Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Συνέντευξη με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη για τον "Θίασο"





"Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕ, ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΑΜΕ ΟΛΟΙ"


Μια ανέκδοτη συνέντευξη του Λουκιανού Κηλαηδόνη στους Μάκη Γκαρτζόπουλο και Ηρακλή Οικονόμου

Μια κουβέντα που έγινε πριν από καιρό, με αφορμή το ακόλουθο άρθρο:
Άξονάς της η μουσική επένδυση της ταινίας "O Θίασος". Ο "κρυφός" πρωταγωνιστής της κουβέντας, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Και στον συνομιλητή μας, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, ευχόμαστε περαστικά εξαιτίας μιας πρόσφατης περιπέτειας με την υγεία του. Τον ευχαριστούμε που δέχτηκε να φωτίσει κρυφές πτυχές ενός επιτεύγματος του νεότερου ελληνικού πολιτισμού: του "Θίασου". ηρ.οικ.



Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;

Πριν γνωρίσω τον Θόδωρο, είχα δει μόνο την «Εκπομπή», μια μικρού μήκους ταινία του. Αυτή παιζόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μέσα στη δικτατορία, σε ένα κινηματογράφο της Αθήνας που λεγόταν Στούντιο. Παράλληλα, είχα δει τον «Τζίμη τον Τίγρη» του Παντελή (σ.σ.: Βούλγαρη), η οποία είχε βραβευθεί όπως και η «Εκπομπή». Είχα ακούσει για την «Αναπαράσταση», είχε ήδη κάνει τις «Μέρες του ’36», αλλά αυτές τις ταινίες τις είδα εκ των υστέρων. Είναι καλοκαίρι του 1973, και εγώ έχω κάνει τη μουσική για την παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου στο Άλσος Παγκρατίου «Κι εσύ χτενίζεσαι», η οποία παιζόταν με μεγάλη επιτυχία μέσα στη δικτατορία. Τότε έρχεται στο θέατρο ο Θόδωρος και εκεί τον πρωτογνώρισα, ή με πήρε τηλέφωνο πρώτα, δεν θυμάμαι.

Μου είπε ότι ετοιμάζει μια ταινία και θα ήθελε να του κάνω τη μουσική. Μου είπε με δυο λόγια περί τίνος επρόκειτο, ότι δηλαδή ήταν μια παράλληλη ιστορία του μύθου των Ατρειδών με την ιστορία της Ελλάδας από την εποχή του Μεταξά μέχρι τον Εμφύλιο και τις αρχές του ’50, Αμερικάνοι κλπ. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Όλοι οι συνεργάτες, ο Δημήτρης Αρβανίτης στη φωτογραφία, ο Θανάσης Αρβανίτης στον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά, η ομάδα του Θόδωρου, πίστεψαν από την πρώτη στιγμή ότι εδώ γίνεται κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Ένα άλλο πλεονέκτημα που είχε η ταινία ήταν ότι με τρεις κουβέντες, αυτές που σας είπα εγώ, μπορούσε κανείς να καταλάβει τι είναι αυτό το πράγμα: μια διαδρομή της Ελλάδας από το ’36 μέχρι το ’50, παράλληλα με τον μύθο των Ατρειδών. Ένα μπουλούκι όπου υπάρχουν αντιστοιχίες, υπάρχει η Ηλέκτρα, ο Αγαμέμνονας, ο Ορέστης.

Ο Θόδωρος μου έδωσε να καταλάβω ότι η μουσική στην ταινία έπρεπε να είναι ζωντανή στον χώρο του γυρίσματος. Δεν προστέθηκε ποτέ τίποτα, ούτε είχε ανάγκη από μουσικές υποκρούσεις. Ό,τι ακούγεται μες στο «Θίασο» συμβαίνει σε χώρους φυσικούς σχεδόν, δεν υπάρχει ένα όργανο που σχολιάζει συναισθηματικά τις σκηνές, η γνωστή μουσική επένδυση των ταινιών.

Η ζωντανή «παραγωγή» της μουσικής ήταν επιλογή του Αγγελόπουλου;

Ναι, η μουσική παράγεται στο χώρο του γυρίσματος, και αυτή η επιλογή ήταν του Αγγελόπουλου. Το ποια κομμάτια, με ποια όργανα κλπ καθορίστηκε στην πορεία, αλλά από την αρχή μου είπε ότι δεν ήθελε μουσικές υποκρούσεις αλλά πολλά, κατάλληλα, αντιπροσωπευτικά τραγούδια. Πράγματι, αν ακούσει κανείς μόνο τις μουσικές του «Θιάσου», μπορεί να φανταστεί τη διαδρομή της Ελλάδας, μέσα από το «Ρούμι κόκα-κόλα», τα δημοτικά, τα αντάρτικα, κλπ.

Εκεί που μου ζήτησε τη βοήθειά μου ήταν στο λεγόμενο «Γιαξεμπόρε», αυτό το τραγουδάκι που τραγουδάει ο θίασος. Απ’ ότι έμαθε και ο ίδιος, αυτό ήταν ένα τραγούδι που τραγουδούσαν τα μπουλούκια στις αρχές του αιώνα, τέλη του περασμένου. Το «Γιαξεμπόρε» ήταν μια παραφορά του «Γεια σου αμόρε» που έλεγαν οι Ιταλικοί θίασοι που έρχονταν εδώ. Απ’ αυτό υπήρχε μόνο το «Δε μου λέτε, γιάξεμπόρε / βρε κορίτσια, γιαξεμπόρε», τίποτε άλλο. Ούτε ολοκληρωνόταν, ούτε άλλα λόγια είχε, ούτε μουσική. Αυτό, κατάλαβα από την αρχή, ότι ήταν πολύ βασικό να ολοκληρωθεί. Έτσι, πρόσθεσα και μουσικά θεματάκια, και λόγια, από κοινού με τον Θόδωρο, και βγήκε αυτό το κομμάτι που ακούγεται αρκετές φορές στην ταινία, στους τίτλους, έξω από το καφενείο στην Άμφισσα, κλπ. Αυτή ήταν η συνθετική μου προσφορά στη μουσική του «Θίασου».

Ποιος έκανε την έρευνα για το ποια τραγούδια θα επιλεγούν; Εσείς;

Ναι, ναι, αποκλειστικά. Για κάποια τραγούδια, ο Αγγελόπουλος ήταν απολύτως σίγουρος ότι ήθελε να μπουν, το «Γύρνα ξανά» π.χ., ήταν δυο-τρία τραγούδια που υπήρχαν ήδη μες στο σενάριο.

Ως προς το «Γιαξεμπόρε», στον δίσκο βλέπουμε και το όνομα του Νίκου Γκάτσου. Υπάρχει κάποια σύνδεση με τον Γκάτσο;

Καμία απολύτως.

Είχαμε ακούσει ότι ίσως εκείνος είχε πει στον Αγγελόπουλο αυτό το κουπλεδάκι.

Α, να ρωτήσουμε τον Αλέξη Βάκη (σ.σ.: ο παραγωγός του δίσκου), πιθανόν να ξέρει, εγώ δεν ξέρω.

Πάντως, μεταξύ σας δεν υπήρχε σχετική επικοινωνία…


Εγώ με τον Γκάτσο είχα ήδη κάνει την «Κόκκινη κλωστή», δηλαδή ήταν συνεργάτης μου από πριν. Αν υπήρξε σχέση Αγγελόπουλου – Γκάτσου, δεν την πήρα χαμπάρι. Στιχουργικά πάντως, αυτό που υπήρχε μόνο ήταν το «Γιαξεμπόρε». Τα λόγια δεν είναι και καμιά σπουδαία ποίηση, στο πόδι ήταν γραμμένα και από τον Θόδωρο και από μένα, όπως θα έγραφε ένας περιπλανώμενος θίασος ένα τραγουδάκι.

Ωραία. Σας διακόψαμε όμως πριν.

Λοιπόν, η δυσκολία έγκειτο στα διαφορετικά είδη μουσικής που έπρεπε να ακουστούν μες στην ταινία, και κυρίως στις φάτσες των μουσικών, γιατί αυτοί έπαιζαν στην ταινία. Άρα, δεν έπρεπε να παίζουν μόνο μουσική, αλλά να ταιριάζουν και στην εποχή. Η εικόνα που είχα για τους μουσικούς της εποχής είναι κάτι ηλικιωμένοι κύριοι με κουστούμια, με κανονικά μαλλιά, δεν ήταν χιπαριά, κλπ. Δεν έψαξα να βρω μουσικούς απ’ τον περίγυρό μου, αλλά έπρεπε να βρω μουσικούς αυθεντικούς που κάποτε έπαιζαν στα κέντρα, μετά έπαιζαν στην Τρούμπα, μετά βγήκαν στην επαρχία και έπαιζαν σε πανηγύρια. Έμαθα λοιπόν για ένα καφενείο των μουσικών στην Ομόνοια, Μενάνδρου, υπάρχει ακόμα ίσως, αναφέρεται και από ρεμπέτες. Παλιό, παραδοσιακό στέκι όπου, πώς πήγαιναν οι άνεργοι εργάτες στην Πλατεία Κοτζιά και περίμεναν να τους διαλέξουν για μεροκάματο, έτσι πήγαιναν οι μουσικοί και έμπαινε κάποιος και τους έπαιρνε για δουλειά. Απ’ αυτό τον χώρο μέσα βρήκα αρκετούς μουσικούς. Ούτε τους κουρέψαμε, ούτε τους πειράξαμε, ούτε τίποτα, απλά τους ντύσαμε με ένα κουστουμάκι της εποχής, ούτε καν φοράνε στολή ορχήστρας. Είπα «θέλω κάποιους οι οποίοι να παίζουν τρομπέτα, τρομπόνι, κλπ.» μιλάω για τις σκηνές στο κέντρο και στον Σκοινιά με τους Αμερικάνους ναύτες στον γάμο. Άλλοι οι μεν, άλλοι οι δε, αλλά από τον ίδιο χώρο, εννοώ από το καφενείο. Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε τραγούδια. Ήξερα ποιο τραγούδι θέλω, αλλά έπρεπε να το βρω. Σε αυτό το πράγμα με βοήθησε πάρα πολύ ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Κάποια παράξενα τραγούδια, άντε βρες τα.

Αυτή η αναζήτηση τραγουδιών ίσως ξύπνησε και παιδικές μνήμες, κινητοποίησε έναν τέτοιο μηχανισμό…

Ναι, απολύτως. Εγώ είμαι γεννημένος το ’43. Μεγάλωσα στην Κυψέλη, όπου είχα ακούσματα από επιθεωρήσεις, απ’ το ραδιόφωνο της εποχής, δηλαδή το κλίμα μου ήταν οικείο. Έτσι, δεν έκανα έρευνα σε βάθος. Προτείναμε πέντε τραγούδια για κάθε σκηνή, και διαλέγαμε το πιο κατάλληλο. Αυτά τα πέντε μου τα βρήκε ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Του έλεγα «θέλω αυτό, το άλλο» και ο Γιώργος λόγω ραδιοφώνου, μου τα έβρισκε.

Το μόνο ψεύτικο στην ταινία είναι ο ακορντεονίστας που βλέπουμε, ο γεράκος που παίζει με το ακορντεόν. Το ακορντεόν που ακούμε είναι του Αντρέα Τσεκούρα. Ο Αντρέας ήταν σε όλα τα γυρίσματα, ο γεράκος είχε ένα ακορντεόν τρυπημένο, δεν έβγαζε ήχο, απλά το ανοιγόκλεινε, και ένα μέτρο στο πλάι του κάδρου που παίρνει η κάμερα ήταν ο Αντρέας και έπαιζε ζωντανά. Ο ήχος είναι παρών μέσα στη σκηνή του γυρίσματος, απλά δεν βγαίνει από αυτό το ακορντεόν, βγαίνει από ένα άλλο που είναι ενάμισι μέτρο πιο έξω για να μην είναι μέσα στο κάδρο. Ο Αντρέας παίζει και στην ταινία, στην παράδοση των όπλων είναι ένας αντάρτης που κλαίει. Ο Αντρέας τότε ήταν ένα παλικαράκι που σπούδαζε στην Καλών Τεχνών, τον οποίον εκείνο το καλοκαίρι τον είχα στο «Κι εσύ χτενίζεσαι», και επειδή μου ζήτησαν ακορντεόν, τον πήρα μαζί μου. Το μόνο κομμάτι που δεν παίζει ο Αντρέας, το οποίο ακούγεται έξω από ένα σινεμά, το «Κορόιδο Μουσολίνι», αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι που χρειαζόταν ο Θόδωρος για το γύρισμα και κάτι έγινε και πήραν έναν άλλο ακορντεονίστα, ο οποίος το ’παιξε στη σκηνή του γέρου.

Θυμάμαι περιπετειώδη γυρίσματα, αυτό που είναι στα χιόνια ίσως, όπου είμαστε όλοι στο χιόνι από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα, ο Θόδωρος με ένα μπερεδάκι, ένα σακάκι και κάτι παλιά, μονόσολα παπούτσια, μέσα στον πάγο, είμαστε εμείς δίπλα του, ο Αντρέας έπαιζε με 15 υπό το μηδέν πάνω στα Ζαγόρια, οι γυναίκες με τακούνια ήταν μες στη λάσπη και τα χιόνια και κατέβαιναν το βουνό. Όλοι όμως είχαμε πιστέψει ότι αυτό που γίνεται είναι σημαντικό. Και, κυρίως το υπόδειγμα του Θόδωρου, ο οποίος δεν έλεγε κάτι και μετά χωνόταν στο καφενείο μέχρι να γυριστεί η σκηνή· ήταν εκεί, παρών, το πίστευε, το πιστεύαμε όλοι, το υπερασπιστήκαμε μέχρι το τέλος.

Αν γινόντουσαν κάποια λάθη στη σκηνή, επαναλαμβάνατε όλη τη σκηνή;

Ο Θανάσης Αρβανίτης ηχογραφεί - τότε δεν υπήρχαν πολυκάναλα μαγνητόφωνα, υπήρχαν τα Nagra που έγραφαν το πολύ δύο κανάλια. Επειδή είχε διαλόγους, φωνές, κλπ, είχε συνδέσει τέσσερα Nagra, έκανε δηλαδή ένα αυτοσχέδιο πολυκάναλο για να μπορέσει να παίρνει και τις πηγές του. Κάποια στιγμή στο τέλος της στιγμής ακούγεται ένα «στοπ». Γυρίζαμε με μια μηχανή Michell, με το σασί το μεγάλο που βγάζει 13-15 λεπτά, οι μικρές δεν έπαιρναν τόσο. Είχε λοιπόν  νοικιάσει την ακριβή μηχανή και είχε φέρει και μια μπομπίνα για να γράφουν. Ο Θόδωρος λέει «ποιος είπε στοπ; Θανάση βάλε τον ήχο να ακούσουμε ποιος το είπε το στοπ!». Τι είναι αυτό; Ο Στέφανος κάτι, ο διευθυντής παραγωγής που σου λέω, πιέζει ότι δεν έχουμε άλλο φιλμ, άρα ό,τι έγινε έγινε. Δύσκολο πράγμα. Γίνανε πρόβες, αλλά και 13 λεπτά μονοπλάνο; Με τραγούδια, με κινήσεις, με πυροβολισμούς, με κόντρες…

Υπάρχουν κομμάτια δικά σας που δεν μπήκαν στην ταινία;

Όχι, όχι. Ό,τι μπήκε οπτικό μπήκε και ηχητικό. Εγώ ήμουν πάντα θετικός με τους σκηνοθέτες, και στο θέατρο και στο σινεμά. Δεν προσπαθούσα να επιβάλλω, προσπαθούσα να εξυπηρετήσω το όραμα του ανθρώπου που καταλαβαίνω ότι έχει ανάγκη. Εγώ έκανα τις δουλειές μου σε δίσκο, και στην ταινία και το θέατρο εξυπηρετούσα αυτό που ο άλλος είχε στο μυαλό. Ο Θόδωρος μου ζήτησε να κάνω την επόμενη μουσική για τους «Κυνηγούς». Εκεί είχε κάτι βαλσάκια, κάτι δημοτικά και κάποια κλασσικά.. Εγώ χρειαζόμουν λεφτά για δικούς μου, οικογενειακούς λόγους και είχα μια πρόταση να αρχίσω να εμφανίζομαι για πρώτη φορά σε μαγαζί. βράδια. Του είπα «Θόδωρε, να σε βοηθήσω κυρίως στα βαλσάκια, για τα άλλα μη με ανακατέψεις, είναι εξωτερικά γυρίσματα, θες μπάντες κλπ, βρες τες, καν’ τες». Του προτείνω για τα δημοτικά τον Χάλαρη και για τα κλασσικά την Καραΐνδρου. Η Ελένη είχε έρθει απ’ το Παρίσι, ήξερα τις σπουδές της, και ο Χάλαρης είχε κάνει πολύ ωραία πράγματα. Αυτούς ήξερα.




Χρονικά, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει η σύνθεση της μουσικής και τα γυρίσματα;

Δεν υπάρχει σύνθεση. Η επιλογή των τραγουδιών γινόταν παράλληλα με το γύρισμα. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν φθινόπωρο, χειμώνα του ’73.

Πώς έγινε δεκτή η ταινία μέσα στο πολιτικό κλίμα της χούντας…

Αντιμετωπίσαμε πρόβλημα στο γύρισμα αυτό στο κεντράκι, το δεκατρία λεπτά μονοπλάνο, ο διάλογος Χίτες-κομμουνιστές. Αυτό γυρίστηκε σε ένα παλιό ξενοδοχείο στην Κηφισιά, άθλιο. Μας έκανε η σάλα, είχε το πλακάκι το ασπρόμαυρο, κλπ. Εκεί έγιναν κάποιες πρόβες, και τα Χίτικα, και τα αριστερά τραγούδια, όπου έπεσε μια καρφωτή από κάποιον από τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, δεν ξέρω από που, ότι εκεί κάποιοι κομμουνιστές κάνουν κάτι γυρίσματα κλπ. Φώναξαν λοιπόν τον υπεύθυνο, που ήταν ο διευθυντής παραγωγής, ένας Στέφανος… δεν θυμάμαι… ο οποίος πήγε και είπε «βεβαίως, γυρίζουμε μια ταινία η οποία είναι απ’ τη μεριά τη δικιά μας, τη μεριά της Επανάστασης, αυτοί μπορεί να λένε αλλά εμείς νικάμε». Έτσι πάρθηκε η άδεια και για το γύρισμα στην αγορά της Καρδίτσας για την παράδοση των όπλων, λέγοντας ότι κάνουμε μια ταινία όπου φαίνεται ότι παραδίδονται αυτοί και νικάει ο Εθνικός Στρατός. Μόνο στην Κηφισιά είχαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το άμεσο πρόβλημα, όπου άλλωστε ακούγονται και τα περισσότερα. Ένα αντάρτικο στην πλατεία του Ναυπλίου, «Λαέ σκλαβωμένε, λαέ βασανισμένε», κι αυτό με τον ίδιο τρόπο το πέρασε, λέγοντας ότι γυρίζουμε μια ταινία για την Επανάσταση, το είχε μάθει το ποίημα, ήξερε ακριβώς τι να τους πει. Πριν απ’ το γύρισμα που κάναμε πρόβα, ήρθαν κάτι μπάτσοι να ακούσουν τι είναι αυτά τα τραγούδια, κι εμείς παίξαμε κυρίως τα Χίτικα, κρύψαμε τα άλλα και παίξαμε «γύρνα ξανά στην παλιά σου φωλιά βασιλιά», «με όπλα δεν θα χύσουμε ούτε μια σταγόνα αίμα ελληνικό» κλπ.

Γενικά, έτσι βολεύονταν τα πράγματα μουσικά για να περάσουν κάποιες ιστορίες απ’ την λογοκρισία;

Ναι, εγώ ήξερα απ’ αυτά τα πράγματα. Είχα ήδη εκείνη την εποχή τα «Μικροαστικά», είχαμε στείλει καμιά εικοσαριά, περάσανε τα 12, μια ολόκληρη κομπίνα, με κλείσιμο ματιού περνούσαν τα πράγματα. Έτσι ήταν στα κέντρα, έτσι ήταν το θέατρο, οι επιθεωρήσεις του Ελεύθερου ας πούμε, με κλείσιμο του ματιού. Υπήρχε λογοκρισία στο Άλσος Παγκρατίου, έδιναν τα κείμενα στην επιτροπή λογοκρισίας και ερχόταν μια φορά την εβδομάδα ένας με ένα ντοσιέ ο οποίος είχε όλα τα κείμενα και καθόταν με ένα φακό να δει ακριβώς τις λέξεις που ήταν γραμμένες. Όταν ήταν αυτός, έλεγαν ακριβώς τις λέξεις, όταν έφευγε, έλεγαν κάτι παραπάνω. Είχαν συλληφθεί άνθρωποι τότε, ο Παράβας, εξορίες…

Η Αριστερά πώς υποδέχθηκε τον Θίασο;

Εκείνη την εποχή… ποια Αριστερά… με το ΚΚΕ εκτός νόμου. Δεν ξέρω, ο Θόδωρος μπορεί να έχει μία εικόνα, εγώ δεν έχω. Εγώ ήμουν πάντα του Εσωτερικού, δεν με πήγαινε το ΚΚΕ, γιατί συνεργάστηκα και με τον Νεγρεπόντη που ήταν παλιά στην ΕΔΑ και παρέμεινε στην ΕΔΑ μέχρι τότε, άρα το ΚΚΕ ποτέ δεν έπαιξε «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», τώρα έχουν αρχίσει να με φωνάζουν στα φεστιβάλ, και πάω στα φεστιβάλ της ΚΝΕ και παίζω «Απλά μαθήματα» και «Μικροαστικά» που τώρα πια τα παιδιά μπορούν να ακούσουν. Τότε ήτανε περιχαρακωμένα. Δεν ξέρω πώς αντέδρασε το ΚΚΕ.

Υπήρχε κάποιο πολιτικό, ιδεολογικό όραμα που επηρέασε την προσέγγισή σας στον Θίασο;

Δεν μπορώ να βρω τέτοια διάσταση. Απλά ήρθε ένας άνθρωπος, κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ταλέντο, ένα όραμα, και αισθάνθηκα ότι θα μπορούσα να του είμαι χρήσιμος, και του ήμουνα χρήσιμος. Χρωστάω πολλά στην επιμονή του Θόδωρου. Ο Θόδωρος ήρθε και στο «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» και μου είπε «είναι φοβερό αυτό που έχεις οργανώσει εδώ πέρα», και του είπα «ένα κομμάτι το χρωστάω στο πόσο πεισματάρης ήσουν σε μερικά πράγματα που ήθελες να κάνεις, έλεγες αυτό θα το κάνω». Αυτό το πείσμα το είχα από μόνος μου, το είδα και επιβεβαιώθηκα και στη στάση του Θόδωρου πάνω στα πράγματα.

Πώς επηρέασε η δουλειά σας στον «Θίασο» την μετέπειτα μουσική σας πορεία;

Δεν με επηρέασε ο «Θίασος». Αυτό το υλικό – από πού να αρχίσω… από τα ελαφρά της εποχής...- το ήξερα και έχω κάνει δουλειές με αυτό. Για παράδειγμα, στο «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» υπάρχουν μέσα τέτοια τραγούδια. Δεν μου έδωσε κάτι καινούργιο ο «Θίασος». Βοήθησα τον Θόδωρο να υλοποιήσει αυτό που είχε μες στο μυαλό του, έχοντας πάντα τη πίστη ότι φοβόταν το μέρος του μουσικού. Σε σημεία όπου θα μπορούσε να έχει και πρωτότυπη μουσική, αυτό το απέφυγε. Αυτό το είδα και στην επόμενη ταινία του, στους «Κυνηγούς».

Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ με τον «Θίασο», με ταξίδια. Έλεγε ο Θόδωρος: «Αυτή τη σκηνή στα Γιάννενα τη θέλω με χιόνι». Ωραία. Θα χιονίσει, δεν θα χιονίσει; Καθόμαστε μια βδομάδα οι ηθοποιοί σε κάτι φτηνά ξενοδοχεία των Ιωαννίνων, και περιμέναμε να χιονίσει. Λέω: «Θόδωρε, εγώ θα γυρίσω στην Αθήνα και όταν χιονίσει, μου λες». Παίρνω ένα αεροπλάνο – τότε είχαν αεροπλάνο τα Γιάννενα – και πάω Αθήνα, έμενα τότε στο Ψυχικό. Μπαίνω μέσα στο σπίτι μου και χτυπάει το τηλέφωνο …«Χιόνισε, έλα». Και μετά έλεγα εγώ «Αντρέα, πάμε» και γυρίζαμε πίσω. Τα λεφτά ήταν ελάχιστα, δεν μας ένοιαξε αυτό το πράγμα, κανείς δεν το μέτρησε οικονομικά. Το ’72 είχε γυρίσει ο Παντελής το «Προξενιό της Άννας» που έπαιζε η Άννα, το οποίο είχε κοστίσει 700 ή 800 χιλιάρικα της εποχής, όταν ο «Θίασος» πριν τελειώσει ήταν ήδη στα 5 με 7 εκατομμύρια. Κάποια στιγμή, ο Παπαλιός είπε: «Δεν δίνω άλλα, σταματήστε το». Τέλος πάντων, συνεχίστηκε, τελείωσε πάντως επεισοδιακά.

Και η Άννα (σ.σ.: Βαγενά) παίζει σε μια σκηνή, σ’ αυτή στο κέντρο, στην παρέα των Αριστερών είναι και η Άννα, κάθεται σαν κομπάρσα και αποχωρεί μαζί τους. Εκτός από την αμοιβή, ο Παπαλιός μας έκανε και ένα δώρο: όταν πήγε ο «Θίασος» στις Κάννες το ’75, μας πλήρωσε εισιτήρια και ξενοδοχείο-διαμονή, να είμαστε η Άννα κι εγώ μαζί με τον Θόδωρο όταν θα παιζόταν η ταινία. Αυτό που έγινε με την ταινία στις Κάννες δεν είναι τελείως ξεκάθαρο στο μυαλό μου, αλλά θα σας το πω με δικά μου λόγια. Στις Κάννες υπάρχει το διαγωνιστικό τμήμα και υπάρχει και το δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών, το οποίο ήταν μια κίνηση που κάνανε τότε οι Γάλλοι, Γκοντάρ, Μαλ, Τρυφώ. Είπαν μεταξύ τους ότι "δεν μπορεί να μονοπωλεί ένας θεσμός μόνο τις ταινίες, θα κάνουμε και έναν ανεξάρτητο χωρίς βραβεία, χωρίς τίποτα, για να δείχνουν οι σκηνοθέτες τις δουλειές τους". Για να πάει κανείς στην επίσημη διοργάνωση πρέπει να προταθεί από το κράτος του· ο «Θίασος» δεν ήταν μια ταινία που προτάθηκε από το κράτος, άρα δεν μπορούσε να πάει στο επίσημο φεστιβάλ και πήγε στο δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών. Οι ταινίες εκεί δεν παίζονται μόνο μία φορά, παίζονται μια πρώτη βραδιά, μια άλλη φορά μεσημέρι, και μια τρίτη σε άλλες ώρες, ώστε να μπορούν όλοι να πάνε. Η πρώτη προβολή έγινε σε ένα σχεδόν δευτερεύον σινεμαδάκι, δεν ήταν στο μεγάλο. Ο «Θίασος» παιζόταν με τη διάρκεια που ξέρετε, τέσσερις ώρες, χωρίς διάλειμμα – αυτό ήταν όρος. Είμαστε λοιπόν από σχετικά νωρίς στο χώρο όπου θα παιζόταν η ταινία, άρχισε να έρχεται κάποιος κόσμος, αλλά εμείς δεν μπήκαμε μέσα με τον Θόδωρο. Απέναντι είχε ένα γωνιακό μπαράκι, και κάτσαμε εκεί με τον Θόδωρο τέσσερις ώρες να δούμε πόσοι θα φεύγουν και τι ώρα θα αρχίσουν να φεύγουν, ποιοι θα βγούνε και πόσοι αντέχουνε. Δεν έφυγε σχεδόν κανείς. Τελειώνοντας η ταινία, άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι, ο Θόδωρος ήταν κοντά στην είσοδο. Ο Χέρτζοκ - ο μέγας Χέρτζοκ - είχε έρθει να δει την ταινία του Θόδωρου, και έπεσε μπρούμυτα και είπε «να σου φιλήσω τα πόδια». Στην επόμενη προβολή που έγινε μετά από δυο μέρες, έγινε της κακομοίρας. Στην απονομή των ταινιών που συμμετείχαν στο επίσημο τμήμα του φεστιβάλ, ο Θόδωρος μοιράστηκε το βραβείο με τον Χέρτζοκ, παρόλο που δεν ήταν καν η ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα. Ο Χέρτζοκ είπε «δεν μπορώ να πάρω εγώ το βραβείο χωρίς να το μοιραστώ με τον Αγγελόπουλο». Εκεί έγινε το μεγάλο μπαμ.

Γιατί άργησε τόσο πολύ ο δίσκος;

Κοίτα, εγώ έχω όλο το υλικό, ηχογραφήσεις, γυρίσματα. Αισθανόμουν ότι αυτός ο δίσκος, να βγουν οι μουσικές, δεν μου έλεγε τίποτα, γιατί οι μουσικές είχαν την αξία τους μαζί με την εικόνα. Το «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει» όπως είναι παιγμένο από τους καλαμπόρτζηδες, όπως λέμε εμείς στη γλώσσα μας, που είναι δηλαδή λίγο του ποδιού μουσικοί, δεν με εξέφραζε. Θα μπορούσα να το κάνω με τζαζίστες καλούς, και το έχω κάνει με τη Ζορμπαλά. Η μουσική ήταν χρήσιμη για να υπάρχει μαζί με την ταινία, ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να γίνει το σάουντρακ του «Θίασου». Κάτι αντάρτικα, κάτι δημοτικά, κάτι ζουρνάδες, δεν το θεωρούσα υλικό κατάλληλο για να βγει. Αλλά ο Αλέξης (σ.σ.: Βάκης) ήρθε και μου το πρότεινε, και του είπα «πάρε, να σου δώσω το μουσικό υλικό, βρες τον Αγγελόπουλο και κάντε κουμάντο». Όταν βρέθηκε ο Αλέξης με τον Θόδωρο, εγώ αποχώρησα, είπα «δεν έχω καμία ανάμειξη, κάντε ό,τι θέλετε».

Αλλά το ότι επί 20 χρόνια δεν βγαίνει το σάουντρακ είναι δική σας «ευθύνη».

Ναι, ναι, διότι αισθάνθηκα ότι αυτό το πράγμα χωρίς την εικόνα του είναι ένα αδύνατο ακουστικά υλικό… Να σου πω κάτι; Εγώ έχω όλη την ηχητική μπάντα της ταινίας, τέσσερις ώρες υλικό. Θες να το κάνεις; Πάμε σε μια εταιρεία και βγάλε όλο τον ήχο της ταινίας, αλλιώς άσε να βγουν αυτά τα τραγούδια που υπήρχαν στην ταινία.

Στον δίσκο γράφετε: «Σε κάθε τόπο και σε κάθε ιστορική στιγμή, η μουσική ενός λαού εκφράζει απόλυτα την κοινωνικο-πολιτική του κατάσταση». Είναι αυτό το καλλιτεχνικό δόγμα που καθοδηγεί τη δουλειά σας στον Θίασο; Τι θέλατε να πετύχετε;

Ήθελα να παρακολουθήσω, όσο γίνεται με μεγαλύτερη συνέπεια, μέσα από τη μουσική την πορεία αυτού του τόπου μέσα σ’ αυτά τα 15 χρόνια, πράγμα που έχω κάνει σε μία παράσταση στον Λυκαβηττό με τίτλο "Αχ πατρίδα μου γλυκιά" με προσκόπους, κατασκηνώσεις κλπ. Αυτό είναι και κοντά, και μακριά απ’ τον «Θίασο». Παίρνω την ίδια περίοδο, ’36 με ’50κάτι. Ξεκινάω με μια σχολική γιορτή, αυτό που λέγαμε γυμναστικές επιδείξεις, τραγουδούν τα παιδάκια «αχ πατρίδα μου γλυκιά». Το ίδιο βράδυ οι γονείς τους πηγαίνουν σε ένα εξοχικό κεντράκι και ακούνε τραγούδια της εποχής. Υπάρχει λοιπόν μία διαδρομή μέσα στη χρονιά, με τέσσερις εποχές. Ξεκινάω καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας άνοιξη, και ξανά καλοκαίρι. Σε αυτόν τον κύκλο, έχει τέσσερις μικρές πρόζες, τις οποίες έλεγε η Άννα σε γλώσσα παλιού αναγνωστικού. Περνώντας τη διαδρομή της χρονιάς μέσα, βάζω με τη χρονολογική σειρά που έρχονται επετειακά, 28η Οκτωβρίου, Χριστούγεννα, Πρωτομαγιά, Πάσχα, Καθαρή Δευτέρα, και παράλληλα όταν ξανασκάμε στο καλοκαίρι τα παιδάκια ξανατραγουδάνε «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» αλλά το κέντρο είναι πλέον ρεμπετάδικο.

Το ίδιο πράγμα προσπάθησα και μέσα από την ταινία: να ακολουθήσω τη μουσική πορεία αυτού του τόπου μέσα σ’ αυτή την εποχή. Γι’ αυτό μπαίνει και το «Ρούμι κόκα-κόλα», τα κατοχικά, το «Πουλί του Σκόμπι είναι κόμποι-κόμποι». Είχε περιπέτεια. Ο Θόδωρος ας πούμε ήθελε το “Its a long way to Tiperery”, εγγλέζικο παραδοσιακό. Είχα λοιπόν ένα ξάδερφο που σπούδαζε στο Newcastle ναυπηγός. Τον πήρα ένα τηλέφωνο και του είπα «Γιάννη, θέλω να μου βρεις όλο το “Its a long way to Tiperery”. Με παίρνει ένα βράδυ αργά και μου λέει: «Είμαι σ’ ένα μπαρ και ο μπάρμαν το ξέρει, βάλε το μαγνητόφωνο». Έβαλα λοιπόν ένα μαγνητοφωνάκι και ο μπάρμαν μου τραγούδησε το τραγούδι από το μπαρ στο Newcastle. Επίσης, ήθελε ο Θόδωρος να κάνει μια σκηνή με το «Ρούμι κόκα-κόλα» με τα ελληνικά λόγια, είχα στείλει τους μουσικούς, απλά ήθελε τα ελληνικά λόγια. Παίρνω λοιπόν τον Γιώργο Παπαστεφάνου και του λέω ότι θέλω το τραγούδι στα ελληνικά, και μου το δίνει. Παίρνω τον Θόδωρο στα Γιάννενα από περίπτερο στην Πατησίων και του λέω ότι έχω τα ελληνικά λόγια, και καθόμουν στην Πατησίων και έλεγα: «Πάμε αγάπη μου εγώ κι εσύ, σ’ ένα όμορφο μικρό νησί, να πίνουμε μες στη φωτιά ρούμι κόκα-κόλα».

Όπως ο «Θίασος» είναι μια ευτυχισμένη κουρελού, δηλαδή κουρέλια είναι η Ελλάδα, ο θίασος από μόνος του, έτσι είναι και οι μουσικές, κουρέλια, και όλα αυτά έκαναν ένα υπέροχο υφαντό, ένα έργο τέχνης, από κουρελάκια.

Νοσταλγείτε εκείνη την εποχή;

Εγώ, ξέρεις, τελειώνοντας μια δουλειά, είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που τελείωσα, άλλοι κλαίνε. Όταν γίνει η τελευταία συνάντηση, εγώ την κάνω, φεύγω, και χάνομαι προς τη δύση όπως ο Λούκυ Λουκ που λέει «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ». Έχω τελειώσει την αποστολή μου, έχω βάλει τους Ντάλτον στα κελιά, και πάω για καινούργιες περιπέτειες. Έχω κάνει πολλές δουλειές, όλες κάποτε τελείωσαν, μία από αυτές ήταν ο «Θίασος».


Δεν υπάρχουν σχόλια: