Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Συνέντευξη με τον Λεωνίδα Μαριδάκη




Λεωνίδας Μαριδάκης:

«Πιστεύω στη φωτεινή πλευρά του ανθρώπου»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 69-70, Ιανουάριος-Μάρτιος 2019)


Η δική του «Βάρκα στο σπίτι» συγκαταλέγεται με διαφορά στις πολύ δυνατές δισκογραφικές στιγμές του 2018 για την ελληνική τραγουδοποιία. Αξιοθαύμαστη ρυθμική ευχέρεια, διακριτές μελωδίες, και μια ατμόσφαιρα σοβαρής ελαφρότητας χωρίς ευκολίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τον συναντάμε στην πιο ώριμη φάση του αλλά και στην πιο δυνητικά ρισκαδόρικη - ισορροπώντας μεταξύ μιας εξωστρέφειας που είναι πλέον mainstream και μιας εσωστρεφούς αναζήτησης που πηγάζει κι αυτή από βαθιά μέσα του. Κυρίες και κύριοι, ο Λεωνίδας Μαριδάκης!

«Βάρκα στο σπίτι» - νέος δίσκος και ομώνυμο τραγούδι σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Δεν μπορώ παρά να σας ρωτήσω για τη γνωριμία σας μαζί του.

Η γνωριμία μου μαζί του ήταν μια ευλογημένη στιγμή. Έγινε πολύ φυσικά και αβίαστα όταν με κάλεσε να παρουσιάσουμε το δεύτερο cd μου στη ραδιοφωνική εκπομπή του στον Αθήνα 9.84. Ήταν ήρεμος, στοχαστικός, και με ένα απόλυτα απροσδόκητο χιούμορ. Ένιωσα πως υπήρχε μια εκτίμηση κι από την μεριά του, και πως είχαμε μια καλή χημεία. Αυτό ήρθε να επιβεβαιωθεί λίγες μέρες μετά όταν βρεθήκαμε και μου έδωσε στίχους του χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια κουβέντα και χωρίς να το περιμένω. Αυτή η πρωτοβουλία του έμελε να μου δώσει κι έναν άλλο μουσικό προσανατολισμό: να αναμετρηθώ και με πιο συναισθηματικές και αφηγηματικές φόρμες τραγουδιού που, ενώ τις περιείχα σαν καλλιτέχνης, δεν είχαν ξεδιπλωθεί ως τότε. Η είδηση της απώλειάς του με βρήκε απροετοίμαστο και με πότισε με πολλή θλίψη.

Από τον προηγούμενο δίσκο σας, «Σε βάθος δρόμου», μεσολάβησαν οχτώ χρόνια. Γράφατε τραγούδια όλα αυτά τα χρόνια, ή τα βρήκατε σκούρα σε επίπεδο εταιρειών;

Αυτή η οκταετία ήταν ένα διάστημα πλούσιο σε ερεθίσματα αλλά και προκλητικό για μένα γιατί προσπαθούσα να βρω τις ισορροπίες μου. Έγραφα φυσικά τραγούδια όλο αυτό το διάστημα, έγραφα-έσβηνα, προσπαθώντας να δω προς τα πού πρέπει να κινηθώ. Εκεί συναντήθηκα με τον Ελευθερίου και η συνάντησή μας λειτούργησε σαν πυξίδα για μένα. Ταυτόχρονα, η κρίση μεσουρανούσε και οι δισκογραφικές είχαν συρρικνωθεί. Διάφοροι επιτήδειοι μπήκαν στην πιάτσα πουλώντας φούμαρα και προσπαθώντας να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν από τους καλλιτέχνες. Αυτή ήταν και η δική μου εμπειρία - μια αναξιόπιστη δισκογραφική εταιρία που με έκανε να χάσω χρόνο και χρήμα. Περάσαμε δύσκολα πρόπερσι το καλοκαίρι. Ο Αντώνης Μποσκοΐτης, ένας δημοσιογράφος με τσαγανό και έγνοια για τους καλλιτέχνες, έβγαλε στο φως την αλήθεια βοηθώντας με, όπως και άλλους, να απεμπλακούμε και να ξαναβρούμε το βήμα μας. Κι έτσι η «Βάρκα στο σπίτι» βγήκε τελικά στον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού μια μικρή εταιρία με σημαντικό έργο που εκτιμώ και τη νοιώθω σαν σπίτι μου.

Στο έργο σας συνυπάρχουν η ανεμελιά με την ενδοσκόπηση, η ελαφρότητα με την υπαρξιακή αναζήτηση. Πόσο εύκολο είναι - σε ψυχολογικό, καταρχήν, επίπεδο - να διαχειριστείς αυτό το συναισθηματικό σταυροδρόμι;

Όσο περνάει ο χρόνος μαθαίνω να ζω με τις αντιφάσεις μου. Είναι κομμάτια του εαυτού μου όλα αυτά και όταν αφήνω κάποιο έξω από τη καλλιτεχνική μου διαδρομή δεν αισθάνομαι ολόκληρος. Δεν είναι εύκολο πάντα να συνδυάζω όλα αυτά τα αντίθετα στοιχειά μέσα σε ένα τραγούδι, όπως π.χ. το κέφι με ένα βαθύτερο περιεχόμενο, αλλά δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά. Είναι κάτι που μου βγαίνει φυσικά και όσο περνάει και ο χρόνος βλέπω πιο καθαρά πως αυτό είναι το δικό μου αποτύπωμα, η δική μου ταυτότητα στο τραγούδι.

Τι ακριβώς συνέβη και μεταπηδήσαμε από τη μελαγχολία της τραγουδοποιίας των 1990s στο μοντέλο του «χαρούμενου τραγουδιού»;

Αυτό το είδος τραγουδιού, ας το πούμε «μεταχατζιδακικό» έντεχνο (ως ύφος με πολλές αποχρώσεις βέβαια) έκανε έναν μεγάλο ωραίο κύκλο από τους πρωτεργάτες του που κάπως ολοκληρώθηκε ανοίγοντας σιγά σιγά ένα καινούργιο τοπίο. Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια βάθια ανάγκη να μπολιαστεί αυτό το είδος με νέους ήχους και ρυθμούς ώστε να μιλήσουμε για τον έρωτα, την απώλεια, τα όνειρα μας ή οτιδήποτε με έναν πιο πρωτότυπο και άφθαρτο τρόπο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, στην εποχή μας όλα αυτά συνυπάρχουν. Στην φάση αυτή της ανανέωσης έχουμε την ευκαιρία εμείς οι νεότεροι καλλιτέχνες να προσεγγίσουμε την ανάγκη μας αλλά και την ανάγκη του κόσμου για απενοχοποίηση της χαράς, δημιουργώντας αυτό το ρεύμα που αναφέρεις.






Αυτά τα χρόνια της κρίσης, πού στραφήκατε για να διατηρήσετε τη θετική σας ματιά - όπως αυτή αντανακλάται στον δίσκο; Από πού αντλήσατε δύναμη;

Η αλήθεια είναι πως αυτά τα χρόνια της κρίσης ένιωσα κι εγώ πολλές φορές να γονατίζω από το γκρέμισμα του κόσμου γύρω μου και τις πρακτικές δυσκολίες που προέκυπταν. Υπάρχουν δυνάμεις μέσα μας να ξεπεράσουμε πολλά και δύσκολα αρκεί να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να μη μας αποπροσανατολίζουν αυτοί που έχουν τα μέσα, από την ικανότητα μας να αγαπάμε. Η θετική ματιά τώρα που υπάρχει στο δίσκο, είναι κάτι που υπάρχει στο πετσί μου. Αυτή είναι η δική μου πίστη: πίστη στη φωτεινή πλευρά του άνθρωπου.

Στην ιστοσελίδα σας έπεσα πάνω σε έναν εντυπωσιακό κατάλογο από έργα σας για το θέατρο. Ποιες είναι οι απαιτήσεις της σύνθεσης μουσικής για το θέατρο;

Όντως έχω την τύχη και τη χαρά να έχω συνεργαστεί με πολλούς και σημαντικούς σκηνοθέτες: Σάββας Στρούμπος, Λιλλύ Μελεμέ, Γιώργος Παλούμπης, Βασίλης Νικολαϊδης, Κωστής Καπελώνης, Νίκος Χατζόπουλος, και τόσοι άλλοι. Είναι μια προίκα, μια κληρονομιά μέσα μου αυτή η διαδρομή. Αγαπάω να κάνω μουσική για το θέατρο. Πλάθεις έναν κόσμο ήχων πάνω σε μια ιστορία - είναι γοητευτικό. Η μουσική για το θέατρο και η τραγουδοποιία έχουν πολλές διαφορές. Στο θέατρο εντάσσεσαι και υπηρετείς ένα έργο, πράγμα που είναι απελευθερωτικό πολλές φορές αφού το πλαίσιο και ο στόχος είναι δοσμένα ενώ στο τραγούδι τα αποφασίζεις όλα μόνος από την αρχή. Στο τραγούδι παίζει μεγάλο ρόλο το μοτίβο και η σύντομη ανάπτυξή του ενώ στο θέατρο η φόρμα καθορίζεται κάθε φορά από το έργο.

Η εμπλοκή σας με τη μουσική για το θέατρο προδίδει και ένα υπόβαθρο μουσικών σπουδών. Τι προσφέρει στο ταλέντο η οργανωμένη καλλιέργειά του;

Είναι πολύ σωστό που τα συνδέεις αυτά. Έχω τελειώσει αρμονία, αντίστιξη και φούγκα, και έχω παρακολουθήσει 5 χρόνια μαθήματα σύνθεσης με τον Μπάμπη Κανά. Δεν την τέλειωσα γιατί με τράβηξε από το μανίκι το τραγούδι. Για τη δουλειά μου στο θέατρο με έχει βοηθήσει πολύ και η μελέτη της ιστορίας της μουσικής για θέατρο και κινηματογράφο. Προσπαθώ πάντα να καταλάβω σε ποια μουσική γλώσσα ή θεατρική παράδοση έχουν αναφορά οι οδηγίες που μου δίνει ο σκηνοθέτης και, παίρνοντας υπόψιν μου και τις πρόβες, να του προτείνω ένα υλικό για να συζητήσουμε εκ νέου πάνω σ’ αυτό. Έτσι βρίσκουμε μια κοινή γλώσσα και αρχίζουμε να χτίζουμε τη μουσική της παράστασης.







Πώς βγήκε το αριστουργηματικό «Κάποτε στη ράδα», που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές π.χ. ενός Καββαδία, και ποιος είναι ο συνεπώνυμός σας στιχουργός Μάρκος Μαριδάκης;

Ο Μάρκος Μαριδάκης είναι ο πατέρας μου. Με πληθωρική προσωπικότητα, με χιούμορ, είναι άνθρωπος της παρέας και μηχανικός στα καράβια στο επάγγελμα. Μικρό με έπαιρνε μαζί του σε ταξίδια με περιπετειώδεις εικόνες, τρικυμίες με κύματα που σκεπάζανε ολόκληρο το καράβι, μακρινούς παράξενους προορισμούς. Με κατέβαζε στο μηχανοστάσιο μαζί του, έναν τόπο γεμάτο σωλήνες, στρόφιγγες και μηχανές, οπού είχε εκκωφαντικό θόρυβο και όλα βράζανε από τη ζέστη... Μαγικά για το παιδικό μου μυαλό όλα αυτά. Κάποια στιγμή ο Μάρκος άρχισε να μεταφέρει τα μπάρκα του στο χαρτί - σε ποιήματα, γραφτά, βιβλία. Έτσι περνούσε τον χρόνο του μες στο καράβι. Στην εφηβεία μου έπιασα και άρχισα να μελοποιώ κάποια από αυτά τα ποιήματα και τα τραγουδούσα με την κιθάρα μου στα παρεάκια που κάναμε τότε. Το «Κάποτε στη ράδα» είναι το πρώτο από αυτά που μελοποίησα κάπου στα 17 μου. Ίσως να είναι και το πρώτο τραγούδι που έχω γράψει. Πριν 3 χρόνια καλοκαιράκι, μια γλυκιά βραδιά, στην πίσω αυλή, στο χωριό μου ήμασταν με μια όμορφη παρέα πίναμε και τραγουδάμε διάφορα. Κάποια στιγμή πέφτει η ιδέα –δεν θυμάμαι από ποιον- να πω το ανέκδοτο τότε «Κάποτε στη ράδα». Τραγουδώντας ένιωσα πως είναι ένα τραγούδι που δεν έχει φθαρεί, αλλά είχε ακόμα την δύναμη και τη φρεσκάδα του καιρού που γράφτηκε. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε η Νικόλ Κατσάνη (στιχουργός και αυτή του δίσκου) που ήταν και εκείνη στην παρέα και μου λέει: «Είναι πολύ καλό, πιστεύω πως πρέπει να το βάλεις στο δίσκο». Είχε δίκιο, και το έβαλα. Είναι κάτι σαν ένα ναυτικό μπλουζ που το μοιραστήκαμε στο δίσκο με τον συνοδοιπόρο τραγουδοποιό Αργύρη Λούλατζη. Αυτό το τραγούδι αντιπροσωπεύει για μένα έναν ολόκληρο κόσμο.

Ο «Ντρούπι» είναι η «πολιτική» πινελιά του δίσκου. Πώς αποτιμάτε την εμπειρία του «πρώτη φορά αριστερά»;

Ο Ντρούπι σε στίχους του Πάνου Αντωνάτου μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω με χιούμορ για πράγματα που μας βασανίζουν εντός και εκτός κρίσης τα τελευταία χρόνια. Στον καιρό μας όμως υπάρχει πόλωση και ακραία προπαγάνδα και είναι απαραίτητο να πάρει κανείς απόσταση από όλον αυτό τον θόρυβο για να αντιληφθεί και να αξιολογήσει τα δεδομένα. Στην σημερινή κυβέρνηση βλέπω προσπάθεια και έργο που έχει φέρει μια ανανέωση, στα πολιτικοκοινωνικά πράγματα, σε σχέση με τις καταστάσεις που είχαν προηγηθεί. Μένει να δούμε τη συνέχεια. Ως δημιουργός, στο δικό μου τομέα, αυτόν της είσπραξης των πνευματικών δικαιωμάτων, έγιναν εξαιρετικά βήματα τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δημιουργοί που είχαν τη στήριξη κάποιων ανθρώπων της παρούσας κυβέρνησης κατάφεραν να βάλουν φρένο στο πανίσχυρο και αμαρτωλό, επί δεκαετίες, καθεστώς της ΑΕΠΙ που έκλεβε και χρήστες και δημιουργούς. Τώρα είμαστε σε μια μεταβατική φάση με την ΕΥΕΔ και σύντομα ελπίζω θα έχουμε έναν σύγχρονο ευρωπαϊκών προδιαγραφών φορέα που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους δημιουργούς.

«και ευτυχία παντού να δίνω» τραγουδάτε στο «Μια Μαίρη Πόππινς», σε στίχους της Νικόλ Κατσάνη. Πώς αντιλαμβάνεστε τον κοινωνικό ρόλο σας ως καλλιτέχνη;

Το «Μια Μαίρη Πόππινς» είναι ένα τραγούδι πολύ τρυφερό, ένα τραγούδι-ευχή για την αθωότητα και την ανθρωπιά. Σίγουρα ένας καλύτερος κόσμος προϋποθέτει αγώνα, αυτοκριτική, και έναν έλεγχο της έμφυτης ανάγκης μας ως άνθρωποι για εξουσία και κυριαρχία. Τι έχουμε αυτή τη στιγμή; Έναν πλανήτη ρημαγμένο από την απληστία, γεμάτο πόνο, και κάποιους παρανοϊκούς εξουσιαστές που οδηγούν τα πράγματα. Αυτή η κατάσταση πρέπει να μας βρίσκει απέναντι και τον έναν πλάι στον άλλον με την αλληλεγγύη μας, το χαμόγελό μας, το τραγούδι μας.

Το 2013 ερμηνεύσατε μαζί με τη Φωτεινή Βελεσιώτου το «Χαράματα η ώρα τρεις», σε σουίνγκ εκδοχή. Εκτός από εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία, υπάρχει κάποιο καλλιτεχνικό πρόταγμα στο να χορεύουμε σουίνγκ με Τσιτσάνη και Βαμβακάρη;

Ως προς τη διασκευή που έχω κάνει στο «Χαράματα η ώρα τρεις», δεν ξέρω αν βοήθησε που μπήκαμε στο ρεύμα κάποιας μόδας ή αν πετύχαμε με τη Βελεσιώτου και το εξαιρετικό ακορντεόν του Ηρακλή Βαβάτσικα μια ταυτότητα που άρεσε στον κόσμο. Ίσως και τα δύο. Το σημαντικό σε όλα αυτά είναι να μην προδοθεί ο πυρήνας του τραγουδιού. Από εκει και πέρα οι μόδες πάνε και έρχονται, όπως πάντα, προσανατολίζοντας την αγορά και τα αυτιά του κόσμου πότε προς τα εδώ και πότε προς τα εκεί. Και μέσα στα ρεύματα αυτά, άλλα τραγούδια αφήνουν ένα αποτύπωμα στην ψυχή και άλλα όχι.

Στον έναν δίσκο σας ήταν ο δρόμος, τώρα μια βάρκα - είναι εμφανές ότι κάτι έχετε με τα ταξίδια. Ποιο υπήρξε το καλύτερό σας, κύριε Μαριδάκη; Και το επόμενο πού θέλετε να σας βγάλει;


Αντιλαμβάνομαι την ίδια τη ζωή σαν ένα ταξίδι. Και οι δράσεις μας, οι έρωτες μας, τα έργα μας είναι τα χνάρια μας σε αυτή τη διαδρομή. Το καλύτερό μου ταξίδι δεν το ξέρω, αλλά το πιο παράξενο ταξίδι που έχω κάνει ήταν το μακρινό 2000 όταν οργώσαμε με την τότε σύντροφο μου την Κούβα. Γυρίζαμε όλο το το νησί για δύο μήνες χωρίς πρόγραμμα, με πυξίδα την περιέργεια για ένα άγνωστο πολιτισμό, γνωρίζοντας επαναστάτες, συγγραφείς, ιερείς, ανθρώπους όλων των ειδών. Το επόμενο ταξίδι θα ήθελα να με βγάλει στα ανοιχτά, σ’ ένα μέρος ονειρικό, όπως είναι η σκηνή της γιορτής των γλάρων στο video clip του τραγουδιού «Βάρκα στο σπίτι».





Το περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ το βρίσκετε ΕΔΩ.

1 σχόλιο:

Leonidas Maridakis είπε...

Ηρακλή σε ευχαριστώ από καρδιάς που μου έδωσες την ευκαιρία να μιλήσω για όλα αυτά μέσα από τις ωραίες και "διαβασμένες" ερωτήσεις σου. Να είσαι καλά!