που συνεχίστηκαν επί τριάντα χρόνια! Να σας πω εγώ τι σας έκανε και δεν το τολμούσατε έως τώρα;

«Τι να μου πείτε κι εσείς; Ούτε εγώ δεν ξέρω να απαντήσω. Μόνο μερικά λογικά πράγματα μπορώ να πω ίσως, που από πίσω τους όμως θα κρύβονται ένα σωρό άλλα, μη λογικά, τελείως άγνωστά μου πράγματα».

Λογικά, όπως;

«Να! Ήξερα από τότε πως το θέατρο είναι μια μεγάλη σκλαβιά. Πώς όταν είσαι εκεί, δεν μπορείς να είσαι πουθενά αλλού. Αυτό και τώρα το πιστεύω, μια και το διαπίστωσα πια και ιδίοις όμμασι. Έτσι είναι, όντως. Επίσης, με τρόμαζε πάρα πολύ η διπλή παράσταση. Και τώρα με τρομάζει, το θεωρώ απάνθρωπο αυτό το πράγμα. Ύστερα, επειδή είμαι και κάπως ιδιόρρυθμη ως άνθρωπος, με τρόμαζε το παρασκήνιο. Τα παρασκήνια μαζί με τους άλλους. Όπου το θέατρο γίνεται σαν δεύτερο σπίτι σου».





Δύσκολη η συνύπαρξη, ακόμα και στο... πρώτο μας σπίτι.

«Δεν είναι; Αυτό το τελείως παράλογο του θεάτρου, που δεν ορίζεις εσύ πια απόλυτα τη ζωή σου. Που έχει πεθάνει ο πατέρας σου, ας πούμε, κι εσύ το ίδιο βράδυ οφείλεις να παίξεις. Αυτή δεν είναι μια σειρά από λογικότατα πράγματα, που δημιουργούν ένα σωρό αναστολές;».

Όλα αυτά δεν καταρρίπτονται όμως ενώπιον του πάθους της ηθοποιίας; Ενώπιον του εαυτού σας, εννοώ...

«Κοιτάξτε τε, Σωτήρη. Το καλό μ' εμένα ­ πήγα να πω το κακό, αλλά πρόλαβα και το διόρθωσα ­ είναι πως ποτέ δεν έχω υπάρξει ιδιαίτερα φιλόδοξη. Πως ποτέ αυτήν τη δουλειά δεν την είδα σαν ευκαιρία για οτιδήποτε άλλο. Δεν μ' ενδιέφερε ποτέ να χρησιμοποιήσω οτιδήποτε για κάτι άλλο».

Για καριέρα που λένε; Για τέτοια πράγματα;

«Ακριβώς. Καριέρα που είπατε τώρα εγώ έχω κάνει, τελικά, τυχαία. Ούτε το προγραμμάτισα ποτέ ούτε το επεδίωξα ούτε το προσπάθησα πραγματικά. Ούτε σπούδασα ούτε είχα κανένα σκοπό. Ό,τι έγινε, έγινε από μόνο του».

Πού να τα φανταστείτε όλα τα μετά, όταν μικρό παιδί κάνατε τηλεόραση... Πολύ... Candid Camera ήταν το μέλλον σας, όπως αποδείχτηκε!

«Ναι. Εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτα για το μέλλον μου, ομολογώ. Όλο οι άλλοι σκεφτόντουσαν, έβαζαν σχέδια για μένα και το μέλλον μου. Όλο με τριγύριζαν, κι όλο προσπαθούσα εγώ να τους ξεφύγω. Να τι προσπάθησα μόνο: να τα αποφύγω όλα όσο περισσότερο μπορούσα. Αλλά, τα βλέπετε: δεν τα κατάφερα».

Αν τα είχατε καταφέρει να μην τα... καταφέρετε, θα είχατε χάσει πολλά πράγματα, λέτε;

«Εκ των υστέρων, ναι. Θα είχα χάσει πολλά πιστεύω. Και, πάλι, πιστεύω, πως δεν θα μπορούσα και να έχω και τίποτε άλλο στη ζωή μου. Αυτό που ήταν να κάνω έκανα, τελικά. Σώθηκα, λοιπόν, μ' όλη αυτή την ιστορία, κι έκανα ό,τι έκανα. Άσε που, ως ηθοποιός κι εγώ, δεν ξέρω και πόσες νευρώσεις έτσι γλίτωσα...».

Ως ηθοποιός και ως άνθρωπος. Η μεταμφίεση, φαίνεται, σώζει.

«Φαίνεται πως αυτή η υπόθεση της εναλλαγής των ρόλων λειτουργεί καταλυτικά μέσα μας».

Ψυχαναλυτικά;

«Ψυχαναλυτικότατα. Σώζεσαι χωρίς να το καταλάβεις!».

Το ενδιαφέρον μ' εσάς είναι πως και σε παλιές ταινίες, όπου η ποιότητα δεν είναι και στην πρώτη γραμμή, εσείς σώζεστε πάντα. Πάντα πολύ καλή είστε. Πώς το εξηγείτε αυτό;

«Πώς να το εξηγήσω κι αυτό; Θα είχα ταλέντο, φαίνεται! Και το ταλέντο είναι κάτι που σου κρατάει μέχρι τα είκοσι πέντε, μέχρι τα είκοσι οκτώ σου χρόνια. Μετά, μεγαλώνοντας, ή είσαι καλός ή δεν είσαι. Ανάλογα».

Ταλέντο θα εννοείτε τώρα το ένστικτο.

«Αυτό εννοώ. Αλλά κι εγώ έβλεπα τις προάλλες στην τηλεόραση μια παλιά κωμωδία του Βουτσά, που έπαιζα κι εγώ, και με βρήκα μια χαρά! Καλά πήγαινα, είπα μέσα μου, τόσο νέο παιδί...».

Και μετά, πέσατε στα χέρια του Πανουσόπουλου. Και στους «Ξαφνικούς έρωτες» του Τσεμπερόπουλου, και, και, και.

«Τότε άρχισε να χτίζεται ένα πραγματικά νέο, στην Ελλάδα, σινεμά».

Πάνω σας;

«Ε, δεν με θυσιάσανε κιόλας, σαν την κόρη του "Πρωτομάστορα". Γιατί το νέο αυτό σινεμά ήταν και πειραματικό πολύ τότε. Σε αντίθεση με του Φίνου τη βιομηχανία και την πορεία την πεπατημένη».

Εσείς τραβήξατε και την αυλαία, λέγεται, στη Φίνος Φιλμς, με την τελευταία σας εκεί ταινία...

«Ναι. Εγώ τον έκλεισα τον Φίνο! Αστειεύομαι τώρα. Απλώς, ήμουν η τελευταία που βγήκε εκεί, επί Δαλιανίδη. Ο Δαλιανίδης, άλλωστε, ανακάλυψε και τη Ζωή τη Λάσκαρη κι ένα σωρό κόσμο. Ζεν πρεμιέ, κωμικούς, πολλούς, πολλούς».



(Με τον Γιώργο Πανουσόπουλο)



Αλλά κι ο Πανουσόπουλος είχε περάσει από τη Φίνος Φιλμς.

«Ναι, αλλά δεν είχε, νομίζω, δουλέψει πολύ ο Γιώργος στον Φίνο. Κι έτσι αρχίσαμε τα πειράματα».

Που οδήγησαν στο υπέροχο «Ταξίδι» σας «του Μέλιτος».

«Αυτή κι αν ήταν ταινία-τόλμημα εκείνη την εποχή. Ταινία χωρίς διανομή, ουσιαστικά. Που έγινε όπως έγινε».

Αριστουργηματικά λένε οι πιο πολλοί. Με όλους εκείνους τους εκλεκτούς γέροντες κι εσάς. Κι ύστερα οι «Απέναντι» με το ρεκόρ στα εισιτήρια, και πάλι και, και, και».

«Ε, κάτι μάθαμε μετά. Κάτι μάθαμε».

Πέρασε και μια δεύτερη, ξαφνικά, ζωή. Μια άλλη πορεία.

«Από τον "Ξαφνικό έρωτα" πάνε τώρα 16 χρόνια, δεν πάνε;»

Πάνε. Και η Πορτογαλία είναι πια μαζί μας, στην ΟΝΕ! Τι σας έδωσε το σινεμά αυτό όλο για το θέατρο τώρα, Μπέττυ;

«Άλλο σινεμά, άλλο θέατρο. Το σινεμά είναι μαγευτικά αποσπασματική υπόθεση. Αυτό εμένα μου πάει πολύ».

Η Παξινού το αντίθετο έλεγε...

«Οι περισσότεροι ηθοποιοί του θεάτρου έτσι νιώθουμε. Δεν το πολυ-μπορούν το σινεμά, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο: γιατί δεν υπάρχει μια σειρά σ' αυτό που κάνουν. Κι έτσι προτιμούν και την τηλεόραση, την κωμωδία την τρικάμερη, που τα λες όλα στη σειρά, μπουρ, μπουρ, μπουρ, και τελειώνεις. Ενώ στον κινηματογράφο, κάνοντας κομματάκια κομματάκια σκόρπια, πρέπει στο τέλος όλα να μπορούν να γίνουν ένα».

Τι κάνει τότε το ταλέντο, το ένστικτο του καλού ηθοποιού;

«Το έχεις όλο το έργο μέσα του σαν ένα πράγμα, και προσπαθεί, ο καλός ηθοποιός, να έχει συνέπεια το καθετί που κάνει με τα άλλα».

Κι άμα σου κρύβει ο σκηνοθέτης μέρη του σεναρίου επίτηδες;

«Σαν Candit Camera; Εμένα τουλάχιστον δεν μου έχει τύχει ποτέ αυτό το πράγμα. Συνήθως ξέρεις πάρα πολύ καλά τι πας να κάνεις, κι αυτό πρέπει να το κάνεις ανάκατα. Αλλά, παρ' όλα αυτά, να κρατήσεις, όσο μπορείς, τη σωστή αλληλουχία των στιγμών, των καταστάσεων».

Πρόκληση. Κι ας μην έχεις μπροστά σου το κοινό, να σε μπερδεύει.

«Αυτή είναι η διαφορά. Αλλά το κοινό δεν σε μπερδεύει. Άλλο σου κάνει: σε συναρπάζει, σε παίρνει μαζί του. Πάτε κάπου όλοι μαζί. Αυτό, ναι, δεν το έχει το σινεμά. Έναν κόσμο, δηλαδή, ζωντανό, που αντιδρά κάθε φορά και διαφορετικά. Που είναι συνέχεια παρών, και έχει διαρκώς διάλογο μαζί σου».

Και η τηλεόραση; «Γλυκόξινο κρασί» εκεί πέρα;

«Άλλο και η τηλεόραση. Σινεμά στο τετρακάμερο, που έχω κάνει εγώ, και σούπερ θέατρο την ώρα που θα παιχτεί το κάθε επεισόδιο. Τότε κάτι παθαίνεις».

Με τα εκατομμύρια του κόσμου καρφωμένα πάνω σου;

«Έχει τεράστια διαφορά. Άλλο να το έχεις το επεισόδιο σε μια κασέτα και να το βλέπεις μόνος σου κι άλλο η στιγμή της μετάδοσης. Αυτό κι αν είναι».

Και όλα αυτά τώρα που λέμε τι σχέση έχουν με τη ζωή, λέτε;

«Είναι μόνο για τους ηθοποιούς πράγματα; Μπορεί κιόλας. Όλα αυτά είναι η ζωή μας, αλλά και δεν είναι. Ανάλογα. Όταν καταντούν να είναι αυτά μόνο η ζωή μας, και τρέχουμε και δεν φτάνουμε, καθόλου καλό δεν είναι. Είναι όπως άκουγα παλιά τον Χατζηχρήστο, που γύριζε δυο-τρεις ταινίες ταυτόχρονα, κι είχε και θέατρο από πάνω!».

Άρα;

«Μη λέμε τώρα και υπερβολές. Πάντα θα υπάρχει χρόνος και για τη ζωή μας. Ό,τι και να κάνεις, όπου και να παίζεις, όσο και να φεύγεις, όσο και να λείπεις, η ζωή σου συνεχίζεται. Και οι γύρω σου, οι δικοί σου άνθρωποι, θέλοντας και μη, προσαρμόζονται σιγά σιγά».

Όταν, εκτός από τον Γιώργο Πανουσόπουλο, υπάρχει και ο Ίψεν στο προσκήνιο;

«Και ο Ίψεν και ο Σόλνες κι ένα σωρό άλλοι μαζί τους».

Τι δεν έχετε, λέτε, έως τώρα καταφέρει στη ζωή σας;

«Τι να σας πω; Ό,τι ήθελα, συνήθως το κατάφερνα. Ποτέ δεν συνάντησα καμία δυσκολία σ' αυτό, Σωτήρη. Οπότε, δεν έχω να σας πω τίποτα απωθημένα, να σας εξομολογηθώ τίποτα τρομερό τώρα. Συγγνώμη. Ό,τι ήθελα, το έχω κάνει, νομίζω, στη ζωή μου. Είναι θέμα πίστης, ξέρετε».

ΤΑ ΝέΑ, ΠΡόΣΩΠΑ,
ΣάΒΒΑΤΟ 27 ΙΑΝΟΥΑΡίΟΥ 2001



Μπέττυ Λιβανού - Έλενα Κωνσταντινίδου (φωτο: Σωτήρης Κακίσης)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ο Μιχάλης Γρηγορίου για τον Τάσο Λειβαδίτη και τη "Σκοτεινή Πράξη"





«Βαθύς στοχασμός, σοφία και τρυφερότητα· σχεδόν αγιοσύνη»

Ο Μιχάλης Γρηγορίου για τον Τάσο Λειβαδίτη


επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Η μελοποίηση της «Σκοτεινής Πράξης» από τον Μιχάλη Γρηγορίου είναι αναμφισβήτητα μία σημαντική στιγμή της παρουσίας του Τάσου Λειβαδίτη στην ελληνική μουσική. Το έργο γράφτηκε το 1993 ύστερα από παραγγελία του Θάνου Μικρούτσικου που διηύθυνε τότε το «Μουσικό Αναλόγιο» και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου του Μεγάρου Μουσικής στις 18 και 19 Απριλίου 1994. Στην πρώτη εκείνη εκτέλεση το έργο είχε σκηνική μορφή, περιελάμβανε κίνηση και προβολές. Στις 6 Νοεμβρίου 1995, η «Σκοτεινή Πράξη» ξαναπαρουσιάστηκε, σε μορφή συναυλίας πλέον, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στα πλαίσια του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυσή του. Το 1997 κυκλοφόρησε το ομώνυμο διπλό CD, βασισμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στο υλικό εκείνης της συναυλίας, ενώ έγιναν εκ των υστέρων ορισμένες διορθώσεις και αλλαγές. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν η «Ορχήστρα των Χρωμάτων» υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, η χορωδία «Fons Musicalis» σε διδασκαλία Κωστή Κωνσταντάρα, ο πιανίστας Βασίλης Τσαμπρόπουλος, και οι τραγουδιστές Σαβίνα Γιαννάτου, Μιχάλης Χριστογιαννόπουλος και Τάσης Χριστογιαννόπουλος.

Ζητήσαμε από τον Μιχάλη Γρηγορίου να μας παραθέσει τις σκέψεις του για το εν λόγω έργο, αλλά και ευρύτερα για τον ποιητή Λειβαδίτη. Τον ευχαριστούμε για την άμεση ανταπόκρισή του.

***






Η «Σκοτεινή Πράξη» είναι ένα έργο διάρκειας μιάμισης ώρας για ορχήστρα, χορωδία και σολίστες, και κατά συνέπεια χρειάστηκαν κάποιοι μήνες εργασίας μέχρι να το ολοκληρώσω. Αυτό όμως δεν αποτέλεσε την πραγματική δυσκολία, ήταν απλά μόχθος. Η ουσιαστική δυσκολία ήταν μέχρι να αποφασίσω να γράψω το έργο. Επί μήνες τρωγόμουν με τα ρούχα μου και αναρωτιόμουνα εάν έχει νόημα να το επιχειρήσω· όταν το αποφάσισα όμως, ολοκλήρωσα τη σύνθεση σε πολύ λίγο διάστημα, σχεδόν σε ρυθμό υπαγορεύσεως.

Η ιδέα να γράψω ένα μουσικό έργο βασισμένο σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν διάβασα για πρώτη φορά τον «Νυχτερινό Επισκέπτη» και λίγο μετά τη «Σκοτεινή Πράξη». Την περίοδο 1973-74 είχα επιχειρήσει να γράψω ένα έργο εμπνευσμένο από την «Σκοτεινή Πράξη», δεν κατάφερα όμως να ολοκληρώσω, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν είχα ούτε την απαραίτητη τεχνική, ούτε, βέβαια, και την απαραίτητη συναισθηματική ωριμότητα. Πάντως, η πεποίθηση ότι είχα ανακαλύψει έναν πολύ σημαντικό ποιητή δεν με εγκατέλειψε από την πρώτη στιγμή που διάβασα την ποίησή του. Σήμερα, μάλιστα, θα έλεγα πως ο Λειβαδίτης δεν είναι μόνο ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα. Και αυτός ο θαυμασμός που μου γεννούσε ανέκαθεν ο συγκλονιστικός και τόσο προσωπικός ποιητικός λόγος του Λειβαδίτη ήταν που με έκανε να διστάζω επί χρόνια να γράψω ένα τέτοιο μουσικό έργο. Πάντα με σταματούσε η αίσθηση ότι δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε κάτι που είναι από μόνο του ολοκληρωμένο.

Τελικά, ύστερα από 20 σχεδόν χρόνια, το 1993, τόλμησα να κάνω αυτό που δεν είχα τολμήσει να κάνω τότε. Ο θαυμασμός μου για το έργο του ποιητή παρέμενε ο ίδιος, όμως, καθώς είχαν περάσει τα χρόνια, ο θαυμασμός άρχισε να συνοδεύεται κι από μία διαφορετική κατανόηση αλλά κι από μια αγάπη. Το να θαυμάζεις κάτι μπορεί να συνεπάγεται και κάποιο δέος που σε κρατάει σε απόσταση, όταν όμως αγαπάς τότε δεν διστάζεις να αγγίξεις, καμιά φορά ακόμα και με λάθος τρόπο. Από τη στιγμή που η σχέση μου με το ποιητικό έργο του Λειβαδίτη άρχισε να περνάει μέσα από τέτοια κανάλια, δεν ετίθετο πλέον θέμα δυσκολίας. Αν υπήρξε κάποια τεχνική δυσκολία, αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ποίηση δεν βασιζόταν σε κάποιο φανερό ρυθμό, σε κάποια «ρίμα», ας πούμε. Έλειπαν οι οποιεσδήποτε φαινομενικές διευκολύνσεις μιας ποίησης που μπορεί να λειτουργήσει ως στίχος για μελοποίηση. Τούτο όμως αποτέλεσε τελικά και πλεονέκτημα γιατί με υποχρέωσε να σκεφθώ εξ αρχής με καθαρά μουσικούς όρους, δηλαδή με όρους μουσικής αφήγησης, και όχι με λογικές «επένδυσης» και «μπογιατίσματος» κάποιων στίχων.  Η σύνθεση  της «Σκοτεινής Πράξης» αποτέλεσε για μένα μια ιδιαίτερη εμπειρία. Η  συναισθηματική μου φόρτιση κατά τη διάρκεια του χτισίματος του έργου ήταν πολύ έντονη· κατά κάποιο τρόπο, ήταν σαν να είχα τον Λειβαδίτη πίσω από την πλάτη μου, να βλέπει τι γράφω. Με άλλα λόγια, η συνθετική προσέγγιση έγινε και μέσα από τέτοια συναισθηματικά κι όχι απλώς τεχνικά ή φορμαλιστικά κριτήρια. Ήταν ένα έργο που με συγκινούσε προσωπικά όταν το έγραφα  κι αυτή τη συγκίνηση προσπάθησα να μεταδώσω και στον ακροατή.

Περιττό βέβαια να πω ότι το έργο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή, τον οποίον ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω προσωπικά. Υπήρχε μόνο μια έμμεση επαφή μέσω του θειου μου, του ποιητή Γιώργου Παπαλεονάρδου, που ήταν στενός φίλος με τον Λειβαδίτη και επίσης μεγάλος θαυμαστής του. Απ’ αυτόν είχα πληροφορηθεί ότι ο Λειβαδίτης είχε ακούσει κάποτε τα δικά μου «Ανεπίδοτα Γράμματα» σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου και είχε συγκινηθεί πολύ, πράγμα που με είχε κολακέψει τρομερά.

Ο Λειβαδίτης έχει λόγω γενιάς την εμπειρία της ήττας της Αριστεράς, όπως επίσης διακατέχεται κι από το φόβο του θανάτου και του χρόνου που περνάει. Καταφέρνει όμως να ανάγει αυτές τις εμπειρίες κι αυτά τα συναισθήματα σε κάτι το διαχρονικό και το πανανθρώπινο, σε κάτι που περιέχει και το συλλογικό και το ατομικό. Η «Σκοτεινή Πράξη» έχει βέβαια την αφετηρία της στην ιστορία της Αριστεράς, δεν περιορίζεται όμως εκεί· θα μπορούσε να αναφέρεται στις μεγάλες μεταναστεύσεις των λαών, στην Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Για τέτοια συγκλονιστικά γεγονότα δεν μπορεί φυσικά να μιλάει κανείς με τρόπο αμέριμνο. Αυτό που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τα ποιήματα της τελευταίας του περιόδου είναι ένας βαθύς στοχασμός, μια σοφία και μια τρυφερότητα· σχεδόν μια αγιοσύνη. Ακριβώς γι’ αυτό είναι μεγάλος ποιητής.

Αντιμετώπισα από την αρχή τη «Σκοτεινή Πράξη» σαν ένα ορατόριο με σχεδόν βιβλικό περιεχόμενο. Υπάρχουν στο έργο οργανικά ιντερλούδια, χορικά, ρετσιτατίβι, άριες, δηλαδή όλα τα στοιχεία που βρίσκει κανείς στην φόρμα του ορατόριου. Ο Λειβαδίτης μιλάει για μεγάλες μνήμες, θρηνεί μεγάλες απώλειες και οδηγείται σε μια αποδοχή της ανθρώπινης μοίρας, που δεν είναι ωστόσο στερημένη από ελπίδα. Υπάρχουν στιγμές που μέσα από τους στίχους του διαφαίνεται μια σχεδόν πρωτοχριστιανική πίστη, μια εγκαρτέρηση και μια βαθύτατη αγάπη για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό κι η μουσική που έγραψα ήταν - για μένα τουλάχιστον - μια σχεδόν θρησκευτική μουσική. Δεν αναφέρομαι φυσικά σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία, αλλά σε μια πανανθρώπινη θρησκεία που μιλάει για τη μοίρα του ανθρώπου. Δεν κρύβω άλλωστε ότι εξ αρχής είχα σαν πρότυπο μου τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, κάτι που νομίζω ότι αντιλαμβάνεται κι ένας έμπειρος ακροατής - χωρίς βεβαίως να συγκρίνω τον εαυτό μου με τον …Μπαχ.

Ξέρω βέβαια ότι στις μέρες μας δεν γράφονται πλέον «ορατόρια» μιάμισης ώρας γιατί έχουν χαθεί τα συλλογικά σύμβολα που θα μπορούσαν να τα στηρίξουν, κι ακόμα, γιατί έχουν επιταχυνθεί οι ρυθμοί ζωής και έχουν μειωθεί τα όρια αντιληπτικής προσοχής και ανοχής του ακροατή. Το έργο που έγραψα, λοιπόν, το 1993 θα μπορούσε να θεωρηθεί από τότε σαν κάτι το ξεπερασμένο και το ανεδαφικό. Δεν με πείραζε, όμως, αυτό τότε και εξακολουθεί να μη με πειράζει. Σήμερα που εξαπλώνεται ραγδαία ο μικροαστισμός κι η απάθεια, αλλά πλέον κι ο φασισμός κι η βαρβαρότητα, σήμερα που η τέχνη μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε υλικό επένδυσης του ελεύθερου χρόνου και χάνει την ικανότητα να κινητοποιεί και να συγκινεί, σήμερα που χάνεται κάθε μεταίσθημα και κάθε απόηχος, και μαζί τους κι η ικανότητα της αντίστασης απέναντι στον κυνισμό και στη βλακεία, ίσως η ανεδαφικότητα να αποτελεί την μοναδική στάση που μπορεί να προσφέρει μία αίσθηση ασφάλειας και ειρμού, στοιχειώδους αξιοπρέπειας αλλά και ελπίδας για το μέλλον. Εξάλλου, αυτή υπήρξε ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι η δικιά μου δουλειά: να υπηρετώ την ανεδαφικότητα.

Μιχάλης Γρηγορίου



Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Ανηφόρι




Υπάρχουν ρεμπετάδικα και "rembetadika", και υπάρχει και το "Ανηφόρι".  Ψηλά στην ανηφόρα προς τον Προφήτη Ηλία, στον Πειραιά, πάνω από το Πασαλιμάνι, το νεοκλασικό στέκει ακόμα όρθιο, κι ας του τραυμάτισαν τη στέγη φέτος τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Από τον πάνω όροφο η σύναξη μεταφέρθηκε στο ισόγειο, κι όλα τα υπόλοιπα έμειναν ευτυχώς ίδια. Ο Γιώργος Ζορμπάς έδωσε ρέστα για άλλη μια φορά χθες το βράδυ, αλλά ok, σιγά την είδηση όταν μιλάμε για έναν τέτοιο μέγα ρεμπέτη με μακρά ιστορία στο τραγούδι μας. Το αυτί μου καθάρισε πλήρως από την πιο χαμηλά-Λολά και τις καρδιές που ψηλώνουν όταν πονάνε (ή πονάνε όταν ψηλώνουν; Θα σας γελάσω, δεν τα πάω καλά με την απομνημόνευση της ασυναρτησίας), και η ψυχή και το μυαλό καθάρισαν επίσης πλάι σε αγαπημένα πρόσωπα και σε λατρεμένα τραγούδια. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα μαγαζί κι από ένα Σαββάτο βράδυ;
ηρ.οικ.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

...που δεν την αντέχω άλλο πια




Μα καλά, στα σοβαρά τώρα, ούτε μία μελωδία δεν μπορούμε να βγάλουμε σήμερα; Ούτε μία; Άντε και το ικαριώτικο μέσα. Βάλε αλύπητα ό,τι να 'ναι, χτύπα κι άλλο, δώσε πόνο! Ευτυχώς έχουμε "διανοούμενο περίβλημα", και έτσι σώζουμε το δημοκρατικό μας φρόνημα (και άλλοθι). ΟΚ το καταλάβαμε, για ξενιτιά μιλάει το τραγούδι, ωραίο το αντιρατσιστικό μήνυμα,  έχουμε κι εμείς τον ξένο μέσα μας, 100% σύμφωνοι. Αλλά είναι ανάγκη να κάνουμε το τραγουδάκι σούπα μινεστρόνε και να βάλουμε την Μπάμπαλη να μου τραγουδάει το ικαριώτικο και την τουριστική λύρα να βγαίνει μέσα από τα φτηνο-σαμπλς; Είναι απλά απαίσιο, φτιαγμένο να μου κάψει ό,τι εγκεφαλικά κύτταρα έχει αφήσει ζωντανά το υπόλοιπο έντεχνο. Αλλά γι' αυτό θα επανέλθουμε.
ηρ.οικ.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης για τον Ηλία Ανδριόπουλο

Φέτος κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Αργοναύτες το νέο συγγραφικό πόνημα του συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλου, με τον τίτλο «Το αίνιγμα μιας γενιάς - Μεταπλάσεις». Τον πρόλογο του βιβλίου υπογράφει ο γνωστός μουσικοκριτικός Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, τον οποίο και ευχαριστούμε για την ευγενική παραχώρηση. ηρ.οικ.




Προανάκρουσμα

του Γιώργου Β. Μονεμβασίτη

Ο καλλιτέχνης εκφράζεται με το έργο του. Αυτό αποτελεί το μέσο με το οποίο προσπαθεί να επικοινωνήσει με το πλέγμα των δεκτών, στους οποίους απευθύνεται. Ο λογοτέχνης με τα γραπτά του, ο ποιητής με τα ποιήματά του,  ο ζωγράφος με τους πίνακές του, ο μουσουργός με τη μουσική του, ο τραγουδοποιός με τα τραγούδια του κ.ο.κ. Αρκεί, όμως, μόνο αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στον πομπό-δημιουργό και τον δέκτη; Ως ένα σημείο, ναι, αφού ο πλαστουργός ότι έχει να «πει» το «λέει» με το έργο του. Αν, ωστόσο, ο δημιουργός μπορεί να αρθρώσει λόγο συμπληρωματικό ή και ... παραπληρωματικό του έργου του, τόσο το καλύτερο. Η επικοινωνία αποκτά τότε μιαν άλλη πιο σύνθετη και πιο αποδοτική δυναμική, που αποδεικνύεται ωφέλιμη για όλους.

Ευτυχώς πάντως, αρκετοί, αν όχι πολλοί, καλλιτέχνες, εφαρμόζοντας το καβαφικό «Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν – σιγή δεν μας αρμόζει», δεν περιορίζουν την επικοινωνιακή τους προσπάθεια αποκλειστικά στο έργο τους, αλλά το συμπληρώνουν με σχόλια, με αναλύσεις, ακόμη και με δοκίμια. Επιδεικνύοντας μάλιστα, όχι σπάνια, μιαν επιθυμητή εξωστρέφεια  ξανοίγουν τη σκέψη και το λόγο τους πέρα από τα δικά τους ... χωρικά ύδατα! Δεν σημαίνει, βεβαίως, αυτό ότι τα σχόλιά τους είναι πάντοτε εύστοχα και εμπνευσμένα, όπως είναι, ίσως, το καλλιτεχνικό τους έργο. Η τέχνη του κοινού λόγου και του σχολιασμού είναι ανεξάρτητη από την ικανότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που εστιάζουν όλη την ενέργεια και τη δράση  τους, αποκλειστικά στο έργο τους. Πέραν αυτού, ουδέν. Και ουδείς, βεβαίως, μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό. Είναι λάθος η ταύτιση της ιδιότητας του  καλλιτέχνη, με εκείνη του διανοούμενου. Άλλο ο ένας, άλλο ο άλλος. Αν, όμως, ένας καλλιτέχνης είναι και διανοούμενος, κάτι που, έστω και σπάνια, συμβαίνει, τότε ο λόγος του, τα σχόλιά του αποκτούν άλλη αξία. Συχνά σκέφτομαι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, των εξαιρετικά ανήσυχων και άνυδρων ημερών μας, τα ευθύβολα και ευφάνταστα σχόλια του Μάνου Χατζιδάκι. Μου έχουν λείψει αφόρητα – ευτυχώς ο Μίκης Θεοδωράκης ευρίσκεται ακόμη στις επάλξεις.

Στις επάλξεις ευρίσκεται, όμως, χρόνια τώρα και ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ένα από τα πνευματικά τέκνα  του Μάνου και του Μίκη. Και να που μας κοινοποιεί με την παρούσα έκδοση τους νέους και επίκαιρους, σχεδόν στο σύνολό τους, στοχασμούς του. Δεν είναι πρωτάρης, βεβαίως, στην δια του λόγου επικοινωνία ο φίλτατος Ηλίας. Η μουσική του πορεία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Δεν είναι, όμως, τόσο γνωστή η συγγραφική του πορεία. Από τα χρόνια της νιότης του έγραφε σχόλια-παρεμβάσεις, για τη μουσική κυρίως, αλλά και για τον πολιτισμό γενικότερα, τα οποία δημοσίευε σκόρπια σε εφημερίδες και περιοδικά. Αργότερα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990-2000, συστηματοποίησε τα σχόλιά του με τη μορφή τακτικών επιφυλλίδων, οι οποίες δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Τα Νέα». Ένα ανθολόγημα από τα σχόλια αυτά, εμπλουτισμένο με νεότερα αδημοσίευτα εκδόθηκε το 2006 με όνομα Η αφήγηση των ήχων από τις εκδόσεις Κέδρος. Λιγότερο επικαιρικά, αλλά περισσότερο στοχαστικά ήταν τα κείμενα, σε μορφή δοκιμίων, με τα οποία δομήθηκε το δεύτερο συγγραφικό πόνημα του Ηλία, που γεννήθηκε από τις εκδόσεις Μαΐστρος το 2007 – επανεκδόθηκε με την προσθήκη ενός κεφαλαίου, το 2008. Αντι-ηχήσεις, το εύγλωττο όνομά του. Η αποδέσμευση από τον περιορισμό της έκτασης μιας επιφυλλίδας, επέτρεψε στην Ηλία Ανδριόπουλο να αναπτύξει περισσότερο τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του.  Φυσιολογική συνέχεια, σε αυτή την ιδιαίτερη διαδρομή του, μοιάζει η καινούρια συγγραφική κατάθεσή του. Σε τέσσερα ξεχωριστά κεφάλαια-δοκίμια συνεχίζει να εκθέτει τις σκέψεις και τις απόψεις του για την τέχνη, για τον πολιτισμό, για τη ζωή και για τον άνθρωπο, με αμεσότητα και παρρησία. Ο λόγος του Ρήγα «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», γίνεται οδηγός του.

Ένα βασικό θέμα λειτουργεί κάθε φορά ως αφορμή για να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Εστιάζει σε αυτό, αλλά συχνά στη διαδρομή ξεστρατίζει, για να κοινωνήσει στον αναγνώστη κι άλλες συναφείς σκέψεις του. Απλός, άμεσος, εύστοχος, γλαφυρός και κατανοητός είναι, όπως πάντα, ο λόγος τον οποίο χειρίζεται και διαχειρίζεται ο Ηλίας Ανδριόπουλος. Είναι, όμως, και αιχμηρός και ευθέως προσδιοριστικός, χωρίς αόριστους και ύποπτους υπαινιγμούς. Ακόμη και στις πιο μαχητικές στιγμές του ο λόγος του δεν χάνει, ωστόσο, την ευγένειά του. Και αυτό δυναμώνει το λόγο. Έτσι ακόμη κι αν δεν συμφωνείς απολύτως μαζί του, σε κάποιες περιπτώσεις που είτε εμμένει σε αφορισμούς και όρους, είτε γίνεται έντονα κριτικός και επικριτικός, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς όπως ο Βολτέρος:  «Διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ και με τη ζωή μου ακόμη, το δικαίωμά σου να τα λες».                    

Δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Τα πρόσωπα, αποφεύγει, μερικές φορές, να τα πει με το όνομά τους. Ο αναγνώστης, ωστόσο, ο οποίος δεν είναι ανοίκειος με το τι συμβαίνει στον τόπο μας, αμέσως καταλαβαίνει...

Δεν απαιτεί, μα ούτε και επαιτεί ο Ηλίας. Το αυτονόητο ζητά. Την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και μια λογική ιεράρχηση επιλογών και προτάσεων από τους φορείς που καθορίζουν σήμερα τις τύχες του πολύπαθου πολιτισμού μας. Την αξιοκρατία κυρίως, η οποία στην εποχή μας, εποχή του ανταποδοτικού βολέματος, της ευτέλειας και του εφήμερου, έχει καταντήσει, δυστυχώς, είδος εν ανεπαρκεία.

Στα τέσσερα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου του ο Ηλίας Ανδριόπουλος θυμάται με νοσταλγία ημέρες και γεγονότα τα οποία τον καθόρισαν. Και γύρω από αυτά πλέκει τις ιστορίες του, που άλλοτε έχουν μύθο, άλλοτε όχι. Τα ανεκπλήρωτα όνειρα μιας γενιάς, που βιώνει σήμερα μια πρωτόγνωρη, όσο και απρόσμενη παρακμή και έκπτωση αξιών, συνυφαίνουν τον ιστό του πρώτου κεφαλαίου «Το αίνιγμα μιας γενιάς». Η αγωνία για το σήμερα και το αύριο όχι μόνο της μουσικής, αλλά ολόκληρου αυτού του τόπου είναι διάχυτη. Δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Δίνει, όμως,  η αγωνία αυτή, με τον τρόπο της το σάλπισμα της αντίστασης. Οι «Σκέψεις για τη Μουσική», κεφάλαιο δεύτερο, εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση. Με ένα συγκινητικό προσκύνημα και με αφοπλιστική ειλικρίνεια ομολογείται, στο ξετύλιγμα των σκέψεων αυτών, η λατρεία προς τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Οι παιδικές ακροάσεις μουσικής του Βέρντι από έναν παλιό φωνόγραφο, του γέννησαν την επιθυμία να γνωρίσει κάποτε από κοντά τον τόπο που έζησε και δημιούργησε ο Ιταλός πατριάρχης της ρομαντικής – μπελ κάντο όπερας. Η εκπλήρωση του ονείρου, αλλά και οι προεκτάσεις της, περιγράφονται στο ταξιδιωτικό, τρίτο κεφάλαιο, «Ένα ταξίδι και μια επίσκεψη». Η γενέτειρα γη, οι γνωριμιές της νιότης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, η Ζάκυνθος, ο Σολωμός  γίνονται αφορμές για μια περιδιάβαση στην αδιαπραγμάτευτη Ελληνικότητα. Στο τέταρτο και καταληκτικό κεφάλαιο, τις «Μεταπλάσεις», συμβαίνουν αυτά, όπου το ξετύλιγμα του κουβαριού, των σκέψεων και της μνήμης, φτάνει μέχρι το οδυνηρό σήμερα. Με αρετή και τόλμη, οι παλιές καλές μέρες, μπορεί να επιστρέψουν σε τούτο τον ευλογημένο τόπο, που έχει υποδουλωθεί στα κελεύσματα του ξένου κεφαλαίου.

Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, τελικά, οι Μεταμορφώσεις μέσα στο χρόνο του Ηλία Ανδριόπουλου. Που επιμένει απτόητος να αγωνίζεται και να επιμένει ρομαντικά στην άκρως αντιρομαντική εποχή μας.


[Πρόλογος σε Ηλίας Ανδριόπουλος, Το αίνιγμα μιας γενιάς - Μεταπλάσεις, 2013, Εκδ. Αργοναύτες.]

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Γιώργος Γαλίτης, ο μεγάλος αναρχικός




Σπάνια βλέπει κάποιος μία τόσο συνεπή, τόσο εύστοχη και τόσο φιλοσοφημένη μελέτη της εξουσίας μέσα στην πολλαπλότητα των μορφών της, όπως στον κωμικό μονόλογο του Γιώργου Γαλίτη "Τα ραδίκια ανάποδα", που ανεβαίνει αυτή την περίοδο στο Eliart, σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη. Ο πανάξιος κωμικός μας κατάφερε να φτιάξει και να ερμηνεύσει ένα έργο που σε "αναγκάζει" να ξεκαρδίζεσαι στο γέλιο και να σκέφτεσαι παράλληλα, χωρίς να χρησιμοποιεί καμία ευκολία, χωρίς κολακείες, χωρίς βρισιές, χωρίς τέλος πάντων να εκβιάζει τίποτα. Η παράσταση είναι μία εντυπωσιακή ακτινογραφία της εξουσίας και μία τρομακτικά δυνατή κριτική της που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Ο κάθε πυλώνας της εξουσίας αποκτά εδώ πρόσωπο: η θρησκευτική εξουσία μέσα από τον παπά, η πολιτική εξουσία μέσα από τον υποψήφιο βουλευτή, η οικονομική εξουσία μέσα από τον εφοπλιστή μετά της συζύγου του, η στρατιωτική εξουσία μέσα από τον συνταγματάρχη. Και την ύστατη ώρα, πάνω από το φέρετρο, αποκαλύπτεται όλη η σαθρότητα, όλη η υποκρισία αυτής της εξουσίας που υποτάσσεται τελικά στη μέγιστη των εξουσιών: τον θάνατο.

Και τελικά, αυτό που κατάλαβα μέσα από την παράσταση είναι ότι η ζωή ξεκινάει ακριβώς εκεί: στην αμφισβήτηση κάθε αυθαίρετης εξουσίας, στην αποκαθήλωση κάθε αυθεντίας και κάθε αβάσιμης παραδοχής. Δεν κουβεντιάζει το θάνατο ο Γαλίτης, παρά την ίδια τη ζωή, και ότι το να ζήσεις μια ζωή με νόημα τελικά περνάει μέσα από το ξεγύμνωμα το δικό σου και όλων εκείνων των δομών που σε καταδικάζουν στην υποδούλωση, που σε καθιστούν υπήκοο αντί για πολίτη. Δεν είναι πραγματεία για το θάνατο "Τα ραδίκια ανάποδα", κι όποιος παρασυρθεί από τα αόρατα φέρετρα και τους επικήδειους αναμένοντας κάποια φιλοσοφημένη πραγματεία περί θανάτου θα χάσει το βασικό, που είναι μάλλον το κάλεσμα για ζωή. Και δεν υπάρχει ζωή χωρίς την παράλληλη, την καθημερινή, την αέναη αποδόμηση της εξουσίας και των ιδεολογικών φτιασιδωμάτων της.

Δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν ο Γαλίτης. Ούτε στο κοινό του, μα ούτε και "στους από κάτω". Όταν λέει ότι η σούπα βρωμάει γουρουνίλα και μοσχαρίλα από τα χέρια των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αντίστοιχα, δεν το κάνει για να λαϊκίσει, αλλά για να αποξενώσει, για να σε φέρει αντιμέτωπο με την ευθύνη και τη μικρότητά σου. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι βαθιά σιωπή έπεσε στο θεατράκι, το μάλλον γεμάτο από πρώην ή/και νυν ψηφοφόρους των δύο κομμάτων. Και όταν βάζει τον χωριάτη να διαβάζει ποίηση και να παίρνει νόμπελ, το κάνει για να υπενθυμίσει την απαιδευσιά μέσα μας και όχι βέβαια για να κολακέψει το δήθεν λαϊκό πολιτισμό. Ο Γαλίτης ξεβολεύει. Διότι, όπως και να το κάνουμε, το να υπενθυμίσει ότι το πιάτο για κάποιους είναι άδειο μπροστά σε ένα κοινό ταϊσμένο με μάστερ-σεφ, παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς και βλαχο-μπαρόκ αρχοντιά θέλει θάρρος, και ο Γαλίτης το έχει άφθονο.

Δεν αφήνει ούτε την επίδοξη κριτική της εξουσίας και τους φορείς της στο απυρόβλητο η παράσταση. Βλέπετε, ο Γαλίτης είναι πάνω απ' όλα πολιτικός φιλόσοφος και κατανοεί ότι όταν ένα σύστημα εξουσίας παρακμάζει, τότε το τρένο της παρακμής δεν σταματάει μόνο στους άρχοντες, αλλά παίρνει παραμάζωμα και τους αρχόμενους. Ο περιθωριακός λωποδύτης και ο εναλλακτικός ράπερ και ο κρητικός λεβέντης, η δήθεν άρνηση της εξουσίας, είναι καθρέφτες της και δεν γλιτώνουν ούτε αυτοί, νομοτελειακά. Σημαίνει αυτό ότι ο Γαλίτης μας καλεί να συμβιβαστούμε; Μήπως προσπαθεί τελικά να νομιμοποιήσει την κατεστημένη τάξη πραγμάτων; Όχι, το αντίθετο. Μας προτρέπει να αναζητήσουμε αυτό που δεν υπάρχει, να σκεφτούμε νέες μορφές ρύθμισης της ζωής μας που δεν θα διαμεσολαβούνται από καμία αυθεντία. Πίσω από το χιούμορ, ο Γαλίτης κρύβει μία ηθική της κριτικής και μια ηθική της ευθύνης, παραπέμποντας εν τέλει στη μακρά παράδοση ενός βαθιά ανθρωπιστικού διαφωτισμού.

Να το πω αλλιώς: "Τα ραδίκια ανάποδα" θα πρέπει να γίνουν υποχρεωτικό μάθημα σε κάθε πανεπιστημιακό τμήμα πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας στη χώρα μας.
ηρ.οικ.

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Τζίμης Πανούσης: Magic Baf - Ο τυφώνας Τζέφρυ

Ευχαριστούμε θερμά τον Τζίμη Πανούση για το απόσπασμα του νέου βιβλίου του, Magic Baf: Ο τυφώνας Τζέφρυ, που επέλεξε και παραχώρησε για αναδημοσίευση στα Μ.Π.!




23 Φεβρουαρίου 2012

Τι καλοί άνθρωποι αυτοί οι εταίροι μας — και κυρίως οι εταίρες μας, τύπου Μέρκελ. Μας χαρίσανε εκατόν εφτά δισεκατομμύρια, και πήραμε μπόνους έναν τεράστιο κουμπαρά-γουρουνάκι για να φυλάμε τους μισθούς και τις συντάξεις, να μην παρασυρόμεθα και σπαταλάμε τις οικονομίες μας στα μπουζούκια και στα καγιέν. Απ’ ό,τι φαίνεται μπαίνει μια τάξη στο σουργελιστάν, μετά την πίεση που μας ρυθμίσανε οι τροϊκανοί με το πιεσάι, με μια μικρή παρενέργεια: την αλματώδη αύξηση της πουστόζης των ελλήνων ιθαγενών.

Η Βρόμικη Δευτέρα, μια βδομάδα πριν την Καθαρή, θα γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στη μνήμη των παιδιών μας που καλούνται να ξεχρεώσουν με το αίμα τους τα κερατιάτικα τα δικά μας. Πάγωσε το αίμα μας στην τελική ευθεία του καρνάβαλου, όταν είδαμε για πρώτη φορά, και πριν ακόμα καταλαγιάσει η τσίκνα της τσικνοπέμπτης, το χαμόγελο του Λουκά. Έσκασε το χειλάκι του και φανήκανε τα αφεντικά του, οι τραπεζίτες, πίσω από τους κυνόδοντες. Ίσως φταίει ο πυρετός που με κρεβάτωσε, αλλά μου φάνηκε ότι είδα και αίμα στα δόντια του Παπαδήμου, όταν χαμογελούσε περιχαρής μετά την ολονυχτία του eurogroup. Οι κακές γλώσσες υποστηρίζουν ότι προηγήθηκαν τα συχαρίκια του νεοφιλελεύθερου δράκουλα των Χανίων, του πρωτεργάτη της καταστροφής Μητσοτάκη, με γλωσσόφιλο.

Μετά και τις τελευταίες εξελίξεις, η Άνγκελα Μέρκελ δε χάνει με τίποτα τον τίτλο της γυναίκας της χρονιάς: όλος ο κόσμος θέλει να την πηδήξει. Ο πληγωμένος εγωισμός της φτωχολογιάς είναι το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να μας απασχολεί αυτές τις μέρες που μπαίνουνε τα θεμέλια της μνημονιακής μας αναγέννησης. Η κομματική χούντα γιορτάζει και αδημονεί να ξεκοκαλίσει τα νέα δάνεια που θα παραλάβουν οι νέοι Τσοχατζόπουλοι για τη σωτηρία της πατρίδας. Τώρα που θα ’χουμε λεφτά, θα πλουτίσουμε τη συλλογή μας από στραβά υποβρύχια, ελαττωματικά αεροπλάνα κι ό,τι σκαρταδούρα θέλει να ξεφορτωθεί η πολεμική βιομηχανία των συμμάχων. Θα βάλουνε λουκέτο τα ασφαλιστικά ταμεία, αφού φρόντισαν οι συμμορίτες των κομμάτων να τα φορτώσουν με το ζόρι τοξικά ομόλογα, και στη θέση τους θα λειτουργεί ένα ασφαλιστικό ταμείο για τις ανάγκες καταστολής αναρχοκομμουνιστών κουκουλοφόρων.

Φοβού τους δανειστές και δώρα φέροντας. Ένα σου χαρίζουν, δέκα σου παίρνουν. Ίσως έχουνε βρει την πατέντα που ράβει τσέπες στα σάβανα. Αν δεν απαλλαγούμε και τώρα, που τα κομματόσκυλα μας καταντήσανε ζητιάνους του Νταλάρα, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας και απόλυτα υπεύθυνοι για τον εξευτελισμό και την εξόντωση. Χαρίζουν αφειδώς μισθούς στους εργοδότες οι τροϊκανοί και οι ντόπιοι λακέδες τους, για να τους γλυκάνουν επειδή κοπήκανε οι κρατικές επιδοτήσεις και οι ρεμουλοκατασκευές. Η επαπειλούμενη εκλογοπανήγυρις με τους συνήθεις κηφήνες που θα τσακώνονται στις τηλεοράσεις για το ποιος είναι ο λιγότερο κλέφτης, είναι ένα εφιαλτικό σενάριο που δεν αντέχεται. Τι είδους σκατά μπορεί να έχει στο κεφάλι του αυτός που θα πάει να ψηφίσει τον Σαμαρά, πακέτο με Άδωνι και Βορίδη, με τα τσεκούρια στο κεφάλι του πρώτου και στο χέρι του δεύτερου.

Ο ξεπεσμός δεν έχει όρια πλέον. Η κάθε λαϊκάντζα κάνει λάικ στο φέισμπουκ και νομίζει ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα. Βλαχαδερά αγράμματα και απολίτιστα, σερφάρουν στο παγκόσμιο χωριό. Εγώ δεν είμαι από δω.Το χωριό μου εμένα είναι έξω από τα Σπάτα, και είναι και εκπτωτικό άμα λάχει: Μακ Άρθουρ Γκλεν, και η βλαχιά αποκτά ένα εξωτικό γκλάμουρ. Άλλο χάι, το αρβανιτοχώρι σου να το λένε Μακ Άρθουρ Γκλεν, κι άλλο Λιόπεσι και Κάντζα.

Οι φαν του αναλογικού πολιτισμού μείναμε λίγοι, αλλά άμα ενωθούμε πολλά μπορούμε να καταφέρουμε. Να απαλλαγούμε, Αράπη μου, από την ψηφιακή μαστούρα, να βροντοφωνάξουμε ότι είμαστε άνθρωποι και όχι μπίλιες του φλίπερ που βολοδέρνουνε ανάμεσα στις τρύπες του μηδέν και του ένα. Με ξενερώνει αφάνταστα η ιντερνετική παρτούζα που καταλήγει πάντα σε πορνοσάϊτ αυνανισμού.

Θέλω να γίνω, άμα μεγαλώσω, πρώτα νοσοκόμα και μετά «περσόνα νον ντάντα». Εμείς, ντανταϊστές γεννηθήκαμε και ντανταϊστές θα πεθάνουμε. Η νταντά της παιδικής μου φαντασίωσης ήτανε αφράτη και στρουμπουλή, μου έφτιαχνε την αγαπημένη μου τούρτα με φράουλες και αίμα και μου τραγούδαγε τη φθινοπωρινή σονάτα, όταν ακουμπούσα το κεφαλάκι μου στα μαξιλαρένια βυζιά της. Αυτή μου έμαθε την απλή μέθοδο των τριών ιεραρχιών που κουβαλάνε οι τρεις μάγισσες με τα δώρα: το χρόνο, την τέχνη και το θάνατο. Με δίδαξε τη μεταβατική ιδιότητα της αγάπης που δεν την κρατάς για πάρτη σου, τη μοιράζεις και απολαμβάνεις τη μοναξιά σου.

Με σάλιο και υπομονή,
ο φόβος γίνεται πουλί.
Πουλί, λαγός και προπομπός,
πυξίδα για φυγάδες,
που το αμολάνε πριν διαβούν
κι αυτοί τις συμπληγάδες.

Είμαστε ακόμα στην αρχή της πορείας για το Γολγοθά, κι έχουμε να περάσουμε σαράντα κύματα, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι, μέχρι τη Σταύρωση και την Ανάσταση κατά τας γραφάς. Ανφάς να φωτογραφηθείς από τους ρωμαίους στρατιώτες της περιφρούρησης, να έχεις ένα σουβενίρ με τον τρόμο φάτσα-κάρτα ζωγραφισμένο στα μούτρα σου. Με ακροδεξιό απόστημα στην αχίλλειο πτέρνα του θα εμφανιστεί ο Αντωνάκης ο Σαμαράς στις προσεχείς εκλογές, όπου θα τον τιμήσουν με την ψήφο τους όλοι οι αλβανοί φυλακισμένοι που τους ξεφόρτωσε στην Ελλάδα, ως υπουργός εξωτερικών του Μητσοτάκη.

Το μαρτύριο συνεχίζεται, και μάλλον το απολαμβάνουμε. Μετά την πράσινη ανάπτυξη του Γιωργάκη, ακολουθεί η μπλε ανάπτυξη του Αντωνάκη. Ίσως βάλει και μια ροζ πινελιά ο Κουβέλης, να γίνει μπλε μαρέν.

Τζίμης Πανούσης
Magic Baf: Ο τυφώνας Τζέφρυ
Εκδόσεις Όπερα, 2013