Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Μπράβο Αρετή!



Κάποτε θα σβήσουν τα φώτα, οι Ρέμοι και οι Λιάγκες και τα πρωϊνάδικα, και τότε θα απολαύσουμε σε βάθος χρόνου την φοβερή και τρομερή Αρετή Κοσμίδου. Υπομονή!

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Σαπφώ - Την ομορφιά διακόνησα



Ο Θόδωρος Κοτεπάνος στο πιάνο και η Σπυριδούλα Μπάκα στο τραγούδι, παρουσιάζουν σε 4 εμφανίσεις στο φουαγιέ του "Αγγέλων Βήμα" ένα ανθολόγιο από μελοποιημένα ποιήματα της Σαπφούς στη νεοελληνική αλλά και στην πρωτότυπη γραφή.

Το μεγαλειώδες έργο της αρχαίας ποιήτριας, αποσπασματικό και κατακερματισμένο από το ταξίδι των αιώνων, εγκολπώνει στις σιωπές του τη φωνή κάθε νέας ανάγνωσης. Μέσα από μεταφράσεις και μελοποιήσεις επιβεβαιώνει το άχρονο παρόν του. Οι δύο καλλιτέχνες συγκεντρώνουν σύγχρονες μελοποιήσεις και περιπλανώνται στην πολυπλοκότητα των μεταφράσεων και την μαγεία της ανασύνθεσης του θρυμματισμένου πρωτότυπου.

Κυρίαρχες μεταφράσεις είναι αυτές του Οδυσσέα Ελύτη και του Σωτήρη Κακίση. Θα ακουστούν μελοποιήσεις των Μάνου Χατζιδάκι, Σπύρου Βλασσόπουλου, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Νίκου Ξυδάκη, Angelique Ionatos, Τάσου Ρωσόπουλου, Νίκου Μαμαγκάκη, Κριστέλλας Δημητρίου, Μαρίζας Κωχ, Μιχάλη Τερζή.

Ο Σωτήρης Κακίσης για τον Σταύρο Καραμανιώλα

Αργύρης Μπακιρτζής - Σταύρος Καραμανιώλας



ΜΙΚΡΕΣ ΩΡΕΣ
με τον Σταύρο Καραμανιώλα


Τα ποιήματά μου είναι πολλά και δεν τα ’χω γραμμένα·
είναι μες στο κεφάλι μου μαγνητοφωνημένα.
Μα θα χαθούνε, σκέφθηκα, μια μέρα σαν πεθάνω
γι' αυτό και απεφάσισα κασέτες να τα κάνω.
Τα ποιήματα, τον βίο μου, κασέτες τώρα κάνω
για να τις παίζουν να μ' ακούν, όταν θα αποθάνω.
Κι αρχίζω: μαγνητοφωνώ και, πρώτα, πριν απ' όλα,
είμ’ απ' τον Πρίνο και με λέν’ Σταύρο Καραμανιώλα.
Γεννήθηκα το έντεκα στο Μέγα Καζαβήτι
χρόνια τουρκοκρατούμενα, τα χρόνια του Χαμίτη (…)

Ο Σταύρος Καραμανιώλας λοιπόν. Ο Σταύρος Καραμανιώλας είναι ακόμα μαζί μας, από το 1911 στα 2010 κρατάει μια ανέσπερη παιδική ηλικία για χάρη μας και γράφει και γράφει και γράφει. Ο Αργύρης Μπακιρτζής και οι Χειμερινοί Κολυμβητές πουυιοθέτησαν αυτό το παιδί, αυτό το παλικαράκι το τρομερό, έφεραν επιτέλους στο πανελλήνιο φως, στην «ελληνοκρατούμενη» σήμερα Ελλάδα, το περίφημο τραγούδι του, τον Ποδηλατιστή, που ίσως κι εσείς, ω αναγνώστες μου ενήμεροι, αγαπάτε. Ο Σταύρος Καραμανιώλας όμως δεν είναι μόνο ποδηλατιστής: είναι καιαυτοβιογραφούμενος και ερωτύλος και πλακατζής και αθυρόστομος και τρυφερός καιπαμπόνηρος και σοφός και, προπαντός, ποιητής. Τ’ ανέκδοτα αποσπάσματα απ’ το πολύ έργο του που εξασφάλισα και σας παραθέτω, σας αφιερώνω, αν θέλετε, απόψε, Μικρές ΄Ωρες ζεστές και ολόγυμνες, αξίζουν πολλά. Απολαύστε τον, χαμογελάστε του κι εσείς, ανταποδώστε το λαμπερό, νυκτερινό του χαμόγελο, την τόσο ταπεινή, πρωινή του χάρη:

Εγώ αν καταστράφηκα, κάποια γυναίκα φταίει.
Και τώρα ξαναγύρισε στην πόρτα μου και κλαίει.
Γονατιστή στα πόδια μου σκύβει να τα φιλήσει
και σαν τον άσωτο υιό συγγνώμη να ζητήσει.
Δεν έρχεται σαν τον Χριστό αγάπη να μου δώσει,
αφού Ιούδας ήτανε, θα με ξαναπροδώσει.

*

Τώρα που πήρα σύνταξη, δεν πάω στη δουλειά.
Την κάπα μου θα ρίξω μες στην ακρογιαλιά.
Και στον Σαδίκ παρήγγειλα τα ειδικά γυαλιά,
αυτές που κολυμπάνε να βλέπω αγκαλιά.
Θα κτίσω την καλύβα μου στου πρίνου τ’ ακρωτήρι
και μεσ’ απ’ το παράθυρο θα κάνω μπανιστήρι.
Θα ’χω και τη γριούλα μου να κάθεται πιο πέρα
κι όταν θα μου ιδρώνουνε, να μου τους κάνει αέρα.


Τι ωφελεί κι αν πέφτουνε στο ίδιο το κρεββάτι;
Αρχίζει το ροχαλητό και της γυρνάει την πλάτη.
Αυτή η καημένη θέλει χάδια κάθε βραδιά
κι αυτός φοβάται έμφραγμα μην πάθει στην καρδιά.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους άντρες τους, τους δίνω ενοχή,
Γιατί οι γυναίκες έχουν κι ορμές, μα και ψυχή.
Κάνουνε αναγκαστική ομοφυλοφιλία
με αγκαλιές, τριψίματα και πλαστικά εργαλεία.
Μα θα τους δώσω συμβουλή: η καθεμιά να ξέρει
οι ζαμπαράδες οι καλοί είναι μονάχα οι γέροι (…)

*

Δεν είναι, φίλε, ίδιες όλες οι γυναίκες,
δεν είναι ίδιες, μην τις κατηγορείς.
Ψάξε σε ώριμες, σε νέες, σε μπεμπέκες,
καρδιές μεγάλες μ’ αισθήματα να βρεις.
Το ξέρω, φίλε, μια γυναίκα σ’ έχει κάψει,
μα τον καημό σου να σβήσω δεν μπορώ.
Μήπως κι εγώ, βρε φίλε μου, δεν έχω κλάψει
για μια γυναίκα που τώρα συγχωρώ;
Μα είδα γυναίκες που πικρά για άντρες κλάψαν’:
Είδα γυναίκες που είχαν τόσο ερωτευτεί,
είδα γυναίκες που κατάμαυρα τα βάψαν’
κι άλλες γυναίκες που ’χαν καλογηρευτεί.
Μυστήριο πλάσμα, φίλε, είναι η γυναίκα.
Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει στην καρδιά!
Άλλες ποθούνε μ’ έναν άντρα να γεράσουν,
Άλλες απλώς για να περάσουν μια βραδιά.

*


Με γράφουν στην ταυτότητα Σταύρο Καραμανιώλα.
Είμαι γλεντζές, καλαμπορτζής και δημοκράτης φόλα.

Μικροί, μεγάλοι στο χωριό με λένε μπαρμπα-Σταύρο,
μέρα και νύχτα τραγουδώ, πίνω κρασάκι μαύρο.
Κι αν είχα όσες έχω πιεί μπουκάλες μαύρον οίνο,
πολύ μεγάλη θ’ άνοιγα ταβέρνα μες στον Πρίνο.
Χωρίς λεφτά να πίνουνε του Πρίνου οι μπεκρήδες,
Σαν σουρουπώνει να ’ρχονται, να πέφτουν σαν ακρίδες.

Ιούνιος ’88

ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ


Από το ιστολόγιο oxy-moron του Φώτη Μπατσίλα που μας λείπει πολύ.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Γειά σου μπάρμπα-Σταύρο




- Γεια σου μπαρμπα-Σταύρο, να χαρείς τα ογδόντα σου!
- Γεια σου Αργύρη μου!


Και τα ογδόντα του χάρηκε, και τα ενενήντα του, και τα εκατό! Ο Σταύρος Καραμανιώλας, γνήσιος λαϊκός στιχουργός και συνθέτης από τη Θάσο, αποχαιρέτησε τον κόσμο στα 103 του χρόνια. Το "Ψες το βράδυ" του συγκαταλέγεται άνετα μέσα στα δέκα-είκοσι πιο αγαπημένα μου τραγούδια. Καλό του ταξίδι - με το αστικό πάντα, Χειμερινός Κολυμβητής κι αυτός, πάντα! ηρ.οικ.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Επιστολή παραίτησης της διευθύντριας του Καλλιτεχνικού Σχολείου Ηρακλείου

Αγαπητοί μου μαθητές, αγαπητά μου παιδιά.


Σήμερα αναγκάστηκα σε παραίτηση, δεν το θέλησα.

Ξέρετε πως χρόνια τώρα μαζί σας έζησα όλες τις αγωνίες για να δημιουργήσουμε μαζί ένα σχολείο, που να είναι πρότυπο χαράς, δημιουργίας, έκφρασης. Ένα σχολείο που να αγαπάμε τόσο πολύ όλοι μας.

Η Πολιτεία δεν νοιάστηκε καμιά στιγμή, μας πέταξαν στην κυριολεξία μέσα στη αμερικάνικη βάση και έπρεπε να επιβιώσουμε. Ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα κτίρια και τα αδέσποτα ζώα. Επιβιώσαμε και ανδρωθήκαμε. Φτιάξαμε με τη βοήθεια των τοπικών αρχών (Δήμο), ό,τι καλύτερο μπορούσαμε.

Το Υπουργείο μας έχει εγκαταλείψει χρόνια τώρα. Οι καθηγητές έρχονται σε δόσεις και ανάλογα με το πότε βολεύει τις πολιτικές τους, ο εξοπλισμός που έχουμε, αποκτήθηκε από λαχειοφόρους, δωρεές ή από το Δήμο, γιατί Κεντρικά δεν υπήρξε καμία μέριμνα. Η αγωνία μου κάθε χρόνο έφτανε στο απροχώρητο για το πού θα στεγαστούν τα τμήματα, τι θα κάνω με τα κενά, πώς θα καλύψουμε την ύλη στα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα, πότε θα έλθουν οι μόνιμοι καθηγητές (γιατί στην αρχή ήταν με απόσπαση).

Θυμάμαι σαν τώρα, την πρώτη χρονιά που δίδασκα μαζί με τους 5 πρώτους συναδέλφους, όλα τα μαθήματα μέχρι τέλος Οκτώβρη (18 μαθητές). Φέτος κλείσαμε 10 χρόνια λειτουργείας, 10 χρόνια κομμάτια που θα 'λεγε και ο Σαββόπουλος. Κι όμως το πάζλ συναρμολογήθηκε και ο πίνακας έγινε όμορφος, αποκλειστικός, και δεν θα τον αλλάζαμε για τίποτα στον κόσμο. Ξέρετε γιατί; Γιατί το σχολείο το φτιάξαμε εμείς, το βάψαμε, σκάψαμε τους κήπους του, διαμορφώσαμε σε αίθουσες τα κρατητήρια της βάσης, κρυώσαμε χωρίς ρεύμα και αγκαλιαστήκαμε κάτω από τις κουβέρτες όλοι μαζί, αλλά φτιάξαμε ένα μεγάλο σχολείο με 280 μαθητές .

Γιατί αναγκαστήκαμε παρέα να αναπληρώνουμε τα μαθήματα (τα παιδιά του Λυκείου παρέδιδαν μαθήματα στα μικρότερα), δημιουργήσαμε εκδηλώσεις, νιώσαμε όλο τον κόσμο αδελφό μας, κάθε κατατρεγμένο, μυρίσαμε πολιτισμούς, ξεδιπλώσαμε όνειρα και πετύχαμε. Ναι, πετύχαμε και θα το βροντοφωνάζουμε σε όλους εκείνους που νομίζουν πως το καλό σχολείο θέλει άψογα κτίρια και εγκαταστάσεις, πως θέλει εργαστήρια λουξ. Όχι θα τους πούμε: θέλει ψυχή, αγάπη και μεράκι. Εμείς οι κατατρεγμένοι σας, πετύχαμε στις πανελλαδικές (το 80% των μαθητών που έδωσαν εξετάσεις πέτυχαν), πετύχαμε και στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού, οι απόφοιτοι μαθητές μας δημιουργούν σε όλο τον κόσμο πια. (Γεμίσαμε τα πανεπιστήμια Τεχνών της Ελλάδας και της Ευρώπης με μαθητές μας). Πετύχαμε γιατί αποσπάσαμε τα καλύτερα βραβεία του κόσμου (εκτός των πραγματικών βραβείων), τα λόγια των ανθρώπων που παρακολουθούν την πρόοδό μας και τα έργα μας .

Σήμερα, το καλλιτεχνικό σχολείο Ηρακλείου είναι γνωστό σε όλη την Ευρώπη ως πρωτοποριακό σχολείο, έχουμε προσκλήσεις από τόσες χώρες για προγράμματα, έχουμε αξιολογηθεί γι αυτά με άριστα, αλλά προσέξτε, βαθμολογηθήκαμε από πανεπιστήμια, για το πολιτιστικό προϊόν που παράξαμε, δεν βαθμολογηθήκαμε ούτε για τους καθηγητές που δεν είχαμε, ούτε για τις εγκαταστάσεις που δεν έχουμε. Γιατί το «προϊόν» τόσα χρόνια παράγεται από ανθρώπους –καθηγητές εμπνευσμένους, ακούραστους, που η Πολιτεία τους καταδικάζει τις περισσότερες φορές σε ωρομισθία, αλλά μαζί με τους λίγους μόνιμους δεν λυπούνται χρόνο για να έρθει το αποτέλεσμα.


Ζητώ συγνώμη για όσες φορές σας στεναχώρησα, σας πίκρανα σας φώναξα (δεν ήταν λίγες ε;). Αγωνιούσα μην μου πάθετε κάτι, μην τραυματισθείτε, μην παρασυρθείτε, μην αγχωθείτε, μην κλάψετε, μη νιώσετε πόνο, μη νιώσετε δεύτερα, μην και δεν καταλάβετε κάτι στο μάθημα. Καμαρώνω για όλα σας, γιατί είσαστε ξεχωριστά, γίνεστε ξεχωριστά, μοναδικά άτομα. Μέρα με τη μέρα γινόσαστε άνθρωποι ολοκληρωμένοι, άνθρωποι που μπορώ να εμπιστευτώ ότι θα αλλάξετε τον κόσμο. Ξέρετε γιατί -γιατί το μάθαμε από νωρίς: μάθαμε παρέα τι σημαίνει αγώνας για το αυτονόητο, δεν παραδώσαμε τα όπλα ούτε μια στιγμή. Αγωνιστήκαμε βγαίνοντας στους δρόμους, παλεύοντας και διεκδικώντας τα δικαιώματά μας. Ξέρω πως αυτό είναι η παρακαταθήκη που μένει Τίποτα δεν χαρίζεται, όλα καταχτιούνται.


Γιατί παραιτήθηκα;

Προσπάθησα να το αποφύγω αλλά δεν ήταν εφικτό. Μου ζητήθηκε να συμμετάσχω σε μια διαδικασία -αυτοαξιολόγηση τώρα αξιολόγηση λίγο αργότερα-, που θα έπρεπε να βάλω βαθμό με κουτάκια στα κτίρια, στους καθηγητές και σε τόσα άλλα για τα οποία η Πολιτεία είναι υπεύθυνη. Μετέθεσαν την ευθύνη τους σε μας, γιατί έπρεπε να βρουν ποσοστό σχολείων που θα κλείσει και ποσοστό καθηγητών που θα απολυθούν. Νομίζω πως με ξέρετε, δεν ήταν δυνατόν να το πράξω. Όλο το χρόνο σας μιλούσα για φωτισμένους εκπαιδευτικούς( Δημήτρη Γληνό, Ρόζα Ιμβριώτη στο πρότζεκτ β' Λυκείου), πώς θα μπορούσα τώρα να βάλω υπογραφή για ανθρώπινο αίμα;

Μη μου πείτε πως υπερβάλλω, όταν μετά από 100 χρόνια απολύθηκαν στην Ελλάδα δημόσιοι υπάλληλοι και αυτοί ήταν συνάδελφοι καθηγητές; Μαζί τους ήμουν 4 χρόνια στα επαγγελματικά λύκεια. Τι αξία έχει η παραίτησή μου μπροστά σε αυτό το γεγονός; Πώς μπορώ να αντικρίζω τον ευτελισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας καθημερινά, με τόσους άνεργους γύρω μας; Πώς γίνεται λοιπόν να μου ζητούν να βάλω υπογραφή σε τέτοια μέτρα; Δεν είναι τυχαίο βέβαια πως παραιτήθηκε και ο κος Λιναρδάκης από το Μουσικό. Μόνο οι δυό μας ξέρουμε τι βιώσαμε όλα τούτα τα χρόνια, εκείνος 14, εγώ 11, γιατί εμείς πονέσαμε πολύ για να δούμε να γίνονται σχολεία από το μηδέν.

Σήμερα θα βγουν και θα πουν διάφορα, κυρίως οι μεγάλοι και οι εκτός σχολείου, όλοι εκείνοι που δεν ξέρουν, εσείς όμως γνωρίζετε. Παραιτήθηκα παραμονές των γιορτών του Πάσχα, επίτηδες, γιατί το σχολειό θα 'κλεινε κι αυτό θα γινόταν αθόρυβα. Γιατί η πράξη είναι η ύστατη στιγμή της Θεωρίας.

Σας ευχαριστώ πολύ που υπήρξατε μαθητές μου, που με κάνατε σοφότερη, όπως και όλες τις προηγούμενες γενιές, σε όλα τα σχολεία που δίδαξα. Πάνω απ’ όλα είμαι εκπαιδευτικός και όχι δημόσιος υπάλληλος. Πάνω απ’ όλα υπερασπίζομαι το Σύνταγμα της Ελλάδας και το Δημόσιο σχολείο. Μαζί σας, ξέρω, θα αγωνιστώ για όλα τούτα. Μαζί θα ανταμώσουμε στους δρόμους, για το σχολείο που ονειρευόμαστε, για το Καλλιτεχνικό σχολείο, για το σχολείο μας. Μέσα από άλλα μετερίζια, θα βρίσκομαι συνέχεια μαζί σας. Ν’ αγαπάτε το σχολειό μας και να διαβάζετε, συνέχεια να διαβάζετε, η γνώση είναι αυτό που τους πονά. Καλή πρόοδο.

Σας αφιερώνω τους στίχους του Κωστή Παλαμά:

Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη, με τα καράβια και με τα φουσάτα της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.

Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα, τον νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε, και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια, αν ήρωας είσαι.

Με παντοτινή αγάπη,

Μαρία Καλουδιώτη

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Κλύσμα Τσιτσάνης (2)

Και πάνω που το λέγαμε (ΕΔΩ)...

Το κλύσμα Τσιτσάνης, χαρακτηριστικό μιας εποχής σε βαθιά παρακμή, επεκτείνεται, μέχρι να ξεζουμιστεί κι ο μεγάλος μας συνθέτης σαν στημένη λεμονόκουπα, όπως όλα όσα πέφτουν στην αντίληψη των ηλίθιων διαφημιστών και των πανηλίθιων μάνατζερς.

Ας πανηγυρίσουμε, λοιπόν, με την μπύρα ανά χείρας, που "σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε τη δόλια καρδιά". Tι χαρμόσυνο μήνυμα, δεν είναι μόνο η δική μας η καρδιά σκλαβωμένη, είναι και των άλλων - ανάσανα. Όσο για τη βασική ατμόσφαιρα, χοροπήδημα να 'ναι κι ότι να 'ναι, ανεξαρτήτως στίχων και τραγουδιών. Aerobics δηλαδή, αφορμή ψάχνουμε για να κάνουμε γυμναστική, καθώς η ελπίδα για πραγματική ανύψωση, για πραγματικό χοροπήδημα έχει πάει περίπατο. Δήθεν χοροπήδημα, δήθεν ρετρό, δήθεν χαρά, μέχρι και δήθεν μπύρα θα έγραφα αλλά δεν γράφω για να μη φάω καμιά μήνυση, όλα δήθεν λοιπόν κι όλα έτοιμα πριν από σένα για σένα. Εσύ απλώς κατανάλωνε συσκευασμένα και διασκευασμένα.

ηρ.οικ.

Αναδρομική έκθεση του Φώτη Σαρρή



Δυόμισι χρόνια μετά τον θάνατό του, η έκθεση φωτίζει για πρώτη φορά το σύνολο της ζωγραφικής του παραγωγής και παράλληλα παρουσιάζει τη σχέση του με τη βυζαντινή τέχνη, η οποία ελάχιστα έχει σχολιασθεί και μελετηθεί. Επιχειρεί, επίσης, να αναδείξει μια σπάνια, βαθιά σε μελέτη και πειραματισμούς διαλογική σχέση του καλλιτέχνη με το περιεχόμενο και τη μορφή της βυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης σε ένα βαθύτατα προσωπικό και κατά κύριο λόγο πολιτικό έργο.


Η έκθεση, στην οποία παρουσιάζονται 75 έργα του Φώτη Σαρρή, αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: 

Στην πρώτη γίνεται μερική ανασύσταση του εργαστηρίου και της βιβλιοθήκης του καλλιτέχνη, ώστε να καταδειχθεί το ερευνητικό του έργο και η στενή του σχέση με τις ιστορικές χρωστικές και τις πηγές που τις παραδίδουν. Η μακρά και εμπεριστατωμένη ενασχόληση του Φώτη Σαρρή με τις χρωστικές των αγιογράφων της μεταβυζαντινής κυρίως περιόδου δίνει τη δυνατότητα στο κοινό να έρθει σε άμεση επαφή με το πρωτογενές αυτό υλικό.

Στη δεύτερη ενότητα προβάλλεται το κοσμικό του έργο απ' όλες τις καλλιτεχνικές περιόδους ενώ η τρίτη ενότητα είναι αφιερωμένη στο θρησκευτικό του έργο.

Η παρουσίαση του έργου του στους χώρους του Βυζαντινού Μουσείου αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία για τον επισκέπτη να «ταξιδέψει» από τα βυζαντινά εικονογραφικά πρότυπα σε μια σύγχρονη ζωγραφική γλώσσα.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

"Ο κύριος Υπουργός" του Γιώργου Περού




«Ο κύριος Υπουργός είναι μία γελοιογραφία που αντί για σκίτσα έχει στίχους. Αποτυπώνει ψυχολογικά με ένα καυστικό τρόπο μιαν αστική πολιτική persona, έναν Μαυρογυαλούρο, τον πλέον κλασικό τύπο πολιτικού που ευδοκιμεί πολλά χρόνια σε αυτήν τη χώρα. Οι αστείες λεπτομέρειες της καθημερινότητας του συνθέτουν μια ανθρώπινη τραγωδία γεμάτη με τα παράδοξα της ψυχοσύνθεσης του και την παταγώδη, διαρκή αποτυχία μας να διακρίνουμε την ουσία από το περιτύλιγμα. Θεωρούσα πάντοτε τον καταγγελτικό λόγο υποκριτικό, ύποπτο και σχεδόν τερατούργημα χωρίς καμίαν ανθρωπιά και αισθητική. Έτσι προτιμώ τον κάπως πιο απλό και "αποκαλυπτικό" ως εκεί που η αντίληψη μου, μου επιτρέπει. Ελπίζω το είδος αυτό του πολιτικού αλλά και των οπαδών - ψηφοφόρων του να εκλείψει κάποτε (σύντομα) και το τραγούδι μου να πάψει να είναι πια επίκαιρο. Πάσα ομοιότης με πραγματικά πρόσωπα είναι απολύτως επιτηδευμένη με ευθύνη πάντα του δημιουργού και την επιφύλαξη πως θ’ αλλάξουν τα πράγματα κάποια στιγμή…»

Γιώργος Περού

Από εδώ μπορείτε ν' ακούσετε και να κατεβάσετε το album σε μορφή mp3 και το artwork σε jpg:

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

"Μα είναι δυνατόν; Κι όμως ήταν"

 (Με τη Μαρίζα Κωχ)


Ξεπήδησαν οργανώσεις από κάτω, από τους απλούς ανθρώπους. Μέσα σ' αυτές συνθήκες της πάλης παίζαμε τη ζωή μας κορώνα - γράμματα. Παρατήσαμε το παιχνίδι, την κιθάρα και τον έρωτα, πιάσαμε τα όπλα και στήσαμε ένα παιχνίδι με το χάρο. Χορεύαμε αγκαλιά με το Χάρο. [...] Αυτός κι αν ήταν έρωτας. Τον οποίο δεν τον απαρνηθήκαμε, τον συνεχίζουμε πενήντα χρόνια τώρα. 


(Με τον Ζωρζ Μουστακί)


Τέτοια τούβλα έχουμε μέσ' στο κεφάλι μας. Ήμασταν σαν τη φλογισμένη βάτο του ευαγγελίου, πυρπολημένα δέντρα, πυρπολημένες υπάρξεις, είχαμε όραμα να ελευθερώσουμε την πατρίδα, να χτίσουμε έναν καινούργιο κόσμο. Κι είναι τότε που ήρθαν οι κομμουνιστές από τις εξορίες και μας γαλούχησαν με το πνεύμα της ανθρωπιάς, της συμπόνοιας, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Όλα αυτά στην παιδική μας την ψυχή, που ήταν άγραφο χαρτί και αγνή τελείως, ήρθαν και καταγράφηκαν και γίναν η συνείδηση μας. Μας ξυπνήσανε οι άνθρωποι, ανοίξαν τα μυαλά μας. Μας μίλησαν για ωραία πράγματα, για ειρήνη, συναδέλφωση, αλληλεγγύη, για απελευθέρωση της γυναίκας από την κουζίνα και για τις άλλες ταπεινώσεις της. Όλα αυτά μπήκαν στην ψυχή μας και δεν τα ξεχάσαμε ποτέ. 


(Με τον Ηλία Λογοθέτη)


Εκεί στα χωριά πού δρούσαμε στη διάρκεια του αγώνα οι άνθρωποι ήταν τσοπάνηδες. Μόνο πέτρες, βράχια και δάση βλέπανε. Πολλοί απ' αυτούς μπορούσαν να σε σκοτώσουν για να σου πάρουν ένα ζευγάρι παπούτσια, το σακκάκι ή και τη ζώνη ακόμα. Όταν ήρθε το ΕΑΜ είδες μια μεταμόρφωση αυτών των ανθρώπων που έτριβες τα μάτια σου. Ανέβαζαν έργα θεατρικά, έπαιζαν, τραγουδούσαν. Γίνονταν οι ίδιοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και διευθυντές θεατρικών και μουσικών έργων. Μα είναι δυνατόν αυτοί οι κατσαπλιάδες, οι λήσταρχοι, οι κατσικοκλέφτες; Και όμως ήταν. 


(Με τον Μανώλη Γλέζο)



Αυτό ήταν το μεγάλο επίτευγμα του ΕΑΜ, που δημιούργησε τον καινούργιο Έλληνα, τον σκεπτόμενο δημιουργό, τον υπεύθυνο πολίτη και όλοι αυτοί οι άνθρωποι σάπισαν στις φυλακές. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να υπογράψουν και να βγουν έξω. Διότι γι' αυτούς υπογραφή σήμαινε κατά κάποιο τρόπο ότι ήτανε προδότες. Αυτά μας κράτησαν όρθιους και αποφασισμένους να πεθάνουμε για τις ιδέες και το όραμά μας. Όχι μόνον να ελευθερώσουμε την πατρίδα αλλά να χτίσουμε κι έναν καινούργιο κόσμο. Κόσμο αλληλεγγύης, αδελφοσύνης και συμπόνοιας.

Πάνος Τζαβέλλας

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Δειλός και άοπλος





Τι έγραψαν οι άνθρωποι ρε... "σε ψάχνω στ' αδιέξοδα και στις διαδηλώσεις / εκεί που εσύ δεν βρέθηκες ποτέ / νομίζω πως σε ξέρω / σου γράφω, σου μιλάω / δεν βγαίνεις από μέσα μου καημέ". Εγγυημένα ο δίσκος της χρονιάς για το 2013, το "Άστρα που ψιχαλίζουν φως" μόλις τώρα ήρθε στα χέρια μου - κάλλιο αργά παρά ποτέ. Οι φοβερές και τρομερές Μικρές Περιπλανήσεις επιστρέφουν. ηρ. οικ.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Στην Ακρόπολη




"Στην Ακρόπολη", στίχοι Λίνας Νικολακοπούλου, μουσική Απόλλωνα Ρέτσου, ερμηνεία Ζαχαρία Καρούνη. Μεγάλο κομμάτι, και ως ένας από τους παροικούντες την Ακρόπολη δεν μπορώ παρά να συγκινηθώ διπλά και τρίδιπλα. Για να μην το βάλουμε κάτω, παρά να σταθούμε με ψηλά το κεφάλι και να τους φάμε λάχανο. Από το δίσκο "Τα υλικά των μυστικών". ηρ. οικ.




Θεοί και άνθρωποι Αθηναίοι Κρητικοί
εσείς που βγαίνετε για βόλτα Κυριακή
να μην ξεχνάτε πως τα χρόνια είναι χορός
και πως την μάχη την κερδίζει ο τολμηρός 

Απ'τον Υμηττό ως την Ίδη 
είναι ίδιο το ταξίδι
κι απ' του Ολύμπου τ'άσπρα χιόνια
μέχρι κάτω την Ομόνοια
στην Ακρόπολη από κάτω 
ζω και δεν το βάζω κάτω

Ο ήλιος λεν της Αττικής είναι χρυσός
αλλά τον τρέλανε τον κόσμο η Κνωσός
γιατί είναι ζάλη η ζωή, είναι χορός
κι απ'τον λαβύρινθο θα βγει ο τολμηρός

Απ'τον Υμηττό ως την Ίδη 
είναι ίδιο το ταξίδι
κι απ' του Ολύμπου τ'άσπρα χιόνια
μέχρι κάτω την Ομόνοια
στην Ακρόπολη από κάτω 
ζω και δεν το βάζω κάτω

Γιατί είναι ζάλη η ζωή, είναι χορός
και πεντοζάλη 
την χορεύει ο τολμηρός

Κουτσό στρατιωτάκι




"Κουτσό στρατιωτάκι" σε μουσική και ενορχήστρωση Γρηγόρη Πολύζου, στίχους Αυγής Βυθούλκα, και ερμηνεία του Αποστόλη Ρίζου. Αριστούργημα, με παραπέμπει στις μεγάλες στιγμές του κυρ-Θάνου - χωρίς φυσικά να μιμείται τίποτα και κανέναν! Για τον κύριο Γρηγόρη Πολύζο και το δίσκο του "Σε τόπους που δεν ξέρω" θα επανέλθουμε, αφού βγάλουμε κάποια στιγμή το τραγούδι από το repeat του στερεοφωνικού! ηρ.οικ.



Αυτό το τραγουδάκι που ακούς
πετάχτηκε, απ’ τους παλιούς καιρούς,
κύλησε αργά στην άδεια μου βραδιά,
μου θύμισε, εσένα.
Σκεφτικός κι απόψε,
περπατάω στα στενά,
το ξέρω ότι σ’ αγαπάω άσκοπα
μα δε με νοιάζει,
δεν με πειράζει
που όταν σε βλέπω τρίζουν όλες οι ευχές μου,
χοροπηδάν διαβολικά οι προσευχές μου,
στην άσπρη πλάτη σου.

Το ξέρω, μη μου πεις,
πως είμαι ένα στρατιωτάκι κουτσό, μολυβένιο
και δεν μπορείς
να βρεις για μας ένα τραγούδι γραμμένο

Μα, κοίτα με, εγώ για σένα θα βουτήξω στη φωτιά
κι ας μείνει μες στη στάχτη μόνο, η μολυβένια μου καρδιά
μη μου λυπάσαι μπαλαρινίτσα μου,
θα σε θυμάμαι σαν θα σβήνω στη γωνίτσα μου,
να μου χορεύεις
και με τα βλέφαρά σου γύρω μου,
αέρα να μαζεύεις.


Το ξέρω, μη μου πεις,
πως είμαι ένα στρατιωτάκι κουτσό, μολυβένιο
και δεν μπορείς
να βρεις για μας ένα τραγούδι γραμμένο

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Ο Σωτήρης Κακίσης συνομιλεί με τον Γιώργο Γαλίτη και τον Πέτρο Φιλιππίδη



1. ΓιώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ, ΠέΤΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠίΔΗΣ
(ΦΩΤΟΓΡΑΦίΑ ΓιώΡΓΟΣ ΜΟΝΟΓΙΟύΔΗΣ).



ΓΙώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ - ΠέΤΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠίΔΗΣ:


«Τι να την κάνεις την παρέα στο θέατρο; Μόνο σου σε θέλω »…


του Σωτήρη Κακίση



-Μού ‘λεγε κάποτε ο Κώστας Χατζηχρήστος, κύριε Φιλιππίδη, πως στο θέατρο του ήρθε η έμπνευση να πει πως «-Οι φακές βγάλανε φτερά και δρόμο τον ανήφορο ! », την περίφημη ατάκα στο «Της Κακομοίρας», ένα βράδυ που ο φροντιστής είχε ξεχάσει να βάλει το τσουβάλι τους στη σκηνή…

ΠέΤΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠίΔΗΣ: Ξεκινάμε τώρα να μιλήσουμε από ένα πολύ ωραίο σημείο για την παράδοση ανάμεσα στους κωμικούς. Γιατί εμείς με τον Γιώργο τον Γαλίτη το θεατρικό το «βγάλαμε» από την ταινία, ξέρετε, κι η έμπνευση έπρεπε να μας συντροφεύει ανά πάσα στιγμή. Γιατί ο αυτοσχεδιασμός στην κωμωδία είναι ένα κομμάτι πολύ μεγάλο, ένα μέρος της πολύ ζωντανό πάντα, αναγκαστικά. Κι αυτό που βρήκε κι είπε ο Χατζηχρήστος το τρομερό, επειδή έπρεπε μάλιστα να καλύψει ένα λάθος τεχνικό εκείνη τη στιγμή, μπορεί και να ‘ναι η βάση της κωμωδίας όλης.

-Τα …μαμούνια στον κάθε κωμικό μέσα;

Π.Φ.: Στη δικιά μας μάλιστα την παράσταση μπορώ να σας πω πως αυτή η ιστορία με τις φακές εξελίχθηκε κι άλλο. Γιατί η κωμωδία δεν σου αφήνει τα περιθώρια να μην είσαι συνέχεια μέσα της. Δεν γίνεται να πατάς και τόσο, όπως συχνά συμβαίνει στο υπόλοιπο θέατρο, με το ένα πόδι εκτός. Το κλείσιμο του ματιού στον θεατή στην κωμωδία είναι πολύ ιδιαίτερο, πολύ αλλιώς.

-Και πώς εξελίχτηκαν κι άλλο οι φακές σας, λέτε;

Π.Φ.: Μια μέρα, από κάτι που έκανε ο Κωστής, που έπαιζε τον κυρ-Παντελή τον μπακάλη στη δική μας παράσταση, και κοίταγε προς τα πάνω, του λέω εγώ: «-Μην κοιτάς κατά τον ανήφορο, έχουνε φύγει, τώωωωωρα ! Στο Δομοκό πια βρίσκονται»… Και σε μιαν άλλη παράσταση, μού ‘ρθε πως μας είχανε στείλει και τηλεγράφημα οι φακές: ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ. STOP. ΟΙ ΦΑΚΕΣ ΣΑΣ. Και σας πληροφορώ πως εκεί έπεφτε ένα από τα μεγαλύτερα γέλια της παράστασης. Γιατί δεν υπήρξε κάτι το εγκεφαλικό εκεί, οργανικά σχεδόν πάλι βγήκε και το επιπλέον αστείο αυτό.

ΓΙώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ: Όταν ετοιμάζαμε με τον Πέτρο από την ταινία το θεατρικό, γελάγαμε, ξεκαρδιζόμαστε, συμμετείχαμε κι εμείς στο έργο όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες επί τόσα πολλά χρόνια. Όταν όμως μπήκαμε στη διαδικασία να το περάσουμε στο χαρτί όλο αυτό το απίστευτο παραλήρημα, κι είδαμε πια το κείμενο γυμνό τελείως, ξέρετε τι παρατηρήσαμε; Πως πέρα από του Χατζηχρήστου την τρέλα την τρομερή, ο λόγος είναι πάρα πολύ λιτός, τα αστεία όλα υποδειγματικά, χωρίς φιλολογίες, χωρίς αστοχία καμία. Ακούς τότε ελληνικά πάρα πολύ σωστά, καθαρότατα.

-Ακόμα κι όταν ξεφεύγει ο Ζήκος, και βγάζει εκείνον τον ανεπανάληπτο …πανηγυρικό εφ’ όλης της ύλης της ελληνικής ιστορίας;

Γ.Γ.: Τότε ακόμα πιο τέλεια, ακόμα πιο ποιητικά δεν είναι τα ελληνικά του;

Π.Φ.: Κι οι ιδιωματισμοί του, οι παραβάσεις του, τότε νομιμοποιούνται μαγικά μέσα σ’ όλη αυτή την υπέρβαση. Άλλωστε, τότε οι συγγραφείς και ξέρανε και γράφανε άριστα τη γλώσσα –στην προκειμένη περίπτωση οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι, ο Χρήστος κι ο Γιώργος. Οπότε ο ηθοποιός είχε επιπλέον πρόσφορο έδαφος να πατήσει. Κι ο Ζήκος με τη σύγχυση πια νοημάτων και φράσεων απογειώνει το έργο, κι η κακοποίηση των λέξεων πάει την κωμωδία σε όλο και πιο ξεκαρδιστικές παράνοιες.

-Τροφή για τον κάθε κωμικό δεν είναι το …στραμπούληγμα της γλώσσας; Ο Τζέρυ Λούις, ο Λουί Ντε Φυνές, ο Τοτό, ο Νόρμαν Γουίσντομ, πάνε συχνά πέρα κι από των ποιητών την επικράτεια, με τον τρόπο που ξανοίγονται στις γλώσσες τους μέσα.

Π.Φ.: Αυτό που λέτε τώρα, κύριε Κακίση, ξέρετε πόσο σημαντικό είναι; Από τον Αριστοφάνη ξεκινώντας, και περνώντας απ’ όλους τους ως σήμερα κωμωδιογράφους, είτε φιλολογικά, είτε και με σύνδεση κυτταρική με τους παλιότερους τρόπους, καταλαβαίνεις πως ο συγγραφέας πάντα έχει στο νου του πως ο κωμικός ηθοποιός που θα κληθεί να δώσει σάρκα και οστά στο κείμενό του, θα το εξελίξει, θα το πάει πολύ πιο πέρα το πράγμα. Και πάντα τόσοι και τόσοι κωμωδιογράφοι δεν πρόσθεταν στα έργα τους τόσα επιπλέον αστεία από εκείνα που γεννιούνται σε κάθε παράσταση; Γενναιότητα είναι αυτό ξέρετε, και μαγκιά, κι ελευθερία, και γενναιοδωρία μεγάλη.




2. ΓιώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ, ΠέΤΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠίΔΗΣ
(ΦΩΤΟΓΡΑΦίΑ ΓιώΡΓΟΣ ΜΟΝΟΓΙΟύΔΗΣ).



-Κι εξυπνάδα όμως μαζί.

Γ.Γ.: Επ’ αυτού που συζητάμε τώρα, εγώ έχω να καταθέσω το εξής: είχα την τύχη να δω κάποτε κάποιες παραστάσεις του Ντάριο Φο, μαγνητοσκοπημένες. Εν οις, και τον «Τυχαίο Θάνατο Ενός Αναρχικού», που τον έπαιξε μάλλον μεγάλος. Όπου, διαβάζοντας το κείμενο μεταφρασμένο, βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα πολύ στεγνό πράγμα, έναν καμβά μόνο του έργου, πάνω στον οποίο θα πατούσε μετά κι ο ίδιος ο Ντάριο Φο σαν ηθοποιός, για να δημιουργήσει επιπλέον. Οι αυτοσχεδιασμοί του πάνω στο κείμενο που είχε ο ίδιος γράψει, δεν λέγονται !

-Ούτε γράφονται, προφανώς…

Γ.Γ.: Μάλιστα, δεν είδα μετά να τους συμπληρώνει όταν επανακυκλοφόρησαν τα έργα του. Ίσως γιατί ήθελε ν’ αφήσει χώρο και στον επόμενο συνάδελφό του να κάνει τη δουλειά του, να δημιουργήσει πάνω στον δικό του τύπο. Κι ο ίδιος σαν ηθοποιός δεν σεβάστηκε και τόσο τον συγγραφέα…

-Που ήτο πάλι αυτός ! Σχιζοφρενικό από πρώτη άποψη αυτό, αλλά και πάρα πολύ ειλικρινές κι ενδιαφέρον.

Π.Φ.: Από αυτά τα απόλυτα παραδείγματα –γιατί εδώ μιλάμε για πολύ προχωρημένη περίπτωση, όπου ο ηθοποιός που «κακοποιεί» το κείμενο του συγγραφέα είναι ο συγγραφέας ο …ίδιος-, μαθαίνουμε πολλά για το πώς στήνεται, τελικά, μια σωστή κωμωδία.

-Με την ελευθερία θεμέλιο λίθο της ! Ο Βέγγος πάλι, στη μόνη της ζωής του …συνέντευξη, μου είχε ομολογήσει πως πάνω στη σκηνή ο αυτοσχεδιασμός του ήταν μέχρι κεραίας ορισμένος.

Π.Φ.: Αμ, κι αυτό ισχύει, από μια άλλη πλευρά όμως.

Γ.Γ.: Θρυλείται πως αυτό το «μαρκάρισμα» στον Θανάση Βέγγο ίσχυε μέχρι υπερβολής όσον αφορά το θέατρο. Λέγεται πως κάποτε κόντεψε στην Αμερική να ματαιωθεί παράστασή του, γιατί δεν είχαν φορτωθεί με τα σκηνικά από την Ελλάδα και κάποια σκαλάκια, γι΄αυτόν σούπερ-απαραίτητα.

-Εμένα πάλι μου είχε πει κι ένα άλλο ο ίδιος: πως κάθε βράδυ επί σκηνής τον καπάκωνε επικίνδυνα ένα κρεβάτι, κι ας νόμιζε ο κάθε θεατής πως αυτό είχε συμβεί σαν ατύχημα μόνο το βράδυ που έτυχε να πάει να τον δει εκείνος…

Π.Φ.: Μα κι εμείς τώρα, στην παράσταση του «Μπακαλόγατου», έχουμε ένα πολύ κοντινό παράδειγμα: υπήρξε πολύς κόσμος που πίστευε πως ό,τι παλαβό και υπερβολικό συνέβαινε κάθε βράδυ, αυτό γινόταν για πρώτη φορά. Αυτή τη μαγεία του κοινού δεν του τη χαλάς. Δεν του το ομολογείς, με τον τρόπο που του απευθύνεσαι σε κάθε παράσταση, θέλω να πω. Μένεις με τα μπούνια μες στην ιστορία, με το εκατό τοις εκατό της ενέργειας και της προσήλωσής σου, κι ας παίζεις κλείνοντας στον καθένα το μάτι σχεδόν προσωπικά κάποιες στιγμές.



3. Ο ΓιώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΖίΜΗ ΠΑΝΟύΣΗ
(ΦΩΤΟΓΡΑΦίΑ ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ).



-Κι ο θεατής έτσι πιστεύει πως όλα γίνονται γι’ αυτόν ειδικά.

Π.Φ.: Ακριβώς. Όχι μόνο εκείνο το βράδυ, αλλά και για τον κάθε θεατή προσωπικά. Ούτε καν για τον διπλανό του, δηλαδή ! Κι ας προϋποθέτει το θέατρο τη συνεύρεση του κοινού, το να βρίσκονται πολλοί άνθρωποι μαζί στον ίδιο χώρο ταυτόχρονα, ο θεατής πρέπει να απομονώνεται. Ακούω καμιά φορά τη φράση, «-Δεν έχω παρέα να ‘ρθω να σε δω στο θέατρο». Τι να την κάνεις την παρέα στο θέατρο; Μόνο σου σε θέλω. Και με τον διπλανό σου άμα τα βρεις, τα βρήκες.

-Συμφωνείτε κι επ’ αυτού, …διπλανέ του;

Γ.Γ.: Συμφωνώ, και επαυξάνω. Έτσι, για να μη νοιώθει μόνος του ο Πέτρος. Ύστερα, ο κάθε θεατής, βλέποντας έναν χαρακτήρα κωμικό, πρέπει να νοιώθει και ανωτερός του. Δεν πρέπει ο κωμικός να του απευθύνεται συναισθηματικά του θεατή, κι ας είναι ολόκληρη η κωμωδία τραγωδία ουσιαστικά.

-Πέρα από την τραγωδία, λέω εγώ. Γι’ αυτό κι οι πραγματικοί κωμικοί μπορούν τόσο καλά να παίξουν τραγωδία, ενώ ο αντίθετο εγχείρημα μοιάζει αρκετά πιο δύσκολο.

Γ.Γ.: Όνειρο πολλών κωμικών δεν είναι «Ο Θάνατος του Εμποράκου»; ‘Η ο «Ριχάρδος ο Τρίτος» ;

-Κι ο Σταυρίδης έτσι πάλι μού ‘λεγε: « -Δύο ώρες επί σκηνής, να συνομιλώ με τον Θεό, αγαπητέ μου, σε δράμα ! Αυτή υπήρξε η κορύφωσις της καριέρας μου ! »…

Γ.Γ.: Ναι. Γιατί κι ο Εμποράκος είναι ένας τραγικός κλόουν, κι ο Ριχάρδος ο Τρίτος ένας κλόουν σατανικός. Αγκαλιά βαδίζει το κωμικό με το τραγικό στη ζωή μας. Μήπως κι ο Ζήκος ένα τραγικό πρόσωπο δεν είναι; Δεν είναι ένας άνθρωπος τελείως μόνος του μες στο χάος; Όπως και το αφεντικό του, ο κυρ-Παντελής, τα ίδια και χειρότερα…

-Μένουνε να ‘χουνε ο ένας τον άλλον μόνο.

Π.Φ.: Παρόλ’ αυτά το έργο τελειώνει γλυκά, συγκινητικά, αλλά γλυκά. Μ’ ένα ιδιόρρυθμο, αστείο, θα λέγαμε, μη  χάππυ-εντ. Μένουνε μπουκάλες φωτεινές κι οι δύο, αλλά μοναχικές πάλι μπουκάλες, ο καθένας με τον εαυτό του για σύντροφο.

-Ο Λουί Ντε Φυνές πάλι επέμενε πως ο κωμικός γεννιέται. Μετά γίνεται.

Π.Φ.: Εγώ τείνω να συμφωνήσω πια μ’ αυτό. Τα περισσότερα πράγματα στη ζωή εγώ πιστεύω πως γεννιούνται μαζί μας. Κι υπάρχουν άνθρωποι που τα ανακαλύπτουν μέσα τους, κι άλλοι που δεν τα ανακαλύπτουν και δυστυχούν. Γεννιέσαι για να κάνεις αυτό που είναι να κάνεις. Κι όταν καταφέρεις να βγάλεις στην επιφάνεια ό,τι είναι να βγάλεις, όπως εμείς που είμαστε ηθοποιοί, κωμικοί, κι έχουμε πια κερδίσει και του κόσμου την αγάπη, τότε δεν μπορείς παρά να νοιώθεις ευτυχισμένος.



4. ΓιώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ
(ΦΩΤΟΓΡΑΦίΑ ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ).



-Πρέπει να αντιμετωπίσεις όμως με τα σωστά όπλα τον εαυτό σου, για να μην το χάσεις το παιχνίδι αυτό της ολοκλήρωσης.

Π.Φ.: Η διαδικασία είναι μεγάλη, από το ταλέντο στην ουσία. Αυτό το ξέρουνε κι οι πέτρες.

Γ.Γ.: Υπάρχει, πρώτα-πρώτα, αυτό το «τσαλάκωμα» στον κωμικό ηθοποιό.

-Όταν υποδύεται τον πρωθυπουργό της Ελλάδας επί κάποια έτη συναπτά;

Γ.Γ.: Ναι, μέχρι και να φαίνεσαι πιο …κοντός απ’ όσο είσαι, με φωνή περίεργη. Όσο γι’ αυτό το «κλικ» μέσα μου, εγώ το θυμάμαι σαν τώρα: ήμουνα γύρω στα έντεκα, όταν είδα για πρώτη φορά Μπάστερ Κήτον. Είδα εκείνο το ανεπανάληπτο κυνηγητό μ’ αυτόν μπροστά και τις χιλιάδες νύφες με τα νυφικά στο κατόπι του στις «Επτά Ευκαιρίες» του, κι έπαθα σοκ κανονικό. Έμεινα ! Μέχρι τότε δεν ήξερα τι έκανα, έκανα καραγκιοζιλίκια στο σχολείο, αλλά τι ήταν όλ’ αυτά δεν ήξερα. Κι είπα μέσα μου τότε: -Αυτό είναι, να ! Μπορώ να γίνω ηθοποιός !

-Τη θυμάμαι να την πρωτοβλέπω κι εγώ αυτή την ταινία πιτσιρικάς σε καλοκαιρινό σινεμά κάποτε, με τον Σώτο τον Γκορίτσα τον παιδικό μου φίλο και μετέπειτα σκηνοθέτη: κοντέψαμε να πάθουμε αποπληξία κανονικά…

Π.Φ.: Ο Τζέρυ Λούις έχει πει αυτό πάλι: πως ο αυτοσχεδιασμός είναι ένα πολύ καλά οργανωμένο έγκλημα. Είναι λανθασμένη η εντύπωση που έχει ο πολύς κόσμος πως μπορείς να φτάσεις στον αυτοσχεδιασμό απροετοίμαστος. Δεν είναι επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο αυτοσχεδιασμός.

-Μα κι η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος δεν έρχεται σ’ όποιον κι όποιον !

Π.Φ.: Ένας επιτυχημένος αυτοσχεδιασμός προϋποθέτει πάρα πολύ δουλειά, και προηγούμενη προσεκτική δόμηση. Κι η μαγεία του εκεί πάνω πάει και κάθεται, ως η επιφοίτηση που λέμε.

-Ο Τζέρυ Λούις πάλι έχει δηλώσει πως η κωμωδία είναι ο τόπος για να πεις πολύ σοβαρά πράγματα, ως αριστοφανική μάλιστα παράβαση, πετώντας ξαφνικά τη μάσκα την κωμική.

Γ.Γ.: Αυτό το κάνει, αν θυμάμαι καλά, στο «Δάσκαλο για Κλάματα», που απευθύνεται στο κοινό και τους λέει, « Ζήσετε μ’ αυτό που είστε, γιατί θα είστε με τον εαυτό σας μια ζωή». Το ίδιο κι ο Τσάπλιν: μιλάει κατευθείαν στον κόσμο στο «Μεγάλο Δικτάτορα». ‘Η στα «Φώτα της Ράμπας». Με τον Μπάστερ Κήτον μάλιστα δίπλα του, να τον κοιτάει να πεθαίνει με βλέμμα υπέροχο.

Π.Φ.: Γιατί, ο Τζέρυ Λούις στο «Μπελ-μπόι» δεν σπάει τη σιωπή του στο τέλος μόνο, όταν τον ρωτάνε γιατί δεν μιλάει, απαντώντας: «-Μα γιατί δεν με ρώτησε τίποτα ως τώρα κανείς»…

-Θυμάμαι τώρα πάλι τους παλιότερους ‘Ελληνες κωμικούς: θυμάμαι στο Ακροπόλ απλώς να βήχει πριν βγει στη σκηνή ο Αυλωνίτης, και το κοινό, σαν σκύλοι του Παβλόφ κανονικά, να μας τρέχουν από πριν τα σάλια. Αυτό πώς γίνεται τώρα;

Π.Φ.: Γίνεται. Κι σήμερα γίνεται. Αυτό έχει να κάνει με τη μανιέρα. Με την περίφημη μανιέρα, που όλοι τη θεωρούν κατάρα εδώ γύρω. Μα ο Τσάπλιν δεν ήταν ο μεγαλύτερος μανιερίστας του κόσμου; Έναν χαρακτήρα δεν έπαιζε σε όλη του τη ζωή; Μια φορά τόλμησε να παίξει κάτι άλλο, στον «Κύριο Βερντού», κι απέτυχε.

-Εγώ, βέβαια, αυτήν τη θεωρώ την καλύτερή του ταινία…

Π.Φ.: Μην είστε τόσο απόλυτος, κύριε Κακίση. Πώς μπορείτε να πείτε για τον Τσάρλι Τσάπλιν, «Αυτή είναι η καλύτερή του ταινία» ;

Γ.Γ.: Μπορεί, μπορεί, γιατί είναι ορκισμένος …Κητονικός.

Π.Φ.: Εδώ διαφωνούμε πλήρως. Γιατί για μένα η πορεία ενός καλλιτέχνη περιλαμβάνει αλληλένδετα πράγματα μεταξύ τους. Κι από τις αποτυχίες ακόμα χτίζεται το έργο σου, ίσως και πιο καλά. Πώς να δεις τον «Κύριο Βερντού» χωρίς να ξέρεις τον Σαρλώ;

-Παρεξήγηση: κι εγώ πολύ εκτιμώ το λάθος ως την πεμπτουσία της όποιας δημιουργίας.

Γ.Γ.: Μια και λέγαμε όμως πριν για Αυλωνίτη και Σταυρίδη, που βήχανε κι ο κόσμος από κάτω ήταν ήδη έτοιμος να τους αφεθεί, εγώ επ’ αυτού έχω να πω πως έχει δυσκολέψει πολύ πια η υπόθεση του γέλιου στη ζωή μας. Ο κόσμος έχει δει πια τόσα πολλά πράγματα, έχουν τόσο αλλάξει και σκληρύνει πια οι εποχές, που δεν σκάει πια εύκολα το χείλι των ανθρώπων. Δεν είναι εύκολο το έργο μας πια, ομολογώ.

Π.Φ.: Κι ας έχουμε και πεταχτά αυτιά κι αραιά δόντια. Κι ας τους κάνουμε να νοιώθουνε ανώτεροί μας ο κόσμος πάντα. Κι ας κλέβουμε από παντού, κι ο ένας από τον άλλον κωμικό συχνά, κόλπα.

Γ.Γ.: Μην ανησυχείς, Πέτρο, θα παλέψουμε μαζί. Σαν τον Χοντρό με τον Λιγνό κάποτε θα δικαιωθούμε !

-Κι απ’ όλους όσους παλιότερους αναφέραμε σήμερα εδώ, με ποιόν άραγε θα ήθελε η ψυχή σας να είχατε παίξει έστω και λίγο;

Π.Φ.: Εγώ με τον Τζέρυ Λούις. Με τον Τζέρυ Λούις θα ‘θελα να είχα συναντηθεί, σε μιαν άλλη ζωή, φανταστική, παράλληλη.

Γ.Γ.: Εμένα πάλι θα μου αρκούσε να ήμουν σε μια γωνίτσα των γυρισμάτων του, και να μην είχα μάτια παρά για τον Μπάστερ Κήτον…

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, «Κ», Κυριακή 27 Ιουλίου 2008.



5. Ο ΓιώΡΓΟΣ ΓΑΛίΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ
(ΦΩΤΟΓΡΑΦίΑ ΤέΡΡΥ ΡΟύΠΑΚΑ).