Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Κλύσμα Τσιτσάνης



Κλύσμα Τσιτσάνης

Τι έχουν πάθει όλοι με τον Βασίλη Τσιτσάνη; Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα διαβάσεις για κάποιο αφιέρωμα στον μεγάλο δημιουργό, ή θα ακούσεις μια διασκευή τραγουδιού του. Η αγάπη των συναδέλφων του καλλιτεχνών για τον ίδιο είναι αν μη τι άλλο συγκινητική.

Ο Γιάννης Πάριος ας πούμε μας τραγούδησε «τον δικό του Τσιτσάνη» τον Σεπτέμβριο του ’13, στο Ηρώδειο κιόλας. Βεβαίως, τον είχε προλάβει ο Γιώργος Νταλάρας με το «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», ένα αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη από το Μέγαρο Μουσικής, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2001, αλλά επαναλήφθηκε και το 2004, όταν και ηχογραφήθηκε. Δεν θυμάμαι αν το αφιέρωμα του Νταλάρα στον Τσιτσάνη ήταν πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στον Βαμβακάρη, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στα χασικλίδικα, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στο σμυρνέικο, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στον Κουγιουμτζή, πριν ή μετά το αφιέρωμα του Νταλάρα στο ρεμπέτικο τραγούδι, και πάει λέγοντας. Θα σας γελάσω. Πάντως, ήτανε.

Και εννοείται ότι αν μπορούν οι τραγουδιστές, γιατί όχι και οι συνθέτες; Φέτος, ο Ξαρχάκος τιμά τον Τσιτσάνη με το πρόγραμμα «Νυν και αεί …Τσιτσάνης» στην Ιερά Οδό. Αν θυμάμαι καλά, η εμπλοκή του Ξαρχάκου με τον Τσιτσάνη κρατάει από πολύ παλιά, με το έργο «Τσιτσάνη Διάλογοι» που είχε παιχτεί ζωντανά από την ΚΟΕΜ το 1995 και είχε κυκλοφορήσει και σε CD το 2004.

Απ’ την άλλη, ένας γίγαντας της ελληνικής μουσικής όπως ο Ξαρχάκος, ή δύο κορυφαίοι ερμηνευτές όπως ο Πάριος και ο Νταλάρας μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με όποιον συνθέτη θέλουν. Όταν έχεις εκατό και βάλε δίσκους στην πλάτη σου, όταν έχεις χτίσει με τα χέρια σου το ελληνικό τραγούδι, μπορείς να τραγουδάς και να διασκευάζεις ό,τι γουστάρεις. Το φαινόμενο όμως της διασκευής Τσιτσάνη έχει αρχίσει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους μιας νεότερης γενιάς καλλιτεχνών. Από τον πρώτο σου δίσκο να πουλάς διασκευή Τσιτσάνη πάει πολύ, δεν νομίζετε;

Ο Βασιλικός, ας πούμε, ξαναγράφει την Sunday Cloudy Sunday, σε ένα δίσκο που όπως μας ενημερώνουν οι δημοσιογράφοι είναι «πιο γυμνός, χωρίς τα μουσικά στολίδια και τις τσαχπινιές του Τσιτσάνη. Αλλά με ουσία, τόλμη, και ηλεκτρονική μαεστρία». Παρένθεση, εμ βέβαια, αν είσαι άσχετη, τότε οι ενορχηστρώσεις του Τσιτσάνη σου φαίνονται «στολίδια» και «τσαχπινιές», κλείνει η παρένθεση. Μετά τις διασκευές στον Χατζιδάκι με το Reflections, να σου κι ο Τσιτσάνης. Αν μη τι άλλο, χρειάζεται μεγάλη τόλμη και περίσσιο θάρρος για να διασκευάσεις δύο πανελλαδικώς άγνωστους συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις και ο Τσιτσάνης. Ποιοι είναι αυτοί; Δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους. Αλλά αυτό είναι· μπροστά στην τέχνη, να μην υπολογίζεις ούτε ρίσκα, ούτε τίποτα.

Μια άλλη «εναλλακτική», «τολμηρή», ή δεν ξέρω ’γω τι άλλο ματιά στον Τσιτσάνη την προσφέρουν οι Imam Baildi. Οι οποίοι προφανώς και θεωρούν απολύτως συμβατό να βάζεις τρομπέτες και μάμπο μαζί με «αν σε απάτησε / και σε τραυμάτισε». Και έτσι, κάπου μεταξύ Τρικάλων και Αβάνας, χάνουμε τη μπάλα γενικώς - όχι γιατί είναι κακό να πειραματίζεσαι, αλλά γιατί αυτό που ακούω δεν είναι πειραματισμός. Είναι ευκολία. Όπως ευκολία είναι να σου βάλω ένα μπουζούκι να παίζει Compay Segundo και να στο πουλήσω σαν δήθεν συνάντηση δύο πολιτισμών.

Στην περίπτωση των Gadjo Dilo, ο Τσιτσάνης γίνεται gypsy swing. Και έτσι καταλήγεις να ακούς «κάνε λιγάκι υπομονή» και «πέφτεις σε λάθη» σαν ξένοιαστα σουινγκάκια, χωρίς καμία επαφή με τους στίχους, με το νόημα, με την αίσθηση, με την αντίληψη του τραγουδιού. Από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή …Τσιτσάνης. Το ότι πολύ πρόσφατα είχαν αποπειραθεί να κάνουν το ίδιο οι Burger Project προφανώς και δεν πτοεί κανέναν - αλλά μας λέει πολλά για την πρωτοτυπία όλων. Το ότι και οι Imam Baildi και οι Gadjo Dilo διασκευάζουν ως και το ίδιο ακριβώς τραγούδι ("Αργοσβήνεις Μόνη"), πάλι δεν πτοεί κανέναν. Μόδα είναι, κι όποιος προλάβει. Τσιτσάνης swing, Τσιτσάνης lounge, Τσιτσάνης στα κάρβουνα, τηγανητός, γλυκόξινος, αλά κρεμ, και καλή χώνεψη. Κι αντί οι νέοι δημιουργοί να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον ως προς την πιο εμπνευσμένη νέα σύνθεση, νέα μελοποίηση, νέα δημιουργία, εξαντλούν την ευγενή τους άμιλλα στον Τσιτσάνη. Με το κιλό.

Αίσθησή μου είναι ότι δεν έχουμε δει ακόμα τίποτα. Όσο όλος ο μηχανισμός που λέγεται ελληνικό τραγούδι στερεύει, και στερεύει, και στερεύει, καθώς στερεύουν οι συλλογικές του πηγές, να είστε έτοιμοι για τα χειρότερα. Η κοινωνία μας αυτό μπορεί, αυτό βγάζει: τα ίδια και τα ίδια, ξαναζεσταμένα, ξαναμασημένα, και μάλιστα από νέους ανθρώπους που κομίζουν υποτίθεται το καινούργιο και το εναλλακτικό… Φαίνεται ότι ο Τσιτσάνης είναι κι αυτός μια λύσις.

Για να μην παρεξηγηθώ: τον θέλουμε και θα τον θέλουμε τον Τσιτσάνη, κι εμείς και οι επόμενοι, στους αιώνες των αιώνων.

Αλλά ως συνθέτη· όχι ως κλύσμα, και μάλιστα «εναλλακτικό» και χαζοχαρούμενο.

ηρ.οικ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ηρακλή, έχω την εντύπωση ότι ο νεοέλληνας ψοφάει για ντέρτι αλλά επειδή ταυτόχρονα θέλει να νιώθει κι απενεχοποιημένος (για την πνευματική του υστέρεση και την μουσική παρελθοντολαγνία) το παραγγέλνει σε δύο εκδοχές. Στη μία περίπτωση τρώει αμάσητη όλη την καφρίλα των «αυθεντικών» σκυλάδικων (συγγνώμη, των λαϊκών προγραμμάτων της πίστας, ήθελα να πω) ενώ στην άλλη, την πιο ψαγμένη εκδοχή διασκέδασης παραγγέλνει Τσιτσάνη αλά κρεμ -όπως λες- ή Βαμβακάρη με μπρόκολο και Παπαϊωάννου με καραμελωμένα κρεμμύδια. Είναι σαν να λέμε ότι κλέβουμε ιδέες από παντού, δεξιά, αριστερά και σας τις ξανασερβίρουμε σε μια μεταμοντέρνα έκδοση που είναι -δήθεν- νέα και ολόφρεσκη. Σαν το κόμμα του Θεοδωράκη. Του Σταύρου, μην παρεξηγηθούμε. κ.μαργιόλης