Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Για το βιβλίο "Μίκης Θεοδωράκης" της Gail Holst



Gail Holst


Mίκης Θεοδωράκης
Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική

Ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής προσεγγίζει πιο ψύχραιμα ένα θέμα, μια και η λογική υπερέχει του συναισθήματος. Όταν δε το θέμα αυτό εμπίπτει στο γνωστικό του πεδίο, τότε η προσέγγιση απολαμβάνει τη δυναμική, την αξία και την αρωγή της επιστημοσύνης. Με εφόδιο τις δυο αυτές συνιστώσες, αποστασιοποίηση και επιστημοσύνη, αποπειράθηκε η Gail Holst να αποτιμήσει, προς τα τέλη της δεκαετίας 1970-1980, τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Από τις επισταμένες έρευνες και καταγραφές της προέκυψε αγγλόφωνη έκδοση με τίτλο Theodorakis, Myths & Politics in Modern Greek Music, η οποία σύντομα, το 1980, κυκλοφόρησε, μεταφρασμένη στα ελληνικά, με τίτλο Μίκης Θεοδωράκης: Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική. Στη δυσεύρετη σήμερα μονογραφία της η συγγραφέας εστιάζει στον Μίκη Θεοδωράκη και ως ενεργό πολίτη και ως μουσικό δημιουργό. Ως μουσικό δημιουργό, κυρίως, μια και ως τέτοιον τον γνώρισε το 1972 στην πατρίδα της, την Αυστραλία, η Holst, όντας μουσικός και μουσικολόγος η ίδια. 

Ο απέραντος, πολύτροπα ομολογημένος, θαυμασμός της προς το ζωντανό και αδιαπραγμάτευτο μνημείο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που ονομάζεται Μίκης Θεοδωράκης, δεν την εμπόδισε να στοιχειοθετήσει ένα ρεαλιστικό μουσικό και πολιτικό πορτρέτο, το οποίο, εκτός από τις εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις και αναφορές έχει ένα ακόμη μεγάλο χάρισμα: αποφεύγει την αγιοποίηση. Όχι μόνο την αποφεύγει, αλλά συχνά καταγράφει τις αντιρρήσεις και τις διχογνωμίες της. Έχοντας αποκτήσει μιαν ιδιαίτερη σχέση μαζί του – εκτός των άλλων συνεργάστηκε, ως μουσικός, με την ορχήστρα του σε περιοδεία στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα, το 1975 – αποδεικνύεται στο μελέτημά της αυτό απόμακρος ουδέτερος παρατηρητής, ανεπηρέαστος από την προσωπική επικοινωνία και την αλληλοεκτίμηση. Ένα ιστορικό ζωής και τέχνης, είναι εν κατακλείδι, το πόνημα της Χολστ για τον Θεοδωράκη, το οποίο είναι συνταγμένο με απροκάλυπτη εκτίμηση, αλλά και βαθιά, πολυεπίπεδη γνώση, η οποία προσφέρει το δικαίωμα σε δόκιμες προεκτάσεις-αναφορές. 

Η έλλειψη της καθόλα σημαντικής αυτής έκδοσης, γέννησε την ανάγκη της επανέκδοσης. Και ιδού πραγματοποιήθηκε αυτή χάρη στην ανιδιοτελή αφοσίωση στην Ελληνική Μουσική του Θανάση Συλιβού, που φρόντισε όχι απλώς για την επανέκδοσή του, αλλά για μια νέα έκδοση, αφού είναι συμπληρωμένη με φωτογραφική τεκμηρίωση, ένα νέο επίλογο και ένα νέο σημαντικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στην τριλογία των λυρικών έργων του Μίκη Θεοδωράκη (Μήδεια-Ηλέκτρα-Αντιγόνη), συσχετίζοντάς τα με τις σύγχρονες ελληνικές τραγωδίες – παρόμοιο θέμα ανέπτυξε, με διαφορετικό, όμως, τρόπο η συγγραφέας στην ομιλία της στο Διεθνές Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στα Χανιά τον Ιούλιο του 2005, για να γιορταστούν τα ογδοντάχρονα του Μίκη. 

Το βιβλίο εμπλουτίζει τις γνώσεις όχι μόνο για τον Μίκη, αλλά και για ολόκληρο τον Ελληνισμό, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Γιατί ο Μίκης αν και από χρόνια οικουμενικός, είναι πρωτίστως Έλληνας. Και ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας τον πραγματεύεται η Holst. 

Γιώργος Β. Μονεμβασίτης 
Κριτικός και Ιστορικός Μουσικής

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Η άλλη οπτική (6)


(Μανώλης Γιάνναρος #5)



Πάνω στο πλακόστρωτο,
η μια χούφτα πιάνει τον χρόνο
κι η άλλη τον ρίχνει στην κλεψύδρα.
Κι από την άκρη της, τα βότσαλα ένα ένα,
γυαλιστερά ανάμεσα απ' τα χείλη πετάγονται.
Αφήσανε στα δόντια σου μια αίσθηση τριγμού,
κλείνει το ένα σου μάτι,
κλείνεις τ' αυτιά
κι αισθάνεσαι μόνο από τις απολήξεις των μαλλιών τον χρόνο.



Μέλια Πουρή

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η "Κλυταιμνήστρα" με τον Μετρονόμο που κυκλοφορεί




Καινούργιο τραγούδι από τον Θανάση Γκαϊφύλλια, σε στίχους Δημήτρη Λέντζου, ενορχήστρωση Νεοκλή Νεοφυτίδη, και ερμηνεία Φωτεινής Βελετσιώτου. Μαζί με τον "Μετρονόμο" που κυκλοφορεί, καθώς και στο κανάλι του περιοδικού στο youtube ΕΔΩ.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Για το "Κολωνάκι-Τζιτζιφιές" του Γιώργου Τζώρτζη




Γιώργος Τζώρτζης

Κολωνάκι - Τζιτζιφιές

Είναι λίγο πράγμα (και αναίτιο) να επιχειρούμε μια αναπαράσταση του γράμματος των παλαιών εκτελέσεων των ρεμπέτικων τραγουδιών. Τόσο το γράμμα, όσο και το πνεύμα των τραγουδιών αυτών υπάρχουν ακέραια στις πρώτες εκτελέσεις που, ευτυχώς, οι περισσότερες είναι στη διάθεσή μας ύστερα από τριάντα σχεδόν χρόνια επανεκδόσεων. Οι επανεκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα αυτό, από δεκάδες συγκροτήματα και κομπανίες, έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που, ως καλλιτεχνικές πράξεις, δεν περιορίζονται σε γραφικές περιγραφές των παλαιών ερμηνειών. Ακόμα περισσότερο αποκτούν νόημα αν εμπνέονται από αυτό που σήμερα είναι (για τον καθένα μας) τα ρεμπέτικα και όχι από εκείνο που ήταν κάποτε.

Ο Γιώργος Τζώρτζης είναι ένας από τους λίγους τραγουδιστές που αναζητούν μέσα σ'αυτό το μουσικό υλικό το νήμα που φτάνει ως εμάς, χωρίς να δεσμεύεται από κανόνες μιας άγονης ορθογραφίας ή από «δόγματα» περί αναπαράστασης ή επιτέλεσης τα οποία, έτσι κι αλλιώς, δημιουργήθηκαν εκ των υστέρων και ερήμην των πρώτων δημιουργών του ρεμπέτικου, από άσχετους ιερείς μιας ρεμπετολογίας που όλο κι όλο το πάθος τους είναι να ταξινομούν, να φιλοτεχνούν καταλόγους και να σκαρώνουν ορισμούς περί του τι είναι «λαϊκό τραγούδι», τι είναι «μάγκας» και τι «ρεμπέτικο» δίχως ποτέ να παίξουν σ' ένα όργανο ή να τραγουδήσουν δυο νότες μουσικής. Και για να θυμηθούμε τον αείμνηστο Μάνο Χατζιδάκι με το πάντα δροσερό και κοφτερό του πνεύμα, «Το λαϊκό, το μάγκικο, και το παλιό ρεμπέτικο, μοιάζουν με τρία ξαδέρφια που κατοικούνε χρόνια τόνα στην Αλγερία, τ' άλλο στην Αταλάντη και τ' άλλο, το μικρότερο, στη Μεσοποταμία, ή αν θέλετε, στον Περισσό, εκεί που τα εργοστάσια φκιάχνουν δίσκους, κάλτσες και πλαστικά...».

Το πνεύμα με το οποίο αξίζει περισσότερο να πρασεγγίζονται, τώρα πλέον, τα ρεμπέτικα είναι, πιστεύω, ένα πνεύμα παρόμοιο, ή ανάλογο, με το προγονικό των ανώνυμων δημιουργών του που ήταν, κατά κύριο λόγο, ανατρεπτικό, και εξ αυτού, δημιουργικό. Κάτι τέτοιο μας χρειάζεται περισσότερο και όχι η λεπτομέρεια της νότας, ή το ξεπατίκωμα του τρόπου που τραγουδούσε το 1930 ο άλφα ή ο βήτα σπουδαίος τραγουδιστής. Οι μουσικοί είναι άνθρωποι και όχι λατέρνες. Μια λατέρνα δε βιώνει τίποτε. Ο άνθρωπος όμως νοιώθει τον κόσμο του και προ παντός μπορεί ελεύθερα να τον εκφράζει. Ο ιδιαίτερος τρόπος που ο Γιώργος Τζώρτζης αισθάνεται και αποδίδει τα τραγούδια αυτά, καθώς και οι πολλές άξιες μουσικές και ποιητικές στιγμές που περιέχουν, ενέπνευσαν κι εμάς όλους τους μουσικούς να «παίξουμε», μ' έναν τρόπο τη συνοδεία του, προς ευχαρίστησή μας. Ελπίζουμε και προς ευχαρίστηση των ακροατών μας.

Γιώργος Ε. Παπαδάκης

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Παρουσίαση του νέου τεύχους του Μετρονόμου





Παρουσίαση νέου τεύχους – Μουσική βραδιά

Το περιοδικό Μετρονόμος σας προσκαλεί στην παρουσίαση


του νέου τεύχους – αφιέρωμα στον Νίκο Μαμαγκάκη

και του cd που συνοδεύει το τεύχος με δύο νέα τραγούδια του Θανάση Γκαϊφύλλια και του Στάθη Γκότση, σε στίχους Δημήτρη Λέντζου, με την Φωτεινή Βελεσιώτου.

την Πέμπτη 20 Μαρτίου, στις 8.30 μ.μ.
στον Πολυχώρο Piedra
(Αγαθημέρου 3 και Πειραιώς 134, δίπλα στο Μουσείο Μπενάκη)

Για τον Νίκο Μαμαγκάκη θα μιλήσουν
ο Αλέξης Βάκης (μουσικός)
και ο Θανάσης Συλιβός (εκδότης του Μετρονόμου)

Τραγούδια του θα μας θυμίσει ο Πάνος Παπαϊωάννου (κιθάρα – φωνή)

Τα τραγούδια του cd θα ερμηνεύσει η Φωτεινή Βελεσιώτου 

Η βραδιά θα κλείσει με μελοποιημένους στίχους του Δημήτρη Λέντζου από τους Χρήστο Λεοντή, Μιχάλη Τερζή, Στάθη Γκότση και Νεοκλή Νεοφυτίδη, με τους Νίκο Ανδρουλάκη, Πάνο Μπούσαλη, Ζωή Παπαδοπούλου και Μπέττυ Χαρλαύτη. Στο πιάνο ο Νίκος Παπαναστασίου.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Επανίδρυση του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
  
ΘΕΜΑ: Επανίδρυση του ιστορικού Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής

Την Τετάρτη 19 Μαρτίου και ώρα 19:30 θα πραγματοποιηθεί στο Δημαρχείο Αθηνών στην Πλατεία Εθνικής Αντίστασης (πρώην Κοτζιά) η συνέντευξη τύπου για την επανίδρυση του ιστορικού Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ).

Η εκδήλωση έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων

Με το σύντομο αυτό σημείωμα παραθέτουμε το χρονικό της δημιουργίας και της δράσης του ΣΦΕΜ καθώς και των προσώπων που πήραν μέρος στην πρώτη ιστορική μορφή του.

Πριν από 52 χρόνια, και συγκεκριμένα μετά τις εκλογές “βίας και νοθείας” της 29ης Οκτωβρίου 1961, ο Μίκης Θεοδωράκης εγκατέλειψε τη χώρα, μετά τους ποικίλους διωγμούς του ιδίου και του έργου του που υπέστη από την τότε κυβέρνηση, και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.

Τον ίδιο μήνα, Νοέμβριο του 1961, μια ομάδα νεαρών σπουδαστών, εργαζομένων και δημοσιογράφων με μια συγκινητική επιστολή προς τον συνθέτη, που συνέταξαν οι νεαροί δημοσιογράφοι Ζάκης (Αλοΐζος) Κουνάδης και Δημήτρης Χαλιβελάκης, συνέβαλε στην επιστροφή του.

Έτσι, από την ημέρα του γυρισμού του Θεοδωράκη στην Ελλάδα (15 Ιανουαρίου 1962) ξεκίνησαν οι διεργασίες που οδήγησαν τον Απρίλιο του 1962 στη δημιουργία του «Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής». Σκοπός του ήταν η προβολή του έργου των Ελλήνων δημιουργών και η αναζήτηση νέων που θα κατέθεταν το έργο τους.

Τα γραφεία του ΣΦΕΜ, στη Σόλωνος 94, αποτέλεσαν σημείο συνάντησης, αναζήτησης και προβολής νέων δημιουργών και ερμηνευτών.

Μέσα στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του ΣΦΕΜ εμφανίστηκαν και δραστηριοποιήθηκαν ως μέλη και υπεύθυνοι της χορωδίας και της ορχήστρας που δημιουργήθηκαν, κατά σειρά οι νέοι και άγνωστοι τότε: Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Μαρία Φαραντούρη, Χρήστος Λεοντής, Μάνος Ελευθερίου, Φώντας Λάδης, Μάρω-Λήμνου Λοΐζου, Γιάννης Μαρκόπουλος, Κώστας Βρεττάκος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιώργος Ζωγράφος, Αγγέλα Ζώη, Νότης Μαυρουδής, Άκος Δασκαλόπουλος, Θέμις Σερμιέ, Έφη Παναγιώτου, Αλέκος Σταματέλης, Υακίνθη Κλάδη, Μαίρη Δαλάκου και άλλοι. Επίσης κατά την περίοδο λειτουργίας του, μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο ΣΦΕΜ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, Γιώργο Θεοφιλόπουλο, Λάκη Παππά, Κώστα Χατζή, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Λάκη Καρνέζη, Κώστα Παπαδόπουλο, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Πάνο Πετσά, Σταύρο Πλέσσα, Κλειώ Δενάρδου, τους κιθαρίστες Δημήτρη Φάμπα, Βαγγέλη Ασημακόπουλο και Λίζα Ζώη, καθώς και με τις χορωδίες Τρικάλων, Καλαμάτας και Κορίνθου, πραγματοποιώντας μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων και παρεμβάσεων στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας.

Για να γίνει αντιληπτός ο ρόλος και η σημασία των δράσεων του Συλλόγου στην πρώτη αυτή περίοδο παραθέτουμε απόσπασμα της ομιλίας-παρουσίασης του Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη συναυλία των νέων δημιουργών Μάνου Λοΐζου και Χρήστου Λεοντή που πραγματοποιήθηκε στο θέατρο Ακροπόλ στις 11 Μαρτίου 1963 και ήταν αφιερωμένη στο 4ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο:

Οι φίλοι της ελληνικής μουσικής γεννήθηκαν μέσα στη πάλη. Ήτο μια ιδιόμορφη πάλη ανάμεσα στην αγωνιστική ποίηση και μουσική και στις σκοτεινές δυνάμεις που πολύ σωστά έβλεπαν στο τραγούδι –στο τραγούδι που στεκόταν πιστά πλάι στο λαό μας- ένα δυνατό, ένα επικίνδυνο, ένα άπιαστο αντίπαλο.

Μια συντροφιά εργαζόμενοι νέοι και σπουδαστές στην αρχή, ένοιωσε σωστά πως παλεύοντας για την ελευθερία του ελεύθερου τραγουδιού, πάλευαν για την ίδια τη ζωή τους, για τα καθημερινά τους προβλήματα και κυρίως για τη βαθειά τους ανάγκη να αντικρύσουν υπεύθυνα την ιστορική στιγμή που ζούσαν, να πάρουν θέση αντρίκια απέναντι στα γεγονότα. Με δυο λόγια να αγωνισθούν για ένα καλύτερο σήμερα, για ένα δικαιότερο αύριο!

Οι εχθροί σ’ αυτό τους τον αγώνα ήσαν οι ίδιοι μ’ αυτούς που φίμωναν το τραγούδι. Οι ίδιοι μ’ αυτούς που μισούν τη σπουδάζουσα νεολαία. Έτσι ο κοινός εχθρός προσδιορίζει τα κοινά μας ιδανικά, τον κοινό μας αγώνα, τα κοινά καθήκοντα.

Σήμερα, 52 χρόνια μετά, και παρά τις απώλειες (Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Μάρω Λοΐζου, Άκος Δασκαλόπουλος, Γιώργος Ζωγράφος), οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες αυτούς εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην πρώτη γραμμή της πολιτιστικής μας ζωής, γνωστοί πλέον και καταξιωμένοι στη συνείδηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Τα δυο τελευταία χρόνια πύκνωσαν οι φωνές αυτών που θέλουν να θέσουν σε επαναλειτουργία τον Σύλλογο, όχι μόνο για να προβληθεί το ήδη διαδεδομένο έργο των παλαιών δημιουργών, αλλά κυρίως για να δοθεί στις σημερινές δυσμενείς συνθήκες «χώρος και βήμα» στη νεότερη γενιά.

Στην νέα αυτή περίοδο θα προχωρήσουμε στην αναζωογόνηση των σκοπών του ΣΦΕΜ, με ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή του σύγχρονου ελληνικού ήχου ως αντίσταση στην πολιτιστική ισοπέδωση που επιχειρείται τις τελευταίες δεκαετίες.

Στόχος της επανίδρυσης του ΣΦΕΜ είναι να αποτελέσει κέντρο συνάντησης και δημιουργικής διακίνησης ιδεών και απόψεων γύρω από τον πολιτισμό.

Στη νέα αυτή περίοδο μέσα στα 114 μέλη που συνυπέγραψαν την επαναλειτουργία του συλλόγου περιλαμβάνονται αλφαβητικά οι : Γιάννης  Αγγελάκας, Γιώργος Ανδρέου, Ηλίας Ανδριόπουλος, Νίκος Ανδρουλάκης, Αλέξης Βάκης, Κώστας Βεργόπουλος, Σπύρος Γιατράς, Μαίρη Δαλάκου, Νίκος Διονυσόπουλος, Στέλιος Ελληνιάδης, Γιώργος Ζορμπάς, Γιάννης Ζουγανέλης, Κώστας Ζουράρις, Μάρω Θεοδωράκη, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Ανδρέας Κατσιγιάννης, Νίκος Κιάος, Ιωάννα Κλειάσιου, Λίνος Κόκοτος, Γιάννης Κοντίτσης, Περικλής Κοροβέσης, Αιμιλία και Μαρία Κουγιουμτζή, Κώστας Κουκουλίνης, Μαρία Κρητσιώτη, Δημήτρης Λέκκας, Γιάννης Λεμπέσης, Χρήστος Λεοντής, Γιώργος Λυκούρας, Ανδρέας Μαζαράκης, Νότης Μαυρουδής, Θάνος Μικρούτσικος, Γιώργος Μονεμβασίτης, Κώστας Μόσχος, Κώστας Μπαλαχούτης, Δαυίδ Ναχμίας, Έφη Παναγιώτου, Νίκος Παπακώστας, Σταύρος Παπασταύρου, Νίκος Πολίτης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Ισίδωρος Πρίντεζης, Άλκης Ράφτης, Διονύσης Σαββόπουλος, Κρίτων Σαλπιγκτής, Μανώλης Σειραγάκης , Θέμης Σερμιέ, Δημήτρης Σταθακόπουλος, Θανάσης Συλιβός, Άγγελος Σφακιανάκης, Θωμάς Ταμβάκος, Μιχάλης Τερζής, Μιράντα Τερζοπούλου, Βασιλική Τζαχρήστα, Κώστας Τζήκας, Αθανασία Τουμπακάρη, Γιώργος Τσάμπρας, Μπάμπης Τσέρτος, Αυγερινός Φακίρης, Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Φασουλάκη, Φοινίνη Βασιλική (Πέγκυ Λάγιου), Χριστόδουλος Χάλαρης, Κώστας Χαλκιαδάκης, Λένα Χαραλαμποπούλου, Αλέξανδρος Χρυσοβέργης.
     
Για το προσωρινό ΔΣ του ΣΦΕΜ
Φώντας Λάδης και Παναγιώτης Κουνάδης

Τηλέφωνα επικοινωνίας: 210 8224864, 6976 904172, 6970 244514

Ε-mail: sfem.mousiki@gmail.com

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Το τραγούδι είναι ένα



Το τραγούδι είναι ένα

Το τραγούδι είναι ένα. Κάπως έτσι συνοψίζεται η λογική του μουσικού αχταρμά και της αισθητικοποίησης του τουρλού (ή μπριάμ, όπως το ’λεγε η γιαγιά μου). Λίγο Χατζιδάκις, μια ιδέα Γκάτσος, δυο κουταλιές της σούπας ηπειρώτικα κι άλλο τόσο ρεμπέτικα, μια σκελίδα Θανάσης, τσιγαρίζουμε σε σιγανή φωτιά ρίχνοντας Καρρά και στο τέλος προσθέτουμε Πάολα για να γίνει πικάντικο. Έτοιμη η συνταγή. Και δοκιμασμένη.

Το μαγαζί είναι γεμάτο και χειροκροτεί σε κάθε τραγούδι. Στην αρχή η συνήθης οχλαγωγία συνοδεύει ακόμα και τις προσπάθειες της τραγουδίστριας να ρίξει λίγο τους τόνους. Το «καίγομαι και σιγολιώνω» μπλέκεται με τα like που έκανε (ή δεν έκανε) η διπλανή αντροπαρέα σε κάποια σελίδα και το μελοποιημένο «Μονόγραμμα» καλύπτεται από τη στιχομυθία για τα καλύτερα σουβλάκια στο Νέο Κόσμο.

Όμως την κατάλληλη στιγμή, στην κορύφωση του προγράμματος, οι φλυαρίες παύουν. «Κι απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις, όταν πας ξένα χέρια ν’ αγγίξεις κι αν τα βράδια ο ύπνος σε πιάνει μ’ όλα αυτά που σ’ εμένα έχεις κάνει». Ο κόσμος συντονίζεται με το ρυθμό και ουρλιάζει τους στίχους. Διάλλειμα. Έξω από το μαγαζί, βγαίνεις να πάρεις αέρα κι ακούς τους γύρω να επαναλαμβάνουν το τελευταίο ρεφρέν. «Κι απορώ…».

Στο δεύτερο μέρος το ίδιο μοτίβο. Η καψούρα που φουντώνει το κέφι στην παραλιακή διαδέχεται την ποιότητα που περπατά με γόβες πάνω στα μάρμαρα του Ηρωδείου. Όλα δένουν γλυκά. Τα μικρά κι ανήλιαγα στενά του Λειβαδίτη στριμώχνονται στην ίδια γειτονιά με τις στιχοπλοκίες του Φοίβου: «Μου είπαν για σένα πως κρύβεις κινδύνους, μα εγώ δεν τρομάζω δεν είμαι από κείνους». Οι τραγουδισμένοι από τον Ξυλούρη στίχοι του Κ.Χ. Μύρη «ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα ήλιος και μαύρο κρασί» συναντούν σύγχρονους ποιητές όπως τον Η. Φιλίππου: «Να μ' αφήσεις ήσυχη θέλω κι αν υπάρχεις πια να μην ξέρω, ξέχνα με, ζω για μένανε».

Δεν μιλάμε για χαβαλέ. Μιλάμε για την αποθέωση του καταναλωτικού πνεύματος. Ό,τι πάρεις 10 ευρώ. Τόσο κάνει η είσοδος και το ποτό στο έντεχνο μαγαζί, τόσο και η κατανάλωση Βαμβακάρη, Πάολας, Μάλαμα και Βανδή σε συσκευασία τη μιας βραδιάς. Δεν χρειάζονται πια στεγανά, προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και «θεωρητικές αναζητήσεις για κουλτουριάρηδες». Η εποχή θέλει προσαρμογές. Θέλει ευελιξία. Θέλει τη σχετικοποίηση των πάντων. Θέλει να βρίσκεις στα πάντα ένα νόημα. Για να μη βρίσκεις τελικά νόημα πουθενά. Θέλει να πιστεύεις στην αυθεντικότητα. Αν σε κάποιον αναγνωρίζουμε «αυθεντικότητα» τότε γίνεται αυτομάτως αποδεκτός. Δεν πειράζει αν η αυθεντικότητα συνίσταται στην αναπαραγωγή του κενού, στην αισθητική του κιτς ή στη λατρεία του επιφανειακού και του ασήμαντου.

Ο κόσμος βγαίνει απ’ το μαγαζί με την ικανοποίηση της τηλεοπτικής νοικοκυράς που γυρίζει απ’ του Βερόπουλου. Άλλη μια βραδιά σύζευξης των αντιθέτων. Ποιο έντεχνο και ποιο εμπορικό; Οι διαφορετικές οπτικές για το τι είναι και τι δεν είναι τέχνη επιτέλους εξανεμίστηκαν. Τα άκρα λειάνθηκαν. Τι Αριστερά και Δεξιά; Το είπε κι ο Θεοδωράκης, στη διακήρυξη του Ποταμιού, δεν μπορούν πια να μας σώσουν οι θεωρίες του 19ου αιώνα. Ας κερδίσει επιτέλους το μέτρο. Η κοινή λογική. Αυτή του Πρετεντέρη, του Μανδραβέλη, του Άδωνη και του Τζήμερου. «Να τη χαίρεσαι την καινούργια σου αγάπη…», Ματούλα. Το τραγουδάει η ομότεχνή σου, Δέσποινα.

Κωστής Μαργιόλης

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Το μεγάλο τραγούδι




14-03-14, 12:35
Από: Δημήτρης Κατσ.
Ρε Οικονόμου μην το ψάχνεις. Το μεγάλο τραγούδι τα τελευταία 20 χρόνια είναι ένα. Πάντα γελαστοί. Αυτό είναι.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΟΤΑΝ Η LIFO ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΟ ΤΑΙΠΕΔ

Η Lifo σε ρόλο ...γραφείο τύπου του ΤΑΙΠΕΔ και της LAMDA DEVELOPMENT. Γιατί όταν χοντραίνει το παιχνίδι, η δημοσιογραφία πρέπει να είναι πάντα ανυπόγραφη. Και γιατί στην Ελλάδα, κατά ένα μυστήριο τρόπο, το εναλλακτικό είναι συνώνυμο με το πιο στενό, το πιο ξετσίπωτο, το πιο καραμπινάτο φλερτ με την εξουσία. Το ότι το ΤΑΙΠΕΔ έχει αναλάβει το ξεπούλημα της χώρας, σύμφωνα με τις επιταγές της τρόικας, είναι φυσικά κάτι που δεν αφορά το νεοφιλελεύθερο lifestyle. ηρ.οικ.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Κλύσμα Τσιτσάνης



Κλύσμα Τσιτσάνης

Τι έχουν πάθει όλοι με τον Βασίλη Τσιτσάνη; Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα διαβάσεις για κάποιο αφιέρωμα στον μεγάλο δημιουργό, ή θα ακούσεις μια διασκευή τραγουδιού του. Η αγάπη των συναδέλφων του καλλιτεχνών για τον ίδιο είναι αν μη τι άλλο συγκινητική.

Ο Γιάννης Πάριος ας πούμε μας τραγούδησε «τον δικό του Τσιτσάνη» τον Σεπτέμβριο του ’13, στο Ηρώδειο κιόλας. Βεβαίως, τον είχε προλάβει ο Γιώργος Νταλάρας με το «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», ένα αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη από το Μέγαρο Μουσικής, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2001, αλλά επαναλήφθηκε και το 2004, όταν και ηχογραφήθηκε. Δεν θυμάμαι αν το αφιέρωμα του Νταλάρα στον Τσιτσάνη ήταν πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στον Βαμβακάρη, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στα χασικλίδικα, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στο σμυρνέικο, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στον Κουγιουμτζή, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στο ρεμπέτικο τραγούδι, και πάει λέγοντας. Θα σας γελάσω. Πάντως, ήτανε.

Και εννοείται ότι αν μπορούν οι τραγουδιστές, γιατί όχι και οι συνθέτες; Φέτος, ο Ξαρχάκος τιμά τον Τσιτσάνη με το πρόγραμμα «Νυν και αεί …Τσιτσάνης» στην Ιερά Οδό. Αν θυμάμαι καλά, η εμπλοκή του Ξαρχάκου με τον Τσιτσάνη κρατάει από πολύ παλιά, με το έργο «Τσιτσάνη Διάλογοι» που είχε παιχτεί ζωντανά από την ΚΟΕΜ το 1995 και είχε κυκλοφορήσει και σε CD το 2004.

Απ’ την άλλη, ένας γίγαντας της ελληνικής μουσικής όπως ο Ξαρχάκος, ή δύο κορυφαίοι ερμηνευτές όπως ο Πάριος και ο Νταλάρας μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με όποιον συνθέτη θέλουν. Όταν έχεις εκατό και βάλε δίσκους στην πλάτη σου, όταν έχεις χτίσει με τα χέρια σου το ελληνικό τραγούδι, μπορείς να τραγουδάς και να διασκευάζεις ό,τι γουστάρεις. Το φαινόμενο όμως της διασκευής Τσιτσάνη έχει αρχίσει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους μιας νεότερης γενιάς καλλιτεχνών. Από τον πρώτο σου δίσκο να πουλάς διασκευή Τσιτσάνη πάει πολύ, δεν νομίζετε;

Ο Βασιλικός, ας πούμε, ξαναγράφει την Sunday Cloudy Sunday, σε ένα δίσκο που όπως μας ενημερώνουν οι δημοσιογράφοι είναι «πιο γυμνός, χωρίς τα μουσικά στολίδια και τις τσαχπινιές του Τσιτσάνη. Αλλά με ουσία, τόλμη, και ηλεκτρονική μαεστρία». Παρένθεση, εμ βέβαια, αν είσαι άσχετη, τότε οι ενορχηστρώσεις του Τσιτσάνη σου φαίνονται «στολίδια» και «τσαχπινιές», κλείνει η παρένθεση. Μετά τις διασκευές στον Χατζιδάκι με το Reflections, να σου κι ο Τσιτσάνης. Αν μη τι άλλο, χρειάζεται μεγάλη τόλμη και περίσσιο θάρρος για να διασκευάσεις δύο πανελλαδικώς άγνωστους συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις και ο Τσιτσάνης. Ποιοι είναι αυτοί; Δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους. Αλλά αυτό είναι· μπροστά στην τέχνη, να μην υπολογίζεις ούτε ρίσκα, ούτε τίποτα.

Μια άλλη «εναλλακτική», «τολμηρή», ή δεν ξέρω ’γω τι άλλο ματιά στον Τσιτσάνη την προσφέρουν οι Imam Baildi. Οι οποίοι προφανώς και θεωρούν απολύτως συμβατό να βάζεις τρομπέτες και μάμπο μαζί με «αν σε απάτησε / και σε τραυμάτισε». Και έτσι, κάπου μεταξύ Τρικάλων και Αβάνας, χάνουμε τη μπάλα γενικώς - όχι γιατί είναι κακό να πειραματίζεσαι, αλλά γιατί αυτό που ακούω δεν είναι πειραματισμός. Είναι ευκολία. Όπως ευκολία είναι να σου βάλω ένα μπουζούκι να παίζει Compay Segundo και να στο πουλήσω σαν δήθεν συνάντηση δύο πολιτισμών.

Στην περίπτωση των Gadjo Dilo, ο Τσιτσάνης γίνεται gypsy swing. Και έτσι καταλήγεις να ακούς «κάνε λιγάκι υπομονή» και «πέφτεις σε λάθη» σαν ξένοιαστα σουινγκάκια, χωρίς καμία επαφή με τους στίχους, με το νόημα, με την αίσθηση, με την αντίληψη του τραγουδιού. Από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή …Τσιτσάνης. Το ότι πολύ πρόσφατα είχαν αποπειραθεί να κάνουν το ίδιο οι Burger Project προφανώς και δεν πτοεί κανέναν - αλλά μας λέει πολλά για την πρωτοτυπία όλων. Το ότι και οι Imam Baildi και οι Gadjo Dilo διασκευάζουν ως και το ίδιο ακριβώς τραγούδι ("Αργοσβήνεις Μόνη"), πάλι δεν πτοεί κανέναν. Μόδα είναι, κι όποιος προλάβει. Τσιτσάνης swing, Τσιτσάνης lounge, Τσιτσάνης στα κάρβουνα, τηγανητός, γλυκόξινος, αλά κρεμ, και καλή χώνεψη. Κι αντί οι νέοι δημιουργοί να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον ως προς την πιο εμπνευσμένη νέα σύνθεση, νέα μελοποίηση, νέα δημιουργία, εξαντλούν την ευγενή τους άμιλλα στον Τσιτσάνη. Με το κιλό.

Αίσθησή μου είναι ότι δεν έχουμε δει ακόμα τίποτα. Όσο όλος ο μηχανισμός που λέγεται ελληνικό τραγούδι στερεύει, και στερεύει, και στερεύει, καθώς στερεύουν οι συλλογικές του πηγές, να είστε έτοιμοι για τα χειρότερα. Η κοινωνία μας αυτό μπορεί, αυτό βγάζει: τα ίδια και τα ίδια, ξαναζεσταμένα, ξαναμασημένα, και μάλιστα από νέους ανθρώπους που κομίζουν υποτίθεται το καινούργιο και το εναλλακτικό… Φαίνεται ότι ο Τσιτσάνης είναι κι αυτός μια λύσις.

Για να μην παρεξηγηθώ: τον θέλουμε και θα τον θέλουμε τον Τσιτσάνη, κι εμείς και οι επόμενοι, στους αιώνες των αιώνων.

Αλλά ως συνθέτη· όχι ως κλύσμα, και μάλιστα «εναλλακτικό» και χαζοχαρούμενο.

ηρ.οικ.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Rock Against Fascism





Σχεδόν ένας μήνας απομένει μέχρι την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε. και οι δημιουργοί του κατηφορίζουν προς το Gagarin 205, για μια ολοήμερη εκδήλωση, με συζητήσεις, προβολές, stand-up comedy και μια μεγάλη αντιφασιστική συναυλία. 

Το Σάββατο 15 Μαρτίου ο Μπαλούρδος της Ελληνοφρένειας, σε ρόλο «χορηγού επικοινωνίας», συναντά τους Last Drive, που προσφέρουν τη μουσική τους στην παραγωγή, ενώ ο Χριστόφορος Ζαραλίκος συντονίζει ομιλητές και τραγουδιστές, σε μια μεγάλη γιορτή ενάντια στο φασισμό και τον αυταρχισμό.

Η εκδήλωση ξεκινά στις 18:00 με συζήτηση με τίτλο «Από τον εξτρεμισμό του κέντρου στο φασισμό». Θα μιλήσουν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πέτρος Παπακωνσταντίνου, ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός, και ο δημοσιογράφος και οικονομολόγος Λεωνίδας Βατικιώτης.

Ο Άρης Χατζηστεφάνου θα παρουσιάσει αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε. και τα σχέδια των δημιουργών για την παράλληλη μετάδοση του ντοκιμαντέρ σε εκδηλώσεις στην Ελλάδα και ολόκληρη την Ευρώπη.

Από τις 20:00 τη σκηνή καταλαμβάνουν ο Χριστόφορος Ζαραλίκος και ο Μπαλούρδος (a.k.a. Τσολιάς) της Ελληνοφρένειας, που θα μας οδηγήσουν στη μεγάλη συναυλία της ημέρας με τους Last Drive, τον Σπύρο Γραμμένο, τους Burger Project, τους Illegal Operation, τους Ducky Boyz, τους 700 Machines, τους Three Way Plane, τους Quilombo κ.ά.

Τα έσοδα της εκδήλωσης θα δοθούν για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε.

Info:
Γενική είσοδος: 5 ευρώ 
Gagarin 205 Live Music Space 
Λιοσίων 205, Αθήνα 
Τηλ: +30 2114112500 


Όσοι επιθυμούν να ενισχύσουν οικονομικά την παραγωγή του ντοκιμαντέρ μπορούν να το κάνουν και μέσω της σελίδας fascism-inc.com

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Βραδιά Μάνου Ελευθερίου



Αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου
την Τετάρτη 12 Μαρτίου, στις 8 μ.μ.
στο βιβλιοπωλείο Ερατώ, Θησείου 9, στο Θησείο
τραγουδούν ο Κώστας Μάντζιος και η Γεωργία Γρηγοριάδου
επιμέλεια: Σπύρος Κουρκουνάκης

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Μιχάλης Γρηγορίου: "Βίος Παράλληλος" (24)


ΒΙΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ
Ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου
Ενότητα: "Εσυ, ο χρονος, ο θανατος κι εγώ" 
Επεισόδιο 24ο

Τεταρτη 22/12/2010

Σημειωνα καποτε πως “το εργο τεχνης δεν ειναι αντικειμενικο αλλα αντικειμενικοποιησιμο”. Πισω απο την σοβαροφανη αυτη διατυπωση κρυβεται μια σωστη διαπιστωση, οτι δηλαδη καθε εργο τεχνης, ως μεσον συμβολικης δηλωσης και επικοινωνιας, προσλαμβανεται με υποκειμενικο τροπο, βασει των συνειρμων που κινητοποιει και των προεκτασεων που αναλαμβανει να του αποδωσει ο καθε αποδεκτης του. Κι’ ολοι αυτοι οι συνειρμοι κι’ οι προεκτασεις εξαρτωνται βεβαια απο την υποκειμενικη εμπειρια, η οποια καθοριζεται επισης απο καποιους αντικειμενικους παραγοντες, οπως ειναι η πολιτιστικη καλλιεργεια.

Γιατι τα λεω τωρα ολα αυτα ; Γιατι, καθως εξακολουθω να βρισκομαι μεσα στο τοπιο του “Assassin’s Creed 2”, διαπιστωσα πως αντλω -και αποδιδω συγχρονως- συμβολικα νοηματα που εξαρτωνται αμεσα απο την δικηα μου πολιτιστικη καλλιεργεια, αλλα κι’ απο τις προσωπικες μου εμπειριες. Ιδιαιτερα σε μια απο τις sequences οπου ο πρωταγωνιστης –εγω! - βρισκεται σε μια αναγεννησιακη επαρχιακη πολιχνη, το Forli, επαθα κυριολεκτικα σοκ, καθως συνειδητοποιουσα πως αυτο που εισεπραττα δεν ειχε τοσο σχεση με το σεναριο και με την περιπετειωδη “δραση”, οσο με τις αισθητικες προεκτασεις που απεδιδα στις εικονες που εβλεπα, με την βοηθεια και της πολυ καλης μουσικης υποκρουσης που τις συνοδευε. Ενα μελαγχολικο γκριζο επαρχιακο τοπειο, με περιοχες μισοβουλιαγμενες στα νερα λογω καποιας πλημμυρας, απ’ οπου ξεπροβαλλουν μισοκατεστραμμενα καρα και αροτρα, με φτωχικα αγροτικα σπιτια και με ενα βουβο πληθος σιωπηλων και ταπεινων ανθρωπων που κινιουνται προς καθε κατευθυνση. Ειχα την αισθηση πως ειμουνα ξαφνικα ενας ταξιδιωτης που ειχε γυρισει πισω στον χρονο και παρατηρουσα εικονες απο την ανθρωπινη μοιρα, ετσι οπως μπορει να τις περιεγραφε καποτε ενας Λειβαδιτης, αλλα και καποιος Ντοστογιεβσκυ. Υπηρχε το στοιχειο μιας περιεργης οικειοτητας, αλλα και μιας αχρονικοτητας που μπορει να μου γεννα το οποιοδηποτε φτωχικο ελληνικο χωριο, στο οποιο εχει σταματησει ο χρονος κι’ οι ανθρωποι κανουν τα ιδια και τα ιδια πραγματα και μετα πεθαινουν και χανονται στο βαθος της ιστοριας. Φανταζομουνα λοιπον πως οι ανθρωποι που εβλεπα να κινιουνται ειχαν ηδη πεθανει πριν απο αιωνες κι’ εγω τους ειχα επισκεφτει απο το μελλον. Ειναι δυσκολο να περιγραψω την αισθηση, ειναι ομως σιγουρο πως την βιωνα με ενα ποιητικο τροπο. 

Παντως ειναι σιγουρο πως ενα τετοιο κατασκευασμα αποτελει εργο τεχνης κι’ οχι απλως ενα “παιγνιδι”. ¨Η, για να το πω κι’ αλλιως : Προκειται για “παιγνιδι”, στο μετρο που και το κοντσερτο για βιολι του Brahms που ακουγα προχτες, αποτελει κι’ αυτο μια μορφη “παιγνιδιου”. Καποια στιγμη ισως επιχειρησω να εξηγησω καλλιτερα τι εννοω.

Τελικα δεν πρωτοτυπω. Πριν απο λιγο μπηκα στο Internet και διαπιστωσα πως εχουν γραφτει αρκετα πραγματα σχετικα με το εαν ή οχι μπορουν τα video games θα θεωρηθουν ως μορφες μιας συγχρονης τεχνης. Εχει πλακα μαλιστα, γιατι ειχα βαλει στο Google την φραση “video games as an art form” και επεσα πανω σε διαφορα αρθρα με τον ιδιο τιτλο !

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η Πόλυ Πάνου του Αλέξη Βάκη


Η ΠΟΛΥ ΠΑΝΟΥ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΗΣ "ΠΕΡΣΟΝΑ"

του Αλέξη Βάκη

(δημοσιεύτηκε στην "ΑΥΓΗ" στις 6 Οκτωβρίου 2013)

Ξεκινώ τον συλλογισμό μου με μια θεμελιώδη ερώτηση: θα ήταν άραγε το ίδιο έντονη η «ψυχολογική» εντύπωση που μας αφήνει το -παιχνιδιάρικο, πλην όμως στα όρια του potitically incorrect- τραγούδι Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω, αν αντί του Γρηγόρη Μπιθικώτση το ακούγαμε π.χ. από τον Στέλιο Καζαντζίδη; ΄Ή το σαγηνευτικό Κάτσε στον καναπέ μου και φίλησέ με, αν ερμηνεύτριά του δεν ήταν η Καίτη Γκρέυ αλλά η Γιώτα Λύδια; Δεν υπαινίσσομαι βεβαίως την εμφανή διαφορά ανάμεσα στον κοφτό και νευρικό τρόπο με τον οποίο προφέρει τις μουσικές φράσεις ο Μπιθικώτσης σε σύγκριση με τις πιο «απλωμένες» νότες του Καζαντζίδη, ούτε την αντίστοιχη ανάμεσα στην εξωστρέφεια της Γκρέυ εν σχέσει με τη Λύδια που, εν γένει, ηχεί αρκετά πιο «εσωτερική».

Ένα τραγούδι, οποιουδήποτε ύφους και ιδιοσυγκρασίας, είναι πρώτα απ' όλα ένα μικρό μονόπρακτο, που διαρκεί τρία λεπτά. Το οποίο χρειάζεται τον κατάλληλο ηθοποιό κάθε φορά. έτσι ώστε με τη διαμεσολάβηση εκείνου να μπορεί να περάσει στο στόμα των πολλών. Όχι φυσικά πως η διαπίστωση αυτή είναι τόσο μονοσήμαντη, ώστε να μην επιτρέπονται διαφορετικές, ακόμα και απρόσμενες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Όλοι πάντως συμφωνούμε, υποθέτω, πως ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν μεν συγκλονιστικός στον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου, το γήπεδό του όμως ήταν οι ανάλαφρες κομεντί του Φίνου, που του επέτρεψαν να οικοδομήσει τη χαριτωμένη προσωπικότητα με την οποία κυρίως τον θυμόμαστε σήμερα.

Για να ξαναγυρίσω στο τραγούδι, το σωστό casting έχει μεγάλη σημασία. Ειδικά στο λαϊκό τραγούδι, όπου η αμεσότητα είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα. Έτσι, αν μου ζητούσε κανείς να προσδώσω στην Πόλυ Πάνου τα ακριβή ερμηνευτικά χαρακτηριστικά που της εξασφάλισαν την αθανασία στο συλλογικό λαϊκό αυτί, θα έλεγα πριν απ' όλα πως είναι «η τραγουδίστρια των ζεϊμπέκικων». Και δεν μιλάω γενικά για τον ρυθμό του ζεϊμπέκικου, αλλά γι' αυτό το ξεχωριστό τραγουδιστικό «είδος» που ανεφάνη μετά τον εμφύλιο, το οποίο, είτε επιμένει να ζωγραφίζει σε γκρίζους τόνους τη ζοφερή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, είτε προσπαθεί να την υπερβεί, προβάλλοντας το εφήμερον του γλεντιού ως σωτήρια διαφυγή.

Στην περίπτωση της Πάνου υπάρχει και μια επιπλέον παράμετρος, εφόσον πολλά από τα τραγούδια της μοιάζουν να απευθύνονται σε κάποιον συγκεκριμένο -πλην αόρατο- αρσενικό, με τον οποίο και στήνουν διάλογο. Παραθέτω τίτλους: Πάρε το δαχτυλίδι μου, Ένα σφάλμα έκανα, Το τέλος σου ποιο θα' ναι, Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, Άλλα μου λεν τα μάτια σου, Τι σου 'κανα και πίνεις, κ.ά. Πρόκειται για έναν ισχυρά επαναλαμβανόμενο τραγουδιστικό ρόλο, όπου η Πόλυ Πάνου επαναφέρει πειστικά το αρχέτυπο που λανσάρισε στον κινηματογράφο η Μελίνα Μερκούρη: της γυναίκας που όχι μόνο διεκδικεί τη χειραφέτησή της, αλλά συχνά αναφέρεται και στο δικαίωμά της να πορευτεί μέσα από τον «αμαρτωλό» δρόμο, αδιαφορώντας για την αποδοχή της κοινωνίας.

Δεν είναι μάλλον ήσσονος σημασίας το γεγονός πως Η αμαρτωλή, ένα τραγούδι μέσα από το πρίσμα μιας γυναίκας που κάνει πεζοδρόμιο για να ζήσει, είχε λατρευτεί από τις ιερόδουλες της εποχής, οι οποίες πήγαιναν κατά μεγάλες παρέες στα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν η Πόλυ Πάνου και το ζητούσαν επίμονα, όχι σπάνια μάλιστα χαρακώνοντας τα μπράτσα τους όταν το άκουγαν.

Όπως και να 'χει, η δεκατριάχρονη Πολυτίμη Κολιοπάνου, που έφτασε το 1953 στην Αθήνα από την Πάτρα, ήρθε για να μείνει στη μουσική υπόθεση. Έτσι ώστε αν σήμερα προσπαθήσει κανείς να σκεφτεί το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, να είναι αδύνατον να το φανταστεί χωρίς το ανεξίτηλο δικό της αποτύπωμα.

Μετρονόμος με μεγάλο αφιέρωμα στον Νίκο Μαμαγκάκη







Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του Μετρονόμου

Mαζί και ένα cd με δύο καινούργια τραγούδια, του Θανάση Γκαϊφύλλια και του Στάθη Γκότση σε στίχους Δημήτρη Λέντζου, με την Φωτεινή Βελεσιώτου.

Αφιέρωμα
Νίκος Μαμαγκάκης
Επιμέλεια: Θανάσης Συλιβός
Artwork εξωφύλλου: Πέτρος Παράσχης
Photo: Μαριλένα Σταφυλίδου

Ο Νίκος Μαμαγκάκης, από τους σπουδαιότερους συνθέτες της γενιάς του με τεράστιο έργο σε όλα σχεδόν τα πεδία της μουσικής έκφρασης, μας αποχαιρέτησε το καλοκαίρι που μας πέρασε (24 Ιουλίου 2013), σε ηλικία 84 χρόνων.
Λάτρης του ρεμπέτικου αλλά χαρακτηρισμένος ως δημιουργός της αβάντ-γκαρντ, μέσα από τη μικρή του βιοτεχνία μουσικής, την Ιδαία (αρχαία ονομασία της Κρήτης), κατάφερε να κυκλοφορήσει όλο το έργο του αναδομημένο, καθώς και νέα έργα.
Στο αφιέρωμα του Μετρονόμου, φίλοι και συνεργάτες του φωτίζουν τις πολλαπλές πλευρές της δημιουργίας του.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Νίκος Μαμαγκάκης: «Αποχαιρετώ τον κόσμο και πρέπει να λέω την αλήθεια», συνέντευξη στον Ηρακλή Οικονόμου

Αλέξης Βάκης: O Nίκος Μαμαγκάκης μέσα από τα δικά του λόγια

Ο Μαμαγκάκης για τους ποιητές. Οι περιπτώσεις Γιάννη Ρίτσου και Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (επιμ.: Ηρακλής Οικονόμου)

Θωμάς Κοροβίνης: Το θαύμα του Κέντρου Διερχομένων

Τάσης Χριστογιαννόπουλος: Ο Νίκος Μαμαγκάκης της ζωής και της μουσικής

Πάνος Παπαϊωάννου: Μια μέρα με τον Νίκο Μαμαγκάκη

Χρυσόστομος Καραντωνίου: Δάσκαλος με όλη τη σημασία

Αντώνης Μποσκοΐτης: Ο Νίκος Μαμαγκάκης της Βάνου και της Βουγιουκλάκη

Κώστας Καλημέρης: Τα συλλείτουργα του κυρίου Νίκου

Δημήτρης Μπαγιέρης: Το προσκύνημα του Νίκου Μαμαγκάκη στη Μακρόνησο

Θανάσης Συλιβός: «Προσδοκώ να γράφω μέχρι το τέλος...» - Τα ανέκδοτα έργα του Νίκου Μαμαγκάκη

O Nίκος Μαμαγκάκης μέσα από συνεντεύξεις και κείμενά του (επιμ.: Δημήτρης Μπαγιέρης)

Φώντας Τρούσας: Τρεις «άγνωστοι» δίσκοι του Μαμαγκάκη από τις 45 στροφές

Νίκος Μαμαγκάκης: «Ήμουν τακτικός γραφιάς, σε νότες του ρεμπέτικου», του Βασίλη Καλαμαρά

Εργογραφία Νίκου Μαμαγκάκη

*** 

Το CD Μετρονόμου. Θανάσης Γκαϊφύλλιας: Το χρονικό της «Κλυταιμνήστρας» - Στάθης Γκότσης: Σημείωμα για το «Σημείωμα»

Μάνος Ελευθερίου - «Τα λόγια και τα χρόνια» 1963-2013, του Σπύρου Αραβανή

Το άλμπουμ της ζωής μου: Λάζαρος Κουλαξίζης, του Σωτήρη Μπέκα

Σωκράτης Σινόπουλος, της Ελπίδας Μαρκιανίδου

Δημήτρης Μητσοτάκης, του Αντώνη Περιβολάκη

Τάσος Ποταμιάνος, του Γιώργου Καλατζή

Εντίθ Πιάφ, της Τούλας Καρώνη

Γιώργος Παράσχος, του Κωνσταντίνου Τσικλέα

Δημήτρης Βεριώνης, του Γιάννη Μαντά

Πίσω απ΄ τα όργανα: Διαμαντής Πανάρετος, του Γιώργου Αλτή

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Συνέντευξη του Μανόλη Χατζηγιακουμή στον Σωτήρη Κακίση

Μανόλης Χατζηγιακουμής
(φωτό: Σωτήρης Κακίσης)



Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής: 

«Ο τόπος αυτός έχει μεγάλη ροπή
στη μάθηση...»
(το πλήρες κείμενο)


του ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ.

  
Μετά από σαράντα και πλέον χρόνια γιγαντιαίας πνευματικής δραστηριότητας, αποφάσισε για πρώτη φορά να μιλήσει δημόσια, να κάνει στο ΒΗΜΑgazino αυτό το χριστουγεννιάτικο δώρο. Ο Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, ο Φιλόλογος, ο Νεοελληνιστής, ο μουσικός Ερευνητής, ο Δάσκαλος.

Το έργο του εκτείνεται από τον Σολωμό στον Όμηρο, και από τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα ως τα Μουσικά Χειρόγραφα, από την Εκκλησιαστική Μουσική ως την καθημερινή επαφή με τα νέα παιδιά, που τα ετοιμάζει κάθε χρόνο για το Πανεπιστήμιο. Παράλληλα, ο ίδιος αυτός άνθρωπος έχει αποδυθεί σ’ έναν κολοσιαίο αγώνα ηχογράφησης του συνόλου των εκκλησιαστικών μελών της περιόδου της Τουρκοκρατίας, από τους εν ζωή ακόμη μέγιστους ιεροψάλτες. Είναι έτοιμα εκατόν είκοσι cd (!), από τα οποία ήδη κυκλοφορούν παραπάνω από τα μισά.

Υπακούοντας, βέβαια, στο απίστευτο νεοελληνικό παράδοξο, ο μέγιστος αυτός επιστήμονας βρίσκεται εκτός Πανεπιστημίου... Ο ίδιος αναφέρεται υπερήφανα σε Ιδιωτική Οδό για την οποία δεν μετανοιώνει, για διαφορετικό τρόπο αντίληψης του κόσμου και των αξιών του. Για τον χρόνο του, που ο ίδιος ορίζει έτσι. Και για το χωριό του στην Κω, το Ασφενδιού, που με τη δική του φροντίδα κι αυτό ανέστη εκ νεκρών, ξαναμπήκε κι αυτό στον χάρτη της μουσικής και όχι μόνο:

***


-Κύριε Χατζηγιακουμή, από πού να ξεκινήσουμε; Να ξεκινήσουμε άραγε πρώτα από την κύρια ιδιότητά σας, την ιδιότητα του Φιλολόγου και του Νεοελληνιστή;

-Μάλιστα. Του κλασικού φιλολόγου με τις προπτυχιακές σπουδές και του νεοελληνιστή με τις μεταπτυχιακές, και οι δύο στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν η πρώτη φορά τότε, το 1964-1966, που καθιερώνονταν, με υποτροφίες μέσω του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, μεταπτυχιακά στο Εσωτερικό με στόχο την εκπόνηση Διδακτορικής διατριβής.

-Μιλάμε, προφανώς, για την εποχή που εκπονήσατε την περίφημη διατριβή σας «Νεοελληνικές Πηγές του Σολωμού»...

-Ακριβώς. Η έρευνα και η συγγραφή της διατριβής πραγματοποιήθηκε περίπου σε 18 μήνες και στηρίχθηκε στα “Αυτόγραφα”, δηλαδή στα ίδια τα Χειρόγραφα του Σολωμού που είχαν μόλις τότε, το 1964 δηλαδή, δημοσιευθεί φωτοτυπικά από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τα στοιχεία της έρευνας ήταν αποκαλυπτικά. Αποδείχθηκε απροσδόκητα ότι ο Σολωμός είχε μελετήσει, και χρησιμοποιήσει δημιουργικά στο Έργο του, όλη την μέχρι τότε εθνική λαϊκή λογοτεχνία, πολύ πριν αυτή αναγνωρισθεί και ενταχθεί στην επίσημη Γραμματεία μας: παλαιά Μεσαιωνικά κείμενα -είχε μελετήσει ακόμη και τον Διγενή Ακρίτα-, την Κρητική λογοτεχνία, κυρίως τον Ερωτόκριτο, και φυσικά τη Δημοτική ποίηση. Στην πραγματικότητα, η διατριβή διερευνούσε το ακανθώδες εκφραστικό πρόβλημα του Σολωμού και αποδείκνυε γιατί έπρεπε να θεωρείται πραγματικός Εθνικός ποιητής.

-Γι’ αυτό και αποτελεί τομή στη Σολωμική βιβλιογραφία. Ο αντίκτυπός της υπήρξε, απ’ όσο ξέρω, πολύ μεγάλος.

-Η πρώτη μεγάλη εντύπωση δημιουργήθηκε στην ίδια τη Φιλοσοφική Σχολή. Στη συνεδρία της για την έγκριση, στις 4 Μαρτίου 1967, ενάμισυ μόλις μήνα πριν τη Δικτατορία, πέρα από τα ασυνήθιστα εγκώμια, η Σχολή πήρε δύο αποφάσεις: να με σπουδάσει στο Εξωτερικό, όπως είχε κάνει παλαιότερα για τον Ιωάννη Συκουτρή, και να τυπώσει τη διατριβή το ίδιο το Πανεπιστήμιο -κάτι που αποφασιζόταν τότε για πρώτη φορά-, από το κληροδότημα Σοφίας Σαριπόλου. Έτσι εγκαινιάσθηκε η γνωστή “Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου”, η οποία αριθμεί σήμερα 100 τίτλους-διατριβές.

-Πραγματικά ασυνήθιστες και εντυπωσιακές αποφάσεις, ειδικά για τα χρόνια εκείνα.

-Μετά την έκδοση της διατριβής το 1968, ο αντίκτυπος υπήρξε εξίσου μεγάλος και στον ειδικό χώρο των νεοελληνιστών, των κριτικών, αλλά και των λογοτεχνών. Ακολούθησαν πάμπολες θετικές αντιδράσεις και κριτικές. Ο Σολωμός, βλέπετε, προκαλούσε ακόμη τότε μεγάλο ενδιαφέρον. Βρισκόμασταν άλλωστε στον απόηχο των εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του, στα 1957...



Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής με τον Αργύρη Μπακιρτζή στο Ideal
(φωτό: Σωτήρης Κακίσης)



-Η ενασχόλισή σας με ένα θέμα «ταμπού» όπως ο Σολωμός και σε ηλικία, αν δεν απατώμαι, μόλις 24 ετών ήταν ένα πραγματικό τόλμημα. Πώς το σχολιάζετε σήμερα;

-Οι δεσμοί μου με τον Σολωμό ήταν πολύ στενοί από πριν. Ως μαθητής είχα εκφωνήσει στο Γυμνάσιο, στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο της Κω, τον επίσημο πανηγυρικό για τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Ως φοιτητής τον διάβαζα συνέχεια, ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους μου ποιητές, ήξερα όλα σχεδόν τα ποιήματά του απέξω. Ωστόσο η αφορμή για τη διατριβή δόθηκε από συγκεκριμένο περιστατικό. Διαβάζοντας κάποια στιγμή τον «Ερωτόκριτο», τον Νοέμβριο του 1964 θυμάμαι, σχημάτισα με διάφορες λέξεις από ένα χωρίο του τον στίχο “στα μάτια και στο πρόσωπο θωρούνται οι λογισμοί τους”, ο οποίος παρέπεμπε κατευθείαν στον γνωστό στίχο από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους “στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους”. Υπήρχε ωστόσο μια βασική διαφορά, οι λέξεις “λογισμοί - στοχασμοί”. Φαντάζεσθε την έκπληξή μου, όταν ανακάλυψα στα “Αυτόγραφα” ότι η αρχική μορφή του στίχου ήταν “φαίνοντ’ οι λογισμοί τους”;! Από κει και πέρα ο δρόμος ήταν ανοικτός, η πρόκληση μεγάλη, και η παρόρμηση ακατανίκητη.

-Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η διατριβή και ολοκληρώθηκε, όπως είπατε, περίπου σε 18 μήνες. Πάρα πολύ μικρό διάστημα. Πέστε μου, έχετε γράψει κάτι άλλο για τον Σολωμό;

-Τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1969, ένα μικρό μελέτημα 40 σελίδων με τίτλο “Σύγχρονα Σολωμικά Προβλήματα”. Είναι η συνέχεια, η συνθετική και θεωρητική επόπτευση. Θεωρήθηκε εξίσου σπουδαίο. Σ’ αυτό συνεξετάζονται τα κυριότερα σολωμικά προβλήματα, το εκδοτικό, της βιβλιογραφίας, των πηγών, της βιογραφίας και το ερμηνευτικό, και τα οποία εξακολουθούν ακόμη μέχρι σήμερα να παραμένουν χωρίς οριστική λύση. Το σημαντικότερο πάντως εδώ είναι ότι το μελέτημα αυτό γράφτηκε στη δημοτική. Μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στον δεύτερο χρόνο της δικτατορίας κι εγώ ήμουν ήδη στo Πανεπιστήμιο, στο Σπουδαστήριο της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιήθηκε αμέσως, μαζί με άλλα ουσιαστικά και βαθύτερα, για την αποπομπή μου, το Νοέμβριο του 1969...

-Από τη μια στιγμή στην άλλη; Πώς το αντιμετωπίσατε;

-Συνέβαιναν πολύ σκληρότερα τότε, από το να χάσει κανείς μια θέση και την προοπτική μιας καριέρας. Η συνέπεια έχει και συνέπειες. Οι ανατροπές πάντως γίνονται καμιά φορά αφορμή για σημαντικότερα πράγματα. Το 1970, τη χρονιά που ακολούθησε, συνέβησαν γεγονότα που καθόρισαν τον προσανατολισμό και τη δημιουργικότητα μιας δεκαετίας. Γράφεται και δημοσιεύεται η μελέτη μου για τον Παλαμά, προωθείται η έρευνα στα Δημώδη Μεσαιωνικά Κείμενα και αρχίζει η μεγάλη επίσης έρευνα των Μουσικών Χειρογράφων και της Εκκλησιαστικής Μουσικής γενικότερα. Είναι ακόμη η χρονιά της χορηγίας της Ford Foundation: ήμουν κι εγώ ανάμεσα στην πρώτη ομάδα που επιχορηγήθηκε, με Μαρωνίτη, Αναγνωστάκη, Σαχτούρη, και άλλους.

-Πλούσια χρονιά. Η θετική αντίδραση ασφαλώς στην απομάκρυνσή σας από το Πανεπιστήμιο. Ας δούμε όμως τα θέματα ξεχωριστά: κατ’ αρχήν ο Παλαμάς.

-Πρόκειται για μελέτη στην οποία ο Παλαμάς κρίνεται γενικότερα ως κριτικός, και ειδικότερα ως κριτικός του Σολωμού. Ο τόμος περιλαμβάνεται ανάμεσα στους πρώτους με τους οποίους εγκαινιάσθηκαν τότε οι γνωστές “Εκδόσεις Ερμής”. Το κεντρικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι, παρόλο που ο Παλαμάς επέβαλε τον Σολωμό στο εθνικό κοινό, ο ίδιος έμεινε ξένος στο ποιητικό του δίδαγμα. Αισθανόταν μεγάλη αμηχανία μπροστά στην αποσπασματικότητα του έργου του και στην ελλειπτικότητα του λυρικού του στοχασμού. Θεωρούσε άλλωστε, όπως ξέρετε, ανώτερο τον Βαλαωρίτη. Να σημειωθεί πάντως ότι ο Παλαμάς, ως ποιητής, αποτελεί το τέρμα μιας μεγάλης καμπύλης, ενώ ο Σολωμός την απαρχή μιας νέας. Με τη μελέτη αυτή κλείνει ένας συγκεκριμένος ερευνητικός κύκλος.

-Για δύο τόσο σπουδαία θέματα της νεώτερης λογοτεχνίας μας, όπως ο Σολωμός και ο Παλαμάς, και περνάτε πια στα Μεσαιωνικά, λογοτεχνικά Κείμενα. Ένα νέο σας τότε φιλολογικό ενδιαφέρον;

-Για την ακρίβεια επανακάμπτω. Γιατί η έρευνα στα Μεσαιωνικά Κείμενα είχε ήδη αρχίσει μόλις τελείωσε η διατριβή. Ετοίμαζα το θέμα, βλέπετε, για Υφηγεσία. Τα ποιητικά αυτά δημώδη κείμενα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της εθνικής μας Γραμματείας. Δεν έχουν μόνο γλωσσική, αλλά πολλά και αυτόνομη λογοτεχνική αξία. Ανήκουν στο ύστερο Βυζάντιο και σώζονται σε χειρόγραφα, τα περισσότερα από τα οποία χρονολογούνται στα αμέσως μετά την Άλωση χρόνια, στα χρόνια της Μεγάλης Σιωπής του Ελληνισμού, μιλάμε για το β¢ μισό 15ου και για τον 16ο αιώνα. Δυστυχώς, σχεδόν όλα σώζονται σε πεπαλαιωμένες και αναξιόπιστες εκδόσεις. Το κυριότερο πρόβλημα σ’ αυτά είναι η κριτική τους αποκατάσταση και η έγκυρη επανέκδοσή τους. Ένα καθήκον καθαρά φιλολογικό.

-Αυτό είναι το θέμα που διαπραγματεύεσθε στο βιβλίο σας «Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα»;

-Ναι. Το σηματοδοτεί άλλωστε και ο υπότιτλος “Συμβολή στη μελέτη και στην έκδοσή τους”. Ερευνήθηκε και γράφτηκε κατά διαστήματα, από το 1970 έως το 1977, χρονιά που δημοσιεύθηκε. Αναφέρεται σε τρία χαρακτηριστικά Κείμενα και καταλήγει, μέσω αυτών, σε πολύ χρήσιμα γενικά συμπεράσματα. Εξετάζονται, με απόλυτη αναλυτική μέθοδο, οι εκδόσεις, τα χειρόγραφα, σχολιάζονται δυσερμήνευτα χωρία, και προτείνονται πάμπολλες, και απροσδόκητες, διορθώσεις, όπως π.χ. ένα ακατανόητο “εξ αέρος” διορθώνεται σε “εξ ου έρως”, και πολλά άλλα παρόμοια.

-Εντυπωσιακή, για όποιον είναι και ελάχιστα υποψιασμένος, διόρθωση! Είπατε ότι το κυριότερο πρόβλημα είναι το εκδοτικό. Έχετε εκδώσει και κάποιο από αυτά τα κείμενα ή περιορισθήκατε μόνο στη θεωρητική προσέγγισή τους;

-Θα έπρεπε. Ήταν και στόχος και επιθυμία. Με ενδιέφερε κυρίως το σημαντικότερο, ο “Λίβιστρος”, το κύριο θέμα του βιβλίου και ένα από τα τρία δυσκολότερα εκδοτικά προβλήματα όλης γενικά της Νεοελληνικής Φιλολογίας, μια και τα άλλα δύο είναι ο “Διγενής Ακρίτας” και ο Σολωμός. Επρόκειτο να ετοιμάσω την έκδοση το 1973, κατά πρόταση  του καθηγητή Λίνου Πολίτη, στη Σειρά “Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη”, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ίδιος και ανάμεσα στους συνιδρυτές της Σειράς και ο Γιώργος Σεφέρης. Δυστυχώς η έκδοση δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους ανεξάρτητους από εμένα. Την είχε δεσμεύσει από παλιά για τον εαυτό του ο καθηγητής Μανούσος Μανούσακας, ο οποίος και δεν συγκατατέθηκε.

-Το βιβλίο αυτό είχε τον ίδιο αντίκτυπο με το βιβλίο για τον Σολωμό;

-Όχι. Το βιβλίο αυτό, εκτός από έναν μικρό κύκλο, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Οι σπουδές αυτές δεν ήταν τότε σε επικαιρότητα. Απεναντίας, η απήχησή του στους ειδικούς ερευνητές του Εξωτερικού ήταν, και παραμένει, πολύ μεγάλη. Σήμερα η αποδοχή του είναι γενική. Αναφέρεται σε μελέτες, σε Συνέδρια, πρόσφατα έχει διδαχθεί και σε Πανεπιστημιακά σεμινάρια. Το σπουδαιότερο -και ευχάριστο-, η χρηστική έκδοση του «Λίβιστρου», που ετοιμάζεται από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, υιοθετεί και στηρίζεται απολύτως στις προτάσεις και στα συμπεράσματα που διατυπώνονται εκεί.

-Εδώ ολοκληρώνεται η περιπέτεια με τα Μεσαιωνικά Κείμενα. Ταυτόχρονα όμως είχατε ξεκινήσει το 1970 και τη μεγάλη, όπως την ονομάσατε, έρευνα για τα Μουσικά Χειρόγραφα και την Εκκλησιαστική μουσική γενικότερα.

-Μεγάλη πράγματι σε έκταση και διάρκεια αφού κρατά μέχρι σήμερα, όμως θα έλεγα μεγάλη κυρίως σε σημασία. Η εκκλησιαστική και λειτουργική μουσική του Ελληνισμού είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς της καλλιτεχνικής και πνευματικής του έκφρασης. Ένας τομέας όμως εντελώς άγνωστος και παραμελημένος. Συνθέτες, μέλη, μουσικά είδη, όλα συγκροτούν ένα αποκαλυπτικό δημιουργικό πεδίο. Όχι μόνο για τη μεγάλη Βυζαντινή περίοδο, αλλά κυρίως για τα νεώτερα χρόνια, τα χρόνια της λεγόμενης, και τόσο διαβεβλημένης παλαιότερα, Τουρκοκρατίας. Υλικό που σώζεται σήμερα σε 7.000 περίπου μουσικά χειρόγραφα διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο και χρονολογημένα από τον 10ο αιώνα έως το 1820, χρονιά που δημοσιεύεται το πρώτο μουσικό βιβλίο και σε πολυάριθμα, στη συνέχεια, μουσικά έντυπα, από το 1820 κ.εξ. Και όλα αυτά πέρα από τη μεγάλη επίσης προφορική παράδοση...

-Προκαλεί πάντως εντύπωση η παράλληλη στροφή σας σε μια τόσο εξειδικευμένη έρευνα. Πώς έγινε αυτό;

-Η συγκυρία πρώτα της Δικτατορίας, με την ενδοστρέφεια, σε προσωπικό και συλλλογικό επίπεδο, που δημιούργησε, για να της αποδώσουμε και κάτι θετικό: ο ειδικός μουσικός οπλισμός έπειτα -Πτυχίο Βυζαντινής Μουσικής, Δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου, Πτυχίο Ευρωπαϊκής Μουσικής- και η ταυτόχρονη, και σπάνια, συγκυρία του συνδυασμού με τον φιλολογικό. Πάνω απ’ όλα, η πρόκληση κυρίως μιας περιπετειώδους πρωτογενούς έρευνας με τεράστιο, ανεξερεύνητο και τόσο σπουδαίο ιστορικό υλικό. Με άλλα λόγια, η πρόκληση για την ανακάλυψη ενός νέου και εξωτικού επιστημονικού κόσμου.

-Πλούσιος μουσικός οπλισμός κοντά στον φιλολογικό. Ασυνήθιστη πραγματικά συγκυρία. Και πώς ξεκίνησε η έρευνα;

-Θεωρητικά, με το προγραμματικό μελέτημα “Σπουδή και έρευνα της Εκκλησιαστικής μουσικής”, στο οποίο οριοθετούνταν η έρευνα και καθορίζονταν οι άμεσοι και οι μακροπρόθεσμοι στόχοι. Πρακτικά, με τη μικρή ενίσχυση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, που ανταποκρίθηκε σε σχετικό αίτημα, και με πολύτιμη συνεργάτιδα την κυρία Όλγα Γκράτζιου, καθηγήτρια σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ξεκίνησαν δύο παράλληλες δραστηριότητες. Η μία ήταν η βιβλιογράφηση των Εντύπων Μουσικών Βιβλίων της περιόδου 1820-1920, η οποία προωθήθηκε δυναμικά αργότερα, το 1987-1988, με ειδικό Ηλεκτρονικό Πρόγραμμα, κάτι πολύ πρωτοποριακό για τότε, και με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού, επί υπουργείας Μελίνας Μερκούρη. Η άλλη ήταν η μεγάλη, όπως την ονομάσαμε, έρευνα της επισήμανσης και της επιτόπιας αυτοψίας των μουσικών Χειρογράφων, πρώτος καρπός της οποίας υπήρξε το βιβλίο “Μουσικά Χειρόγραφα Τουρκοκρατίας”, που κυκλοφόρησε το 1975.

-Πρόκειται για το Βιβλίο, στο οποίο έχετε ως μότο έναν στίχο από το “Βρώμικο Ψωμί” του Σαββόπουλου;

-Καλά θυμάστε. Τον στίχο “σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί”, στη γνωστή παραλλαγή του. Παραπέμπει σε κάποιο προσωπικό βίωμα, αλλά και σε όλους τους μεγάλους εκκλησιαστικούς μουσικούς και συνθέτες που έμεναν αγνοημένοι και περιφρονημένοι. Πρόκειται για βιβλίο-κλειδί. Στο Α΄ Μέρος παρουσιάζονται, με ειδική πρότυπη και πρωτότυπη μέθοδο, 121 άγνωστα μουσικά χειρόγραφα. Στο Β΄ συγκροτείται ένας βασικός Κατάλογος Συνθετών (και Μελών), με έμφαση σ’ εκείνους της περιόδου 1453-1820, και με όλα τα μέχρι τότε στοιχεία για το Έργο τους, αντλημένα τα περισσότερα από τις αυτοψίες των Χειρογράφων. Σπουδαίο πρέπει να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείται και εδώ, πρώτη φορά σε τέτοιου είδους φιλολογικές –παλαιογραφικές- εργασίες, η δημοτική, με επινόηση και εφαρμογή συγκεκριμένης ορολογίας, η οποία και χρησιμοποιείται έκτοτε γενικότερα.



 Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής με τον Φώτη Μπατσίλα
(φωτό: Σωτήρης Κακίσης)



-Βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά της Μεταπολίτευσης, στα 1975... Δόθηκε η δυνατότητα τότε, σε όσους είχαν απομακρυνθεί από τα Πανεπιστήμια, να επιστρέψουν, και μάλιστα με ειδικά πλεονεκτήματα. Εσείς γιατί δε επιστρέψατε; Γιατί δεν βρίσκεστε σήμερα σε κάποιο Πανεπιστήμιο; Εκφράζω τώρα την απορία πολλών.

-Δεν επέστρεψα. Και δεν έχω υποβάλει ποτέ σε κανένα Πανεπιστήμιο καμιάν υποψηφιότητα. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτα, η εμπειρία της απομάκρυνσης. Πολύτιμη αρνητική εμπειρία. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα το σθένος, και τη διάθεση, να αντιμετωπίζω δόλιες καταστάσεις ανταγωνισμού και φθόνου. Να σκεφθείτε, όταν προκηρύχθηκε η Έδρα του Επίκουρου Καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1972, μια κι ο θεσμός των Επικούρων είναι θεσμός της δικτατορίας, μου τηλεφώνησε γνωστός Γλωσσολόγος για να αποτρέψει τυχόν υποψηφιότητά μου -ήμουν ο μόνος με Διδακτορικό στα Νέα Ελληνικά τότε-, λέγοντας ότι ήταν προαποφασισμένο να τον εκλέξουν. Και ότι, ακόμη και αν εκλεγόμουν ως ειδικός, δεν επρόκειτο να διορισθώ γιατί “ήταν γνωστό πως ήμουν αριστερών φρονημάτων” -ως “αριστεροί” χαρακτηρίζονταν, όπως ξέρετε, συλλήβδην όλοι οι αντίθετοι στο καθεστώς. Έτσι, δρομολογήθηκε σιγά-σιγά η απόφαση για ιδιώτευση και έρευνα. Πάντως και μετά τη
δικτατορία η λεγόμενη “αποχουντοποίηση” στα Πανεπιστήμια ήταν επιλεκτική. Αποκακρύνθηκαν μόνο οι κραυγαλέες περιπτώσεις. Τα υπόλοιπα εκεί έμειναν άθικτα, με γενικότερες συνέπειες μέχρι σήμερα. Τελικά, και παρά την επιμονή και την παρότρυνση αργότερα λαμπρών Πανεπιστημιακών συναδέλφων, του Γιώργου Σαββίδη, του Νίκου Παναγιωτάκη, του Ερατοσθένη Καψωμένου, να συμπεριληφθώ σε κάποιο από τα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης -ως διάδοχος του Λίνου Πολίτη-, Κρήτης, Ιωαννίνων, παρέμεινα εκτός. Είχε, βλέπετε, πια οριστικά εμπεδωθεί η «Ιδιωτική Οδός», για να θυμηθούμε λίγο και τον Ελύτη...

-Δεν προσανατολισθήκατε ποτέ για κάποια από τα Πανεπιστήμια του Εξωτερικού; Υπήρχαν και υπάρχουν τόσες Έδρες Νεοελληνικών Σπουδών.

Είναι αλήθεια ότι αμέσως μετά τη διατριβή για τον Σολωμό υπήρξαν προτάσεις για τα Πανεπιστήμιου του Leiden της Ολλανδίας για διάδοχος της Σοφίας Αντωνιάδου και του Σίδνεϋ της Αυστραλίας, στις οποίες δεν ανταποκρίθηκα. Δεν ήθελα να ζήσω μακριά από την Ελλάδα.

-Πολλοί πάντως υποστηρίζουν ότι η απουσία σας είναι μεγίστη απώλεια για το Πανεπιστήμιο. «Ιδιωτική Οδός» λοιπόν. Κι η συνέχεια;

-Την ερευνητική φαντάζομαι. Η συνέχεια είναι ένα πραγματικά μεγαλόπνοο Έργο. Την έκδοσή του είχεν αναλάβει από το 1973 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και για την ολοκλήρωσή του διατέθηκε μια δεκαετία η δεκαετία 1970-1980. Πρόκειται για ένα Έργο με οικουμενικό χαρακτήρα. Στηρίζεται στο πρωτογενές υλικό 5.000 περίπου μουσικών Χειρογράφων διάσπαρτων στις Βιβλιοθήκες όλου του κόσμου, ανάμεσά τους εκείνες του Αγ. Όρους με 2.500 χειρόγραφα και της Κύπρου, που ερευνήθηκαν όλες ευτυχώς λίγο πριν την Εισβολή. Και μόνο η προσπέλαση, και η φωτογράφηση, ενός τόσο εκτεταμένου υλικού, κάτω από συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, ειδικά για την εποχή, αποτελεί, ξέρετε, πραγματικό ερευνητικό άθλο.

-Αναμφίβολα άθλος, που απαιτούσε εκτός των άλλων αντοχή και τόλμη. Είναι ασφαλώς η μεγάλη Έκδοση που κυκλοφορησε το 1980 με τίτλο -

“Χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής 1453-1820, με χαρακτηριστικό υπότιτλο “Συμβολή στην έρευνα του Νέου Ελληνισμού» και μότο εδώ έναν μισό στίχο του Σολωμού: “πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πό’ χει ο νους”, ως ένσταση για την απαξίωση σε τέτοιες εργασίες και ως δηλωτικό της δημιουργικής πολυτροπίας του Ελληνισμού. Βιβλίο με χαρακτήρα ιστορικό, φιλολογικό, παλαιογραφικό και μουσικολογικό, πρέπει να θεωρείται, σήμερα κορυφαίο μέσα στη γενικότερη Εθνική βιβλιογραφία για την συνθετική του δομή και την πρωτοτυπία του. Επιβλητικό σε σχήμα και όγκο, με 500 σελίδες, περιλαμβάνει 254 έγχρωμα και ολοσέλιδα, φωτογραφικά δείγματα, τα περισσότερα αυτόγραφα των μεγάλων μουσικών της περιόδου. Ωστόσο, η καρδιά και οι πνεύμονες του βιβλίου είναι το τιτλοφορούμενο, στο Α΄ Μέρος, ως “Σχεδίασμα Ιστορίας”. Στηρίζεται αποκλειστικά στις πηγές, στην έρευνα των 5.000 χειρογράφων, και ιστορεί, συμπυκνωμένα και διαγραμματικά, την πολύτροπη μουσική δραστηριότητα από την Άλωση ως την Επανάσταση. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα μιας τέτοιας καταγραφής. Εκδόθηκε και αυτόνομα το 1999, υπό τον τίτλο “Η Εκκλησιαστική μουσική του Ελληνισμού μετά την Άλωση (1453-1820)”. Τα τελευταία χρόνια η μικρή αυτή έκδοση διδάσκεται ως χρηστικό εγχειρίδιο στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

-Η μεγάλη Έκδοση συνοδεύεται νομίζω, και από έναν Δίσκο βινυλίου.

-Ναι. Δίσκο βινυλίου φυσικά, μια και βρισκόμαστε στα 1980, στον οποίο ψάλλει ο Άρχων Πρωτοψάλτης Θρασύβουλος Στανίτσας, η άλλη μεγάλη φωνή του σύγχρονου Ελληνισμού. Εκτελεί μελη που του ζήτησα και που παρατίθενται στο βιβλίο, μερικά άγνωστα και άλλα με μακραίωνη ψαλτική παράδοση, ειδικά στον Πατριαρχικό ναό στο Φανάρι. Πρόκειται για ανεπανάληπτο ερμηνευτικό μνημείο στην καθόλου ιστορία της Εκκλησιαστκής μουσικής. Σήμερα πια, κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή. Είναι και ο μοναδικός δίσκος του Στανίτσα ως σολίστα στην επίσημη δισκογραφία. Να σημειωθεί πάντως ότι ο τότε υπεύθυνος της Τράπεζας δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ηχογράφηση, προτείνοντας μάλιστα να πει τα μέλη “-Κάνας άλλος, που δεν θα έπαιρνε και χρήματα”. Το αποτέλεσμα ήταν να ματαιωθεί, δυστυχώς, και ένας δεύτερος προγραμματισμένος δίσκος.

-Ακούγεται απίστευτο. Δεν νομίζω πάντως να ήταν θέμα μόνο άγνοιας. Εν πάση περιπτώσει ποιά ήταν η υποδοχή ενός τέτοιου βιβλίου;

-Στο τυπικό μέρος, αν εξαιρέσει κανείς δύο παρουσιάσεις σε εφημερίδες, της Καίτης Ρωμανού και του Στέφανου Βασιλειάδη, το βιβλίο δεν είχε την προβολή που του άξιζε. Ούτε καν η Τράπεζα δεν έκανε επίσημη παρουσίαση όπως σε όλες της τις εκδόσεις, για λόγους που αφορούν στον ίδιο υπεύθυνο. Παρόλ’ αυτά, το βιβλίο έχει αποκτήσει σήμερα μεγάλη διεισδυτικότητα. Με ένα τόσο πλούσιο και καλά οργανωμένο φωτογραφικο και ιστορικό υλικό χρησιμοποιείται έκτοτε παντού: σε συναυλίες, σε συνέδρια, σε δίσκους, προσφέρει θέματα και έτοιμο υλικό για διατριβές, μελέτες, άλλα σχετικά βιβλία, είτε το μνημονεύουν είτε, κατά την επιχώρια νεοελληνική συνήθεια ειδικά στο χώρο αυτόν, το αποσιωπούν εντελώς. Ωστόσο, ο ακραιφνής επιστημονικός του χαρακτήρας και το βαθύτερο πνεύμα του μένουν ακόμη ξένα. Δυστυχώς, τις σπουδές αυτές υπηρετούν σήμερα εδώ άνθρωποι οι οποίοι ανήκουν σ’ έναν συγκεκριμένο θεολογικό-εκκλησιαστικό χώρο, και των οποίων το ιδεολογικό στίγμα και η μεθοδολογία ανήκουν στις αρχές του 20ού αιώνα.

-Τέτοιας εμβέλειας βιβλίο έχει βγει παράλληλα και σε κάποια ξενόγλωσση έκδοση;

-Όχι. Αν και δεν ήταν μόνο μια πάγια πρακτική, αλλά και ρητή συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας για αγγλική έκδοση, θα έλεγα και ηθική, καθώς δεν είχα επιπλέον καμιάν υλική αμοιβή  -είχα παραιτηθεί από την αρχή από κάτι τέτοιο. Και μάλιστα, παρά τη δικαστική συνδρομή που ζητήθηκε. Φαίνεται λίγο αστείο, και περίεργο: να επιστρατεύεται ολόκληρος ο νομικός μηχανισμός της Τράπεζας, και άλλα αλληλέγγυα πρόσωπα δικά της, εναντίον της αγγλικής έκδοσης ενός βιβλίου. Τέτοιες ενέργειες και αποφάσεις, έστω και για τυπικούς λόγους, απαξιώνουν το γενικότερο αίσθημα ηθικής και δικαίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πλήττουν επιπλέον τη διεθνή προβολή του εθνικού πολιτισμού. Για μένα πάντως είναι υπεραρκετό το ότι έγραψα ένα τέτοιο βιβλίο, και μάλιστα στα ελληνικά. Και αποδέχομαι το τίμημα, επειδή αντιστάθηκα με πείσμα σε συγκεκριμένες ιδιοτελείς σκοπιμότητες οι οποίες, στο όνομα δήθεν της Τράπεζας, παραβίαζαν αρχές και υπονόμευαν σταθερά τα συμφέροντα του βιβλίου. Και επειδή αρνήθηκα στις αρχές του ’70 πρόταση να αναλάβει το Πανεπιστήμιο του Princeton απευθείας το βιβλίο σε αγγλική έκδοση.

-Εντυπωσιάζει πράγματι η συμπεριφορά αυτή της Εθνικής Τράπεζας. Όπως το είπατε, η έλλειψη αγγλικής έκδοσης ενός τέτοιου βιβλίου αποτελεί πλήγμα στη διεθνή προβολή του Ελληνισμού. Εσείς, μετά το βιβλίο αυτό συνεχίσατε στον τομέα της εκκλησιαστικής μουσικής;

-Με την ολοκλήρωση του βιβλίου γεννήθηκε μια άλλη ιδέα, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και καθοριστική. Πρόκειται για την Ηχογράφηση των εκκλησιαστικών μελών από μεγάλους παραδοσιακούς ψάλτες. Από το γραπτό μνημείο στο ζωντανό, στον Ήχο, που είναι και ο τελικός στόχος, το “επιγένημα”. Η ιδέα γεννήθηκε κατά την ηχογράφηση του δίσκου του βιβλίου από τον Θρασύβουλο Στανίτσα, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο  του 1980. Η εντύπωση από το άκουσμα ενός ειδικού μέλους, ενός Καλοφωνικού Ειρμού του Πέτρου Μπερεκέτη (τέλος 17ου – αρχές 18ου αιώνα) υπήρξε πολύ μεγάλη. Έγινε τότε αμέσως συνείδηση ότι παρόμοια μέλη έπρεπε να εκτελεσθούν, όσο ήταν ακόμη καιρός, από ψάλτες όπως ο Άρχοντας Θρασύβουλος Στανίτσας, οι οποίοι είχαν από παράδοση γνώση του αναγκαίου τρόπου και του αναγκαίου ύφους για να αποδοθεί η ουσία και ο χαρακτήρας της μεγάλης αυτής μουσικής τέχνης. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα ενός μακρόχρονου ηχογραφικού εκδοτικού Προγράμματος, του οποίου η περιπέτεια συνεχίζεται μέχρι σήμερα...



 Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής με τον Γιώργο Πανουσόπουλο
(φωτό: Σωτήρης Κακίσης)



-Και το Πρόγραμμα αυτό των ηχογραφήσεων ξεκίνησε αμέσως τότε, το 1980;

-Όχι. Οι ηχογραφήσεις των μελών ξεκίνησαν τρία χρόνια αργότερα, το 1983, μόλις έγινε δυνατό να εξασφαλισθούν τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα. Επιδίωξη ήταν το Πρόγραμμα να υλοποιηθεί μέσω ενός εθνικού οργανισμού και με εθνική χρηματοδότηση, όπως απαιτούν τέτοιας εθνικής εμβέλειας έργα. Έτσι, οι ηχογραφήσεις άρχισαν με την υιοθέτηση του Προγράμματος από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και με τη μικρή και πάλι ενίσχυσή του για μια διετία (1983-1985) και συνεχίσθηκαν (1985-1992) με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας του Υπουργείου Έρευνας και Τεχνολογίας, μέσω πάντοτε του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, με απόφαση του τότε υπουργού Αναστασίου Πεπονή το 1988, και με αναδρομική ισχύ. Η εθνική χρηματοδότηση διακόπηκε δυστυχώς το 1992 με την τότε κυβερνητική αλλαγή. Το έργο όμως βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και, το σπουδαιότερο, οι μεγάλοι παραδοσιακοί ψάλτες έφευγαν σιγά-σιγά από τη ζωή. Έτσι το Πρόγραμμα συνεχίσθηκε το 1992-2000 με ίδια αποκλειστικά μέσα. Σήμερα πια,  από το 2000 και εξής, οι ηχογραφήσεις πραγματοποιούνται μέσω του μη κερδοσκοπικού “Κέντρου Ερευνών και Εκδόσεων”.

-Και γιατί δεν επανήλθατε αργότερα; Θα έπρεπε να επιμείνετε.

-Να σας πω: η εμπειρία της εποχής ήταν εντελώς αρνητική. Καταρχήν επανειλημμένα αιτήματα προς το Υπουργείο Πολιτισμού να συνδράμει την έκδοση των πρώτων ήδη έτοιμων CD έμειναν όλα αναπάντητα. Απορρίφθηκε επίσης ένα πρωτογενές και πρωτοποριακό Πρόγραμμα, το οποίο είχεν υποβληθεί από το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στο τότε -1994- γνωστό Πακέτο Ντελόρ, και το οποίο προέβλεπε την παρουσίαση και την ηλεκτρονική αποτύπωση του συνόλου των 7.000 περίπου Μουσικών Χειρογράφων που σώζονται. Απορρίφθηκε μάλιστα με αιτιολογικό προσχηματικό και καθόλου σύννομο: ότι δηλαδή το μη κερδοσκοπικό Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων “δεν είχε προηγούμενη δραστηριότητα”, μια κι είχε ιδρυθεί μόλις τότε, προϋπόθεση πάντως που δεν προβλεπόταν ούτε στον Κανονισμό ούτε στην Προκήρυξη. Και παρόλο που το Πρόγραμμα πέρασε κανονικά την τυπική ελεγκτική διαδικασία και αξιολογήθηκε με την ανώτατη βαθμολογική κλίμακα (Α). Δυστυχώς, η έντονη προσωπική μου διαμαρτυρία προς τον τότε αρμόδιο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Έρευνας και Τεχνολογίας, και μετέπειτα υπουργό, Νίκο Χριστοδουλάκη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Να σημειωθεί ότι το Έργο αυτό, το οποίο είχεν αρχίσει να υλοποιείται από το 1990, όταν (και εάν) ολοκληρωθεί κάποτε, θα αποκαλύψει, με την προβλεπόμενη έντυπη μορφή των 50 τόμων και τα πολλά ηλεκτρονικά αρχεία, έναν τεράστιο, άγνωστο και μοναδικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό πλούτο του σύνολου Ορθόδοξου Ελληνισμού.

-Διαπιστώνει κανείς σ’ αυτά που λέτε όχι απογοήτευση, μάλλον οργή, ακόμη και τώρα.

-Ακριβώς. Αλλά δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό. Γιατί την ίδια εποχή, από το 1992 ως το 1997, επέστρεψα σε μια μεγάλη φιλολογική μου αγάπη, τον Όμηρο, αρχίζοντας να μεταφράζω την Οδύσσεια. Ήταν ένα απόλυτο καταφύγιο, μια μοναδική, ανεπανάληπτη εμπειρία και ικανοποίηση. Στο διάστημα αυτό μεταφράσθηκαν οι 8 πρώτες Ραψωδίες (α-θ) και ήδη αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό έκδοση, ως δοκιμή, η Ραψωδία ε, με Εισαγωγή, Σχόλια, και μικρό Χρονικό για την ειδική προσωπική σχέση με το μοναδικό αυτό Κείμενο. Είναι μια άλλη απόπειρα απόδοσης σε νεοελληνικό Ήχο και Λόγο, διαφορετική από άλλες σύγχρονες, ακόμη και σε επιμέρους νοηματικά μεταφραστικά ζητήματα.

-Ευχάριστη πολύ έκπληξη αυτή σας η παρέκβαση. Ας επιστρέψουμε όμως στις ηχογραφήσεις. Πώς τελικά άρχισε η έκδοση του υλικού;

-Με εθνική χρηματοδότηση, όπως ήταν η επιδίωξη. Από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και τμηματικά από το 1998 ως το 2004, με αποφάσεις του τότε Υφυπουργού Χρήστου Πάχτα και τη θερμή υποστήριξη του φίλου καθηγητή Γιώργου Παπαδημητρίου. Δυστυχώς και εδώ, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος δεν διευκόλυνε καν να φτάσει η εγκεκριμένη χρηματοδότηση μέσω του καθ’ ύλην Υπουργείου του όπως προέβλεπε ο νόμος στον εκδοτικό φορέα. Μου έκανε μάλιστα μεγάλη εντύπωση, σε σχετική προσωπική μας συνάντηση, η εντελώς αρνητική και απαξιωτική του στάση. Ευτυχώς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας βρήκε σύντομα και τον τρόπο για την απευθείας χρηματοδότηση. Βέβαια, ο κ. Βενιζέλος, όταν είδε τα πρώτα Σώματα των CD να κυκλοφορούν, αναγνώρισε δημόσια το λάθος του. Αναγνωρίζει κανείς την ανανγώριση του λάθους, αλλά “εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια”.

-Νομίζω ότι βρισκόμαστε πια στο σημείο να μιλήσετε για την ουσία, τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του ηχογραφημένου έργου.

-Όλο το ηχογραφημένο υλικό είναι καταταγμένο σε δύο Σειρές. Η πρώτη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής”, είναι η καθαυτό ιστορική και φιλολογική Σειρά. Χωρίζεται σε Επτά ειδολογικά Σώματα και περιλαμβάνει αποκλειστικά ιστορικά μέλη της νεώτερης εποχής (κυρίως 16ος-19ος αιώνας), είτε με μεγάλη και ζωντανή ακόμη ψαλτική παράδοση, είτε άγνωστα και παραμελημένα, πολλά και εντελώς ανέκδοτα. Ορισμένα από τα μέλη αυτά θα πρέπει να θεωρούνται σήμερα αριστουργήματα όχι μόνο της Εκκλησιαστικής, αλλά και της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας. Η δεύτερη, με τον ενδεικτικό τίτλο “Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής”, είναι Σειρά χωρίς συγκεκριμένο ειδολογικό ή χρονικό προσδιορισμό, και περιλαμβάνει μέλη που είναι επίκαιρα στη σύγχρονη λειτουργική πράξη. Και στις δύο αυτές Σειρές έχει συγκροτηθεί μέχρι στιγμής ένα μεγάλο ηχογραφημένο Αρχείο με περισσότερους από 120 ψηφιακούς δίσκους (CD), άλλους ήδη στην κυκλοφορία και άλλους έτοιμους προς έκδοση. Να προσθέσουμε εδώ ότι υπάρχει προγραμματισμένη από παλιά και μια τρίτη Σειρά, αρχειακή αυτή, με τον ενδεικτικό τίτλο  “Αρχείον Εκκλησιαστικής Μουσικής”, η οποία  ετοιμάζεται να εγκαινιασθεί με το μεγάλο Πατριαρχικό Μουσικό Αρχείο από ζωντανές ηχογραφήσεις των ετών 1958-1978 στον Πατριαρχικό ναό και σε άλλους μεγάλους ναούς της Κωνσταντινούπολης.

-Και ποιοί εκτελούν τα μέλη αυτά στις δύο πρώτες Σειρές; Είπατε ότι, πέρα από τα μέλη, ήταν το δεύτερο ζητούμενο.

-Όλοι οι μεγάλοι σύγχρονοι παραδοσιακοί ψάλτες, πολλοί από τους οποίους δεν υπάρχουν πια. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι οι άνθρωποι αυτοί πείσθηκαν, και αποφάσισαν, να συμμετάσχουν σε ένα έργο εξαιρετικά κοπιώδες, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η μεγάλη συχνά ηλικία τους, και το οποίο σαφώς παραπέμπει για μετά από αυτούς. Είπαμε, όλοι οι μεγάλοι: ο Άρχων Πρωτοψάλτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Θρασύβουλος Στανίτσας, ο ανεπανάληπτος Αγιορείτης μοναχός πατήρ Διονύσιος Φιρφιρής, ο πρωτοψάλτης Χίου και Αθηνών Λεωνίδας Σφήκας, ο πρωτοψάλτης Καβάλας Ματθαίος Τσαμκιράνης, ο Άρχων Λαμπαδάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Βασίλειος Εμμανουηλίδης, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος επίσης τους Οικουμενικού Πατριαρχείου πατήρ Γεώργιος Τσέτσης, ο Γέρων Λαυριώτης και Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, ορισμένοι Αγιορείτες μοναχοί της παλαιότερης γενιάς, ο πατήρ Δανιήλ, ο πατήρ Ακάκιος, ο πατήρ Κυπριανός, ο πατήρ Θωμάς, και ορισμένοι της νεώτερης, οι πατέρες Αντίπας, Αμφιλόχιος, Φιλόθεος, Ιωσήφ, και πλειάδα άλλων. Όλοι ψάλτες, οι οποίοι διατηρούν, πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, ύφος και τεχνική χωρίς σύγχρονες επιρροές ή επικαλύψεις και οι οποίοι υπηρετούν λαμπρά την ιστορική ερμηνεία. Από την άποψη αυτή, και μόνο η ηχογράφησή τους πρέπει να θεωρηθεί, αυτόνομα, ως σπουδαιότατο γεγονός.

-Και πόσοι από τους 120 ψηφιακούς δίσκους (CD) που αναφέρατε παραπάνω κυκλοφορούν ήδη;

-Συνολικά 45 και άλλοι 25 που έχουν τυπωθεί ή τυπώνονται και θα κυκλοφορήσουν σύντομα. Κυκλοφορούν αυτόνομα, κατά θέματα, αλλά και σε ενιαία Σώματα-Κασετίνες. Από τη Σειρά “Μνημεία” κυκλοφορούν: οι “Ανθολογίες” σε 10 CD, οι οποίες περιέχουν ενδεικτικά, επιλεγμένα μέλη και από τα Επτά ειδολογικά Σώματα· τα “Οκτάηχα” (22 CD) με εκτενείς, εξαιρετικά έντεχνες συνθέσεις, όπως π.χ. το αριστουργηματικό Ψάλλοντές σου τον τόκον του Πέτρου Μπερεκέτη από τα τέλη του 17ου – αρχές 18ου αιώνα, μια μεγάλη στην ουσία φωνητική συμφωνία, μια και  διαρκεί 2 ώρες και 18 λεπτά! Οι “Καλοφωνικοί Ειρμοί” έπειτα, σε 14  CD, ήδη έτοιμοι για κυκλοφορία, ειδικά μέλη της Τουρκοκρατίας με λαϊκότροπο χαρακτήρα και ύφος. Από τη Σειρά “Σύμμεικτα” κυκλοφορεί το Α΄ Μέρος (10 CD) και είναι ήδη έτοιμο το Β΄ (12 CD) αποκλειστικά με Αγιορείτες ψάλτες της παλαιότερης γενιάς και εκτενές εισαγωγικό κείμενο για την εκκλησιαστική μουσική στο Άγιον Όρος από την Άλωση ως τον Εικοστό αιώνα. Και όλα αυτά με ένθετα, πολυσέλιδα βιβλία, όπου τα μουσικά κείμενα, και όλα τα αναγκαία ιστορικά, φιλολογικά, και μουσικολογικά δεδομένα (αναλύσεις, βιογραφήματα, πλούσιο φωτογραφικό υλικό), δεδομένα τα οποία στοιχειοθετούν τον ακραιφνή φιλολογικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκδόσεων.

-Πέρα από το φιλολογικό χαρακτήρα, πρέπει κανείς να εξάρει εδώ και την υψηλή ηχητική και εικαστική ποιότητα.

-Σας ευχαριστώ που το επισημαίνετε. Καταρχήν, όλες οι ηχογραφήσεις έχουν γίνει σε επαγγελματικές ηχοληπτικές αίθουσες. Ο τελικός επεξεργασμένος ήχος είναι πλούσιος και φυσικός, χωρίς τη συνηθισμένη τεχνητή αίσθηση του ναού, έτσι που να ενισχύεται και ηχητικά ο πνευματικός και υπερβατικός χαρακτήρας της μουσικής αυτή τέχνης. Η εικαστική εμφάνιση είναι επίσης έξω από τα γνωστά εκκλησιαστικά στερεότυπα, αυστηρή και λιτή, θα έλεγα κατά βάση χρωματική, έτσι που να υποστηρίζεται και εδώ η αναγκαία υψηλή ποιότητα. Και στους δύο αυτούς τομείς, πρέπει να πω, έχω την καλή τύχη να έχω λαμπρούς συνεργάτες, οι οποίοι δεν υλοποιούν μόνο συγκεκριμένες ιδέες, αλλά βοηθούν και σε πάρα πολλά με την πρόθεση και το ταλέντο τους.




Μανόλης Χατζηγιακουμής
(φωτό: Σωτήρης Κακίσης)



-Δίκαιη λοιπόν η βράβευση της Ακαδημίας Αθηνών για ένα τόσο σπουδαίο έργο. Νομίζω βραβεύθηκε πέρυσι, το 2005.

«Μάλιστα, πέρισυ, την ίδια εποχή. Έχει απονεμηθεί ειδικό βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και για τις δύο “εθνικής σημασίας μουσικοφιλολογικές Σειρές”, όπως τις χαρακτηρίζει, “Μνημεία” και “Σύμμεικτα”. Είναι πράγματι μια υψηλή τιμητική διάκριση. Και όπως δήλωσα και κατά τη βράβευση, αποτελεί πρώτιστα αναγνώριση του ειδκού αυτού πνευματικού και καλλιτεχνικού τομέα του Ελληνισμού, των μεγάλων και άγνωστων εκκλησιαστικών συνθετών, και κυρίως των μεγάλων παραδοσιακών ψαλτών και των λοιπών άξιων συντελεστών. Και να προσθέσω ότι: το πλούσιο ρεπερτόριο, οι παραδοσιακοί ψάλτες, η φιλολογική δομή, η ιστορική τεκμηρίωση, η ηχητική ποιότητα, η άρτια εμφάνιση, επιπλέον ο μη κεροδοσκοπικός χαρακτήρας και η στήριξη της Πολιτείας, όλα αυτά προσδίδουν πράγματι στις Σειρές “Μνημεία” και “Σύμμεικτα” τα χαρακτηριστικά Εθνικής Έκδοσης...

-Ποιά είναι η θέση της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι σ’ ένα Έργο τόσο μεγάλο σε όγκο και σπουδαιότητα. Ανήκει, αν δεν κάω λάθος, σε χώρο που τον θεωρεί δικό της...

-Ο τομέας της Μουσικής, και της Εκκλησιαστικής, ανήκει σε όλους, είναι τμήμα του Εθνικού πολιτισμού. Από την επίσημη Εκκλησία πάντως δεν υπήρξε καμιά υποστήριξη. Εμείς, ωστόσο, καταθέσαμε τα πρώτα Σώματα του Έργου στην Ιερά Σύνοδο, έστω και χωρίς καμιάν απάντηση. Η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία, μετά τη βράβευση της Ακαδημίας Αθηνών, ενδιαφέρθηκε και για δική της βράβευση προς το πρόσωπό μου, για την αποδοχή της οποίας όμως δεν βρήκα κανέναν ουσιαστικό λόγο. Άλλωστε, η παρούσα Διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό άλλην θεσμική ιδιότητα το 1973 προσπάθησε, με ανεπίτρεπτη επίσημη επιστολή, να διαβάλει τις έρευνες αυτές στο αρχικό τους στάδιο, και ειδικά να ματαιώσει τη μεγάλη Έκδοση της Εθνικής Τράπεζας.

-Απίστευτο αυτό που λέτε. Πρώτη η Εκκλησία θα έπρεπε να υποστηρίξει ένα παρόμοιο Έργο. Θα ήθελα ωστόσο να να ερωτήσω εάν έχει γίνει κάποια επίσημη παρουσίαση. Είναι θεσμός πια σήμερα οι παρουσιάσεις, καμιά φορά και για εντελώς ανάξια λόγου πράγματα.

-Δεν έχει γίνει. Προγραμματίζεται όμως για τον χρόνο που έρχεται, για το 2007. Πρόκειται για ένα Έργο που έχει ήδη μεγάλον όγκο πίσω του - μην  ξαναπούμε ότι κυκλοφορούν 45 CD και άλλα 25 σύντομα-, αλλά και πολύ μεγαλύτερο μπροστά του. Ένα τόσο σπουδαίο, και άγνωστο, τμήμα του Εθνικού πολιτισμού αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστό. Δεν ενδιαφέρει απλά ένας πανηγυρισμός. Θα γίνει μάλιστα υπό την επίσημη παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η απάντησή του είναι ήδη θετική. Πολλοί εκτελεστές στο Έργο είναι ψάλτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άλλοι από τη Βόρεια Ελλάδα και το Άγιον Όρος, περιοχές που υπάγονται πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και εγώ από την Κω, εκκλησιαστική επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου...

-Στο σημείο αυτό, μια και αναφέρατε την Κω, θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο και το περίφημο Χωριό σας.

-Το περίφημο Χωριό “μου”, το Ασφενδιού, ήταν ένα παλιό αγροτικό χωριό, το πλουσιότερο και μεγαλύτερο κάποτε της Κω, και όλης γενικά της Δωδεκανήσου. Και εγώ θα ήθελα να μιλήσουμε για τη δραστηριότητα και την παρέμβασή μου εκεί. Θα προτιμούσα όμως να το αφήσουμε για μιαν άλλη συνάντησή μας. Εδώ να πούμε μόνο ότι έχω έτοιμο για δημοσίευση ένα πάρα πολύ σημαντικό βιβλίο για το Ασφενδιού, με πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό των ετών 1979-1982, πλήρεις αποτυπώσεις, και εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, μικρό δείγμα του οποίου έχει ήδη προδημοσιευθεί το 2002. Με την ευκαιρία να πούμε ότι έχω επίσης έτοιμη για δημοσίευση μια σπάνιας σημασίας Συλλογή 14 CD, με εκτενές ειδικό βιβλίο, για την μουσική παράδοση της Κω. Είναι μια προσωπική ηχογραφημένη καταγραφή που έγινε εδώ και σαράντα χρόνια, από το 1963 ως το 1968. Περιλαμβάνει σκοπούς και τραγούδια, του γάμου, μοιρολόγια, κάλαντα και θρήνους, σατυρικά, αποκριάτικα, παιδικά, στιχοπλακιές, άσματα αφηγηματικά, τον Ερωτόκριτο, και καλύπτει γεωγραφικά όλο το νησί. Πρόκειται για καθαρά φωνητικό υλικό -ένα CD μόνο είναι με οργανικά-, ανυπολόγιστης σήμερα σημασίας που παραπέμπει σε μεγάλο βάθος χρόνου, ως το ύστερο Βυζάντιο. Και τα δύο αυτά Έργα, το βιβλίο για το Ασφενδιού και η Μουσική Συλλογή, αποτελούν δύο μοναδικά πολιτιστικά μνημεία για την Κω, με ευρύτερη, όχι μόνο εθνική, αλλά θα έλεγα και υπερεθνική, σημασία.

-Όλος αυτός ο ιχνηλατικός ερευνητικός μόχθος, αλλά και ο συγγραφικός, παράλληλα, σκέφτομαι, με μια αδιάκοπη διδακτική δραστηριότητα.

-Αδιάκοπη. Σαράντα ακριβώς χρόνια, από το 1966 ως σήμερα, στρατευμένος στην ιδιωτική εκπαίδευση -η “Ιδιωτική Οδός” πάλι, που λέγαμε, ειδικότερα στη φροντιστηριακή, στην τόσο διαβεβλημένη σήμερα “παραπαιδεία”. Περιορισμένα στην αρχή, συστηματικά αργότερα, όταν έγινε η κύρια επαγγελματική μου απασχόληση. Ένα πεδίο επίσης, εξίσου σημαντικό, βαθειάς ικανοποίησης και δημιουργικότητας. Η χαρά να βοηθά κανείς τους νέους σε μια τόσο κρίσιμη, ειδικά για τη νεοελληνική πραγματικότητα, καμπή της ζωής τους, να τους χειραγωγεί ναι να τους πειθαρχεί στη γνώση, να τους οδηγεί στα μυστικά των κλασικών κειμένων, να τους εμπνέει την αγάπη για το πολυτιμότερο αγαθό, τη μόρφωση. Ταυτόχρονα, όμως και η χαρά να αντλεί κανείς πολλά, πάρα πολλά από αυτούς. Χιλιάδες μαθητές, όλοι σε σπουδαίες θέσεις σήμερα, ασφαλώς και αύριο, πολλοί σε διακεκριμένες, οι οποίοι επιδεικνύουν παντού συγκεκριμένο ήθος και συμπεριφορά. Αξίζει να τους συγχαρεί κανείς για το μήνυμα που εκπέμπουν.

-Με την τελευταία αυτή ιδιότητά σας, θα ήθελα  να σας κάνω μια τελευταία, επίκαιρη πολύ, νομίζω, ερώτηση: πώς βλέπετε τα πράγματα στην Παιδεία σήμερα;

-Στον γενικότερο χώρο, με αισιοδοξία. Ο τόπος αυτός έχει μεγάλη ροπή στη μάθηση. Η παιδεία σήμερα έχει κατακτήσει ευρύτερα στρώματα και επιπλέον περιοχές που κάποτε ήταν εντελώς απαξιωμένες. Δέστε την καλλιτεχνική παιδεία: Κινηματογράφος, Θέατρο, Χορός, Μουσική, παντού ένας πλούσιος δημιουργικός οργασμός. Επίσης, και λογοτεχνικός οργασμός. Όπως πάντα, πολλή Ποίηση και τώρα, όπως είναι φυσικό, και πολλή Πεζογραφία. Ακόμη Εκδόσεις, Εκθέσεις, δραστηριότητες. Από μια τέτοια πλούσια δραστηριότητα αναδύεται ευκολότερα το ποιοτικό. Και όλα αυτά σκευή σήμερα πολλών, όχι μόνο ενός μικρού αριθμού καλλιτεχνών και διανοουμένων. Στο συγκεκριμένο τώρα θέμα της Εκπαίδευσης: και εδώ είναι θέμα γενικότερο της νεοελληνικής Κοινωνίας, και της Πολιτείας που την εκπροσωπεί. Να προσανατολίσει σε στόχους λιγότερο υλικούς, αποκλειστικά επαγγελματικούς, και περισσότερο σε ουσιαστικούς, βαθύτερα μορφωτικούς. Σκοπός της Παιδείας δεν είναι μόνο να δημιουργεί ικανούς επαγγελματίες, οι οποίοι θα συνδεθούν άριστα με την παραγωγή, αλλά, το σπουδαιότερο, να κάνει ικανούς τους νέους να σκέφτονται το σωστό και να αισθάνονται το ωραίο, γενικότερα, να τους εμπνεύσει έφεση και αγάπη για το αγαθό της πνευματικής και ψυχικής καλλιέργειας. Και γι’ αυτά όλα χρειαζόμαστε πραγματικούς Δασκάλους. Πραγματικούς δασκάλους σε όλες τις διδακτικές βαθμίδες, κυρίως όμως στην Ανώτατη για τον καθοδηγητικό και τον παραδειγματικό της χαρακτήρα. Αυτή, νομίζω, πρέπει να θεωρηθεί σήμερα ως η πιο ουσιαστική ανάγκη για την Παιδεία μας.


ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, ΒΗΜΑGAZINO, ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006.

LINK: ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑϊΩάΝΝΟΥ, «Τ’ ΑΣΦΕΝΤΙΟΥ ΤΗΣ ΚΩ», Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤώΝ 28-5-2013:




Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής με τον Νίκο και τον Κωστή Περάκη
(φωτό: Σωτήρης Κακίσης)