Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Μάνος Ορφανουδάκης: Έξι ποιήματα από τη συλλογή "Στίχοι πριν την άνοιξη"


Μάνος Ορφανουδάκης, Στίχοι πριν την άνοιξη, 2015, ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ



Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΜΑ
στον Γιώργο Καλογήρου

Σ’ αυτό το χώμα που το βρέχει η αρμύρα
και με το άσπρο του το βάφει ο ασβέστης
ράγισε απόψε της ζωής μου ο καθρέφτης
κι όλα τα χρόνια μου ανάποδα τα πήρα.

Σ’ αυτό το χώμα που μεθύσανε τον ίσκιο
και την αλήθεια τη σφραγίσαν σε μπουκάλι
δε ξεχωρίζει το αρνί απ’ το τσακάλι
κ’ ίδιο λογίζεται το ψέμα με το δίκιο.

Σ’ αυτό το χώμα που ξεράθηκε το αίμα
λύκοι χαράζουν με το νύχι τους πατρίδες
γυρίζουν πίσω του καιρού μας τις σελίδες
και ξεπουλάνε τη ζωή μας μ’ ένα κέρμα.


***


ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ
Μνήμη Εμμανουήλ Χαρ. Ορφανουδάκη

Κάθησα δίπλα σου −σε μια φωτογραφία.
Έβαλα τσίπουρο, της Κρήτης, στο ποτήρι.
Τ’ «αγιασθήτω» της ζωής και τ’ «άι σιχτίρι»
πώς ανταμώνουνε μες στα νεκροταφεία;

Κι αν μου μιλάς, κι αν σου μιλώ, ποια η ουσία;
Στους δύο κόσμους μας υψώθηκε ένα τοίχος
μες στο μυαλό μου μ’ ειρωνεύεται ένας ήχος
και η ζωή ψάχνει, ξανά, την πεμπτουσία.

Νεκρά τα λόγια μου, νεκρή ορθογραφία.
Παγώνει η σκέψη μου, παγώνει κ’ η πνοή μου.
Το κρύο χέρι σου ζεσταίνει τη ζωή μου
κι ανάβω δίπλα σου −σε μια φωτογραφία.


***


Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗ

Πουλί νυκτοκελάηδησε
τραγούδα τη λαλιά σου
να ’ρθει ο καιρός που άργησε
ν’ ανθίσει η φωλιά σου.

Κι αν δεν φυτρώσουνε ανθοί
κι αν γεννηθούν αγκάθια
πάρε μαχαίρι και σπαθί
και κάνε τα κομμάτια.

Πουλάκι πήγε να κρυφτεί
στη ρίζα μαύρου βράχου
στην πέτρα του ονειρευτή
του υπνοπολεμάχου.

Είναι πουλιά που ζουν στη Γη
- επάνω τους πατάμε.
Στο στήθος κρύβουνε πληγή
- ποτέ τους δεν πετάνε.

Τα βράδια η νύχτα τραγουδά
μα εκείνα μες στο χώμα
γυρεύουν νεκρολούλουδα
να βάλουνε στο στόμα.


***


Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΕΡΙΤΗ
σπουδή στον Νίκο Γκάτσο

Της πόλης τα σκυλιά
βγήκαν απ’ τη φωλιά
και μπήκανε στο σπίτι.
Μια νύχτα στις εννιά
τον δέσαν με σχοινιά
τον γιο του Αποσπερίτη.

Του έσκαψαν οργιές
το στήθος και την πλάτη
του άνοιξαν πληγές
και του ’ριξαν αλάτι.

Μια κόκκινη γραφή
κρυμμένη σε ραφή
κρατήσαν μόνη λεία.
Ανάψανε φωτιά
και κάψαν τα χαρτιά
μαζί με τα βιβλία.

Ισόβια δεσμά
του δώσαν καταδίκη
τον κλείσαν σε στενά
μετά από τη δίκη.

Μονάχος στο κελί
χαράζει με γυαλί
στο σώμα ένα βράδυ
μια πόρτα για να βγει
πριν έρθει η αυγή
απ’ το βαθύ σκοτάδι.


***


Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Δεν είναι τ’ αύριο που έγινε αριθμός
και διαιρεί δεκαδικά τα όνειρά μας.
Είναι τα δάκρυα που έγιναν λυγμός
όταν καπνίσαμε τα χάρτινα φτερά μας.

Σ’ αυτή την πόλη τα τραγούδια κ’ οι γιορτές
πέφτουν επάνω μας και μας τρυπούν το σώμα.
Κλείσε την πόρτα κι αφουγκράσου τις σιωπές
σαν λουλουδάκι που γυρεύει φρέσκο χώμα.

Δεν είναι σύνθημα στον τοίχο, ορφανό,
που σου χαράζει, με δυο λέξεις, νου και στήθος.
Είναι ο δρόμος με σημαίες και πανό
κι εσύ, απ’ τους μόνους, ο πιο μόνος μες στο πλήθος.


***


ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΔΕΙΛΟΙ

Φεύγουν τα χρόνια με αλκοόλ, καπνό και στίχους
σε μια πατρίδα με τις πλάτες της στους τοίχους
πάνω στα γυάλινά της πόδια περιμένει
κι εμείς παράφορα δειλοί, στο φως κρυμμένοι.

Έλα κι απόψε το σκοτάδι μου να σβήσω
στάξε δυο λέξεις στο ποτήρι να μεθύσω
σβήσε τα σύνορα του κόσμου και τα μέτρα
πάρ’ το μαχαίρι απ’ το χέρι μου Ηλέκτρα.

Φεύγουν τα χρόνια κι απ’ τα χείλη μας οι λέξεις
κι εσύ ζητάς σε κάποιο ψέμα να πιστέψεις.
Ήλιους και θάλασσες γυρεύεις στα υπόγεια
και πώς γυρίζουνε με λόγια τα ρολόγια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: