Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Ο Θανάσης Μωραΐτης για τον Ματθαίο Μουντέ



Εις μνήμην Ματθαίου Μουντέ*


Με τον «γέροντά μου» στην Ουρανούπολη
-ένας μοναχικός μαθητής της μουσικής μιλάει για το σπίτι του γέλιου-


Ο αέρας ευθύνεται για το ότι οι αναμνήσεις, που φορτώνουν με αρώματα και μυρουδιές τα λόγια, κυλάνε σαν τον μεθυσμένο στην κατηφόρα, πότε αργά και τρεκλίζοντας, πότε γρήγορα και ίσια, μα πάντα ονειρικά.

Κάθε φορά που θυμάμαι τον αέρα πού ’χε το σπίτι του «γέροντά μου» στην Ουρανούπολη, στα σύνορα του Άθω -κι είναι πολλές οι φορές- γίνομαι παιδί. Λύνω τον κόμπο και λύνομαι σε γέλια ξανθά. Όσο κι αν προσπάθησα μερικές φορές να πω «εντάξει μωρέ, ένα ωραίο μέρος ήταν κι αυτό» μού ’ρχεται κατακούτελα η άγια μορφή του «γέροντά μου», ποιητή Ματθαίου Μουντέ και με χτυπά με δύναμη. Η δύναμη προϋποθέτει μοναξιά, την χρειάζεται. 

Η τελευταία φορά ήταν Χριστούγεννα, με τα κοντσέρτα για όμποε του Καρλ Φίλιπ Εμμανουέλ Μπαχ να μη θέλουν να σταματήσουν και με την σπαραχτική Σαπφώ Νοταρά, στο ηχογραφημένο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Έρωτας στα χιόνια», να καίει τις ώρες μας, όπως έκαιγε η φωτιά τα χιονισμένα ξύλα στο τζάκι. Και πάντα, μόλις μονολογούσα «τώρα είναι έτοιμη η φωτιά», μου ζητούσε να του ξαναπώ το παραμύθι-τραγούδι μου:

Ένα παιδί κρατά τη γιαγιά απ’ το χέρι και την πηγαίνει στην άκρη της θάλασσας, να τη ζωγραφίσει. Εκεί ήθελε να τη ζωγραφίσει γιατί αγαπούσε πολύ κι αυτήν και τη θάλασσα.
Η γιαγιά τον παρακαλεί να την κάνει όμορφη, όπως ήταν στα νιάτα της.
Το παιδί όμως δεν ήξερε πώς ήταν στα νιάτα της η γιαγιά και τη ρωτάει:
Πώς δηλαδή να σε κάνω;… Πώς να σου κάνω τα μάτια; Πώς να σου κάνω τα μαλλιά; Εκείνη γυρίζει προς τη θάλασσα, του δείχνει ένα καράβι που εκείνη τη στιγμή περνά και του λέει, να, κάνε με όμορφη όπως το ταξίδι του.
Το παιδί λέει: Μα δε βλέπω μάτια, δε βλέπω χείλη, δεν βλέπω στόμα, πρέπει να δω για να ζωγραφίσω.
Άμα σου πω ένα τραγούδι θα καταλάβεις πως ήμουν μικρή;

Ξημέρωνε και σουρούπωνε με μουσική, με πούρα, με το αλάτι στην τσέπη μου να παρακαλά για λίγες κόκκινες ντομάτες που έσπειρε ο κύριος Καμάδας, με τα μπαρμπούνια πού ’χε «φυλάξει» ο κύριος Λεμονιάδης και με λόγια του Ματθαίου. Λόγια κύματα, σιδερωμένα και καθαρά από την χρόνια μπουγάδα που έκαναν στο σώμα και στα μάτια του. Ό,τι και να κάνεις, δεν τη γλυτώνεις την καλημέρα στο γαλάζιο και στα μάτια του «γέροντα» που περιμένουν γεμάτα υπομονή και καλωσύνη να προσφέρουν υγρή αγάπη. 

Παλιότερα νόμιζα ότι ο τέλειος ρόλος είναι να είσαι ανήσυχο πνεύμα. Τώρα θαρρώ πως ο τέλειος ρόλος είναι να είσαι ήσυχο πνεύμα κι αυτόφωτο. Αυτή είναι η πηγή της δημιουργίας μικρών σκέψεων και μικρών πραγμάτων, που είναι αρκετά να βοηθήσουν τη λεμονιά, που μπαίνει στο παράθυρο του δωματίου που με φιλοξενεί ο «γέροντάς μου», ν’ ανθίσει, και το κυριότερο, να το καταλάβεις. 

Η μετάβαση από τη χαρά στην απόλυτη χαρά είναι εύκολη, αρκεί να είσαι στο Αθωνίτικης αρχιτεκτονικής σπίτι του Ματθαίου και να κάθεσαι στο ξύλινο τουρέκι του κήπου, με μόνη συντροφιά τρία κεριά να καίνε μαζί με δύο ταμπλέτες για τα κουνούπια, τον «γέροντα», δυο φίλους του από εκεί, τον Παντελή και την Ειρήνη κι ένα στόμα να λέει a cappella πως «είν’ η αγάπη σκόνη και τ’ όνειρο καπνός».


Θανάσης Μωραΐτης
Αθήνα 16 Φεβρουαρίου 2000


* Ο Ματθαίος Μουντές γεννήθηκε στη Χίο το 1935. Από το 1961 έως λίγο πριν ‘μεταλλάξει τον βίον του’ (στην Αθήνα 4 Φεβρουαρίου 2000) δίδαξε στη Σχολή Μωραΐτη Θεολογία (θέλοντας να τον πειράξω του είπα κάποια στιγμή: «τουλάχιστον βάζεις μεγάλο βαθμό στους μαθητές σου;». Χαμήλωσε τα μάτια και σχεδόν μορμύρισε: «σε όλους άριστα βάζω, δεν βαθμολογείται η πίστη»). Οι μαθητές του –ανάμεσά τους πολλοί καλλιτέχνες– τον λάτρευαν. Ποιητής ιδιαίτερου ύφους και ήθους. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Παρακαταθήκη (1957), Ισόπεδος διάβασις (Φέξης, 1963), Η αντοχή των υλικών (α΄ έκδοση Ίκαρος 1971, β΄ έκδοση Καστανιώτης 1983), Τα αντίποινα (Εστία 1982), Νηπιοβαπτισμός (Καστανιώτης 1992). Ήταν ο «γέροντάς μου» με την αγιορίτικη ορολογία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: