Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Συνέντευξη με τον Θόδωρο Αντωνίου




«Απόλυτα αφοσιωμένος στο θέατρο· αυτή ήταν η ζωή του»

Ο Θόδωρος Αντωνίου για τον Κάρολο Κουν


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Τα πρώτα βήματα της εντυπωσιακής, παγκόσμιας καριέρας του συνδέθηκαν αδιάρρηκτα με τον Κάρολο Κουν. Από το 1962 μέχρι το 1975 υπογράφει τη μουσική για έξι έργα του Θεάτρου Τέχνης: «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο, «Ανδόρρα» του Μαξ Φρις, «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, «Το μονοπάτι που πάει βαθιά μες στο Βορρά» του Έντουαρντ Μποντ, και «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Ο Θόδωρος Αντωνίου, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Έλληνες συνθέτες και δασκάλους, μίλησε στον ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ για την πορεία του στο θέατρο και τη συνάντησή του με τον Κουν.


Που σας βρίσκει η αρχή της δεκαετίας του ’60, την περίοδο πριν τη γνωριμία σας με τον Κουν;

Το 1962 πήγα να σπουδάσω στη Γερμανία με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί, στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου, φοίτησα στο Στούντιο Ηλεκτρονικής Μουσικής που ήταν ένα από τα τρία διάσημα κέντρα ηλεκτρονικής μουσικής της εποχής εκείνης. Το ένα ήταν στην Κολωνία με τον Στοκχάουσεν, το άλλο ήταν στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας με τον Κένιχ, και το τρίτο ήταν στο Μόναχο με τον Ρίντλε. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η εμπειρία γιατί έμαθα νέα πράγματα και πλούτισα τις μουσικές μου γνώσεις.

Και πώς ξεκίνησε η εμπλοκή σας με το χώρο του θεάτρου;

Την εποχή εκείνη για να βγάλω μεροκάματο δίδασκα θεωρητικά σε διάφορα ωδεία. Ο δάσκαλός μου στα θεωρητικά ήταν ο Μιχάλης Βούρτσης, που ήταν παράλληλα και διευθυντής της χορωδίας της Λυρικής Σκηνής. Επειδή είχα κάνει και τραγούδι, με πήραν στη Λυρική Σκηνή κι αυτό έγινε αφορμή να πάω στο τότε λεγόμενο Βασιλικό Θέατρο. Στο καμαρίνι ήταν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Χρήστος Πάρλας, δεν είχαν όμως άδεια (την εποχή εκείνη, για να βρεθείς πάνω στη σκηνή έπρεπε να έχεις επαγγελματική άδεια). Όταν πήγα στη Λυρική, μου έδωσαν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού μελοδράματος-οπερέτας, κι όταν αρρώσταινε κάποιος, εμένα «πετούσαν» στη σκηνή.

Η συνάντηση με τον Κουν πώς προήλθε;

Μια βραδιά γνωρίστηκα με έναν πολύ μορφωμένο άνθρωπο, τον Βάσο Βασιλείου, διευθυντή της «Βραδυνής». Ο Βασιλείου άκουσε που μιλούσα για ηλεκτρονική μουσική και είπε: «αυτά πρέπει να ενδιαφέρουν τον Κάρολο». Κανόνισε λοιπόν ένα ραντεβού και πήγα και είδα τον Κουν. Τον συνάντησα στο δωματιάκι του στο Θέατρο Τέχνης, στο υπόγειο της Ακαδημίας. Ήταν ευγενέστατος, μου μιλούσε στον πληθυντικό, κι εγώ επίσης - από σεβασμό. Μου λέει: «Ξέρετε, ο ‘Ρινόκερος’ του Ιονέσκο χρειάζεται ‘συγκεκριμένη μουσική’ διότι πρόκειται για θέατρο του παραλόγου όπου μεταμορφώνονται οι άνθρωποι σε ρινόκερους». Εγώ του απάντησα ότι είχα μια σχετική εμπειρία γιατί είχα δουλέψει ήδη στο θέατρο για τη «Δωδέκατη Αυλαία». Επρόκειτο για μια κίνηση συγγραφέων, ηθοποιών και σκηνοθετών, στην οποία συμμετείχε ο Βαγγέλης Γκούφας, ο Βασίλης Ανδρεόπουλος και άλλοι. Όμως, δεν είχα να του επιδείξω ηχογραφημένα έργα μουσικής για το θέατρο, και του έδωσα κάποια έργα μου μουσικής δωματίου.






Αυτά τα δείγματα της δουλειάς σας του άρεσαν;

Ναι, τα άκουσε και του άρεσαν. Στην ηχογράφηση της μουσικής για το «Ρινόκερο» ήρθε ο Μίμης Κουγιουμτζής· αυτός μαζί με τον Θύμιο Καρακατσάνη είχαν «οριστεί» από τον Κουν σαν βοηθοί μου, κατά κάποιο τρόπο. Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, αλλά δεν έμεινα στη γενική δοκιμή γιατί ντρεπόμουν· αυτοί ήταν χρόνια στην πιάτσα …ο Κουν, ο Λαζάνης. Το επόμενο πρωί με παίρνει ο Κουν και με ρωτάει: «Γιατί φύγατε; Μήπως ξέχασα να βάλω κάποιο κομμάτι;». Έτσι ξεκινήσαμε, με τον Κουν να μου λέει: «Θέλω να μου γράφετε μουσική για όλα τα έργα». Κι έτσι ήρθε η μουσική για την «Ανδόρρα», το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», την «Οπερέτα», τους «Επτά επί Θήβας», και «Το μονοπάτι που πάει βαθιά μες στο Βορρά», που σκηνοθέτησε ο Λαζάνης. Το 1969 φεύγω στην Αμερική για να διδάξω στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και η συνεργασία μας έγινε πιο σποραδική. Εντωμεταξύ, ο Κουν είχε γνωρίσει τον Γιάννη Χρήστου, ο οποίος ήταν μορφωμένος, μελετούσε σε βάθος διάφορες πτυχές του θεάτρου, και ήταν πολύ καλός στη σύνθεση μουσικής για τραγωδία.

Τι κρατάτε από τον Κουν ως άνθρωπο και καλλιτέχνη;

Ο Κουν ήταν ένας άνθρωπος απόλυτα αφοσιωμένος στο θέατρο· αυτή ήταν η ζωή του. Ζούσε μία πολύ λιτή ζωή κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν στο δωματιάκι του, στο Θέατρο Τέχνης. Το να δουλεύεις στο Θέατρο Τέχνης ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας. Επρόκειτο για ένα εργαστήριο τέχνης, με τον Κουν βασικό συντελεστή και «πατέρα» όλων αυτών των πραγμάτων. Είχε συγκεκριμένες απόψεις σε ό,τι ήθελε να κάνει, όμως στη δουλειά μου δεν επενέβη ποτέ. Απλώς, επεδίωκε να μου μιλά συχνά και να μοιράζεται μαζί μου τις ιδέες του.

Πώς προσεγγίσατε τη μουσική για το Θέατρο Τέχνης; Υπηρετήσατε τον σκηνοθέτη ή διεκδικήσατε τη δική σας αυτονομία;

Καταρχήν, στη θεατρική μουσική πρέπει να είσαι σε θέση να ανανεώνεσαι συνεχώς, να προσαρμόζεσαι, και να έχεις μια πολύ πλατιά παλέτα μουσικής έκφρασης. Στο θέατρο μπορεί να κληθείς να κάνεις τα πάντα, από τα πιο βαριά υπερβατικά πράγματα μέχρι ένα ζεϊμπέκικο. Πάντα όμως οφείλεις να συνεργάζεσαι με τον σκηνοθέτη. Στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», ο Κουν ήθελε ηλεκτρονική μουσική. Όταν έκανα το ίδιο έργο στο Σαν Φρανσίσκο, ο άλλος σκηνοθέτης ήθελε βικτωριανές μπαλάντες. Έχω κάνει την «Ορέστεια» έξι φορές, δηλαδή έχω συνθέσει για το ίδιο έργο έξι διαφορετικές μουσικές για έξι διαφορετικούς σκηνοθέτες. Όταν συνεργάζεσαι με έναν σκηνοθέτη, πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου ποιος είναι αυτός ο σκηνοθέτης. Στη συνεργασία μου με τον Κουν ξεκίνησα με πειραματικό τρόπο, αλλά εν τέλει ό,τι έκανα του άρεσε. Μόνο στους «Επτά επί Θήβας» είχα πρόβλημα επειδή ορισμένα πράγματα δεν του ταίριαξαν πολύ στις πρόβες και ήθελε να τ’ αλλάξει.

Είστε και κάτοχος του βραβείου που συστήθηκε στη μνήμη του από την πόλη της Αθήνας.


Πράγματι, το 1988 έλαβα το βραβείο «Κάρολος Κουν». Δεν μου δόθηκε μόνο για τη μουσική μου για τον Κουν, αλλά ευρύτερα για το σύνολο της μουσικής μου για το θέατρο. Τα βραβεία πολύ λίγο με ενδιαφέρουν, με την εξής έννοια: το μόνο που μπορεί να σου προκαλέσει ένα βραβείο είναι να αισθανθείς ακόμα μεγαλύτερες υποχρεώσεις για να φανείς αντάξιος του βραβείου. Σαν χαρακτήρας έχω μικρή ιδέα για τον εαυτό μου. Αν δεν μου πεις κάτι καλό, δεν πειράζει, δεν το περιμένω έτσι κι αλλιώς. Αν όμως μου πεις κάτι καλό, μου κάνεις ένα δώρο. Αυτό ήταν λοιπόν το βραβείο Κουν: ένα δώρο.




Δεν υπάρχουν σχόλια: