Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Συνέντευξη με τον Θέμο Σκανδάμη





ΘΕΜΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ:

«Το στοίχημα είναι να είσαι ειλικρινής ως προς τα φαντάσματά σου"



Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ", τεύχος 30, (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008)

Δημιουργός με καίριο στίχο και ιδιόμορφα μουσικά φορτία, ο Θέμος Σκανδάμης παρουσίασε πρόσφατα τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μακροβούτι». Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη μουσική πρόταση ενός νέου τραγουδοποιού που αξίζει της προσοχής μας. Φαίνεται ότι ο Σκανδάμης δεν φοβήθηκε να βουτήξει με την πρώτη στα βαθιά, και μάλιστα χωρίς τα μπρατσάκια που με ευκολία κάποιοι φορούν στο ελληνικό τραγούδι σήμερα.

Θέμο, πότε και πώς ξεκίνησε το μακροβούτι σας στο τραγούδι;


Στη μουσική είμαι κυρίως αυτοδίδακτος. Έκανα τρία χρόνια κλασική κιθάρα, αλλά το τοπικό ωδείο στον Άλιμο ήταν η κλασική περίπτωση ωδείου με τον Μπετόβεν κρεμασμένο απειλητικά στον τοίχο, μια κατάσταση που δεν άντεχα. Έμαθα πάρα πολλά μέσα από τα ρεμπέτικα. Η εμπλοκή μου με το ρεμπέτικο και παραδοσιακό τραγούδι είναι καταρχάς βιωματική. Σε όλα τα οικογενειακά γλέντια ακούγαμε ρεμπέτικα και λαϊκά Ο Βαμβακάρης είναι ένας τρόπος να παίξεις πολλά τραγούδια με δυο-τρία ακκόρντα, και να ισχύει το τραγούδι, και να είναι και υπέροχο. Σταδιακά ανακάλυψα ένα θησαυρό, έναν τρομερό πλούτο. Και έτσι έμαθα, στις πλάτες των άλλων, των προηγούμενων. Επίσης, με βοήθησαν πολύ οι θεατρικές σπουδές μου στο ,Νέο Ελληνικό Θέατρο. Παράλληλα είχαμε φτιάξει με την καθοδήγηση της Μάρθας Φριντζήλα την ομάδα «Δρόμος με δέντρα» που παρουσίαζε τη δουλειά της στον «Κρατήρα». Εκεί έμαθα πάρα πολλά πράγματα ,τα περισσότερα, και είμαι πολύ περήφανος που γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους. Οποιαδήποτε παιδευτική εμπειρία σε βοηθάει για να φτιάξεις κάτι άλλο. Το τι σημαίνει να είμαι στη σκηνή και να απευθύνομαι σε κάποιους, να προσπαθώ να είμαι αληθινός, να αφηγούμαι, όλα αυτά μαθαίνονται και μέσα από το θέατρο.

Και πώς φτάσατε στον δίσκο;

Τα τραγούδια άρχισα να τα γράφω ήδη από το Λύκειο. Σταδιακά, άρχισα να πήγαινω και να τα παίζω στη Μάρθα Φριντζήλα και τον Βασίλη Μαντζούκη .. Κάποια στιγμή μου λέει ο Βασίλης: «Ωραία τα τραγούδια, αλλά τι θα τα κάνεις; Κάνε κάτι». Είχα αρχίσει εντωμεταξύ να παίζω ζωντανά ρεμπέτικα και παραδοσιακά για βιοπορισμό, είχα εξοικειωθεί με την κιθάρα, και ήρθε μια στιγμή όπου είπα: «Ωραία, θα το κάνω». Όταν πήρα την απόφαση, σκεφτόμουν που θα τα παίξω. Δεν είχα πολλά τραγούδια για να κάνω πρόγραμμα, ούτε είχα το χρόνο να διασκευάσω τραγούδια. Υπήρχε όμως ο Κρατήρας, όπου κάναμε θέατρο, χορό, έπαιζε ο Άθως Δανέλλης καραγκιόζη, άλλοι εκαναν ακροβατικά, δεν είναι μαγαζί, είναι ένας χώρος προβών και παρουσιάσεων. Είχα μεγάλη εξοικείωση με το χώρο, είχα δουλέψει εκεί αρκετά ως ηθοποιός, αλλά και ως μπογιατζής, κουβαλητής…και λέω, «τι ψάχνω; αφού είναι μπροστά μου. Θα το κάνω εκεί».

Πώς ήρθατε σε επαφή με τους συντελεστές;



Ήταν κυρίως άνθρωποι που με τον έναν η τον άλλο τρόπο, γνωριζόμασταν ήδη , και τους ευχαριστώ από καρδιάς που αγάπησαν τα τραγούδια και όταν τους το ζήτησα ήρθαν να βοηθήσουν. Και επί τη ευκαιρία ας τους αναφέρω έναν -έναν: Δάφνη Σοφοκλέους στο πιάνο, Βασίλης Μαντζούκης στα τύμπανα, Αντώνης Μαράτος στο μπάσο, Σταυρούλα Παυλίκου στο φλάουτο και το τραγούδι, Αλέξανδρος Παπαδημητράκης ούτι και λαούτο, Φώτης Σιώτας και Στέφανος Φίλος βιολί, Ταξιάρχης Βασιλάκος ακορντεόν, Γιάννης Παξεβάνης ηχοληψία, μίξη και μάστερινγκ. Ο καθένας από αυτούς έβαλε την προσωπικότητά του και την φαντασία του σ'αυτό το δίσκο, αλλά όλοι φερθήκαν στα τραγούδια με τρομερη αγάπη και σεβασμό ως προς τον πυρήνα τους που είναι τα λόγια.


Ποια υπήρξε η ντριμ-τιμ των εφηβικών σας ακροάσεων;
Υπήρχε μια μπλε κασέτα του πατέρα μου που την ακούγαμε πάντα στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στο χωριό. Ήταν η «Εκδίκηση της Γυφτιάς», ένας δίσκος πολύ βαθιά χαραγμένος μέσα μου. Έχω ακούσει και πολύ Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αν και μπορεί να μη μου φαίνεται. Πήγα πρώτη φορά σε συναυλία του Βασίλη στο Δημοτικό Γήπεδο Αιγίου, μόλις είχε βγει ο δίσκος «Χρόνια Πολλά», ακόμη τότε είχε φρικιά να χτυπιούνται μπροστά, με φώτα και καπνούς, ένα ροκ θέατρο που με είχε αποσβολώσει. Ο Σαββόπουλος επίσης με επηρέασε πάρα πολύ. Leonard Khoen, Nirvana, Doors,Χειμερινοί Κολυμβητες, Hendrix και Καζαντζίδης 10.000 Watt, και πάει λέγοντας. Σου ανέφερα και τη σύνδεση με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τα οποία με πήγαν στα παραδοσιακά, σε κάτι πιο θεμελιακό. Επίσης έχω ακούσει πολύ Κρητική μουσική τα τελευταία χρόνια, η οποία με συγκινεί πάρα πολύ.

Το πρώτο τραγουδι του δίσκου ξεκινάει με μια στροφή από παραδοσιακά κάλαντα. Τι σημαίνει παράδοση; Είναι σημαντική;



Η Μάρθα Φριντζήλα έκανε ένα ιδιόρρυθμο μάθημα παραδοσιακού τραγουδιού στον «Κρατήρα». Φτιάχναμε δικά μας τραγούδια, ένα πολύ ελεύθερο πράγμα, πολύ ωραίο, και ο καθένας έφτιαχνε το τραγούδι του. Κάποια στιγμή μας ζήτησε να γράψουμε κάλαντα, και έτσι βγήκε το πρώτο τραγούδι του δίσκου.

Η ερώτησή σου ισοδυναμεί με μία άλλη ερώτηση: Είναι σημαντικό το παρελθόν; Η μνήμη; Φυσικά και είναι. Το πώς θα τη διαχειριστείς όμως την παράδοση, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Το αν θα την ακολουθήσεις πιστά είναι ένα θέμα. Τι σημαίνει πιστότητα; Πιστότητα σε μια ηχογράφηση, σε μια καταγραφή; Εγώ διαχειρίζομαι την παράδοση νομίζω ως κλέφτης. Υπάρχει αυτός ο ωραίος μύθος του Ερμή που κλέβει τα βόδια του Απόλλωνα, και από τα βόδια φτιάχνει τη λύρα. Όταν σκάει μύτη ο Απόλλωνας και του λέει: «Τι έκανες εδώ μικρέ;», ο Ερμής του απαντάει «έχω τη λύρα». Και έκαναν ανταλλαγή, και την έβγαλε καθαρή. Όλα είναι προς χρήση, το θέμα είναι τι τα κάνεις. Και ελπίζω λοιπόν να μη με πάνε μέσα, και να γίνει η ανταλλαγή.

Ακούγοντας το «Μακροβούτι», ένιωσα μια δημιουργική ενασχόληση και με το ρεύμα του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Είναι σωστή η εκτίμησή μου;


Η σύνδεση με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι αναγκαστική· δεν γίνεται να μην υπάρχει αυτή η σύνδεση. Προφανώς και έχω επηρεαστεί, έχω πάει σε πολλές συναυλίες του, έχω ακούσει όλα του τα CD. Από εκεί και πέρα, αυτό το ρεύμα στην ουσία του είναι κοινό, το πηγάδι από το οποίο βγάζουμε νερό είναι κάπου το ίδιο. Όταν κάποιος έχει βγάλει νερό πριν, το βλέπεις και το πίνεις. Πραγματικά, αυτό που συμβαίνει με τον Θανάση είναι πάρα πολύ μεγάλο από πλευράς απήχησης, και τείνει – δικαίως – να σκεπάσει άλλα πράγματα. Δεν υπονοώ ότι αδικείται κάποιος. Απλά, αυτή η σύνδεση είναι η πρώτη αυτονόητη σύνδεση· θα μπορούσαν τα τραγούδια μου να συνδεθούν και με άλλα, λιγότερο αυτονόητα πράγματα. Το καταλαβαίνω πάντως, γιατί υπάρχει αυτή η τρομερή απήχηση του Θανάση. Ο άνθρωπος έχει κάνει τρομερή δουλειά.
Μάρθα Φριντζήλα;

Η Μάρθα είναι δασκάλα, πολύ φίλη, big mama όπως την αποκαλώ. Ανήκει στους ανθρώπους όπου αναγκαστικά ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους. Είναι χάρισμα, τρέλα, απόφαση; Δεν ξέρω. Όπως και να γίνει, τα πράγματα περιστρέφονται γύρω της, και η ίδια ανοίγει συνεχώς πόρτες και παράθυρα για τη σκέψη και την αντίληψή μου. Η Μάρθα και οι άνθρωποι του Κρατήρα υπήρξαν και είναι, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, και οικογένεια για μένα. Ξέρεις, είναι σημαντικό να βρίσκεις μια πνευματική οικογένεια, πέραν της φυσικής σου οικογένειας.

Ο τίτλος πώς προέκυψε;



Το μακροβούτι είναι προφανώς μια απόπειρα, θέλει μια τόλμη, βουτάς, πρέπει να κρατήσεις την ανάσα σου, αλλά πόσο θα αντέξεις; Και είναι πάντα θέμα αντοχής. Πρέπει να βγεις να ξαναπάρεις ανάσα , δεν μπορείς να είσαι συνέχεια από κάτω. Και αυτή η διαδικασία όταν είσαι κάτω απ’ το νερό μοιάζει λίγο πνευματικά με τη διαδικασία της δημιουργίας και το τριπάκι που μπαίνεις όταν το κέντρο σου μετακινείται από τον εδώ κόσμο και επικοινωνείς με το “ακανόνιστο σύμπαν της ποίησης”. Βουτάς εκεί όπου τα πράγματα είναι αλλιώς, στο βυθό, όπου πρέπει να έχεις την εγρήγορση να βγεις, αλλά πρέπει και να παραμείνεις αρκετά για να βγάλεις κάτι στον αφρό.

«Ολομόναχοι μαζί». Βρίσκονται τα μοτίβα της μοναξιάς και της επικοινωνίας στο επίκεντρο του δίσκου;


Η φράση «ολομόναχοι μαζί» υπάρχει ήδη ως τίτλος ταινίας του Κιμ Κιντούκ, το οποίο δεν το θυμόμουν όταν έγραφα το τραγούδι. Η μοναξιά στις μέρες μας είναι καταναγκαστική και πολυτέλεια μεγάλη. Κάπου λέει ο Καρούζος: «με τη θυσία του γύρω φαινομένου θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της». Είμαστε μόνοι, απλά το θέμα είναι ότι αν συνειδητοποιήσεις την υπαρξιακή μοναξιά, ότι δηλαδή είμαστε όλοι πεταμένοι, σ' αυτόν τον κόσμο και δεν υπάρχει τίποτα, από εκεί και μετά μπορείς να αρχίσεις να εφευρίσκεις νόημα, παρέες, συλλογικότητες, συντροφιές, έρωτες. Το πρόβλημα είναι όταν προσπαθείς να το κρύψεις από τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό κάνει η κουλτούρα μας και η κοινωνία. Κρύβοντας τη μοναξιά και το θάνατο, τα αφήνει να λειτουργούν υπόγεια και να μας σκάβουν με ένα πολύ άσχημο τρόπο ενώ χρειάζεται να τα κοιτάξουμε στα μάτια. Με αυτή την έννοια έχεις δίκιο ότι η μοναξιά παίζει ένα ρόλο στη σκέψη μου και στο δίσκο.

Και ποιο είναι το αντίδοτο στη μοναξιά;


Αντίδοτο στη μοναξιά είναι η μοναξιά. Πρέπει καταρχήν να την αποδεχθούμε σαν σκέψη και σαν ιδέα, και μετά να ενώσουμε μοναξιές. Πρέπει να τη δούμε και δεν τη βλέπουμε, ενώ μας κατατρώει με πολλούς τρόπους. Συνέχεια επικοινωνία, συνέχεια μαζί, «ζήσε τη στιγμή», μια ψευδο-επικοινωνία και μια επικάλυψη που ακυρώνει κάθε πιθανότητα πραγματικής επικοινωνίας, γιατί η πραγματική επικοινωνία προϋποθέτει τη μοναξιά. .Ούτως ή άλλως είμαστε μόνοι μας. Το να επιδιώκουμε τους άλλους δεν πρέπει να είναι ποτέ ντροπή και ενοχή και αδυναμία. Έχουμε τρομερή ανάγκη τους άλλους, αλλά πρέπει να τους αναγνωρίζουμε ως άλλους, και όχι ως πλήθος, ως πρόσχημα, ως στυλ.

«Ήρθαν τα μάτια σου κι ανάψαν οδοφράγματα». Έχει λόγους η δικιά μας γενιά να στήσει οδοφράγματα, πέρα από τα όμορφα μάτια που πάντα το έκαναν αυτό;


Ε, δεν έχει; Αν για κάθε καμένο δέντρο μετράγαμε ένα καμένο αμάξι νομίζω τα πράγματα θα ήταν πιο ισσοροπημένα. Αν είχαν λόγους οι άλλες γενιές, προφανώς έχει και η σημερινή. Τώρα τελείωσε η Σταυρούλα τους «Αθλίους» του Βίκτορα Ουγκό, και μου λέει: «Θέμο, δεν έχει αλλάξει τίποτα, ίδια είναι όλα, απλώς με άλλη συσκευασία». Φυσικά και η γενιά μας έχει λόγους να στήσει οδοφράγματα. Τώρα, τι μορφή θα έχουν τα οδοφράγματα, αν η φωτιά τους θα είναι υλική ή πνευματική, με ποιους θα τα στήσει και απέναντι σε ποιους, αυτά τα ερωτήματα έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ. Σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχω ακριβώς απάντηση, αλλά η απάντηση στην ερώτησή σου είναι αναμφίβολα «ναι». Είμαι προβληματισμένος και αμήχανος. Υπάρχουν όλοι οι λόγοι να στηθούν τα οδοφράγματα και παρ' όλ’ αυτά κάτι τέτοιο δε γίνεται.

Η τέχνη πρέπει να δίνει και λύσεις στα προβλήματα των οδοφραγμάτων, στα προβλήματα της μοναξιάς;


Όχι, η τέχνη καταρχήν ρωτάει. Βεβαίως, τα τραγούδια είναι μια προσωπική λύση, είναι μία εκδίκηση, ένα πεδίο ελευθερίας και ένα μικρό οχυρό που δεν το θυσιάζω με τίποτα. Αν αυτή η φλογίτσα που ζεσταίνει εμένα μπορεί να ζεστάνει και άλλους και να τους οδηγήσει σε μία λύση, αυτό δεν μπορώ ούτε να το ξέρω, ούτε να το επιδιώξω.

Αν ισχύει ότι «ο έρωτας και τα ταξίδια ό,τι αξίζει στη ζωή», ποιο είναι το πιο ωραίο ταξίδι που κάνατε;

Υπάρχει μια ειρωνεία στο στίχο που ίσως δε γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά. Η φράση ίσως έπρεπε να μπει σε εισαγωγικά. Εγώ δεν πιστεύω ότι ο έρωτας και τα ταξίδια είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, απλά πολύ συχνά μας πιάνει μια δήθεν επαναστατική διάθεση του στυλ «φίλε, να ταξιδεύεις και να αγαπάς». Εμείς όμως είμαστε εδώ και μιλάμε. Η πραγματικότητα στάζει συνέχεια πάνω μας και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν συνεχώς και δεν είδανε τίποτα.

Η μουσική σας έχει πολλές ασυνέχειες, πολλές σιωπές. Τα τραγούδια σας μπορούν να τραγουδηθούν από μια παρέα;

Ωραία ερώτηση! Πιστεύω πώς ναι, κάποια από αυτά μπορούν να τραγουδηθούν από μια παρέα, αν εξαιρέσεις μερικά δύστροπα ακκόρντα που σκάνε εδώ κι εκεί. Έχω ζήσει πολύ όμορφα τραγουδώντας με μια παρέα κάποιο τραγούδι, και εννοείται ότι θα ήθελα πολύ να το δω αυτό να συμβαίνει με τα τραγούδια μου, όχι ως φιλοδοξία αλλά ως στιγμή. Μου είπαν μια ιστορία για ένα διάσημο συνθέτη όπερας του οποίου το όνομα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Ο τύπος μπαίνει σε ένα καπηλειό, ακούει μια παρέα μεθύστακες που τραγουδάνε κάτι, και μπήζει τα κλάματα. Έρχεται ο κάπελας, τον ρωτάει «αδερφέ, τι έγινε, γιατί κλαις;» και ο συνθέτης του απαντά «αυτό το τραγούδι που λένε το έχω γράψει εγώ, αλλά πρώτη φορά το ακούω έτσι». Προφανώς το τραγούδι ήταν διάσημο για να το τραγουδάει μια παρέα σε ένα καπηλειό, και το είχαν τραγουδήσει και σπουδαίοι τραγουδιστές με μεγάλες ορχήστρες Όμως, αυτή η μπεκροπαρέα το εννοούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Μακάρι λοιπόν και τα τραγούδια μου να πάρουν το δρόμο τους.

Γιατί πλέον η πλειοψηφία των νέων ελληνικών τραγουδιών δεν τραγουδιέται;



Γιατί δεν υπάρχει παρέα να τα τραγουδήσει. Πρώτα χάνεται η παρέα, και μετά εξαφανίζονται και τα τραγούδια που θα τραγουδούσε. Εφόσον δεν υπάρχει παρέα, δεν φτιάχνονται και τραγούδια γι’ αυτήν. Το χαρακτηριστικό του αστικού τραγουδιού, του ρεμπέτικου και λαϊκού, είναι ότι πράγματι υπάρχει μια συμμετοχή τέτοιου τύπου. Όχι ότι σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοιο τραγούδι, απλά δεν δημιουργείται η παρέα και η κατάσταση, για λόγους που αφορούν το πώς λειτουργεί η κοινωνία και η οικονομία. Αυτά που προωθούνται και ο τρόπος που καταναλώνουμε δεν βοηθούν στη δημιουργία παρέας, αυτής της πρωταρχικής ανάγκης του ανθρώπινου είδους.

Πώς ονομάζεται το τραγούδι που γράφετε; Έντεχνο;


Συνήθως οι όροι και η ορολογία που μπαίνουν εκ των υστέρων είναι ατυχείς και εξυπηρετούν κάτι άλλο πέρα από τη δημιουργία και το έργο. Αφορούν τη φιλολογία που αναπτύσσεται μετά, και όχι το δημιουργό. Το στοίχημα είναι, όπως λέει ο Μπόρχες, να είναι κανείς ειλικρινής ως προς τα φαντάσματά του. Αν αυτό είναι έντεχνο, πώς θα το πούμε και που θα το κατατάξουμε, αυτά δεν μπορώ να τα προσδιορίσω.



Δεν υπάρχουν σχόλια: