Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Η άλλη οπτική (7)



(Μανώλης Γιάνναρος #7)



Το νερό στάθηκε στον ώμο σου,
σαν να υπήρχε η στάμνα.
Μα η αλήθεια ήταν πως στεκόταν μόνο μες στις παλάμες
και στην πλάτη σου
και ξεχώριζε απ' όλο τον ποταμό επειδή το αγαπούσες.



Μέλια Πουρή

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Συνέντευξη με τον Γιώργο Ξηντάρη



Γιώργος Ξηντάρης:

«Πρώτη ύλη είναι ο Μάρκος»



Μια κουβέντα με τον μεγάλο ρεμπέτη στην όμορφη Σκόπελο.


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Βαριέμαι τις συμβουλές, τις προστακτικές και το lifestyle, αλλά επιτρέψτε μου να σας πω το δικό μου μυστικό για την καλοκαιρινή σας ευτυχία: ταξίδι στη Σκόπελο και βόλτα στην «Ανατολή». Τα υπόλοιπα αφήστε τα στον κύριο του μαγαζιού και στους φοβερούς και τρομερούς γιους του, τον Αντώνη και τον Θοδωρή, που πάνω στο κάστρο της Χώρας έχουν στήσει το δικό τους ρεμπέτικο λημέρι. Η κουβέντα που θα διαβάσετε έγινε πέρυσι το καλοκαίρι, αλλά δεν μου πήγαινε να τη δω δημοσιευμένη φθινόπωρο, σαν αποχαιρετισμό. Ενώ τώρα, με τα εισιτήρια στο χέρι για άλλο ένα ταξίδι στη Σκόπελο και φέτος, μου φαντάζει περισσότερο σαν πρόσκληση. Κυρίες και κύριοι, ο μεγάλος ρεμπέτης Γιώργος Ξηντάρης!



Είμαστε στην «Ανατολή» αλλά εγώ θέλω να πάμε πιο πίσω. Τι ήταν η «Ρεμπέτικη Ιστορία» με την οποία συνδέθηκε το όνομά σας;

Η «Ρεμπέτικη Ιστορία» ήταν δικό μου το μαγαζί, το έστησα εγώ το 1981, και ήταν το πρώτο μαγαζί στην Αθήνα που άνοιξε με ρεμπέτικα εκείνη την εποχή. Εκεί συναντιόταν όλος ο κόσμος, φανταστείτε. Ηθοποιοί, μουσικοί, γενικώς της τέχνης.

Εκεί στις αρχές του ’80 είχε γίνει μόδα το ρεμπέτικο;

Εμείς το κάναμε μόδα στην Αθήνα, και μετά άνοιξε το «Ταξίμι», η «Φραγκοσυριανή», όλα τα ρεμπετομάγαζα στα Εξάρχεια.

Τι σας ώθησε να ανοίξετε ένα τέτοιο μαγαζί;

Από μικρός ρεμπέτικα άκουγα. Τι να άνοιγα, λοιπόν; Ροκ; Αν και το ρεμπέτικο είναι ροκ! Ο Μάρκος είναι ροκ!

Πότε πρωτακούσατε ρεμπέτικο;

Πιτσιρικάς εδώ στη Σκόπελο, από τα γραμμόφωνα. Μάρκο, Παπαϊωάννου, τέτοια πράγματα. Από την οικογένεια δεν είχα κανένα ερέθισμα, αλλά όλη η Σκόπελος άκουγε ρεμπέτικα. Δεν έχουμε νησιώτικα, φοράμε …φουστανέλες εδώ. Η Σκόπελος είναι κάτι άλλο, δεν είναι νησί. Ήρθε εδώ κόσμος απ’ όπου μπορείς να φανταστείς, κι από τη Μικρά Ασία, κι από τ’ Άγραφα.

Κι από ακροατής τι συνέβη και γίνατε μουσικός και τραγουδιστής;

Το ’65 που πήγα στην Αθήνα δούλευα οικοδόμος. Τα μεροκάματα ήταν μικρά. Μια μέρα πέρασα από την Ομόνοια, είδα ένα μπουζούκι και το αγόρασα. Άκουγα τα τραγούδια στις ταβέρνες από τα τζουκ-μποξ, και μετά πήγαινα σπίτι και έπαιζα τη μελωδία. Το ’72 - ’73 αφήνω την οικοδομή και ξεκινάω να παίζω καλοκαίρια στη Σκόπελο, στα «Δειλινά». Εν συνεχεία, στην Αθήνα, πήγα και σε μεγαλύτερα κέντρα.

Ώσπου το 1983 - ’84 έρχεται η περίφημη σειρά «Το Μινόρε της Αυγής» με σας να αναλαμβάνετε ένα μεγάλο μέρος της ερμηνείας των τραγουδιών. Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας;

Βασικοί παράγοντες ήταν οι ηθοποιοί και το τραγούδι. Οι ηθοποιοί ήταν ξακουστοί, άλλος έκανε τον Μάρκο, άλλος τον Μπάτη. Ξέρεις, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πάνου Σαββόπουλου, το τραγούδι «Το Μινόρε της Αυγής» δεν είναι του Μάτσα, είναι του Χατζηχρήστου. Και η μελωδία αυτό δείχνει.



Με τον Φώτη Μεσθεναίο



Γενικά πάντως η δισκογραφία σας είναι αρκετά μικρή παρά τα τόσα χρόνια που τραγουδάτε. Γιατί;

Καταρχήν, εφτά χρόνια ήμουν στον Μάτσα, από το ’79 μέχρι το ’86. Γινόταν το εξής: έβλεπε π.χ. έναν τραγουδιστή ο Μάτσας και σου έκανε ένα συμβόλαιο, σου έκανε ένα δίσκο, και μετά σε έκλεινε στο ψυγείο. Πήγα να σπάσω το συμβόλαιο, άργησα δέκα μέρες, και παρατάθηκε για άλλα δυο χρόνια. Ο Μάτσας, όμως, έκανε και ένα καλό: με πρότεινε στον Φώτη Μεσθεναίο, όταν αυτός ζητούσε μια ρεμπέτικη φωνή για το «Μινόρε». Και με πήρε τηλέφωνο ο Μεσθεναίος στη Σκόπελο, μιλήσαμε, και έγινε ό,τι έγινε.

Εσείς δεν επιδιώξατε να το κυνηγήσετε λίγο περισσότερο το δισκογραφικό;

Όχι.

Πώς σας φαίνεται που επανέρχεται ο Τσιτσάνης; Swing, λάτιν, μπιτ, μέχρι και σε διαφήμιση τον ακούμε.

Δεν ζει ο Τσιτσάνης για να απαντήσει - αυτός θα έπρεπε να απαντήσει.

Εγώ ρωτάω εσάς.

Εμένα δεν μ’ αρέσει. Τα τραγούδια είναι γραμμένα συγκεκριμένα, πάει και τελείωσε. Γράψε εσύ κάτι άλλο αν μπορείς. Μην τα πειράζεις. Όλα αυτά τα ρεμπέτικα έχουν εικόνες, έχουν ιστορία.

Μήπως όμως έτσι περνάει στη νεολαία; Αξίζει το τίμημα να «πειράξουμε» τα τραγούδια για να τα ακούσει η επόμενη γενιά.

Όχι, δεν αξίζει. Αν αγαπάς κάτι, να ψάξεις να το ακούσεις.

Εσείς πώς αντιμετωπίσατε σαν μουσικός και ερμηνευτής το ρεμπέτικο τραγούδι; Προσπαθήσατε να το μεταφέρετε πιστά;

Ακριβώς. Από τα ακούσματα που είχα σαν πιτσιρικάκι, θεωρούσα και θεωρώ ότι είναι σωστό αυτό που έχει γράψει ο συνθέτης και ο στιχουργός. Και δεν πρέπει να βάζουμε χέρι στο έργο του καλλιτέχνη. Τέλος!

Πώς νοιώθετε που τα παιδιά έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν την τέχνη σας;

Τα παιδιά μεγάλωσαν εδώ, στο μαγαζί. Ναι μεν ακούνε κι άλλα, μην τα πω (γέλια…), αλλά η βάση είναι το ρεμπέτικο.

Τα πιέσατε εσείς;

Όχι βέβαια. Μαζί παίζαμε, όπως παίζουμε τώρα. Μόνοι τους αποφάσισαν να ασχοληθούν. Τους άρεσε το χειροκρότημα - σε ποιον δεν αρέσει;



Με τους δυο γιους του, τον Αντώνη και τον Θοδωρή Ξηντάρη



Πάντως, παρατηρώ ότι υπάρχουν στο χώρο πολλά νέα παιδιά-οργανοπαίκτες με εντυπωσιακές μουσικές δεξιότητες.

Μουσικοί υπάρχουν, τραγουδιστές δεν υπάρχουν. Τότε, για να γίνεις τραγουδιστής έπρεπε να ξέρεις να πεις αμανέ. Όλοι είχαν την προσωπικότητά τους - άκουγες έναν τραγουδιστή και έλεγες «είναι αυτός», «είναι εκείνος». Τώρα είναι σαν το καρδιογράφημα όταν πεθαίνει κάποιος - μια ευθεία γραμμή.

Τι συμβαίνει όταν τραγουδάτε αμανέ;

Ο αμανές είναι προσωπικό θέμα και τα τρία λεπτά του τα ζεις μόνος σου. Ναι, μεν, απευθύνεσαι στο κοινό, αλλά είσαι αλλού. Ο αμανές είναι το ταξίμι της φωνής. Και είσαι μόνος σου, σαν τον χορευτή. Μην κοιτάς τώρα που χορεύουν σαν να πατάνε τα σταφύλια· ο πραγματικός χορευτής χορεύει το ζεϊμπέκικο ή το απτάλικο και κοιτάζει μόνο την πίστα, τίποτε άλλο. Από τότε που ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο στην ταινία «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου», το πήραν το στυλ αυτό όλοι οι ελληναράδες και χορεύουν σαν τον Παπαμιχαήλ. Έλεος!

Πότε νοιώσατε ότι κάτι άρχισε να αλλάζει στην ελληνική κοινωνία και να μπαίνουμε στην παραλιακή και στα τζιπ; Τη βιώσατε αυτή τη νεοελληνική μετάλλαξη;

Από το ’90 και μετά άρχισε η κατηφόρα και ο νεοπλουτισμός. Εγώ δεν άλλαξα καθόλου - το πολύ-πολύ να έπαιρνα πέντε-δέκα δραχμές παραπάνω μεροκάματο. Έβλεπα όμως τον κόσμο που ερχόταν και χαλούσε πάρα πολλά λεφτά. Έρχονταν κάτι άσχετοι με κάτι κουρσάρες και πετούσαν τριακόσιες χιλιάδες δραχμές σε λουλούδια. Πού τα βρήκες τα τριακόσια χιλιάρικα; Από τότε ξεκίνησε η κατηφόρα.

Η κρίση μπορεί να δημιουργήσει τίποτα;

Ναι, αμέ. Αν ζοριστεί ο άλλος, δημιουργεί. Και τραγούδια γράφει, και μουσική γράφει. Είπαμε, το λαϊκό τραγούδι είναι πονεμένο τραγούδι, μερακλίδικο.

Το ρεμπέτικο γιατί εξακολουθεί να συγκινεί τον κόσμο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο;

Κάθε ένας άνθρωπος έχει την ιστορία του, και τα ρεμπέτικα τραγούδια τα έχουν πει όλα. Θα ακούσω ένα τραγούδι, θα μου φέρει την εικόνα της ιστορίας μου, και θα το αγαπήσω. «Κάθε ένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι / που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί», που λέει κι ο στίχος. Γι’ αυτό έχει δύναμη το ρεμπέτικο και είναι κλασικό, και δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ η «Φραγκοσυριανή» και η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Έχει γραφτεί η ιστορία, πια. Για ποιο πράγμα θες να μιλήσει το ρεμπέτικο; Για τη φθίση, για την αρρώστια, για την ξενιτιά, για τον πόνο, για χωρισμούς, για αγάπη; Όλα τα ’χει.

Μήπως έχετε κουραστεί λίγο τα τελευταία χρόνια; Μήπως σας ενόχλησε κάτι;

Κουράστηκα λίγο, είναι αλήθεια. Δεν με έχει κουράσει το τραγούδι, ούτε η μουσική. Ο κόσμος με κούρασε - όχι το κοινό αλλά ο κόσμος του σιναφιού μας. Οι ίντριγκες, τα υπόγεια που γίνονται, δεν μ’ αρέσουν αυτά. Δεν υπάρχει μπέσα, δεν υπάρχει φιλότιμο πια.

Ήταν αλλιώς τα πράγματα; Τι άλλαξε;

Οι εταιρείες αλλάξανε, η προβολή που έπρεπε να γίνει στον κάθε καλλιτέχνη έβγαλε προς τα έξω το «φαίνεσθε» και όχι το «είναι», ήρθαν στην επιφάνεια βεντετισμοί, και τίποτε άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που τους εμπιστεύτηκα και τους θεωρούσα φίλους μου, και τελικά αποδείχθηκαν βεντέτες. Σ’ αυτά τα πράγματα εγώ δεν συμμετέχω και τα ’χω σιχαθεί. Δεν έχω κουραστεί να τραγουδάω - το αντίθετο· και στο μηχανάκι πάνω, όταν πάω για ψώνια, τραγουδάω. Με κούρασε όμως το περιβάλλον.

Φτάνει όμως μόνο η «Ανατολή»;

Όχι, δεν φτάνει. Θέλω απλά να ξεκουραστώ λίγο.

Χώρο δικό σας στην Αθήνα δεν σκέφτεστε;

Όχι, εκτός κι αν το θελήσουν κάποτε τα παιδιά.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, στην «Ανατολή»;

Ο Θωμάς Κοροβίνης - έρχεται κάθε καλοκαίρι εδώ, είμαστε φίλοι - το ονόμασε «το Ηρώδειο της Σκοπέλου». Κάθε βράδυ εδώ γίνεται κάτι σαν συναυλία. Έχει και τα επίπεδα ο χώρος και βοηθάει αυτό, δεν είναι μια ευθεία, μια πλατεία. Τα παιδιά παίζουν και πιο λαϊκά τραγούδια, και Ζαμπέτα, και Σπανό, και κάνουν κέφι και ευχαριστιέται ο κόσμος. Μαγειρεύω τα ωραία μεζεδάκια, και τρώμε κιόλας!

Πώς το ξεκινήσατε;

Τον χώρο τον έφτιαξα μόνος μου - ανέβαζα τα υλικά με το μουλάρι. Λιθαράκι-λιθαράκι έγινε αυτό το πράγμα. Στην αρχή έφτιαχνα τα φαγητά στην παραλία και τα έφερνα στο ταψάκι …τρέλα! Είναι σαν παιδί μου πλέον η «Ανατολή». Το χειμώνα έρχομαι εδώ, κάθομαι μόνος μου στην πεζούλα, και αγναντεύω το πέλαγος. Έχω χύσει πολύ ιδρώτα για το μαγαζί. Η «Ανατολή» είναι 32-33 χρόνια τώρα, απ’ το 1982. Και το ξέρουν πολλοί το μαγαζί, μέχρι και στο εξωτερικό.

Πού οφείλεται η συνέπειά σας τόσα χρόνια ταγμένος σ’ αυτό το είδος;

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ο δρόμος. Αν φύγεις απ’ αυτό το δρόμο, ξέφυγες. Εγώ βαδίζω πάνω σ’ αυτό το δρόμο κι έχω μια ταυτότητα: είμαι αυτός που μου αρέσουν τα ρεμπέτικα και τα τραγουδάω. Μια φορά πήγαμε στην Κολούμπια να ηχογραφήσουμε 122 τραγούδια και μου λένε «μπες μέσα να ηχογραφήσεις». Μπαίνω να ηχογραφήσω τον «Μανέ της καληνυχτιάς» - κανείς στο στούντιο. Πού είναι οι μουσικοί; Πώς γίνεται αυτό; Από ποιο τόνο το έχουν ηχογραφήσει αυτοί και από ποιο τόνο τραγουδάω εγώ; Πότε μπαίνω; Το όργανο πρέπει να ακολουθεί εμένα, όχι εγώ το όργανο. Αν το ακούσεις το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι λέξη-λέξη ραμμένο με …συρραπτικό.



Με τον Γιάννη Σταματίου (Σπόρο)



Γιατί πρέπει να γράφουν μαζί μουσικοί και τραγουδιστής;

Γιατί πρέπει να έχουν επαφή. Και πρέπει να βλέπεις τον άλλον στα μάτια, να διορθώνει ο ένας τον άλλον. Να σου πει ο άλλος: «Δεν το έπαιξες καλά εκεί, βάλε λίγη γλύκα, ζαχάρωσέ το λίγο, πότισέ το». Χάνεται όλο το χρώμα για τον ακροατή πλέον, χάνεται η επαφή.

Τραγουδάτε το λαϊκό τραγούδι μιας συγκεκριμένης εποχής. Ποιο είναι το λαϊκό τραγούδι της σημερινής εποχής μας;

Αυτό που δίνει το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Εγώ μαγειρεύω το πρωί και ακούω ραδιόφωνο· όλο για αετούς λένε, κι όταν πέσει ο αητός στη γη, και να τον σκοτώσεις τον αητό, και πάει λέγοντας. Τι αηδίες είναι αυτές; Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι της εποχής μας… πιο πολύ για θόρυβος μου ακούγεται. Πήγαινε σ’ ένα μαγαζί τεράστιο όπου είναι τα ονόματα αυτά τα καινούργια. Σε όλα τα μαγαζιά, αν δεν παιχτεί παλιό λαϊκό και ρεμπέτικο, δεν κλείνει το πρόγραμμα. Έχουν στερέψει κι από συνθέτες, κι από στιχουργούς κι από φωνές.

Υπάρχει ένας συνθέτης του ρεμπέτικου που πιστεύετε ότι δεν έχει ανακαλυφθεί όσο έπρεπε; Που δεν έχει αναγνωριστεί;

Ναι, ο Χατζηχρήστος. Δεν έχει ούτε ένα κακό τραγούδι. Και ο Παπαϊωάννου. Δεν τον γνώρισα, αλλά είναι γνωστό ότι ήταν ψυχούλα, κερνούσε όλο τον κόσμο και έκανε κέφι για όλο τον κόσμο.

Τον Βαμβακάρη τον γνωρίσατε ποτέ;

Τον συνάντησα για λίγο στην τελευταία του συναυλία, στη «Μαργκώ», στα Πατήσια. Του έσφιξα το χέρι, βρε αδερφέ, και του είπα «γεια σου δάσκαλε».

Υπήρξε δάσκαλος;

Μα δάσκαλος είναι, βέβαια. Τα παιδιά νομίζουν ότι μπορούν να παίξουν και να μάθουν εύκολα τα τραγούδια του Μάρκου επειδή είναι απλά. Αλλά πάντα ξαναγυρίζουν σ’ αυτόν, γιατί είναι δύσκολος. Είναι συμπαντάρχης, άρχοντας του σύμπαντος. Ο Μάρκος ξεκίνησε το ρεμπέτικο τραγούδι κι ο Περιστέρης και ο Τούντας απ’ τη Μικρά Ασία. Και συνέβαλλε κι ο Μάτσας ώστε όλοι αυτοί να αρχίσουν να γράφουν στο στούντιο. Όσοι άφησαν τον Μάρκο και τον Μπάτη και τον Αρτέμη να γράψουν στο στούντιο αυτά τα τραγούδια έγραψαν κι αυτοί ιστορία μαζί τους, γιατί κατάλαβαν τον κόσμο και το άκουσμά του.

Ποιος είναι ο ρεμπέτης;

Ρεμπέτης είναι ο απλός άνθρωπος, ο σωστός, μερακλής και γενναίος. Πρέπει να αγαπάς το συγκεκριμένο τραγούδι και να είσαι μερακλής. Ξέρεις τι θα πει μερακλής; Ότι είσαι στεναχωρημένος, ότι έχεις στεναχώρια. Άλλοι το παρεξηγούν, με τεκέδες, χασίσια και τέτοια. Δεν ήταν έτσι - οι ρεμπέτες ήταν οικογενειάρχες, σωστοί, λαϊκοί άνθρωποι.

Τελικά, δηλαδή, το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι του περιθωρίου ή του πολύ κόσμου;

Του πολύ κόσμου είναι. Γραφτήκαν πέντε χασικλίδικα και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Δεν σημαίνει ότι το ρεμπέτικο ήταν του περιθωρίου, για μάγκες και κουτσαβάκηδες. Για κλωτσιές ήταν αυτοί, κάτι τσογλάνια. Ήταν τσογλάνια ο Μάρκος ή ο Χατζηχρήστος που έγραψαν τέτοια τραγούδια; Με τα παιδιά τους και την οικογένειά τους ήταν. Αλλά θέλουν να σου κολλήσουν τη ρετσινιά.

Ποιο είναι το μυστικό στη συνταγή για τα κεφτεδάκια της «Ανατολής»;


(γελάει). Η αγάπη. Και θέλει αγνά υλικά, καταρχήν. Οι πρώτες ύλες είναι σημαντικές. Όπως ο Μάρκος· πρώτη ύλη είναι ο Μάρκος. Όλα είναι ντόπια, ρίγανη μαζεμένη από εμάς, δυόσμος από μας. Θέλει το αυγουλάκι του, το κρεμμυδάκι του, το σκορδάκι του, το λαδάκι του, το ψωμάκι του και την αγάπη μου. Κι ένα μπέικιν πάουντερ, αναλόγως τον κιμά. Και ουζάκι άμα θες βάζεις. Και τελειώσαμε.





Τη συνέντευξη τη διαβάζουμε και στο "Περιοδικό", ΕΔΩ!

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Συνέντευη με τον Πέτρο Δραγουμάνο





Πέτρος Δραγουμάνος:

«Η δισκοθήκη στο σπίτι θα μας θυμίζει πώς ακούγαμε μουσική στο παρελθόν»


Μια κουβέντα με τον γνωστό ερευνητή για την ελληνική δισκογραφία και τη μετάβαση από το CD στο streaming.


τη συνέντυξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Κάποιοι τον πρωτογνώρισαν το 1990, όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο «Οδηγός Ελληνικής Δισκογραφίας» του. Κάποιοι άλλοι, αναγνώστες του ιστορικού «Διφώνου», τον θυμούνται να υπογράφει την αναλυτική δισκογραφία του καλλιτέχνη στο τέλος κάθε συνέντευξης. Πλέον, μας απασχολεί κάθε χρόνο με την ετήσια, ψηφιακή έκδοση του «Οδηγού» του - πολύτιμο εργαλείο για κάθε φίλο και φίλη της ελληνικής μουσικής. Για όσους δεν το κατάλαβαν ακόμα, η έρευνα της δισκογραφικής παραγωγής στη χώρα μας έχει ένα ονοματεπώνυμο: ο κύριος Πέτρος Δραγουμάνος!


Ποσοτικά πώς «τσουλάει» η δισκογραφία μας σήμερα, κύριε Δραγουμάνο; Υπάρχει κάποια ανάκαμψη, ή η κατηφόρα συνεχίζεται;

Την δεκαετία του 2000 η ετήσια δισκογραφική παραγωγή ήταν αύξουσα με κορύφωση το 2008 που έφθασε τους 2069 δίσκους. To 2009 έπεσε στους 1582. Το 2010 στους 1278. Το 2011 κυκλοφόρησαν 874 ελληνικοί δίσκοι, δηλαδή η παραγωγή έπεσε στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980. Τα έτη 2012, 2013 και 2014 η ελληνική δισκογραφική παραγωγή κυμάνθηκε γύρω στους 650 δίσκους.

Ο όρος «κρίση της δισκογραφίας» συνιστά πλέον κοινοτοπία. Πού εντοπίζεται εσείς τους λόγους αυτής της κρίσης; Οικονομική ύφεση; Έλλειψη δημιουργίας;

Η κρίση της δισκογραφίας οφείλεται και στην οικονομική κρίση. Ο κύριος λόγος όμως είναι η αλλαγή του τρόπου διάθεσης της μουσικής που είναι πλέον άυλη. Ακούμε τα τραγούδια με streaming ή τα κατεβάζουμε και τα αποθηκεύουμε ψηφιακά. Δεν χρειάζεται να αγοράσουμε το φυσικό προϊόν. Μουσική δημιουργία εξακολουθεί να υπάρχει. Το κέρδος από το μουσικό προϊόν έχει μειωθεί αισθητά.

Και πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση όλων αυτών των μεμονωμένων τραγουδιών που βγαίνουν στο youtube και σε άλλες ψηφιακές πλατφόρμες, χωρίς να είναι μέρος ενός δίσκου; Τα παρακολουθείτε κι αυτά; Τα καταγράφετε;

Καταγράφω τους δίσκους σαν φυσικό προϊόν. Πολλά τραγούδια ξεκινούν την καριέρα τους ψηφιακά. Αρκετά απ’ αυτά όμως, θα τυπωθούν σε κάποιο CD, είτε συλλογή είτε προσωπικό του ερμηνευτή. Λιγότερα θα χαραχθούν σε βινύλιο. Τραγουδιστές και δημιουργοί εξακολουθούν να αγαπούν το φυσικό προϊόν, γι’ αυτό το ψηφιακό είναι το πρώτο σκαλί.

Πώς μπήκατε στην περιπέτεια του Οδηγού Ελληνικής Δισκογραφίας; Φαντάζομαι ότι τη δεκαετία του ’80, χωρίς διαδίκτυο και ψηφιακές τεχνολογίες, η δουλειά σας μόνο εύκολη δεν θα ήταν στο ξεκίνημα…

Ξεκίνησα την καταγραφή της ελληνικής δισκογραφίας το 1985 με την χρήση ενός PC και γνώσεις προγραμματισμού και βάσεων δεδομένων. Το 1990 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε βιβλίο 260 σελίδων, ο Κατάλογος της Ελληνικής Δισκογραφίας 1960-1990. Μετά από αυτή την έκδοση όλες οι δισκογραφικές εταιρείες μου άνοιξαν τα αρχεία τους και μπόρεσα να συμπληρώσω και να βελτιώσω τα δεδομένα και τις πληροφορίες. Η έκτη και τελευταία έκδοση του βιβλίου ήταν 1300 σελίδες και περιέχει τους ελληνικούς δίσκους που κυκλοφόρησαν από το 1950 ως το τέλος 2007. Έκτοτε ο κατάλογος κυκλοφορεί σε DVD.

Και τι μπορεί να περιμένει ο υποψήφιος αγοραστής του DVD με τον Οδηγό σας; Τι ακριβώς περιέχεται σ’ αυτό;

Πληροφορίες για περισσότερους από 44.000 ελληνικούς δίσκους, LP και CD, που κυκλοφόρησαν από το 1950 ως σήμερα. Για κάθε δίσκο βλέπεις το εξώφυλλο, τους τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργούς, τα τραγούδια, το έτος και μήνα κυκλοφορίας, την εταιρεία. Πληροφορεί αν ο δίσκος έγινε χρυσός ή πλατινένιος, αν είναι ορχηστρικός, soundtrack, παιδικός, τηλεοπτικός, κ.α. Υπάρχουν μικρά βιογραφικά για τους καλλιτέχνες και οι φωτογραφίες τους.

Ανεκδοτολογικά ρωτώντας, υπήρξε κάποιος μεγάλος γρίφος που στοίχειωσε την έρευνά σας; Και πώς τον λύσατε;

Είναι σύνηθες σε δίσκους με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων και κλασσικών λαϊκών τραγουδιών να υπάρχουν λάθη στους τίτλους και στους δημιουργούς. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό οφείλεται στους τραγουδιστές αυτών των δίσκων, που τιτλοφορούν αυθαίρετα τα τραγούδια αυτά και αποδίδουν στον τραγουδιστή της πρωτότυπης εκτέλεσης την μουσική ή τους στίχους του τραγουδιού. Στο DVD της ελληνικής δισκογραφίας έχω διορθώσει τα λάθη ώστε να υπάρχει η σωστή πληροφόρηση για τις επανεκτελέσεις των τραγουδιών.

Αν έψαχνα έναν δυσεύρετο δίσκο, σε ποιους συλλέκτες ελληνικής μουσικής θα με στέλνατε - εκτός φυσικά από τον εαυτό σας - για να τον βρω; Και σε ποιο βαθμό επωφεληθήκατε κι εσείς από συλλέκτες δίσκων στην έρευνά σας;

Ο καλύτερος τρόπος για να βρεις σπάνιο LP ή CD, είναι τα παλαιοπωλεία δίσκων και το internet. Όλα υπάρχουν προς πώληση και έχουν βέβαια την τιμή τους. Προσφορά και ζήτηση. Αρκετοί συλλέκτες με βοήθησαν και με βοηθούν στην καταγραφή της ελληνικής δισκογραφίας. Οι συλλογές τους αποτελούνται από χιλιάδες βινύλια και CD.

Όπως σωστά έχετε επισημάνει κι εσείς στην αρθρογραφία σας στο MusicPaper, πλέον το ψηφιακό «κατέβασμα» μουσικής ακολουθεί πτωτική τάση και αντικαθίσταται από το streaming. Οδεύουμε τελικά προς το τέλος της προσωπικής δισκοθήκης;

Η κρίση της δισκογραφίας δεν μεταφράζεται σε κρίση μουσικής παραγωγής. Η δισκοθήκη που υπάρχει στα σπίτια μας θα μας θυμίζει τον τρόπο που ακούγαμε μουσική στο παρελθόν. Την δεκαετία του 1960 αγόραζα δίσκους 45 στροφών. Στα ’70s και στα ’80s κυριαρχούσε εμπορικά το LP. Απ’ το 1990 και μετά αγοράζαμε CDs. Μέχρι πρόσφατα είχαμε εκατοντάδες τραγούδια με MP3. Πολύ σύντομα θα ακούμε μουσική με streaming από παγκόσμιες μουσικές βιβλιοθήκες με εκατομμύρια τραγούδια.

Αυτή η μετάβαση από τη μεγάλη κλίμακα του δίσκου στο μεμονωμένο τραγούδι είναι μόνο «τεχνικό» θέμα; Ή έχει και καλλιτεχνικό αντίκτυπο; Φαντάζομαι ότι το «Canto General» ή η «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ» είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μεμονωμένων tracks.

Το ζητούμενο είναι και ήταν πάντα, η επιτυχία ενός ή δύο τραγουδιών. Αυτό θα φέρει το οικονομικό όφελος για τον τραγουδιστή, τους δημιουργούς και την εταιρεία. Σήμερα επιτυχημένος δίσκος είναι όποιος πουλήσει πάνω από 1000 αντίτυπα. Με πωλήσεις 300 ή 500 CD, είναι δύσκολο να καλυφθούν τα έξοδα της ηχογράφησης και της κατασκευής. Τώρα οι 9 στους 10 δίσκους χρηματοδοτούνται από τους καλλιτέχνες. Ο καθένας αποφασίζει ανάλογα με την τσέπη του.

Μουσική ακούει ο ερευνητής, ή μόνο καταγράφει; Ποιους πέντε δίσκους της νεότερης παραγωγής των τελευταίων 1-2 ετών ξεχωρίζετε;

Μουσική ακούω στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στον περίπατο από το mp3 player. Ο τρόπος ακρόασης έχει αλλάξει. Ακούω τραγούδια και όχι δίσκους.

Και ποιοι είναι οι πέντε δίσκοι ελληνικής μουσικής & τραγουδιού οποιασδήποτε περιόδου που θα δίνατε σ’ έναν φιλόμουσο εξωγήινο για να τον μυήσετε στην ελληνική δισκογραφία;

Δεν θα του δώσω δίσκους αλλά μια συλλογή 100 ελληνικών τραγουδιών. Θα βάλω μέσα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλο, Τσιτσάνη, Μουζάκη, Κατσιμίχα, Μαχαιρίτσα, Χιώτη, Καλδάρα, Πορτοκάλογλου, Ακη Πάνου, Τουρνά, Ζαμπέτα. Πάντα κάτι θα λείπει αλλά τίποτα δεν μπορεί να είναι πλήρες.

Πόσο σημαντικές ποσοτικά είναι οι επανεκτελέσεις και οι live ηχογραφήσεις στη δισκογραφία; Ήταν πάντα έτσι; Ή μπορείτε να εντοπίσετε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο όπου η επανεκτέλεση παίρνει το πάνω χέρι σε σχέση με την πρωτογενή δημιουργία;

Οι live ηχογραφήσεις είναι ο εύκολος τρόπος να γεμίσεις ένα δίσκο με επιτυχίες και να ξαναπουλήσεις τα τραγούδια. Οι επανεκτελέσεις σπάνια ξεπερνούν το πρωτότυπο. Όταν το καταφέρουν είναι η εξαίρεση και γι’ αυτό το θυμόμαστε και το αναφέρουμε.

Τελικά, έχετε καταλήξει στο ποιοι είναι οι δίσκοι με τις υψηλότερες πωλήσεις στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού; Έχουμε και συγκεκριμένα νούμερα;

Οι ελληνικοί δίσκοι με πωλήσεις μεγαλύτερες από 500.000 αντίτυπα είναι ο «Δρόμος» του Μίμη Πλέσσα, τα «Νησιώτικα» του Γιάννη Πάριου, το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο «Σταυρός του Νότου» του Θάνου Μικρούτσικου και τρεις δίσκοι του Γιώργου Νταλάρα, «Τα τραγούδια μου», «Latin» και «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι».

Και ποιες φωνές αγοράζουμε σήμερα; Παντελίδη και Πάολα, ή έχει και τίποτε άλλο το μενού;

Σήμερα ισχύει ό,τι και στο παρελθόν. Συνυπάρχουν στην επιτυχία και στην αποτυχία όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής.

Σας γνώρισα ως μαθητής Λυκείου, διαβάζοντας την αναλυτική δισκογραφία κάθε καλλιτέχνη που συνόδευε τη συνέντευξή του στο «Δίφωνο». Ποια έντυπα και ψηφιακά μέσα σε σχέση με τη μουσική παρακολουθείτε;

Τα έντυπα μουσικά περιοδικά διαφέρουν από τα ψηφιακά. Τα πρώτα ασχολούνται κυρίως με θέματα αρχείου και ιστορίας. Τα ψηφιακά με την επικαιρότητα. Ηλεκτρονικά διαβάζω τα musicpaper, ogdoo, diskoryxeion και avopolis. Από το περίπτερο αγοράζω τον Μετρονόμο και το Sonik.

Σε προσωπικό επίπεδο, τι κρατάτε απ’ όλη αυτή την ενασχόλησή σας πέρα από την κάλυψη των βιοποριστικών σας αναγκών; Τελικά το να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα είναι βασική προϋπόθεση της ευτυχίας;

Το χόμπι έγινε επάγγελμα και αυτό με έκανε συναισθηματικά πλούσιο. Μου άνοιξε δρόμους και μου έδωσε εμπειρίες που δεν θα αποκτούσα σαν απλός ακροατής της ελληνικής μουσικής. Η πραγματική αμοιβή μου είναι το πρόσφατο γεγονός που θα περιγράψω. Είμαστε μια μεγάλη παρέα σε ταβέρνα που συνεχώς εμπλουτίζεται από νέες αφίξεις. Τελικά γίναμε σχεδόν 20, όλοι από τον χώρο των ραδιοφώνων και της ελληνικής μουσικής. Δημοσιογράφοι, μουσικοί, τραγουδιστές, συνθέτες. Τελευταίος φθάνει ο τραγουδοποιός Γιάννης Νικολάου (Λαθρεπιβάτες). Κάθεται δίπλα μου γιατί υπήρχε μια ελεύθερη καρέκλα και μου λέει: «Εσένα δεν σε ξέρω από κοντά αλλά μου είσαι πολύ συμπαθής γι’ αυτό που έχεις κάνει για την ελληνική μουσική».




Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Ο Αλέξης Βάκης γράφει για τον Άκη Πάνου





Ο ΑΛΕΞΗΣ ΒΑΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟ ΑΚΗ ΠΑΝΟΥ


Η πρώτη φορά που παραδόθηκα συνειδητά σε τραγούδι του ήταν το καλοκαίρι του 1977: Οι διαφημιστικές εκπομπές της COLUMBIA στο ραδιόφωνο έπαιζαν του σκοτωμού Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του (κατ’ ουσίαν απομονώνοντάς το από τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου «Παρών», αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση). Ήμουν δεκάξι χρονών, σχετικά πρόσφατα μυημένος στα λαϊκά ακούσματα και η δύναμη αυτού του νευρικού απτάλικου δεν γινόταν να με αφήσει αδιάφορο. Άλλωστε μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που ο Μανώλης Μητσιάς, τον οποίο είχα συνηθίσει στο κλίμα του Χατζιδάκι, του Μούτση και του Κηλαηδόνη, ήταν σε θέση να τραγουδήσει τόσο πειστικά ένα τέτοιο «σκληρό» μπουζουκοτράγουδο.

Κάτι που δεν είχα νιώσει τόσο έντονα τέσσερα χρόνια πριν, το 1973, όταν «τσίμπησα» μεν με το παιχνίδι των λέξεων στο Τι Μαϊστρος Τι Βαρδάρης (το λύνεις και δε λύνεται / το ψήνεις και δεν ψήνεται / το βρίζεις δεν αισχύνεται / το τρως δεν καταπίνεται κ.λπ.), όμως κάτι το ακατανόητο ρεφρέν, κάτι ο Τόλης Βοσκόπουλος, που ουδέποτε υπήρξα fan του, η αίσθηση που απεκόμισα παρέμεινε ημιτελής.

Εν πάση περιπτώσει, έμαθα κάμποσα πράγματα για τον Άκη Πάνου εκείνη την εποχή. Άκουσα, ετεροχρονισμένα μεν, αλλά προσεκτικά, τα παλιότερα σουξέ του με τον Μπιθικώτση, τον Διονυσίου και τη Μοσχολιού, άφησα ανοιχτούς λογαριασμούς με τα έξι -και μόνον- τραγούδια του που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης (διότι καταστάσεις σαν κι αυτές που πραγματεύεται Η Ζωή Μου Όλη ή το Μίσος υπερβαίνουν τις παραστάσεις ζωής ενός εφήβου), συγκλονίστηκα με τον άμεσο αλλά και ποιητικό τρόπο που περιγράφει τη σεξουαλική πράξη στο αριστουργηματικό χασάπικο Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα.

Σαν να λέμε, είχα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωσή του με ενδιέφερε, έτσι αποφάσισα να παρακολουθώ συστηματικά κάθε δημιουργική του δραστηριότητα. Αν και ακόμα αδυνατούσα να κατανοήσω πώς ήταν δυνατόν να αισθάνεται κυρίως, για να μην πω αποκλειστικά, ως «στιχουργός» (έχοντας σε κάθε περίπτωση πάντως τη δυνατότητα να υψώνει το Λόγο σε πρωτοφανέρωτα νοητικά και αισθαντικά πεδία), την ίδια στιγμή που οι μουσικές του μου φαίνονταν –και ήταν- τόσο μπροστά από την εποχή τους.

Η καθοριστική χρονιά για να πάρω χαμπάρι κι άλλα πράγματα για κείνον ήταν το 1982: Η χρονιά που κυκλοφόρησε το περιοδικό ΝΤΕΦΙ (με υπότιτλο «για το τραγούδι και όλα τα άλλα»), όπου η συντακτική επιτροπή τον είχε αναγορεύσει σε απόλυτο μέντορά της. Είχα πλέον την ευκαιρία να διαβάζω σε τακτά χρονικά διαστήματα διάφορα γραπτά του, που άλλα μου επιβεβαίωναν την εξαιρετική διαύγεια της σκέψης του και άλλα με εξόργιζαν με τον δογματισμό τους, όπως, ας πούμε, τότε που μίλησε πολύ περιφρονητικά για το τετράχορδο μπουζούκι και εκείνους που το κρατούσαν. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ο δίσκος «Θέλω Να Τα Πω», με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα.

Στο οπισθόφυλλο του δίσκου υπήρχε ένα κείμενό του με το οποίο αυτοτοποθετείται στον αντίποδα της μοντέρνας ποίησης, ειρωνευόμενος μάλιστα ανοιχτά τον Γκάτσο και τον Ελύτη: «Δεν είναι τραγικό αν σε καταλάβουν και δεν σε δεχτούν, τραγικό είναι να σε δέχονται χωρίς να σε καταλαβαίνουν. Τούτο το τελευταίο δεν είναι "ποίηση", είναι ένα απ’ τα πιστεύω μου. Τα τραγουδάκια που υπάρχουν σ’ αυτό το δίσκο είναι "απλοϊκά τραγουδάκια", με "άτεχνη" μουσική και στίχους με θέματα που καίνε εμένα κι όσους δεν τη "βρίσκουν" καθόλου, ποτέ και με τίποτα. Φοβάμαι πως θα σοκάρουν όσους τη "βρίσκουν" με την τρύπα της κολώνας, την Περσεφόνη, την πράσινη μύγα και τα σκατά των παιδιών».

Κάτι τέτοιες χοντράδες, συν οι πληροφορίες που έρχονταν από φίλους και οι οποίες μιλούσαν για έναν ιδιαίτερα δύσκολο και εγωκεντρικό άνθρωπο, με βασιλοχουντικές κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις, με έκαναν να «κουμπωθώ» κάπως. Χωρίς όμως να πάψω να δηλώνω θαυμαστής του. Τον χειμώνα του 1989 πήγα να δω μία από τις ζωντανές μουσικές παραστάσεις που έδινε μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ, στην Κυψέλη. Και βρέθηκα μπροστά σε ένα καταπληκτικό σκηνικό, τουλάχιστον ως προς τη διάταξη του πάλκου: Στην πρώτη σειρά τα μπουζούκια και πίσω - πίσω, σχεδόν αθέατοι, οι τραγουδιστές. Το ένιωθες πλέον πως ο ιδιοφυής αυτός δημιουργός είχε ανοιχτές εκκρεμότητες σε σχέση με το συνολικό status της υπόθεσης «τραγούδι» και πως είχε μπει για τα καλά στη ρότα της μετωπικής σύγκρουσης. Με όλους εν ανάγκη.

Την 1η Αυγούστου του 1997, μαζί με όλη την Ελλάδα, πάγωσα στο άκουσμα της είδησης ότι ο Άκης Πάνου, στο σπίτι του στη Λεύκη της Ξάνθης, πυροβόλησε και σκότωσε τον φίλο της κόρης του, μη εγκρίνοντας τη σχέση του μαζί της. Επί κάμποσες μέρες ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του για την υπόθεση. Δεν παρασύρθηκα σε μια τέτοια δίνη. Αν και μπήκα στον πειρασμό, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τους στίχους του, να προσπαθήσω να ανακαλύψω το «χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου» που -υποτίθεται ότι- κρυβόταν εκεί. Οκτώ μήνες αργότερα κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε καν αυτό της πολιτισμικής προσφοράς. Για έναν άνθρωπο ιδιαίτερου ψυχισμού (αλλά και με επιβαρημένη υγεία, κάτι που έγινε γνωστό σχεδόν αμέσως), ήταν φανερό πια πως ο χρόνος είχε αρχίσει να μετράει ανάποδα.

Πολλοί έχουν κατά καιρούς αποφανθεί για το σημαντικότερο τραγούδι που άφησε πίσω του ο Άκης Πάνου. Άλλοι ψηφίζουν Η Ζωή Μου Όλη, άλλοι Όταν Σημάνει η Ώρα, κάποιοι δίνουν «σημειολογικό» τόνο με Το Θολωμένο Μου Μυαλό ή ακόμα και με τον Τρελό. Δεν θα μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Όχι διότι είμαι κατά της αποτίμησης των καλλιτεχνικών έργων, ιδίως όταν αυτά επιβιώνουν στη συλλογική μνήμη και «κρίνονται» καθημερινά, στους χώρους που παίζεται η ελληνική λαϊκή μουσική.

Σε κάθε περίπτωση, ελπίζω να μου επιτρέπεται να τον θυμάμαι περήφανο και ερωτικό, μέσα από ένα «έλασσον» τραγούδι του 1982 που ερμήνευσε η Λυδία Σοφού (ήταν σχεδόν πενηντάρης τότε, οπότε εκ των πραγμάτων αισθάνομαι πιο κοντά στο εν γένει ψυχολογικό κλίμα). Όπου η ανατροπή της δεύτερης στροφής σε σχέση με την πρώτη δίνει το μέτρο του Μεγάλου:

Πώς να γελάσω, πώς να τραγουδήσω, 
πώς να γλεντήσω με καρδιά μισή.
Πώς να παλέψω, πώς να προσπαθήσω, 
πώς να ελπίσω όταν κλαις εσύ.

Πώς να τρομάξω, πώς να γονατίσω, 
όταν το χέρι μου κρατάς εσύ.
Πώς να δειλιάσω πόλεμο να κάνω, 
πώς να πεθάνω όταν ζεις εσύ.

ΑΛΕΞΗΣ ΒΑΚΗΣ



ΠΗΓΗ: Athens Voice 3 / 1 / 2013
ΣΕΙΡΑ: "Καταραμένοι Δημιουργοί"
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Τάκης Σκριβάνος

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Για το "Της ημέρας τα σκοτάδια" του Δαμιανού Πάντα και του Βασίλη Γισδάκη




Δαμιανός Πάντας - Βασίλης Γισδάκης
ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ
Μετρονόμος


Ο δίσκος βγήκε κάπου εκεί στην αλλαγή του χρόνου μεταξύ 2014 και 2015. Κι αυτό το χρονικά μετέωρο στο μεταίχμιο δύο ετών μπορούμε κάλλιστα να το μεταφέρουμε και στα δώδεκα τραγούδια του πρωτοεμφανιζόμενου συνθέτη Δαμιανού Πάντα που περιέχονται στα «Της ημέρας τα σκοτάδια». Βρίσκονται κι αυτές στο μεταίχμιο, στη διασταύρωση, καθαρόαιμου ροκ και «μετα-χατζιδακικής» μπαλάντας γωνία.

Δεν είναι όμως λογικής 2 σε 1 ο δίσκος. Τα πάντα κυλάνε με μια αίσθηση ενότητας - από τις πρώτες γραμμές του μπάσου του Θανάση Σοφρά στην εναρκτήρια «Μεγάλη Νύχτα» μέχρι τον βιολιστικό αποχαιρετισμό του Μίλτου Παπαστάμου στον επιλογικό «Προφήτη» - με μια ενορχήστρωση που επιμελείται ο ίδιος ο συνθέτης. Τους στίχους υπογράφουν ο Αντώνης Παπακωνσταντινίδης σε πέντε τραγούδια, η Βασιλική Β. σε τέσσερα, και ο Πάντας σε τρία. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα τραγούδια «Παιδικό» και «Ο προφήτης» - σε στίχους του συνθέτη - καθώς είναι τραγούδια - αφηγήματα, λένε μια ιστορία και τα δυο, και πολύ μου έχει λείψει αυτή η πρωτοτυπία και η αυτάρκεια του νοήματος με μιαν αρχή κι ένα τέλος. Κάπου έχω βαρεθεί να ακούω τραγούδια να απευθύνονται για 100η φορά στην ψυχή και στο φιλί και στη ζωή και σ’ όλες αυτές τις στιχουργικές ευκολίες που σε πιάνει ο ύπνος πριν καν τις ακούσεις, if you know what I mean.

Ο Βασίλης Γισδάκης παραμένει ο γνωστός πολυ-επίπεδος ερμηνευτής που μας σύστησε ο Μάνος Χατζιδάκις, με την ιδιόμορφη χροιά και τη βαθιά εκφραστικότητα. Η παρουσία του είναι ένα από τα πολύ δυνατά σημεία του δίσκου, με όλη αυτή τη φόρτιση που κουβαλάει αυτός ο τραγουδιστής, αυτό το κράμα λυρισμού και αποστασιοποίησης. Μόνη μου παρατήρηση είναι ότι, ίσως, θα χρειαζόταν ένας δεύτερος ερμηνευτής για τα καθαρόαιμα ροκ τραγούδια. Όχι ότι ο Γισδάκης δεν ανταποκρίνεται με τεχνική αρτιότητα, το αντίθετο, αλλά να, πολύ θα ήθελα να δω πώς είναι τραγούδια όπως ο «Ανυπότακτος» και η «Οργή» και το «Παιδικό» με μια φωνή όπως εκείνη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Λίγη περισσότερη «βρώμικη» ενέργεια, λίγο περισσότερο ερμηνευτικό και ενορχηστρωτικό ροκάρισμα, λίγο σπάσιμο εκεί όπου το σηκώνει ο δίσκος - μόνο αυτό μου έλειψε από την ακρόασή μου, και μοναχά σε 3-4 τραγούδια.

Κατά τα λοιπά, ο δίσκος έρχεται να επιβεβαιώσει την έλευση μιας νέας γενιάς πολύ σοβαρών συνθετών, όπως είχαμε επισημάνει και στην επισκόπηση του 2014 ΕΔΩ. Δεν μένει παρά να δοθεί χώρος σε συνθέτες όπως ο Πάντας, χώρος κυριολεκτικός σε σκηνές και σε ραδιόφωνα, ώστε αυτή η συνθετική κοσμογονία που συντελείται στη βάση του ελληνικού τραγουδιού να βρει διέξοδο και στην καθημερινή πολιτισμική πρακτική. Έτσι, και φωνές σημαντικές όπως ο Γισδάκης θα έχουν διαθέσιμο υλικό για να τραγουδήσουν, και εμείς θα ξεβολευτούμε από τις επανεκτελέσεις και το ρετρό.

Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε "Το Περιοδικό", 26 Ιουνίου 2015)


ΥΓ: Αγαπημένο μου του δίσκου ο «Βραχνάς» σε στίχους Αντώνη Παπακωνσταντινίδη:






Φύγαν τα πουλιά ταξιδευτές
για το Νοτιά.
Ήρθανε φουρτούνες και βροχές,
μα μια φωτιά
έμεινε ολόρθη στης καρδιάς το κατώφλι
μες στο κήπο με τις τριανταφυλλιές.
Έκοβα ένα και πνιγόμουν στο αίμα
δεν γυρνά το ποτάμι όσο κι αν θες.

Βγαίνω μες στους δρόμους,
στις παλιές τις γειτονιές.
Πάλι στο ίδιο ψέμα μ’ οδηγούν
λόγια απ’ το χθες.
Τα δίχτυα σκίζω, να γλιτώσω, να φύγω
κι αν με βλέπεις, γιατί δεν με πονάς;
Ρίχνω το ζάρι στης ζωής το παζάρι
και κληρώνει λαχνός ένας βραχνάς.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν


Διηγήματα
978-960-591-001-3
13 x 18εκ.
120 ΣΕΛΙΔΕΣ
10,00 €
ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

Δελτίου Τύπου

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ 

Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν

Διηγήματα

Στις Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν τίθενται ερωτήματα, κλονίζονται βεβαιότητες: στην αναμονή μιας συνάντησης, γωνία Ομήρου και Σκουφά με τους Tindersticks στα ακουστικά· στην απάντηση ενός φυλακισμένου κυκλωμένου από τα αόρατα κάγκελα του ορίζοντα· στο μέγα μυστικό που ο Δον Μπαζίλιο, σημαίνων κάτοικος της Γκαλόνα, ξεψυχά χωρίς ποτέ να μάθει· στην αίρεση των νεμοϊστών και την αέναη διαδικασία μύησης· στη συγκατάβαση του Σίσυφου μπροστά στο δυσβάστακτο μαρτύριό του· στο μακρινό “λυτρωτικό” ταξίδι στο Ζετσούμπο του Αρχιπελάγους Φουάν· στο κέρμα που επιστρέφει, παραδομένο στη βαρύτητα, μπροστά στο δίλημμα ενός τρίστρατου· στο μοναδικό λογοτεχνικό πόνημα του Γάλλου Αυγούστου Ρεϊμόν Le prophète.

Πίσω από όλες αυτές τις φαινομενικά ετερόκλητες ιστορίες, κάθε φορά αναδύεται η προσπάθεια του συγγραφέα να αποδώσει –με λόγια– αυτό που «μοιάζει να υπάρχει εκεί έξω, το οποίο θέλει να ειπωθεί, αλλά ίσως δεν είναι τα λόγια ο τρόπος του». Ή τη ματαιότητα του χρόνου «που, όπως πάντα, απαιτεί να βιωθεί».

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ 
Ο Βασίλης Χουλιαράς γεννήθηκε το 1974. Σπούδασε Μηχανολογία στο ΕΜΠ. Ζει στο Μεσολόγγι. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Μικρές ιστορίες για πριν τον ύπνο. Παράλληλα ασχολείται με τη φωτογραφία.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Μιχάλης Γρηγορίου: "Βίος Παράλληλος" (29 - τελευταίο)






ΒΙΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ

Ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου
Ενότητα: "Εσυ, ο χρονος, ο θανατος κι εγώ" 
Επεισόδιο 29ο (τελευταίο)


Κυριακη 12/6/2011

H αναζητηση ανυπαρκτων πραγματων, οπως ειναι η αναζητηση καποιων “νοηματων” στη ζωη, δεν αποτελει παρα μια παρενεργεια του φαινομενου της συνειδησης. Αλλα κι’ η συνειδηση δεν αποτελει παρα μια παρενεργεια της αυξησης του βαθμου πολυπλοκοτητας του συστηματος. Αλλα κι’ η δυνατοτητα αναγνωρισης βαθμων πολυπλοκοτητας στο οποιοδηποτε συστημα δεν αποτελει παρα μια παρενεργεια του τροπου λειτουργιας της συνειδησης, η οποια αποτελει μια παρενεργεια του αυξημενου βαθμου πολυπλοκοτητας του συστηματος, στο οποιο οφειλει την υπαρξη της. Κατα συνεπεια : “Ce- ci n’est pas une pipe” !

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Νότης Χασάπης & Γιάννης Κούτρας μαζί - Συνάντηση κορυφής στη Θεσσαλονίκη

Αυτό, ναι, είναι είδηση, και ειλικρινά σας λέω ότι θα τα ακύρωνα όλα, θα έπαιρνα τον μουντζούρη και θα πήγαινα στη Θεσσαλονίκη αύριο, αν δεν τραγουδούσε την ίδια μέρα και ώρα η φίλη μου η Γωγώ Καρτσάνα στην Αθήνα, στην "Απανεμιά". Όταν διάβασα το Δελτίο Τύπου άρχισα να τσιμπιέμαι για να βεβαιωθώ ότι δεν ονειρευόμουν. Ο Νότης Χασάπης από τους θρυλικούς Ξέμπαρκους και ο μέγας Γιάννης Κούτρας μαζί, σε μια συναυλία. Μπράβο στα παιδιά των "Αναιρέσεων" για τη διοργάνωση. Όσοι βρεθείτε στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει υποχρεωτικά να πάτε - μιλάμε για την ενσάρκωση δύο εκ των μέγιστων στιγμών του ελληνικού τραγουδιού: S/S Ionion 1934 & Σταυρός του Νότου. Δέος!!! Δεν περιγράφω άλλο αλλά μόλις απέκτησα σκοπό στη ζωή μου, να κατέβω Ναύπλιο και να πάρω συνέντευξη από τον Νότη Χασάπη. Μέχρι τότε, ακούμε την "άλλη" ματιά των Ξέμπαρκων στο Καραντί από το κανάλι του αγαπητού Μάνου Ορφανουδάκη, και διαβάζουμε τα της αυριανής συναυλίας και του υπόλοιπου φεστιβάλ.
ηρ. οικ.





ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ 2015, πολιτικές- πολιτιστικές εκδηλώσεις
Διοργάνωση: νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση
12-13-14 ΙΟΥΝΗ  Στρατόπεδο Παύλου Μελά
Είσοδος Ενίσχυσης: 5 ευρώ (ανέργων: 3 ευρώ), 3ημερο: 12 ευρώ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Το μεγάλο πολιτικό και πολιτιστικό ραντεβού της Θεσσαλονίκης είναι και φέτος γεγονός. Το «φεστιβάλ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ» δηλώνει για μια ακόμα χρονιά παρόν σε μια γιορτή της δημιουργίας, της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και των κινημάτων που αμφισβητούν και διεκδικούν μια καλύτερη ζωή.

Ειδικά το πολιτιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ συγκεντρώνει ένα μεγάλο πλούτο μουσικών από έντεχνους και παραδοσιακούς ρυθμούς μέχρι rock και hip hop ήχους

Την πρώτη ημέρα του φεστιβάλ (Παρασκευή 12/6) οι ανερχόμενοι «Villagers of Ioannina City», ή V.I.C, μετά τη βαλκανική περιοδεία τους έρχονται με τις ηλεκτρικές τους κιθάρες, τα  μπάσα, τα τύμπανα και το ηπειρώτικο κλαρίνο να ξεσηκώσουν και το κοινό της Θεσσαλονίκης με ήχους που παντρεύουν τον παραδοσιακό ρυθμό της Ηπείρου με τους ήχους  ψυχεδελικού post rock

Μαζί τους στη Σκηνή 1 του φεστιβάλ θα βρίσκονται οι   M.A.t.E ή αλλιώς Μeetings Along the Edge. Η γνωστή στο κοινό της Θεσσαλονίκης μπάντα των Αδάμ Σιάγα (live electronics, scratch, synths, programming, ney) και Θωμά Κωστούλα (drums programming),  σε μια ακόμα εμφάνιση γεμάτη  triphop, drum n bass, dubstep, dub και cinematic ηχοχρώματα.

Την ίδια μέρα στην Σκηνή 2, οι Σαν Ξέμπαρκοι, με το Νότη Χασάπη στη σύνθεσή τους, και τον Γιάννη Κούτρα, ενώνουν τις φωνές τους για να τραγουδήσουν τα ποιήματα του «ποιητή της θάλασσας»,  Νίκου Καββαδία, σε ένα αφιέρωμα 40 χρόνια από τον θάνατό του.

Η δεύτερη ημέρα (Σάββατο 13/6) είναι αφιερωμένη στην εκρηκτική μουσική συνάντηση του «Εισβολέα» με τον «Άγνωστο Χειμώνα». Η απλότητα της μουσικής του «Εισβολέα», που καταφέρνει να συνδυάζει με τα samples του το hip hop με τη μικρασιατική κουλτούρα, σε συνδυασμό με τον γνωστό από τους «ΨΥΧΟΔΡΑΜΑ 07»,  «Άγνωστο Χειμώνα», των συγκλονιστικών live, υπόσχονται μια βραδιά που θα θυμόμαστε για πάντα.

Την ίδια στιγμή στη σκηνή 2, οι Qarabag με τους Dulayva 'n' friends πρωταγωνιστούν σε ένα μεγάλο λαϊκό παραδοσιακό γλέντι, που θα απογοητεύσει κανέναν.

Την Κυριακή 14/6, τελευταία ημέρα του φεστιβάλ, υποδεχόμαστε τους Χαΐνηδες. Ηχοχρώματα από την Κρήτη, την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, τη τζαζ και τη ροκ συνδυάστηκαν και έντυσαν στίχους που πηγάζουν από. καθώς και από την ίδια τη ζωή υπό τη ματιά ενός ανθρώπου που "ψάχνεται" και παρατηρεί.

Επί σκηνής οι Δήμητρης Αποστολάκης, Κλέων Αντωνίου, Δημήτρης Ζαχαριουδάκης, Κανέλλος Τάκης, Μαρία Κώτη, Λευτέρης Μαντζιούκας, Νικόπουλος Μιχάλης και Παλαμιώτης Γιώργος δημιούργούν ένα πρόγραμμα με τραγούδια όπως ο "Μάγος", "το καπηλειό", η "τίγρης", ο "άλμπατρος", οι "συνταγές μαγειρικής", o "ακροβάτης", ο "ταμπουράς" και άλλα αγαπημένα, ταξιδεύοντας μας εν τέλει... "πέρα από τα σύνορα".

Την βραδιά ανοίγουν οι «GLOBAL» - νταούλια του Κρουστόφωνου με ένα happening που θα μας ξεσηκώσει πριν παραδώσουν την σκυτάλη στους Χαΐνηδες.

Την ίδια στιγμή στη Σκηνή 2 ανεβαίνουν οι Meanwhile in Mexico, το surf τρίο από την Θεσσαλονίκη που παίζει surf classics προηγουμένων δεκαετιών, διασκευάζοντας μοναδικά γνωστές μελωδίες. Την βραδιά θα κλείσουν στη σκηνή αυτή οι «Από Πριν και Από Μετά» ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια


Συνοπτικά το Πρόγραμμα Συναυλιών του φεστιβάλ:
Παρασκευή 12 Ιουνίου
Σκηνή 1: Ψύλλοι στ'αχυρα | VIC (band) | M.A.t.E
Σκηνή 2: Αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία με τους Σαν Ξέμπαρκους και τον Γιάννη Κούτρα


Σάββατο 13 Ιουνίου
Σκηνή 1: Εισβολέας/Eisvoleas | Άγνωστος Χειμώνας 07 | Dead Wonderland
Σκηνή 2: Μεγάλο λαίκο παραδοσιακό γλέντι με τους Qarabag και τους Dulayva 'n' friends


Κυριακή 14 Ιουνίου
Σκηνή 1: Global - νταούλια του Κρουστόφωνου | Χαΐνηδες
Σκηνή 2: Meanwhile in Mexico | Από πριν και από μετά


Οι πόρτες ανοίγουν κάθε μέρα στις 18:00 και οι συναυλίες στις 21:00.
[Όλες τις ημέρες θα λειτουργεί στον χώρο του φεστιβάλ έκθεση βιβλίου, κόμικ, φωτογραφίας, ταβέρνα, μπαρ και παιδότοπος]
Μείνετε συντονισμένοι στο @facebook


Προπώληση εισιτηρίων: Hemingway Bistro, Café Bar  Εντεχνο, μεζεδοπωλείο Αρκούδα