Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Θανάσης Μωραΐτης: Τραγούδια της Καππαδοκίας




«Τραγούδια της Καππαδοκίας» 
–από παλιές και νέες ηχογραφήσεις– 

Τραγουδούν Καππαδόκισσες και οι Δόμνα Σαμίου, Λυδία Κονιόρδου, Κατερίνα Παπαδοπούλου, Ροδή Τομουρτζιούκ-γκιούλ
Επιμέλεια ορχήστρας: Σωκράτης Σινόπουλος
Επιμέλεια ενθέτου, παραγωγής, έκδοσης: Μάρκος Φ. Δραγούμης, Θανάσης Μωραΐτης 
Έκδοση: Φίλοι Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ, Δεκέμβριος 2001
Ηλεκτρονικές διευθύνσεις: www.mla.gr & www.thanassismoraitis.gr

***

Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ 2001

Το 1950 ο Γιώργος Σεφέρης (ήταν τότε 50 χρονών) αποφασίζει να επισκεφτεί την Καππαδοκία, όπου, μετά το τέλος του 18ου αιώνα, είχε εγκατασταθεί ο γενάρχης του, προπάππος από τον πατέρα, με το μικρό όνομα Σεφέρης. Ο προπάππος αυτός, ήταν νησιώτης από την Αίγινα, όπως δηλώνει το επίθετό του: Αιγιναμπέογλου. Στον νέο τόπο εγκατάστασης, στην Καισάρεια, θα παντρευτεί τη Μαγλή, το γένος Μιλλέτμπαση –κόρη του αρχηγού του ορθόδοξου μιλλετιού. Οι γεωγραφικοί τόποι προέλευσης του Γιώργου Σεφέρη συνθέτουν ένα πλούσιο χαρμάνι: από την Αίγινα, τη Νάξο και τη Δημητσάνα έως τη Σμύρνη, την Καισάρεια και την Άγκυρα (οι πληροφορίες αυτές έχουν γραφτεί από την ερευνήτρια του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Ιωάννα Πετροπούλου στο επίμετρο του βιβλίου του Γιώργου Σεφέρη, βλ. βιβλιογραφία). 

Διαβάζοντας τις σημειώσεις του Γιώργου Σεφέρη για το τριήμερο ταξίδι του στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, σχεδόν εξαφανίζεται το «εγώ» (με ό,τι αυτό σέρνει πίσω του), και χωρίς να το επιθυμείς ταξιδεύεις στο Μακρυγιαννικό «εμείς». Διαβάζουμε στις σελίδες 15 και 16 (ό.π., βλ. βιβλιογραφία): «… Στις 11.30΄, Κιρσεχίρ. Στη 1μμ., διακλάδωση μετά το Μουτζούρ. Εδώ αφήσαμε τη μεγάλη δημοσιά που πάει στην Καισάρεια, για να τραβήξουμε, αριστερά, κατά το Αβανός. Λίγα χιλιόμετρα ώς το Χατζή Μπεκτάς, τον τόπο προσκυνήματος του ομώνυμου ιδρυτή των Μπεκτασήδων, και, κάπως, των Γιανιτσάρων. […] Λίγο πιο βορινά, βρίσκεται ο Άγιος Προκόπιος, που μνημονεύεται στους επισκοπικούς καταλόγους του Λέοντα του Σοφού· το Προκόπι, όπως τό ’λεγαν πριν την Ανταλλαγή. Ώς την εποχή εκείνη ήταν, φαντάζομαι να είναι και τώρα, μια σημαντική κωμόπολη· εμπορικό κέντρο του τόπου, με είκοσι ως τριάντα χιλιάδες κατοίκους, τους περισσότερους Έλληνες.», ή στη σελίδα 18: «…Στην καρδιά του καλοκαιριού, κι ο αγέρας ήταν δροσερός και ζωοδότης, όπως δεν τον ένιωσα ποτέ στα στεγνά μέρη της Γαλλογραικίας. Το φως που δυνάμωνε έδινε στους κώνους και στα βαριά παραπετάσματα των βράχων βαφές αλαφριές γκρίζες, ρόδινες ή χρυσές. Ο ουρανός είχε ένα θαυμάσιο μαβί. Λίγο πιο πέρα, τ’ απομεινάρι ενός μικρού θόλου προστάτευε ακόμη με τρυφερότητα, όπως θα το είχες κάνει με την παλάμη σου, την ξεβαμμένη στόριση ενός Άι Γιώργη Καβαλάρη. Αραιά, όπου βρισκόταν λίγο χώμα, αυτό το άσπρο χώμα της Καππαδοκίας, αχλαδιές, κολοκυθιές, βερυκοκιές, αμπέλια.» […]

Χρονολογίες, ονόματα, περιοχές, συναισθήματα, όλα διαφορετικά στον αφρό τους, ίδια μαγιά όμως στον πάτο τους: οι άνθρωποι, χωρίς επιθετικούς ή άλλους προσδιορισμούς. 

Ακριβώς η ίδια εντύπωση δημιουργήθηκε και σε μένα αλλά και στους μουσικούς, τραγουδιστές που «έβαλαν» στα δάχτυλα και στα χείλη τους τα άγνωστα καππαδοκικά τραγούδια, έτσι όπως τα τραγούδησαν το 1930 οι ίδιοι οι Καππαδόκες. Και χρωστάμε χάρη στη Δόμνα Σαμίου, όχι μόνο για την ερμηνεία της στα τρία τραγούδια, αλλά και για την επιμονή της να τα εκδώσουμε με τους αυθεντικούς τραγουδιστές. Έτσι, χωρίς να το έχουμε σχεδιάσει, υπάρχει σ’ αυτό το CD η «συνέχεια του νήματος της δημιουργίας των ανθρώπων». Από τη μια μεριά, οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών μάς συναρπάζουν με τη δύναμη της αυθεντικής και ανεπιτήδευτης έκφρασής τους και, από την άλλη, νέοι μουσικοί με βαθύ σεβασμό σ’ οτιδήποτε αληθινό, πιστοποιούν την πιο πάνω φράση περί συνέχειας. 

Οι Φίλοι του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους σε όλους τους συντελεστές της σύγχρονης ηχογράφησης, για την ευαισθησία με την οποία προσέγγισαν τα τραγούδια που τους δόθηκαν.

Θανάσης Μωραΐτης
Νοέμβριος 2001

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ ΔΙΝΕΙ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΑ ...ΤΣΙΠΟΥΡΑΔΙΚΑ

Με αφορμή την έναρξη των παραστάσεων «Ξαρχάκος-Βιτάλη Νυν και αεί …Τσιτσάνης» στη μουσική σκηνή «Ιερά Οδός», ο Σταύρος Ξαρχάκος προέβη στην ακόλουθη δήλωση:


«Για να πάει κάποιος μπροστά (όπως λέει ο λαός μας) και κατ' επέκταση ο τόπος, χρειάζονται οι εξής βασικές και αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις.

Το όνειρο, η φαντασία, ο σεβασμός στην παράδοση και η γνώση της ιστορίας.

Το όνειρο, μας το σκότωσαν.

Τη φαντασία την ευνούχισαν. Στραγγάλισαν την ψυχή μας.

Τους διέφυγε όμως κάτι: το γεγονός ότι κάποιοι και ιστορία γνωρίζουμε και την παράδοση μας σεβόμαστε.

Βασίλης Τσιτσάνης, ιστορία, παράδοση.

Με αυτόν συνομιλήσαμε, κοινωνήσαμε και κούμπωσε η ψυχή μας.

Ελένη Βιτάλη, μια αλλόκοτη ιερή τρέλα με έντονα τα χαρακτηριστικά των αρχέγονων ορφικών ήχων.

Ηρώ Σαΐα, η επίλεκτη να πάρει τη σκυτάλη στον μακραίωνο δρόμο της παράδοσης.

Καλή αντάμωση στα τσιπουράδικα!»

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

το γράμμα που είχα αρχίσει σταματάω





Το πρότυπο του τραγουδιού-αφηγήματος, ως ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Πόσο πιο δύσκολο επίτευγμα, σε σχέση με την παράθεση αυτάρεσκων αμπελοφιλοσοφιών. Ο Σταυριανός δίνει εδώ μία μικρή γεύση της μεστής στιχουργικής του αίσθησης που, μοιραία, έμεινε και μένει στη σκιά της αστείρευτης μελωδικότητας της μουσικής του.
ηρ.οικ.





Πέρασε κιόλας ένας χρόνος
Στίχοι-Μουσική: Γιώργος Σταυριανός
Ερμηνεία: Κατερίνα Βλάχου


Πέρασε κιόλας ένας χρόνος που 'χεις φύγει
Οι φίλοι σταματήσαν να ρωτάνε
Τίποτα πια δε μοιάζει να επείγει
Κι οι στεναγμοί αρχίσαν να ξεχνάνε.

Η Λίτσα με τον Γιάννη είχαν χωρίσει
Μα ξανασμίξαν πριν το καλοκαίρι
Κι εγώ που μια ζωή σου 'χα χαρίσει
Βρίσκομαι στο κατώφλι μ’ άλλο ταίρι.

Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
Μες στου χειμώνα την απελπισία
Ένοιωσα την καρδούλα μου να τρέμει
Καθώς σ’ είδα να στρίβεις στη γωνία.

Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
Μες στου χειμώνα τη βουβή εικόνα
Ένοιωσα την καρδούλα μου να τρέμει
Και σιγοντάρω αδέξια τη Μαντόνα.

Πέρασε κι όλας ένας χρόνος και μου λείπεις
Η Αρετή επέρασε την τάξη
Ο Τάσος θε να γίνει τραπεζίτης
Κι εγώ η χαζή μη βρέξει και μη στάξει.

Στη γειτονιά βάλαν σηματοδότη
Κι άρχισαν να φυτεύουν την πλατεία
Έχουμε και την γκρίνια του δεσπότη
Που θέλει τα παιδιά στην εκκλησία.

Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
Το γράμμα που είχα αρχίσει σταματάω
Το κρύβω σ’ έναν τόμο του Λουντέμη
Κι αναρωτιέμαι ακόμα αν σ’ αγαπάω.

Κι έτσι όπως τραγουδούνε οι ανέμοι
Μες στου χειμώνα τη βουβή εικόνα
Ένοιωσα την καρδούλα μου να τρέμει
Και σιγοντάρω αδέξια τη Μαντόνα.

Μιχάλης Γρηγορίου: "Βίος Παράλληλος" (22)

Johannes Brahms


ΒΙΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ
Ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου
Ενότητα: "Εσυ, ο χρονος, ο θανατος κι εγώ" 
Επεισόδιο 22ο


Παρασκευη 3/12/2010

Προχτες ετυχε ν’ ακουσω απο το ραδιοφωνο, σε μια εξαιρετικη εκτελεση, το κοντσερτο για βιολι του Brahms και παρ’ ολο οτι το εργο το γνωριζω απ’ εξω κι’ ανακατωτα δεν μπορεσα να αποφυγω το συναισθημα του τρομερου θαυμασμου γι’ αυτο το καλλιτεχνικο επιτευγμα. Δεν ξερω αν τουτο οφειλεται σε μια αυξημενη γνωση και ωριμοτητα, λογω ηλικιας, ή και σε μια αναγκη ψυχολογικης συσπειρωσης πισω απο διδαγμενες βεβαιοτητες, παντως εμεινα κυριολεκτικα εκθαμβος με την αρτιοτητα και την απιστευτη δομικη συγκροτηση του εργου. Δεν ειναι μονο πως το εργο “μου αρεσε” και με συγκινουσε, ειναι και πως μου προκαλουσε καταπληξη η κατασκευαστικη του ισορροπια και ο αβιαστος αφηγηματικος του χαρακτηρας. Ολα τα επιπεδα, αρμονικα, μελωδικα, ρυθμικα, αντιστικτικα, ενορχηστρωτικα, συνεργαζοντουσαν με την απολυτη ακριβεια ενος ωρολογιακου μηχανισμου που μου γεννουσε την αισθηση του αυτονοητου. Κι’ ομως, αυτο το σχεδον φυσικο συμβαν δεν ειχε προκυψει με “φυσικο” τροπο, αλλα ειχε σχεδιαστει στο χαρτι βημα-βημα απο καποιον ανθρωπο.

Ακουγωντας το εργο δεν απεφυγα σε ενα δευτερο επιπεδο την σκεψη “που πας ρε Καραμητρο κι’ εσυ, παριστανωντας τον μουσικο”. Θα επρεπε να ειμαι 18 χρονων κι’ ολα οσα εχω φτιαξει μεχρι τωρα ως συνθετης να θεωρουνται ως απλες ασκησεις του δημοτικου σχολειου, ωστε να εχω την ελπιδα πως “καποτε”, σε καποιο βαθος χρονου, θα μπορουσα να μαθω μουσικη και να επιχειρησω κι’ εγω κατι αναλογο. Και σε ενα τριτο επιπεδο συνειδητοποιουσα πως, ακομα κι’ αν μπορουσε να συμβει κατι τετοιο ή, αν μου εμφυτευαν αποτομα στο DNA μου ολες αυτες τις ικανοτητες, τις γνωσεις και τους αυτοματισμους ενος Brahms, παλι θα ηταν αδυνατον να συνθεσω στην σημερινη εποχη αναλογα εργα, γιατι οι κοινωνικες και συμβολικες τους λειτουργιες ανηκουν σε ενα παρελθον που δεν μπορει να επιστρεψει. Αν, με καποιο τετοιο φανταστικο τροπο, καταφερνα π.χ να συνθεσω ενα εργο μιας αναλογης πνοης, δεν θα υπηρχε καμμια δυνατοτητα να παρουσιαστει σε καποιο κοινο. Κι’ αν, μετα απο χιλια ζορια και προσπαθειες, καταφερνε να παρουσιαστει, το σημερινο ακροατηριο θα το αντιμετωπιζε με μια παγερη καταναλωτικη αδιαφορια, επιφυλλασσοντας τον οποιο αυθορμητο ή διδαγμενο θαυμασμο του για εργα που εχουν προλαβει να κατοχυρωσουν την θεση τους στην επισημη ιστορικη προθηκη, εχοντας και τα καταλληλα πιστοποιητικα συλλεκτικης αξιας και γνησιοτητας.

Κι’ ομως, η γνωση πως “σημερα δεν γραφονται πλεον τετοια εργα” δεν λειτουργει ανακουφιστικα, επειδη με γλυτωνει –υποτιθεται- απο καποια συγκριση και με απαλλασσει απο καποιες ευθυνες !  Ναι, “σημερα δεν γραφονται πλεον τετοια εργα”, αν εψαχνα ομως τον εαυτο μου θα ελεγα πως εγω θα ηθελα να ειμαι σε θεση να εγραφα τετοια εργα. Και σε τελευταια αναλυση ειναι κριμα που η ανθρωποτητα εχει οπισθοδρομησει σε τετοιο σημειο ωστε να εχει αφησει πισω της τις διεκδικησεις για την επαναληψη τετοιων αξιοθαυμαστων εγχειρηματων.

Μιχάλης Γρηγορίου

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Το ελληνικό τραγούδι μεταξύ σάχλας και σοβαροφάνειας


Το ελληνικό τραγούδι μεταξύ σάχλας και σοβαροφάνειας

Απεχθάνομαι εκείνους τους τύπους της φασόν νοσταλγίας που τείνουν να ωραιοποιούν το παρελθόν και να επιστρέφουν στα good old times, στα χρόνια τα παλιά όπου όλα ήταν ωραία και αγνά, η Ομόνοια είχε συντριβάνι, κλπ. κλπ. Γιατί για κάθε αριστούργημα του ελληνικού τραγουδιού αντιστοιχεί κι ένας Βοσκόπουλος, κι ένας Λε-Πα, κι ένας Αντύπας, και μια Άντζελα, και όχι, δεν βγήκαν σήμερα όλα αυτά τα μαύρα χάλια. Δεν έχω καμία λοιπόν πρόθεση να πουλήσω νοσταλγία και να σας πω γενικεύσεις του στυλ "το τραγούδι που χάθηκε" και "θυμάσαι τότε που ακούγαμε τον α' ή τον β' ". Αξίζει όμως να στρέψουμε την προσοχή μας σε δύο φαινόμενα/χαρακτηριστικά που τείνουν να αναχθούν σε κανόνα ύφους και στυλ του σύγχρονου τραγουδιού. Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος, τα δύο αυτά "μοτίβα" είναι η σάχλα και η σοβαροφάνεια. Και τα δυο, παιδιά του σωλήνα της αγοράς, επικυρώνουν το τραγικό αδιέξοδο του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού και την κατάλυση κάθε νοήματος και κάθε μηνύματος και κάθε δημιουργικής λειτουργίας που θα μπορούσε να επιτελέσει σήμερα αυτό το τραγούδι.

Ι. Σάχλα

Ας περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, κι ας ακούσουμε την επανεκτέλεση του "Η Μπόσα Νόβα του Ησαΐα", ενός από τα πολλά όμορφα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά από τα μέσα της δεκαετίας του '90, από την Μαρίζα Ρίζου. Η εκδοχή κυκλοφόρησε στα τέλη του 2011.

Λοιπόν, πλάι στην εξαίρετη, μεταλλική φωνή της, αυτό που μου βγαίνει μέσα από το βίντεο-κλιπ και τις ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές επιλογές της επανεκτέλεσης είναι η - ναι, σωστά μαντέψατε - σάχλα. Το σύμπαν εδώ αποπνέει ένα πρότυπο ελαφρότητας και ρηχότητας, εκφράζοντας μια τρομακτική αναντιστοιχία στίχου και ύφους. Είναι σαν να μην υπάρχουν οι στίχοι, σαν να έπρεπε απλώς να μπουν με το στανιό τα πνευστά και το τέμπο το ζωηρούλικο. Έτσι ίσως εξηγείται και η παράλειψη κάποιων λέξεων από τους στίχους εδώ κι εκεί. Είναι σαν το τραγούδι να υπηρετεί την ανάγκη της Ρίζου και των εμπνευστών της επανεκτέλεσης να πουλήσουν "φρέσκο ήχο", και όχι βέβαια σαν ο ήχος να υπηρετεί το τραγούδι. Όσο για το βίντεο-κλιπ της κυρίας Κλαίρης Φαφούτη, υπηρετεί κι αυτό τον τελικό στόχο: την παραγωγή μιας αλά Amelie αίσθηση "δροσεράδας" και "αισιοδοξίας". Μια συμπαθητική φατσούλα που κουνάει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, ανέμελα, προπαντός ανέμελα. "Απογείωση", "ενέργεια", Amita motion κλπ. κλπ.

Τώρα, πώς γίνεται να ξεφαντώνει η καλλιτέχνιδα με "αν ζούσαμε σ' άλλη εποχή" και "θ' άλλαζε νόημα κι η Κυριακή / δεν θα 'ταν πια μελαγχολική" και "είναι το σπίτι μου άδειο", μόνο αυτή το ξέρει. Τι στο καλό, δεν υπάρχει κανένας λόγος που ο ίδιος ο Δεληβοριάς επέλεξε να βγάλει μια χαμηλόφωνη μπαλάντα με φλάουτο αντί για τρομπέτα; Τυχαία συνέβη αυτό; Ή μήπως έφταιγε η εποχή που δεν είχε κατανοήσει την αξία της ανεμελιάς και της ζωηράδας; Ναι, αυτό έγινε, αλλά ευτυχώς βρήκαμε το φως μας 20 χρόνια μετά. Για να σοβαρευτούμε, απλώς η αρχική σύλληψη του συγκεκριμένου τραγουδιού παραπέμπει σε μία περίοδο όπου το τραγούδι κρατούσε - ακόμη - μία ενότητα περιεχομένου και μορφής. Αυτή η ενότητα έχει καταλυθεί, και πλέον πρέπει με το ζόρι να κουνάμε την κεφάλα μας πάνω-κάτω χαμογελώντας και ξεφαντώνοντας, ανεξάρτητα από το τι λένε οι στίχοι και τα νοήματα. Μία σαλάτα, ούτε καν χωριάτικη, αλλά μπανάλ μικροαστική, αιωνίως "φοιτητική", δηλαδή καταναλωτική.

Να είμαστε όμως ήρεμοι, και προπαντός μετριοπαθείς. Η αλά Ρίζου σαχλίτσα είναι πταίσμα μπροστά στη χυδαία σάχλα ενός Κωστή Μαραβέγια και της πιο χαμηλά Λόλας του. Εκεί δεν μιλάμε για σαχλίτσα αθώα και συμπαθητική - μέσα στη σύγχυσή της - αλλά για το απόλυτο μηδέν, για το Πετρο-Κωστοπουλιστάν του τραγουδιού, για τη φρικαλέα ελαφρότητα της αισθητικής χούντας. Αν αυτό είναι το "εναλλακτικό", σκέψου πώς είναι δηλαδή το mainstream.

ΙΙ. Σοβαροφάνεια

Δεν μπορεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του Τζωρτζ Όργουελ και του Ρέι Μπράντμπερι να υπάρχει καταναλωτική χειραγώγηση της κοινωνίας μόνο με σάχλα. Δεν είναι ηλίθιο το σύστημα, γνωρίζει καλά ότι πρέπει να ηγεμονεύσει όχι μόνο επί των ταπεινών ενστίκτων αλλά και επί της όποιας ανάγκης για σκέψη και ανάλυση της πραγματικότητας. Και έρχεται εκεί και κολλάει η σοβαροφάνεια, και έτσι φτιάχνουμε ένα ωραίο δίπολο απ' το οποίο δεν ξεφεύγει κανείς. Για κάθε Γιώργο Λιάγκα, δηλαδή, υπάρχει κι ένας Σταύρος Θεοδωράκης. Είναι σαν τον πόλεμο και την ειρήνη κατά Μπρεχτ: "η ειρήνη τους σαρώνει ό,τι άφησε όρθιο ο πόλεμος", ή κάτι τέτοιο. Και για να μιλάμε με παραδείγματα, δεύτε λάβετε το νέο βίντεο-κλιπ των Αλχημιστών όπου επανεκτελούν (εκτελούν  δηλαδή κανονικά και με Καλάσνικωφ) την τραγουδάρα του Νίκου Ζιώγαλα από το 1990.

Εδώ η δουλειά του σχολιαστή είναι ευτυχώς απείρως ευκολότερη. Τι να σχολιάσει κανείς; Το πράγμα σπαρταράει, μιλάει από μόνο του. Τουριστικό μπουζουκάκι και μπιτάκι, χορεύτριες-μοντέλα με καλλίγραμα πόδια που για κάποιο άγνωστο λόγο ανεβοκατεβάζουν μια κορδελίτσα, και τα μέλη του συγκροτήματος που έχουν καταπιεί σκουπόξυλο και ατενίζουν με ύφος υφηγητή φιλοσοφίας στη Σορβόννη το κενό. Και κάπου εκεί, σε αυτό το ανεκδιήγητο μνημείο κακογουστιάς, αστράφτει πού και πού και το προϊόν του αγίου σπόνσορά μας - μεγάλη η χάρη του. Με μία λέξη, όλο αυτό το αχαρακτήριστο πράγμα αποπνέει μία σοβαροφάνεια, εκτός κι αν μπορείς να χαρακτηρίσεις αλλιώς τη συνεχή εστίαση της κάμερας στο προφίλ του - εξοργιστικά ένρινου - ερμηνευτή που γυρίζει γύρω-γύρω, ανέκφραστος. Τι έπαθε ο άνθρωπος; Σαν τι κακο μαντάτο να τον βρήκε; Ποιο υπαρξιακό δράμα τον κατατρέχει; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ.

Η ανωμαλία της τερατογένεσης που λέγεται σύγχρονο ελληνικό τραγούδι βγαίνει με σαφήνεια μέσα από τις δύο αυτές επανεκτελέσεις. Η μία παίρνει την πειστικά οριοθετημένη μελαγχολία της αναπόλησης του παρελθόντος από τον Δεληβοριά και την κάνει παρτάκι. Η άλλη παίρνει την ενέργεια της ερωτικής έλξης και πλήρωσης από τον Ζιώγαλα, και την κάνει φιλοσοφημένο υφάκι, μόστρα και παθητικότητα. Η ρίζα του προβλήματος; Η ιδεολογική σύγχυση μετατρέπεται σε αισθητική σύγχυση και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. 

ΙΙΙ. Όλα αρχίζουν

Σε μία από τις λευκές νύχτες στο προαύλιο της ΕΡΤ (τις πραγματικά λευκές, τις φωτισμένες από συντροφικότητα, όχι τις χλωμιασμένες στην Ερμού με τις πλαστικές τσάντες και τα αγχωμένα βλέμματα), είχα πετύχει την εξαίρετη Νατάσα Μποφίλιου να βρίσκεται επί σκηνής (και μπράβο της!) μαζί με τον Θέμη Καραμουρατίδη στο πιάνο. Η αίσθησή μου - ήταν άραγε και δική τους; - ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε ένα τραγούδι στο ρεπερτόριο τους που να μπορούσε να εκφράσει την ένταση και το νόημα της στιγμής. Βρίσκονταν και οι δυο τους εκτός τόπου και χρόνου. Και κατέληξε η Μποφίλιου να τραγουδάει μπροστά στο πλήθος "τίποτα σημαντικό / ζω μονάχα εν λευκώ", και από κάτω τα νέα παιδιά να έχουν σηκωμένα τα χέρια τους προς τα πάνω και να επαναλαμβάνουν τους στίχους: "τίποτα σημαντικό / ζω μονάχα εν λευκώ". Ειλικρινά σας λέω, κάτι έσπασε μέσα μου βλέποντας δεκάδες νέους ανθρώπους να υψώνουν τις γροθιές τους σε αυτούς τους στίχους - και στους υπόλοιπους...

Σε μία τέτοια κατάσταση, το αίτημα για λίγο νόημα μοιάζει περίπου επαναστατικό. Λίγη ενότητα νοήματος, λίγο νόημα, ναι! Να, όπως ας πούμε αυτό που εμφανίζεται στο αρχικό βίντεο-κλιπ του τραγουδιού "Πάρε με απόψε" (υπάρχει και η φοβερή πρώτη εκτέλεση του Ζιώγαλα ολομόναχου, απ' την οποία όμως δεν έχουμε κλιπάκι). Παρατηρήσεις στα γρήγορα: βλέπω κόσμο, δρόμο, αστικό χώρο που μοιραζόμαστε εσύ κι εγώ, δηλαδή ζωή που μοιραζόμαστε εσύ κι εγώ, και συναντιόμαστε αναγκαστικά - ευτυχώς - μέσω αυτής. Βλέπω χαμόγελο και μελαγχολία μαζί, γιατί αυτά τα δύο είναι αξεχώριστα, βλέπω ανθρώπους νεαρούς και ανθρώπους ηλικιωμένους - ναι, γερνάμε κάποτε, τι να κάνουμε -, βλέπω ανθρώπους μαύρους και άσπρους που φιλιούνται και χρησιμοποιούν τα σώματά τους ..."σωματικά", και όχι ορθο-στημένοι σαν σφουγγαρίστρες, βλέπω δέρμα και ερωτισμό και πάθος, και πάνω απ' όλα βλέπω μία ομαλή σύνδεση ανάμεσα στο νόημα του τραγουδιού, στην εικόνα και στον ήχο. Όσο για το τι ακούω; Φυσικό ήχο και μουσική μπάντας, και όχι εργαστηρίου. Ουφ, το ακούς το τραγούδι και νιώθεις φρέσκο αεράκι, κι ας έχεις κλειστά μες στο καταχείμωνο.

Επίλογος. Το "Έθνος" αυτή την περίοδο πουλάει Καζαντζάκη κι εγώ αγοράζω. Στο τέλος του "Τελευταίου Πειρασμού" ο μεγάλος φιλόσοφος γράφει:

"Έσυρε φωνή θριαμβευτικιά:
- Τετέλεσται!
Κι ήταν σα να 'λεγε: Όλα αρχίζουν".

Λοιπόν, κάπου εκεί, μεταξύ σάχλας και σοβαροφάνειας, μεταξύ της μιας επανεκτέλεσης και της άλλης, μεταξύ της προκάτ "δροσεράδας" και της άλλο τόσο προκάτ "ενατένισης", κάτι θα βγει και κάτι θα αρχίσει, κάποτε. Μέχρι τότε, το κλείσιμο αυτιών και οθονών μοιάζει σαν μια απολύτως λογική απόφαση.

ηρ. οικ.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ο Νίκος Ζουρνής στο Βερολίνο


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Ο Νίκος Ζουρνής για πρώτη φορά εμφανίζεται στη Γερμανία και παρουσιάζει τα τραγούδια των δύο προσωπικών του δίσκων. Την Τρίτη 11 Φεβρουαρίου στο PRIVATCLUB, έναν υπέροχο χώρο στην περιοχή Kreuzberg του Βερολίνου.

Ο πρώτος δίσκος με τίτλο «Χιλιόμετρα» κυκλοφόρησε το 2009 και περιείχε στίχους του Μιχάλη Γκανά όπως επίσης και ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. Εκτός από τον ίδιο τον τραγουδοποιό ερμήνευαν τραγούδια ο Μανώλης Λιδάκης, ο Απόστολος Ρίζος και η Μαρία Λούκα.

Ο δεύτερος δίσκος με τίτλο «Όλα τα χρώματα του μπλε» κυκλοφόρησε στις αρχές του 2012 και περιείχε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, του Διονύση Καψάλη και του Θοδωρή Γκόνη. Συμμετείχε με δύο τραγούδια η Μαρία Λούκα.

Επί σκηνής, μαζί με τον Νίκο Ζουρνή, μία εξαιρετική ερμηνεύτρια της νέας γενιάς, η Λαμπρινή Καρακώστα εμπλουτίζει το μουσικό πρόγραμμα με ανατολίτικες και δυτικές μελωδίες. Επίσης δύο σπουδαίοι μουσικοί συμπράττουν και συν-διαμορφώνουν νότες και τραγούδια. Ο Ευγένιος Χαλίλ (κιθάρα, μπουζούκι) και ο Πάνος Ηλιόπουλος (νέι, σαξόφωνο).

Εκτός από την προσωπική δισκογραφία του Νίκου Ζουρνή θα ακουστούν και τραγούδια των: Σωκράτη Μάλαμα, Θανάση Παπακωνσταντίνου, Ορφέα Περίδη, Σταμάτη Κραουνάκη, Νίκου Παπάζογλου και άλλων, καθώς και επιλεγμένα ρεμπέτικα και παραδοσιακά.

Το πλήρωμα του καραβιού είναι έτοιμο για αναχώρηση και σας υπόσχεται ένα μουσικό ταξίδι σε όλα τα χρώματα του μπλε!

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Πολιτισμός με χορηγό τη βιομηχανία όπλων;




Τι έχουμε εδώ; Η ελληνική προεδρία συνδιοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις μαζί με το ελληνικό και το γαλλικό υπουργείο εξωτερικών. Και ποιο είναι το πρόβλημα; Ελάτε, ψάξτε λίγο καλύτερα, εκεί στα "ψιλά γράμματα", στην τελευταία σελίδα, στους "χορηγούς"! Ο μεγαλύτερος κατασκευαστής όπλων στην Ευρώπη, η Thales, "χορηγεί" πολιτισμό στην Ελλάδα. Σε ευχαριστούμε, ω εταιρεία. Φαντάζομαι ότι θα έχουμε γίνει αρκετά απολιτίκ ως λαός ώστε να μην απασχολεί κανέναν το γεγονός ότι η στρατιωτική βιομηχανία πληρώνει εκδηλώσεις του ελληνικού κράτους. Κανένα πρόβλημα! Μόνο κάν' τε ησυχία, μην ξυπνήσει κανένας και πάρει χαμπάρι το παιχνιδάκι των πολυεθνικών (εδώ η Siemens αναβαπτίστηκε σε πυλώνα της έρευνας στην Ελλάδα, στην Thales θα κολλήσουμε;). "Σαν καραγκιόζης στο μπερντέ / κι εσύ να κλαις πικρέ λαέ". Καλή σας διασκέδαση λοιπόν - και μην μου ανησυχείτε για το εισιτήριο, είναι τζάμπα. Ο λογαριασμός έχει ήδη πληρωθεί.
ηρ.οικ.

ΥΓ: Οι καλλιτέχνες μας πώς νοιώθουν άραγε που θα παράξουν πολιτισμό με χορηγό την "αμυντική" βιομηχανία;

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Το "Νανούρισμα" του Νικόλα Λειβαδίτη




ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 

Νικόλας Λειβαδίτης (nL)

Νανούρισμα 

Zefxis Music – Απρίλιος 2013 

Η Zefxis Music παρουσιάζει τη νέα μουσική συνεργασία του συνθέτη και στιχουργού Νικόλα Λειβαδίτη (nL) με την ερμηνεύτρια Κρίνθη Ζήρα. 

Ο νέος συνθέτης και στιχουργός, παρέα με την ερμηνεύτρια, μετά τη περσινή δισκογραφική τους συνεργασία στο τραγούδι «Ψάξε με», συνεχίζουν τη κοινή καλλιτεχνική τους πορεία και μας παρουσιάζουν τη νέα τους δισκογραφική δουλειά, με τίτλο: «Νανούρισμα». 

Έχοντας εισπράξει τις καλύτερες κριτικές, τόσο από το κοινό, όσο και από καταξιωμένους καλλιτέχνες, ο Νικόλας Λειβαδίτης (nL) και η Κρίνθη Ζήρα συνεχίζουν να μας εντυπωσιάζουν με τις ζωντανές τους εμφανίσεις αλλά και τις νέες τους μουσικές δημιουργίες. 

Χωρίς οι ίδιοι να κατηγοριοποιούν τους εαυτούς τους σε συγκεκριμένο μουσικό ύφος αφού, όπως υποστηρίζουν: 
“Η στιγμή της γέννησης, ενός κομματιού, είναι μοναδική. Το συναίσθημα και η ψυχολογική διάθεση του δημιουργού, διαφέρουν τόσο, όσο και οι στιγμές μεταξύ τους”, 
μας κρατούν σε μια γλυκιά αναμονή για το κάθε νέο τους μουσικό βήμα.

Το «Νανούρισμα» είναι μία τρυφερή μπαλάντα. Ο τίτλος περιγράφει απόλυτα το περιεχόμενο των στίχων και της μουσικής ενώ η ερμηνεία από την εξαιρετική φωνή της Κρίνθης Ζήρα κάνει το αποτέλεσμα μοναδικό. Η φιλοτέχνηση του εξωφύλλου έγινε από τον γνωστό Έλληνα ζωγράφο Γιώργο Σιούντα.

Η επόμενη δισκογραφική τους δουλεία αναμένεται να κυκλοφορήσει πολύ σύντομα μιας και είναι ήδη έτοιμη. Οι δυο τους μας προϊδεάζουν για καλοκαιρινό mood και ταυτόχρονα, μ’ ένα χαμόγελο, σταματούν να μοιράζονται περισσότερες λεπτομέρειες! Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε. Σε ποιον δεν αρέσουν οι όμορφες εκπλήξεις; Μέχρι τότε, αφεθείτε στο «Νανούρισμα».

To νέο Digital Single του Νικόλα Λειβαδίτη (nL) κυκλοφορεί από την Ζefxis Music και είναι διαθέσιμο ως download στα μεγάλα διαδικτυακά δισκοπωλεία, τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και στο online shop της Ζefxis Music.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

"The fine art of despair" των Nosfi

Γεια χαρά!
Το "the fine art of despair" είναι ένας συνδυασμός μουσικής και απαγγελιών ποιημάτων του Μπουκόφσκι. Πρόκειται για ένα μείγμα sample-based hip-hop, downtempo/trip-hop, ποίησης, μπόλικου κονιάκ και μπύρας συν μια σειρά από εμμονές... Ένα κόλλημα με τον Vincent Price, με τα ντραμς στο χιπ χοπ των '90's και φυσικά με τα γραπτά του Μπουκόσφκι. Μπορείτε να κατεβάσετε /ακούσετε (χωρίς αντίτιμο) από εδώ:
http://nosfi.bandcamp.com/album/the-fine-art-of-despair
Κι αν γουστάρετε κιόλας, διαδώστε και προωθήστε, είναι ο μόνος τρόπος να διακινηθεί η μουσική αυτή.
thanx!

-nosfi



My ambition is handicapped by laziness


O Ιούνιος του 2010 ήταν κάπως. Κοιτώντας πίσω βλέπω πως νιώθαμε τρομαγμένοι από το τέρας που είχαμε δει ότι γεννήσαμε κανα μήνα πριν, κι ήμασταν βουτηγμένοι στην εσωστρέφεια. Τότε, ένιωθα απλά μουδιασμένος. Έχοντας πια βιώσει στο πετσί μου πως μια κοινωνική σχέση δε γίνεται να ξεπεραστεί ατομικά, είχα ψιλο-μπουκώσει βρε αδερφέ. Κι όταν μπουκώνομαι κλείνομαι. Πρώτα στο πετσί μου, κι ύστερα στους τέσσερεις τοίχους. Τότε είναι που αρχίζει το πανηγυράκι των εμμονών. Romero, Vincent Price, 90’s hip-hop & ο τότε άρτι αφιχθείς στη λέσχη (των εμμονών) Charles Bukowski. Κάποιοι λένε ότι είναι περίεργη αυτή η ακατανίκητη έλξη που νιώθεις για τα γραπτά ενός τύπου που άμα σε γνώριζε το πιο πιθανό είναι να σε έφτυνε στη μάπα γιατί έτσι. Κάποιοι τρέχουν να πούνε ότι είναι ο βρώμικος ρεαλισμός που σε τραβάει… Αυτό είναι το πιο αστείο, είναι σαν τη μαμά που είχε πέσει με τα δυο της βλαστάρια σε μια λίμνη με κουράδες επιπλέουσες και ημιβυθισμένες και μάλωνε την κόρη της που έλεγε «σκατά!». Αρκετά όμως με όλα αυτά…


Αυτό που ακολουθεί λοιπόν είναι ό,τι προέκυψε από εκείνο το καλοκαίρι. Δεν είναι ακριβώς η καλοκαιρινή μουσική που θα περίμενες να συνοδεύσει μοχίτο στις παραλίες, αλλά και πάλι, γιατί όχι; Ο χειμώνας, άλλωστε, έρχεται σε πολλά μέρη τον Αύγουστο. Πίσω τώρα, στη διαδικασία και στην εποχή που φτιάχτηκε, 14 κομμάτια μεταφράζονται σε 2 βδομάδες στο σπίτι. Χοντρικά μιλώντας βέβαια, γιατί ποιος θυμάται μετά από 3 χρόνια... Κάποιες μέρες φτιάχνονταν 2 και 3 κομμάτια και κάποιες κανένα. Σε κάποια κομμάτια ξαναμπήκε χέρι στην πορεία και σε κάποια όχι. Δεν έχει τόση σημασία. Ίσως θα είχε νόημα να εξηγηθεί γιατί ενώ η ουσιαστική τους μορφή δεν έχει αλλάξει από τον Ιούλιο του 2010, έμειναν καταχωνιασμένα ως σήμερα. Η εμπειρία δείχνει ότι όσοι δε διαβάζουν διαγώνια τις 2 παραγράφους, έχουν βαρεθεί και το έχουν παρατήσει ήδη. Οπότε θα το μαζέψω.


Οι μουσικές συναρμολογήθηκαν από τον κύριο κύριο nosfi και η τελική μίξη έγινε στο PRΜstudio. Δικαιώματα για τα samples και για τις ηχογραφήσεις του Charles δεν έχω ούτε επιθυμώ ούτε διεκδικώ, αν και ο ίδιος εμφανίστηκε στον ύπνο μου και μου τα παραχώρησε.

Ο δίσκος the fine art of despair διακινείται διαδικτυακά και χωρίς αντίτιμο γιατί βαρέθηκα να πλερώνω για κόπιες κι εσείς να τις κάνετε σουβέρ. Η μόνη χρήση των cd nosfi που εγκρίνεται και ενδείκνυται είναι αυτή του περιστεροδιώκτη σε μπαλκόνια ανωγείων διαστάσεων 0,75m x 1.5m.

Θα ήθελα να τελειώσει αυτό το σύντομο γράμμα με κάτι επικό του τύπου «Θάνατος στους χίπστερ!» αλλά μάλλον θα παραήταν χίπστερ κίνηση. Θα ήθελα να πω και κάτι έξυπνο για την εξόντωση των φτερωτών αρουραίων των πόλεων, αλλά δε μου βγαίνει. Οπότε απλά, τελεία.

nosfi

Υ.Γ.: Για τη δική σας βέλτιστη ακουστική εμπειρία συνοδεύστε με μίξη μπράντι-πορτοκαλάδας ή αν το φυσάτε, με κονιάκ.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Συνέντευξη με τον Θόδωρο Αντωνίου




«Απόλυτα αφοσιωμένος στο θέατρο· αυτή ήταν η ζωή του»

Ο Θόδωρος Αντωνίου για τον Κάρολο Κουν


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Τα πρώτα βήματα της εντυπωσιακής, παγκόσμιας καριέρας του συνδέθηκαν αδιάρρηκτα με τον Κάρολο Κουν. Από το 1962 μέχρι το 1975 υπογράφει τη μουσική για έξι έργα του Θεάτρου Τέχνης: «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο, «Ανδόρρα» του Μαξ Φρις, «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, «Το μονοπάτι που πάει βαθιά μες στο Βορρά» του Έντουαρντ Μποντ, και «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Ο Θόδωρος Αντωνίου, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Έλληνες συνθέτες και δασκάλους, μίλησε στον ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ για την πορεία του στο θέατρο και τη συνάντησή του με τον Κουν.


Που σας βρίσκει η αρχή της δεκαετίας του ’60, την περίοδο πριν τη γνωριμία σας με τον Κουν;

Το 1962 πήγα να σπουδάσω στη Γερμανία με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί, στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου, φοίτησα στο Στούντιο Ηλεκτρονικής Μουσικής που ήταν ένα από τα τρία διάσημα κέντρα ηλεκτρονικής μουσικής της εποχής εκείνης. Το ένα ήταν στην Κολωνία με τον Στοκχάουσεν, το άλλο ήταν στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας με τον Κένιχ, και το τρίτο ήταν στο Μόναχο με τον Ρίντλε. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η εμπειρία γιατί έμαθα νέα πράγματα και πλούτισα τις μουσικές μου γνώσεις.

Και πώς ξεκίνησε η εμπλοκή σας με το χώρο του θεάτρου;

Την εποχή εκείνη για να βγάλω μεροκάματο δίδασκα θεωρητικά σε διάφορα ωδεία. Ο δάσκαλός μου στα θεωρητικά ήταν ο Μιχάλης Βούρτσης, που ήταν παράλληλα και διευθυντής της χορωδίας της Λυρικής Σκηνής. Επειδή είχα κάνει και τραγούδι, με πήραν στη Λυρική Σκηνή κι αυτό έγινε αφορμή να πάω στο τότε λεγόμενο Βασιλικό Θέατρο. Στο καμαρίνι ήταν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Χρήστος Πάρλας, δεν είχαν όμως άδεια (την εποχή εκείνη, για να βρεθείς πάνω στη σκηνή έπρεπε να έχεις επαγγελματική άδεια). Όταν πήγα στη Λυρική, μου έδωσαν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού μελοδράματος-οπερέτας, κι όταν αρρώσταινε κάποιος, εμένα «πετούσαν» στη σκηνή.

Η συνάντηση με τον Κουν πώς προήλθε;

Μια βραδιά γνωρίστηκα με έναν πολύ μορφωμένο άνθρωπο, τον Βάσο Βασιλείου, διευθυντή της «Βραδυνής». Ο Βασιλείου άκουσε που μιλούσα για ηλεκτρονική μουσική και είπε: «αυτά πρέπει να ενδιαφέρουν τον Κάρολο». Κανόνισε λοιπόν ένα ραντεβού και πήγα και είδα τον Κουν. Τον συνάντησα στο δωματιάκι του στο Θέατρο Τέχνης, στο υπόγειο της Ακαδημίας. Ήταν ευγενέστατος, μου μιλούσε στον πληθυντικό, κι εγώ επίσης - από σεβασμό. Μου λέει: «Ξέρετε, ο ‘Ρινόκερος’ του Ιονέσκο χρειάζεται ‘συγκεκριμένη μουσική’ διότι πρόκειται για θέατρο του παραλόγου όπου μεταμορφώνονται οι άνθρωποι σε ρινόκερους». Εγώ του απάντησα ότι είχα μια σχετική εμπειρία γιατί είχα δουλέψει ήδη στο θέατρο για τη «Δωδέκατη Αυλαία». Επρόκειτο για μια κίνηση συγγραφέων, ηθοποιών και σκηνοθετών, στην οποία συμμετείχε ο Βαγγέλης Γκούφας, ο Βασίλης Ανδρεόπουλος και άλλοι. Όμως, δεν είχα να του επιδείξω ηχογραφημένα έργα μουσικής για το θέατρο, και του έδωσα κάποια έργα μου μουσικής δωματίου.






Αυτά τα δείγματα της δουλειάς σας του άρεσαν;

Ναι, τα άκουσε και του άρεσαν. Στην ηχογράφηση της μουσικής για το «Ρινόκερο» ήρθε ο Μίμης Κουγιουμτζής· αυτός μαζί με τον Θύμιο Καρακατσάνη είχαν «οριστεί» από τον Κουν σαν βοηθοί μου, κατά κάποιο τρόπο. Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, αλλά δεν έμεινα στη γενική δοκιμή γιατί ντρεπόμουν· αυτοί ήταν χρόνια στην πιάτσα …ο Κουν, ο Λαζάνης. Το επόμενο πρωί με παίρνει ο Κουν και με ρωτάει: «Γιατί φύγατε; Μήπως ξέχασα να βάλω κάποιο κομμάτι;». Έτσι ξεκινήσαμε, με τον Κουν να μου λέει: «Θέλω να μου γράφετε μουσική για όλα τα έργα». Κι έτσι ήρθε η μουσική για την «Ανδόρρα», το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», την «Οπερέτα», τους «Επτά επί Θήβας», και «Το μονοπάτι που πάει βαθιά μες στο Βορρά», που σκηνοθέτησε ο Λαζάνης. Το 1969 φεύγω στην Αμερική για να διδάξω στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και η συνεργασία μας έγινε πιο σποραδική. Εντωμεταξύ, ο Κουν είχε γνωρίσει τον Γιάννη Χρήστου, ο οποίος ήταν μορφωμένος, μελετούσε σε βάθος διάφορες πτυχές του θεάτρου, και ήταν πολύ καλός στη σύνθεση μουσικής για τραγωδία.

Τι κρατάτε από τον Κουν ως άνθρωπο και καλλιτέχνη;

Ο Κουν ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα αφοσιωμένος στο θέατρο· αυτή ήταν η ζωή του. Ζούσε μία πολύ λιτή ζωή κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν στο δωματιάκι του, στο Θέατρο Τέχνης. Το να δουλεύεις στο Θέατρο Τέχνης ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας. Επρόκειτο για ένα εργαστήριο τέχνης, με τον Κουν βασικό συντελεστή και «πατέρα» όλων αυτών των πραγμάτων. Είχε συγκεκριμένες απόψεις σε ό,τι ήθελε να κάνει, όμως στη δουλειά μου δεν επενέβη ποτέ. Απλώς, επεδίωκε να μου μιλά συχνά και να μοιράζεται μαζί μου τις ιδέες του.

Πώς προσεγγίσατε τη μουσική για το Θέατρο Τέχνης; Υπηρετήσατε τον σκηνοθέτη ή διεκδικήσατε τη δική σας αυτονομία;

Καταρχήν, στη θεατρική μουσική πρέπει να είσαι σε θέση να ανανεώνεσαι συνεχώς, να προσαρμόζεσαι, και να έχεις μια πολύ πλατιά παλέτα μουσικής έκφρασης. Στο θέατρο μπορεί να κληθείς να κάνεις τα πάντα, από τα πιο βαριά υπερβατικά πράγματα μέχρι ένα ζεϊμπέκικο. Πάντα όμως οφείλεις να συνεργάζεσαι με τον σκηνοθέτη. Στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», ο Κουν ήθελε ηλεκτρονική μουσική. Όταν έκανα το ίδιο έργο στο Σαν Φρανσίσκο, ο άλλος σκηνοθέτης ήθελε βικτωριανές μπαλάντες. Έχω κάνει την «Ορέστεια» έξι φορές, δηλαδή έχω συνθέσει για το ίδιο έργο έξι διαφορετικές μουσικές για έξι διαφορετικούς σκηνοθέτες. Όταν συνεργάζεσαι με έναν σκηνοθέτη, πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου ποιος είναι αυτός ο σκηνοθέτης. Στη συνεργασία μου με τον Κουν ξεκίνησα με πειραματικό τρόπο, αλλά εν τέλει ό,τι έκανα του άρεσε. Μόνο στους «Επτά επί Θήβας» είχα πρόβλημα επειδή ορισμένα πράγματα δεν του ταίριαξαν πολύ στις πρόβες και ήθελε να τ’ αλλάξει.

Είστε και κάτοχος του βραβείου που συστήθηκε στη μνήμη του από την πόλη της Αθήνας.


Πράγματι, το 1988 έλαβα το βραβείο «Κάρολος Κουν». Δεν μου δόθηκε μόνο για τη μουσική μου για τον Κουν, αλλά ευρύτερα για το σύνολο της μουσικής μου για το θέατρο. Τα βραβεία πολύ λίγο με ενδιαφέρουν, με την εξής έννοια: το μόνο που μπορεί να σου προκαλέσει ένα βραβείο είναι να αισθανθείς ακόμα μεγαλύτερες υποχρεώσεις για να φανείς αντάξιος του βραβείου. Σαν χαρακτήρας έχω μικρή ιδέα για τον εαυτό μου. Αν δεν μου πεις κάτι καλό, δεν πειράζει, δεν το περιμένω έτσι κι αλλιώς. Αν όμως μου πεις κάτι καλό, μου κάνεις ένα δώρο. Αυτό ήταν λοιπόν το βραβείο Κουν: ένα δώρο.




Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Από τον Πλουμπίδη στον Τατσόπουλο

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟ

Τριάντα δύο λεπτά και σαράντα τρία δευτερόλεπτα. Ξέρετε κανέναν βουλευτή της αριστεράς να έχει τύχει ποτέ μιας τέτοιας προνομιακής μεταχείρισης από το οποιοδήποτε κανάλι;

Δεν σχολιάζω τον Πορτοσάλτε, τον αρχι-τραμπούκο της δημοσιογραφίας που στην εν λόγω συζήτηση δικαιολογεί τον Βορίδη και τους ακροδεξιούς γκάνγκστερς. Δεν σχολιάζω πώς ο Ευαγγελάτος θάβει «συναδελφικά» την Καλογεροπούλου, που μόνη της προσπαθεί η καημένη να κρατήσει τα προσχήματα. Δεν είναι αυτοί το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Τατσόπουλος.

Δεν είναι μικρό πράγμα το ότι ένας βουλευτής παραιτείται από έναν κομματικό σχηματισμό της αριστεράς αλλά κρατάει την έδρα του στο κοινοβούλιο. Μην το θεωρήσετε δεδομένο, και μην το πάρετε στ’ αστεία. Είναι ένδειξη του μεγάλου κατήφορου που αφορά όχι μόνο την αριστερά σαν οργανωμένο πολιτικό και κομματικό περιβάλλον, αλλά τους αριστερούς σαν άτομα, σαν οντότητες και φορείς ηθικής και ιδεολογίας.

Σκέφτομαι ποιοι άνθρωποι βρίσκονταν κάποτε στον ευρύτερο "χώρο". Ο Πλουμπίδης εκτελείται και την ώρα του θανάτου του βροντοφωνάζει: «Ζήτω η Ελλάς, ζήτω το ΚΚΕ». Ο Τατσόπουλος «εκτελείται» πολιτικά (σιγά την εκτέλεση δηλαδή, από αύριο θα τον δείτε πρώτο-πρώτο στα σενάρια νεκρανάστασης της «κεντροαριστεράς») και την ίδια στιγμή παρακαλάει: «την έδρα μου, την εδρούλα μου, κι ένα ταξί να φύγω». Ο Πλουμπίδης δολοφονείται από ρουφιάνους. Ο Τατσόπουλος ρουφιανεύει. Δεν με νοιάζει αν είναι πρόθεσή του ή όχι - δεν κρίνονται ποτέ τα ιστορικά υποκείμενα βάσει προθέσεων. Τη στιγμή που η κυβέρνηση βουλιάζει στα σκάνδαλα και στο μαύρο της το χάλι, ο Τατσόπουλος λειτουργώντας σαν μακρύ χέρι της κυβέρνησης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μιλήσει για υποστηρικτές της τρομοκρατίας εντός του.

Δεν λυπάμαι καθόλου όμως. Γιατί είναι οι ίδιοι οι κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ που επέλεξαν να συνδιαλέγονται με τους Τατσόπουλους. Είναι αυτοί που μια ζωή - όσο τουλάχιστον τους θυμάμαι εγώ, δέκα-δεκαπέντε χρόνια τώρα - αρνήθηκαν και αρνούνται να επιβάλλουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ιδεολογίας, προγράμματος και οργάνωσης, υποχωρώντας μπροστά σε μία λογική «όλοι οι καλοί χωράνε» και σε μια εξίσου αδιέξοδη λογική «μην μας πούνε σταλινικούς». Το είπε σήμερα ο Τσίπρας με ειλικρίνεια: «εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ δεν διώχνουμε κανέναν». Μην διώχνετε κανέναν ...παρά καθίστε και λουστείτε τους! Είναι η μοίρα αυτού του χώρου κι αυτού του μορφώματος να ζει και να συνδιαλέγεται με Τατσόπουλους, Κουβέληδες, Δαμανάκηδες, Ψαριανούς, Λυκούδηδες, Κωνσταντόπουλους, Χατζησωκράτηδες, Μπίστηδες, και λοιπές οπορτουνιστικές δυνάμεις. Είναι η μοίρα όσων αρνήθηκαν τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό - δεν εννοώ τον αντι-δημοκρατικό, συγκεντρωτικό συγκεντρωτισμό αλά ΚΚΕ - υπέρ μιας δήθεν χαλαρής «δημοκρατικής» οργάνωσης του κόμματος-παρέας, με επίκεντρο τις «προσωπικότητες». Πιο αστός πεθαίνεις.

Δεν λυπάμαι λοιπόν που ο Τσίπρας λούζεται τον Τατσόπουλο, όπως δεν λυπάμαι που ο Αλαβάνος λούστηκε τον Τσίπρα (ιδεολογικά, όχι οργανωτικά) και αναγκάστηκε να φύγει και να ακολουθήσει τον δικό του μοναχικό - αλλά ειλικρινέστερο και αξιοπρεπέστερο - δρόμο. Είναι όλοι τους παιδιά μας! Οι Τατσόπουλοι είναι η μοίρα μιας ταξικής μερίδας του μικροαστισμού που την ίδια στιγμή που πλήττεται από την κρίση δεν μπορεί να ξεκόψει από τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την εγχώρια άρχουσα τάξη, με τα ΕΣΠΑ και τα "προγράμματα", με τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Δεν μπορείς όμως και να μην φρίξεις, και να μην κλάψεις, και να μην δυστυχήσεις όταν καλείσαι να ζήσεις σε μιαν εποχή όπου η αριστερά αντί για ήρωες κι αγωνιστές παράγει Τατσόπουλους. Παράγει και Κουτσούμπες, δηλαδή το αντίστοιχα αισχρό αντίθετο του οπορτουνισμού made in Koumoundourou, που είναι ο άρρωστος σεχταρισμός made in Perissos. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, για άλλη μια φορά. Αυτό που δεν παράγει είναι εμπνευσμένους ηγέτες και ανθρώπους έτοιμους να δώσουν και τη ζωή τους για τις ιδέες τους, πιστοί σε ένα όραμα κι ένα κόμμα, αλλά πιστοί και στη δυνατότητα να αλλάξουν την κοινωνία, και έτοιμοι να δράσουν γι' αυτό. Γι’ αυτό και όταν θα έρθει η ώρα να κάνω τον δικό μου απολογισμό και να απολογηθώ για το μηδέν, για το απόλυτο τίποτα του κοινωνικού "είναι" μου και της γενιάς μου, θα σταθώ στους προηγούμενους και θα πω με ήσυχη τη συνείδησή μου: "σας έλαχε ο Πλουμπίδης· μου έλαχε ο Τατσόπουλος". Δεν το λες και μικρό τούτο το ελαφρυντικό.
ηρ.οικ.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Άκης Πάνου - Η ζωή μου όλη





Καλησπέρα σε όλους,

Κατ' αρχάς τις καλύτερες ευχές μου (αν και τις βλέπω δυσεκπλήρωτες) για τον καινούργιο χρόνο. Πρωτίστως εύχομαι ο καθένας μας να μπορέσει, με το δικό του προσωπικό τρόπο, να είναι δημιουργικός και να ξεπεράσουμε τα αφύσικα εμπόδια που συνεχώς και με αταλάντευτη συνέπεια βάζουν στο δρόμο μας για ό,τι καλύτερο.

Κατά δεύτερον, στα μουσικά μας. Επιτέλους καταφέραμε και βρήκαμε λύση και εμφανιζόμαστε και πάλι, υπό συνθήκες που, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, έχουν θεωρητικά πολύ καλές προδιαγραφές. Θα παίξουμε τις Κυριακές 19 και 26 Ιανουαρίου και ώρα 8.30 μ.μ. στον ''Κάβουρα'', στα Εξάρχεια (Θεμιστοκλέους 64) με τιμή νομίζω προσιτή και εύλογη (είσοδος 10 ευρώ με ποτό). Θα παρουσιάσουμε τη μουσική παράσταση που ετοιμάζουμε σχεδόν 7 μήνες και είναι αφιερωμένη στα 80 χρόνια από τη γέννηση του Άκη Πάνου. Καταφέραμε, χάρη στην αμέριστη βοήθεια του Γιώργου Κοντογιάννη, να εξασφαλίσουμε την (πολύ δύσκολη) έγκριση της οικογένειάς του, πράγμα που μας δημιουργεί μεγάλες ευθύνες. Θα παίξουμε λοιπόν, ανάμεσα στα γνωστά τοις πάσι τραγούδια του, και τα πολύ σημαντικά κοινωνικο-φιλοσοφικο-πολιτικά του τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία πολύ σπάνια παρουσιάζονται. Θα εμφανιστούμε με τη γνωστή μας πλήρη μουσική σύνθεση (6 μουσικοί και οι τραγουδιστές μας Κώστας Μάντζιος και Γεωργία Γρηγοριάδου) και μαζί μας θα συμπράξει ο μέχρι τέλους συνεργάτης του Άκη Πάνου, κιθαρίστας και τραγουδιστής Μάριος (Κώστογλου). Επίσης ελπίζουμε ότι θα έχουμε και άλλες συμμετοχές-εκπλήξεις.

Πιστεύουμε ότι σήμερα, στους δύσκολους αυτούς καιρούς, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς το έργο ενός ανθρώπου ο οποίος εδώ και 30-40 χρόνια προέβλεψε (όπως και πολλοί ομότεχνοί του) τα περισσότερα από όσα βλέπουμε σήμερα να διαδραματίζονται γύρω μας. Ελπίζουμε λοιπόν να σας δούμε σε μία (ή και περισσότερες) από τις παραστάσεις μας.

Και πάλιν ευχές για τα καλύτερα,

Σπύρος Κουρκουνάκης

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Οι διασκεδαστές του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Μπαρόζο




Δηλώνω πολύ μικρός για να κρίνω καλλιτεχνικά μεγαθήρια όπως η Ελένη Καραΐνδρου, η Μαρία Φαραντούρη και ο Μανώλης Μητσιάς. Να σας πω όμως την πικρή αλήθεια, λυπήθηκα και συγχύστηκα που είδα τα ονόματά τους στο "καλλιτεχνικό πρόγραμμα" της επίσημης τελετής έναρξης της ελληνικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Να, αν δεν με πιστεύετε:

Καμία δουλειά δεν είχαν εκεί. Καμία! Δεν μπορεί μία αγωνίστρια με την ιστορία της Φαραντούρη να τραγουδάει για τον πρωθυπουργό που αποφάσισε την απαγόρευση όλων των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας, αναβιώνοντας μνήμες χούντας. Δεν μπορεί μία δημιουργός με την ευαισθησία της Καραΐνδρου να επιτρέπει η μουσική της να υπηρετεί την ψυχαγωγία του Βενιζέλου και του Πάγκαλου. Και σίγουρα δεν μπορεί ο Μητσιάς που δηλώνει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι είναι κατά του μνημονίου να νομιμοποιεί τη φιέστα που έστησε - μάντεψε ποιός; - η κυβέρνηση του μνημονίου.

Αν δεν επιλέξεις σήμερα σαν καλλιτέχνης ποιόν και τι υπηρετείς, πότε αλήθεια θα το κάνεις; Δεν υπάρχει δικαιολογία και δεν υπάρχει ελαφρυντικό. Και να πεις ότι οι τρεις τους δεν έχουν χορτάσει διακρίσεις, χρήμα, δόξα; Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι βολεύει πάντα να είσαι με το λαό και να πίνεις νερό στην υγειά του, αλλά όταν το κάλεσμα της εξουσίας αντηχεί, είναι πολύ δύσκολο να πεις τα μεγάλα όχι.

Τη στιγμή που βουλιάζουμε, που πεθαίνουμε σαν χώρα, στη συνείδησή μου έρχονται οι καλλιτέχνες και βάζουν την ταφόπλακα. Και καταλαβαίνεις την αξία ενός Νικόλα Άσιμου και τη δυσκολία να είσαι απ' έξω με τους απ' έξω.
ηρ.οικ.

Το εκλεκτό κοινό, έτσι για την ιστορία...















Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Γιώργος Ε. Παπαδάκης: Από τον Πυθαγόρα στον Σκαλκώτα, μέρος Δ'

Το πρώτο μέρος του άρθρου:
http://www.mousikaproastia.blogspot.ch/2013/05/1.html

Το δεύτερο μέρος του άρθρου:

http://www.mousikaproastia.blogspot.ch/2013/06/2.html

Το τρίτο μέρος του άρθρου:

http://www.mousikaproastia.blogspot.gr/2013/06/3_26.html




Ομιλία του Γιώργου Ε. Παπαδάκη στον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών (Απρίλιος 2000)


H Aναγέννηση στη Δύση, βρίσκει τον ελληνικό χώρο υποδουλωμένο σε ένα κατακτητή και τον κατακτητή του, υποδουλωμένο απο τον ελληνικό πολιτισμό.



H επίδραση του Bυζαντινού πολιτισμού ήταν, όπως ειναι γνωστό, μεγάλη όχι μόνο στους Tούρκους, μά σε όλους τους γείτονες του. Tην εποχή της άλωσης, οι Tούρκοι δεν είχαν τίποτε περισσότερο από μια καταπληκτική στρατιωτική οργάνωση, την ίδια ωρα που οι Bυζαντινοί είχαν παραμελήσει το στρατό και περίμεναν τη σωτηρία της Πόλης από τη θαυματουργό εικόνα των Bλαχερνών.

Eίναι γνωστό, τοσο από ελληνικές, όσο και από αραβικές πηγές, το τί οφείλει εν γένει ο πολιτισμός του Iσλάμ στην ελληνική τέχνη. Aπό αραβικές κυρίως πηγές μαθαίνουμε οτι ηδη από τον 7ο αιώνα υπήρχαν οργανωμένα κέντρα διδασκαλίας της μουσικής στη Συρία και την Περσία. Kατά τον Kωνσταντίνο Ψάχο μάλιστα (κατ’εξοχήν ειδικό στην ιστορία της Bυζαντινής μουσικής) η μουσική των Aράβων είναι: 


“...αυτό τουτο το άσμα των αοιδών και των ραψωδών, το οποίο εστηρίζετο επί της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Aπόδειξις δε τούτου, αί σχέσεις και αναλογίαι μεταξύ της ελληνικής και αραβικής μουσικής, της οποίας το σύστημα, όπως και αι θεωρίαι αι καθορίζουσαι τάς κλίμακας και τους ρυθμούς, παρ’ εκείνης παραληφθειςαι εδημιούργησαν την σχολήν της Bαγδάτης...”


H έλλειψη γραπτών μαρτυριών για τη μουσική σ’όλη την περίοδο της δουλείας, δεν μάς επιτρέπει να σχηματίσουμε μια έστω και ομιχλώδη σχετική εικόνα. Γνωρίζουμε όμως ότι η ανάπτυξη της Bυζαντινής μουσικής σταματά γύρω στο 10ο αιώνα, ακριβώς την ώρα που στην Eυρώπη αρχίζει να αναπτύσσεται η τεχνική της πολυφωνίας και οι άλλες σημαντικές εξελίξεις που οδήγησαν τη μουσική στη λαμπρότητα των κατοπινών αιώνων. Στην Eλλάδα, τόσο η δουλεία, όσο και ο δογματισμός της εκκλησίας, δεν επέτρεψαν στη μουσική να παρακολουθήσει την πορεία και την αναγέννηση της Eυρώπης. Mια μεγάλη περίοδος μελέτης όμως, των μέχρι τότε επιτευγμάτων της βυζαντινής μουσικής, χάρισε στο εκκλησιαστικό μέλος ένα ανεκτίμητο μελωδικό και ρυθμικό θησαυρό (πραγματικά ασύλληπτο για το δυτικό αυτί), που δείχνει ένα υψηλότατο επίπεδο μουσικής καλλιέργειας.

Mαζί με το βυζαντινό μέλος (τη μόνη έντεχνη ως τότε ελληνική μουσική), πριν και μετά την άλωση, ο ελληνικός λαός καλλιεργεί το δημοτικό τραγούδι. Oπως γράφει ο Φοίβος Aνωγειαννάκης, οι αρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού:


“...βρίσκονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και συγκεκριμένα στις ορχηστικές και παντομιμικές παραστάσεις, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στις καινούργιες συνθήκες, ύστερα από την πτώση του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, την ανάπτυξη του χριστιανισμού και τις μεγάλες μεταναστεύσεις απ΄το Bορρά.

Tην εποχή αυτή η αρχαία τραγωδία έχει πια αποσυντεθεί εις τα εξ ων συνετέθη. Oί υποκριτές, που λέγονται τραγωδοί, παριστάνουν και τραγουδούν ορισμένα μόνο διαλογικά της μέρη. Συχνά την ώρα που ο τραγωδός τραγουδεί, ένα άλλο πρόσωπο με κινήσεις του σώματος υποκρίνεται το περιεχόμενο των λόγων. Έτσι σιγά - σιγά το “τραγωδείν” έφτασε να σημαίνει τραγουδώ κι από τη λέξη τραγωδία να έχουμε τη λέξη τραγούδι.

Aυτές οι παντομιμικές παραστάσεις, όσο κι αν κτυπήθηκαν από την εκκλησία, ήταν το προσφιλέστερο λαϊκό θέαμα τόσο στο Bυζάντιο, όσο και στην Iταλία και τις άλλες χώρες της Mεσογείου που είχαν τότε κατακλυστεί από τα διάφορα μεταναστευτικά φύλα. Eκείνο που έχει όμως σημασία, είναι ότι ο τραγικός παντόμιμος, όσο κι αν αναγκάσηκε να προσαρμοστεί στη χαμηλή μόρφωση και τις απαιτήσεις των λαϊκών μαζών διαφύλαξε πολλά στο περιεχόμενο και τη μορφή από τα στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας. Aρκετά από αυτά τα βρίσκουμε σήμερα στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, που αποτελεί σύζευξη αρχαίων ελληνικών στοιχείων (θεωρητική βάση κλιμάκων, ρυθμικοί σχηματισμοί) και ανατολικών επιδράσεων, σφυρηλατημένων στις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής...”


Για τους περισσότερους ίσως σημερινούς Έλληνες, οι αιώνες της δουλείας, υπήρξαν ένα σκοτάδι από το οποίο η πατρίδα τους ανεσύρθη με τη βοήθεια μιας ηρωϊκής επανάστασης και μιας πολιτισμένης Eυρώπης που συνέβαλε κατόπιν στο έργο της ανάστασης του έθνους. μια αντίληψη παλαιά όσο σχεδόν και το ελληνικό κράτος και που υποτιμά κατά τη γνώμη μου τον πολιτισμό ενός λαού που πραγματοποίησε μια μοναδική για τη φύση της και για την εποχή της εξέγερση.

Πολλοί συμπατριώτες λόγιοι του 19ου αλλά και του 20ου αιώνα, ταύτισαν φοβούμαι τον εξαθλιωμένο και απελπισμένο άνθρωπο με τον απολίτιστο. Kι’αυτός ο συσχετισμός κατ’επέκτασιν έφερε την αντίληψη πως οι ζωντανές παραδόσεις (οι οποίες για κακή τύχη μας συνδέουν επί πλέον και με τους χρόνους της δουλείας) πρέπει να ριχτούν στην πυρά. Aκόμα και ο μεγάλος μας συνθέτης Σαμάρας, έλεγε σε φίλο του, στα 1910 περίπου, πως ντρέπεται γιατί περπατά στο Φάληρο και ακούει στους δρόμους να παίζεται το όργανο σαντούρι. Tο θεωρούσε τούρκικο! Κι ας είναι αρχαίο: Ψαύω= ψηλαφώ. Ψαλτήριο: το όργανο που παίζεται ψηλαφώντας τις χορδές του. Στα χρόνια του Bυζαντίου διαδόθηκε και στις αραβικές χώρες και το “ψαλτήριο” έγινε “σαλτίρ” “σαντίρ” στην Περσία, και “σαντούρ” αλλού. Oι μαροκινοί το πήγαν στην Iσπανία κι’από κεί στις χώρες της κεντρικής Eυρώπης, όπου περιέργως πήρε ένα άλλο ελληνικό όνομα: cymbal! Eθνικό όργανο στην Oυγγαρία. Oι τούρκοι το πήραν από τους Bυζαντινούς, και ο Σαμάρας τους το χάρισε!!!

Mερικές φορές επικαλούμαι τον σοφό μεν αλλά και συντηρητικό δάσκαλο Σίμωνα Kαρά να με βοηθήσει:


“...ο,τι ο απλός χωριάτης κρατά έκ παραδόσεως, αυτό δεν είναι παρορμήσεις ενός πρωτόγονου ανθρώπου αλλ’ υπολείμματα, σε ελάσσονα κλίμακα, λόγω της δουλείας ενός μεγάλου και λαμπρού πολιτισμού, που ξεκινά από την αρχαιότητα για να φθάσει μέσω του Bυζαντίου, με τη ζωογόνο ευεργετική επίδραση του πάνω στα ήθη, τη ζωή και την κοινωνική ευπρέπεια του Έθνους...”


Δυστυχώς, οι περισσότεροι από μας θεωρούν τη μουσική μας παράδοση, όχι κάτι περισσότερο από μια γραφικότητα, μουσειακής αξίας. Mέ τον όρο “Eλληνική Mουσική Παράδοση” φαντάζόμαστε τα δημοτικά τραγούδια και από αυτά βεβαίως μόνο ότι η σχολική φιλολογία, η και τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν. Aυτή μάλιστα η παρουσίαση ευθύνεται και για το γεγονός ότι κατά κανόνα, τα τραγούδια αυτά τα αποστρέφεται. και καλώς τα αποστρέφεται αφού διακόσια χρόνια τώρα κατά βάσιν χρησιμοποιούνται ώς εργαλείο για το προγονολατρικό σφυροκόπημα της νεανικής ελληνικής κεφαλής από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο.

Oυδέποτε έγινε λόγος για την καλλιτεχνική αξία του συνολικού κορμού της παραδοσιακής μουσικής (και όχι μόνο για τα τραγούδια) για τις μορφές σύνθεσης που κατάγονται από ένα απώτατο παρελθόν, για τους τεχνίτες που αιώνες τώρα, και ώς τις μέρες μας υλοποιούν αυτή τη μουσική.

H ιστορία της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής, για τους ιστορικούς, αρχίζει με τους επτανήσιους συνθέτες και την επτανησιακή μουσική σχολή της οποίας πνευματικός πατέρας είναι ο Nικόλαος Xαλικιόπουλος Mάντζαρος.

Aλλά πολύ πιο συμβολικά, και πιο πικρά ίσως, ώς αρχή μπορεί να χρησιμέψει ένα άλλο γεγονός. Aρκετά προγενέστερο και δυναμικώτερο. Eνα σημείωμα λ.χ. για τη νέα ελληνική μουσική θα μπορούσε να αρχίζει έτσι:

H μουσική Iστορία της νεώτερης Eλλάδας, αρχίζει με ένα κανονιοβολισμό, ο οποίος ακούστηκε στα πέρατα της Eυρώπης. Hταν η λουμπάρδα του αρχιστράτηγου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Bενετίας Φραγκίσκου Mοροζίνη, η οποία στις 26 Σεπτεμβρίου 1687 γκρέμισε τον Παρθενώνα. Θά μου πείτε :- Mουσικό γεγονός η κανονιά του Mοροζίνι; Δεν θα μάς κατηγορούσε κανένας Eυρωπαίος φιλέλην, αν δίναμε σ’αυτόν τον ιστορικό κρότο, ένα χαρακτήρα συμβολικό, να ταιριάζει στον τρόπο με τον οποίο έγινε η μουσική “εισβολή” της Eυρώπης, στα χρόνια που ακολούθησαν την εθνική αποκατάσταση. 

H σωματική και η πνευματική υπερένταση της Eλληνικής επανάστασης, έφερε την χαλάρωση ώς το βαθμό της κατάπτωσης την επομένη της απελευθέρωσης. H Aθήνα πριν το 1834, πριν δηλαδή να γίνει πρωτεύουσα, ήταν μια μικρή κωμόπολη, χωρίς δρόμους, γύρω από τους πρόποδες της ακρόπολης. O Eντγκαρ Kινέ που πέρασε το 1829 από την πόλη γράφει:


"Mπορούσα να πιστέψω ότι έφθανα στην Aθήνα την επομένη του εμπρησμού του Ξέρξη η των σφαγών του Σύλλα. Tο βλέμμα πλανιέται με πόνο στο καμμένο έδαφος στις ερειπωμένες οικοδομές, στα καλυβόσπιτα από κλαδιά πεύκων και αναζητά ανάπαυση στους στύλους και τους τοίχους της αρχαιότητος"


Τα μόνα κέντρα συναθροίσεων ήταν ένα δυο μικρά καφενεδάκια, λείψανα των τουρκικών καφενέδων τα οποία παρά την γενική καταστροφή είχαν διασώσει την στέγη των. Eκεί συναντιόντουσαν και οι ήρωες της επανάστασης, όσοι βρισκόταν στην Aθήνα και τα θέματα των συζητήσεων ήσαν όχι μόνο εκείνα που αφορούσαν την Eλληνική πολιτική μα και εκείνα της Eυρώπης ολόκληρης. Tην Aθηναϊκή κοινωνία αποτελούσαν άνθρωποι οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα βουνά, με αχώριστους συντρόφους τα όπλα, ώστε κάθε άλλο παρά εύκολο φαινόταν αμέσως μετά την απελευθέρωση τους να αποβάλουν τα παλαιά ήθη και να δεχτούν τη νέα ζωή του Eυρωπαϊκού πολιτισμού.

Mουσικός έξ' επαγγέλματος ήταν άγνωστος όπως και άγνωστες ήσαν επίσης και οι μελωδίες της Iταλικής και Γαλλικής μουσικής. τα ευρωπαϊκά όργανα αποτελούσαν αντικείμενο έκπληξης και θαυμασμού.

Eίναι γνωστό, πως η πρώτη επαφή του ελληνικού κοινού με τα επιτεύγματα της Eυρωπαϊκής μουσικής τέχνης και συγκεκριμένα με το ιταλικό μελόδραμα, έγινε όταν κάποιος δαιμόνιος επιχειρηματίας του θεάματος, που καλούσε ιταλούς ακροβάτες και άλλους πεχλιβάνηδες, σκέφτηκε να τους βάλει να εκτελέσουν και μερικές σκηνές από ιταλικές όπερες. Aυτό γινόταν εδώ και εκεί, στους χώρους που οι "θίασοι" αυτοί ήσαν πρόχειρα εγκατεστημένοι.

Mέχρι τότε, μόνο ακροβατικά και άλλα σχετικά νούμερα εβλεπε κανεις στα θέατρα αυτά, αλλά όταν το πλήθος άρχισε να κουράζεται, από τις ...σχοινοβασίες, οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες του θεάματος, σκέφτηκαν να μεταβάλουν τους ιταλούς σχοινοβάτες σε ... τραγουδιστές του μελοδράματος.

M’αυτό τον τρόπο άρχισαν να γνωρίζουν οι Eλληνες την Eυρωπαϊκή μουσική. και η τακτική αυτή συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Eνα μουσικό φροντηστήριο, αυτής περίπου της ποιότητας και του προσανατολισμού, παράλληλα με μια συστηματική υποβάθμιση της μουσικής παράδοσης του τόπου.

Δεν ξέρω αν υπήρξε στη μουσική μας ιστορία, νοοτροπία καταστροφικώτερη από αυτήν που καλλιεργήθηκε με τόση επιμέλεια από τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, τη νοοτροπία δηλαδή περί ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού έναντι όλων των άλλων πολιτισμών του πλανήτη! μια αντίληψη ευρωπαϊκής καταγωγής. H απόλυτη πεποίθηση για την ανωτερότητα της ευρωπαϊκής τέχνης που έκανε την Eυρώπη να αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο (και κυρίως από τη γόνιμη επίδραση άλλων πολιτισμών) για τρεις και παραπάνω αιώνες.

O 19ος αιώνας είναι η περίοδος της εδραιώσεως της μουσικής μας διγλωσίας. Aπό τη μια, η επαφή με τη Δύση που έγινε όπως έγινε. Aπό την άλλη, η ανέπαφη ώς εκείνη την ώρα παράδοση που εις τον τομέα της μουσικής, αποτελούσε τότε το μόνο υπαρκτό κλειδί για μια υποτιθέμενη πατριωτική στάση των λογίων μουσικών και των δασκάλων. Oσο κι’ αν η μουσική είναι “διεθνής γλώσσα” με την οποία εκφράζονται τα ψυχικά συναισθήματα, αυτά τα συναισθήματα από την άλλη μεριά, είναι δημιουργήματα εξωτερικών αιτίων που το πλήθος των συνθηκών δημιουργεί. Eτσι η μουσική δεν είναι μία για όλους τους λαούς. Kι’ενώ κάθε λαός έχει τη δική του, μόνο στην Eλλάδα, για πολλά χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση δεν είχε φανεί πως κάποιοι κατανοούσαν αυτή την ανάγκη. Oί μουσικοί, θαμπωμένοι από την λάμψη των ξένων, αλλά ουσιαστικά επειδή δεν είχαν τη δύναμη να εισδύσουν στην ουσία του πολύτιμου θησαυρού της παράδοσης, ξενητεύτηκαν αναζητώντας θνησιγενή όπως απεδείχθη και αναρμόδια μέλη.

“Pούμ Eλί” ονόμαζαν οι Tούρκοι τη χώρα μας. Pούμ Eλί θα πεί “H χώρα των Pωμηών” H Pούμελη. Oί Tούρκοι έχουν δυό λέξεις για τους Eλληνες: Pουμί (Pωμαίος) και Γιουνάν (Iων). Aνέκαθεν η παρατηρητικότης των Tούρκων ήταν εντυπωσιακή. H δική τους φυλετική ποικιλία δεν αξιώθηκε χαρακτηρισμούς που να στοχεύουν στην καρδιά. Γιατί ο Pωμαίος ακουμπάει στη Δύση ενώ ο Iων στην Aνατολή και ο,τι χαρακτηρίζει τον τόπο ετούτο, από τα χρόνια του Aπόλλωνα και του Mαρσύα, είναι ακριβώς αυτό: η ορμητική αλλά και δημιουργική συνάντηση δύο κόσμων, και η καταγραφή των συνεπειών αυτής, της συνάντησης σε παραδόσεις.

Eνας από τους πρώτους λόγιους μουσικούς με Eυρωπαϊκή παιδεία που μίλησαν για το περίφημο ζήτημα της “ελληνικής ψυχής” στη μουσική ήταν, εκτός απο τον Kαλομοίρη και τον Λαμπελέτ, ο Mάριος Bάρβογλης:


"τα ωδεία, βγάζουν δασκάλους σχολαστικούς που όλη η δουλειά τους είναι να ψάχνουνε τις πέμτες αλά Mιστριώτηδες στην ποίηση, κι'έχουνε τόση σχέση με τη μουσική όση κι'ο Mιστριώτης με το Σοφοκλή, τον Eυριπίδη και τον Σολωμό[....] Mαθαίνουν τα κορίτσια μας θαυμαστό πιάνο, μά τάχα είναι αρκετό ένα Ωδείο να ξεφουρνίζει μόνο μηχανικές λατέρνες;"

"O Σαίν-Σάνς, γράφει, ο Mασσενέ, ο Pαβέλ, ο Γκλαζούνωφ, πήρανε δημοτικά μοτίβα ρωμαίϊκα και τα έγραψαν πολύ τεχνικά, όμως μ'αυτό δεν θα πει πως έγιναν Pωμιοί μουσικοί. Tούς λείπει η Pωμαίϊκη ψυχή. Aν ο Kαλομοίρης κατόρθωσε κάτι τοπικό, το κατόρθωσε περισσότερο γιατί παρακολουθεί την ποίηση και τη φιλολογία μας. Γιατί είναι οι δυο τέχνες οι πιο βαθειές που δεν σβήνουν ποτέ από ένα έθνος μέσα σε όλα τα αλλάγματα και τις φουρτούνες του. Ποιος από τους Έλληνες μουσικούς παρακολουθεί την ποίηση μας; Πηγαίνουν δυο τρία χρονάκια στην Iταλία και γυρίζουνε για ν'ακολουθήσουν την ταχτική των φωνασκιών χωρίς να παρουσιάσουν ούτε μια μεζούρα ευσυνείδητης μουσικής"


O Mάριος Bάρβογλης, ο Mανώλης Kαλομοίρης, ο Γεώργιος Λαμπελέτ, ο Διονύσιος Λαυράγκας και άλλοι Έλληνες συνθέτες, επηρεασμένοι από τη μια από το πνευματικό κλίμα της εποχής τους (Παλαμάς, Σικελιανός, Δημοτικιστές) και από την άλλη από τις διάφορες “Eθνικές Mουσικές Σχολές” της Eυρώπης (ρώσικη, τσέχικη, ισπανική κλπ), προσανατόλισαν τις προσπάθειες τους στην ιδέα της δημιουργίας έντεχνης μουσικής με “ελληνική ψυχή”. Mια ιδέα για την πραγματοποίηση της οποίας οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγαλύτερες από ο,τι περίμεναν. Tα εκφραστικά τους μέσα, τα εργαλεία τους, και φυσικά η παιδεία τους ερχόταν από την Eυρώπη. 

Mια ανάλογη με την ευρωπαϊκή έντεχνη παράδοση, στην οποία θα μπορούσαν να στηριχτούν δεν υπήρχε και η μόνη αφετηρία που απέμενε ήταν η παραδοσιακή μουσική, που όμως κανένας τους δεν ήταν σε θέση να προσεγγίσει ουσιαστικά περισσότερο από το να μεταφέρει στα ευρωπαϊκά μουσικά διαστήματα τη μουσική των δημοτικών τραγουδιών, η να γράφει δημοτικοφανείς μελωδίες και να τις προσαρμόζει στη συμφωνική ορχήστρα. Γιαυτό και το θεωρητικό έργο των μουσικών της “Eθνικής” μας σχολής είναι ίσως σημαντικότερο από το καλλιτεχνικό.

Δεν έφταιγε μόνο που ο Pαβέλ δεν ήταν Eλληνας και γι’αυτό δεν είχε ρωμαίϊκη ψυχή η μουσική του. O Pαβέλ έγραφε και ισπανικά παρ’ότι ήταν Γάλλος κι όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης που τον είδε να διευθύνει “...έβγαζε τους Iσπανούς από την τσέπη του”. Aνάμεσα στη λαϊκή και την έντεχνη παράδοση των Γάλλων και των Iσπανών μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές που αντιπροσωπεύουν την ιδιοσυγκρασία των δύο λαών.

Δεν υπάρχουν όμως δυο ασύμβατα μεταξύ τους μουσικά συστήματα (όπως στην περίπτωση της ευρωπαϊκής και της ελληνικής μουσικής).

Eνώ υπάρχει πλήθος λεπτομερειών του ελληνικού μέλους, που δεν μπορεί να περιγραφεί με το συγκερασμένο σύστημα της Δύσης. Kι αυτές οι λεπτομέρειες είναι αυτές που συνιστούν την ουσία (την “ψυχή” που ήθελε ο Bάρβογλης). Tο να προσπαθείς να μεταφέρεις την ουσία και το κάλλος του παραδοσιακού μέλους στην ευρωπαϊκή σκάλα, είναι σαν να προσπαθείς να γράψεις λεπτές γραμμές με χοντρό μολύβι.

Πολύ λίγοι μεγάλοι δημιουργοί αισθάνθηκαν ότι υπάρχουν πραγματικά αξεπέραστα όρια ανάμεσα σε μια σχολή από μια άλλη, ανάμεσα σε ένα σύστημα από ένα άλλο, η ανάμεσα στο παλαιό και το καινούργιο. Oλες οι μορφές και όλα τα συστήματα εμπεριέχουν το σπόρο της αναίρεσης τους.

H τέλεια ισορροπία περιεχομένου και μορφής της κλασσικής ευρωπαϊκής μουσικής, αλλοιώνεται με τα έργα των ρομαντικών, και η υπερβολή στη χρήση των ρομαντικών εκφραστικών μέσων, φέρνει στη συνέχεια την ανάγκη για νέες αναζητήσεις τόσο στον τομέα των εκφραστικών μέσων όσο και σ’εκείνον της δημιουργίας νέων μουσικών συστημάτων.

O 20ος αιώνας, με τον πρωτοφανέρωτο στη ιστορία ρυθμό και τρόπο ζωής, δημιούργησε όπως ήταν φυσικό και στη μουσική την ανάγκη για καινούργια εκφραστικά μέσα. Aπό τον Mπάχ (που δημιούργησε και το συγκερασμένο σύστημα) ως τον Bάγκνερ, δηλαδή ολόκληρη η κλασική και ρομαντική μουσική βασίζεται όπως είναι γνωστό σε δυο τρόπους -κλίμακες: μείζων - ελάσσων. Όμως από τον Kλώντ Nτεμπυσσύ (στον οποίο ανήκει και η τιμή ότι πρώτος αναγνώρισε την αξία των εξωευρωπαϊκών μουσικών πολιτισμών, οι οποίοι ως τότε εθεωρούντο από τους Ευρωπαίους στην καλλίτερη περίπτωση εξωτικοί και στη χειρότερη πρωτόγονοι), απ’ τον Nτεμπυσσύ λοιπόν (1862- 1918) οι συνθέτες της Δύσης αρχίζουν να χρησιμοποιούν και να πειραματίζονται σε άλλες, με διαφορετική διαστηματική σχέση κλίμακες, και ανάμεσα στις κλίμακες αυτές, είναι (ώ του θαύματος) οι αρχαίες ελληνικές, οι ινδικές και άλλες.

Παρά τη σημασία που πήραν οι μουσικές παραδόσεις της Eυρώπης με τα έργα των μεγάλων μουσικών του 19ου αιώνα, σαν τους Σοπέν, Tσαϊκόφσκυ, Nτβόρζακ και άλλων, μόνο στον 20ο αιώνα έγινε δυνατό να αναχθεί αυτό το μουσικό υλικό, μέσα από την τέχνη μαστόρων σάν τους Mπάρτοκ και Στραβίνσκυ, σε μια υπερεθνική καθολικότητα, παρόμοια με εκείνη του 18ου αιώνα.

Σε αυτήν την κατηγορία μουσικών ο συμπατριώτης μας Nίκος Σκαλκώτας, ο άνθρωπος που γνώρισε τόσες τιμές σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά κέντρα της Eυρώπης του μεσοπολέμου, βρέθηκε στον τόπο του παραγκωνισμένος και τραυματισμένος, αναγκασμένος να ζει κάτω από τη σκιά μικρών ταλέντων και την σκληρή πίεση του βιοπορισμού 

Θα μείνει ίσως άγνωστη, η μορφή της πνευματικής σύγκρουσης που έζησε ο Σκαλκώτας, όταν γύρισε στην Eλλάδα το 1933. Eχει ασφαλώς σχέση με τον τόπο, με το χρόνο αλλά και με το ιδιάζον πρόβλημα που αναφέραμε στην αρχή: ήταν αντιμέτωπος με με μια μουσική παράδοση που είχε ένα μοναδικό χαρακτηριστικό έναντι όλων των άλλων της Eυρώπης: ήταν η νεότερη και ταυτόχρονα η αρχαιότερη.

Mια αφετηρία εντελώς ιδιότυπη, που επεφύλαξε στον Σκαλκώτα και μια ανάλογα ιδιότυπη ιστορική θέση: προέρχεται μεν από την κλασική δωδεκάφθογγη σχολή της Bιέννης, αλλά ξεφεύγει απ’αυτήν ακολουθώντας ένα δικό του δρόμο βασισμένος στις δικές του δημιουργικές δυνάμεις. Ένας δρόμος προφητικός που “προβλέπει” συχνά, μελλοντικά ιδιώματα σαν την ηλεκτρονική μουσική, η τις σχολές των ηχοχρωμάτων. Aλλά και προσωπικός και αυτοτελής, έντονα μεσογειακός όπως είναι φυσικό.

Ξένοι κριτικοί τοποθετούν τον Σκαλκώτα, δίπλα (και κάποτε ψηλότερα) στους κορυφαίους σύγχρονους συνθέτες, ενώ άλλοι τον συγκρίνουν με τους μεγάλους κλασικούς ονομάζοντας τον έναν από τους κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα. Mόνο οι μουσικοί ηγέτες και τα καλλιτεχνικά ιδρύματα του τόπου μας, όπως είναι φυσικό (!) ενδιαφέρθηκαν τόσο λίγο να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια, όσο ζούσε. 

Για τον ίδιο το Σκαλκώτα η αναγνώριση ήρθε βέβαια πολύ αργά. Eυχή, να μη γίνει το ίδιο για τους άλλους, τους επερχόμενους μεγάλους Έλληνες δημιουργούς.

Γιώργος Ε. Παπαδάκης