Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Συνέντευξη με τον Μανώλη Λιδάκη





«Δεν μπορείς να είσαι και εξουσιαστής και επαναστάτης»

Συνέντευξη με τον Μανώλη Λιδάκη


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο "Το Περιοδικό" στις 16 Ιουλίου 2014).


Τον καλλιτέχνη τον γνώριζα: σπάνιο μέταλλο, ξεχωριστή χροιά, στιβαρές ερμηνείες, και μία πολύπλευρη και σημαντική δισκογραφική διαδρομή από το 1982 μέχρι σήμερα. Τον άνθρωπο όχι. Συνάντησα κάποιον που - έχοντας νικήσει για τα καλά τα προσωπικά του φαντάσματα - στέκεται σοφότερος, ταπεινότερος, μα πάντα δημιουργικός. Ο νέος δίσκος του «Αύριο θα είναι αργά» με τη μουσική της Βάσως Αλαγιάννη, του Σωκράτη Μάλαμα και του Ορφέα Περίδη ήδη ταξιδεύει. Έχοντας ορίσει με τις ερμηνείες του το νέο ελληνικό τραγούδι, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’90, ο Μανώλης Λιδάκης μάλλον δεν χρειάζεται επιπλέον συστάσεις.

Με τον καινούργιο σας δίσκο ένιωσα σαν να δηλώνετε ότι αυτό που εκφράσατε μουσικά τα τελευταία 25 χρόνια παραμένει ζωντανό.

Το σίγουρο είναι ότι κάτι παλιό πέθανε πράγματι στην Ελλάδα· μια παλιά νοοτροπία, ένας παλιός τρόπος σκέψης. Εξαναγκαζόμαστε πλέον να κάνουμε όνειρα, γιατί ένα παρόν γεμάτο αγκάθια σε αναγκάζει να ονειρεύεσαι ένα πιο ρόδινο μέλλον. Ως προς το δίσκο, δεν έκανα κάτι διαφορετικό απ’ ότι κάνω κάθε φορά. Ελπίζω το προσωπικό μου γούστο να συμπέσει με το γούστο όσων με ακούνε και μ’ αγαπάνε.






Τρία τραγούδια σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη. Σας λείπει;

Τυχαίνει να έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ρασούλη απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Γεννηθήκαμε στην ίδια γειτονιά, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τον ξέρω περισσότερο από άλλους ανθρώπους που γνωρίζουν μόνο την καλλιτεχνική του οντότητα. Εγώ ήμουν ο πιτσιρικάς, αυτοί μαζεύονταν, παίζανε κιθάρες και μπουζούκια και διαλογίζονταν, και μ’ έστελναν να τους πάρω μπύρες και τσιγάρα. Ο Μανώλης ήταν πολίτης του κόσμου· ήθελε συνεχώς να ανακαλύπτει πράγματα και δεν είχε μόνιμη έδρα, δεν μπορούσε να στεριώσει κάπου. Γι’ αυτό και ήθελε να γράψουν γι’ αυτόν ότι έφυγε «πλήρης ιδεών» και όχι «πλήρης ημερών». Ο Ρασούλης προτιμούσε να δίνει ζωή στα χρόνια του παρά χρόνια στη ζωή του. Ήταν πάντα σε μια διαρκή εγρήγορση.

Βάσω Αλαγιάννη;

Η Βάσω είναι κάτι σαν αδερφή, μάνα και φίλη μου. Είναι ο άνθρωπος που τα λέω όλα· με συμβουλεύει και τη συμβουλεύω. Και μου έχει δώσει απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει.

Όπως τον θρυλικό «Γλάρο».

Χθες το βράδυ σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο να πάρω τσιγάρα και μόλις με είδε το παιδί που ήταν εκεί μου λέει, «Δεν ξέρω κύριε Λιδάκη τι με πιάνει όταν ξενυχτάω εδώ στο περίπτερο και βάζω πέντε και δέκα φορές τον ‘Γλάρο’ για να περάσει η βραδιά μου». Τον ρώτησα τι κάνει, μου είπε ότι έχει σπουδάσει αρχιτέκτονας αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να βρει δουλειά και ξενυχτάει σ’ ένα περίπτερο. Σκληρό φαινόμενο της εποχής.

Πράγματι. Ορφέας Περίδης;

Κοίταξε, υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Περίδης, ο Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου που δίνουν τραγούδια σε λίγους επειδή τραγουδάνε οι ίδιοι, και πολύ καλά κάνουνε. Βεβαίως, πολύ καλά κάνουνε που δίνουν τραγούδια και σε μένα! Είναι αδερφός μου και ο Ορφέας. Και με τον Σωκράτη, επίσης, έχουμε μια σχέση δεκαετιών. Πρωτο-συνεργαστήκαμε στο δίσκο «Ο φύλακας κι ο βασιλιάς» όπου είπα τα «Φύλλα αλκαλικά» και το «Πουλί σε δέντρο αρχοντικό».

Δίσκος «παρέας» λοιπόν ο καινούργιος σας.
Ακριβώς. Γι’ αυτό και στεναχωρήθηκα όταν τέλειωσε η ηχογράφηση, γιατί περάσαμε όμορφα παρέα. Ήμασταν όλοι μαζί στο στούντιο και γράφαμε, όλοι μαζί, όπως παλιά, κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα έκανε λάθος, γιατί μετά έπρεπε να το ξαναπάμε πάλι απ’ την αρχή! Εγώ τραγούδησα μαζί τους, κάποια πράγματα κρατήθηκαν, και στη συνέχεια ξανατραγούδησα ό,τι έπρεπε να τραγουδήσω.

Υπήρξατε ένας από τους βασικούς εκπροσώπους αυτού που ονομάστηκε έντεχνο τραγούδι. Πώς νοιώθετε σήμερα, με τον ελληνικό στίχο να υποχωρεί, με ήχους που δεν έχουν σχέση με το λαϊκό στοιχείο, με τη δισκογραφία να καταρρέει;

Καταρχήν, δεν πιστεύω σε «έντεχνο», σε «σκυλάδικο», κλπ. Όλοι κάνουν μουσική, στίχους, και τραγούδια. Τώρα, αυτό που τραγουδάω εγώ, η συγκεκριμένη αισθητική - της οποίας ούτε είμαι ούτε υπήρξα ο μοναδικός εκπρόσωπος - εξακολουθεί να στέκεται ψηλά. Αν κάποιοι νομίζουν ότι με το να πειράζεις τραγούδια του Τσιτσάνη… όλο αυτό είναι μια μόδα της εποχής. Αλλά ο Χατζιδάκις δεν ήταν μόδα, ο Τσιτσάνης δεν ήταν μόδα, ο Βαμβακάρης δεν ήταν μόδα. Η δισκογραφία έκανε έναν κύκλο. Όταν ξεκίνησε, υπήρχαν ελάχιστες δισκογραφικές εταιρείες, τα τραγούδια γίνονταν επιτυχίες στη ζωντανή επαφή με το κοινό, δεν υπήρχε η τεράστια μουσική βιομηχανία που κυριάρχησε στη συνέχεια, υπήρχε το κρατικό ραδιόφωνο που αν παιζόσουν ήταν άθλος, υπήρχε μία μόνο τηλεόραση. Ξαφνικά μπήκαμε στην εποχή της «πολυφωνίας». Άπειρα ραδιόφωνα, καταστρατηγημένα playlist, «εμείς αυτά τα παίζουμε, αυτά δεν τα παίζουμε», και επιβλήθηκε ένα φασιστικό καθεστώς στη δισκογραφία, με τοποθετήσεις δίσκων που θεωρούντο πωλήσεις επειδή έφευγαν από τα ράφια των εταιριών, ακόμα κι αν δεν τα αγόραζε ο κόσμος. Και μετά βγήκε το ίντερνετ, και έκανε τον κύκλο του όλο αυτό το πράγμα, και είμαστε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε.

Ο προηγούμενος δίσκος σας είχε επανεκτελέσεις τραγουδιών του Ξαρχάκου. Μήπως σήμαινε αυτό και μια δυσκολία εύρεσης νέων τραγουδιών;

Αυτό που έκανα με τον Ξαρχάκο το έκανα και προηγουμένως με τον Χατζιδάκι, δεν είναι η πρώτη φορά που το επιχείρησα. Είχα βαθιά επιθυμία στη ζωή μου να τραγουδήσω Γκάτσο, Καμπανέλλη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, όλους αυτούς που υπήρξαν η βάση του πολιτισμού μας. Οπωσδήποτε, η αναπαραγωγή του παρελθόντος αντανακλά και ένα στείρο παρόν. Για να αναπνεύσει το τραγούδι χρειάζεται κάποιοι άνθρωποι να προσπαθήσουν γι’ αυτό, και δεν βλέπω προσπάθεια. Όλος ο κόσμος πλέον θεωρεί δεδομένο ότι η μουσική πρέπει να είναι δωρεάν.

Είχα πάντα την αίσθηση ότι ενώ σας αρέσει πολύ το τραγούδι σαν τέχνη, δεν σας αρέσει πολύ το τραγούδι σαν επάγγελμα, σαν «χώρος».

Δεν έχεις άδικο. Στο ξεκίνημά μου διαπίστωσα ότι είχα γύρω μου ανθρώπους που δεν μπορούσα να καταλάβω τη συμπεριφορά τους. Στη συνέχεια, τα κατάλαβα όλα γιατί ωρίμασα. Δεν μπορείς στο χώρο της μουσικής να είσαι και εξουσιαστής και επαναστάτης. Υπήρξαν άνθρωποι που ήθελαν να είναι και τα δύο, και με την εξουσία και με την επανάσταση. Εκεί είδα πολλή υποκρισία και όταν άρχισα να πουλάω πενήντα, εξήντα, εβδομήντα χιλιάδες CD, την έκανα και δεν έκατσα να το εξαργυρώσω. Είναι πολύ περίεργο επάγγελμα αλλά δεν ξέρω να κάνω και κάτι άλλο. Βεβαίως γνώρισα και εξαιρετικούς ανθρώπους μέσα στο χώρο, είχα πολύ καλούς δασκάλους. Η γνωριμία μου με τον Καζαντζίδη, με τον Μπιθικώτση, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τους νεότερους που αναφέραμε πριν μου έδωσε πολύτιμα πράγματα.






Με εξαίρεση κάποια τραγούδια του Βαρδή…

Μεγάλος συνθέτης ο Αντώνης Βαρδής.

…και τη συμμετοχή σας στο «Ρεπορτάζ» του Γιάννη Μαρκόπουλου, νοιώθω ότι χάσατε μια ολόκληρη δεκαετία, τη δεκαετία του ’80, σε δουλειές που δεν ταίριαξαν με την μεταγενέστερη πορεία σας.

Τα χρόνια που λες, αυτή η χαμένη δεκαετία, ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου…

Σαν να ήθελαν κάποιοι να σας κάνουν τον νέο Γιάννη Πάριο!

Κάπως έτσι ήτανε κι απάνω εκεί διαφώνησα. Εκεί συνάντησα τους ανθρώπους που ήθελαν να είναι και επαναστάτες και εξουσιαστές. Οι ίδιοι βέβαια μετά μου ζητούσαν συνεργασίες, αλλά εγώ δεν ενέδωσα ποτέ κι ούτε πρόκειται. Ο δίσκος με τον οποίο αρχίζω και επιβάλλω την προσωπική μου αισθητική είναι το «Ούτε που ρώτησα». Με αυτόν το δίσκο αρχίζω και κάνω αυτό που θέλω. Πιο πριν, για εφτά χρονάκια, ήμουν αιχμάλωτος συγκεκριμένης δισκογραφικής εταιρείας, και το πλήρωσα μην μπορώντας να ηχογραφήσω πουθενά αλλού. Παραδέχομαι τον Πάριο σαν φωνή, είναι μεγάλος τραγουδιστής, αλλά δεν ήθελα να γίνω δεύτερος Πάριος και δεν με εξέφραζε το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Γενικά, όμως, απεχθάνομαι τη λέξη «παράπονο» και δεν είναι στον χαρακτήρα μου να κατηγορώ τους άλλους. Δεν ωφελεί να μιζεριάζεις.

Το ότι μάθατε από νωρίς να παίζετε μουσικά όργανα επηρέασε την ερμηνεία σας;

Σίγουρα. Η φωνή, ξέρεις, είναι το απόλυτο μουσικό όργανο και μπορεί να κάνει πολλά πράγματα που δεν μπορούν κάποια όργανα να κάνουν. Η φωνή περνάει μέσα από μόρια· το μπουζούκι, η κιθάρα, το πιάνο δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο. Εγώ είμαι ένας μέτριος μουσικός. ΟΚ, αν μου δώσεις μια παρτιτούρα θα στη διαβάσω. Αλλά πιο πολύ επικεντρώνομαι στη μουσικότητα, και όχι στα όργανα που παίζω.

Τι είναι μουσικότητα;

Μουσικότητα είναι η σφαιρική αντίληψη που έχεις για τη μουσική. Κατόρθωσα να ερμηνεύσω πολλά διαφορετικά πράγματα χωρίς να ενοχλήσω. Η μουσικότητα με βοηθάει να καταλάβω πού μπορώ να ανταπεξέλθω και πού όχι. Ο ερμηνευτής είναι ρολίστας, είναι ηθοποιός. Το να τραγουδήσεις συγχρόνως ρεμπέτικο, λαϊκό, βυζαντινή  μουσική, Χατζιδάκι και Λοΐζο είναι επικίνδυνο. Όταν προσπαθείς σε όλα αυτά να επιβάλλεις την ερμηνεία σου με στυλ καπελώματος και δεν έχεις την πρόθεση να είσαι φαντάρος, δηλαδή να υπηρετείς, τότε το τραγούδι θα σε καταπιεί. Το αυτί μου είναι τόσο ευαίσθητο που μπορώ να καταλάβω αν κάποιος μου παίξει αντί για ντο μινόρε ένα σολ ματζόρε. Αυτό έχει να κάνει με τη μουσικότητα, με το «καλό αυτί».

Με το «Κόκκινο Ακρογιάλι» το 2006 επισκεφθήκατε εκ νέου την κρητική μουσική. Γιατί;

Είμαι ένας απ’ αυτούς που έκαναν ευρύτερα γνωστή την κρητική μουσική στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια, με το δίσκο που προανέφερες, με το «Άστρα μη με μαλώνετε», και με άλλα. Βεβαίως, εγώ δεν έχω ζήσει πολύ στην Κρήτη, γιατί στα 15 μου έφυγα και συνάντησα τον αδερφό μου στο νομό Σερρών, όπου και έμεινα για τρία χρόνια. Στη συνέχεια, πήγα φαντάρος στην Αυλώνα μαυροσκούφης, στην 20η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και στην Καρωτή Έβρου. Επέστρεψα και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, και στην Κρήτη πήγαινα μόνο επισκέψεις. Δεν ένιωσα ποτέ ότι είχα ευθύνη να συνεχίσω το έργο αυτών των ανθρώπων, δεν μπορώ να συγκριθώ π.χ. με τον Μουντάκη και με τα υπόλοιπα ιερά τέρατα. Ενορχήστρωσα αυτό το δίσκο με τραγούδια της ιδιαίτερής μου πατρίδας· τόσο απλά. Και δεν το διαφήμισα καθόλου. Τον έκανα για μένα και για κάποιους άλλους, λίγους ανθρώπους.

Στο «Ρεπορτάζ», το 1985, τραγουδάτε ένα στίχο του Αντώνη Ανδρικάκη: «Δεν θέλω τη γραμμή ν’ ακολουθήσω / μα ούτε και να ζήσω μοναχός μου». Τι απάντηση δώσατε στο δίλημμα αυτό, τελικά;

Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά είναι χαραγμένο στη μνήμη μου ότι πήγαινα να ψάξω αυτό το δίσκο στα μαγαζιά και δεν υπήρχε πουθενά. Αυτός ο δίσκος όλως περιέργως εξαφανίστηκε. Ως προς την ερώτησή σου, τελικά αποδείχθηκε ότι ήθελα να ζήσω μοναχός μου. «Εγώ θέλω μονάχος μου να περπατώ στο δρόμο», όπως λέει και το τραγούδι των Περίδη - Γκόνη από το νέο δίσκο. Προτιμώ μια πορεία όπου υπεύθυνός της θα είμαι εγώ, με όλα τα λάθη κι όλα τα σωστά. Και κατάλαβα ότι η επιτυχία μπορεί να σου φέρει πιο πολλά προβλήματα από την αποτυχία. Όταν γέμιζα για τρία βράδια τον Λυκαβηττό, μετά ήθελα να φύγω και να πάω στην Κρήτη. Δεν άντεχα αυτή την πίεση.






Αναδειχθήκατε μέσα από το «Να η ευκαιρία». Θα συμβουλεύατε ένα νέο παιδί να πάει στο The Voice;

Υπάρχει μια διαφορά. Όταν εγώ πήγα στο «Να η ευκαιρία», η επιτροπή αποτελείτο από ποιητές και σκηνοθέτες και συνθέτες· δεν αποτελείτο από τραγουδιστές. Εμένα μου προτάθηκε να πάω στο The Voice, και να εμφανιστώ κιόλας. Δεν θεώρησα σωστό να πάω.

Γιατί;

Γιατί έκρινα ότι δεν είναι ο φυσικός μου χώρος, το φυσικό μου περιβάλλον, και γιατί πολύ άνθρωποι δεν θα ήθελαν να με δουν εκεί όπως δεν θα ήθελα κι εγώ να δω τον εαυτό μου εκεί. Και γι’ αυτό δεν πήγα. Αλλά για να είμαι αντικειμενικός, πες μου ποιον τρόπο εκτός από αυτά τα talent shows έχει ένας νέος άνθρωπος για να συστηθεί, για να κάνει ένα ξεκίνημα; Υπάρχει άλλος τρόπος; Δεν υπάρχει.

Ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις σαν κοινωνία εν μέσω μιας σκληρής οικονομικής κρίσης. Πότε νοιώσατε ότι κάτι δεν πάει καλά;

Με το που έγινε η Ολυμπιάδα, ένιωσα αυτόματα ότι κάτι κακό έρχεται. Αλλά όταν έλεγα ότι «οι Ολυμπιακοί Αγώνες μας μάραναν», κάποιοι με κοίταζαν με μισό μάτι και μετά μου έλεγαν «δικαιώθηκες». Τι να το κάνω που δικαιώθηκα; Το θέμα είναι να δικαιωθεί ο τόπος.

Τι μας έφερε ως εδώ;

Ό,τι έγινε ήταν ένα διεθνές σχέδιο τοκογλυφίας ώστε οι πολλοί να χάσουν πολλά και οι λίγοι να αποκτήσουν πάρα πολλά. Αυτό που ζούμε δεν το λες κρίση· είναι η επιβολή ενός καθεστώτος από επαγγελματίες τζογαδόρους που αποφάσισαν να κάνουν αφαίμαξη των ανθρώπων. Πλάι σ’ αυτά, έπαιξαν ρόλο και η καλοπέραση, η απληστία, η ιδέα του πώς να κάνουμε τα πολλά περισσότερα… Δεν τρέφαμε καθόλου το πνεύμα και την ψυχή μας, παρά μόνο ήμασταν αγκιστρωμένοι στην ύλη. Αυτό ήταν το δόλωμα, τσιμπήσαμε, και μετά μας έβγαλαν και μας έψησαν στη σχάρα. Η κρίση αξιών προϋπήρξε της οικονομικής κρίσης.

Η τέχνη έχει άραγε να προσφέρει κάτι στον κόσμο τον τσακισμένο που δεν πιστεύει τίποτα, κανέναν, πουθενά;

Δεν είμαι βέβαιος, γιατί σήμερα δεν υπάρχουν ούτε πολιτική, ούτε πολιτικοί. Και δεν γράφονται πολιτικά τραγούδια. Μπορεί να υπάρχουν βαθύτερα νοήματα στα τραγούδια. Μπορεί το τραγούδι «σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ» του Αγγελάκα να είναι επίκαιρο αλλά γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια. Πολιτικά τραγούδια δεν γράφονται σήμερα γιατί ο κόσμος δεν πιστεύει στην πολιτική. Κι εγώ ο ίδιος βλέποντας σήμερα το παρόν δεν μπορώ να ερμηνεύσω το μέλλον, ενώ κάποτε μπορούσα. Όταν επικρατεί η σύγχυση, τότε να τα περιμένεις όλα.

«Αύριο θα είναι αργά». Για ποιο πράγμα θα είναι αργά αύριο; Για ποιο όνειρό σας;

Ονειροπολώ συνεχώς. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, κοιτάζω τα σύννεφα και βλέπω μέσα τους σχήματα, πράγματα. Τα όνειρά μου δεν είναι σημαντικά. Μου αρέσει να βρίσκω ωραίους στίχους, ωραίες μουσικές· αυτό το κομμάτι με απορροφά πάρα πολύ. Αλλά γενικά είμαι χορτάτος καλλιτεχνικά. Έχω κάνει σημαντικά πράγματα που δεν είναι πολύ γνωστά, όπως η συνεργασία με τον Zbigniew Preisner που μελοποίησε Κωστή Παλαμά, ή με τον Steve Wood, αμερικανό συνθέτη που έχει πάρει βραβείο Grammy. Στη Βαρσοβία μπήκα στο στούντιο μαζί με μια ορχήστρα με 120 όργανα και μια χορωδία με 100 φωνές· τεράστιες εμπειρίες! Και είμαι ευχαριστημένος που ακόμα οι δισκογραφικές εταιρείες πληρώνουν για τις παραγωγές μου.

Καλλιτεχνικά απωθημένα έχετε;

Μια συνεργασία που θα ήθελα πραγματικά να κάνω είναι με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τους «Άγαμους». Επίσης, θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω ένα δίσκο με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μου αρέσει πολύ, τον θαυμάζω, και πιστεύω ότι μπορεί να γράψει θαυμάσια τραγούδια και για μένα, πλάι στα θαυμάσια τραγούδια που έχει ήδη γράψει. Ναι, ο Θανάσης είναι ένα απωθημένο.

Τι θα ακούσουμε στο Βεάκειο;

Όταν έχεις ηχογραφήσει πολλά τραγούδια, κάθε άνθρωπος θέλει να ακούσει τα δικά του αγαπημένα. Παίρνω λοιπόν μια κιθάρα και δέχομαι παραγγελίες (σ.σ.: γέλια)! Αυτές τις μέρες φτιάχνω το πρόγραμμα.

Και η ορχήστρα;

Πλήκτρα, πιάνο και ακορντεόν ο Νίκος Παπαναστασίου, μπουζούκι ο Γιώργος Σπηλιόπουλος, βιολί ο Βασίλης Ραψανιώτης, κρουστά ο Γιώργος Τζανέτος, κιθάρα ο Σπύρος Δέλτα, μπάσο ο Γιάννης Άννινος, και η Μαριαστέλλα Τζανουδάκη φωνητικά και σόλο τραγούδι.

Ολοκληρώνοντας, τελικά εσείς τι υπήρξατε κύριε Λιδάκη; Εξουσιαστής ή επαναστάτης;

Εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε εξουσιαστή ούτε επαναστάτη. Δεν υπάρχουν τώρα επαναστάσεις. Βλέπω παντού θυμό, οργή, την υδρόγειο σφαίρα να βράζει, αλλά επαναστάσεις δεν βλέπω. Πάντως, οι Τούρκοι με εντυπωσιάσανε με την αντίδρασή τους για τους 300 νεκρούς ανθρακωρύχους, και το πώς αντιμετώπισαν τον Ερντογάν. Ενώ εδώ έχουμε 8.000 αυτοκτονίες και δεν έγινε τίποτα.

Γιατί;

Η διαπλοκή και οι πελατειακές σχέσεις ζουν και βασιλεύουν. Και το πρόβλημα έγινε εξατομικευμένο - ο καθένας μόνος του. Ο κόσμος νοιώθει να απειλείται, αλλά δεν ξέρει από ποιον. Κατόρθωσαν να μας κάνουν να ξεκινάμε μεταξύ μας να συζητήσουμε για τα προβλήματά μας και μετά από πέντε λεπτά να κουραζόμαστε και να λέμε «δεν βγάζουμε άκρη, ρε παιδιά, δεν σταματάμε καλύτερα;». Ενώ κάποτε οι κουβέντες κρατούσαν πέντε-έξι ώρες, ήταν έντονες, εμβαθύναμε στα πράγματα και ψάχναμε να βρούμε απαντήσεις.






Δεν υπάρχουν σχόλια: